Γιά­ννης Πα­τί­λης: Post(Mortem)Modern Hellas 2021



Γιά­ννης Πα­τί­λης


Post(Mortem)Modern Hellas 2021

(Εἰ­κὼν με­τα­νε­ω­τε­ρι­κή)


διὸ καὶ φι­λο­σο­φώ­τε­ρον καὶ σπου­δαι­ό­τε­ρον ποί­η­σις ἱ­στο­ρί­ας ἐ­στίν· ἡ μὲν γὰρ ποί­η­σις


|| εἶ­ναι ἐ­ρω­τευ­μέ­νος ἀ­κό­μη || ἀλ­λά ὅ­πως τοῦ συμ­βαί­νει συ­νή­θως δὲν ἠ­ξεύ­ρει μὲ τί ἀ­κρι­βῶς || συ­νή­θως δὲν κοι­μᾶ­ται κα­λά || συ­χνὰ μου­σκεύ­ει τὴ φα­νέ­λα του πά­λι κα­λά || πάν­τως ἀ­πὸ τὸν ἐ­φιά­λτη ἡ συ­χνου­ρί­α τὸν σώ­ζει || πά­λι ἔ­βλε­πε πὼς κυ­κλο­φο­ροῦ­σε στὴν Ἑρ­μοῦ δί­χως μά­σκα || Ἀλ­λὰ θυ­μᾶ­ται καὶ τὶς κα­λές του στιγ­μές || Στὸν ὕ­πνο του ἔρ­χε­ται ἡ νε­α­ρὰ φι­λε­νά­δα του || Εἶ­ναι μι­κρο­κα­μω­μέ­νη καὶ δρο­σε­ρὴ μὲ κα­λω­συ­νά­το χα­μό­γε­λο || τὰ κόκ­κι­να κα­τσα­ρά της μαλ­λιὰ κι οὐ­ρά­νιο πορ­πά­τη­μα || κά­θε δε­κα­πέν­τε κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὸν βορ­ρᾶ || Χτὲς εἶ­δε στὸν ὕ­πνο της τὸν ἅ­η-Σε­ρα­φεί­μη! || Τὴν κρα­τοῦ­σε τρυ­φε­ρὰ ‘πὸ τὸ χέ­ρι || Ἕ­να ἥ­συ­χο ρεῦ­μα ζε­στὸ τὸ κορ­μί της γε­μί­ζει || Ὅ­πως τὸ κρά­τη­μα ‘πὸ τὸ χέ­ρι τοῦ πα­τέ­ρα της ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δί || Τί βλέ­πει στὸ θε­ό σου αὐ­τὸ τὸ κο­ρί­τσι || Φτά­νει ὅ­μως μιὰ πι­να­κί­δα στὸ δρό­μο Πρὸς Κο­ρώ­νης Μο­νὴ Ἱ­ε­ρὰ γιὰ μιὰ τέ­τοι­α ἐ­πί­σκε­ψη; || Γιὰ ἕ­ναν ἅ­γιο ποὺ ἄ­κου­γε πρώ­τη φο­ρά; || Τὸν εἶ­χε ὅ­μως; || Ἢ μή­πως τὸν ἤ­ξευ­ρε δί­χως; || Αὐ­τὸς τὸ μό­νο ποὺ θυ­μό­ταν ἦ­ταν οἱ δι­α­βε­βαι­ώ­σεις τοῦ «μαρ­ξι­στῆ» ἱ­στο­ρι­κοῦ || οἱ Νε­ο­μάρ­τυ­ρες συ­χνὸ φαι­νό­με­νο ἐ­πο­χῆς ποὺ δέ­χον­ται θά­να­το μαρ­τυ­ρι­κὸ γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κή τους τὴν πί­στη || εἶ­ναι συγ­χρό­νως κι οἱ πρῶ­τοι οἱ ἥ­ρω­ες οἱ ἐ­θνι­κοὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ μας τοῦ Νέ­ου || δέ­χου θε­άν­θρω­πε Λό­γε οὓς προ­σά­γει σου γέ­νος αἰχ­μά­λω­τον || Ἂν εἶ­χε ὅ­μως δι­α­βά­σει τὸ «Πό­θος Μαρ­τυ­ρί­ου» στὰ Ἱ­στο­ρι­κά-τεῦ­χος-εἴ­κο­σι-τρί­α θὰ τά ‘λε­γε; || δέν θὰ τά ‘λε­γε… || ὁ πρίν-πρίν Ἕλ­λη­νας, ὁ πρίν ὥ­ρι­μος Γάλ­λος, ὁ νῦν «Ἕλ­λη­νας» || ὁ-ἐν­τὸς-εἰ­σα­γω­γι­κῶν || ὁ ἰ­δε­ο­λο­γη­μα­τί­ας αὐ­τός || ὁ πε­ριτ­τὸς νο­σταλ­γός… || Ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴ συ­χνου­ρί­α κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει δι­α­φεύ­γουν στα­γό­νες κα­τὰ τὸ σχῆ­μα λι­τό­τη­τος || τὴν ἄ­τι­μη τὴν δι­α­κε­κομ­μέ­νη τὴν οὔ­ρη­ση || τὴν δυ­σού­ρη­ση || Ποῦ κα­τήν­τη­σε (ὁ πρὶν ὠ­μο­γέ­ρων) || Τώ­ρα πλη­ρώ­νει τὴ μα­νί­α του μὲ τὴν ἀ-συ­νέ­χεια || τὸ σπα­σμέ­νο || τὸ τά­χα ἀν­θε­κτι­κό || τὰ ἀ­φη­γή­μα­τα π’ ἐ­γί­ναν ἀ­γνώ­στου πα­τρὸς ἀ­πο­κόμ­μα­τα || Συ­ναν­τή­θη­καν πί­σω ἀ­πὸ τ’ ἄ­γαλ­μα τοῦ πυρ­πο­λη­τῆ τοῦ Κα­νά­ρη τὸν Ἰ­ού­λιο τοῦ ἑ­ξή­κον­τα πέν­τε || κι ὁρ­κι­στῆ­καν πὼς δὲν θά ‘φη­ναν πο­τὲ τὴν Κυ­ψέ­λη || Ὅ­μως αὐ­τὸς τὴν κο­πά­νη­σε || μα­ζὶ μὲ τὸν ἄλ­λον τῆς Γαλ­βά­νη τὸν ἅ­γιο || τοῦ πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σει ἡ συ­ζή­τη­ση γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ τὴν ταυ­τό­τη­τα || τοῦ φτά­νει πιὰ ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς i­di­ot-προ­σω­πί­ας || τοῦ ἡ συ­ζή­τη­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πλέ­ων ἡ ἄ­γο­νη || τοῦ τώ­ρα πιὰ φύ­λα­γέ μας Χρι­στέ μας ὅ­ταν γα­μι­ώ­μα­στε || (ἀλ­λὰ γα­μι­ώ­μα­στε πιά;) || me too ναί! || κι ἐ­μέ­να μὲ πή­δη­ξε ὁ Κου­λὸς στὸ ὄ­γδο­ο μὲ τὸ τρί­ση­μον || πά­ρε τώ­ρα καὶ Ἀν­τε­το­κοῦν­μπο νά ‘χεις τε­τρά­ση­μο || κι ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο γιὰ ἐ­ξελ­λη­νι­σμὸ προ­σφυ­γά­κια || πού εἰ­πε στὴ Γκι­ώ­να ἡ Λι­ά­κου­ρα ἀ­πὸ τὴν κορ­φή της || Καὶ τὸ γι­ορ­τά­σα­νε πο­λὺ στὸ Συγ­κρό­τη­μα || Δι­κέ μου || ἀ­τῶν εἶ­ν’ ἡ πα­τρί­δα τους ὁ­πού ‘ναι τὸ λο­γά­ριν || ἐ­σέ­να καὶ στὸ Μαν­χά­ταν θὰ σ’ ἀ­κο­λου­θά­ει ἡ Πα­τη­σί­ων || μὲ τὶς μαῦ­ρες τὶς τσοῦ­πρες στὸ πε­ζο­δρό­μιο καὶ τοὺς ἀν­τι­φά || Ἀλ­λὰ τώ­ρα πές μου || τί ἠ­ταν αὐ­τὸς ὁ παπ­πού­λης ὁ ὡς ἀ­μνὸς σου­βλι­σθεὶς ὑ­πὲρ τῶν λο­γι­κῶν του προ­βά­των || ὁ λα­τρε­μέ­νος τῶν Κλε­φτῶν αὐ­τὸς ὁ νο­μο­τα­γής || τῶν ἀ­προ­σκύ­νη­των ποὺ τρί­ψα­νε τὴ μού­ρη τῆς Χον­τρα­χεί­λως || κι ἀ­ρα­δια­στὰ τρα­γου­δού­σα­νε τοῦ Φα­να­ριοῦ τὸν ἐ­πί­σκο­πο || τὸν ἅ­η-Σε­ρα­φεί­μη; || Γί­νε­ται ἥ­ρω­ας ἐ­θνι­κὸς πρὶν τὸ Ἔ­θνος; γιὰ πές μου || Ἔ­τσι τὴν πά­τη­σε κι ὁ «μαρ­ξι­στὴς» ποὺ λέ­γα­με πα­ρα­πά­νω || πού ‘θε­λε νὰ κά­μει Ἱ­στο­ρί­α μὲ κε­φα­λαῖ­ο Ἰ­ῶ­τα ὁ δύ­στυ­χος καὶ πά­λι στὴ Ζω­ο­λο­γί­α κα­τέ­λη­ξε || τὴν ἄλ­λη τὴ μα­σκα­ρε­μέ­νη τοῦ δι­α­φο­ρι­κοῦ ρα­τσι­σμοῦ τοῦ τρό­μου τῆς δι­α­φο­ρᾶς τοῦ Ἀλ­λὰχ-ἴλ-Ἀλ­λά τοῦ βλέ­πε καὶ Μπα­λιμ­πάρ || ἂς μά­θαι­ν’ ἀ­π’ τὸν κὺρ-Φλῶ­ρο ἀ­κού­ον­τα φι­λο­σο­φι­κῶς – ποι­ά;… || α ὐ ­τ ὰ π ο ὺ  ε ἶ ­χ ε ν  ἰ ­δ ε ῖ  μ ὲ  τ ὰ  μ ά ­τ ι α  τ ο υ ! || γιὰ κεί­νη τὴν Ἐ­πα­νά­στα­σι τὰ τό­σον πα­ρηλ­λαγ­μέ­να ἀ­πὸ στό­μα εἰς στό­μα || π’ ἐ­σκέ­πτε­το ὅ­πως εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ μέ­νῃ προ­ϊ­όν τι ἢ ἐμ­πό­ρευ­μα ἀ­νό­θευ­τον εἰς τὴν ἀ­γο­ράν || ἀ­δύ­να­τον καὶ πε­ρὶ τοῦ ἐ­λα­χί­στου συμ­βάν­τος νὰ γνω­σθῇ ἡ ἀ­κρι­βὴς ἡ ἀ­λή­θεια || καὶ τοῦ­το κυ­ρί­ως: || ὅ­τι δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χουν ἀ­λη­θῆ ἄλ­λα εἰ­μὴ ὅ­σα… —ἀ­κοῦς!— δ έ ν  σ υ ν έ ­β η ­σ α ν ! || Πε­ρὶ τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­κρι­βῶς καὶ ἡ ποί­η­σις! || τὸ Συρ­τά­κι στὸ Ζά­λογ­γο || τὸ κρυ­φὸ τὸ σχο­λει­ὸ στῆς μαύ­ρης ἀ­νάγ­κης τὰ ἑ­σπε­ρι­νὰ Βά­θης Πλα­τεί­α || τὸ λά­βα­ρο τὴν εἰ­κο­στὴ πέμ­πτη τοῦ Μάρ­τη || (καὶ ὄ­χι τὴν εἰ­κο­στὴ τε­τάρ­τη πε­ρι­κα­λῶ) || τ’ ἀρ­βα­νί­τι­κα σὲ Χα­σιὰ καὶ Ἀ­σπρό­πυρ­γο ὅ­που μά­ζευ­ε τὶς δό­σεις τοῦ πλα­νό­διου πε­θα­μέ­νου πα­τέ­ρα || συ­νε­λόν­τι­εἰ­πεῖν τοῦ Ρω­μιοῦ ὁ ἀ­νύ­στα­κτος ζῆ­λος || Ἂς ἄ­κου­γε ἐ­πι­τέ­λους τὸν φι­λο­ζὸφ ποὺ ρή­μα­ζε τὰ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­α στὰ Πα­ρί­σια || πού εἰ­χε ψύ­χω­ση μὲ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τὴν ἄν­θρώ­πι­νη || μὲ τὰ πρό­σω­πα τὰ σὰν τὸν Κα­νέλ­λο σα­θρά || Αὐ­τὸς πιὰ κι ἂν ἦ­ταν στὴ Ζω­ο­λο­γί­α ἐξ­πέρ || Ἀ­φοῦ τὸ ψέμ­μα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος || κά­νε τώ­ρα ἐ­σὺ ἱ­στο­ρί­α μὲ τὸ ψέμ­μα || μή­πως κι ἦ­ταν λι­γό­τε­ρα τοῦ Θο­δω­ρά­κη τὰ ψέμ­μα­τα; || Ἐ­γὼ τὸ μό­νο ποὺ τοῦ πι­στεύ­ω εἶ­ναι τοῦ­το στὴ Ζά­κυ­θο || στὸ μνη­μό­συ­νο τῆς γυ­ναί­κας του || ὅ­ταν πῆ­ρε τὴν τά­βλα μὲ τὰ κόλ­λυ­βα στὸ κε­φά­λι || καὶ τὰ πῆ­γε ἀ­τός του ἀ­πὸ τὸ σπί­τι στὴν ἐκ­κλη­σιά || ση­μεῖ­ον τῆς ἀ­γά­πης του || λέ­ει κι ὁ πο­πο­λά­ρος ὁ τρὶς βα­πτι­σθείς || καὶ τὸ ἄλ­λο τὸ με­τά || μὲ τὴν ἀ­στε­φά­νω­τη τὴν κα­λό­γρια καὶ τὸν πῆ­δο στὰ 63 ποὺ τοῦ χά­ρι­σε τὸν Πά­νο τὸν Δεύ­τε­ρο || τὸν ἁ­γνὸ πα­τρι­ώ­τη || τέ­τοι­ες ἀ­λή­θει­ες || φρέ­σκες τοῦ 1879 ἀ­ναλ­λοί­ω­τες: || Ὅ­θεν || πρὸς τῇ δι­οι­κή­σει, κιν­δυ­νεύ­ει καί τὸ πο­λί­τευ­μα || οἱ δὲ πο­λῖ­ται γέ­νον­ται σ ο ­σ ι ­α ­λ ι ­σ τ α ὶ νέ­ου εἴ­δους || ἀ­ξι­οῦν­τες δι­καί­ω­μα πρὸς ἐρ­γα­σί­αν οὐ­χί || ἀλ­λὰ πρὸς θέ­σεις δη­μο­σί­ας || πρὸς μι­σθούς || καὶ πρὸς ἁρ­πα­γάς || Καὶ τού­του ἕ­νε­κα || ἡ πο­λι­τεί­α με­τε­βλή­θη εἰς χρη­μα­τι­στή­ριον εὐ­ρύ || ὡς ἐ­πὶ τῶν λαυ­ρε­ω­τι­κῶν ἡ ὁ­δὸς τοῦ Αἰ­ό­λου || Πα­σί­γνω­στα πράγ­μα­τα κύ­ρι­ε Ση­μί­τη || κυ­ρὰ Να­τα­λί­α τὸ γέ­νος Δρα­γού­μη || Ἀλ­λὰ τώ­ρα ἡ Με­γά­λη Μέ­ρα ξη­μέ­ρω­νε || Ἅ­η-Σε­ρα­φεί­μη βο­ή­θα μας φω­νά­ξα­νε ὅ­λα τὰ κό­λια μα­ζί || Στὴν ἐ­ξέ­δρα πι­ά­σα­νε θέ­ση ὅ­πως πάν­τα ὁ Πού­τιν ὁ Κά­ρο­λος || κι ὁ Μα­κρὸν ὁ μα­κρὰν Μι­κρο­μέ­γαλ­λος || Οἱ Προ­στά­τι­δες ὅ­λες προ­στά­τη μου || Θά ‘ναι κι ἡ Γιά­ννα ἐ­κεῖ μὲ Κυ­ριά­κο μὲ Βε­ρέ­μη τὸν ἄ­νε­το || καὶ τὰ Ρα­φὰλ ἀ­πὸ πά­νω ἀρ­χάγ­γε­λοι ν’ ἁ­πλώ­νουν φτε­ροῦ­γες || Μπρο­στὰ θὰ κυ­λά­ει τῶν σι­δε­ρέ­νι­ων ἁρ­μά­των τὸ σύ­βρον­το || Ἕ­να ἀ­τέ­λει­ω­το σή­ριαλ ἡ Πα­τρὶς ἡ και­νούρ­για θὰ κυ­λά­ει ἀ­τσα­λά­κω­τη σὲ συ­νέ­χει­ες πάν­τα || συν­τριμ­μέ­νη κι αἱ­μάσ­σου­σα σοῦ φαι­νό­ταν ὡς χθές || δι­α­κε­κομ­μέ­νη συ­νου­σί­α || τὸ βρά­δυ ἀλ­γει­νὴ δυ­σου­ρί­α || ἀλ­λὰ ἔ­πα­σχες || ἀ­πὸ πα­τρι­δου­ρί­αν ἑλ­λα­δι­κὴν ἀ­κα­τά­σχε­τον || κι ἐ­σὺ κα­κο­μοί­ρη μου || καὶ δὲν τό ‘ξε­ρες ||



Ἀν­τι­δε­ον­το­λο­γι­κὴ δι­α­σα­φή­νι­σις: Στὴ σύν­τα­ξη τοῦ πα­ρόν­τος ἂς-τὸ-ποῦ­με-ποι­ή­μα­τος συ­νει­σέ­φε­ραν μὲ τοὺς γρα­πτοὺς λο­γι­σμοὺς/πα­ρα­λο­γι­σμούς τους οἱ ἑ­ξῆς κα­τὰ σει­ρὰν ἐμ­φα­νί­σε­ως, τοὺς ὁ­ποί­ους καὶ εὐ­χα­ρι­στῶ ἀ­πὸ τὴν θέ­σιν αὐ­τήν: Στα­γει­ρί­της, Νί­κος Σβο­ρῶ­νος, Φί­λιπ­πος Ἠ­λιοῦ, Γι­ῶρ­γος Βε­λου­δῆς, Χρῆ­στος Βα­κα­λό­που­λος, Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος, Ἀν­τώ­νης Λιά­κος, Μπερ­γα­δῆς, Γιάν­νης Βλα­χο­γιά­ννης, Ἄ­κης Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της, Κω­στῆς Πα­πα­γι­ώρ­γης, Γε­ώρ­γιος Τερ­τσέ­της, Νι­κό­λα­ος Δρα­γού­μης, Πε­ρι­κλῆς Γι­αν­νό­που­λος.

Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Τὸ κοι­νὸν τῶν ὡ­ραί­ων τε­χνῶν, ἀρ.11, Μάρ­τιος 2021 [ἐ­δῶ βελ­τι­ω­μένο].

Εἰ­κό­να: Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου, PostModern Hellas 2021. Ψη­φια­κὴ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α φω­το­γρα­φί­ας τυ­πω­μέ­νη σὲ μου­σα­μᾶ, 21Χ18ἑκ. Συμ­με­το­χὴ στὴν Ἐ­πε­τεια­κὴ Ἔκ­θε­ση «1821, Ὀ­πτι­κὴ μιᾶς Ἐ­πα­νά­στα­σης» τῆς Ψη­φια­κῆς Πλατ­φόρ­μας Τέ­χνης «gr collectors».

Εἰ­κό­να λή­ξε­ως ἑ­ο­ρτα­σμῶν: Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ ση­μαία στὸ πάρ­κο Φλοί­σβου Πα­λαι­οῦ Φα­λή­ρου στὶς 31 Δε­κεμ­βρί­ου 2020. Φω­το­γρα­φία: Γιάν­νης Πα­τί­λης.


			

Γιά­ννης Πα­τί­λης: Τὰ Μι­κρὰ τοῦ Με­γά­λου Ἀ­γώ­να



Γιά­ννης Πα­τί­λης


Τὰ Μι­κρὰ τοῦ Με­γά­λου Ἀ­γώ­να

Μι­κρο-α­φη­γή­σεις γιὰ τὴν Με­γά­λη Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση


καὶ ποι­ός θ’ ἀρ­νη­θῇ πὼς τὸ ἀ­νέκ­δο­το τὸ ἀ­λη­θι­νὰ ἱ­στο­ρι­κὸ εἶ­ναι μά­θη­μα ἱ­στο­ρί­ας;
Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης

I. Ἱ­στο­ρι­κὴ προ­βο­λὴ τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να στὸ πα­ρόν


Ι ΕΠΕΤΕΙΟΙ εἶ­ναι ἴ­σως ὁ χει­ρό­τε­ρος τρό­πος νὰ τι­μή­σεις ἕναν σπου­δαῖο ἀγώνα τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ ἀξιοπρέπεια. Μέ­σα σὲ μιὰ σχέ­ση κυ­ρι­αρ­χί­ας ἡ αἱματηρὴ προ­σπά­θεια ὑ­πο­δεέ­στε­ρου κοι­νω­νι­κοῦ συ­νό­λου νὰ ἀ­πο­κτή­σει αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμὸ καὶ αὐ­το­νο­μί­α ἀ­πέ­ναν­τι στὸν ἱ­στο­ρι­κὸ κοι­νω­νι­κὸ ἐ­ξου­σια­στή του, πα­ρα­μέ­νει πάν­τα μιὰ τέτοια σπου­δαί­α ὑ­πό­θε­ση, ὅ­σο κι ἂν αὐ­τὴ στὴν πο­ρεί­α της, ἀν­τι­στρέ­φον­τας τοὺς ὅ­ρους της, κιν­δυ­νεύ­ει (καὶ κά­πο­τε συμ­βαί­νει) νὰ γί­νει μιὰ με­γά­λη ὑ­πό­θε­ση ντρο­πῆς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, μιὰ μαύ­ρη σε­λί­δα κα­τε­ξου­σί­α­σης τῶν ἄλ­λων. Ὁ με­γά­λος ξε­ση­κω­μὸς τῶν ὀρ­θό­δο­ξων Ρω­μι­ῶν καὶ Ἀρ­βα­νι­τῶν τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 19ου αἰ­ώ­να, ἀ­πέ­ναν­τι στὸν Ὀ­θω­μα­νὸ δυ­νά­στη τους, δι­και­ο­λο­γη­μέ­να ἀ­ναρ­ρί­πι­σε στὰ στή­θη τῶν φι­λε­λεύ­θε­ρων ἀν­θρώ­πων τῆς ἐ­πο­χῆς, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἐ­θνι­σμοῦ καὶ δόγ­μα­τος χρι­στι­α­νι­κοῦ, κρί­σι­μα γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ και­ροῦ αἰ­σθή­μα­τα ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σης καὶ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ ἀ­πὸ πα­ρό­μοι­ους ἢ ἀ­νά­λο­γους κοι­νω­νι­κοὺς δε­σπο­τι­σμούς. Δη­λα­δή: ἀ­πὸ τὴ σκλα­βιά.

       Ὁ νε­ο­ελ­λη­νι­κὸς ἐ­θνι­σμὸς τοὺς τε­λευ­ταί­ους δύ­ο αἰ­ῶ­νες, μ’ ὅ­λες τὶς ἐ­θνι­κι­στι­κὲς του ἀν­τι­φά­σεις καὶ τὶς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὲς ἐ­κτρο­πές του στὴν με­τα­ξι­κὴ καὶ ἀ­πρι­λια­νὴ δι­κτα­το­ρί­α, κα­τά­φε­ρε νὰ δι­α­σώ­σει στὰ προ­τάγ­μα­τά του κρί­σι­μους πυ­ρῆ­νες πα­τρι­ω­τι­κούς, ἀν­τι­στα­σια­κοὺς καὶ δη­μο­κρα­τι­κούς, ἐ­νῶ μὲ τὴν προ­ϋ­πάρ­χου­σα ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­σή του, τὴν λει­τουρ­γι­κὴ καὶ θε­ο­λο­γι­κή, ὅ­σο καὶ μὲ τὴν βι­ω­μέ­νη μέ­σῳ τῆς γλώσ­σας του ἱ­κα­νό­τη­τα ὄ­σμω­σης τοῦ με­γα­πλη­θοῦς χω­ρο­χρο­νι­κῶς ἱ­στο­ρι­κοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἀ­πέ­κτη­σε, ταυ­το­χρό­νως, καὶ δυ­να­τό­τη­τα ὑ­πέρ­βα­σης τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ του κρα­τι­σμοῦ καὶ τῆς ἀ­να­κλα­στι­κῆς πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νης του ἑλ­λη­νο­κεν­τρι­κό­τη­τας πρὸς δι­ε­ξό­δους φύ­σε­ως οἰ­κου­με­νι­κῆς. Σπου­δαῖ­ες μορ­φὲς τοῦ δευ­τέ­ρου ἡ­μί­σε­ος τοῦ προ­η­γού­με­νου αἰ­ώ­να, σὰν ἐ­κεῖ­νες τοῦ Κώ­στα Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, τοῦ Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη, τοῦ Πα­να­γι­ώ­τη Κον­δύ­λη, τοῦ Χρή­στου Γι­αν­να­ρᾶ, μᾶς ἔ­δει­ξαν μὲ τὴν σκέ­ψη τους ὅ­τι τέ­τοι­ες διέξο­δοι εἶ­ναι ἐ­φι­κτές.

       Ἡ πα­ρα­πά­νω οἰ­κου­με­νι­κὴ δι­έ­ξο­δος, ὡς ὑ­πε­ρε­θνι­κὸ ἀ­ξια­κὸ σύμ­παν εἶ­ναι ἡ πρώ­τη καὶ με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση γιὰ τὴν συγ­κρό­τη­ση ἀν­τι­στα­σια­κῆς πο­λι­τι­σμι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τοῦ σύγ­χρο­νου Νε­ο­έλ­λη­να ἀ­πέ­ναν­τι σὲ μιὰ ἀ­δι­έ­ξο­δη καὶ ἀν­θρω­πο­κα­τα­στρο­φι­κὴ ἐκ­με­ταλ­λευ­τι­κὴ τε­χνο­κα­πι­τα­λι­στι­κὴ παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση ποὺ μὲ τὰ ἐ­ξό­χως ἑλ­κυ­στι­κὰ τε­χνο­λο­γι­κὰ ση­μεῖ­α ταύ­τι­σης πρὸς τὴν ἴ­δια, ὁ­δη­γεῖ παν­τοῦ σὲ μιὰ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­πο­συ­ναρ­μο­λό­γη­σης ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε πα­ρα­δο­σια­κῆς δι­α­φο­ρο­ποι­η­τι­κῆς συλ­λο­γι­κό­τη­τας σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν πλα­νή­τη, με­τα­τρέ­πον­τας κά­θε ἱ­στο­ρι­κὴ χώ­ρα σὲ ἑ­νια­ῖο ἀ­δι­α­φο­ρο­ποί­η­το γε­ω­γρα­φι­κὸ χῶ­ρο καὶ κά­θε ἱ­στο­ρι­κὸ κοι­νω­νι­κὸ ὑ­πο­κεί­με­νο σὲ ἀ­πρό­σω­πη μά­ζα ἀ­γο­ρα­στῶν καὶ κα­τα­να­λω­τῶν.

       Ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­ξί­σου σπου­δαί­α πρό­κλη­ση γιὰ τὴν συγ­κρό­τη­ση μιᾶς πα­ρό­μοι­ας ταυ­τό­τη­τας, κα­θὼς εἶ­ναι ἐ­ξί­σου ἱ­στο­ρι­κή, ὡς ἡ ἄλ­λη με­τω­πι­κὴ ὄ­ψη τοῦ Ἰ­α­νοῦ, κοι­τά­ζει αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ πρὸς τὰ πί­σω καὶ τὸ πα­ρελ­θόν, ἀ­να­σύ­ρον­τας, με­τὰ τὴν κα­τάρ­ρευ­ση τοῦ παγ­κό­σμιου πο­λι­τι­κοῦ δι­πο­λι­σμοῦ τὸ 1989, ἀρ­χα­ϊ­κὲς πο­λι­τι­σμι­κὲς ἐμ­μο­νὲς ποὺ λί­γες δε­κα­ε­τί­ες πρὶν φαι­νόν­του­σαν στὰ μά­τια τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων μας πα­ρω­χη­μέ­νες. Ἡ ἀ­να­κα­τα­νο­μὴ τῆς παγ­κό­σμιας κυ­ρι­αρ­χί­ας τὶς τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες, φέρ­νει στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ προ­σκή­νιο τὶς χῶ­ρες τῆς Ἀ­να­το­λῆς, ἄλ­λο­τε ‘εἰ­ρη­νι­κά’ (ἂν καὶ πάν­το­τε ἀν­τα­γω­νι­στι­κά) μὲ τὶς εὐ­λο­γί­ες καὶ τὴν στή­ρι­ξη τῆς Δύ­σης, ὅ­πως στὶς με­γά­λες οἰ­κο­νο­μί­ες τῆς Ἄ­πω Ἀ­να­το­λῆς, καὶ ἄλ­λο­τε ἐ­πι­θε­τι­κά, καὶ κά­πο­τε ὀ­δυ­νη­ρῶς βί­αι­α, μὲ τὴν ἀ­νά­καμ­ψη τῆς ἰσ­λα­μι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας, ὅ­πως στὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες χῶ­ρες τῆς Ἐγ­γὺς καὶ Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς. Ἡ ἐ­πα­νεμ­φά­νι­ση, μέ­σα στὴν κί­νη­ση αὐ­τή, τοῦ νε­ο-ο­θω­μα­νι­κοῦ ἀ­να­θε­ω­ρη­τι­κοῦ ἐ­πε­κτα­τι­σμοῦ, ὑ­πο­χρε­ώ­νει τὸν Νε­ο­έλ­λη­να ἰ­σο­μοί­ρως πρὸς μιὰ ἀ­πέ­θαν­τη πο­λι­τι­σμι­κὴ ἐμ­μο­νὴ τοῦ «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latiο» τοῦ Ὁ­ρά­τιου καὶ τοῦ τό­σο ὀ­δυ­νη­ρὰ ἐ­πί­και­ρου «Ἕλ­λη­νες ἀ­πο­δη­μοῦ­σι καὶ θά­λασ­σαν πε­ρῶ­σι ἵ­να γράμ­μα­τα μά­θω­σι»[1] τοῦ Με­γά­λου Ἀ­θα­να­σί­ου νὰ σκε­φτεῖ ὡς ἱ­στο­ρι­κὴ «Μοί­ρα τοῦ Τό­που» καὶ τὴν Μοί­ρα τῆς Γε­ω­γρα­φί­ας!

       Πράγ­μα­τι, τὸ Αἰ­γαῖ­ο μὲ τὰ νη­σιά του, εἴ­τε Αἰ­γαῖ­ο Πέ­λα­γος τὸ ὀ­νο­μά­σου­με ἐ­μεῖς εἴ­τε Θά­λασ­σα τῶν Νη­σι­ῶν ὅ­πως οἱ Ἀ­πέ­ναν­τι, δὲν παύ­ει νὰ εἶ­ναι μιὰ θά­λασ­σα ποὺ ἱ­στο­ρι­κή της μοί­ρα, ἀ­κό­μη καὶ γιὰ τὰ ψά­ρια της, ἦ­ταν καὶ πα­ρα­μέ­νει νὰ ἑ­νώ­νει καὶ ὄ­χι νὰ χω­ρί­ζει τὶς τέσ­σε­ρις ἐ­δα­φι­κὲς πλευ­ρὲς τοῦ νο­η­τοῦ ὀρ­θο­γώ­νιου πα­ρα­λ­λη­λόγραμ­μου ποὺ τὴν πε­ρι­κλεί­ουν. Ἡ ἀ­κα­τά­παυ­στη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῶν λα­ῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς πρὸς κά­θε κα­τεύ­θυν­ση τοῦ τε­τρα­πλεύ­ρου, σχε­δὸν πάν­το­τε ὁ­δη­γοῦ­σε, ἄλ­λο­τε βί­αια διὰ τῶν ὅ­πλων ἄλλοτε διὰ τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας εἰ­ρη­νι­κά, σὲ ἀ­ξι­ώ­σεις κυ­ρι­αρ­χί­ας πρὸς τὶς ὑ­πό­λοι­πες πλευ­ρὲς τοῦ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρου ἰ­δι­ο­κτή­τη τῆς μιᾶς ἐξ αὐ­τῶν. Ἕ­ξι χι­λιά­δες χρό­νια προ­ϊ­στο­ρί­ας καὶ ἱ­στο­ρί­ας, ἀ­πὸ τοὺς αἰ­ῶ­νες τῆς Ὕ­στε­ρης Με­σο­λι­θι­κῆς Ἐ­πο­χῆς ὣς τὴν Τέ­ταρ­τη Βι­ο­μη­χα­νι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση, ποὺ μό­λις ἀρ­χί­σα­με νὰ δι­α­νύ­ου­με, μο­νό­το­να ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τὸ ἴ­διο: Εἴ­τε μὲ τὴν Μι­νω­ϊ­κὴ καὶ Μυ­κη­να­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α, εἴ­τε μὲ ἐ­κεί­νη τῶν Περ­σῶν ἢ τὴν Ἀ­θη­να­ϊ­κὴ Ἡ­γε­μο­νί­α, εἴ­τε τὴν Μα­κε­δο­νι­κὴ καὶ κα­τό­πιν σει­ρα­ϊ­κῶς μὲ τὴν Ρω­μαι­ο-Βυ­ζαν­τι­νὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α καὶ τὴν ἑ­τε­ρο­γε­νῆ θρη­σκευ­τι­κῶς δι­α­δο­χό της Ὀ­θω­μα­νι­κή, τὸ Τε­τρά­πλευ­ρο δὲν ἡ­σύ­χα­ζε πα­ρὰ μό­νον ὅ­ταν πρω­τί­στως δυ­τι­κὴ καὶ ἀ­να­το­λι­κή του πλευ­ρὰ ἀ­πο­κτοῦ­σαν τὸ ἴ­διο ἀ­φεν­τι­κό. Ἡ τε­λευ­ταία ἱ­στο­ρι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­πο­κτή­σουν εἰ­ρη­νι­κῶς οἱ δύ­ο πλευ­ρὲς ἕ­να ἴ­διο ἀ­φεν­τι­κὸ στὸ Εὐ­ρώ[2], φαί­νε­ται πὼς χά­θη­κε, ἂν ὄ­χι διὰ ‘παν­τό­ς’ πάν­τως γιὰ τὶς ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­νες γε­νι­ές.

       Τὸ δεύ­τε­ρο, λοι­πόν, στοι­χεῖ­ο συγ­κρό­τη­σης νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τας ὡς ἀν­τι­στα­σια­κῆς ἐ­πι­βί­ω­σης καὶ συ­νέ­χειας τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων της στὸν συγ­κε­κρι­μέ­νο ἱ­στο­ρι­κὸ χῶ­ρο, εἶ­ναι ἡ πλή­ρης καὶ δρα­στι­κὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση αὐ­τῆς τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς γε­ω­γρα­φι­κῆς ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τας καὶ τῶν συ­νε­πει­ῶν της. Ἡ τά­ση τοῦ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρου κα­τό­χου τῆς μί­ας πλευ­ρᾶς νὰ ἐ­πε­κτα­θεῖ πρὸς κά­θε ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση, ὅ­σο, ὅ­πως καὶ ὅ­πο­τε μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἐ­πι­τε­λέ­σει, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἱ­στο­ρι­κῶς ἀ­κα­τά­σχε­τη. Καὶ ὅ­λοι ξέ­ρου­με ποι­ό εἶ­ναι —καὶ κυ­ρί­ως ποι­ό θὰ εἶ­ναι, μὲ βά­ση τὶς δη­μο­γρα­φι­κὲς προ­βο­λές— τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ἀ­φεν­τι­κὸ στὴν πε­ρι­ο­χή! Τὸ ἀ­πο­τρο­πα­ϊ­κὸ τρο­πά­ρι-μάν­τρα τῶν πτο­η­μέ­νων ἑλ­λα­δι­κῶν ἐ­λίτ Τὰ σύ­νο­ρα τῆς Ἑλ­λά­δος εἶ­ναι καὶ σύ­νο­ρα τῆς Εὐ­ρώ­πης εἶ­ναι βα­θειὰ ἀ­νι­στό­ρη­το γιὰ νὰ ἐλ­πί­ζει κα­νεὶς ὅ­τι θὰ ἐ­φαρ­μο­στεῖ πο­τέ – ἀ­κό­μη καὶ ἂν ἡ ΕΕ γι­νό­ταν πράγ­μα­τι κά­τι ἀν­τί­στοι­χο μὲ τὶς ΗΠΑ στὴν πε­ρι­ο­χή!

       Μ’ ὅ­λη τὴν κο­σμο­ϊ­σμο­ρι­κὴ ἥτ­τα ποὺ ὑ­πέ­στη τὸ 1922 ὁ μι­κρα­σι­α­τι­κὸς ἑλ­λη­νι­σμός, στὴν πρά­ξη δι­α­τη­ροῦ­σε, ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ κρά­τους τὸ 1832, τὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῶν δύ­ο πλευ­ρῶν ἀ­νοι­χτή. Ἡ Συν­θή­κη τῆς Λω­ζά­νης, ποὺ ἐ­πι­σφρά­γι­σε τὴν δι­άρ­ρη­ξη αὐ­τῆς τῆς συ­νέ­χειας, μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πῆρ­ξε μιὰ ἀ­νυ­πο­λό­γι­στης ση­μα­σί­ας ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­θνι­κὴ ἐ­πι­τυ­χί­α μὲς στὴν Κα­τα­στρο­φή (κά­τι ποὺ σή­με­ρα τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με κα­λύ­τε­ρα), πλὴν ὅ­μως καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δυ­σβά­στα­κτη, κα­θὼς ταυ­το­χρό­νως συ­νι­στοῦ­σε ἕ­ναν γε­ω­στρα­τη­γι­κῶς ἀν­τι-ι­στο­ρι­κὸ συμ­βι­βα­σμό, τὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο τοῦ ὁ­ποί­ου ἦ­ταν ζή­τη­μα χρό­νου νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος καὶ πλέ­ον ρε­α­λι­στὴς παί­κτης τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

       Ἐ­πει­δὴ χι­λι­ε­τί­ες τώ­ρα, καὶ ὅ­σο ἡ Γε­ω­γρα­φί­α δὲν προ­βλέ­πε­ται νὰ ἀλ­λά­ξει, στὸ νο­η­τὸ τε­τρά­πλευ­ρο τοῦ Αἰ­γαί­ου ἡ κά­θε Μί­α Ἀ­κτὴ θὰ ζη­τά­ει πάν­τα νὰ συ­ναν­τη­θεῖ μὲ τὴν Ἄλ­λη!

 


II. Τὸ Ἀρ­χεῖ­ο τοῦ Αἵ­μα­τος: Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης


Ὁ Μη­τσά­κης γρά­φων πρὸ ἐ­τῶν ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πε­ρί­φη­μα κομ­μά­τια του «Ἡ­λί­ου δύ­σις» καὶ βλέ­πων ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λί­αν τῶν Πα­τρῶν τὰ βου­νὰ τῆς Ναυ­πά­κτου ἀ­πέ­ναν­τι ἐ­φώ­να­ξε: «Γειά σου, Βλα­χο­γιά­ννη!» ὡς νὰ ἤ­θε­λε νὰ συν­δέ­σῃ μί­αν πό­λιν, ἡ ὁ­ποί­α δὲν εἶ­χε εἰς τὴν ση­με­ρι­νήν της ἀ­φά­νειαν νὰ ἐ­πι­δεί­ξῃ τί­πο­τε ἄλ­λο, μὲ μί­αν δό­ξαν.
Γε­ρά­σι­μος Βῶ­κος, «Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης», περ. Καλ­λι­τέ­χνης, ἔ­τος Β’, ἀρ. 23, Φε­βρουά­ριος 1912, σελ. 384.

 


ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ τὸ πα­ρὸν κεί­με­νο μὲ μιὰ ἔκ­φρα­ση κα­τα­φρό­νη­σης πρὸς τὶς ἐ­πε­τεί­ους. Πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ Εἰ­κο­σι­έ­να, ποὺ ὁ γρά­φων σὲ βά­θος ἀ­γνο­εῖ, ὅ­πως ἄλ­λω­στε οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι σὲ τού­τη τὴ χώ­ρα, φαν­τα­στή­κα­με τοῦ­το τὸ κεί­με­νο, μα­ζὶ μὲ τὴ μα­κρὰ σει­ρὰ μι­κρο-ἀ­φη­γή­σε­ων ποὺ τὸ συ­νο­δεύ­ουν ὡς πα­ρα­τε­τα­μέ­νο πλὴν εὐ­φραν­τι­κό μας ἐ­λά­χι­στο φό­ρο τι­μῆς σὲ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ὁ­λο­ζών­τα­νη προ­βο­λή ἐ­κεί­νου τοῦ Με­γά­λου Ξε­ση­κω­μοῦ βα­θειὰ μέ­σα στὸν Εἰ­κο­στὸ Αἰ­ώ­να, ἕ­ως τὸν θά­να­τό του τὸ 1945: στὸν Γιά­ννη Βλα­χο­γιά­ννη καὶ τὴν Ἱ­στο­ρι­κὴ Ἀν­θο­λο­γί­α του ἀ­πὸ ἱ­στο­ρι­κὰ ἀ­νέκ­δο­τα τῆς πε­ρι­ό­δου 1820–1864, ποὺ ἀ­πο­τέ­λε­σε στὸ μέ­γι­στο μέ­ρος τὴν βά­ση καὶ τῆς δι­κῆς μας ἀν­θο­λό­γη­σης. Ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς συ­νέ­χειας ποὺ ὑ­πο­βάλ­λει ἡ ἀ­νά­σα ἑ­νὸς τέ­τοι­ου ἀν­θρώ­που αἰ­σθη­τὴ ἀ­κό­μη στὰ χρό­νια τοῦ γρά­φον­τος εἶ­ναι πολ­λα­πλα­σί­ως πα­ρη­γο­ρη­τι­κὴ γιὰ τὴν ἐ­ξα­κο­λου­θη­τι­κὴ ζων­τα­νὴ πα­ρου­σί­α τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἐ­πέ­τει­ο!

       Ἐ­ξάλ­λου εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς δι­δα­κτι­κὴ ἡ το­πο­θέ­τη­ση στὸ προ­κεί­με­νο μιᾶς τέ­τοι­ας προ­σω­πι­κό­τη­τας, τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ οἱ ἀν­τί­στοι­χες πο­λι­τι­κὲς ἐ­λίτ αὐ­τοῦ τοῦ Τό­που, ἀ­πο­φά­σι­σαν, ὅ­πως ἀ­να­με­νό­ταν, νὰ ἑ­ορ­τά­σουν 100 χρό­νια πρίν, δη­λα­δὴ τὸ 1921, τὴν ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δα τῆς με­γά­λης Ἑλ­λη­νι­κῆς Ε­πα­νά­στα­σης. Χω­ρὶς νὰ ὑ­πο­κύ­ψει στὴν δε­ον­το­λο­γί­α τῆς ἐ­τι­κέ­τας —ποὺ θε­ω­ρη­τι­κὰ ‘ἐ­πέ­βαλ­λε’ σ’ αὐ­τόν, ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Ἱ­δρυ­τῆ (μὲ τὶς εὐ­λο­γί­ες τοῦ παν­το­δύ­να­μου Βε­νι­ζέ­λου τὸ 1914) τῶν Γε­νι­κῶν Ἀρ­χεί­ων τοῦ Κρά­τους, ὅ­σο καὶ ἐ­κεί­νη τοῦ Δι­ευ­θυν­τῆ τους ὣς τὸ 1937— στὴν εἰ­σα­γω­γι­κὴ «Ἀ­φι­έ­ρω­σι» τοῦ τό­μου ποὺ προ­α­να­φέ­ρα­με, καὶ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐκ­δό­θη­κε στὴν Ἀ­θή­να τὸ 1927 μὲ τὴν «πα­τρι­ω­τι­κὴ χο­ρη­γί­α» τοῦ Ἐμ­μα­νου­ὴλ Μπε­νά­κη, ὁ συν­τά­κτης του Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης ση­μεί­ω­νε με­τ’ ἐμ­φά­σε­ως τὰ πα­ρα­κά­τω:  

Τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸν Κρά­τος ἤρ­χι­σεν ἀ­πὸ τοῦ 1921 καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ κά­θε χρό­νον νὰ τε­λῇ ἑ­ορ­τὰς ἀ­να­μνη­στι­κὰς τῶν Θε­με­λι­ω­τῶν τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του, κα­τὰ τὸν ἰ­δι­κόν του ἐν­τε­λῶς τρό­πον, τὸν πο­λὺ γνω­στὸν εἰς κά­θε Ἕλ­λη­να. Ἐ­ξα­πο­στέλ­λει ἐ­πὶ τό­που τὰ πο­λε­μι­κά του πλοῖ­α, φι­λο­ξε­νεῖ πλου­σί­ως τοὺς ἐ­πι­σή­μους καὶ τοὺς ἄλ­λους κα­λε­σμέ­νους του, προ­σφέ­ρον πρὸς αὐ­τοὺς πο­λυ­έ­ξο­δα γεύ­μα­τα, καὶ ἀ­παγ­γέ­λει λό­γους πα­νη­γυ­ρι­κούς. Δα­πα­νᾷ ὅ­μως, κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πον, καὶ θὰ δα­πα­νή­σῃ ἀ­κό­μη ἑ­κα­τομ­μύ­ρια, ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α τί­πο­τα δὲν θὰ μεί­νῃ ποῦ νὰ ἐν­θυ­μί­ζῃ εἰς τοὺς με­τα­γε­νε­στέ­ρους τὸν βί­ον καὶ τὰ ἔρ­γα τῶν Ἀν­δρῶν ἐ­κεί­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἵ­δρυ­σαν τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸν Κρά­τος, τί­πο­τε ποῦ νὰ δι­α­φω­τί­ζῃ πλη­ρέ­στε­ρα τὴν ἱ­στο­ρί­αν τοῦ Ἱ­ε­ροῦ μας Ἀ­γῶ­νος, τῆς ὁ­ποί­ας τὸ με­γα­λύ­τε­ρον μέ­ρος μέ­νει ἀ­κό­μη σκο­τει­νόν.

       Διὰ τοῦ­το ἡ εὐ­γε­νὴς ἀ­πό­φα­σις τοῦ Κυ­ρί­ου Ἐμ. Ἀ. Μπε­νά­κη νὰ τυ­πώ­σῃ καὶ τὴν πα­ροῦ­σαν συλ­λο­γήν, εἰς τὴν ὁ­ποί­αν ἀ­να­ζοῦν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ση­μεῖ­α τοῦ βί­ου τῶν Ἀν­δρῶν ἐ­κεί­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­πλα­σαν καὶ ἐ­στε­ρέ­ω­σαν τὴν πο­λι­τι­κήν μας ὕ­παρ­ξιν, ἔρ­χε­ται πά­λιν νὰ τα­ρά­ξῃ τὴν λι­θί­νην ἀ­δι­α­φο­ρί­αν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κρά­τους. Ἐ­σύ­στη­σε μὲν τοῦ­το πρὸ χρό­νων Ἐ­πι­τρο­πὴν τῆς Ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δος, συ­σταί­νει δὲ κά­θε φο­ρὰν καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρας ἑ­ορ­τα­στι­κὰς ἐ­πι­τρο­πάς, ἀλ­λ’ αὐ­τὸ τὸ κά­μνει πρὸς φε­να­κι­σμὸν τοῦ πα­τρι­ω­τι­κοῦ αἰ­σθή­μα­τος τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Λα­οῦ καὶ πρὸς σπα­τά­λην τοῦ χρή­μα­τός του.  


Βα­ρύ­τα­τη ἡ ἀ­πό­φαν­ση τοῦ ρου­με­λι­ώ­τη ἱ­στο­ρι­ο­δί­φη, μᾶς ὁ­δη­γεῖ κα­τευ­θεί­αν, 100 χρό­νια με­τά, στὶς τω­ρι­νές μας φι­έ­στες, μὲ τὴν Γιά­ννα Ἀγ­γε­λο­πού­λου καὶ τὴν Ἐ­πι­τρο­πὴ «Ἑλ­λά­δα 2021», γιὰ νὰ ὑ­πο­γραμ­μι­στεῖ κα­λύ­τε­ρα μὲ τὴ μαύ­ρη της βε­βαι­ό­τη­τα τὸ πό­σο βα­θειὰ καὶ ἐμ­μο­νι­κὴ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει ἡ δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα στὶς πραγ­μα­τι­κὲς ἀ­νάγ­κες τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ τὶς κρα­τι­κὲς πο­λι­τι­κές, τῶν ὁ­ποί­ων οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὲς σπα­τά­λες μὲ τὶς πα­νη­γυ­ρι­ώ­τι­κες ρη­το­ρεῖ­ες ποὺ τὶς συ­νο­δεύ­ουν, κα­θὼς συ­νέ­βη καὶ στὴν παγ­κό­σμια φι­έ­στα τῶν Ὀ­λυμ­πια­κῶν τοῦ 2004 στὴν Ἀ­θή­να, προ­ϋ­πο­θέ­τουν καὶ συ­νά­μα ἐμ­πε­δώ­νουν τὸν ἐκ­φε­να­κι­σμὸ θε­με­λι­ω­δῶν κοι­νω­νι­κῶν συ­ναι­σθη­μά­των ὅ­πως εἶ­ναι στὴν πα­ρού­σα συγ­κυ­ρί­α τὸ ἐ­θνι­κό – ἀλ­λὰ καὶ ὅ­πως κά­νουν πάν­τα τι­μὲς πα­νη­γυ­ρι­κὲς καὶ βρα­βεῖ­α ἀ­νέρ­γως, ἐ­κεῖ ποὺ τὴν μό­νη ἁρ­μό­ζου­σα στά­ση ὑ­πο­βάλ­λει ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­λαι­ὸ ἀν­δρῶν ἀ­γα­θῶν ἔρ­γῳ γε­νο­μέ­νων ἔρ­γῳ καὶ δη­λοῦ­σθαι τὰς τι­μάς.

       Μό­νον ἔ­τσι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ το­πο­θε­τη­θεῖ στὴ δι­κή του συγ­χρο­νί­α ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ μὲ τὸ τε­ρά­στιο σὲ ὄ­γκο καὶ σπου­δαι­ό­τη­τα ἔρ­γο του τί­μη­σε τὸ ἔρ­γο τῶν Θε­με­λι­ω­τῶν, κα­τὰ τὴν ἔκ­φρα­σή του, τῆς πο­λι­τεια­κῆς μας ὑ­πάρ­ξε­ως, γε­νά­με­νος μὲ τὸν τρό­πο του κι αὐ­τὸς ἕ­νας πραγ­μα­τι­κὸς ἥ­ρω­ας τῆς νε­ώ­τε­ρής μας Ἱ­στο­ρί­ας ποὺ τό­σο ἀ­φο­σι­ω­μέ­να ἀ­γά­πη­σε καὶ ὑ­πη­ρέ­τη­σε. Ὄ­χι ἄ­δι­κα, στὸν ἐ­πι­τά­φιο ὕ­μνο ποὺ τοῦ ἀ­φι­έ­ρω­σε ὁ Σι­κε­λια­νός, βλέ­πει στὸν Βλα­χο­γιά­ννη ἕ­ναν σύγ­χρο­νο Δι­γε­νῆ Ἀ­κρί­τα ποὺ ἔ­σχα­το πρό­ταγ­μά του στὸ κρε­βά­τι τοῦ θα­νά­του μᾶς ἀ­φή­νει τὴ Λευ­τε­ριὰ ὣς τὰ ὕ­ψη / τὴ Λευ­τε­ριά ὣς τὸ θά­να­το, ποὺ ἂν αὐ­τὴ ὑ­πάρ­χει καὶ τ’ ἄλ­λα εἶ­ναι κα­λά, στὸν ἀ­πά­νω ἢ τὸν κά­τω κό­σμο!


       Ὁ ἐκ­δό­της τῶν Ἀ­πο­μνη­μο­νευ­μά­των τοῦ Μα­κρυ­γιά­ννη, τοῦ Κα­σο­μού­λη καὶ τοῦ Σπυ­ρο­μί­λιου, τοῦ πεν­τά­το­μου Χια­κοῦ Ἀρ­χεί­ου, ἀλ­λὰ καὶ πάμ­πολ­λων ἄλ­λων ἱ­στο­ρι­ο­δι­φι­κῶν ἐρ­γα­σι­ῶν, δὲν ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας τυ­πι­κός, ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νος ‘ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ­ς’ ἢ ‘ἀ­με­ρό­λη­πτο­ς’, ἱ­στο­ρι­κὸς καὶ ἑρ­μη­νευ­τὴς τοῦ κό­σμου τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να, ἕ­νας ‘ἀ­πα­θὴ­ς’ ἐ­ρευ­νη­τής του. Εἶ­ναι γνω­στὸς καὶ μαρ­τυ­ρεῖ­ται πολ­λα­χῶς ὁ ἁ­δρὸς κι ἁ­ψὺς, μο­νο­κόμ­μα­τος καὶ ὑ­πε­ρή­φα­νος χα­ρα­κτή­ρας του, τὸ ἐκ­πλη­κτι­κὸ αὐ­το­συ­ναί­σθη­μα ἀ­σφά­λειας ποὺ τοῦ ἔ­δι­νε ἡ σου­λι­ώ­τι­κη ἀ­πὸ τὴ μά­να του καὶ ἡ ρου­με­λι­ώ­τι­κη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα του κα­τα­γω­γή, τό­σο ποὺ νὰ χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε συ­χνὰ πα­ρό­μοι­ες μορ­φὲς (καὶ δὲν ἔ­χει λί­γες ὁ 19ος αἰ­ώ­νας) προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με σή­με­ρα πό­ση Πρω­τεύ­ου­σα ἤ­θους καὶ πο­λι­τι­σμοῦ ἔ­κρυ­βε ἡ κα­τό­πιν λε­γό­με­νη ‘Ἐ­παρ­χί­α’ καὶ πό­ση πα­ρα­μορ­φω­τι­κὴ δύ­να­μη ἐ­παρ­χι­ώ­τι­κης εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ξι­πα­σιᾶς ἐ­πε­φύ­λασ­σαν στοὺς νε­ή­λυ­δες ἀ­φε­λεῖς αἱ νέ­αι Ἀ­θῆ­ναι, ποὺ τὸν κοι­νω­νι­κό τους τύ­πο προ­δι­έ­γρα­ψε ὡς σὲ μο­νο­κον­τυ­λιὰ ἡ λα­ϊ­κὴ πα­ροι­μί­α «Εἶ­δε κά­πο­τε πα­λά­τι κι ἔ­κα­ψε τὸ σπί­τι του»!

       Ἰ­δοὺ ἐ­λά­χι­στο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πὸ τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τοῦ ἱ­στο­ρι­ο­δί­φη: στὴν συ­νέν­τευ­ξη ποὺ τοῦ πῆ­ρε γιὰ τὴν ἐφ. Ἑ­στί­α τῆς 10.03.1937, κα­τὰ τὴν ἔ­ρευ­νά του μὲ τί­τλο «Νὰ σω­θοῦν τὰ ἱ­στο­ρι­κά μας ὅ­πλα», ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος Κ. Γεν­νι­ώ­της (φ.ψ. τοῦ Κων­σταν­τί­νου Κου­κί­δη[3]), ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Βλα­χο­γιά­ννη νὰ με­τα­φέ­ρει αὐ­το­λε­ξεὶ τὰ λε­γό­με­νά του, προ­κει­μέ­νου νὰ κα­λυ­φθοῦν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κῶς τὰ νῶ­τα καὶ τῶν δύ­ο, ση­μει­ώ­νει: «Ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ φο­ρὰ μοῦ ἔ­δω­κε τὴν εὐ­και­ρί­αν ν’ ἀ­κού­σω ἀ­πὸ τοῦ βή­μα­τος τῆς Γε­νεύ­ης τὴν ἱ­στο­ρι­κὴν, ἀλ­λὰ καὶ τό­σον ἀ­συμ­βί­βα­στον μὲ τὴν ση­με­ρι­νὴν δι­ε­θνῆ κα­τά­στα­σιν φρά­σιν τοῦ Μπριὰν δι­α­κη­ρύσ­σον­τος, ὅ­τι τὰ κα­νό­νια καὶ ὅ­λα τὰ ὅ­πλα πρέ­πει νὰ το­πο­θε­τη­θοῦν εἰς μου­σεῖ­ον. Ὁ δι­ευ­θυν­τὴς τῶν γεν. ἀρ­χεί­ων τοῦ Κρά­τους κ. Βλα­χο­γιά­ννης, μοῦ ἔ­κα­με πρό τι­νων ἡ­με­ρῶν τὸ ἴ­διον κή­ρυγ­μα, ἀλ­λ’ ὑ­πὸ ἄλ­λο πνεῦ­μα, πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κόν, τό­σον μά­λι­στα, ὥ­στε νὰ λά­βῃ, πρὸ κά­θε ὁ­μι­λί­ας του, ὅ­λα τὰ μέ­τρα του. Ἔ­κρι­νε τὸ ζή­τη­μα σο­βα­ρώ­τα­τον καὶ πο­λὺ ἐ­πεῖ­γον. Καὶ μοῦ ἐ­ζή­τη­σε νὰ μὴ τὸ χει­ρι­σθῶ μὲ τὸ “Γαλ­λι­κὸν” ὕ­φος τοῦ γρα­ψί­μα­τός μου, ποὺ τὸ δι­α­ποι­κίλ­λουν πο­λυ­ει­δεῖς “τζι­ρι­τζάν­τζου­λες”, ὡς μὴ συμ­βι­βα­ζό­με­νον, κα­θὼς εἶ­πε, πρὸς τὸ ὑ­πὸ συ­ζή­τη­σιν θέ­μα. Κα­τε­χό­με­νος ἀ­πὸ τὸν ἴ­διον φό­βον, μοῦ ἐ­ζή­τη­σε νὰ κα­τα­γρά­ψω αὐ­τού­σια ὅ­σα μοῦ εἶ­πεν, ὥ­στε ὁ ρό­λος μου νὰ πε­ρι­ο­ρι­σθῇ πε­ρί­που εἰς μί­αν ἐ­πι­βε­βαί­ω­σιν τοῦ πι­στοῦ τῆς ἀν­τι­γρα­φῆς των.»

       Ἡ ἔμ­με­ση πα­ρα­κει­με­νι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ τοῦ δη­μο­σι­ο­γρά­φου φω­το­γρα­φί­ζει μὲ σπαρ­τα­ρι­στὸ τρό­πο τὸ ­ἦθος τοῦ συ­νεν­τευ­ξι­α­ζό­με­νου. Νὰ προ­στε­θεῖ σχε­τι­κῶς τὸ θρυ­λού­με­νο ὅ­τι σὲ πα­λαι­ό­τε­ρους και­ροὺς ὁ ἐ­πα­χτί­της λο­γο­τέ­χνης δι­έ­κο­ψε τὴν συ­νερ­γα­σί­α του μὲ τὸ σπου­δαῖ­ο πε­ρι­ο­δι­κὸ τῆς ἐ­πο­χῆς Πα­να­θή­ναι­α, ἐ­πει­δὴ ὁ ἐκ­δό­της του του Κί­μων Μι­χα­η­λί­δης τοῦ ἄλ­λα­ξε σὲ κεί­με­νό του μί­α λέ­ξη!

       Δύ­σκο­λα συμ­βι­βά­ζε­ται μὲ τὰ ση­με­ρι­νὰ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὰ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὰ ἤ­θη ἡ εἰ­κό­να τοῦ κουμ­που­ρο­φό­ρου χει­με­ρι­νοῦ κο­λυμ­βη­τὴ τοῦ Φα­λη­ρι­κοῦ Δέλ­τα μὲ τὸν πα­θι­α­σμέ­νο ἐ­ρευ­νη­τή, συλ­λέ­κτη, με­λε­τη­τὴ καὶ ἐκ­δό­τη ἐγ­γρά­φων καὶ ἱ­δρυ­τὴ ἀρ­χεί­ων, καὶ δὴ τοῦ θε­με­λι­ω­δέ­στε­ρου γιὰ τὸν με­τα­γε­νέ­στε­ρο ἱ­στο­ρι­κὸ ἐ­ρευ­νη­τὴ τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να. Λί­γο νοιά­ζει ἡ κρι­τι­κὴ τῶν με­λε­τη­τῶν τοῦ ἔρ­γου του γιὰ «ἐγ­γρα­φο­λα­γνεί­α» καὶ ἀ­δυ­να­μί­α «ἱ­στο­ρι­κῆς συν­θέ­σε­ως», προ­κει­μέ­νου γιὰ ἄν­θρω­πο ποὺ δὲν τὴν ἐ­πε­δί­ω­ξε, μὲ ὁ­λο­φά­νε­ρη τὴν με­ρο­λη­ψί­α ὑ­πὲρ Ἀ­γω­νι­στῶν εἰς βά­ρος Φι­λι­κῶν, λο­γί­ων, Φα­να­ρι­ω­τῶν, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­ῶν πο­λι­τι­κῶν, ἀλ­λὰ καὶ πά­λιν ὑ­πέρ… Ρου­με­λι­ω­τῶν Ἀ­γω­νι­στῶν εἰς βά­ρος Μω­ρα­ϊ­τῶν! Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν ἀμ­φι­σβή­τη­σε τὸν πλοῦ­το, τὴν ἐν­τι­μό­τη­τα, αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα καὶ ἀ­κρί­βεια τῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν του, ποὺ δί­και­α τὸν κα­τα­τάσ­σουν ὡς τὸν σπου­δαι­ό­τε­ρο ἱ­στο­ρι­ο­δί­φη καὶ ἐκ­δό­τη πη­γῶν τοῦ Με­γά­λου Ἀ­γώ­να[4].

       Ὁ Κ. Δ. Γε­ωρ­γού­λης, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς κρι­τι­κὰ με­τρη­μέ­νους με­λε­τη­τές του, στὸ δο­κί­μιό του «Ὁ ἐ­θνι­σμὸς τοῦ Βλα­χο­γιά­ννη» γρά­φει:

       Ἔ­δει­χνε ἔ­τσι ὅ­τι τὴ συλ­λο­γὴ καὶ τὴν ἔκ­δο­ση τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν πη­γῶν τὴν εἶ­χε θε­ω­ρή­σει ὡς τὴ σο­βα­ρώ­τε­ρη ἀ­πα­σχό­λη­ση τῆς ζω­ῆς του. Δὲν τὸν ἔ­φερ­νε πρὸς αὐ­τὴ κα­νέ­να ἄλ­λο κί­νη­τρο πα­ρὰ μο­νά­χα ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἀ­φο­σί­ω­ση. Στὴν ἐρ­γα­σί­α του τὸν ἐ­φώ­τι­ζε θε­ϊ­κὸς ἔ­ρως καὶ λα­τρεί­α πρὸς τὴν ἱ­στο­ρού­με­νη ἐ­πο­χή. Δὲν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη νὰ προ­στρέ­ξη στοὺς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φους γιὰ νὰ βο­η­θη­θῆ ἀ­πὸ τὴν τε­χνι­κὴ τῶν με­θο­δο­λο­γι­κῶν τους ὁ­δη­γι­ῶν. Τὸν ὁ­δη­γεῖ μὲ ἀ­σφά­λεια ἡ στορ­γή, ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­σώ­ψυ­χη σύν­θε­ση μὲ τὰ ἱ­στο­ρού­με­να καὶ τὴν κρι­τι­κή του ὀ­ξυ­δέρ­κεια ἐν­δυ­να­μώ­νει κα­τα­πλη­κτι­κὴ ἐ­ναι­σθη­τι­κὴ ἱ­κα­νό­τη­τα. Ὁ Βλα­χο­γιά­ννης εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα, νὰ ἐ­ναι­σθά­νε­ται ἄ­με­σα καὶ ἐ­νο­ρα­τι­κὰ μὲ τὴν πρώ­τη μα­τιὰ τὴ γνη­σι­ό­τη­τα καὶ τὴ ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν. Εἶ­χε τό­σο γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νὰ ζή­σει τὴν ἰ­δι­ο­τυ­πί­α τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να, ὥ­στε τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του κρι­τή­ριο πο­τέ του δὲν ἐ­λά­θευ­ε. Στη­ριγ­μέ­νος στὶς ἱ­κα­νό­τη­τές του αὐ­τὲς καὶ στὸ θε­ϊ­κό του ζῆ­λο ἀ­νε­δεί­χτη­κε ὄ­χι μό­νο ἀ­κα­τα­πό­νη­τος συλ­λέ­κτης ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ ἀλ­λὰ καὶ ὁ ση­μαν­τι­κώ­τε­ρος ἐκ­δό­της τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν πη­γῶν τῆς Ἐ­θνε­γερ­σί­ας.

       Καὶ ἀλ­λοῦ: Ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ μα­τιὰ τοῦ Ἐ­πα­χτί­τη ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φου μας κα­τευ­θύ­νε­ται πάν­το­τε στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο καὶ με­ρι­κό. Ἡ φλο­γε­ρή του ἐ­πι­θυ­μί­α εἶ­ναι νὰ ἀ­να­πα­ρα­στή­ση τὸ με­ρι­κὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ στὴν ἰ­δι­ά­ζου­σα ἰ­δι­ο­τυ­πί­α του. Δὲν ἀ­νέ­χε­ται κα­μιὰ ἀ­πο­λύ­τως προ­κα­τά­λη­ψη. Ἡ ἀ­ξί­α τῆς ἐ­πι­μέ­ρους μα­ρτυ­ρί­ας, ὅ­ταν ἀ­πο­δει­χθῆ ἀ­λη­θι­νή, εἶ­ναι γι’ αὐ­τὸν ὁ­ρι­στι­κὴ καὶ ἀ­πό­λυ­τη. Πε­ρι­μέ­νει πάν­το­τε ὅ­τι ἡ ἔ­ρευ­νά του θὰ τοῦ δώ­σει στοι­χεῖ­α ποὺ ἠμ­πο­ροῦν νὰ ἔ­χουν ἀ­πρό­βλε­πτες συ­νέ­πει­ες γιὰ τὴν ἐ­κτί­μη­ση καὶ ἀ­να­σύν­θε­σή του ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των. «Ἂν ἀ­ξι­ω­θῶ νὰ τε­λει­ώ­σω τὸν Κα­ρα­ϊ­σκά­κη», ἔ­γρα­φε λί­γο και­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ τὸ θά­να­το του, «ὁ Ἕλ­λη­νας ἀ­να­γνώ­στης θὰ ἰ­δῆ νέ­α ἄ­γνω­στη καὶ ἀ­πί­στευ­τη ἱ­στο­ρί­α τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να». Ἡ δί­ψα γιὰ ἀ­να­κά­λυ­ψη ἀ­γνώ­στων δε­δο­μέ­νων τὸν πα­ρα­σύ­ρει σὲ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὸ πε­ρι­γρα­φι­σμὸ ποὺ κα­θι­στᾶ δύ­σκο­λη ἂν ὄ­χι ἀ­δύ­να­τη τὴ γε­νι­κὴ σύν­θε­ση. (Νέ­α Ἑ­στί­α, ἀρ. 515, Χρι­στού­γεν­να 1948.)


       Ἡ ρο­πὴ πρὸς τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο καὶ τὸ με­ρι­κὸ σώ­ζει τὸ τό­δε τι τῆς ἱ­στο­ρί­ας, αὐ­τὸ ποὺ συ­νή­θως χά­νε­ται στὶς ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φι­κὲς συν­θέ­σεις, τὶς συ­νή­θως ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­ποι­η­μέ­νες μὲ τὰ ὑ­στε­ρό­πρω­τα κρι­τή­ριά τους. Ἡ ἀ­λή­θεια τῆς μαρ­τυ­ρί­ας εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια τῶν προ­σώ­πων καὶ τῶν πραγ­μά­των, ὅ­που τὸ προ­τέ­ρη­μα ἢ τὸ ἐ­λάτ­τω­μα, οἱ συγ­κρού­σεις, τὰ πά­θη, οἱ στιγ­μὲς τῆς μι­κρό­τη­τας ἢ τοῦ με­γα­λεί­ου, κα­θὼς αὐ­τὲς συν­δέ­ον­ται μὲ ἀ­πρό­βλε­πτες ὅ­σο κι ἀ­σή­μαν­τες πτυ­χὲς τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, οἱ ἰ­δι­αί­τε­ροι τρό­ποι τῆς ἔκ­φρα­σης ἢ τῆς βι­ο­τῆς, ὅ­λα τους εἶ­ναι ἀ­να­πό­σπα­στα δε­μέ­να μὲ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ καὶ μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε νὰ ἐγ­γυ­ῶν­ται ὅ­τι δὲν θὰ εἶ­ναι δι­ό­λου εὔ­κο­λο πράγ­μα ἡ φαλ­κί­δευ­σή του, ἰ­δί­ως ἀ­πὸ ἀλ­λό­τρι­ες ἑρ­μη­νευ­τι­κὲς σκο­πι­μό­τη­τες, ποὺ δια­ρκῶς ἀ­να­κα­τα­σκευά­ζουν κα­τὰ τὰ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ συμ­φέ­ρον­τά τους τὴν ἱ­στο­ρί­α.

       Μέ­νον­τας ὁ Βλα­χο­γιά­ννης πι­στὸς στὶς ἱ­στο­ρι­ο­δι­φι­κὲς του ἐρ­γα­σί­ες, προ­ση­λω­μέ­νος στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο καὶ τὸ με­ρι­κὸ τῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν καὶ στὸ  μο­να­δι­κὸ ἦ­θος που ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πὸ κά­θε μιά τους, στὴν οὐ­σί­α μέ­νει κον­τὰ στὸν δαί­μο­νά του, ζεῖ σὲ μέ­γα βά­θος καὶ πλά­τος τὴν ἱ­στο­ρι­κή του ταυ­τό­τη­τα, δη­λα­δὴ τὸ πο­λύ­τι­μο αἴ­σθη­μα τῆς ἰ­θα­γέ­νειάς του, δι­α­δι­κα­σί­α ποὺ ἐ­πι­τε­λεῖ σὲ και­ροὺς ψυ­χι­κῆς ξε­νι­τειᾶς τὸ μέ­γα θαῦ­μα τῆς οἰ­κει­ό­τη­τας, τρο­φο­δο­τών­τας ταυ­τό­χρο­να τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νεια τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ στη­ρί­ζον­τάς τους σὲ ἐ­πο­χὴ νε­ω­τε­ρι­κὴ τό­σο δι­α­λυ­τι­κὴ γιὰ ὅ­λα αὐ­τά – ἐ­πο­χὴ ποὺ σχε­δὸν σὲ τί­πο­τα δὲν δι­α­φέ­ρει κι ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς πὼς στὸν και­ρό μας ἔ­γι­νε ἀ­κό­μη πιὸ δι­α­λυ­τι­κὴ γιὰ πα­ρό­μοι­ες στά­σεις!

       Τὰ 724 ἀ­νέκ­δο­τα τῆς Ἱ­στο­ρι­κῆς Ἀν­θο­λο­γί­ας του, ξε­δι­α­λεγ­μέ­να ἀ­πὸ τὸ ἀ­πί­θα­νο εὗ­ρος τῆς ἱ­στο­ρι­ο­δι­φι­κῆς του ἐμ­πει­ρί­ας, μὲ τὸ συ­χνὰ χα­μη­λὸ ξε­χω­ρι­στό τους προ­φίλ, τὰ ἑ­στι­α­σμέ­να ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τὴν ἀν­τι­συμ­βα­τι­κὴ μα­τιὰ ποὺ ἀ­πο­τυ­πώ­νει τό­σο τὸν γνω­στὸ ὅ­σο καὶ τὸν ἄ­γνω­στο ἥ­ρω­α μὲ τὰ σώ­ψυ­χα ἀλ­λὰ καὶ τὰ σώ­βρα­κά του (καὶ σὲ κά­ποι­ες ἐμ­βλη­μα­τι­κὲς στιγ­μὲς καὶ δί­χως αὐ­τά), μὲ τὴν με­τα­φο­ρι­κὴ σχε­δὸν μυ­θο­πλα­στι­κὴ τά­ση τῶν πο­λυ­ει­δῶν ἀ­φη­γη­τῶν τους, πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη τους πα­τρι­ω­τι­κὴ ἀλ­λὰ καὶ παι­δα­γω­γι­κὴ προ­σφο­ρὰ καὶ ἀ­ξί­α, συ­νι­στοῦν γιὰ τὸ Ἱ­στο­λό­γιό μας καὶ ἕ­να πρώ­της τά­ξε­ως γραμ­μα­τεια­κὸ ὑ­λι­κὸ ποὺ τὴν εἰ­δο­λο­γι­κή του ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα καὶ προ­σφο­ρό­τη­τα θὰ ἐ­ξε­τά­σου­με ἀ­μέ­σως με­τά.

.

III. Τὸ εἶ­δος τῆς μι­κρο-α­φή­γη­σης: τὸ Ἱ­στο­ρι­κὸ Ἀ­νέκ­δο­το


Ἡ ὑ­περ­βρα­χεί­α λο­γο­τε­χνί­α ὑ­φί­στα­το ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ξε­κί­νη­σε ἡ συγ­γρα­φὴ καὶ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται ὡς ἀ­φο­ρι­σμός, ἀλ­λη­γο­ρί­α, ἀ­πό­λο­γος, σκη­νή, πε­ρι­στα­τι­κό, πα­ρά­δειγ­μα, ἐ­πί­γραμ­μα, γκρα­βού­ρα, μύ­θος, πα­ρα­βο­λή, πα­ροι­μί­α, ἀ­πό­φθεγ­μα, βι­νι­έ­τα καὶ μιὰ ἀ­τε­λεί­ω­τη ποι­κι­λί­α πο­λὺ σύν­το­μων ἀρ­χαί­ων λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων. Καὶ ποι­ά εἶ­ναι ἄ­ρα­γε ἡ δι­α­φο­ρὰ μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α; Κα­μί­α ἢ πολ­λές. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι λο­γο­τε­χνί­α τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να καὶ ἑ­ξῆς, καὶ ἔ­χει τὶς ἴ­δι­ες δι­α­φο­ρὲς μὲ τοὺς προ­γό­νους της, ὅ­πως ἔ­χουν τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, ἡ ποί­η­ση ἢ τὸ δο­κί­μιο τοῦ 20οῦ καὶ τοῦ 21ου αἰ­ώ­να μὲ τοὺς δι­κούς τους προ­γό­νους.
Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο (Violeta Rojo): «Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν: προ­σέγ­γι­ση στὴν ὑ­περ­βρα­χεί­α λο­γο­τε­χνί­α» (βλ. ἐ­δῶ).

ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ μί­α στε­νά­χω­ρη πτυ­χὴ στὴ ζω­ὴ τοῦ πα­ρόν­τος Ἱ­στο­λο­γί­ου, ποὺ φέ­τος ἔ­κλει­σε τὰ δέ­κα του χρό­νια, εἶ­ναι γιὰ τὸν ἱ­δρυ­τὴ καὶ ἐκ­δό­τη του ἐ­κεί­νη τῆς μο­νο­εί­δειάς του. Γεν­νη­μέ­νο, ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, ἀλ­λὰ πρω­τί­στως, κα­τὰ τὴν ἑ­τε­ρο­γο­νί­α τῶν σκο­πῶν, ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ δο­κι­μα­στοῦν οἱ ἀν­το­χὲς πα­λι­ῶν ἐκ­δο­τι­κῶν πρα­κτι­κῶν καὶ ἀ­ξι­ῶν στὰ νέ­α μέ­σα, ὁ­δή­γη­σε, κα­τὰ τὴ λει­τουρ­γί­α του, σ’ ἕ­να ἐ­πι­πρό­σθε­το ἐ­νο­χλη­τι­κὸ αἴ­σθη­μα: στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο εἶ­δος, ὅ­πως τεί­νει παγ­κο­σμί­ως νὰ δι­α­μορ­φω­θεῖ σή­με­ρα, μπο­ρεῖ, ἂν δὲν τὸ προ­σέ­ξει κα­νείς, ἡ συ­στα­τι­κή ἔν­τα­ση καὶ δι­α­φο­ρά πρὸς τὸν λε­γό­με­νο πο­λι­τι­σμὸ ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὴν καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α, ἢ ἁ­πλᾶ τὴν Τέ­χνη, νὰ ὑ­πο­κα­τα­στα­θεῖ εὔ­κο­λα ἀ­πὸ τὴν ἐρ­γα­λεια­κὴ συμ­πό­ρευ­ση καὶ συγ­χώ­νευ­ση μα­ζί του! Μό­νι­μο πα­ρα­κο­λού­θη­μα τῆς τέ­χνης ὅ­ταν αὐ­τὴ τεί­νει ­νὰ γί­νει εὔ­κο­λη καὶ μα­ζι­κή. Ἡ ἐ­ξα­κο­λου­θη­τι­κὴ ἐ­πι­κέν­τρω­ση τῆς προ­σο­χῆς μας στὴν ἀ­να­δυ­ό­με­νη ἐ­λάσ­σο­να λο­γο­τε­χνί­α τοῦ και­ροῦ μας μὲ τοὺς ἀ­πει­ρά­ριθ­μους ‘συγ­γρα­φεῖ­ς’ τῆς μιᾶς σε­λί­δας, τοὺς ἀ­να­ρίθ­μη­τους δι­α­γω­νι­σμοὺς σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν κό­σμο καὶ τὰ ἀ­πί­θα­να βρα­βεῖ­α ποὺ τοὺς συ­νο­δεύ­ουν, οὕ­τως ὥ­στε τὰ 15 λε­πτὰ δη­μο­σι­ό­τη­τας ποὺ κα­τὰ τὸν Γου­ῶρ­χολ ἀν­τι­στοι­χοῦν στὸν κα­θέ­να μας νὰ βρί­σκουν τὸ ἰ­σο­δύ­να­μό τους στοὺς ποι­κι­λώ­νυ­μους τί­τλους δι­ά­κρι­σης τῶν ἐ­πι­τυ­χόν­των σ’ αὐ­τούς, μα­ζὶ μὲ τὸ θέ­ρι­ε­μα τῶν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῶν σπου­δῶν παν­τοῦ, τὰ συμ­πό­σια καὶ τὰ σε­μι­νά­ρια, τὶς σχο­λὲς δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς καὶ τὶς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὲς θέ­σεις καὶ κα­ρι­έ­ρες ποὺ στή­νον­ται γύ­ρω τους, ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ πα­ρα­λο­γο­τε­χνι­κὰ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλή­ξουν στὴν καρ­διὰ τὴν τέ­χνη ποὺ ἀ­γα­πή­σα­με καὶ στὴν ὁ­ποί­α ἀ­φι­ε­ρώ­σα­με πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ πλέ­ον ζων­τα­νὰ κομ­μά­τια τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, ἂν ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ μέ­νου­με ἀ­νυ­πο­ψί­α­στοι καὶ ἐ­φη­συ­χα­μέ­νοι ὡς πρὸς τοὺς κιν­δύ­νους ποὺ τὴν ἀ­πει­λοῦν.

       Γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς, προ­σπά­θη­σε καὶ προ­σπα­θεῖ χρό­νια τώ­ρα τοῦ­το τὸ Ἱ­στο­λό­γιο, ὑ­πη­ρε­τών­τας τὸν ὑ­ψη­λὸ ἐ­ρα­σι­τε­χνι­σμό, νὰ ἐ­ξευ­ρί­σκει τρό­πους καὶ μέ­τρα ἀν­τι­σταθ­μι­στι­κὰ τῶν κιν­δύ­νων αὐ­τῶν, μα­κριὰ ἀ­πὸ τοὺς αὐ­το­μα­τι­σμοὺς καὶ τὶς εὐ­κο­λί­ες τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ἐν­θαρ­ρύ­νον­τας ἐμ­βα­θύν­σεις καὶ προ­βλη­μα­τι­σμοὺς γιὰ τὸ εἶ­δος, ψη­λα­φών­τας τὶς ἐ­πι­στη­μο­λο­γι­κές του δι­α­συν­δέ­σεις, δι­ε­ρευ­νών­τας ὅ­ρια καὶ ἀν­το­χές, εὐ­νο­ών­τας, μὲ τὶς ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν ἀ­παι­τη­τι­κό­τε­ρες ἐ­πι­λο­γές του, ἐκ­φρά­σεις ποὺ δι­α­σώ­ζουν τὴν πο­λυ­πλο­κό­τη­τα καὶ ἀν­τι­νο­μι­κό­τη­τα τῶν και­ρῶν ἢ συν­τη­ροῦν ἔ­στω καὶ ἐν σμι­κρῷ τὸ χρο­νι­κῶς ἀ­ναλ­λοί­ω­το τρα­γι­κὸ αἴ­σθη­μα τῆς ζω­ῆς. Ἐ­πει­δὴ συ­νε­χὴς προ­σκόλ­λη­ση στὸ και­νούρ­γιο ἢ ἐ­πι­και­ρι­κὸ μᾶς κά­νει εὐ­κό­λως ἀ­να­λώ­σι­μους, προ­σπα­θή­σα­με νὰ δι­ευ­ρύ­νου­με τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α τῶν ἀ­να­γνω­στῶν καὶ τὴ δι­κή μας πα­λι­ώ­νον­τας τὸν χρό­νο τῶν ἀ­φη­γή­σε­ων μὲ τὴν προ­σφυ­γὴ σὲ κεί­με­να πα­λαι­ο­τέ­ρων συγ­γρα­φέ­ων καὶ ἐ­πο­χῶν, ὅ­πως κά­να­με συμ­βο­λι­κῶς ἐκ­κι­νών­τας τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα μας στὶς 5 Ἀ­πρι­λί­ου 2010 μὲ τὸν Αἴ­σω­πο, εἴ­τε υἱ­ο­θε­τών­τας δι­α­φο­ρε­τι­κὲς κα­τα­νο­ή­σεις τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ, ὅ­πως στὸ με­γά­λο πρό­σφα­το ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴν ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­σκη­τι­κή μας πα­ρά­δο­ση μὲ τὰ Μι­κρὰ Πατε­ρι­κά.

       Μέ­σα στὴν ἴ­δια λο­γι­κὴ ἀν­τί­στα­σης ἀ­πέ­ναν­τι σὲ ἕ­να εἶ­δος ποὺ πά­ει νὰ γί­νει μό­δα, ἐγ­και­νι­ά­ζου­με σή­με­ρα Τὰ Μι­κρὰ τοῦ Με­γά­λου Ἀ­γώ­να, μιὰ ἐ­κτε­τα­μέ­νη σει­ρὰ ἱ­στο­ρι­κῶν μι­κρο-α­φη­γή­σε­ων ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ με­γά­λου ἐ­θνι­κο-α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κοῦ ἀ­γώ­να τοῦ λα­οῦ μας. Ἡ συγ­κυ­ρί­α φέ­τος τῶν δι­α­κο­σί­ων ἐ­τῶν ἀ­πὸ τὴν ἔ­ναρ­ξή του τὸ 1821 εἶ­ναι μό­νον προ­σχη­μα­τι­κή. Ἡ οὐ­σί­α βρί­σκε­ται στὸ ἦ­θος ποὺ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν καὶ τὴν αὐ­το­γνω­σί­α στὴν ὁ­ποί­α κα­λοῦν. Ἐ­ὰν ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι ἡ ταυ­τό­τη­τα τῆς σύγ­χρο­νης πο­λι­τι­σμι­κῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης, τῆς ἀ­να­γνω­ρί­σι­μης καὶ με­τα­φρά­σι­μης παν­τοῦ, τὸ Ἱ­στο­λό­γιό μας μὲ Τὰ Μι­κρὰ τοῦ Με­γά­λου Ἀ­γώ­να εἰ­ση­γεῖ­ται στὸ Ἱστορικὸ Ἀνέκδοτο τὸ μι­κρο-α­φή­γη­μα τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἐν­το­πι­ό­τη­τας ἢ τῆς Ἰ­θα­γέ­νειας, αὐ­τὸ ποὺ σὰν τὸ βα­θύ­τε­ρα ἐγ­κυ­στω­μέ­νο στὴ γλώσ­σα του ποί­η­μα θὰ ἀν­τι­στέ­κε­ται πάν­τα στὴν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή του με­τά­φρα­ση.


Στὴν προ­σπά­θειά μας νὰ σκε­φτοῦ­με τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο μι­κρο-α­φή­γη­μα μὲ ὅ­ρους γραμ­μα­τεια­κούς, δι­α­πι­στώ­νου­με πρὸς με­γά­λη μας ἔκ­πλη­ξη ὅ­τι τὸν Γραμ­μα­το­λό­γο ἔ­χει ἤ­δη προ­λά­βει ὁ Ἱ­στο­ρι­ο­δί­φης!

       Σὲ ἕ­να ἐ­κτε­τα­μέ­νο πρό­λο­γο τριά­ντα σε­λί­δων, μὲ τὸν γε­νι­κὸ τί­τλο «Πα­ρα­μυ­θό­λο­γα» ὁ Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης προ­σπα­θεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει, καὶ νὰ ἐ­ξη­γή­σει καὶ σὲ μᾶς, τὸ γραμ­μα­τεια­κὸ εἶ­δος τῶν κει­μέ­νων τῆς συλ­λο­γῆς του, ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ εὐ­ρύ­τε­ρο γραμ­μα­το­λο­γι­κὸ πλαί­σιο στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ μπο­ρού­σα­νε νὰ ἐν­τα­χτοῦν.

       Ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς πα­ρα­μυ­θό­λο­γους, τοὺς λα­ϊ­κοὺς μύ­θους γιὰ ζῶ­α ἢ ἀν­θρώ­πους (μὲ τὴ στε­νό­τε­ρη στὴ δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ση­μα­σί­α τοῦ ἀ­πό­λο­γου), συ­νή­θως ἀ­γνώ­στου συγ­γρα­φι­κῆς ταυ­τό­τη­τας, ὁ Βλα­χο­γιά­ννης πα­ρα­θέ­τει τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ ἀ­νέκ­δο­το, μὲ τὴ ση­μα­σί­α «ἱ­στο­ρι­κὸ πα­ρα­κα­τι­νῆς τά­ξης πε­ρι­στα­τι­κό, ποὺ οἱ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοὶ ἱ­στο­ρι­κοὶ τὸ πα­ρα­λεί­πουν». Ἀ­πο­πει­ρᾶ­ται μά­λι­στα τὸν ὁ­ρι­σμό του: «Λό­γος ἢ πρά­ξη ἱ­στο­ρι­κοῦ προ­σώ­που μὲ νό­η­μα σύν­το­μο (σο­βα­ρὸ εἴ­τε ἀ­στεῖ­ο) ποὺ χρη­σι­μεύ­ει ὡς πα­ρά­δειγ­μα καὶ τύ­πος σὲ πε­ρί­στα­ση βι­ω­τι­κὴ ἀ­νά­λο­γη μ‘ ἐ­κεί­νη ποὺ τὸ γέν­νη­σε.»

       Ἀ­φοῦ κά­νει μιὰ σύν­το­μη ἀ­να­δρο­μὴ μὲ ἀρ­κε­τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα τό­σο στοὺς πα­ρα­μυ­θό­λο­γους (ἱ­στο­ρί­ες γιὰ ζῶ­α), ἀ­να­το­λι­κοὺς καὶ ἑλ­λη­νι­κοὺς ὅ­σο καὶ  στοὺς ἀ­πό­λο­γους (ἱ­στο­ρί­ες γιὰ ἀν­θρώ­πους), ἑλ­λη­νι­κοὺς καὶ ἀ­να­το­λι­κοὺς ἐ­πί­σης, δεί­χνον­τας μὲ τὰ πλού­σια πα­ρα­δείγ­μα­τά τους ποὺ πα­ρα­θέ­τει τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τους, περ­νᾶ στὸ κύ­ριο μέ­λη­μά του ποὺ εἶ­ναι τὸ Ἱ­στο­ρι­κὸ Ἀ­νέκ­δο­το, μὲ τὴν πε­ρι­γρα­φή, κα­τα­νό­η­ση κι ἐ­πι­μέ­τρη­ση τῆς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας του.

       Δε­κα­πέν­τε μῆ­νες δη­λώ­νει ὁ ἀν­θο­λό­γος ὅ­τι χρει­ά­στη­κε νὰ δου­λέ­ψει, ἀ­πὸ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 1924 ὣς τὸν Φε­βρουά­ριο τοῦ 1926 γιὰ νὰ συν­θέ­σει τὸ ὑ­λι­κὸ τῆς Ἀν­θο­λο­γί­ας του, ποὺ κα­λύ­πτει μό­νο τὴν πε­ρί­ο­δο 1821-1864 τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας – ἔρ­γο ποὺ καὶ πά­λι δὲν θὰ τὸ ἀ­να­λάμ­βα­νε ἂν δὲν τοῦ ἔ­δι­νε τὴν ἀ­φορ­μὴ ὁ χο­ρη­γός του Μπε­νά­κης. Το­νί­σα­με τὸ «νὰ συν­θέ­σει», ἐ­πει­δὴ αὐ­το­νο­ή­τως τὴν ἔ­ρευ­να, με­λέ­τη καὶ κρι­τι­κὴ ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τῶν πλού­σι­ων πη­γῶν του, ὁ ἀν­θο­λό­γος ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι τὴν εἶ­χε ἤ­δη κά­νει ἐ­πὶ τρι­αν­τα­πέν­τε χρό­νια!

       Τὴν σπου­δαι­ό­τη­τα ποὺ ἀ­πο­δί­δει ὁ Βλα­χο­γιά­ννης στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ ἀ­νέκ­δο­το γιὰ τὴν συμ­βι­ω­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση καὶ οἰ­κει­ο­ποί­η­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, τὴν γνώ­ση τῆς ἀ­λή­θειας της, κα­τα­λα­βαί­νου­με ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­κρι­ση ποὺ ἐ­πι­χει­ρεῖ γιὰ τὴν σπά­νι­δά του στὶς γρα­πτὲς πη­γές, λό­γι­ες ἢ λα­ϊ­κές:

Μέ­σα πά­λι στὴς ἱ­στο­ρί­ες τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης καὶ τῶν πα­ρα­κά­τω χρό­νων, κα­θὼς καὶ στ’ ἀ­πο­μνη­μο­νέ­μα­τα τῆς ἴ­διας ἐ­πο­χῆς, τὸ ἀ­νέκ­δο­το λί­γον τό­πο πιά­νει. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι γρα­φιά­δες ἀν­τὶ νὰ μᾶς πα­ρα­δώ­σουν ὅ­σα εἶ­δαν ἢ πρά­ξαν ἢ ἀ­κού­σα­νε μὲ ζων­τα­νὴ πε­ρι­γρα­φή, νο­μί­σα­νε τὸν ἑ­αυ­τό τους πο­λὺ σπου­δαι­ό­τε­ρο ὑ­πο­κεί­με­νο ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν ἱ­στο­ρί­α ποὺ γρά­φα­νε καὶ προ­τι­μή­σα­νε νὰ παί­ξουν πρό­σω­πο τρα­νοῦ ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φου, Θυ­κυ­δί­δη κα­θαυ­τό, ἢ νο­μί­σαν πὼς θὰ χά­να­νε πο­λὺ ἀ­πὸ τὴ σο­βα­ρό­τη­τά τους, ἂν μᾶς πα­ρα­δί­να­νε πι­στὰ καὶ φυ­σι­κὰ τὰ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ἔ­τσι προ­τι­μή­σα­νε μὲ τὴ σο­φή τους νε­κρὴ γλώσ­σα καὶ τὸ ἄ­ψυ­χό τους ὕ­φος, ἂν καὶ θου­κυ­δι­δι­κό, ν’ ἁ­πλώ­σουν ἕ­να σά­βα­νο ψυ­χρὸ καὶ νὰ σκε­πά­σουν τὸ ἐ­ξαί­σιο θέ­α­τρο τοῦ ἱ­ε­ροῦ Ἀ­γῶ­να μας, ἐ­νῷ ἔρ­γο τους ἀ­λη­θι­νὸ ἤ­τα­νε νὰ μᾶς τὸ πα­ρα­δώ­σουν ὁ­λο­ζών­τα­νο.

       Ἐ­ξαί­ρε­ση κά­νει γιὰ τὰ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα τοῦ Φω­τά­κου καὶ τοῦ Μα­κρυ­γιά­ννη (ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­λά­χι­στα στα­χυ­ο­λο­γεῖ, ἐ­πει­δὴ τὰ γρα­πτά του θε­ω­ρεῖ πλέ­ον γνω­στά, δί­νον­τας προ­τε­ραι­ό­τη­τα σὲ ἄλ­λες σπά­νι­ες πη­γές) ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­μνή­σεις τῶν λο­γί­ων, γιὰ κεῖ­νες τοῦ Νι­κο­λά­ου Δρα­γού­μη, τοῦ Ραγ­κα­βῆ καὶ τοῦ Τερ­τσέ­τη. Ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐγ­κώ­μιο ἀ­φι­ε­ρώ­νει στὴν ἀ­πο­μνη­μο­νευ­μα­το­γρα­φί­α τοῦ Λά­κω­νος πο­λι­τι­κοῦ τοῦ 19ου αἰ­ώ­να Δη­μή­τριου Γ. Δη­μη­τρα­κά­κη, ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τλεῖ ἀ­να­λο­γι­κῶς τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐγ­γρα­φὲς τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας του.

       Γιὰ νὰ προ­βά­λει τὴν κρι­τι­κή του ἐ­ξέ­τα­ση τῶν πη­γῶν, ποὺ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τὸ κύ­ρος τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας του, πα­ρα­θέ­τει σει­ρὰ πα­ρα­δειγ­μά­των πλα­στῆς ταυ­το­ποί­η­σής τους, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τὸ καὶ σή­με­ρα πι­στευ­τὸ ἀ­πὸ πολ­λοὺς σχε­τι­κὰ μὲ τὸν τρό­πο εἰ­σα­γω­γῆς τῆς καλ­λι­έρ­γειας τῆς πα­τά­τας στὴν Ἑλ­λά­δα ἀ­πὸ τὸν Κα­πο­δί­στρια.

       Ἀλ­λὰ καὶ τὶς πη­γὲς ποὺ ἔ­τσι ἐ­πι­λέ­γει νὰ συμ­πε­ρι­λά­βει στὴν ἀν­θο­λο­γί­α του δὲν τὶς ἀ­φή­νει πάν­το­τε ἀ­πεί­ρα­χτες! Ὁ ἔν­τον­ος δη­μο­τι­κι­σμός του, ἐ­πι­κου­ρού­με­νος ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἥσ­σο­να συγ­γρα­φι­κή του ἰ­δι­ό­τη­τα, τὴ λο­γο­τε­χνι­κή, τὸν ὁ­δη­γεῖ, ἂν καὶ «σπά­νια» ὅ­πως ἐ­ξη­γεῖ, στὴν αἰ­σθη­τι­κή τους ἀ­νά­πλα­ση, φρον­τί­ζον­τας σχο­λα­στι­κὰ νὰ δι­α­τη­ρη­θεῖ ἀ­πεί­ρα­χτος ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς πυ­ρή­νας τους μὲ τὸ πλη­ρο­φο­ρια­κό του φορ­τί­ο. Μὲ εἰ­λι­κρί­νεια, λοι­πόν, προ­ει­δο­ποι­εῖ τὸν ἀ­να­γνώ­στη γιὰ τὴν ἐκ­δο­τι­κή του μέ­θο­δο:

Πρέ­πει ἀ­μέ­σως νὰ δη­λώ­σω πὼς ἡ ἡ συλ­λο­γὴ τού­τη ποὺ δί­νω στὸ κοι­νὸ δὲν εἶ­ναι συλ­λο­γὴ ἀ­πὸ ἱ­στο­ρι­κὰ ἀ­νέκ­δο­τα κα­τὰ τὸν αὐ­στη­ρὸν ὁ­ρι­σμό τους. Ἴ­σα-ἴ­σα γιὰ νὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸν κίν­τυ­νο τῆς τε­χνη­τῆς με­τα­μόρ­φω­σης τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν σ’ ἀ­νέκ­δο­τα, πρό­σε­ξα πο­λὺ τὸ σκό­πε­λο τῆς «ἀ­νεκ­δο­το­ποί­η­σης» ποὺ μί­λη­σα πιὸ πά­νω· δὲν ξε­μά­κρυ­να οὔ­τε ἀ­πὸ τὸ γράμ­μα οὔ­τε ἀ­πὸ τὸ νό­η­μα τῆς πη­γῆς, ποὺ μοὔ­δω­σε κά­θε φο­ρὰ τὴν ὕ­λη· δὲν πα­ρα­μόρ­φω­σα λοι­πὸν πα­ρὰ ξα­νά­πλα­σα ὅ,τι ηὗ­ρα, κι ὅ­που ηὗ­ρα ἀ­νέκ­δο­το, ἀ­νέκ­δο­το πά­λι ἔ­δω­σα, ὅ­που ηὗ­ρα σύν­το­μο γνω­μι­κό, ἔ­τσι πά­λι τ’ ἄ­φη­σα κτλ. καὶ μο­να­χὰ σπά­νια, ὅ­που ἀ­πάν­τη­σα ἄ­ψυ­χο ὑ­λι­κὸ σχο­λα­στι­κὰ δι­α­τυ­πω­μέ­νο μὲ ἀ­χρω­μά­τι­στη πε­ρι­γρα­φή, σα­χλὸ δι­ά­λο­γο, μ’ ἑλ­λη­νι­κοῦ­ρες βαλ­μέ­νες στὸ στό­μα ζων­τα­νῶν ἀν­θρώ­πων, θέ­λη­σα νὰ τοῦ δώ­σω χρῶ­μα μὲ τὴ γλῶσ­σα τὴν ἀ­λη­θι­νή, με τὴ φρα­στι­κὴ μορ­φὴ ποὺ πά­ει σὲ πρό­σω­πα καὶ σὲ ἤ­θη πε­ρα­σμέ­να. Δι­ά­λο­γο που­θε­νὰ δὲν ἔ­βα­λα τῆς φαν­τα­σιᾶς μου πα­ρὰ ἐ­κεῖ ὅ­που τὸ κεί­με­νο τὸν ἔ­δει­χνε κα­θα­ρὰ εἴ­τε σὲ ἄ­πλα­στη μορ­φή.


       Γι’ αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο εἶ­δος «ἀ­νά­πλα­σης» δί­νει ὁ Βλα­χο­γιά­ννης καὶ δυ­ὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα γιὰ νὰ τὸν ἐ­λέγ­ξου­με. Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἄλ­κης Ἀγ­γέ­λου γιὰ τὰ ἱ­στο­ρι­κά του ἀ­νέκ­δο­τα «ἐ­πει­δὴ ἡ αὐ­στη­ρὴ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ συ­νεί­δη­σή του δὲν τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ τὰ πα­ρεμ­βά­λει στὸ κυ­ρί­ως ἔρ­γο του, τὰ συγ­κρό­τη­σε σὲ ἕ­να σῶ­μα καὶ μᾶς τὰ προ­σέ­φε­ρε ὄ­χι ὡς ἀ­πο­σπό­ρια, ἀλ­λὰ ὡς συμ­πλή­ρω­ση τοῦ κυ­ρί­ως ἱ­στο­ρι­κοῦ ἔρ­γου του».

       Μιὰ τέ­τοι­α, λοι­πόν, συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὴ πρὸς τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ ἔρ­γο ἀ­νά­πλα­σή τους, εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­πι­πλέ­ον λό­γος ποὺ κά­νει τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να ἱ­στο­ρι­κὰ ἀ­νέκ­δο­τα ἕ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ εἶ­δος κα­τάλ­λη­λο γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας.


* * *


ΠΕΡΑΙΝΟΝΤΑΣ στὶς 20 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 1926 ὁ Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης τὴν εἰ­σα­γω­γή στὴν Ἱ­στο­ρι­κὴ Ἀν­θο­λο­γί­α του, μᾶς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ δί­χως νὰ κρύ­βει τὶς πο­λὺ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξες σκέ­ψεις του γιὰ τὴν «κα­κὴ μοί­ρα» ποὺ τὴν πε­ρι­μέ­νει ἀ­πὸ τὸ κοι­νὸ τῆς ἐ­πο­χῆς του, καὶ ἰ­δί­ως ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ρη­το­ρι­κὴ ἀ­γυρ­τεί­α στὴν Ἑλ­λά­δα ποὺ ἑ­κα­τὸ χρό­νια ἔ­χει ποὺ ἔ­κα­νε τρε­χού­με­νη πα­λι­ο­μο­νέ­δα τὰ ἐ­θνι­κὰ ἰ­δα­νι­κά, τὴν ἱ­στο­ρί­α, τὴ γλῶσ­σα, καὶ τὰ μοι­ρά­ζει τά­χα φυ­λα­χτὰ θα­μα­τουρ­γὰ στοὺς χά­χη­δες ποὺ τὴν πι­στεύ­ουν

       Ἀν­τὶ γι’ αὐ­τούς, τὴν χα­ρί­ζει, ὅ­πως λέ­ει:

       μ’ ἀ­λα­φρὴ καρ­διὰ ὄ­χι σ’ ἄλ­λους, μὰ στὴ και­νούρ­για μας γε­νιά, για­τὶ ἀ­π’ αὐ­τὴ μο­νά­χα πε­ρι­μέ­νω…


       Ἀ­λί­μο­νο!


       Χρει­ά­στη­καν ἑ­βδο­μῆν­τα τέσ­σε­ρα (74) χρό­νια καὶ πε­ρί­που τεσ­σε­ρι­σή­μι­σι (!) γε­νι­ές, στὸ κα­τώ­φλι πιὰ τοῦ 21ου αἰ­ώ­να, γιὰ νὰ ξα­να­δεῖ τού­τη ἡ Ἀν­θο­λο­γί­α τὸ φῶς τῆς δη­μο­σι­ό­τη­τας τὸ 2000 σὲ μιὰ αὐ­το­τε­λῆ φρον­τι­σμέ­νη ἔκ­δο­ση μὲ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ Ἄλ­κη Ἀγ­γέ­λου ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις τοῦ Βι­βλι­ο­πω­λεί­ου τῆς «Ἑ­στί­ας», ἂν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τὴν δί­χως τὸν πρό­λο­γο συμ­πε­ρί­λη­ψή της στοὺς ἑ­πτὰ τό­μους τῶν «ἁ­πάν­των» τοῦ συγ­γρα­φέ­α στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ἑ­ξήν­τα.


Καὶ τώ­ρα σ’ ἐ­μᾶς ποὺ ξα­να­σκε­φτό­μα­στε τὸ πα­ρὸν ξα­να­ζέ­στα­μά της,

       ἐν μέ­σῳ παν­δη­μί­ας, μὲ τὰ τούρ­κι­κὰ F16 νὰ ἁ­λω­νί­ζουν πά­νω ἀ­πὸ τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ νη­σιά, τὰ γε­ω­τρύ­πα­να τῆς ‘γεί­το­νο­ς’ νὰ  ἔ­χουν κω­λο­κα­θί­σει γιὰ τὰ κα­λὰ καὶ μὲ τὸ ἔ­τσι θέ­λω τους στὰ νε­ρὰ τῆς ἑλ­λη­νό­φω­νης Κύ­πρου, τοὺς δῆ­θεν πιὸ ὑ­πο­ψι­α­σμέ­νους τῆς γε­νιᾶς μας νὰ ἐ­παί­ρον­ται γιὰ τὸν ἐ­θνο­μη­δε­νι­σμό τους, καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἐ­λὶτ τῆς χώ­ρας μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς ἕ­να νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο με­τα­πρα­τι­κὸ τζά­κι καὶ μιὰ φαν­τα­σμέ­νη πλου­το­κρά­τισ­σα νὰ ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ χο­ρέ­ψει μὲ τὴ σει­ρά της καὶ μὲ τὸ πρό­σχη­μα τῆς Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας πά­νω στὰ ἡ­μι­θα­νῆ ὁ­ρά­μα­τα γιὰ ἐ­θνι­κὴ ἀ­νε­ξαρ­τη­σία, πο­λι­τι­κὴ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια καὶ κοι­νω­νι­κὴ δι­και­ο­σύ­νη αὐ­τῶν ποὺ ἔ­χυ­σαν τὸ αἷ­μα τους γι’ αὐ­τὰ πρὶν ἀ­πὸ 200 χρό­νια,

       σὰν μιὰ δι­α­δι­κτυα­κὴ πο­λυ­το­νι­κὴ ἀ­νορ­θο­γρα­φί­α καὶ ἐκ­δο­τι­κὴ πα­ρα­ξε­νιὰ τοῦ ἐ­ξω­τι­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους μπον­ζά­ϊ μᾶς φαί­νον­ται τοῦτα τὰ ἱστορικὰ ἀνέκδοτα, καὶ ἕ­να λά­θος ἀ­τα­βι­στι­κὸ ὄ­νει­ρο τοῦ ὑ­πε­ρή­λι­κος δι­ευ­θυν­τῆ τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου ποὺ τὰ φι­λο­ξε­νεῖ.


Νέ­α Σμύρ­νη, 1 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2021

[1] Στὸ σχε­τι­κὸ χω­ρί­ο τοῦ ἱ­ε­ράρ­χη τὸ βά­ρος, βέ­βαι­α, πέ­φτει στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου: «ἡ­μεῖς δὲ οὐ χρεί­αν ἔ­χο­μεν ἀ­πο­δη­μῆ­σαι διὰ τὴν βα­σι­λεί­αν τῶν οὐ­ρα­νῶν, οὔ­τε πε­ρᾶ­σαι θά­λατ­ταν διὰ τὴν ἀ­ρε­τήν. Φθά­σας γὰρ εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· “Ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἐν­τὸς ὑ­μῶν ἐ­στιν”.» Εἶ­ναι με­γά­λη ἡ ἀ­πώ­λεια γιὰ τὴν ἀ­γω­νι­ῶ­σα συ­νεί­δη­ση τοῦ ση­με­ρι­νοῦ ἀν­θρώ­που, νὰ κα­τα­νο­εῖ­ται ἡ πα­ρα­πά­νω ἀν­τι­στι­κτι­κὴ ἐ­πι­σή­μαν­ση ὡς ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἀν­τί­θε­ση πρὸς τὸν ἀρ­χαῖ­ο πα­γα­νι­στι­κὸ ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ ὄ­χι ὡς δι­α­φο­ρὰ ποὺ πλου­τί­ζει τὸν πνευ­μα­τι­κὸ κό­σμο τοῦ παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νου ἀν­θρώ­που τοῦ πα­ρόν­τος, με­τα­το­πί­ζον­τας τὸ βά­ρος τῆς πο­λι­τι­σμι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας ἀ­πὸ τὸν ἀ­πελ­πι­στι­κὰ κο­ρε­σμέ­νο πλα­νη­τι­κὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ χῶ­ρο στὸν ἀ­νε­ξάν­τλη­το ‘τό­πο’ τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κοῦ βι­ώ­μα­τος.
[2] Μιὰ ἰ­δέ­α ποὺ ἐ­ξέ­φρα­σα σὲ συ­νέν­τευ­ξή μου στὸν Στα­μά­τη Μαυ­ρο­ει­δῆ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Αὐ­γὴ στὶς 18.02.2001, μὲ τὸν μᾶλ­λον ἀ­φε­λῆ τί­τλο «Κλεί­νει ὁ κύ­κλος τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­σμοῦ».
[3] Γιὰ τὴν σύν­δε­ση μὲ τὸ πρό­σω­πο αὐ­τὸ τοῦ ἀ­στι­κοῦ μύ­θου γιὰ τὸν εὔ­ζω­να φρου­ρὸ μὲ τὸ ἴ­διο ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο ποὺ αὐτο­κτό­νη­σε πέ­φτον­τας ἀ­πὸ τὸν βρά­χο τῆς Ἀ­κρό­πο­λης τὴν ἡ­με­ρα ποὺ μπή­κα­νε οἱ Γερ­μα­νοὶ κα­τα­κτη­τὲς στὴν Ἀ­θή­να γιὰ νὰ μὴν δεῖ τὴ σβά­στι­κα πά­νω σ’ αὐ­τή, βλ. ἐδῶ.
[4] Νὰ πι­στέ­ψου­με τὸ θρυ­λού­με­νο (βλ. πρό­χει­ρα ἐ­δῶ) πὼς ὁ ‘Μα­κρυ­γι­άν­νη­ς’ τῶν Ἀ­πο­μνη­μο­νευ­μά­των εἶ­ναι μιὰ περ­σό­να τοῦ Βλα­χο­γιά­ννη, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος εἶ­ναι ὁ πραγ­μα­τι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας; Θὰ εἴ­χα­με μιὰ δι­πλῆ ἐ­πι­τυ­χί­α: ἐ­θνι­κή, μὲ τὸν Βλα­χο­γιά­ννη «πιὸ ση­μαν­τι­κὸ πε­ζο­γρά­φο μας» κα­τὰ τὴν ἐ­τυ­μη­γο­ρί­α τοῦ Σε­φέ­ρη, καὶ μιὰ παγ­κό­σμια πρω­τιὰ στὸ «φαν­τα­στι­κὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κὸ ἀ­πο­μνη­μό­νευ­μα ἐ­πο­χῆς»!

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Γιά­ννης Πα­τί­λης (Ἀ­θή­να, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε ἐν­νέ­α συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των καὶ δύ­ο συγ­κεν­τρω­τι­κές. Τε­λευ­ταί­α ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή του: Εἰ­κό­νες ἀ­πὸ μιὰ νέ­α (Gutenberg, Ἀ­θή­να, 2015). Ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὴν ἔκ­δο­ση: Ἄγ­γε­λου Θ. Ση­μη­ρι­ώ­τη, Τὰ Ποι­ή­μα­τα [1893-1943], Τό­μοι Α΄+Β΄ (μὲ τὴν Ἔλ­σα Λι­α­ρο­πού­λου, Πνευ­μα­τι­κὸ Κέν­τρο Νέ­ας Ἰ­ω­νί­ας Ἀτ­τι­κῆς, Νέ­α Ἰ­ω­νί­α 1995) καὶ δη­μο­σί­ευ­σε ἕ­ξι τό­μους δο­κι­μί­ου-κρι­τι­κῆς. Ὑ­πῆρ­ξε συ­νι­δρυ­τὴς τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Τὸ Δέν­τρο (1978), συ­νεκ­δό­της τῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Νῆ­σος· Μου­σι­κὴ καὶ Ποί­η­ση (1983-85) καὶ Κρι­τι­κὴ καὶ Κεί­με­να (1984-85), καὶ ἐκ­δό­της τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον (1986-2012). Τὸν  Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010 ἵ­δρυ­σε τὸν ἱ­στό­το­πο γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι τὸν ὁ­ποῖ­ο συν­δι­ευ­θύ­νει μὲ τὴν Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου καὶ μα­ζί της ἐ­πι­με­λή­θηκε τοὺς ἀνθο­λο­γι­κοὺς τό­μους Μπονζάϊ γιὰ τὰ ἔ­τη 2014, 2015 καὶ 2016 ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες καὶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ πολ­λὲς ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ πε­ρι­ο­δι­κὰ στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ δύ­ο ἀν­θο­λο­γί­ες ποι­η­μά­των του ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ στὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ ἱ­σπα­νι­κά.

♠ ♠ ♠

Γιάννης Βλα­χο­γιά­ννης.  Ἐ­πί­με­τρο ἐργογραφικὸ

μετὰ κρίσεων γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του

Ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης ἔφηβος

Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης (φ.ψ. τοῦ Γιά­ννη Βλά­χου, Ναύ­πα­κτος, 1867– Ἀ­θή­να, 1945). Ὁ πα­τέ­ρας του Ὀ­δυσ­σέ­ας Βλά­χος κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ γε­νιὰ ἀ­γω­νι­στῶν τῆς Ρού­με­λης καὶ ἡ μη­τέ­ρα του Ἀ­να­στα­σί­α Γκι­ώ­νη ἀ­πὸ τὸ Σού­λι. Εἶ­χε τρεῖς ἀ­δερ­φοὺς καὶ τέσ­σε­ρις ἀ­δερ­φές. Οἱ ἀ­να­μνή­σεις τοῦ 1821 δι­α­τη­ρή­θη­καν ζων­τα­νὲς στὴ μνή­μη του καὶ δι­α­μόρ­φω­σαν σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά του. Ἔ­μα­θε τὰ πρῶ­τα γράμ­μα­τα στὴ Ναύ­πα­κτο καὶ γιὰ τὰ γυ­μνα­σια­κὰ μα­θή­μα­τα τα­ξί­δε­ψε στὴ Ζά­κυν­θο, τὴν Κό­ριν­θο καὶ τὴν Πά­τρα. Τὸ 1886 γρά­φτη­κε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν στὸ τμῆ­μα Φι­λο­λο­γί­ας. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν σπου­δῶν του (τὶς ὁ­ποῖ­ες δὲν ὁ­λο­κλή­ρω­σε), ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς οἰ­κο­δι­δά­σκα­λος καὶ ὡς δι­ορ­θω­τὴς στὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τοῦ Κο­ρο­μη­λᾶ. Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε συν­τά­κτης στὴν Ἑ­στί­α, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ συν­δρο­μὴ ὁ­μο­γε­νῶν (με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ τοῦ Ἐμ­μα­νου­ὴλ Μπε­νά­κη) πε­ρι­συ­νέ­λε­ξε τε­ρά­στιο σὲ ὄγ­κο ἀρ­χεια­κὸ ὑ­λι­κὸ τοῦ 19ου αἰ­ώ­να κυ­ρί­ως σχε­τι­κὸ μὲ τὸν Ἀ­γώ­να καὶ κα­τόρ­θω­σε νὰ ἐκ­δώ­σει ἕ­να μέ­ρος του (ὅ­πως τὰ ἀρ­χεῖ­α τοῦ Μα­κρυ­γιά­ννη, τοῦ Κα­σο­μού­λη καὶ τοῦ Σπυ­ρο­μή­λιου, τὸ Χια­κὸ ἀρ­χεῖ­ο, τὸ Ἀ­θη­να­ϊ­κὸ ἀρ­χεῖ­ο καὶ τὴ βι­ο­γρα­φί­α τοῦ Κα­ρα­ϊ­σκά­κη). Στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἀρ­χεια­κῆς του ἔ­ρευ­νας ὁ Βλα­χο­γιά­ννης ἀ­φι­έ­ρω­σε ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του καὶ τα­ξί­δε­ψε στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καὶ τὸ Λον­δί­νο. Ἡ ἐρ­γα­σί­α του ὑ­πῆρ­ξε ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ συ­στη­μα­τι­κὴ καὶ συ­νέ­βα­λε ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὴν κα­τα­γρα­φὴ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ώ­να. Τὸ 1914 μὲ δι­κή του εἰ­σή­γη­ση ἱ­δρύ­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Βε­νι­ζέ­λο τὰ Γε­νι­κὰ Ἀρ­χεῖ­α τοῦ Κρά­τους, ὅ­που δι­ε­τέ­λε­σε καὶ πρῶ­τος δι­ευ­θυν­τὴς ὣς τὸ 1937. Πέ­θα­νε τὸ 1945 στὴν Ἀ­θή­να κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς. Ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας το­πο­θε­τεῖ­ται στὰ 1893 μὲ τὸ δι­ή­γη­μα Ὁ ξε­νι­τε­μέ­νος καὶ μὲ τὶς Ἱ­στο­ρί­ες τοῦ Γιά­ννου Ἐ­πα­χτί­τη, συλ­λο­γὴ τρι­ῶν ἠ­θο­γρα­φι­κῶν διη­γη­μά­των γραμ­μέ­νων στὴ δη­μο­τι­κή. Ἔ­γι­νε γρή­γο­ρα δη­μο­φι­λὴς στοὺς λο­γο­τε­χνι­κοὺς κύ­κλους καὶ ἐ­παι­νέ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κω­στῆ Πα­λα­μά. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ὅ­πως τὰ Τέ­χνη, Ἠ­γη­σώ, Μοῦ­σα), ἐ­φη­με­ρί­δες (ὅ­πως ἡ Ἑ­στί­α, Ἀ­στρα­πή, Ἐ­φη­με­ρίς) καὶ ἡ­με­ρο­λό­για τῆς ἐ­πο­χῆς του. Οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὲς δυ­σκο­λί­ες ποὺ τὸν συ­νό­δευ­αν σ’ ὅ­λη τὴ ζω­ή του δὲν τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ ἐκ­δώ­σει πα­ρὰ ἕ­να μι­κρὸ μέ­ρος τοῦ συ­νο­λι­κοῦ ἔρ­γου του. Ἐ­ξέ­δω­σε τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Προ­πύ­λαι­α (ἕ­ξι τεύ­χη ἀ­πὸ τὸ 1901 ὡς τὸ 1908), ὅ­που δη­μο­σί­ευ­σε ποι­ή­μα­τα, πε­ζο­γρα­φή­μα­τα καὶ ἱ­στο­ρι­κὲς με­λέ­τες. Μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τῶν ἑ­κα­τὸ χρό­νων ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ Ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α ἐ­ξέ­δω­σε μὲ δι­κά του ἔ­ξο­δα τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Τὰ με­γά­λα χρό­νια (1930, πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση τὸ 1914) καὶ Τὰ πα­λι­κά­ρια τὰ πα­λιά (1931). Στὸ σύ­νο­λο τῶν γρα­πτῶν του πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται ποι­ή­μα­τα, πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, ἱ­στο­ρι­κὲς με­λέ­τες, κρι­τι­κὰ δο­κί­μια, ἄρ­θρα, ἀ­κό­μη καὶ ἕ­να μο­νό­πρα­κτο ἔρ­γο γιὰ τὸ θέ­α­τρο (Χή­ρα μά­να). Ὡς λο­γο­τέ­χνης εἶ­ναι γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὴν πε­ζο­γρα­φι­κὴ πα­ρα­γω­γή του. Ὁ Βλα­χο­γιά­ννης ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ συν­δυά­σει ἱ­στο­ρι­κὰ (ἡ­ρω­ι­κῆς θε­μα­τι­κῆς) καὶ ἠ­θο­γρα­φι­κὰ στοι­χεῖ­α μὲ βα­σι­κὸ στό­χο του νὰ συμ­βά­λει στὸν ὁ­ρι­σμὸ τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ στὴν ψυ­χο­λο­γι­κὴ σύν­δε­ση τῶν νε­ο­ελ­λή­νων μὲ τὸ πα­ρελ­θόν τους. Ἰ­δι­αί­τε­ρης ση­μα­σί­ας εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ ψυ­χο­γρα­φι­κὲς καὶ συμ­βο­λι­κὲς δι­α­στά­σεις τῶν ἔρ­γων του. Γλώσ­σα τῶν γρα­πτῶν του εἶ­ναι ἡ δη­μο­τι­κὴ τὴν ὁ­ποί­α υἱ­ο­θέ­τη­σε ἐ­ξαρ­χῆς, ἀ­κό­μη καὶ στὶς ἱ­στο­ρι­κὲς με­λέ­τες του, δὲ συμ­με­τεῖ­χε ὅ­μως στὶς γλωσ­σι­κὲς δι­α­μά­χες τῆς ἐ­πο­χῆς του.

[Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα τοῦ ΕΚΕΒΙ]

♠ ♠ ♠

Ὁ Κ.Θ. Δη­μα­ρᾶς γιὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ Γιά­ννη Βλα­χο­γιά­ννη:

ΟΥΤΕ μπο­ροῦ­σε, οὔ­τε, ἀ­λη­θι­νά, δο­κί­μα­σε πο­τὲ ὁ Βλα­χο­γιά­ννης νὰ δεῖ τὸν κό­σμο ὅ­που ζοῦ­σε, τὸν κό­σμο τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀλ­λοι­ῶς πα­ρὰ σὰν ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς μάρ­τυ­ρές της. Ὅ­μως οἱ ἄ­πει­ρες γνώ­σεις του, ἡ γε­ρὴ κρί­ση του καὶ ἡ ἀ­σφα­λέ­στα­τη δι­αί­σθη­σή του, ποὺ εἶ­ναι κι αὐ­τὴ καρ­πὸς τῆς πεί­ρας καὶ τῆς γνώ­σης, τὸν ἔ­φερ­ναν κά­πο­τε σὲ με­ρι­κοὺς γε­νι­κοὺς στο­χα­σμοὺς ποὺ ζοῦν μέ­σα στὸ ἔρ­γο του σὰν αὐ­τό­νο­μα φω­τει­νὰ ση­μά­δια· εἴ­τε συμ­φω­νοῦ­με εἴ­τε δι­α­φω­νοῦ­με μὲ τοὺς στο­χα­σμοὺς αὐ­τούς,  πάν­τα φω­τί­ζουν τὴν ζή­τη­σή μας. Ἡ ἐ­πι­φύ­λα­ξη ποὺ προ­κα­λεῖ τὸ πά­θος του —τὸ πά­θος ποὺ ἔ­βα­ζε εἴ­τε μι­λοῦ­σε γιὰ ἀν­θρώ­πους τῆς ἱ­στο­ρί­ας, εἴ­τε μι­λοῦ­σε γιὰ τοὺς συγ­χρό­νους μας— δὲν πρέ­πει νὰ στα­θεῖ ἐμ­πό­διο στὸν πλου­τι­σμὸ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει ὄ­χι μό­νο ἡ σο­φί­α του, ἀλ­λὰ καὶ ἡ κρί­ση καὶ ἡ δι­αί­σθη­σή του.

       Ἔρ­γο του ἱ­στο­ρι­κὸ σπου­δαι­ό­τα­το πρέ­πει νὰ θε­ω­ρη­θοῦν καὶ οἱ συλ­λο­γὲς ποὺ εἶ­χε κα­ταρ­τί­σει. Δὲν ξέ­ρω τί τύ­χη με­λε­τοῦ­σε ὁ ἴ­διος νὰ τοὺς δώ­σει. Μὰ ὅ­πως τὸ συγ­γρα­φι­κό του ἔρ­γο, τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ τὸ ἱ­στο­ρι­κό, ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε ὁ­λά­κε­ρο στὴν Ἑλ­λά­δα, ἔ­τσι πι­στεύ­ω πὼς καὶ τὸ συλ­λε­κτι­κό του ἔρ­γο τῆς ἀ­νή­κει. Τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ γέν­νη­μα ὁ Βλα­χο­γιά­ννης, «βγαλ­μέ­νος εἶ­μαι ἀ­πὸ τὴ λα­ϊ­κὴ ψυ­χὴ κ’ ἐ­γὼ» εἶ­χε γρά­ψει κά­που, ἔ­γρα­φε στὴ γλώσ­σα τοῦ λα­οῦ, μί­λη­σε γι’ αὐ­τόν. Ὅ­λα τὰ πλού­τη ποὺ μά­ζε­ψε, ἀ­πὸ τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ὸ βγῆ­καν καὶ στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ὸ πρέ­πει νὰ ἐ­πα­νέλ­θουν. Πολ­λὰ τὰ ἀ­πέ­δω­σε ὁ ἴ­διος ἐ­νό­σω ζοῦ­σε: ἀ­γά­πη, σο­φί­α, ἐ­μορ­φιά. Αὐ­τὰ ποὺ μέ­νουν ἂς τὰ ζη­τή­σει ὁ τό­πος του καὶ θὰ τὰ λά­βει πάν­τα, μὲ κά­ποι­ο τρό­πο. Κι ἂν ὅ­μως τοῦ­το πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ, ἄς μὴ ξε­χνοῦ­με πὼς ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ χρέ­ος τὸ με­γά­λο ποὺ θὰ ἔ­χου­με πάν­τως πρὸς τὴν μνή­μη του, θὰ προ­στε­θεῖ κ’ ἕ­να χρέ­ος, ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρο, ἡ ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση τῶν κα­τα­λοί­πων του.

[«Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­νης», Νέ­α Ἑ­στί­α, ἀρ. 437-438, 01-15.09.1945, σέλ. 795]

♠ ♠ ♠

Ὁ Βα­σί­λει­ος Λα­ούρ­δας γιὰ τὸ ἦ­θος τοῦ Γιά­ννη Βλα­χο­γιά­ννη:

ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ τοῦ Γιά­ννη Βλα­χο­γιά­ννη ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ ἔχα­σε μί­αν ἀ­πὸ τὶς ἐ­λά­χι­στες ἐ­κεῖ­νες μορ­φὲς ποὺ μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τους καὶ μὲ τὸ ἔρ­γο τους εἶ­χαν τὴ δύ­να­μη νὰ τὴν δι­και­ώ­νουν καὶ νὰ τὴ σώ­ζουν. Ὁ Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης ἦ­ταν καὶ αὐ­τός, ὅ­πως οἱ λι­γο­στοὶ ἄλ­λοι συ­νο­δοι­πό­ροι του, μιὰ στε­ρε­ὴ καὶ βα­θι­ορ­ρι­ζω­μέ­νη δρῦς ἀ­νά­με­σά σὲ πλῆ­θος γρα­φιά­δες καὶ ἀ­χυ­ρο­γρά­φους. Ὁ Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἐ­λά­χι­στους ἄν­δρες στὴν πνευ­μα­τι­κή μας ζω­ή.

       Τὴ στιγ­μὴ τού­τη πά­νω ἀ­πὸ τὰ εἰ­δι­κώ­τε­ρα ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἐ­πι­τεύγ­μα­τά του, πά­νω ἀ­πὸ τὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ του κεί­με­να καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ εὐ­ρή­μα­τά του, ἐ­κεῖ­νο ποὺ μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ὁ Νό­μος τῆς ζω­ῆς του. Πό­σοι ἄλ­λοι εἶ­ναι ποὺ νὰ ἔ­χουν νὰ πα­ρου­σιά­σουν πά­νω καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ τὶς ἐ­πει­σο­δια­κές τους κα­θη­με­ρι­νὲς ἐμ­φα­νί­σεις ἕ­ναν Νό­μο ζω­ῆς ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ θε­με­λι­ώ­νει ψυ­χὲς καὶ νὰ στε­ρι­ώ­νει Ἔ­θνη; Ὁ Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης εἶ­χε. Καὶ σὲ τοῦ­το εἶ­ναι πρῶ­τα-πρῶ­τα ἡ με­γά­λη ἀ­ξί­α του μέ­σα στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ μιᾶς χώ­ρας ποὺ κα­τέ­βα­σε τὴ γλώσ­σα σὲ φλυ­α­ρί­α, τὴ λο­γο­τε­χνί­α σὲ ναρ­κι­σι­σμό, τὴν ἐ­πι­στή­μη σὲ κα­ρι­έ­ρα καὶ τὸ πνεῦ­μα σὲ μι­κρο­πο­λι­τι­κή.

       Ὁ Νό­μος τῆς ζω­ῆς τοῦ Γιά­ννη Βλα­χο­γιά­ννη εἶ­ναι ἁ­πλὸς καὶ κα­θα­ρός, σὰν κά­θε γνή­σιο Νό­μο. «Μεῖ­νε στὴν καρ­διὰ τοῦ λα­οῦ σου.» Τὴ φρά­ση τού­τη τὴν εἶ­παν, τὴ λέ­νε κα­θε­μέ­ρα καὶ θὰ τὴν λέ­νε ἀ­δι­ά­κο­πα πολ­λοί. Κα­νέ­νας ὅ­μως ὣς τώ­ρα, χώ­ρια ἀ­πὸ τὸν Σο­λω­μὸ καὶ τὰ πνευ­μα­τι­κά του τέ­χνα, δὲν τὴν ἔ­κα­νε πρά­ξη του, ὅ­πως ὁ Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­ννης.

[«Ὁ Γιά­ννης Βλα­χο­γιά­νης», Φι­λο­λο­γι­κὰ Χρο­νι­κά, ἀρ. 32, 01.09.1945, σελ. 319]

♠ ♠ ♠

Ὁ Ἄλ­κης Ἀγ­γέ­λου γιὰ τὴν

Ἱ­στο­ρι­κὴ Ἀν­θο­λο­γί­α τοῦ Γιά­ννη Βλα­χο­γι­ν­νη:

ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ λοι­πὸν γί­νε­ται τώ­ρα μᾶλ­λον αὐ­το­νό­η­το, προ­κει­μέ­νου γιὰ τὸν Βλα­χο­γιά­ννη. Τὰ σπου­δαῖ­α ἔρ­γα, οἱ σπου­δαῖ­οι ἄν­θρω­ποι δὲν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη καὶ ἀ­πὸ σπου­δαῖ­α λό­για γιὰ νὰ ἀ­να­δει­χθοῦν. Ἀν­τι­θέ­τως, ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται κα­λύ­τε­ρα, γί­νον­ται φυ­σι­κό­τε­ροι, εὐ­κο­λο­πλη­σί­α­στοι, καὶ φυ­σι­κὰ ἀν­θρω­πι­νό­τε­ροι, ὅ­ταν τοὺς κα­τε­βά­σου­με ἀ­πὸ τὰ βά­θρα στὰ ὁ­ποῖ­α συ­νή­θι­ζε νὰ τοὺς στή­νει ἡ ἐ­πο­χή, καὶ τοὺς βά­λου­με νὰ περ­πα­τή­σουν χω­ρὶς δε­κα­νί­κια, ἀ­πὸ μό­νοι τους, μέ­σα στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τοῦ κοι­νοῦ θνη­τοῦ, μὲ τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες τους καὶ μὲ τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τά τους. Αὐ­τὴ ὅ­μως ἡ προ­σγεί­ω­ση, πο­λὺ δύ­σκο­λη γιὰ μιὰ ἐ­πο­χὴ ἀ­πε­ρί­γρα­πτης καὶ ἀ­φάν­τα­στης ρη­το­ρεί­ας, μό­νο μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ «ποι­η­τῆ» εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ γί­νει. Καὶ ἔ­γι­νε μὲ τὸ συ­νο­λι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Βλα­χο­γιά­ννη, τό­σο τὸ κα­θα­ρὰ ἱ­στο­ρι­κό, ὅ­σο καὶ τὸ κα­θα­ρὰ λο­γο­τε­χνι­κό. Ἐ­δῶ ἡ Ἱ­στο­ρι­κὴ Ἀν­θο­λο­γί­α βρί­σκει ἀ­πο­λύ­τως τὴν δι­καί­ω­σή της.

[«Ἡ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ Βλα­χο­γιά­ννη. Μιὰ νό­μι­μη ‘αὐ­θαι­ρε­σί­α’», στὸ Γιάν­νης Βλα­χο­γιά­ννης, Ἱ­στο­ρι­κὴ Ἀν­θο­λο­γί­α, Ἐ­πι­μέ­λεια Ἄλ­κης Ἀγ­γέ­λου, Βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο τῆς «Ἑ­στί­ας», Ἀ­να­τύ­πω­ση 01.2010 (Α’ ἔκ­δο­ση 2000), σελ. 78.]

Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου – Γιά­ννης Πα­τί­λης: Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16. Ἅλ­μα Τρι­πλοῦν.


[Κυ­κλο­φό­ρη­σε στὶς ἀρ­χὲς Ἰ­ου­λί­ου 2017 ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης ὁ τρί­τος τό­μος τῆς ἐ­τή­σιας ἀν­θο­λο­γί­ας μας ἀ­πὸ τὴν ὕ­λη τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μὲ τί­τλο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16. 56 Μι­κρὰ Δι­η­γή­μα­τα (σελ. 288, μὲ ἐξὠφυλλο τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου). Μπο­ρεῖ­τε νὰ τὸν ἀ­να­ζη­τή­σε­τε στὰ κεν­τρι­κὰ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­α κα­θὼς καὶ ἀ­πὸ τὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο τῶν ἐκ­δό­σε­ων Γα­βρι­η­λί­δης (Ἁ­γί­ας Εἰ­ρή­νης 17, Μο­να­στη­ρά­κι) (δεῖ­τε καὶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φὴ 26-11-2017, ὅπου καὶ κατάλογος ἀνθολογουμένων). Ἐ­δῶ, πρὸς ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν μας, ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­ου­με τὸ «Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα» τῶν ἀν­θο­λό­γων:]


Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου – Γιά­ννης Πα­τί­λης


Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16

Ἅλ­μα Τρι­πλοῦν

 

Ε ΤΟΝ ΑΝΑ ΧΕΙΡΑΣ ΤΟΜΟ συμ­πλη­ρώ­νον­ται τρί­α χρό­νια δια­ρκοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι στὸν ἔν­τυ­πο χῶ­ρο. Πα­ρό­λη τὴ δύ­σκο­λη οἰ­κο­νο­μι­κὴ συγ­κυ­ρί­α τοῦ πα­ρόν­τος, ποὺ πλήτ­τει ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸ βι­βλί­ο, οἱ ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης καὶ ὁ φί­λος Σά­μης στή­ρι­ξαν τὸ ἐγ­χεί­ρη­μά μας γιὰ τρί­τη χρο­νιά, δεί­χνον­τας ἔ­τσι πὼς ὁ κό­σμος τοῦ χαρ­τιοῦ καὶ ὁ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸς τοῦ Δι­α­δι­κτύ­ου μπο­ροῦν συ­νερ­γα­ζό­με­νοι νὰ συμ­βι­ώ­νουν – ἀ­κό­μη!


Ἀ­πὸ τὶς 168 ἐ­πι­λεγ­μέ­νες ἀ­ναρ­τή­σεις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στὴ χρο­νιὰ ποὺ μᾶς πέ­ρα­σε, ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 2015 ἕ­ως τὰ τέ­λη τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου 2016, ξε­δι­α­λέ­ξα­με πε­ραι­τέ­ρω τὰ 56 μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα (ἀ­πὸ 53 συγ­γρα­φεῖς Ἕλ­λη­νες καὶ ξέ­νους) ποὺ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἐ­δῶ. Ἀ­πὸ τὰ πε­ζὰ αὐ­τὰ τὰ 35 εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κά (14 δη­μο­σι­εύ­θη­καν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα μας), ἐ­νῶ τὰ ξε­νό­γλωσ­σα 21 προ­ερ­χό­με­να ἀ­πὸ 6 γλῶσ­σες: 10 ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κά, ἀ­πὸ 3 ἀγ­γλι­κὰ καὶ ρω­σι­κά, ἀ­πὸ 2 ἰ­τα­λι­κὰ καὶ κα­τα­λα­νι­κὰ καὶ 1 ἀ­πὸ τὰ ἑ­βρα­ϊ­κά. Ὁ πο­λυ­ε­θνι­κὸς πο­λι­τι­σμι­κὸς χα­ρα­κτή­ρας τους συν­δυ­α­ζό­με­νος μὲ τὴν με­γά­λη ποι­κι­λί­α τοῦ ὕ­φους καὶ τὴν πλού­σια θε­μα­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γεῖ γιὰ μιὰ ἀ­κό­μη φο­ρὰ ἕ­να πο­λύ­χρω­μο λο­γο­τε­χνι­κὸ ψη­φι­δω­τὸ ποὺ κα­το­πτρί­ζει τὴν ἀ­στεί­ρευ­τη τρο­πι­κό­τη­τα τοῦ νέ­ου εἴ­δους: τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος.

       Τὴν ἀν­θο­λο­γι­κὴ συ­να­γω­γὴ τῶν πε­ζο­γρα­φη­μά­των κλεί­νει τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο μας δο­κι­μια­κὸ ἐ­πί­με­τρο μὲ τὰ θε­ω­ρη­τι­κὰ κεί­με­να, μαρ­τυ­ρί­α τοῦ δια­ρκοῦς προ­βλη­μα­τι­σμοῦ τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας γιὰ τὸ φαι­νό­με­νο τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας.

 


Πη­γή: Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου – Γιά­ννης Πα­τί­λης, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16. 56 Μι­κρὰ Δι­η­γή­μα­τα. Μιὰ Ἀν­θο­λο­γί­α (ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2016, σελ. 288), «Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα», σσ. 7-10.

­ρὼ Νι­κο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Δη­μο­σί­ευ­σε τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο της: Ἀ­σφα­λὴς πό­λη (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2015). Συν­δι­ευ­θύ­νει τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὸν πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο.

Γιά­ννης Πα­τί­λης (Ἀ­θή­να, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴν δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση (1970-2010). Δη­μο­σί­ευ­σε ἕν­τε­κα συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των του, κα­θὼς καὶ δο­κί­μια, κρι­τι­κὲς καὶ φι­λο­λο­γι­κὲς με­λέ­τες. Ἐ­ξέ­δω­σε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον (1986-2012) καὶ δι­α­τη­ρεῖ τὶς ἐκ­δό­σεις του. Τὸ 2010 ἵ­δρυ­σε τὴν δι­α­δι­κτυα­κὴ ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι τὴν ὁ­ποί­α συν­δι­ευ­θύ­νει ἔ­κτο­τε μὲ τὴν πε­ζο­γρά­φο Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου.



		

	

Νάνσυ Ἀγγελῆ: Θανατόριο



Νάνσυ Ἀγγελῆ


Θανατόριο


ΕΝ ΑΡΧΗι ἦν ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α.

       Δὲν ξέ­ρω κὰν ποιό εἶ­ναι τὸ σω­στὸ ὄ­νο­μα γι’ αὐ­τὰ τὰ μέ­ρη στὰ ὁ­ποῖ­α οἱ ἄν­θρω­ποι τῶν με­γά­λων πό­λε­ων συγ­κεν­τρώ­νον­ται γιὰ νὰ κλά­ψουν, γιὰ νὰ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σουν αὐ­τὸν ποὺ φεύ­γει. Δὲν ξέ­ρω κὰν ἂν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει ἕ­να σω­στὸ ὄ­νο­μα γιὰ τὰ μέ­ρη αὐ­τὰ ἢ ἂν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χουν τὰ μέ­ρη αὐ­τά, ἐ­κτὸς ἂν πρό­κει­ται γιὰ τὴν αὐ­λὴ ἑ­νὸς σπι­τιοῦ ἢ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ ἑ­νὸς σπι­τιοῦ, αὐ­τοῦ τοῦ σπι­τιοῦ μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­ζη­σε, ὅ­σο ἦ­ταν ζων­τα­νός, ὁ νε­κρὸς καὶ μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ συ­νε­χί­σουν νὰ ζοῦν αὐ­τοὶ ποὺ θὰ συ­νε­χί­ζουν νὰ θυ­μοῦν­ται αὐ­τὸν ποὺ ἔ­φυ­γε, τὸ κρε­βά­τι πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο κοι­μό­ταν, οἱ κουρ­τί­νες ποὺ ἀ­νοί­γον­ταν κά­θε πρω­ί, ἡ κού­πα τοῦ κα­φέ, ἡ ἐ­ξώ­πορ­τα ποὺ τρί­ζει.

       Τί­πο­τα ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ὑ­πάρ­χει μέ­σα στὰ μον­τέρ­να, δυ­τι­κὰ νε­κρο­το­μεῖ­α. «Νε­κρο­το­μεῖ­ο» εἶ­ναι ἄλ­λο ἕ­να πι­θα­νὸ ὄ­νο­μα γι’ αὐ­τὰ τὰ μέ­ρη, ἂν καὶ μᾶλ­λον ὄ­χι ἀρ­κε­τὸ ἢ ἀρ­κε­τὰ σω­στό. Δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α τὸ ὄ­νο­μα, ὅ­μως, οὔ­τε ἡ με­τά­φρα­σή του, ση­μα­σί­α ἔ­χει ἡ αἴ­σθη­ση κι ἄλ­λω­στε δὲν παύ­ει νὰ εἶ­ναι «θά­να­τος» τὸ ὄ­νο­μα σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, σὲ κά­θε γλώσ­σα κι ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ σκέ­ψεις μοῦ ἦρ­θαν στὸ μυα­λὸ μέ­σα στὸ αὐ­το­κί­νη­το κα­θὼς δι­α­σχί­ζα­με τὴν Λε­ω­φό­ρο τῆς Νί­κης, «Ἀ­βε­νί­δα ντὲ λὰ Βι­κτώ­ρια». Ἐ­σὺ καὶ γὼ μέ­σα στὸ αὐ­το­κί­νη­το, τὸ ρά­διο ἀ­νοι­χτό, τὰ πα­ρά­θυ­ρα ἐ­πί­σης, τὸ μό­νο σχε­τι­κὸ μὲ τὸ θά­να­το ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἦ­ταν ἡ ζέ­στη, μιὰ ζέ­στη τοῦ θα­να­τᾶ ποὺ ἔ­κο­βε τὴν ἀ­νά­σα. Κι ἔ­τσι ὅ­πως γλι­στροῦ­σε τὸ αὐ­το­κί­νη­το πά­νω στὴν καυ­τὴ ἄ­σφαλ­το, νο­μί­ζω μᾶς ἔ­πι­α­σε κά­ποι­ο φά­να­ρι, εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτο, πάν­τα ὑ­πάρ­χουν φα­νά­ρια στὶς λε­ω­φό­ρους, πάν­τα κά­τι σοῦ κό­βει τὴ φό­ρα, καὶ τό­τε τὸ βλέμ­μα μου ἀ­νυ­ψώ­θη­κε, ἔ­πε­σε πά­νω στὴν δι­α­φη­μι­στι­κὴ ἐ­πι­γρα­φή, κόκ­κι­να γράμ­μα­τα γραμ­μέ­να μὲ χον­τρὸ πι­νέ­λο πά­νω στὸν γυ­μνὸ τοῖ­χο ἑ­νὸς ἐγ­κα­τα­λε­λει­μέ­νου βι­ο­μη­χα­νι­κοῦ κτη­ρί­ου. Ἔ­λε­γε: «Ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νοι ἀ­π’ τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ ἡ ἀ­σφα­λι­στι­κή σας ἑ­ται­ρί­α δὲν σᾶς ἄ­φη­σε νὰ ἐ­πι­λέ­ξε­τε τὸ θα­να­τό­ριο τῆς ἀ­ρε­σκεί­ας σας;». Ὑ­πάρ­χουν θα­να­τό­ρια γιὰ ὅ­λα τὰ γοῦ­στα μοῦ λὲς κι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι κά­ποι­ο δυ­στο­πι­κὸ μέλ­λον, μὰ τὸ πα­ρόν. Ὑ­πάρ­χουν «θα­να­τό­ρια ἀ­ρε­σκεί­ας» καὶ «θα­να­τό­ρια μὴ ἀ­ρε­σκεί­ας» κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ ὑ­πάρ­χουν ἀ­σφα­λι­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες γιὰ ὅ­λα τὰ βα­λάν­τια καὶ γοῦ­στα, ἢ νε­κροὶ κά­θε τύ­που, ποι­ό­τη­τος, χρώ­μα­τος. Ὅ­λα μπο­ροῦν νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἀν­τι­κεί­με­νο ἐ­πι­λο­γῆς καὶ κα­τὰ συ­νέ­πεια δι­α­φη­μι­στι­κῆς καμ­πά­νιας σ’ αὐ­τὸ τὸ πα­ρὸν ποὺ μοιά­ζει μὲ δυ­στο­πι­κὸ μέλ­λον, πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς πὼς δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ πα­ρόν. Ὑ­πάρ­χει δη­λα­δή, σκέ­φτο­μαι, μιὰ ἀ­πό­λυ­τα μὴ δι­α­πραγ­μα­τεύ­σι­μη πλευ­ρὰ τοῦ θα­νά­του, ἡ ἀ­πώ­λεια κα­θαυ­τή, κι ὑ­πάρ­χουν τό­σες ἄλ­λες πλευ­ρὲς τοῦ θα­νά­του ἀ­πό­λυ­τα δι­α­πραγ­μα­τεύ­σι­μες ἐ­δῶ, τώ­ρα, σ’ ὅ­λες τὶς σύγ­χρο­νες δυ­τι­κὲς κοι­νω­νί­ες καὶ ἡ ἐ­πι­λο­γὴ θα­να­το­ρί­ου εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ ἀ­π’ αὐ­τές. Κά­θε θα­να­τό­ριο ἔ­χει τὸν δι­κό του κα­τά­λο­γο ὑ­πη­ρε­σι­ῶν καὶ τι­μῶν ἀ­κό­μα καὶ τὴν δι­κή του ἱ­στο­σε­λί­δα στὴν ὁ­ποί­α, ἂν πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να κα­λὰ ὀρ­γα­νω­μέ­νο θα­να­τό­ριο, θὰ ἀ­να­φέ­ρον­ται ἀ­κό­μα καὶ τὰ τε­τρα­γω­νι­κὰ μέ­τρα, τὸ συ­νο­λι­κὸ ἐμ­βα­δὸν τοῦ κτη­ρί­ου καὶ ἄλ­λες τέ­τοι­ες λε­πτο­μέ­ρει­ες ποὺ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὲς μιὰ τέ­τοι­α στιγ­μή. Τὰ θα­να­τό­ρια «Ἀ­φοὶ Σουά­ρεθ», γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἔ­χουν ἐ­θνι­κὴ κά­λυ­ψη ἐ­νῶ προ­σφέ­ρουν καὶ κέ­τε­ρινγκ, τὸ ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­λαμ­βά­νει με­νοὺ γιὰ χορ­το­φά­γους, γιὰ ἄ­το­μα μὲ ἀλ­λερ­γί­α στὴ λα­κτό­ζη καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Ἡ μου­σι­κὴ εἶ­ναι ἐ­πί­σης μιὰ ἀ­πὸ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες και­νο­το­μί­ες στὸν το­μέ­α αὐ­τό: μου­σι­κὴ δω­μα­τί­ου, κλα­σι­κὴ μου­σι­κὴ ἢ κά­τι τέ­τοι­ο, ἕ­να εἶ­δος χα­λα­ρω­τι­κῆς μου­σι­κῆς ποὺ θὰ ἠ­ρε­μεῖ τὴν ψυ­χὴ καὶ τὸ πνεῦ­μα, με­λω­δί­ες κα­τάλ­λη­λες γιὰ νὰ προ­κα­λέ­σουν ἢ νὰ συ­νο­δεύ­σουν δά­κρυ­α… Κι εἶ­ναι κι ἄλ­λα τό­σα πράγ­μα­τα ποὺ τώ­ρα δὲν σκέ­φτε­ται κα­νεὶς μὰ εἶ­ναι χρή­σι­μα στὴν ὀρ­γά­νω­ση ἑ­νὸς θρή­νου, ἑ­νὸς εὐ­πα­ρου­σί­α­στου τε­λευ­ταί­ου ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμοῦ, ὅ­πως ὁ στο­λι­σμὸς τοῦ νε­κροῦ, τὰ λου­λού­δια, ὁ χῶ­ρος ὑ­πο­δο­χῆς, ὁ κλι­μα­τι­σμός, τὸ ἀ­να­μνη­στι­κὸ λεύ­κω­μα μὲ τὶς ὑ­πο­γρα­φὲς τῶν πα­ρόν­των ποὺ το­πο­θε­τεῖ­ται συ­νή­θως στὴν εἴ­σο­δο, τό­σα ἄλ­λα πράγ­μα­τα ποὺ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ δύ­σκο­λο νὰ σκε­φτεῖ κα­νεὶς ἂν δὲν βρε­θεῖ στὴν δυ­σά­ρε­στη θέ­ση νὰ βι­ώ­σει μιὰ τέ­τοι­α δύ­σκο­λη στιγ­μὴ ἤ, ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, ὄν­τας ἐν τῷ μέ­σῳ μιᾶς τέ­τοι­ας δύ­σκο­λης στιγ­μῆς. Τὰ θα­να­τό­ρια, ὅ­μοια μὲ τὶς σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες, ἔ­χουν προ­βλέ­ψει γιὰ ὅ­λα, για­τὶ δὲν ξέ­ρω ἂν τὸ ἔ­χει κα­νεὶς συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ὅ­τι οἱ νε­κροὶ πλη­θαί­νουν, τὰ σπί­τια με­τα­τρέ­πον­ται σὲ δι­α­με­ρί­σμα­τα, οἱ αὐ­λὲς σὲ φεγ­γί­τες, οἱ ζων­τα­νοὶ σὲ ζόμ­πι ποὺ παίρ­νουν τὸν ἠ­λε­κτρι­κὸ κά­θε πρω­ὶ κι ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­φουν σπί­τι τους εἶ­ναι πο­λὺ κου­ρα­σμέ­νοι γιὰ νὰ ξε­νυ­χτή­σουν ἀ­κού­γον­τας τὸν θρῆ­νο τοῦ γεί­το­να, οὔ­τε κὰν ξέ­ρουν ποι­ός εἶ­ναι ὁ γεί­το­νας, πό­σο μᾶλ­λον ὁ νε­κρὸς τοῦ γεί­το­να, κι ἄλ­λω­στε, γι’ αὐ­τὸ ὑ­πάρ­χουν τὰ θα­να­τό­ρια, αὐ­τὰ τὰ τε­τρά­γω­να λευ­κὰ κου­τιὰ στὴν πε­ρι­φέ­ρεια τῶν με­γα­λου­πό­λε­ων, γιὰ νὰ γί­νε­ται ὁ θρῆ­νος ἀ­θό­ρυ­βα, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ τὸ κά­νει θέ­μα κα­νείς, ἄν­θρω­ποι πε­θαί­νουν κά­θε μέ­ρα. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὑ­πάρ­χει ἔλ­λει­ψη χώ­ρου, παι­διὰ ποὺ κοι­μοῦν­ται, ἐ­νή­λι­κες ποὺ πά­σχουν ἀ­πὸ ἀ­ϋ­πνί­α, ἐρ­γα­ζό­με­νοι μὲ σπα­σμέ­να νεῦ­ρα, ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος κό­σμος, μιὰ ἀ­πό­λυ­τα ὀρ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­μα­τή­σει μό­νο καὶ μό­νο για­τί κά­ποι­ος θέ­λει νὰ κλά­ψει.



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Νάνσυ Ἀγγελῆ  (Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἀν­τί­στρο­φα. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Κέν­τρο Βυ­ζαν­τι­νῶν, Κυ­πρια­κῶν καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν Σπου­δῶν τῆς Γρα­νά­δα κα­θὼς καὶ μὲ τὸ Δι­ε­θνὲς Ἰν­στι­τοῦ­το Με­τά­φρα­σης, I­n­s­t­i­t­ut V­i­r­t­u­al I­n­t­e­r­n­a­c­i­o­n­al de T­r­a­d­u­c­c­io, τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Ἀ­λι­κάν­τε. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἰ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/


 

Χαί­ρε­σαι νά… πε­θαί­νεις!

(μι­κρὸ ἐ­πι­λο­γι­κὸ σχό­λιο τοῦ ἐκ­δό­τη)

Γιὰ τὶς ἄ­ψο­γες καὶ ἀ­ση­πτι­κὲς δι­α­βα­τή­ρι­ες τε­λε­τουρ­γί­ες ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς κη­δεί­ας στὸν δυ­τι­κὸ ‘πο­λι­τι­σμέ­νο’ κό­σμο μᾶς εἶ­χε προ­ϊ­δε­ά­σει τὸ σαρ­κα­στι­κὸ δι­ή­γη­μα «Ὑστεροφημία» τοῦ Κα­τα­λα­νοῦ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ποὺ εἴ­χα­με ἀ­ναρ­τή­σει πρὸ δι­ε­τί­ας στὸ ἱ­στο­λό­γιό μας. Μὲ τὸ πρω­το­δη­μο­σι­ευ­ό­με­νο πα­ρα­πά­νω πε­ζὸ τῆς συ­νερ­γά­τι­δός μας Νάν­συς Ἀγ­γε­λῆ, τὸ ἴ­διο θέ­μα προ­σεγ­γί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν ἥ­ρε­μο με­λαγ­χο­λι­κὸ στο­χα­σμὸ πά­νω σὲ μιὰ κοι­νω­νί­α ποὺ θέ­λει νὰ ‘ἐ­ξη­με­ρώ­σει’ τὸν θρῆ­νο ‘στε­γνώ­νον­τά­ς’ τον ἀ­πὸ κά­θε με­τα­φυ­σι­κὸ ρί­γος μὲ τὴν ἔν­τα­ξή του σ’ ἕ­να ὑ­ψη­λὸ ἐ­μπο­ρι­κὸ τε­χνο­λο­γι­κὸ πρό­γραμ­μα ὅ­που ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή, δι­α­κό­σμη­ση, μου­σι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον κά­νουν τὸν θά­να­το ἕ­να κερ­δο­φό­ρο κο­σμι­κὸ γε­γο­νός… Τέ­τοι­ες ὑ­ψη­λὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες δι­α­φη­μί­ζον­ται πιὰ ἀ­πὸ τὸ δί­κτυ­ο,  ὅ­πως τῆς ἐπιχείρησης Los Jardines στὴν πό­λη Λε­ὸν στὴ βό­ρει­ο Ἱ­σπα­νί­α. Γιὰ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α τῶν χώ­ρων αὐ­τῶν ἡ ἰ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα προ­σφεύ­γει στὴν ἑλ­λη­νό­πλα­στη ἰ­σπα­νι­κὴ λέ­ξη «Tanatorio», ἢ «θα­να­τό­ριο» ὅ­πως θὰ τὴν με­τα­φέ­ρα­με στὰ νε­ο­ελ­λη­νι­κά, ἀλ­λὰ χω­ρὶς τοὺς ἄ­με­σους μα­κά­βριους συ­νειρ­μοὺς ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ στὸν ἑ­λλη­νό­γλωσ­σο ἡ λέ­ξη «θά­να­τος», μιὰ καὶ γι΄ αὐ­τὸν στὰ ἰ­σπα­νι­κὰ ὑ­πάρ­χει ἡ κα­θη­με­ρινὴ λέ­ξη «muerte». Εἶ­ναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ σί­γου­ρο ὅ­τι ἡ κα­θο­λι­κὴ Ἰ­σπα­νί­α τῆς ἐ­φι­αλ­τι­κῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξέ­τα­σης ἀ­νή­κει ἀ­με­τά­κλη­τα στὸ πα­ρελ­θόν!  Ὁ θά­να­τος τοῦ ἀν­θρώ­που —ὅ­πως ἀ­ξί­ζει σ’ ἔ­ναν ‘πο­λι­τι­σμέ­νο’ ἀποϊεροποιημένο κό­σμο— δὲν ἔ­χει πιὰ τί­πο­τα τὸ τρο­μα­κτι­κό…

            Ἤ­δη ὁ ὑ­πο­ψι­α­σμέ­νος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου δι­αι­σθα­νό­με­νος τὸν δυ­στο­πι­κὸ ἐ­φιά­λτη τοῦ σύγ­χρο­νου τε­χνο­κα­πι­τα­λι­σμοῦ δὲν πα­ρα­λεί­πει νὰ τὸν σχο­λιά­ζει μὲ δρα­στι­κὸ τρό­πο, ὅ­πως ὁ Βρετ­τα­νὸς Mark Wallinger μὲ τὴν βίν­τε­ο ἐγ­κα­τά­στα­σή του Δρα­σκε­λών­τας τὸ Κα­τώ­φλι τῆς Βα­σι­λεί­ας (Threshold to the Kingdom), ἔρ­γο τοῦ 2000, ποὺ εἴ­χα­με τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ δοῦ­με καὶ στὴν Ἀ­θή­να τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2017 στὴν ἔκ­θε­ση Ἡ Ὑ­πέρ­βα­ση τῆς Ἀ­βύσ­σου στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἡ με­τά­βα­ση στὸν ἄλ­λο κό­σμο κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «International Arrivals» (!), πα­ρω­δεῖ­ται στὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ ὡς ‘πο­λι­τι­σμέ­νη’ κα­θη­συ­χα­στι­κὴ ἄ­φι­ξη τῶν τε­θνε­ώ­των σὲ ἀ­σφα­λῆ δι­ε­θνῆ ἀ­ε­ρο­λι­μέ­να, κά­τω ἀ­πὸ τοὺς ἤ­χους τοῦ Miserere mei, Deus τοῦ ἀ­να­γεν­νη­σια­κοῦ συν­θέ­τη Gregorio Allegri (1582-1652), ποὺ ψάλ­λε­ται κα­τὰ τὴν Ἑ­βδο­μά­δα τῶν Πα­θῶν στὴν Κα­πέ­λα Σιξ­τί­να (παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βίντεο):

       Δι­α­βά­ζον­τας τὴν κα­τα­λη­κτή­ρια πε­ρί­ο­δο τοῦ ση­με­ρι­νοῦ πε­ζο­γρα­φή­μα­τος, «μιὰ ἀ­πό­λυ­τα ὀρ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­μα­τή­σει μό­νο καὶ μό­νο για­τί κά­ποι­ος θέ­λει νὰ κλά­ψει», ἀ­να­κα­λῶ στὴ μνή­μη μου τὴν φρά­ση τοῦ Πεν­τζί­κη «πρὸ τοῦ τά­φου τοῦ προ­σφι­λοῦς, μά­ται­ος εἶ­ναι ὁ θρῆ­νος, δί­χως τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ ἱ­ε­ρέ­α» καὶ κα­τα­λα­βαί­νω βα­θιὰ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Κύπριου συγγραφέα Σάβ­βα Παύ­λου νὰ μπεῖ τὸ σκή­νω­μα του στὸ χῶ­μα δί­χως ἐ­πι­κή­δει­ους λό­γους καὶ ἄλ­λες κο­σμι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις πέν­θους μὲ μο­να­δι­κὸ κοι­νω­νι­κὸ ἔν­δυ­μά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ σημαία, τὴν νε­κρώ­σι­μη ἐ­ξό­διο ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας…

Γιάννης Πατίλης



		

	

Γ. Παλαβός, Κ. Παλαιολόγος, Γ. Πατίλης: Ὁ Δὸν Κιχώτης σὲ (λιγότερες ἀπὸ) 150 λέξεις


Palabos-Palaiologos-Patilis-AfieromaCervantes-Eisagogi-Eikona-01


Γ. Παλαβός, Κ. Παλαιολόγος, Γ. Πατίλης

 

Δὸν Κι­χώ­της σὲ (λι­γό­τε­ρες ἀ­πὸ) 150 λέ­ξεις

12+1 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα

ἐμ­πνευ­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Θερ­βάν­τες

καὶ μιὰ εἰ­σα­γω­γή


02-TaphΟ 1615, Ο ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ ΣΑΑΒΕΔΡΑ κυ­κλο­φο­ροῦ­σε τὸ El in­ge­ni­o­so ca­bal­le­ro don Qui­jo­te de la Man­cha, τὸ δεύ­τε­ρο τό­μο, δη­λα­δή, ἑ­νὸς ἀ­πὸ τὰ ση­μαν­τι­κό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα τοῦ Δυ­τι­κοῦ Κό­σμου. Ἕ­να χρό­νο ἀρ­γό­τε­ρα, τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 1616, ὁ Ἰ­σπα­νὸς ἄ­φη­νε τὴν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή· τὴν ἴ­δια μέ­ρα, σύμ­φω­να μὲ τὸν (ψευ­δῆ) θρύ­λο, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πε­βί­ω­σε καὶ ὁ ἄλ­λος κο­ρυ­φαῖ­ος συγ­γρα­φέ­ας τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κα­νό­να, ὁ Γου­ί­λιαμ Σέξ­πιρ. Τί ση­μα­σί­α ἔ­χει ἂν ὁ πρῶ­τος πέ­θα­νε στὶς 22 Ἀ­πρι­λί­ου καὶ ὁ δεύ­τε­ρος, μᾶλ­λον, στὶς 3 Μα­ΐ­ου, ἡ ἰ­σπα­νι­κὴ ἐκ­δο­τι­κὴ βι­ο­μη­χα­νί­α ἔ­χει κα­θι­ε­ρώ­σει τὴν 23η Ἀ­πρι­λί­ου, ὑ­πο­τι­θέ­με­νη ἡ­μέ­ρα θα­νά­του καὶ τῶν δύ­ο, ὡς Ἡ­μέ­ρα τοῦ Βι­βλί­ου καὶ δη­μό­σιας ἀ­νά­γνω­σης ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη σὲ δι­ά­φο­ρες πό­λεις (καὶ ἐ­κτὸς Ἰ­σπα­νί­ας) ἀ­πὸ ἐ­θε­λον­τὲς ἀ­να­γνῶ­στες. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸς ἕ­νας τρό­πος νὰ ἔρ­χε­ται κά­θε χρό­νο στὸ προ­σκή­νιο ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας πού, ὡ­στό­σο, δὲν ἔ­χει ξε­χα­στεῖ πο­τὲ για­τὶ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα τὸ δί­δυ­μο ποὺ ἔ­πλα­σε —Δὸν Κι­χό­τε καὶ Σάν­τσο Πάν­θα (Σάν­τσο ὁ Κοι­λα­ράς)— πα­ρα­μέ­νει παγ­κό­σμιο ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς (γιὰ ἀ­να­γνῶ­στες καὶ μή) τό­σο λό­γῳ τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς του ἀ­ξί­ας, ὅ­σο για­τὶ τὰ δύ­ο μέ­λη του ὑ­πῆρ­ξαν οἱ πρῶ­τοι «ἥ­ρω­ες» πού, στὴ ρο­ὴ τῆς μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῆς πλο­κῆς, ἐ­ξε­λίσ­σον­ται (συν­δι­α­λε­γό­με­νοι) ὡς χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ ἀλ­λά­ζουν ἰ­δέ­ες καὶ κο­σμο­θε­ω­ρί­α.

       Ἔ­κλει­σαν καὶ κλεί­νουν, λοι­πόν, 400 χρό­νια ἀ­πὸ δύ­ο ση­μαν­τι­κὲς ἐ­πε­τεί­ους καί, ὅ­πως εἶ­ναι ἀ­να­με­νό­με­νο λαμ­βά­νουν χώ­ρα σὲ ὅ­λον τὸν κό­σμο ἐκ­δη­λώ­σεις γιὰ νὰ τι­μή­σουν τὸ ἔρ­γο καὶ τὸν συγ­γρα­φέ­α του, μὲ προ­ε­ξάρ­χου­σα τὴν Ἰ­σπα­νί­α καὶ τὸ συ­νε­πώ­νυ­μο μὲ τὸν δη­μι­ουρ­γὸ τοῦ Δὸν Κι­χό­τε ἰν­στι­τοῦ­το δι­ά­δο­σης τῆς ἰ­σπα­νι­κῆς γλώσ­σας (Instituto Cervantes) τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ορ­γά­νω­σε δύ­ο πρω­τό­τυ­πες ἐκ­θέ­σεις. Ἡ πρώ­τη, ποὺ ἔ­γι­νε τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2015, ἦ­ταν μιὰ ἔκ­θε­ση ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πέ­τι­ε φό­ρο τι­μῆς στοὺς με­τα­φρα­στὲς τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη μὲ τὴν πα­ρου­σί­α­ση 185 ἐκ­δό­σε­ων σὲ 56 γλῶσ­σες. Τὴν ἔκ­θε­ση τὴν ἐγ­και­νί­α­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας Χου­ὰν Γκο­ϊ­τι­σό­λο, βρα­βευ­μέ­νος τὸ 2014 μὲ τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τῶν ἰ­σπα­νι­κῶν γραμ­μά­των ποὺ φέ­ρει καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἐ­πί­θε­το τοῦ Θερ­βάν­τες (Premio Cervantes). Ἡ δεύ­τε­ρη ἔ­λα­βε χώ­ρα τὸ Δε­κέμ­βριο τοῦ 2015 καὶ πε­ρι­λάμ­βα­νε φω­το­γρα­φί­ες τοῦ Νά­βια καὶ κεί­με­να τοῦ πε­ζο­γρά­φου Χού­λιο Γι­α­μα­θά­ρες μὲ ἀ­φορ­μὴ ἕ­να κοι­νό τους ὁ­δοι­πο­ρι­κὸ «στοὺς δρό­μους τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας», στοὺς δρό­μους, δη­λα­δή, τῆς Κα­στίλ­λης ποὺ δι­α­τρέ­χουν στὰ τρί­α τα­ξί­δια τους οἱ ἥ­ρω­ες τοῦ Θερ­βάν­τες.

       Ἀ­να­γνῶ­στες, συγ­γρα­φεῖς, με­τα­φρα­στές, φω­το­γρά­φοι… τι­μοῦν τὸν Θερ­βάν­τες συν­δι­α­λε­γό­με­νοι, ὁ κα­θέ­νας μὲ τὸ δι­κό του τρό­πο, μὲ τὸ ἔρ­γο του. Τὸ ἱ­στο­λό­γιο Πλα­νό­διον–Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ οἱ συ­νερ­γά­τες του, μὲ τὴ συν­δρο­μὴ τοῦ Books’ Journal, ὁρ­μώ­με­νοι ἀ­πὸ τὴν ἰ­δέ­α ὅ­τι ἕ­νας ἐ­πι­πλέ­ον τρό­πος νὰ τι­μή­σεις τὴν ἐ­πέ­τει­ο ἔκ­δο­σης ἑ­νὸς τό­σο ση­μαν­τι­κοῦ ἔρ­γου εἶ­ναι, τὸ δί­χως ἄλ­λο, νὰ τὸ (ξα­να)δι­α­βά­σεις ἀλ­λὰ καὶ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σεις, ἐμ­πνε­ό­με­νος ἀ­πὸ αὐ­τό, κά­λε­σε τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες νὰ στεί­λουν ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα μέ­χρι 150 λέ­ξεις (ἀ­νώ­τα­το ὅ­ριο, τοῦ τί­τλου, ποὺ ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­τι­κός, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου) ἔ­χον­τας ὡς ἔμ­πνευ­ση κά­ποι­ο κε­φά­λαι­ο, πε­ρι­στα­τι­κὸ ἢ ἰ­δέ­α —ἐ­πι­μέ­ρους ἢ γε­νι­κή— τῶν δύ­ο τό­μων τοῦ ἐν λό­γῳ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στό­χος τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου ἦ­ταν νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἕ­νας πραγ­μα­τι­κὸς δι­ά­λο­γος τῶν συγ­γρα­φέ­ων τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν μπον­ζά­ι μὲ τὸ ἔρ­γο τοῦ Θερ­βάν­τες καί, μέ­σῳ αὐ­τοῦ, νὰ πα­ρα­χθοῦν κεί­με­να μι­κρῆς ἔ­κτα­σης ἀλ­λὰ ἀ­ξι­ό­λο­γης δη­μι­ουρ­γι­κῆς πνο­ῆς.

       Το μυ­θι­στό­ρη­μα, ὡς λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος, εἶ­ναι ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σύμ­παν ποὺ φι­λο­δο­ξεῖ νὰ συμ­πε­ρι­λά­βει καὶ νὰ ἐκ­φρά­σει τὰ πάν­τα, ἀ­πὸ τὸ το­πί­ο καὶ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου μέ­χρι τὴν ἰ­δε­ο­λο­γί­α καὶ τὶς μύ­χι­ες σκέ­ψεις τῶν χα­ρα­κτή­ρων του. Ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς ὁ Θερ­βάν­τες, στοὺς δύ­ο τό­μους τοῦ μνη­μει­ώ­δους ἔρ­γου του, μέ­σα ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πέ­τει­ες τῶν δύ­ο ἀν­τι­η­ρώ­ων του, ἀλ­λὰ καὶ πα­ρεμ­βάλ­λον­τας ἱ­στο­ρί­ες ξέ­νες πρὸς τὴν κύ­ρια πλο­κή, συν­θέ­τει τὸ πορ­τρέ­το μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ἐ­πο­χῆς. Στὸ ἀν­τί­θε­το ἄ­κρο τῆς μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῆς «πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό­τη­τας» ἀ­παν­τᾶ­με τὴν ἀ­φαι­ρε­τι­κό­τη­τα τῆς ὑ­περ­βρα­χεί­ας ἀ­φή­γη­σης, τῶν μι­κρο­δι­η­γη­μά­των ἤ, ἀλ­λι­ῶς, ἱ­στο­ρι­ῶν μπον­ζά­ι ποὺ στὴν ἰ­δα­νι­κὴ μορ­φή τους δί­νουν χῶ­ρο μό­νο στὰ ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν ἀ­φή­γη­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας τους καὶ ἀ­φή­νουν τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ φαν­τα­σί­α τοῦ ἀ­να­γνώ­στη: «Ξύ­πνη­σα φρε­σκο­ξυ­ρι­σμέ­νος», γρά­φει ὁ Ἀν­τρὲς Νέ­ου­μαν σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ δι­ά­ση­μα ἰ­σπα­νό­γρα­φα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ τι­τλο­φο­ρεῖ­ται «Μυ­θι­στό­ρη­μα τρό­μου» καὶ μὲ μό­λις τέσ­σε­ρις λέ­ξεις (τοῦ τί­τλου συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου) δη­μι­ουρ­γεῖ κλί­μα ἔν­τα­σης ποὺ θὰ ζή­λευ­αν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ἑ­κα­τον­τά­δων σε­λί­δων. Τὰ κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ αὐ­τοῦ τοῦ λι­λι­πού­τει­ου λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους εἶ­ναι ἡ συν­το­μί­α, ἡ ἀ­φαι­ρε­τι­κό­τη­τα, ἡ ἐ­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα, ἡ δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τα καὶ ἡ ἀ­να­τρο­πή: ὅ,τι πρέ­πει, δη­λα­δή, γιὰ μιὰ «αἱ­ρε­τι­κὴ ἀ­να­μέ­τρη­ση» μὲ τὸν Δὸν Κι­χώ­τη.

       Ὁρ­μώ­με­νοι, λοι­πόν, ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ πρω­το­τύ­που ἢ τῶν με­τα­φρά­σε­ων τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος στὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ (θυ­μί­ζου­με ὅ­τι ὁ Δὸν Κι­χώ­της ὑ­πάρ­χει δι­α­θέ­σι­μος στὸ ἐμ­πό­ριο στὶς με­τα­φρά­σεις Κ. Καρ­θαί­ου καὶ Α. Δη­μη­τρού­κα [ἐκδ. Πα­τά­κης, τό­μοι Α’ καὶ Β’], Ἠ­λί­α Ματ­θαί­ου [ἐκδ. 4π Εἰ­δι­κὲς Ἐκ­δό­σεις Α.Ε., τό­μοι Α’ καὶ Β’] καὶ Με­λί­νας Πα­να­γι­ω­τί­δου [ἐκδ. Βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ον τῆς Ἑ­στί­ας, τό­μος Α’]) οἱ συγ­γρα­φεῖς ἔ­πρε­πε νὰ συγ­γρά­ψουν καὶ νὰ ἀ­πο­στεί­λουν ἐ­πώ­νυ­μα τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά τους με­τα­ξὺ 15 Σε­πτεμ­βρί­ου καὶ 15 Δε­κεμ­βρί­ου 2015 στὴν ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ δι­εύ­θυν­ση τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου. Τὰ κεί­με­να ἔ­πρε­πε ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὰ νὰ συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πὸ ἀ­να­φο­ρὰ στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πό­σπα­σμα ἢ ἰ­δέ­α τοῦ βι­βλί­ου ποὺ ἀ­πε­τέ­λε­σε ἀ­φορ­μὴ γιὰ τὴ συγ­γρα­φὴ τῆς ὑ­περ­βρα­χεί­ας ἱ­στο­ρί­ας. Κά­θε συγ­γρα­φέ­ας ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ λά­βει μέ­ρος στὸ ἐγ­χεί­ρη­μα μὲ ἕ­να μό­νο μι­κρο­δι­ή­γη­μα.

       Λά­βα­με συ­νο­λι­κὰ 129 ἱ­στο­ρί­ες μπον­ζά­ι, μὲ ἔ­κτα­ση ἀ­πὸ 13 ἕ­ως 150 λέ­ξεις. Ἡ κρι­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πή, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ­το ἀ­πὸ τὸν δι­η­γη­μα­το­γρά­φο καὶ με­τα­φρα­στῆ Γιά­ννη Πα­λα­βό, τὸν κα­θη­γη­τὴ με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας καὶ ἰ­σπα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ ΑΠΘ καὶ με­τα­φρα­στῆ Κων­σταν­τῖ­νο Πα­λαι­ο­λό­γο καὶ τὸν ποι­η­τὴ καὶ ἐκ­δό­τη Γιά­ννη Πα­τί­λη, θε­ω­ρεῖ τὴν ἀν­τα­πό­κρι­ση πο­λὺ ὑ­ψη­λή, ἀ­φοῦ τὸ πιὸ αἰ­σι­ό­δο­ξο μέ­λος της δὲν ἀ­νέ­με­νε πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ 100 συμ­με­το­χὲς (γιὰ τοὺς ἀ­παι­σι­ό­δο­ξους ἂς μὴ μι­λή­σου­με…), καὶ εἶ­ναι ἰ­διαί­τε­ρα συγ­κι­νη­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ ἐ­λή­φθη­σαν ἀ­πὸ μα­θη­τὲς λυ­κεί­ων της χώ­ρας: τὸ Α’ Πει­ρα­μα­τι­κὸ Λύ­κει­ο Ἀ­θη­νῶν (σχο­λεῖ­ο στὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε φοι­τή­σει μέ­λος τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς), τὸ Β’ Γε­νι­κὸ Λύ­κει­ο Δι­α­πο­λι­τι­σμι­κῆς Ἐκ­παί­δευ­σης Εὐ­ό­σμου καὶ τὸ ΣΤ’ Γε­νι­κὸ Λύ­κει­ο Ζω­γρά­φου. Ἡ συμ­με­το­χή τους ἀ­πο­τέ­λε­σε ἔ­νε­ση αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με, λοι­πόν, ἀ­πὸ καρ­διᾶς τοὺς ἔ­φη­βους συγ­γρα­φεῖς καὶ τοὺς κα­θη­γη­τές τους, ὅ­πως εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καὶ τοὺς δε­κά­δες φί­λους, ἀρ­κε­τοὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς κα­τα­ξι­ω­μέ­νοι συγ­γρα­φεῖς, ποὺ μᾶς συ­νό­δευ­σαν σὲ τοῦ­το τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα καὶ μᾶς τί­μη­σαν μὲ τὴ συμ­με­το­χή τους.

       Ἀ­κο­λου­θοῦν τὰ δε­κα­τρί­α (κα­θό­τι δί­σε­κτο τὸ 2016…) κα­λύ­τε­ρα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἔ­τσι ὅ­πως τὰ ἀ­πο­τί­μη­σε ἡ κρι­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πή. Τὰ δι­α­κρί­νουν χι­οῦ­μορ, πρω­τό­τυ­πες ὀ­πτι­κὲς γω­νί­ες στὴν ἀ­φή­γη­ση, ἀ­να­τρο­πὲς στὴν πλο­κὴ καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη ἔκ­βα­ση, κά­πο­τε καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο: στο­χα­στι­κὸς σύγ­χρο­νος μὲ τὴν ἐ­πο­χή μας προ­βλη­μα­τι­σμὸς πά­νω στὴ γε­νι­κὴ ἰ­δέ­α τοῦ ἔρ­γου. Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ πρό(σ)κληση τοῦ Πλα­νό­διον–Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ τοῦ Books’ Journal δὲν ἦ­ταν ἕ­νας (ἀ­κό­μη) λο­γο­τε­χνι­κὸς δι­α­γω­νι­σμὸς —ἔ­τσι καὶ ἀλ­λι­ῶς δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λο «βρα­βεῖ­ο» πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ δη­μο­σί­ευ­ση τῶν μι­κρο­δι­η­γη­μά­των πού, σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πή, ξε­χώ­ρι­σαν— οἱ ἱ­στο­ρί­ες μπον­ζά­ι ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν δη­μο­σι­εύ­ον­ται κα­τὰ τὴν ἀλ­φα­βη­τι­κὴ σει­ρὰ τῶν ἐ­πι­θέ­των τῶν συγ­γρα­φέ­ων τους.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: ἐπιθεώρηση The Books’ Journal, ἀρ. 63, Φεβουάριος 2016.

Γιά­ννης Πα­λα­βός (1980). Ἐ­ξέ­δω­σε δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (­λη­θι­νὴ ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες [2007] καὶ ­στεῖ­ο [2012] καὶ συ­νυ­πέ­γρα­ψε τὸ σε­νά­ριο ἑ­νὸς κό­μικ (Τὸ πτῶ­μα, 2011). Με­τέ­φρα­σε τοὺς Τρι­λο­βί­τες τοῦ Breece Pancake (2015) καὶ τὸ ­με­ρο­λό­γιο προ­σευ­χῆς τῆς Flannery O’Connor (2015).

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (1963). Ἀ­να­πλη­ρω­τὴς κα­θη­γη­τὴς Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νης Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας καὶ Ἰ­σπα­νι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ ΑΠΘ καὶ με­τα­φρα­στής (Οὐ­να­μοῦ­νο, Λόρ­κα, Σάμ­πα­το, Γι­α­μα­θά­ρες, Γκα­μο­νέ­δα, Πά­μι­ες κ.ἄ). Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο του ἡ (Ἀ)πει­θαρ­χί­α τῶν λέ­ξε­ων. Κεί­με­να γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἰ­σπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α (Ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης, 2014). Προ­σω­πι­κὸ μπλόγκ:

http://konstantinos-paleologos.blogspot.gr

Γιά­ννης Πα­τί­λης (1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε ἕν­τε­κα συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των, κα­θὼς καὶ δο­κί­μια, κρι­τι­κὲς καὶ φι­λο­λο­γι­κὲς με­λέ­τες. Ἐ­ξέ­δω­σε τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον (1986-2012). Τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010 ἵ­δρυ­σε τὴν δι­α­δι­κτυα­κὴ ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση γιὰ τὸ μι­κρὸ διή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι τὴν ὁ­ποί­α συν­δι­ευ­θύ­νει ἔ­κτο­τε μὲ τὴν πε­ζο­γρά­φο Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου.



		

	

Ἡρὼ Νικοπούλου – Γιάννης Πατίλης: Ἱστορίες Μπονζάι ’15. Ἐτήσιος ἀμητός.


Nikopoulou-Patilis-IstoriesBonsai'15-Anthologia-200dpi


[Κυ­κλο­φό­ρη­σε τέλη Δεκεμβρίου 2015 ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης ὁ δεύτερος τό­μος τῆς ἐτήσιας ἀν­θο­λο­γί­ας μας ἀ­πὸ τὴν ὕλη τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μὲ τί­τλο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’15. 61 Μι­κρὰ Δι­η­γή­μα­τα (σελ. 296). Μπο­ρεῖ­τε νὰ τὸν ἀ­να­ζη­τή­σε­τε στὰ κεν­τρι­κὰ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­α κα­θὼς καὶ ἀ­πὸ τὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο τῶν ἐκ­δό­σε­ων Γα­βρι­η­λί­δης (Ἁ­γί­ας Εἰ­ρή­νης 17, Μο­να­στη­ρά­κι) (δεῖτε καὶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφὴ 02-02-2016). Ἐ­δῶ, πρὸς ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν μας, ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­ου­με τὸ «Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα» τῶν ἀν­θο­λό­γων:]


Ἡρὼ Νικοπούλου – Γιάννης Πατίλης


Ἱστορίες Μπον­ζάι ’15.

Ἐτήσιος ἀμητός.


02-PiΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ἕ­ναν χρό­νο πρὶν στοὺς φί­λους τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος τὸν τό­μο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’14 το­νί­ζα­με τὸν ἀν­θο­λο­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τός μας. Συγ­κεν­τρώ­να­με τό­τε 83 μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἀν­θο­λο­γη­μέ­να ἀ­πὸ ἕ­ναν πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­ριθ­μὸ πε­ζῶν, πού, μὲ ἀν­θο­λο­γι­κὸ κρι­τή­ριο πά­λι, εἶ­χαν πα­ρου­σια­στεῖ κα­τὰ τὰ προ­η­γού­με­να τεσ­σε­ρά­μι­σι χρό­νια ἀ­πὸ τὶς στῆ­λες τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Ἀν­θο­λο­γι­κὸ καὶ πά­λι χα­ρα­κτή­ρα ἔ­χει καὶ ἡ τω­ρι­νή μας συ­να­γω­γή. Μό­νο ποὺ ἡ ἀν­θο­λο­γι­κή της δε­ξα­με­νὴ ἔ­χει πε­ρι­ο­ρι­στεῖ στὰ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα μας τὴν χρό­νια ποὺ τώ­ρα δι­α­τρέ­χου­με, καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 2014 ἕ­ως τὰ τέ­λη τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου 2015. Ἐ­ξάλ­λου αὐ­τὸ εἴ­χα­με εὐ­χη­θεῖ κλεί­νον­τας τὴν εἰ­σα­γω­γή μας μὲ τὸν τί­τλο «Τε­τρα­ε­τὲς ἀ­πάν­θι­σμα» στὸν προ­η­γού­με­νο τό­μο: νὰ πα­ρα­χω­ρή­σει τὴν θέ­ση του σὲ μιὰ τα­κτι­κὴ ἐ­τή­σια ἔκ­δο­ση μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος. Καὶ αὐ­τὸ γί­νε­ται τώ­ρα. Ἂ­πὸ τὰ πε­ζὰ λοι­πὸν ποὺ ἀ­ναρ­τή­θη­καν στὸ ἱ­στο­λό­γιό μας κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή, πα­ρου­σι­ά­ζου­με ἐ­δῶ 61 ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ μᾶς ἄ­ρε­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Μο­λο­νό­τι ἡ ἀν­θο­λο­γι­κὴ βά­ση πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται τώ­ρα χρο­νο­λο­γι­κῶς, τὸ κρι­τή­ριο τῆς πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τας (: ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα σὲ πη­γές, γλῶσ­σες, εἴ­δη, ἔ­κτα­ση) πα­ρα­μέ­νει ὑ­ψη­λό. Ἔ­τσι ὁ τό­μος πε­ρι­έ­χει 39 ἑλ­λη­νι­κὰ δι­η­γή­μα­τα καὶ 22 ἀ­πὸ 7 ἄλ­λες γλῶσ­σες (: 7 ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κά, 4 ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ 4 ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά, 3 ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά, 2 ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά, καὶ ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κὰ καὶ ρω­σι­κά). Ἀ­πὸ τὰ 39 ἑλ­λη­νι­κὰ δι­η­γή­μα­τα, τὰ 28 ἀν­τλοῦν­ται ἀ­πὸ ἔν­τυ­πες πη­γὲς ἐ­νῶ τὰ 11 ἀ­πὸ τὰ πρω­το­δη­μο­σι­ευ­ό­με­να στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα μας. Ἀ­να­λό­γως ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ον­ται οἱ δι­ά­φο­ρες ὑ­φο­λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες κα­θὼς καὶ οἱ τρεῖς (συμ­βα­τι­κὲς) πο­σο­τι­κὲς ὑ­πο­δι­αι­ρέ­σεις τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος σὲ ὑ­πέρ­μι­κρο (ἕ­ως 200 λέ­ξεις), πο­λὺ σύν­το­μο (200-1000 λέ­ξεις) καὶ σύν­το­μο (1000-2000 λέ­ξεις) δι­ή­γη­μα.


       Κά­θε χρό­νο ποὺ περ­νᾶ τὸ δι­ε­θνὲς ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα τό­σο στὸ πε­δί­ο τῆς πρα­κτι­κῆς, δη­μι­ουρ­γι­κῆς ἔκ­φρα­σης τῶν προ­σώ­πων ὅ­σο καὶ σὲ ἐ­κεῖ­νο τῶν θε­ω­ρη­τι­κῶν καὶ ἐ­πι­στη­μο­λο­γι­κῶν προ­σεγ­γί­σε­ων στὸ εἶ­δος, αὐ­ξά­νε­ται κα­τα­κό­ρυ­φα. Μό­λις πρὶν ἕ­να χρό­νο, τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2014, ἔ­γι­νε τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὸ Κεν­τά­κι τῶν ΗΠΑ, ἐ­νῶ ἑ­τοι­μά­ζε­ται τὸ ἑ­πό­με­νο δι­ε­θνὲς συ­νέ­δριο στὸ Neuquen τῆς Αρ­γεν­τι­νῆς τὸ 2016. Ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­σή του, τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010, τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας πα­ρα­κο­λου­θεῖ μὲ σει­ρὰ ἄρ­θρων καὶ συ­νεν­τεύ­ξε­ων τὶς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις καὶ ἐ­ξε­λί­ξεις στὸ εἶ­δος. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἀ­πὸ τὸν προ­η­γού­με­νο τό­μο μας κα­θι­ε­ρώ­σα­με νὰ ὑ­πάρ­χει κά­θε φο­ρὰ ἕ­να «Ἐ­πί­με­τρο» ἐ­πι­κεν­τρω­μέ­νο ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸν θε­ω­ρη­τι­κὸ λό­γο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος καὶ τῆς μέ­ρι­μνάς μας: τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα. Στὸ φε­τι­νό μας ἐ­πί­με­τρο πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται τρί­α τέ­τοι­α ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτα κεί­με­να: ἑ­νὸς Βά­σκου συγ­γρα­φέ­α καὶ κρι­τι­κοῦ λο­γο­τε­χνί­ας, τῶν τρι­ῶν ἱ­δρυ­τῶν τῆς πιὸ δι­ά­ση­μης ἀν­θο­λο­γί­ας flash fiction τοῦ ἀγ­γλό­φω­νου κό­σμου καὶ τὰ κύ­ρια συμ­πε­ρά­σμα­τα τοῦ 8ου Δι­ε­θνοῦς Συ­νε­δρί­ου Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ποὺ προ­α­να­φέ­ρα­με.


* * *


Ἡ πα­ρού­σα «ἀ­κα­τα­στα­σί­α» τοῦ Δι­α­δι­κτύ­ου, ἡ κα­τα­στα­­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κῶς ἐ­πι­θυ­μη­τή, μα­ζὶ μὲ τὴν λυ­τρω­τι­κὴ γιὰ ὁ­μά­δες καὶ ἄ­το­μα ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἔκ­φρα­σης, μᾶς μα­θαί­νει καὶ κά­τι ποὺ ὡς αὐ­το­νό­η­το μέ­χρι χθὲς σή­με­ρα τεί­νου­με νὰ τὸ ξε­χά­σου­με ὁ­λο­σχε­ρῶς: ὅ­τι ἔκ­φρα­ση συ­νι­στᾶ πρω­τί­στως μορ­φὴ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, καὶ τό­σο ἡ μορ­φὴ ὅ­σο καὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­πο­κτή­μα­τα ἀ­κρι­βὰ πού, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ συγ­κρό­τη­ση ἐκ­φρα­ζο­μέ­νου προ­σώ­που, προ­ϋ­πο­θέ­τουν καλ­λι­έρ­γεια καὶ κρι­τή­ρια, δη­λα­δὴ ἐ­νερ­γὴ συμ­πα­ρου­σί­α παι­δεί­ας, πα­ρά­δο­σης καὶ συ­νέ­χειας. Στὸν κό­σμο τοῦ ἐν­τύ­που οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις αὐ­τὲς —μο­λο­νό­τι δὲν ὑ­πῆρ­χαν παν­τοῦ καὶ πάν­τα— γι­νόν­του­σαν εὐ­κο­λό­τε­ρα ἀν­τι­λη­πτές. Ὁ ἀ­πὸ τὰ κά­τω ἐκ­πο­λι­τι­σμὸς τοῦ κυ­βερ­νο­χώ­ρου, ὁ ἀν­τί­θε­τος τό­σο στὶς ἐ­ξου­σι­α­στι­κὲς χει­ρα­γω­γή­σεις κρα­τῶν καὶ συμ­φε­ρόν­των ὅ­σο καὶ στὸ αὐ­το­μα­τι­κὸ καὶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτο ψυ­χόρ­μη­το τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας τοῦ κα­θε­νός, εἶ­ναι ἕ­να στοί­χη­μα ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ χα­θεῖ. Στὴν προ­σπά­θεια αὐ­τὴ ὁ ἔν­τυ­πος κό­σμος μὲ τὶς ἀ­ξί­ες καὶ τὰ θε­σμι­σμέ­να ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες κρι­τή­ριά του πα­ρα­μέ­νει συμ­πα­ρα­στά­της μας.

       Καὶ σ’ αὐ­τὸν ἐ­πι­στρέ­φου­με γιὰ μιὰ ἀ­κό­μη φο­ρά.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἡρὼ Νικοπούλου – Γιάννης Πατίλης, Ἱστορίες Μπονζάι ’15. 61 Μι­κρὰ Δ­ι­­η­­γή­μα­τα. Μιὰ Ἀν­θο­λο­γία (ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2015, σελ. 296), «Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα», σσ. 7-12.

­ρὼ Νι­κο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Δη­μο­σί­ευ­σε τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο της: Ἀσφαλὴς πόλη (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2015). Συν­δι­ευ­θύ­νει τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὸν πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο.

Γιά­ννης Πα­τί­λης (Ἀ­θή­να, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴν δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση (1970-2010). Δη­μο­σί­ευ­σε ἕντεκα συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των του, κα­θὼς καὶ δο­κί­μια, κρι­τι­κὲς καὶ φι­λο­λο­γι­κὲς με­λέ­τες. Ἐ­ξέ­δω­σε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον (1986-2012) καὶ δι­α­τη­ρεῖ τὶς ἐκ­δό­σεις του. Τὸ 2010 ἵ­δρυ­σε τὴν δι­α­δι­κτυα­κὴ ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι τὴν ὁ­ποί­α συν­δι­ευ­θύ­νει ἔ­κτο­τε μὲ τὴν πε­ζο­γρά­φο Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου.



		

	

Ἡρὼ Νικοπούλου – Γιάννης Πατίλης: Ἱστορίες Μπονζάι 2014. Τετραετὲς ἀπάνθισμα.

.

Nikopoulou-Patilis-IstoriesBonsai'14-Anthologia-200dpi

.

[Μό­λις κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης ἀν­θο­λο­γί­α ἀ­πὸ τὴν ὕλη τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας μὲ τί­τλο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’14. 83 Μι­κρὰ Δι­η­γή­μα­τα (σελ. 368). Μπο­ρεῖ­τε νὰ τὴν ἀ­να­ζη­τή­σε­τε στὰ κεν­τρι­κὰ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­α (δεῖτε καὶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφὴ 19-11-2014). Ἐ­δῶ, πρὸς ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν μας, ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­ου­με τὸ «Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα» τῶν ἀν­θο­λό­γων:]

.

Ἡρὼ Νικοπούλου – Γιάννης Πατίλης

.

Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι 2014

Τε­τρα­ε­τὲς Ἀ­πάν­θι­σμα

.

06-Taph-Century_Mag_Illuminated_T_HobbemaA Ο­ΓΔΟΝ­ΤΑ ΤΡΙΑ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ πα­ρόν­τος τό­μου συ­νι­στοῦν μιὰ πε­ρι­ε­κτι­κὴ ἀν­θο­λό­γη­ση ἀ­πὸ τὰ 566 δι­η­γή­μα­τα ποὺ ἀ­ναρ­τή­θη­καν στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα μας Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ἀ­πὸ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐκ­κί­νη­σής της στὶς 5 Ἀ­πρι­λίου τοῦ 2010 ἕ­ως καὶ τὸν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2014, τῆς χρο­νιᾶς ποὺ δι­α­νύ­ου­με.

       Ὡ­ρι­σμέ­νως, τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πάν­θι­σμα ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν οὐ­σί­α του μιὰ ἀν­θο­λο­γία ἀν­θο­λο­γί­ας, ἐ­πει­δὴ αὐ­τὸς ἀ­κρι­βῶς ἦ­ταν καὶ πα­ρα­μέ­νει ὁ ἀρ­χι­κὸς σχε­δια­σμὸς τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: νὰ εἶ­ναι στὸν με­γα­λύ­τε­ρο δυ­να­τὸ βαθ­μὸ τὸ ἴ­διο μιὰ διαρ­κὴς ἀν­θο­λο­γί­α. Ὁ χα­ρα­κτή­ρας αὐ­τός, κρί­σι­μος γιὰ τὴν ποι­ό­τη­τα τῶν δη­μο­σι­ευ­ό­με­νων κει­μέ­νων, δι­α­σφα­λί­ζε­ται σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ μὲ τρεῖς τρό­πους: (α) μὲ τὴν ἀν­θο­λό­γη­ση ἀ­πὸ τὸ τυ­πω­μέ­νο πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἀ­πό­θε­μα τοῦ πα­ρελ­θόν­τος ἐ­κεί­νων τῶν δι­η­γη­μά­των ποὺ ὡς ἔρ­γα τῆς τέ­χνης τοῦ λό­γου θε­ω­ροῦ­με ὡς κα­λύ­τε­ρα· (β) μὲ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ ἀ­πὸ τὶς πο­λυ­ά­ριθ­μες συ­νερ­γα­σί­ες ποὺ μᾶς στέλ­νουν ἀ­να­γνῶ­στες τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου, στὴν πλει­ο­νό­τη­τά τους νέ­οι λο­γο­τέ­χνες, τῶν πε­ζῶν ἐ­κεί­νων ποὺ κρί­νου­με ἀ­ξι­α­νά­γνω­στα, δί­χως νὰ λεί­πουν συ­χνά ἀ­πὸ αὐ­τά —ὅ­πως θὰ δι­α­πι­στώ­σει ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἀ­πὸ τὴν πα­ρού­σα συ­να­γω­γή— καὶ τὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δείγ­μα­τα, ποὺ δὲν ἔ­χουν νὰ ζη­λέ­ψουν τί­πο­τα ἀ­πὸ τὰ ἀν­τί­στοι­χα κα­τα­ξι­ω­μέ­νων λο­γο­τε­χνῶν, Ἑλ­λή­νων καὶ ξέ­νων· (γ) μὲ τὴν ἔκ­κλη­σή μας πρὸς τοὺς συ­νερ­γά­τες μας με­τα­φρα­στὲς νὰ δι­α­λέ­γουν γιὰ τὶς με­τα­φρά­σεις τους τὰ κα­λύ­τε­ρα καὶ πά­ντως ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό­τε­ρα δείγ­μα­τα τοῦ εἴ­δους ἀ­πὸ τὰ ξε­νό­γλωσ­σα δι­α­βά­σμα­τά τους· στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι πε­ριτ­τὸ νὰ θυ­μί­σου­με ὅ­τι οἱ με­τα­φρά­σεις γί­νον­ται αὐ­στη­ρὰ ἀ­πὸ τὴν γλώσ­σα τοῦ πρω­τό­τυ­που, ἐ­νῶ μνη­μο­νεύ­ε­ται σχο­λα­στι­κὰ ἡ ξε­νό­γλωσ­ση πη­γὴ τῆς δη­μο­σί­ευ­σής του.

       Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τας πα­ρα­πά­νω τὴν ἀν­θο­λό­γη­ση αὐ­τὴ ὡς «πε­ρι­ε­κτι­κή», ἐν­νο­οῦ­με πὼς προ­σπα­θή­σα­με ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τῶν κει­μέ­νων νὰ ἱ­κα­νο­ποι­εῖ ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ κρι­τή­ριο τῆς ποι­ό­τη­τας καὶ σει­ρὰ ἄλ­λων:

       — Νὰ πε­ρι­έ­χει με­τα­φρά­σεις δι­η­γη­μά­των καὶ ἀ­πὸ τὶς δώ­δε­κα ξέ­νες γλῶσ­σες ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν γί­νει μέ­χρι στιγ­μῆς με­τα­γλωτ­τί­σεις στὸ ἱ­στο­λό­γιο, ἐ­νῶ ἡ σχέ­ση τῶν με­τα­φρα­σμέ­νων πρὸς τὰ ἐλ­λη­νι­κὰ νὰ πα­ρα­μέ­νει ἰ­σορ­ρο­πη­μέ­νη.

       — Νὰ ἱ­κα­νο­ποι­εῖ σὲ ἔ­κτα­ση ὅ­λα τὰ ἀ­ριθ­μη­τι­κὰ κρι­τή­ρια ποὺ ἡ δι­ε­θνὴς βι­βλι­ο­γρα­φί­α καὶ πρα­κτι­κὴ θέ­τει γιὰ τὸ «εἶ­δος» «μι­κρὸ δι­ή­γη­μα»: ἀ­πὸ τὸ ὑ­πέρ­μι­κρο (μέ­χρι 200 λέ­ξεις) καὶ τὸ πο­λὺ σύν­το­μο (200-1000 λέ­ξεις) ἕ­ως τὸ σύν­το­μο (1000-2000 λέ­ξεις). Ἔ­τσι, ἂν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τὸ «μη­δε­νό­λε­ξο» καὶ ὡς ἐκ τού­του «ἀ­ό­ρα­το» —πλὴν τοῦ τί­τλου— μπον­ζά­ι τοῦ Γκι­γέρ­μο Σαμ­πέ­ριο «Τὸ Φάν­τα­σμα», ὁ ἀ­να­γνώ­στης τῶν σε­λί­δων αὐ­τῶν θὰ συ­ναν­τή­σει με­γά­λη ποι­κι­λί­α σμι­κρό­τη­τας: ἀ­πὸ τὸ λι­λι­πού­τει­ο «Μυ­θι­στό­ρη­μα τρό­μου» μὲ τέσ­σε­ρις λέ­ξεις στὸ πρω­τό­τυ­πο τοῦ Ἀν­τρὲς Νέ­ου­μαν —ποὺ στὴν ἑλ­λη­νι­κή του ἀ­πό­δο­ση συρ­ρι­κνώ­θη­κε ἔ­τι πε­ραι­τέ­ρω σέ.­.. δύ­ο!— ἕ­ως τὸν μι­κρὸ «γί­γαν­τα» τῶν δύ­ο χι­λιά­δων λέ­ξε­ων τοῦ δι­η­γή­μα­τος γιὰ τὸν ἰ­σπα­νι­κὸ ἐμ­φύ­λιο πό­λε­μο «Πα­ρά­θυ­ρα τῶν τε­λευ­ταί­ων στιγ­μῶν» τοῦ Χου­ὰν Ἐ­δουά­ρδο Θού­νι­γα.

       — Νὰ ἐκ­τυ­λίσ­σει ἐ­κτε­νὲς ὑ­φο­λο­γι­κὸ φά­σμα, ποὺ νὰ πε­ρι­λαμ­βά­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὸ φαν­τα­στι­κό, τὸν ρε­α­λι­σμό, τὴν ψυ­χο­γρα­φί­α, τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ μο­νό­λο­γο, τὴν αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α, τὸ μυ­στή­ριο, τὴν δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τα, τὸ ἀ­πρό­ο­πτο, τὴν ἀ­να­τρο­πή. Ἀν­τι­στοί­χως πλα­τειὰ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ μιὰ τέ­τοια ἐ­πι­λο­γὴ καὶ ἡ θε­μα­το­λο­γί­α τῶν κει­μέ­νων μὲ προ­ε­ξάρ­χου­σα πάν­τα τὴν κρίση στὶς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς καὶ ἐ­ρω­τι­κὲς σχέ­σεις

       Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κεί­με­να, ἀ­να­ζη­τών­τας προ­δρο­μι­κὲς μορ­φὲς τῆς σύγ­χρο­νης μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας, δι­ευ­ρύ­να­με τὸν χρο­νο­λο­γι­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα τῆς ἔ­ρευ­νάς μας πρὸς τὰ πί­σω, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας, ἔ­στω καὶ δειγ­μα­το­λη­πτι­κῶς, κεί­με­να ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα καὶ τὸν με­σαί­ω­να, ὅ­σο καί ἀ­πὸ τοὺς νε­ώ­τε­ρους χρό­νους, τὸν 19ο αἰ­ώ­να καὶ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20οῦ, σὲ ποι­κί­λες γλωσ­σι­κὲς μορ­φές: ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ καὶ τὴν κα­θα­ρεύ­ου­σα ἕ­ως τὴν τρέ­χου­σα κα­θο­μι­λου­μέ­νη, χω­ρὶς νὰ ἀ­πο­κλεί­ου­με τὰ το­πι­κὰ ἰ­δι­ώ­μα­τα, μὲ τέσ­σε­ρα ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ γλωσ­σι­κὰ δείγ­μα­τα γραμ­μέ­να σ’ αὐ­τά (λε­σβια­κό, κερ­κυ­ρα­ϊ­κό, κρη­τι­κὸ καὶ πε­λο­πον­νη­σια­κό).

       Ὡς πρὸς τὴν κα­τά­τα­ξη τῶν κει­μέ­νων ἀ­πο­φα­σί­σα­με νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με ἀρ­χὴ ἁ­πλὴ καὶ ἑ­νια­ία, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποῖ­α ἀν­τι­με­τω­πί­σα­με ὅ­λα τὰ πε­ζά, πρω­τό­τυ­πα ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἑ­τε­ρό­γλωσ­σα με­τα­φρα­σμέ­να, ὡς ἰ­σό­τι­μα λο­γο­τε­χνι­κὰ ἔρ­γα τῆς γλώσ­σας ὑ­πο­δο­χῆς, το­πο­θε­τών­τας τα σὲ ἀ­πό­λυ­τη ἀλ­φα­βη­τι­κὴ σει­ρὰ μὲ βά­ση τὸ ἐ­πί­θε­το τοῦ ὀ­νό­μα­τος τῶν δη­μι­ουρ­γῶν τους. Στὸν κοι­νὸ ὁ­ρί­ζον­τα τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας, ἀ­φή­σα­με ἔ­τσι τὶς συμ­πτώ­σεις νὰ ἀ­να­δεί­ξουν —μα­ζὶ μὲ τὸν παγ­κό­σμιο δι­α­χρο­νι­κό του χα­ρα­κτή­ρα— τὴν πλού­σια ποι­κι­λί­α τοῦ εἴ­δους, πα­ρα­κι­νών­τας ἐμ­μέ­σως τὸν ἀ­να­γνώ­στη σὲ ἐ­πι­στρο­φι­κή, αὐ­το­σχέ­δια, ἐ­λεύ­θε­ρη καὶ μὴ γραμ­μι­κὴ σχέ­ση μὲ τὰ πε­ρι­ε­χό­με­να τοῦ τό­μου.

       Τέλος, γιὰ τὴν κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῶν ἀ­πό­ψε­ών μας ὡς πρὸς τὸ «εἶ­δος» τοῦ «μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος» καὶ τὴν σχέ­ση του μὲ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν γραμ­μά­των καὶ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, κα­θὼς καὶ γιὰ τὸν ὅ­ρο «μπον­ζά­ι» ποὺ προ­τεί­νου­με γι’ αὐ­τό, προ­σθέ­σα­με ἕ­να μι­κρὸ σχε­τι­κὸ ἐ­πί­με­τρο στὸ τέ­λος.

. 

* * *

.

Ἡ ἐ­πα­να­φο­ρὰ αὐ­τῶν τῶν κει­μέ­νων ἀ­πὸ τὸν νέ­ο κό­σμο τοῦ Δι­α­δι­κτύ­ου στὸν «ἀ­περ­χό­με­νο» πα­ρα­δο­σια­κὸ τοῦ Τυ­πω­μέ­νου Βι­βλί­ου, ἔ­χει γιὰ μᾶς ἕ­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρο ὅ­σο καὶ κρί­σι­μο χα­ρα­κτή­ρα: συμ­βο­λί­ζει τὴν βα­θύ­τε­ρη συγ­γέ­νεια αὐ­τῶν τῶν δύ­ο ἠ­πεί­ρων τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, κά­τι ποὺ συ­νη­θέ­στα­τα πα­ρα­γνω­ρί­ζε­ται στὸ δι­α­δί­κτυο. Ἔ­χου­με ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅ­τι ἡ ἐ­κρη­κτι­κὴ ἀλ­λα­γὴ ποὺ ἐπέ­φε­ραν τὰ Νέ­α Μέ­σα στὴ Τυ­πο­γρα­φί­α ἔρ­χε­ται ὄ­χι τό­σο γιὰ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει, ὅ­σο γιὰ νὰ «ὁ­λο­κλη­ρώ­σει» τὴν με­γά­λη γου­τεμ­βέρ­γεια ἐ­πα­νά­στα­ση, δι­α­νοί­γον­τάς την σὲ ἕ­να συ­ναρ­πα­στι­κὸ ὅ­σο και ἄ­γνω­στο μέλ­λον.­.. Τὴν ὀρ­γα­νι­κὴ ἐν­τέ­λει συ­νέ­χεια αὐ­τῶν τῶν κό­σμων ὑ­πο­στη­ρί­ξα­με ἐμ­πρά­κτως στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα μας Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι με­τα­φέ­ρον­τας ἐ­κεῖ, στὸν δι­α­δι­κτυα­κὸ κό­σμο, τὶς αἰ­σθη­τι­κές, τυ­πο­τε­χνι­κὲς καὶ δε­ο­ντο­λο­γι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ κό­σμου τοῦ ἐ­ντύ­που.

       Τώ­ρα, μὲ τὸν τό­μο αὐ­τό —ποὺ ἐ­πι­θυ­μί­α μας εἶ­ναι ὡς ἀν­θο­λο­γί­α ἀν­θο­λο­γί­ας νὰ ἐ­πα­νέρ­χε­ται ἀ­νὰ τα­κτὰ χρο­νι­κὰ δι­α­στή­μα­τα—, ὁ φαν­τα­στι­κὸς τυ­πο­γρα­φι­κὸς Ἰ­α­νός, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸ νεανικὸ καὶ ρευ­στὸ πρόσωπο ἀ­νέ­δει­ξε πρὶν δύο μό­λις δε­κα­ε­τί­ες τὸ Δι­α­δί­κτυο, ἔρ­χε­ται τώ­ρα νὰ ἐ­ξι­σο­ρ­ρο­πη­θεῖ ἀ­να­δρο­μι­κῶς ἀ­πὸ τὸ στε­ρε­ό­τε­ρο καὶ ἐ­γκυ­ρό­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Ἔντυπης Πα­ρά­δο­σης.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πη­γή: Ἡρὼ Νικοπούλου – Γιάννης Πατίλης, Ἱστορίες Μπονζάι ’14. 83 Μι­κρὰ Δ­ι­­η­­γή­μα­τα. Μιὰ Ἀν­θο­λο­γία (ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2014, σελ. 368), «Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα», σσ. 11-15.

Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Δη­μο­σί­ευ­σε τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ δυ­ὸ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο της: Ἑλ­λη­νι­στὶ ὁ γρί­φος (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2013). Συν­δι­ευ­θύ­νει τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὸν πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο.

Γιά­ννης Πα­τί­λης (Ἀ­θή­να, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴν δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση (1970-2010). Δη­μο­σί­ευ­σε δέ­κα συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των του, κα­θὼς καὶ δο­κί­μια, κρι­τι­κὲς καὶ φι­λο­λο­γι­κὲς με­λέ­τες. Ἐ­ξέ­δω­σε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον (1986-2012) καὶ δι­α­τη­ρεῖ τὶς ἐκ­δό­σεις του. Τὸ 2010 ἵ­δρυ­σε τὴν δι­α­δι­κτυα­κὴ ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι τὴν ὁ­ποί­α συν­δι­ευ­θύ­νει ἔ­κτο­τε μὲ τὴν πε­ζο­γρά­φο Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου.

 .

Γιάννης Πατίλης: 1994: Διηγήματα μὲ 300 λέξεις! Ἕνα πρόδρομο ἐγχείρημα στὸν χῶρο τοῦ μικροῦ διηγήματος

.

00-DiigimataMe300Lekseis-GiannisPatilis-EnaProdromoEgcheirima-00

.

Γιά­ννης Πα­τί­λης

 .

1994: Δι­η­γή­μα­τα μὲ 300 λέ­ξεις!

Ἕ­να πρό­δρο­μο ἐγ­χεί­ρη­μα

στὸν χῶ­ρο τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος

.

I.

 .

09-Htta-The_Author_of_'A_Visit_from_St__Nicholas'_-_Illuminated_HΙΣΤΟΡΙΑ τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος στὴν Ἑλ­λά­δα πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­η­γή­μα­τος ὡς εἴ­δους ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ἀν­θο­φο­ρί­α του κα­τὰ τὶς δύ­ο τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 19ου αἰ­ώ­να – μιὰ ἄν­θι­ση ποὺ βρί­σκε­ται σὲ ἄ­με­ση σύν­δε­ση μὲ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς λα­ο­γρα­φί­ας ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὸ πρῶ­το νε­ο­ελ­λη­νι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὰ σχε­τι­κῶς πρό­σφα­τα δυ­τι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ρεύ­μα­τα τοῦ ρε­α­λι­σμοῦ καὶ τοῦ να­του­ρα­λι­σμοῦ στὴν πε­ζο­γρα­φί­α.

       Πλά­ι στὰ ἐ­κτε­νῆ δι­η­γή­μα­τα ποὺ δη­μο­σι­εύ­ον­ταν σὲ συ­νέ­χει­ες στὰ ἑ­βδο­μα­διαῖα φι­λο­λο­γι­κὰ φύλ­λα, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ Λου­κῆς Λά­ρας τοῦ Βι­κέ­λα στὴν Ἑ­στί­α τοῦ 1879, ἄρ­χι­σε καὶ ἡ δη­μο­σί­ευ­ση σύν­το­μων αὐ­το­τε­λῶν ἱ­στο­ρι­ῶν στὶς ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἡ χρο­νι­κῶς βρα­χεί­α ἀ­νὰ τεῦ­χος πε­ρι­ο­δι­κό­τη­τα τῶν ἐν­τύ­πων αὐ­τῶν (ἑ­βδο­μα­δια­ία ἢ δε­κα­πεν­θή­με­ρη, συ­νή­θως) ὅ­σο καὶ ὁ λι­γο­στὸς ἀ­ριθ­μὸς τῶν σε­λί­δων τους, εὐ­νο­οῦ­σε ὄ­χι μό­νο τὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νο ἀ­φή­γη­μα σὲ συ­νέ­χει­ες ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­φά­παξ μι­κρό. Ἡ πλα­τειὰ κυ­κλο­φο­ρί­α στὸ ἐγ­γράμ­μα­το κοι­νό ἐν­τύ­πων τὰ ὁ­ποῖ­α μπο­ροῦ­σαν κά­πο­τε νὰ πλη­ρώ­νουν καὶ μιὰ μι­κρὴ ἀ­μοι­βὴ στοὺς συ­νερ­γά­τες τους, μα­ζὶ μὲ τὸ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸ τα­λέν­το ἀρ­κε­τῶν συγ­γρα­φέ­ων τῆς ἐ­πο­χῆς, βο­ή­θη­σε στὴν ἀ­νά­δει­ξη, τὸ γό­η­τρο καί, τε­λι­κῶς, τὴν αὐ­το­νο­μί­α τοῦ νέ­ου εἴ­δους, ὥ­στε ἀρ­κε­τοὶ ἀ­πὸ τοὺς συγ­γρα­φεῖς τοῦ και­ροῦ —ὅ­πως ὁ Καρ­κα­βί­τσας, ὁ Κον­δυ­λά­κης, ὁ Πα­πα­δι­α­μάν­της, ὁ Μω­ρα­ϊ­τί­δης, ὁ Μη­τσά­κης κ.ἄ.— νὰ ἐ­κτι­μῶν­ται ἤ­δη ἀ­πὸ τοὺς συγ­χρό­νους τους πρω­τί­στως ὡς δι­η­γη­μα­το­γρά­φοι.

       Δὲν ἔ­λει­ψε, λοι­πόν, ἀ­πὸ τὴν νε­ώ­τε­ρη ἑλ­λη­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ μι­κρὸ σὲ ἔ­κτα­ση δι­ή­γη­μα, ἀ­φή­νον­τας ἀ­πὸ τὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1880 καὶ με­τὰ πλού­σια πα­ρα­κα­τα­θή­κη καὶ σὲ πο­σό­τη­τα καὶ σὲ ποι­ό­τη­τα. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ὅ­πως τὸ «Πί­στο­μα!» (647 λέ­ξεις, περ. Τέ­χνη 1898) τοῦ Κων­σταν­τί­νου Θε­ο­τό­κη, «Ὁ φυ­γό­δι­κος» (655 λέ­ξεις, 1929) τῆς Γα­λά­τειας Κα­ζαν­τζά­κη ἢ τὸ «Οἰ­δί­πο­δας» (662 λέ­ξεις, 1930) τοῦ Ἀ­θα­νά­σιου Θ. Γκρά­βα­λη πα­ρα­μέ­νουν κο­ρυ­φαῖα δείγ­μα­τα τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας ἀλ­λὰ καὶ μι­κρὰ γλωσ­σι­κὰ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα, τεκ­μή­ριο τῶν σπου­δαί­ων συγ­γρα­φι­κῶν ἀ­ρε­τῶν τῶν λο­γο­τε­χνῶν τοῦ πα­ρελ­θόν­τος…

       Τὸ κρί­σι­μο ὡ­στό­σο ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι κα­τὰ πό­σο αὐ­τὸ τὸ δι­ή­γη­μα θὰ μπο­ρού­σα­με —καὶ σὲ ποι­ό βαθ­μό— νὰ τὸ συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με συ­σχε­τί­ζο­ντάς το μὲ τὸ νέ­ο πρω­τε­ϊ­κὸ δι­ε­θνὲς εἶ­δος μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος τοῦ ὁ­ποί­ου τὴν ἐ­κρη­κτι­κή, παγ­κο­σμί­ων δι­α­στά­σε­ων, ἐ­πέ­κτα­ση δι­α­πι­στώ­νου­με τὴν τε­λευ­ταί­α τρι­α­κον­τα­ε­τί­α…

       Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη δυ­σκο­λί­α μας νὰ συν­δέ­σου­με τὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ ἑλ­λη­νι­κὸ δι­ή­γη­μα μὲ τὶς ἐ­ξε­λί­ξεις αὐ­τὲς εἶ­ναι ἡ ἐν­τυ­πω­σια­κὴ γε­νε­τι­κή του, θὰ λέ­γα­με, ἐμ­μέ­νεια στὸν ρε­α­λι­σμὸ καὶ ἐν μέ­ρει τὴν ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κὴ αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α – μιὰ τά­ση ποὺ ἐ­νι­σχύ­θη­κε με­τὰ τὸν πό­λε­μο, μὲ τὴν ἐ­πι­δί­ω­ξη μιᾶς ἀ­κό­μη λι­τό­τε­ρης φόρ­μας, στὴν λο­γο­τε­χνί­α τῶν Γι­ώρ­γου Ἰ­ω­άν­νου, Ντί­νου Χρι­στι­α­νό­που­λου, Ἠ.Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου, Τό­λη Κα­ζαν­τζῆ καὶ ἄλ­λων, ποὺ στὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α ὁ­δή­γη­σε στὴν δη­μι­ουρ­γί­α ὁ­λό­κλη­ρης πο­λυ­πλη­θοῦς σχο­λῆς…

       Ὡ­στό­σο, ἤ­δη ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ προ­η­γού­με­νου αἰ­ώ­να, ἄλ­λα λο­γο­τε­χνι­κὰ ρεύ­μα­τα, ὅ­πως ὁ συμ­βο­λι­σμὸς καὶ ὁ αἰ­σθη­τι­σμὸς, σὲ πε­ρι­πτώ­σεις ὅ­πως αὐ­τὲς τοῦ Νι­κό­λα­ου Ἐ­πι­σκο­πό­που­λου ἢ τοῦ Κων­σταν­τί­νου Χα­τζό­που­λου, ἡ ἀ­στι­κὴ ψυ­χο­γρα­φι­κὴ ἠ­θο­γρα­φί­α τῆς Ἀ­λε­ξάν­δρας Πα­πα­δο­πού­λου, δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κοῦ τύ­που μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως ἦ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κὸς μο­νό­λο­γος. Ἐ­ξί­σου ἀ­πο­μα­κρύ­νο­ν­ταν ἀ­πὸ τὸν κύ­ριο ρε­α­λι­στι­κὸ κορ­μὸ τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας ὁ ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κός, σαρ­κα­στι­κὸς καὶ κοι­νω­νι­κὰ κρι­τι­κὸς τό­νος τῶν μι­κρῶν πε­ζῶν τοῦ Κώστα Κα­ρυ­ω­τά­κη, ὅ­σο καὶ ἡ γλωσ­σι­κὰ καὶ ἀ­φη­γη­μα­το­λο­γι­κὰ ἐ­ξό­χως ἰ­δι­όρ­ρυθ­μη καὶ προ­σω­πο­πα­γὴς πε­ζο­γρα­φί­α τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα καὶ τοῦ Νί­κου-Γα­βρι­ὴλ Πεν­τζί­κη.

.

       Ἡ συ­στη­μα­τι­κὴ ἀ­να­δρο­μι­κὴ ἀ­να­ζή­τη­ση στὴν λο­γο­τε­χνί­α μας ἀ­πὸ τὴν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ κοι­νό­τη­τα προ­δρο­μι­κῶν μορ­φῶν τῆς σύγ­χρο­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας δὲν ἔ­χει ἀ­κό­μη ἀρ­χί­σει, καὶ τὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἐξ ὅ­σων γνω­ρί­ζω, γιὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο λο­γο­τε­χνι­κὸ ὑ­πο­εῖ­δος, μὲ ἐ­λά­χι­στες ἐ­ξαι­ρέ­σεις(1), εἶ­ναι ἀ­κό­μη πο­λὺ πε­ρι­ο­ρι­ο­ρι­σμέ­νο. Δὲν θὰ μὲ ἐν­τυ­πω­σί­α­ζε, ὡ­στό­σο, ἐ­ὰν μιὰ τέ­τοι­α ἀ­να­δί­φη­ση ἰ­χνη­λα­τοῦ­σε πε­ρι­πτώ­σεις σὰν αὐ­τὴ τοῦ Φαί­δρου Μπαρ­λᾶ, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸ μι­κρὸ πε­ζὸ «Ἡ σκού­να» ποὺ δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Στά­χυς τοῦ 1951, ὄ­χι μό­νο δι­α­στελ­λό­ταν ἐν­τό­νως ἀ­πὸ τὴν τρέ­χου­σα μυ­θο­πλα­σία, ἀλ­λὰ στὶς 76 λέ­ξεις του μὲ τὴν φαν­τα­στι­κὴ ὅ­σο καὶ ὑ­παι­νι­κτι­κὴ σκη­νο­θε­σί­α του, τὴν εἰ­ρω­νι­κή του μα­τιὰ καὶ τὸ ἀ­προσ­δό­κη­το τέ­λος του ἔ­μοια­ζε νὰ προ­οι­ω­νί­ζε­ται τὶς κα­λύ­τε­ρες στιγ­μὲς τῆς σύγ­χρο­νης μι­κρο­δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας!

   .

II.

.

Μιὰ ἄλ­λη ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα προ­δρο­μι­κὴ στιγ­μὴ τῆς σύγ­χρο­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, τὴν ἐ­πι­σή­μαν­ση τῆς ὁ­ποί­ας ὀ­φεί­λου­με στὸν φί­λο ποι­η­τὴ Ἀν­τώ­νη Ψάλ­τη, εἶ­ναι ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ καμ­πά­νια με­γά­λης κα­θη­με­ρι­νῆς ἐ­φη­με­ρί­δας, εἴ­κο­σι χρό­νια πρίν, τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 1994. Ὅ­σο καὶ νὰ φαί­νε­ται ἀ­πί­θα­νο, πρὶν ἀ­πὸ τὴν δι­ά­δο­ση τοῦ Δι­α­δι­κτύ­ου καὶ σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἡ ἔν­νοι­α τοῦ πο­λὺ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος ὡς ἑ­νὸς πε­ρί­που ξε­χω­ρι­στοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη ἐμ­πε­δω­θεῖ δι­ε­θνῶς —ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι ἡ πρω­το­πο­ρια­κὴ ἀν­θο­λο­γί­α τῶν Τό­μας καὶ Χα­ζού­κα Flash Fiction κυ­κλο­φό­ρη­σε μό­λις τὸ 1992—, ἡ δη­μο­σι­ο­γρά­φος Μι­κέ­λα Χαρ­του­λά­ρη ἐγ­και­νιά­ζει στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα της Τὰ Νέ­α μιὰ σε­λί­δα σὲ συ­νέ­χει­ες μὲ τὸν τί­τλο «Δι­η­γή­μα­τα μὲ 300 λέ­ξεις». T­ό ’­χει φαί­νε­ται ὁ μή­νας Αὔ­γου­στος (ποὺ —ὑ­πο­τί­θε­ται— μέ­νει δί­χως εἰ­δή­σεις [καὶ φυ­σι­κὰ ὁ τύ­πος χω­ρὶς ἀ­να­γνῶ­στες]) νὰ ἀ­νοί­γουν οἱ με­γά­λες ἐ­φη­με­ρί­δες τὶς στῆ­λες τους στὴν λο­γο­τε­χνί­α!… Ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη, ὡ­στό­σο, ἐ­πι­λο­γὴ προ­σέ­δω­σε στὸ ἐγ­χεί­ρη­μα ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο —ἔ­στω καὶ ἀ­να­δρο­μι­κῶς, ἐ­ὰν τὸ ἐ­ξε­τά­σει κα­νείς— ἐν­δι­α­φέ­ρον… Ἡ σει­ρὰ κρά­τη­σε ἕ­ξι Σάβ­βα­τα, ἀ­πὸ τὶς 6 Αὐ­γού­στου ἕ­ως τὶς 24 Σε­πτεμ­βρί­ου 1994, καὶ φι­λο­ξε­νή­θη­καν σ’ αὐ­τὴ εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φεῖς —ὄ­χι μό­νον δι­η­γη­μα­το­γρά­φοι, ἀλ­λὰ καὶ μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φοι, συγ­γρα­φεῖς παι­δι­κῶν βι­βλί­ων ὅ­σο καὶ ποι­η­τές—, οἱ ἑ­ξῆς, κα­τὰ τὴν σει­ρὰ τῆς πα­ρου­σι­ά­σε­ώς τους: Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός, Ἰ­ά­κω­βος Καμ­πα­νέλ­λης, Τζέ­νη Μα­στο­ρά­κη, Γι­ῶρ­γος Σκαμ­παρ­δώ­νης, Γι­ώρ­γης Γι­α­τρο­μα­νω­λά­κης, Φί­λιπ­πος Δρα­κον­τα­ει­δῆς, Πέ­τρος Τα­τσό­που­λος, Μά­νος Ἐ­λευ­θε­ρί­ου, Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός, Εὐ­γέ­νιος Τρι­βι­ζᾶς, Θό­δω­ρος Γρη­γο­ριά­δης, Μι­χά­λης Φα­κί­νος, Τά­κης Θε­ο­δω­ρό­που­λος, Ἠ­λί­ας Κου­τσοῦ­κος, Παυ­λί­να Παμ­πού­δη, Ἀν­τώ­νης Σου­ρού­νης, Ἄλ­κη Ζέ­η, Χρι­στό­φο­ρος Μη­λι­ώ­νης, Μα­νό­λης Ξε­ξά­κης, Τά­σος Ροῦσ­σος, Φαί­δων Θε­ο­φί­λου, Πά­νος Κου­τρουμ­πού­σης, Πρό­δρο­μος Μάρ­κο­γλου, Μῆ­τσος Κα­σό­λας.

       Ἡ συν­τά­κτρια, Μι­κέ­λα Χαρ­του­λά­ρη, δὲν μοιά­ζει νὰ συν­δέ­ει τὸ ἐγ­χεί­ρη­μά της μὲ ἀ­νά­λο­γα ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἢ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐ­ξε­λί­ξεις γιὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο εἶ­δος τοῦ δι­η­γή­μα­τος στὸν δι­ε­θνῆ χῶ­ρο. Συλ­λαμ­βά­νει, ὡ­στό­σο, σω­στά, στὸ εἰ­σα­γω­γι­κό της κεί­με­νο, ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες καὶ δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τῆς τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας:

«Μπο­ρεῖ νὰ χω­ρέ­σει μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη ἱ­στο­ρί­α σὲ ἕ­να μό­νο δα­κτυ­λό­γρα­φο;(2) Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ στοί­χη­μα ποὺ ἔ­βα­λαν τὰ “Νέ­α” μὲ 24 συγ­γρα­φεῖς. […] Ἀ­κό­μα καὶ γιὰ τοὺς τε­χνί­τες τοῦ λό­γου, τὸ σύν­το­μο κεί­με­νο εἶ­ναι πιὸ δύ­σκο­λο ἀ­πὸ τὸ μα­κρο­σκε­λές. Καὶ ἀρ­κε­τοὶ ἦ­σαν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ξε­κι­νών­τας αὐ­τὴν τὴν προ­σπά­θεια, κα­τέ­λη­ξαν νὰ γρά­ψουν με­ρι­κὰ δι­η­γή­μα­τα πρὶν φτά­σουν στὸ ζη­τού­με­νο. Στὴ μι­νι­α­τού­ρα. Στὴ νύ­ξη ποὺ γεν­νᾶ εἰ­κό­νες, ἐ­ξά­πτει τὴ φαν­τα­σί­α καὶ ὑ­παι­νίσ­σε­ται κό­σμους ὁ­λό­κλη­ρους, χα­ρα­κτῆ­ρες σύν­θε­τους, κα­τα­στά­σεις πε­ρί­πλο­κες.Ἴ­σως κά­ποι­οι νὰ τὰ κα­τά­φε­ραν πιὸ κα­λά. Ὅ­μως ὅ­λοι, μὲ τὰ “δι­η­γή­μα­τα τῶν 300 λέ­ξε­ων” ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ἂν μὴ τὶ ἄλ­λο ὅ­τι ἡ λο­γο­τε­χνί­α μπο­ρεῖ, ἂν τὸ θε­λή­σει, νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει “σπο­τά­κια” – κα­τὰ τὴν προ­σφι­λῆ γλώσ­σα καὶ τὴ λο­γι­κὴ τῆς κυ­ρί­αρ­χης εἰ­κό­νας. Μπο­ρεῖ νὰ συν­το­νι­στεῖ μὲ τὸν ρυθ­μό, τὴν τα­χύ­τη­τα καὶ τὴν ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­πο­χῆς […]»

     Ἀ­πο­τι­μών­τας τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα στὸ φύλ­λο τῶν Νέ­ων στὶς 24-09-1994, ἡ ὑ­πεύ­θυ­νη τῆς σε­λί­δας ση­μει­ώ­νει ὡς πρὸς τὴν ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη ἀ­πή­χη­σή του: «Τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τό­σο οἱ ἐν­θαρ­ρυν­τι­κὲς ἐ­πι­στο­λές, τὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα καὶ οἱ προ­τά­σεις δι­η­γη­μά­των ποὺ λά­βα­με ὅ­σο καὶ τὰ ἴ­δια τὰ δείγ­μα­τα γρα­φῆς ποὺ δη­μο­σι­εύ­τη­καν […].»

      Γιὰ τοὺς πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­πὸ τοὺς εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις λο­γο­τέ­χνες ποὺ λά­βα­νε μέ­ρος στὸ πρόγραμμα «Δι­η­γή­μα­τα μὲ 300 λέ­ξεις» τὸ πεί­ρα­μα δὲν εἶ­χε συ­νέ­χεια. Ὅ­μως γιὰ τέσ­σε­ρις του­λά­χι­στον, τρεῖς ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων καὶ ποι­η­τές, τοὺς Θό­δω­ρο Γρη­γο­ριά­δη, Ἠ­λί­α Κου­τσοῦ­κο, Πρό­δρο­μο Μάρ­κο­γλου καὶ Μα­νό­λη Ξε­ξά­κη, ἡ μι­κρὴ φόρ­μα ὑ­πῆρ­ξε γνώ­ρι­μη καὶ ἀ­γα­πη­τὴ καὶ ἐ­κτὸς τῆς πρω­το­βου­λί­ας τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας…

      Ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ εἰ­κο­σι­τέσ­σε­ρα μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ 1994, δι­α­λέ­ξα­με σή­με­ρα —εἴ­κο­σι χρό­νια με­τά— νὰ ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­σου­με μὲ ἀν­θο­λο­γι­κὰ κριτήρια τὰ πέν­τε παρακάτω στὸ ἱ­στο­λό­γιό μας: «Σχε­δὸν τέ­λει­ο» τοῦ Ἰ­ά­κω­βου Καμ­πα­νέλ­λη, «Τὸ πεῖ­σμα» τοῦ Πέ­τρου Τα­τσό­που­λου, «Τὸ χα­μο­μή­λι τῶν Ἀ­βδή­ρων» τοῦ Θό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη, «Ὑ­πὲρ πα­τρί­δος» τοῦ Ἠ­λί­α Κου­τσού­κου καὶ «Λό­λα» τοῦ Ἀν­τώ­νη Σου­ρού­νη.

 .

       Παρόλη τὴν προ­σο­χή μας στὶς πλέ­ον σύγ­χρο­νες ἐ­ξε­λί­ξεις στὸν χῶ­ρο τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας γιὰ τὸ πα­ρελ­θὸν πα­ρα­μέ­νει ἀ­μεί­ω­το. Ἡ σύν­δε­ση τῆς μι­κρῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς φόρ­μας μὲ προ­ϋ­πάρ­χου­σες συ­να­φεῖς ἱ­στο­ρι­κὲς μορ­φὲς καὶ ἡ συ­νε­ξέ­τα­σή της μὲ τὶς τε­χνο­λο­γι­κὲς ἐ­ξε­λί­ξεις στὸ εὐ­ρύ­τα­το πλαί­σιο τῶν πο­λι­τι­σμῶν, μᾶς βο­η­θά­ει σὲ μιὰ βα­θύ­τε­ρη κα­θὸ ἱ­στο­ρι­κό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τοῦ πα­ρόν­τος.

 .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

       (1) Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τὰ μιὰ ση­μαν­τι­κὴ δι­πλω­μα­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α ἔ­φτα­σε φέ­τος στὰ χέ­ρια μας: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α (microfiction, flash fiction, minificción) ὡς πο­λι­τι­σμι­κὸ φαι­νό­με­νο: με­λέ­τη γιὰ ἕ­να νέ­ο δι­ε­θνὲς καὶ ἐ­θνι­κὸ εἶ­δος λό­γου τῆς Δή­μη­τρας Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (πα­λιᾶς γνω­ρί­μου τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας), ποὺ ὑ­πο­βλή­θη­κε τὸν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2013 στὸ Τμῆ­μα Ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, Μέ­σων καὶ Πο­λι­τι­σμοῦ στὸ Πάν­τει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο.

       (2) Ὁ Με­ξι­κα­νὸς θε­ω­ρη­τι­κὸς Λά­ου­ρο Ζα­βά­λα τὴν Ἄ­νοι­ξη τοῦ 2000, στὸ πρῶ­το τεῦ­χος τοῦ El cuento en red, τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ ἔ­ρευ­νας καὶ θε­ω­ρί­ας τῆς λο­γο­τε­χνί­ας ποὺ ἐ­πι­με­λεῖ­ται, ση­μει­ώ­νει πὼς τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα (minificción) εἶ­ναι ἡ «narrativa que cabe en el espacio de una página» («ἡ ἀ­φή­γη­ση ποὺ χω­ρά­ει σὲ μί­α σε­λί­δα»), βλ. Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου, Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α…, ὅπ.π., σελ. 13.

.  Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Γιά­ννης Πα­τί­λης (Ἀ­θή­να, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση (1980-2010). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἵ­δρυ­ση καὶ ἔκ­δο­ση τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Τὸ Δέν­τρο (1978), Νῆ­σος – Μου­σι­κὴ καὶ Ποί­η­ση (1983) καὶ Κρι­τι­κὴ καὶ Κεί­με­να (1984). Ἀ­πὸ τὸ 1986 ὣς τὸ 2012 ἐ­ξέ­δι­δε καὶ δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον, ἐ­νῶ τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010 ἵ­δρυ­σε καὶ δι­ευ­θύ­νει μέ­χρι σή­με­ρα τὸν πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἱ­στο­χῶ­ρο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Δη­μο­σί­ευ­σε ὀ­κτὼ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ δύ­ο συγ­κεν­τρω­τι­κές. Πρῶ­το του ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο Ὁ μι­κρὸς καὶ τὸ Θη­ρί­ο (Ἀ­θή­να, 1970), τε­λευ­ταῖ­ο Ἀ­πο­δρο­μὴ τοῦ ἀλ­κο­ὸλ καὶ ἄλ­λα ποι­ή­μα­τα (ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, Ἀ­θή­να, 2012). Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση: Τα­ξί­δια στὴν ἴ­δια πό­λη. Ποι­ή­μα­τα 1970-1990 (β’ ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, Ἀ­θή­να, 2000). Τὸν Ἰ­ού­λιο τοῦ 2014 ἀ­πὸ τὴν σει­ρὰ «Σύρ­τις» τῶν ἐκ­δό­σε­ων τοῦ Πλα­νό­διου κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ δο­κί­μιό του Ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ Ἱ­στο­ρι­κὴ Ὀρ­θο­γρα­φί­α στὴν Πλα­νη­τι­κὴ Ἐ­πο­χή μὲ ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ Ἀ.Κ. Χρι­στο­δού­λου.

 .

Γιάννης Πατίλης: Ἱστορίες Μπονζάι. Σκέψεις γιὰ τὸ σύγχρονο διήγημα καὶ τὶς ρίζες του.

 

 

Γιά­ννης Πα­τί­λης

 

Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι

Σκέ­ψεις γιὰ τὸ σύγ­χρο­νο δι­ή­γη­μα καὶ τὶς ρί­ζες του

 

Ι Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΕΣ ΜΠΟΝ­ΖΑΙ συ­νι­στοῦν μυ­θο­πλα­σί­ες τῶν ὁ­ποί­ων ἡ μι­κρὴ ἢ καὶ πο­λὺ μι­κρὴ ἔ­κτα­ση ἀ­πο­τε­λεῖ οὐ­σι­ώ­δη σκο­πὸ τῆς καλ­λι­τε­χνι­κῆς βού­λη­σης ποὺ τὶς πα­ρή­γα­γε. Δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν, δη­λα­δή, ἁ­πλῶς καὶ μό­νον «μι­κρὰ» δι­η­γή­μα­τα, ἀλ­λὰ δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ἡ συ­νει­δη­τὴ ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς βρα­χύ­τη­τάς τους ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν πρῶ­το s­i­ne q­ua n­on πα­ρά­γον­τα τοῦ εἴ­δους τους. Ταυ­τό­χρο­να, καὶ σὲ ἀν­τι­στοι­χί­α πρὸς τὸ ὑ­παι­νισ­σό­με­νο εἶ­δος τῶν φυ­τῶν μπον­ζά­ι, στὸ μι­κρὸ μέ­γε­θος τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­ξει­κο­νί­ζε­ται ἡ φυ­τι­κὴ ὁ­λό­τη­τα τοῦ δέν­τρου, τό­σο ἡ συγ­γρα­φι­κὴ σύλλη­ψη ὅ­σο καὶ ἡ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη αὐ­τῶν τῶν μι­κρῶν ἱ­στο­ρί­ων ὑ­πη­ρε­τεῖ­ται —καὶ θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ­ται— ἀ­πὸ τὴν ἰ­δέ­α ἑ­νὸς πα­ρόν­τος ἢ ἐ­ξυ­πα­κου­ό­με­νου σ’ αὐ­τὲς ἀ­φη­γη­μα­τι­κοῦ ὅ­λου.

 

* * *

 

Μπο­ρεῖ ἡ ἐκ­πλη­κτι­κὴ δι­ά­δο­ση τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ τύ­που, καὶ ἰ­δί­ως τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν, κα­τὰ τὸ 19ο αἰ­ώ­να νὰ ἐ­πέ­δρα­σαν ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὴ δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ σύγ­χρο­νου δι­η­γή­μα­τος, ἐ­πι­βάλ­λον­τας σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὸ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο τῆς ἔ­κτα­σής του (δὲν ξέ­ρου­με λ.χ. ἂν θὰ ὑ­πῆρ­χε πε­ζο­γρά­φος Πα­πα­δι­α­μάν­της χω­ρὶς τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ τὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς ἐ­πο­χῆς του), τὴν θε­ω­ρη­τι­κὴ ὡ­στό­σο σφρα­γί­δα στὸ εἶ­δος, στὸν βαθ­μὸ ποὺ αὐ­τὴ ἀ­φο­ρᾶ τὸ κρι­τή­ριο τῆς συν­το­μί­ας καὶ τὴν λει­τουρ­γί­α της στὸν ἀ­να­γνώ­στη, τὴν ἔ­θε­σε —ἀ­νά­γον­τας μὲ μιὰ τολ­μη­ρὴ κί­νη­ση ἕ­να πο­σο­τι­κὸ κρι­τή­ριο σὲ ποι­ο­τι­κό— ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους πα­τέ­ρες του: ὁ Ἔν­τγκαρ Ἄλ­λαν Πό­ου.

       Δὲν εἶ­ναι, βέ­βαι­α, ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς φι­λο­λο­γί­ας ἕ­να πο­σο­τι­κὸ κρι­τή­ριο συμ­με­τέ­χει στὸν κα­θο­ρι­σμὸ ἑ­νὸς λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους. Ἀρ­κεῖ νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὸν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὸ ὁ­ρι­σμὸ τῆς τρα­γω­δί­ας, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α κά­πως ἀ­ο­ρί­στως «ἕ­να κά­ποι­ο μέ­γε­θος» (μέ­γε­θος ἐ­χού­σης) κρί­νε­ται πάν­τως ἀ­πα­ραί­τη­το. Στὴν πε­ρί­πτω­ση, ὡ­στό­σο, τοῦ Πό­ου ἡ βρα­χύ­τη­τα τῆς ἔ­κτα­σης, τό­σο στὸν ποι­η­τι­κὸ ὅ­σο καὶ στὸν πε­ζὸ λό­γο, συ­νι­στᾶ τὸν πρω­ταρ­χι­κὸ πυ­ρή­να τῆς καλ­λι­τε­χνι­κῆς σύν­θε­σης. Τὸ κρι­τή­ριο αὐ­τὸ προ­τάσ­σει μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση ὁ βο­στω­νέ­ζος πε­ζο­γρά­φος καὶ στὰ δύ­ο σχε­τι­κὰ μὲ τὸ θέ­μα μας πο­λὺ γνω­στὰ κεί­με­νά του: στὴν κρι­τι­κή του [Α΄ + Β΄] γιὰ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των T­w­i­ce-T­o­ld T­a­l­es τοῦ Χῶ­θορν (1842) καὶ στὸ δο­κί­μιό του Ἡ Φι­λο­σο­φί­α τῆς Σύν­θε­σης (1846), στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξη­γεῖ τὴν μέ­θο­δο μὲ τὴν ὁ­ποί­α συ­νέ­θε­σε τὸ ποί­η­μά του «Τὸ Κο­ρά­κι» (1845). Δεύ­τε­ρο κρι­τή­ριο, με­τὰ τὴν συν­το­μί­α στὴν ἔ­κτα­ση, προ­βάλ­λει ὁ Πό­ου τὴν δη­μι­ουρ­γί­α στὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη μιᾶς ἰ­σχυ­ρῆς ἐν­τύ­πω­σης (ef­fect), τὴν ὁ­ποί­α ὡ­στό­σο δὲν παύ­ει νὰ θε­ω­ρεῖ ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὴν ἀρ­χὴ τῆς συν­το­μί­ας, ἀ­φοῦ ὅ­πως ση­μει­ώ­νε­ται στὴν Φι­λο­σο­φί­α τῆς Σύν­θε­σης: «δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­πο­δεί­ξει κα­νεὶς πὼς ἕ­να ποί­η­μα εἶ­ναι πράγ­μα­τι τέ­τοι­ο στὸν βαθ­μὸ ποὺ ἐ­ξυ­ψώ­νει τὴν ψυ­χὴ δι­ε­γεί­ρον­τάς την  ἔν­το­να· καὶ κά­θε ἔν­το­νη δι­έ­γερ­ση, ἐ­ξαι­τί­ας μιᾶς ψυ­χι­κῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας, εἶ­ναι σύν­το­μη.»

       Ἡ συν­το­μί­α, ὡ­στό­σο, γιὰ τὸν Πό­ου, δὲν εἶ­ναι αὐ­το­σκο­πός. Οὔ­τε συ­νι­στᾶ θε­με­λι­ώ­δη καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἀ­ξί­α μό­νο δι­ό­τι εἶ­ναι ἄ­με­σα συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὴν φυ­σι­ο­λο­γί­α τῆς ψυ­χι­κῆς δι­έ­γερ­σης. Τό­σο στὴν ποί­η­ση ὅ­σο καὶ στὸ πε­ζό, ἡ συν­το­μί­α ἔ­χει ἕ­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρο σκο­πό: νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὸ αἴ­σθη­μα τῆς ὁ­λό­τη­τας καὶ τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ καλ­λι­τε­χνι­κοῦ ἔρ­γου – ποι­ό­τη­τες ποὺ κα­τα­στρέ­φον­ται, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζει, στὰ συ­νη­θι­σμέ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ὅ­πως καὶ στὰ με­γά­λα ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ ποι­ή­μα­τα.

       Ὁ Πό­ου μά­λι­στα ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους λο­γο­τέ­χνες, ἂν ὄ­χι ὁ πρῶ­τος, ποὺ ἐ­πε­χεί­ρη­σε νὰ ὁ­ρί­σει τὸ μέ­γε­θος τῆς συν­το­μί­ας. Ἐ­πε­νό­η­σε δέ, μὲ μιὰ ἐν­τυ­πω­σια­κὴ με­τα­φο­ρά, καὶ τὴν σχε­τι­κὴ μο­νά­δα μέ­τρη­σης: τὸ σω­στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ἔρ­γο, μᾶς λέ­ει, πρέ­πει νὰ μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βα­στεῖ «in o­ne s­i­t­t­i­ng», δη­λα­δὴ «σὲ μιὰ μό­νο ἀ­νά­γνω­ση», «δια­μιᾶς», «μο­νο­ρού­φι», ἢ —λέ­ξη πρὸς λέ­ξη— «σὲ μιὰ κα­θι­σιά», γιὰ νὰ μεί­νου­με σὲ κά­ποι­ες ἀ­πὸ τὶς ἀν­τί­στοι­χες νε­ο­ελ­λη­νι­κὲς ἀ­πο­δό­σεις τῶν με­τα­φρα­στῶν του. Σ’ αὐ­τὸ ὁ Πό­ου εἶ­ναι κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός: ἐ­ὰν γιὰ τὴν ἀ­νά­γνω­σή του χρεια­στοῦν «δυ­ὸ κα­θι­σιές» («if t­wo s­i­t­t­i­n­gs be r­e­q­u­i­r­ed»­), ὑ­πει­σέρ­χον­ται στὴν πρόσ­λη­ψη τοῦ ἔρ­γου τὰ πράγ­μα­τα τοῦ κα­θ’ ἡ­μέ­ραν βί­ου καὶ κά­θε αἴ­σθη­μα ὁ­λό­τη­τας κα­τα­στρέ­φε­ται ἀ­μέ­σως. Στὸ ἴ­διο μῆ­κος κύ­μα­τος καὶ σὲ κά­ποι­ο ἄλ­λο ση­μεῖ­ο (γρά­φον­τας γιὰ τὸν Χῶ­θορν) προ­σπα­θεῖ νὰ γί­νει πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­νος, ἐ­κτι­μών­τας ἐ­κεῖ πὼς τὸ σύν­το­μο πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἀ­φή­γη­μα «χρει­ά­ζε­ται ἀ­πὸ μι­σὴ ἕ­ως μί­α ἢ δύ­ο ὧ­ρες ἀ­νά­γνω­ση», ἕ­να ὅ­ριο φυ­σι­κὰ πο­λὺ σχε­τι­κὸ ποὺ εὔ­κο­λα πα­ρα­βι­ά­ζε­ται πρὸς τὰ κά­τω, ἂν σκε­φτεῖ κα­νεὶς πὼς τὸ «Ὀ­βὰλ πορ­τραῖ­το» (1842), 1300 λέ­ξε­ων καὶ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ συν­το­μό­τε­ρα δι­η­γή­μα­τα τοῦ Πό­ου, θὰ χρει­α­ζό­ταν τὸ πο­λὺ πέν­τε λε­πτὰ γιὰ νὰ δι­α­βα­στεῖ.

       Εἶ­ναι προ­φα­νὲς πὼς ἡ μο­νά­δα μέ­τρη­σης τοῦ Πό­ου πα­ρὰ τὸ κρι­τή­ριο τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς συ­νο­χῆς ποὺ δι­α­θέ­τει, δὲν παύ­ει νὰ εἶ­ναι πο­σο­τι­κὰ ἀρ­κε­τὰ ἀ­σα­φής, ὄ­χι μό­νο γιὰ τὸν ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ ἀ­πὸ ἀ­να­γνώ­στη σὲ ἀ­να­γνώ­στη χα­ρα­κτή­ρα τῆς πε­ρί­φη­μης «κα­θι­σιᾶς», ἀλ­λὰ πρω­τί­στως λό­γῳ μιᾶς ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς πα­ρα­μέ­τρου ποὺ ὑ­πει­σέρ­χε­ται «βί­αι­α» στὸν προσ­δι­ο­ρι­σμὸ ἑ­νὸς λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους καὶ ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ ἀν­τι­πα­θῆ πράγ­μα­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, τὰ «a­f­f­a­i­rs of t­he w­o­r­ld» καὶ τὰ «w­o­r­l­d­ly i­n­t­e­r­e­s­ts» ὅ­πως τὰ πε­ρι­γρά­φει, ποὺ ἔρ­χον­ται νὰ ἀ­πει­λή­σουν τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ ἔρ­γου τέ­χνης, εἰ­σά­γον­τας ἔ­τσι μὲ ἕ­ναν δρα­μα­τι­κὸ τρό­πο τὴν κα­τά­στα­ση τοῦ νε­ω­τε­ρι­κοῦ ἀν­θρώ­που μέ­σα στὸν κό­σμο τῶν κλα­σι­κῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν καλ­λι­τε­χνι­κῶν ἀ­ξι­ῶν. Οἱ τε­ρά­στι­ες με­ταλ­λα­γὲς ποὺ ἔ­χουν ὑ­πο­στεῖ οἱ κα­θη­με­ρι­νὲς ὑ­πο­θέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­πὸ τὴν Βο­στώ­νη τοῦ 1840 στὴν αὐ­γὴ τοῦ 21ου αἰ­ώ­να, χω­ρὶς νὰ ἔ­χουν τρο­πο­ποι­ή­σει δρα­στι­κὰ τὴν οὐ­σί­α τοῦ σύγ­χρο­νου δι­η­γή­μα­τος, ἔ­χουν στὴν πρά­ξη συμ­πι­έ­σει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὰ συμ­βα­τι­κὰ ὅ­ριά του: ἑ­νά­μι­ση αἰ­ώ­να με­τὰ ἡ «κα­θι­σιὰ» τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς ἐ­πο­χῆς μας εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι δια­ρκεῖ πο­λὺ λι­γό­τε­ρο. Ταυ­τό­χρο­να οἱ ἀλ­λα­γὲς αὐ­τὲς ἔ­χουν ἀ­να­δεί­ξει στὴν ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρά­ξη τὸ δι­ή­γη­μα ὡς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ σύμ­βο­λα τοῦ ἀ­γω­νι­ζό­με­νου γιὰ ψυ­χι­κὴ καὶ πνευ­μα­τι­κὴ ποι­ό­τη­τα νε­ω­τε­ρι­κοῦ ἀν­θρώ­που, κα­θὼς μὲ τὴν ἐ­κτα­τι­κὴ ἀ­να­δί­πλω­ση τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὸν ἀ­με­ρι­κα­νὸ ἐμ­πνευ­στή του, ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται κά­θε φο­ρὰ νὰ δι­α­σω­θοῦν ἀ­ξί­ες τῆς τέ­χνης, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ὁ­λό­τη­τα καὶ ἀ­κε­ραι­ό­τη­τά της, ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν χα­ο­τι­κὸ κό­σμο τῆς νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας ποὺ τὶς πε­ρι­βάλ­λει καὶ τὶς ἀ­πει­λεῖ. Ὡ­στό­σο, δὲν εἶ­ναι ἴ­σως πε­ριτ­τὸ νὰ προ­στε­θεῖ ἐ­δῶ πὼς ὁ ἴ­διος ἀ­γώ­νας γιὰ ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κὴ ποι­ό­τη­τα ὑ­πη­ρε­τεῖ­ται πάν­το­τε καὶ ἀ­πὸ τὸ κα­λὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, μό­νο ποὺ ἐ­δῶ ἄλ­λες ἀ­ξί­ες, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ἀν­το­χὴ καὶ ἡ διά­ρκεια μέ­σῳ τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, δι­α­σώ­ζων­ται μέ­σα ἀ­πὸ ἄλ­λους δρό­μους τῆς γρα­φῆς.

 

* * *

 

Ἐ­πα­να­κάμ­πτον­τας στὸ σή­με­ρα θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με ὅ­τι, ἐ­δῶ καὶ δύ­ο δε­κα­ε­τί­ες πε­ρί­που, τὸ σύν­το­μο καὶ πο­λὺ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα τεί­νουν νὰ γί­νουν ὁ κα­νό­νας τῆς σύγ­χρο­νης πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς ἔκ­φρα­σης. Σ’ αὐ­τὸ συν­τε­λοῦν, κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας, πρω­τί­στως δύ­ο πα­ρά­γον­τες. Πρῶ­τ’ ἀ­π’ ὅ­λα ἡ ρα­γδαί­α παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση καὶ δι­ά­χυ­ση τῶν ποι­κί­λων πο­λι­τι­σμι­κῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν. Ἐ­ὰν ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ τύ­που τὸν 19ο αἰ­ώ­να (μιὰ πρώ­τη μορ­φὴ παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης) ἔ­κα­νε τό­σο ἔν­το­να αἰ­σθη­τὸ ὡς λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος τὸ δι­ή­γη­μα, μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νὰ φαν­τα­στεῖ κα­νεὶς (καὶ τὸ βλέ­πει στὴν πρά­ξη) πό­σο πολ­λα­πλα­σι­α­στι­κὰ δρᾶ ὁ σύγ­χρο­νος παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νος τύ­πος, δη­λα­δὴ τὸ Δι­α­δί­κτυ­ο, στὴν πα­ρα­γω­γὴ καὶ δι­ά­δο­ση αὐ­τῆς τῆς μι­κρῆς φόρ­μας! Εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος κρί­σι­μος πα­ρά­γων ποὺ ἀ­νοί­γει δι­ά­πλα­τα τὸν δρό­μο σ’ ἕ­να δεύ­τε­ρο: στὴν ἐν­το­νό­τε­ρη ἀ­νά­δυ­ση σὲ παγ­κό­σμιο ἐ­πί­πε­δο τῆς ἐ­λάσ­σο­νος λο­γο­τε­χνί­ας, τῆς λο­γο­τε­χνί­ας ἐ­κεί­νης ποὺ ἀ­νέ­κα­θεν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε ἀν­τι­στι­κτι­κὰ ὑ­ψη­λοὺς καὶ κυ­ρί­αρ­χους πο­λι­τι­σμοὺς τῆς γρα­φῆς. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ται­ριά­ζει ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ στὴν πο­λι­τι­σμι­κὴ πο­λυ­εί­δεια τῶν ἡ­με­ρῶν μας καὶ ἡ ὁ­ποί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει γι’ αὐ­τὸν ποὺ γρά­φει (ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σῳ αὐ­τῆς) τὸ αἴ­σθη­μα ὅ­τι δὲν ἀ­νή­κει —ἐκ­προ­σω­πών­τας τα— σὲ μιὰ κυ­ρί­αρ­χη ὁ­μά­δα, γλώσ­σα, κουλ­τού­ρα, λο­γο­τε­χνι­κὸ κα­νό­να, ἀ­γο­ρά, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον σὲ μιὰ μει­ο­νό­τη­τα πού δη­μι­ουρ­γεῖ στὸ πε­ρι­θώ­ριο ὅ­λων αὐ­τῶν, χα­μέ­νη μέ­σα στὸν ἀ­πέ­ραν­το ὠ­κε­α­νὸ τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας. Δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου τυ­χαῖ­ο γιὰ μιὰ τέ­τοι­α κοι­νό­τη­τα τὸ ὅ­τι βρῆ­κε στὸ δι­ή­γη­μα, σ’ αὐ­τὸν τὸν πα­ρί­α τῶν με­γά­λων φι­λο­λο­γι­κῶν γε­νῶν τῆς κλα­σι­κῆς πα­ρά­δο­σης, τὸ ἰ­δα­νι­κὸ ἐρ­γα­λεῖ­ο γιὰ τὴν ἔκ­φρα­ση τῶν πιὸ γνή­σι­ων αἰ­σθη­μά­των της.

       Ἀλ­λὰ στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ βρί­σκε­ται καὶ ὁ βα­θύ­τε­ρος πο­λι­τι­κὸς χα­ρα­κτή­ρας ἐ­τού­της τῆς μᾶλ­λον ἀ­πο­λι­τι­κῆς θε­μα­το­λο­γι­κὰ τέ­χνης. Δι­ό­τι στὸ γι­γάν­τιο καὶ ὁ­λι­στι­κὸ συ­νε­χὲς τῆς παγ­κό­σμιας ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, προ­ϊ­ὸν σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἑ­νὸς ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτου ὁ­μο­γε­νο­ποι­η­τι­κοῦ οἰ­κο­νο­μι­κοῦ συ­στή­μα­τος, ἡ ἐν λό­γῳ ἐκ­φρα­στι­κή, ἀν­τι­πα­ρα­τάσ­σον­τας στὶς κα­λύ­τε­ρες στιγ­μές της τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ δι­κοῦ της ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κοῦ κό­σμου, συ­νι­στᾶ μιὰ ἐμ­μέ­νου­σα ἐν­δη­μι­κὴ ἀ­συ­νέ­χεια. Ὑ­πο­νο­μεύ­ει τὸν μον­τερ­νι­στι­κὸ φε­τι­χι­σμὸ τῆς φέ­ρου­σας τε­χνο­λο­γί­ας μὲ τὴν ἀ­νά­κλη­ση παμ­πά­λαι­ων ἐκ­κρε­μο­τή­των τῆς ψυ­χῆς. Καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ τὸν χῶ­ρο γιὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἔ­στω καὶ λι­γο­στὴ λυ­τρω­τι­κὴ κα­θι­σιὰ ποὺ ἐ­πι­τρέ­πει στὸ πνεῦ­μα νὰ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ τὴ ζω­ή μας!

 

* * *

 

Ὑ­στε­ρό­γρα­φο γιὰ τὸν πα­ρόν­τα τό­μο.

           

Τὸ πα­ρὸν 51ο τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ τρί­το ση­μαν­τι­κὸ βῆ­μα στὴν συ­στη­μα­τι­κὴ δι­ε­ρεύ­νη­ση τοῦ χώ­ρου τοῦ δι­η­γή­μα­τος, εἰ­δι­κό­τε­ρα τοῦ λε­γό­με­νου «μι­κροῦ», ποὺ ἐγ­και­νί­α­σε τὸ πε­ρι­ο­δι­κό μας τὸ Φθι­νό­πω­ρο τοῦ 2009. Στὸ πλαί­σιο τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας ἑ­νὸς τεύ­χους ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νου στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, τὸ λε­γό­με­νο F­l­a­sh F­i­c­t­i­on, τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ σχε­δί­α­σε πα­ράλ­λη­λα καὶ ξε­κί­νη­σε ἕ­ξι μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010, μιὰ ἱ­στο­σε­λί­δα ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα γε­νι­κό­τε­ρα, πρω­τό­τυ­πο εἴ­τε με­τα­φρα­σμέ­νο ἀ­πὸ πολ­λὲς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς γλῶσ­σες: τὸ γνω­στό σας πιὰ ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Αὐ­τὸ ὑ­πῆρ­ξε καὶ τὸ πρῶ­το μας —με­γα­λύ­τε­ρο σὲ φι­λο­δο­ξί­α καὶ συ­νε­χι­ζό­με­νη διά­ρκεια— βῆ­μα.

       Ἀ­κο­λού­θη­σε, τὸ ἑ­πό­με­νο, δεύ­τε­ρο, βῆ­μα, δη­λα­δὴ τὸ προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο καὶ ὑ­πε­σχη­μέ­νο ἀ­πὸ και­ρὸ τεῦ­χος τοῦ ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ μπον­ζά­ι (F­l­a­sh F­i­c­t­i­on), ποὺ κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸν πε­ρα­σμέ­νο Ἰ­ού­νιο (τχ. 50) τοῦ 2011.

       Καὶ τώ­ρα ἔρ­χε­ται τὸ τρί­το μας βῆ­μα, τὸ τεῦ­χος τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ μπον­ζά­ι, τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ποὺ γρά­φε­ται στὶς μέ­ρες μας. Τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­νὰ χεῖ­ρας τεῦ­χος εἶ­χε καὶ αὐ­τὸ μιὰ μα­κρὰ καὶ πλού­σια προ­ε­τοι­μα­σί­α. Ἐ­πι­πλέ­ον δι­α­θέ­τει τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα νὰ συν­δυά­ζει πα­ρου­σι­ά­ζον­τας ἰ­σό­τι­μα μιὰ ἀ­παι­τη­τι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ ἀ­πὸ νέ­ες καὶ στὴν πλει­ο­νό­τη­τά τους ἄ­γνω­στες λο­γο­τε­χνι­κὲς φω­νὲς μὲ ἀ­νέκ­δο­τα κεί­με­να γνω­στῶν ἑλ­λή­νων λο­γο­τε­χνῶν μὲ μα­κρό­χρο­νη δη­μι­ουρ­γι­κὴ πα­ρου­σί­α στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ γράμ­μα­τα.

       Τὴν πο­ρεί­α πρὸς τὸ πα­ρὸν τεῦ­χος συ­νο­ψί­ζα­με σ’ ἕ­ναν κρί­σι­μο σταθ­μό της μὲ τὴν πα­ρα­κά­τω ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ποὺ ἀ­ναρ­τού­σα­με στὶς ἠ­λε­κτρο­νι­κές του σε­λί­δες τὴν 1η Αὐ­γού­στου τοῦ 2010:

Ἀ­γα­πη­τὲ Ἀ­να­γνώ­στη,

       ὅ­πως ἤ­δη θὰ γνω­ρί­ζεις, προ­ε­τοι­μά­ζον­τας ἕ­να τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ μι­κρὸ ἑλ­λη­νι­κὸ δι­ή­γη­μα, σκε­φτή­κα­με νὰ ἀ­πευ­θυν­θοῦ­με, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς γνω­στοὺς λο­γο­τέ­χνες, πε­ζο­γρά­φους καὶ ποι­η­τές, καὶ στὴ με­γά­λη κοι­νό­τη­τα τῶν φί­λων τῆς λο­γο­τε­χνί­ας —νέ­ους συγ­γρα­φεῖς, κυ­ρί­ως— καὶ νὰ τοὺς ζη­τή­σου­με νὰ στεί­λουν συ­νερ­γα­σί­ες τους στὸ πε­ρι­ο­δι­κό, ὥ­στε νὰ δι­α­λέ­ξου­με ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς —κα­τὰ τὴν κρί­ση μας πάν­τα— κα­λύ­τε­ρες καὶ νὰ τὶς δη­μο­σι­εύ­σου­με στὸ σχε­τι­κὸ τεῦ­χος. Στὴν πρό­σκλη­σή μας αὐ­τὴ ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λη ἀν­τα­πό­κρι­ση: ἕ­ως τὶς 30 Ἰ­ου­νί­ου 2010, κα­τα­λη­κτι­κὴ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ὑ­πο­βο­λῆς τῶν συ­νερ­γα­σι­ῶν, εἶ­χαν ὑ­πο­βλη­θεῖ 381 μπον­ζά­ι ἀ­πὸ 169 πρό­σω­πα. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ προ­σε­κτι­κὴ με­λέ­τη κα­τὰ τὸν μή­να Ἰ­ού­λιο ὅ­λου τοῦ ὑ­λι­κοῦ, ἐ­πι­λέ­γη­σαν 37 ἀ­πὸ αὐ­τά. Τὴν ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση ἔ­κα­ναν ὁ Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης, ἡ Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου καὶ ὁ Γιά­ννης Πα­τί­λης.

       Σύμ­φω­να μὲ τὸν προ­γραμ­μα­τι­σμὸ τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ τὰ μπον­ζά­ι ποὺ ἐ­πι­λέ­χθη­καν θὰ συμ­πε­ρι­λη­φθοῦν στὸ δεύ­τε­ρο τεῦ­χος τοῦ 2011 (Δε­κέμ­βριος), τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, ἐ­νῶ τὸ πρῶ­το τεῦ­χος τοῦ ἴ­διου ἔ­τους (Ἰ­ού­νιος 2011) θὰ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἀν­τί­στοι­χο ἀγ­γλο­σα­ξω­νι­κό (flash fiction) [­.­.­.]

       Δε­κα­τέσ­σε­ρις μῆ­νες με­τὰ δι­α­πι­στώ­νου­με μὲ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ὅ­τι ὁ ἀ­μη­τὸς ὑ­πῆρ­ξε πράγ­μα­τι πλού­σιος: τὰ 37 ἐ­πι­λεγ­μέ­να κεί­με­να (ὁ κα­τά­λο­γος τῶν ὁ­ποί­ων ἔ­χει ἀ­ναρ­τη­θεῖ στὸ ἱ­στο­λό­γιο [ἐγγραφὴ 01-08-2010]) ἦρ­θαν νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν ἄλ­λα 53 (μέ­χρι στιγ­μῆς) ἀ­πὸ γνω­στοὺς λο­γο­τέ­χνες στοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­πευ­θυν­θή­κα­με. Ὑ­πεν­θυ­μί­ζου­με στὸν ἀ­να­γνώ­στη ὅ­τι τὰ πρὸς δη­μο­σί­ευ­ση κεί­με­να δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­περ­βαί­νουν τὶς 750 λέ­ξεις, ἐ­νῶ ἦ­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πι­θυ­μη­τὸ νὰ πα­ρου­σιά­ζουν πλο­κὴ καὶ εἰ δυ­να­τὸν χα­ρα­κτῆ­ρες.

       Ὅ­πως εἶ­ναι εὐ­νό­η­το ὁ με­γά­λος ἀ­ριθ­μὸς τῶν συ­νερ­γα­σι­ῶν δὲν θὰ ἐ­πέ­τρε­πε τὴν δη­μο­σί­ευ­ση ὅ­λων μα­ζὶ σὲ ἕ­να καὶ μό­νον τεῦ­χος, δί­χως νὰ ἐ­πη­ρε­α­στεῖ σο­βα­ρὰ ἡ κα­θι­ε­ρω­μέ­νη φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ. Ἔ­τσι ἀ­πο­φα­σί­σα­με νὰ μοι­ρά­σου­με τὶς συμ­με­το­χὲς σὲ δύ­ο συ­νε­χό­με­να τεύ­χη, μὲ τὸν προ­γραμ­μα­τι­σμὸ καὶ ἑ­νὸς δεύ­τε­ρου γιὰ τὸ Κα­λο­καί­ρι τοῦ 2012. 

 

* * *

 

Σὲ μιὰ τέ­τοι­α πο­λυ­πρό­σω­πη συ­να­γω­γὴ καλ­λι­τε­χνι­κῶν φω­νῶν εἶ­ναι ἀ­να­με­νό­με­νο τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ στρέ­φε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα στὶς νέ­ες πα­ρου­σί­ες. Ποι­ό εἶ­ναι τὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς ποι­ό­τη­τάς τους; Ἔ­χει κά­τι ἀλ­λά­ξει στὰ θέ­μα­τα καὶ στὸν τρό­πο δι­α­χεί­ρι­σής τους ἀ­πὸ τὴν γνω­στή μας εἰ­κό­να τῆς σύγ­χρο­νης νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς πε­ζο­γρα­φί­ας – ἐ­κεί­νης ποὺ τὰ χρο­νο­λο­γι­κὰ ὅ­ριά της θὰ μπο­ροῦ­σαν —τὸ μέ­γι­στο— νὰ ὁ­ρι­στοῦν ἀ­πὸ τοὺς ἐν ζω­ῇ πε­ζο­γρά­φους μας;

       169 συμ­με­το­χὲς καὶ 381 δι­η­γή­μα­τα σί­γου­ρα δὲν ἐ­ξαν­τλοῦν τὸ πε­δί­ο τῆς νε­ό­τα­της δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας, ὡ­στό­σο ὡς σύ­νο­λο δὲν εἶ­ναι τό­σο μι­κρό, ὥ­στε νὰ μὴν ἐ­πι­τρέ­πει τὴν ἐ­ξα­γω­γὴ κά­ποι­ων πρώ­των δι­α­πι­στώ­σε­ων. 

       Ἑ­στι­ά­ζον­τας πρω­τί­στως στὰ 37 δι­η­γή­μα­τα ποὺ κρί­θη­καν ὡς κα­λύ­τε­ρα, μὲ τὸ σκε­πτι­κὸ ὅ­τι οἱ πιὸ ὥ­ρι­μες καὶ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θει­ες μπο­ροῦν νὰ ἀ­πο­τυ­πώ­σουν μὲ με­γα­λύ­τε­ρη δι­αί­σθη­ση τὶς συν­τε­λού­με­νες ἀλ­λα­γές, αὐ­τὸ ποὺ πιὸ εὔ­κο­λα μπο­ρεῖ νὰ δι­α­πι­στώ­σει κα­νεὶς εἶ­ναι τὸ σα­φέ­στα­το προ­βά­δι­σμα ποὺ ἔ­χει ἡ θε­μα­τι­κὴ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Εἴ­τε ὡς σχέ­ση γο­νέ­ων μὲ τέ­κνα εἴ­τε ὡς προ­βλη­μα­τι­κὴ τοῦ γά­μου, ἡ κρί­ση τῆς σύγ­χρο­νης οἰ­κο­γέ­νειας ἐ­πα­νέρ­χε­ται μὲ ἔν­τα­ση μέ­σα στὰ κα­λύ­τε­ρα δείγ­μα­τα (βλ. λ.χ. τὸ μπονζά­ι «Ἡ ξέ­νη» τοῦ Μάν­θου Ἀγ­γέ­λη). Ἡ θε­μα­τι­κὴ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας δι­α­πλέ­κε­ται συ­χνὰ καὶ στε­νὰ μὲ τὴ θε­μα­τι­κὴ τοῦ ἔ­ρω­τα, κα­θὼς στὰ πιὸ πολ­λὰ σχε­τι­κὰ δι­η­γή­μα­τα αὐ­τὸ ποὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πει­λεῖ τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α εἶ­ναι ὁ ἐ­ρω­τι­σμὸς τοῦ ἀ­τό­μου. Ὁ ἔ­ρω­τας δὲν εἶ­ναι τό­σο, ὅ­σο στὸ σχε­τι­κὰ πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν, μιὰ ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ὑ­πό­θε­ση με­τα­ξὺ δύ­ο ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νων προ­σώ­πων, ὅ­σο ἕ­να πρό­βλη­μα ποὺ ἐμ­πλέ­κει ἔν­το­να τὰ μέ­λη μιᾶς (ἢ καὶ δεύ­τε­ρης) μι­κρῆς κοι­νω­νι­κῆς ὁ­μά­δας: τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Θυ­μί­ζον­τας ἀ­πρό­σμε­να πο­λὺ πα­λι­ό­τε­ρους και­ρούς, ἕ­να σύγ­χρο­νο ἐ­ρω­τι­κὸ δι­ή­γη­μα, πο­λὺ πιὸ τολ­μη­ρὸ καὶ ἕ­τοι­μο νὰ μι­λή­σει, δί­χως συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοὺς καὶ μὲ ἀ­συ­νή­θι­στη στὴ λο­γο­τε­χνί­α μας ὡ­ρι­μό­τη­τα, γιὰ τὶς ἀ­λή­θει­ες του, εἶ­ναι πρῶ­τ’ ἀ­π’ ὅ­λα ἕ­να μι­κρὸ οἰ­κο­γε­νεια­κὸ δρά­μα. Ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἡ θε­μα­τι­κὴ τῆς ἡ­λι­κί­ας: πα­ρα­τη­ροῦ­με, δη­λα­δή,  ἕ­να αὐ­ξη­μέ­νο ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τοῦ ἀ­τό­μου σὲ κα­θο­ρι­στι­κὴ συ­νάρ­τη­ση μὲ τὴν ἡ­λι­κί­α του, ἀ­πό­το­κο ἴ­σως ἑ­νὸς πα­ρα­τε­τα­μέ­νου ἥ­ρε­μου κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου μὲ με­γά­λα προσ­δό­κι­μα ὅ­ρια ἐ­πι­βί­ω­σης.­.. Ἱ­στο­ρι­κὲς ἢ πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κὲς ἀ­να­φο­ρὲς, χω­ρὶς νὰ ἔ­χουν ἐ­κλεί­ψει τε­λεί­ως, ἀ­που­σιά­ζουν ἐν­τυ­πω­σια­κά, ση­μα­το­δο­τών­τας κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας τὸ βα­θύ­τε­ρο βύ­θι­σμα τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας στὸ ὑ­πε­ρε­θνι­κὸ παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νο μάγ­μα τῶν δυ­τι­κῶν κοι­νω­νι­ῶν.

       Ὡς πρὸς τοὺς τρό­πους ἐ­πε­ξερ­γα­σί­ας, τὸν γνω­στό μας ρε­α­λι­σμό, γνώ­ρι­σμα κα­τε­ξο­χὴν τῆς ἐλ­λη­νι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας τῶν με­τα­πο­λε­μι­κῶν δε­κα­ε­τι­ῶν, ἔρ­χε­ται νὰ ἐ­ξι­σορ­ρο­πή­σει ὡς ἀ­νερ­χό­με­νο στοι­χεῖ­ο ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κὸς μο­νό­λο­γος καί, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, μιὰ ἐν­τυ­πω­σια­κὰ ὑ­πο­ψι­α­σμέ­νη καὶ κα­λο­δου­λε­μέ­νη ψυ­χο­γρα­φί­α. Κι ἐ­νῶ κυ­ρια­ρχεῖ ἡ σο­βα­ρὴ μα­τιά, τὸ κρι­τι­κὸ αἴ­σθη­μα τῆς ὑ­πο­βαθ­μι­σμέ­νης ζω­ῆς δὲν παύ­ει νὰ τρο­φο­δο­τεῖ ἀρ­κε­τὲς φο­ρὲς τὶς ποι­κί­λες ὄ­ψεις τοῦ κω­μι­κοῦ.

       Γιὰ τὴν ποι­ό­τη­τα τῶν ἐ­πι­λεγ­μέ­νων κει­μέ­νων ὁ ἀ­να­γνώ­στης τοῦ Πλα­νό­διου θὰ σχη­μα­τί­σει τὴ γνώ­μη του, ὀ­φεί­λω, ὡ­στό­σο, νὰ ση­μει­ώ­σω πὼς δὲν ἦ­ταν ἐ­λά­χι­στες οἱ φο­ρὲς ποὺ βρε­θή­κα­με μπρο­στὰ σὲ ἀ­πρό­σμε­να κα­λὰ κεί­με­να, ἐ­νῶ ὁ μέ­σος ὅ­ρος, ὅ­σων ἐ­πε­λέ­γη­σαν τε­λι­κά, δὲν ἔ­χει νὰ ζη­λέ­ψει πολ­λὰ ἀ­πὸ τὶς κα­λὲς στιγ­μὲς τῆς “ἐ­πώ­νυ­μης” τρέ­χου­σας δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας. Ἴ­σως τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ πο­λὺ κα­λὰ κεί­με­να αὐ­τῆς τῆς συλ­λο­γῆς νὰ ἀ­νή­κουν καὶ στοὺς λι­γό­τε­ρο γνω­στοὺς συγ­γρα­φεῖς. 

       Τέ­λος, ἕ­να ἐν­τε­λῶς και­νούρ­γιο στοι­χεῖ­ο στὴ δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­α μας εἶ­ναι ἡ προ­έ­λευ­ση ἀρ­κε­τῶν συμ­με­το­χῶν ἀ­πὸ τὰ πο­λυ­ά­ριθ­μα πιὰ ἐρ­γα­στή­ρια «δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς» ποὺ ξε­πε­τά­χτη­καν τὴν τε­λευ­ταί­α δε­κα­πεν­τα­ε­τί­α καὶ στὸν τό­πο μας. Φαί­νε­ται πὼς κά­νουν κα­λὰ τὴ δου­λειά τους, ἀν­τι­σταθ­μί­ζον­τας στὸν ρό­λο τῆς ἐμ­φά­νι­σης νέ­ων τα­λέν­των τὴν φθί­νου­σα πα­ρου­σί­α ὡς εἶ­δος τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν, πού, πα­ρα­δο­σια­κὰ ἐ­πί­σης, δι­ευ­θύ­νον­ταν καὶ δι­ευ­θύ­νον­ται ἀ­πὸ ποι­η­τές. Με­λε­τών­τας προ­σε­κτι­κό­τε­ρα τὸ δι­ή­γη­μα τῶν τε­λευ­ταί­ων ἐ­τῶν, τεί­νω νὰ πι­στεύ­ω πὼς τὸ εἶ­δος του πρό­σφε­ρε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ ν’ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­σει τὴν ἀ­λή­θεια τῆς ζω­ῆς τῶν ἡμερῶν ποὺ διανύουμε ἀπ’ ὅσο ἡ ποίηση.

 
 

Πηγή: περ. Πλανόδιον, ἀρ. 51, Δεκέμβριος 2011.

 

Γιά­ννης Πα­τί­λης (Ἀ­θή­να, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση (1980-2010). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἵ­δρυ­ση καὶ ἔκ­δο­ση τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Τὸ Δέν­τρο (1978), Νῆ­σος – Μου­σι­κὴ καὶ Ποί­η­ση (1983) καὶ Κρι­τι­κὴ καὶ Κεί­με­να (1984). Ἀ­πὸ τὸ 1986 ἐκ­δί­δει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον, ἐ­νῶ τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010 ἵ­δρυ­σε καὶ δι­ευ­θύ­νει τὸν πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἱ­στο­χῶ­ρο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Δη­μο­σί­ευ­σε ἑ­πτὰ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ δύ­ο συγ­κεν­τρω­τι­κές. Πρῶ­το του ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο Ὁ μι­κρὸς καὶ τὸ Θη­ρί­ο (Ἀ­θή­να, 1970), τε­λευ­ταῖ­ο Ἀ­κτὴ Καλ­λι­μα­σι­ώ­τη καὶ ἄλ­λα ποι­ή­μα­τα (ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, Ἀ­θή­να, 2009). Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση: Τα­ξί­δια στὴν ἴ­δια πό­λη. Ποι­ή­μα­τα 1970-1990 (β’ ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, Ἀ­θή­να, 2000).

 

Γιάννης Πατίλης: Ἱστορίες Μπονζάι: Ἕνας χρόνος μετά

 

 

Γιάννης Πατίλης

 

Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι: Ἕ­νας χρό­νος με­τά

 

ΑΝ ΣΗ­ΜΕ­ΡΑ πρὶν ἀ­πὸ ἕ­να χρό­νο, στὶς 5 Ἀ­πρι­λί­ου 2010, ἐγ­και­νι­ά­στη­κε, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ προ­ερ­γα­σί­α ἕ­ξι μη­νῶν, ὁ ἱ­στο­χῶ­ρος γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον. Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ πρώ­τη πα­ρου­σί­α καὶ στὸ Δι­α­δί­κτυ­ο ἑ­νὸς ἔν­τυ­που λο­γο­τε­χνι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ μὲ μα­κρὰ πο­ρεί­α στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ γράμ­μα­τα. Ἡ ἐμ­φά­νι­ση αὐ­τὴ ἀν­τὶ νὰ λά­βει τὴν ἀ­να­με­νό­με­νη μορ­φὴ μιᾶς ἱ­στο­σε­λί­δας πλη­ρο­φο­ρια­κῆς γιὰ τὴν πα­ρα­γω­γὴ τῆς ἴ­διας τῆς ἔν­τυ­πης ἔκ­δο­σής του, ὁ­δη­γή­θη­κε στὴν και­νο­τό­μο πρα­κτι­κὴ τῆς ἵ­δρυ­σης ἑ­νὸς ξε­χω­ρι­στοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ ἱ­στο­χώ­ρου, δι­α­συν­δε­δε­μέ­νου ἐκ­δο­τι­κὰ μὲ τὸ πε­ρι­ο­δι­κό, μὲ θέ­μα του τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα. Ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ κα­λο­με­λε­τη­μέ­νο βῆ­μα πρὸς ἕ­να νέ­ο συ­ναρ­πα­στι­κὸ χῶ­ρο, μὲ σπου­δαῖ­ες δυ­να­τό­τη­τες ἐκ­δο­τι­κῆς καὶ ἐκ­φρα­στι­κῆς αὐ­το­νο­μί­ας: τὸ Δι­α­δί­κτυ­ο. Τὶς ἀ­πό­ψεις μας γιὰ τὴν νέ­α ὅ­σο καὶ πρω­τό­γνω­ρη κα­τά­στα­ση ποὺ ἐ­πι­φέ­ρα­νε οἱ Νέ­ες Τε­χνο­λο­γί­ες στὰ θέ­μα­τα τοῦ τύ­που καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τοῦ λε­γό­με­νου «μι­κροῦ», ὅ­πως ἦ­ταν ἀ­νέ­κα­θεν τὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά, εἴ­χα­με ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ ἐκ­φρά­σου­με στὸ πα­ρελ­θόν(1). Τώ­ρα εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα τῆς δο­κι­μῆς καὶ δο­κι­μα­σί­ας.

       Ἔ­τσι τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010 ξε­κί­νη­σε τὸ ἱ­στο­λό­γιο μὲ πρῶ­το κεί­με­νο τὸν «Χρε­ω­φει­λέ­τη» τοῦ Αἰ­σώ­που. Τὰ βα­σι­κὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ στοι­χεῖ­α καὶ κρι­τή­ρια συγ­κρό­τη­σης τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου, ζη­τή­μα­τα ποὺ ἀ­φο­ροῦν στοὺς συν­τε­λε­στές, τοὺς στό­χους, τὰ ὅ­ρια, τὴν ὁ­ρο­λο­γί­α, τὴν δο­μὴ καὶ τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις συμ­με­το­χῆς στὸ ἐγ­χεί­ρη­μα, ἐ­κτέ­θη­καν δι­ε­ξο­δι­κὰ στὶς ἁρ­μό­δι­ες στῆ­λες του «Ταυ­τό­τη­τα» καὶ «Συ­νερ­γα­σί­ες», ὅ­που κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­να­τρέ­ξει ὁ ἀ­να­γνώ­στης, δι­α­πι­στώ­νον­τας συ­νά­μα τὴν συλ­λο­γι­κό­τη­τα τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος. Χω­ρὶς τὴν ἐ­νερ­γὸ καὶ θερ­μὴ συμ­πα­ρά­στα­ση τῶν συ­νερ­γα­τῶν ποὺ θὰ δεῖ ἐ­κεῖ, τὸ εὖ­ρος, ἡ ποι­κι­λί­α καὶ ὁ δυ­να­μι­σμὸς τοῦ πα­ρόν­τος ἱ­στο­λο­γί­ου δὲν θὰ ἦ­ταν ἐ­φι­κτά.

      Ὡς μορ­φὴ τύ­που τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν ἕ­νας ἱ­στο­χῶ­ρος ποὺ συν­δύ­α­ζε τὰ δυ­να­μι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς συ­νε­χοῦς ἀ­να­νέ­ω­σης τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου (b­l­og) μὲ κά­ποι­α ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­σο καὶ οὐ­σι­α­στι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ τα­κτι­κοὶ καὶ ἔ­κτα­κτοι συ­νερ­γά­τες, ἡ ὑ­πο­βο­λὴ συ­νερ­γα­σι­ῶν, τὰ θε­ω­ρη­τι­κὰ κεί­με­να, οἱ με­τα­φρά­σεις, οἱ συ­νεν­τεύ­ξεις καὶ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα.

 

[Ποι­ό­τη­τα/Μορ­φή]

 

Πο­λὺ συ­νει­δη­τὴ ὑ­πῆρ­ξε ἐξ ἀρ­χῆς ἡ προ­σπά­θεια νὰ πα­ρα­πέμ­πει ἡ μορ­φὴ τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου στὴν ἔν­τυ­πη πα­ρά­δο­ση καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἂν ἦ­ταν δυ­να­τόν, στὴν ἴ­δια τὴν μορ­φὴ καὶ αἰ­σθη­τι­κὴ τοῦ μη­τρι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ, τοῦ Πλα­νό­διου. Ἡ ἐ­πι­λο­γὴ αὐ­τὴ κα­θο­δη­γή­θη­κε ἀ­πὸ τὴν πε­ποί­θη­σή μας πὼς τὸ Δι­α­δί­κτυ­ο δὲν συ­νι­στᾶ ἀ­πόρ­ρι­ψη ἢ ἀ­συ­νέ­χεια τοῦ γου­τεμ­βέρ­γει­ου σύμ­παν­τος, ἀλ­λὰ ἐ­πα­να­στα­τι­κὴ καὶ ὥ­ρι­μη με­τε­ξέ­λι­ξή του στὸ βαθ­μὸ ποὺ ἀ­φο­ρᾶ στὴν ἱ­δρυ­τι­κή του σκο­πο­θε­σί­α ποὺ ἦ­ταν ἡ διὰ τῆς τε­χνο­λο­γί­ας τοῦ τύ­που συμ­με­το­χι­κὴ καὶ ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη δι­ά­δο­ση τῶν γραμ­μά­των. Δη­λα­δή, μιὰ ἀ­πὸ τὶς κρι­σι­μό­τε­ρες συ­νι­στῶ­σες τῆς νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας καὶ τῆς δη­μο­κρα­τί­ας – κι ἂς εἶ­χε ὡς ἀ­φε­τη­ρί­α της τὴ δι­ά­δο­ση (καὶ εἰ­ρω­νι­κῶς, στὸ τέ­λος, τὴν ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση) τῆς Βί­βλου! Ἡ ἐ­πι­λο­γή μας αὐ­τὴ κα­θο­δη­γή­θη­κε ἐ­ξί­σου ἀ­πὸ τὴν κρι­τι­κὴ δι­ά­θε­ση πρὸς ἐ­πι­κρα­τοῦ­σες πρα­κτι­κὲς τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου ποὺ συγ­χέ­ουν τὴν πρά­ξη τῆς γρα­φῆς μὲ τὴν πρά­ξη τῆς δη­μο­σί­ευ­σής της. Ἐ­νῶ ἡ πρά­ξη τῆς γρα­πτῆς ἔκ­φρα­σης ἀ­πο­τε­λεῖ πρω­τί­στως ἐ­νέρ­γη­μα τοῦ ἰ­δι­ω­τι­κοῦ χώ­ρου, ἡ δη­μο­σι­ο­ποί­η­σή της ἀ­πο­τε­λεῖ πρά­ξη πο­λι­τι­κὴ καὶ κοι­νω­νι­κὴ μὲ βα­ρύ­νου­σες συ­νέ­πει­ες, τὶς ὁ­ποῖ­ες τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο τῆς ἔκ­δο­σης ὀ­φεί­λει πάν­το­τε νὰ λαμ­βά­νει ὑ­π’ ὄ­ψη. Ἡ ἔν­τυ­πη πα­ρά­δο­ση, πι­ε­ζό­με­νη καὶ ἀ­πὸ τὶς ὑ­λι­κὲς συν­θῆ­κες πα­ρα­γω­γῆς της, ἦ­ταν πάν­τα σὲ ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀρ­χῆς αὐ­τῆς, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν τὴν πα­ρα­βί­α­ζε.

      Ἡ ἐ­πι­λο­γὴ μιᾶς τέ­τοι­ας μορ­φῆς τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου κα­θο­ρι­ζό­ταν δευ­τε­ρευ­όν­τως ἀ­πὸ δύ­ο ἀ­κό­μη πα­ρά­γον­τες: ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α, ἀ­φε­νός, νὰ συν­δε­θεῖ στὴν αἰ­σθη­τι­κὴ πρόσ­λη­ψη τοῦ νε­ώ­τε­ρου ἀ­να­γνώ­στη ὁ ἀ­πο­ϋ­λο­ποι­η­μέ­νος κό­σμος τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου πρὸς τὸν κό­σμο τῆς ἔν­τυ­πης καλ­λι­έρ­γειας, ὅ­σο ἀ­κό­μα αὐ­τοὶ οἱ δύ­ο κό­σμοι συ­νυ­πάρ­χουν, καὶ, ἀ­φε­τέ­ρου, ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­γνω­ση ὅ­τι μί­α ἢ δύ­ο γε­νι­ὲς με­τὰ ὁ πρῶ­τος ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς δύ­ο κό­σμους, ὁ ἔν­τυ­πος κό­σμος ποὺ γνω­ρί­σα­με καὶ ἀ­γα­πή­σα­με, θὰ ἔ­χει ἐ­κλεί­ψει ὁ­ρι­στι­κά.

      Ἔ­τσι, οἱ χρω­μα­τι­κὲς ὑ­φὲς τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου προ­σο­μοι­ά­στη­καν μὲ τὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ σα­μου­ὰ τῶν βι­βλί­ων λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τὶς σκιά­σεις τοῦ δι­πλώ­μα­τος τῶν σε­λί­δων, ἐ­νῶ, ἀ­πὸ τὸν κό­σμο τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν, υἱ­ο­θε­τή­θη­καν τὰ καλ­λι­τε­χνι­κὰ ἀρ­χι­γράμ­μα­τα καὶ ὁ τρό­πος ἔν­θε­σης τῶν εἰ­κό­νων, μα­ζὶ μὲ τὰ κα­τε­ξο­χὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ ἔν­τυ­που κό­σμου: τῆς πλή­ρους στοί­χι­σης καὶ τῆς ὑ­φέ­νω­σης τῶν κει­μέ­νων. Πράγ­μα­τα σχε­δὸν ἄ­γνω­στα στὸν κό­σμο τῶν φα­σὸν ἱ­στο­σε­λί­δων.         

      Ἰ­δι­αί­τε­ρη μνεί­α χρει­ά­ζε­ται ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὀρ­θο­γρα­φί­ας μὲ τὸ πο­λυ­το­νι­κό, σύ­στη­μα ποὺ νε­α­ρὴ φί­λη λο­γο­τέ­χνις χα­ρι­τω­μέ­να μᾶς χα­ρα­κτή­ρι­σε ὡς ἐ­ξω­τι­κό. Ἐν πρώ­τοις αὐ­τὴ ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­σή του (1986). Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καὶ σο­βα­ρό­τε­ροι λό­γοι γιὰ τὴν ἐμ­μο­νή μας σ’ αὐ­τό: στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ἄ­θλη­μα ὅ­που ἡ μορ­φὴ συ­νι­στᾶ τὴν βα­ρύ­νου­σα ὄ­ψη τοῦ νο­μί­σμα­τος εἶ­ναι κα­λὸ νὰ ἐ­πι­λέ­γει κα­νεὶς τὸ σύ­στη­μα γρα­φῆς ποὺ δι­α­σώ­ζει τὸ μέ­γι­στο τῆς ση­μα­σί­ας σὲ πλη­ρο­φο­ρί­α καί, ταυ­τό­χρο­νως, κρα­τᾶ ἀ­νοι­χτά, διὰ τῆς ἐ­ξοι­κεί­ω­σης καὶ τῆς ἀ­νά­μνη­σης, τὴν ὁ­δὸ τῆς πρόσ­λη­ψης καὶ τοῦ καλ­λι­τε­χνι­κοῦ δι­α­λό­γου μὲ τὰ ἀ­μέ­σως προ­η­γού­με­να (ἕ­ως καὶ πο­λὺ ἀ­πώ­τε­ρα) στά­δια τῆς μι­κρο­γράμ­μα­της γρα­πτῆς μας πα­ρά­δο­σης, λό­γιας καὶ δη­μο­τι­κῆς(2). Εἶ­ναι, ὅ­μως, ὄν­τως τὸ σύ­στη­μα τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὀρ­θο­γρα­φί­ας μὲ τὸ πο­λυ­το­νι­κὸ τό­σο ἐ­ξω­τι­κό; Ποιός ἔ­χει ἀ­λή­θεια —γιὰ νὰ φέ­ρω ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα— ἀ­πὸ τοὺς νέ­ους καὶ νε­ώ­τα­τους ἀ­να­γνῶ­στες καὶ ἀ­να­γνώ­στρι­ες ξε­νι­στεῖ ἀ­πὸ τὸ αὐ­στη­ρὸ πο­λυ­το­νι­κὸ σύ­στη­μα τῶν ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶν ἐκ­δό­σε­ων Ἄ­γρα ποὺ στοὺς κα­τα­λό­γους της πε­ρι­λαμ­βά­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ βι­βλί­α τῶν πλέ­ον σύγ­χρο­νων συγ­γρα­φέ­ων καὶ σύγ­χρο­νων προ­βλη­μα­τι­σμῶν;

      Σ’ αὐ­τὰ θὰ πρέ­πει νὰ προ­σθέ­σω ὡς κί­νη­τρο τὴν ἀ­ξί­α τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος στὸν ἀ­χα­νὴ ἱ­στο­χῶ­ρο: τὸ  θέ­λα­με σὰν ἕ­να μι­κρὸ πεῖ­σμα ἀ­πέ­ναν­τι στὰ εὔ­κο­λα «εἶ­ναι δύ­σκο­λο» καὶ «δὲν γί­νε­ται» τῶν τε­χνι­κῶν τῶν ἱ­στο­σε­λί­δων προ­κει­μέ­νου γιὰ πα­ρό­μοι­ες ἀ­παι­τη­τι­κὲς ἐ­φαρ­μο­γὲς καὶ χρή­σεις κει­με­νο­γρά­φων καὶ κει­μέ­νων, ἕ­να «ἠ­χη­ρό»: τώ­ρα κυ­ρί­ως γί­νε­ται μὲ τὶς ἐκ­πλη­κτι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες τῶν νέ­ων τε­χνο­λο­γι­ῶν, πο­λὺ φι­λι­κό­τε­ρες ἀ­πέ­ναν­τι στὶς ὄν­τως πο­λύ­πλο­κες γρα­φη­μα­τι­κὲς ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες ποὺ παί­δευ­αν αἰ­ῶ­νες τώ­ρα τοὺς μα­στό­ρους τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς τυ­πο­γρα­φί­ας.   

      Καὶ τέ­λος τὸ θέ­μα τοῦ κό­στους, σ’ ἕ­ναν χῶ­ρο ὅ­που τὸ σχε­δὸν δω­ρε­άν, ἢ τὸ τζάμ­πα κα­λύ­τε­ρα, εἶ­ναι ὁ κα­νό­νας.­.. Πό­σο νὰ στοι­χί­ζουν ἄ­ρα­γε ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ «πο­λύ­πλο­κα» καὶ ἀ­παι­τη­τι­κά; Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐ­λά­χι­στα: μιὰ ἕ­τοι­μη ἐκ­δο­τι­κὴ πλατ­φόρ­μα ποὺ πα­ρέ­χε­ται δω­ρε­ὰν ἀ­πὸ τὴν W­o­r­d­p­r­e­ss, μιὰ ἐ­λά­χι­στη συν­δρο­μὴ 20 πε­ρί­που δολ­λα­ρί­ων τὸν χρό­νο γιὰ τὴν ἐ­πέ­κτα­ση κά­ποι­ων δυ­να­το­τή­των αὐ­τῆς τῆς πλατ­φόρ­μας καὶ μιὰ ἐ­φά­παξ ἀ­μοι­βὴ στὸν εἰ­δι­κὸ τε­χνι­κὸ τῶν ἱ­στο­σε­λί­δων: σύ­νο­λο 300 εὐ­ρώ!(3)   

 

[Ποι­ό­τη­τα/Πε­ρι­ε­χό­με­νο]

 

Ἀ­ναγ­καί­ως σύμ­με­τρη πρὸς τὶς ἀ­παι­τή­σεις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου ὡς πρὸς τὴν ποι­ό­τη­τα τῆς μορ­φῆς, ὑ­πάρ­χει καὶ ἡ μέ­ρι­μνα γιὰ τὴν ποι­ό­τη­τα τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Μο­λο­νό­τι ἡ κρί­ση γιὰ τὴν ποι­ό­τη­τα ἀ­νή­κει ἐ­ξί­σου στὸν εἰ­δο­ποι­η­μέ­νο καὶ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο ἀ­να­γνώ­στη, κά­να­με ὅ,τι μπο­ρού­σα­με ὥ­στε νὰ ἐ­ξα­σφα­λι­στοῦν του­λά­χι­στον οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις της. Τὸ ἴ­διο τὸ αἴ­τη­μα τῆς ποι­ό­τη­τας, ζη­τού­με­νο ἤ­δη στὸν χῶ­ρο τῆς ἔν­τυ­πης δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας, στὸ ἀ­πέ­ραν­το σύμ­παν τοῦ κυ­βερ­νο­χώ­ρου κα­θί­στα­ται ἐ­πι­τα­κτι­κό. Ἡ πρω­το­φα­νὴς εὐ­κο­λί­α νὰ κα­τα­σκευά­ζει ὁ κα­θέ­νας τὸν δι­κό του δη­μό­σιο χῶ­ρο ἔκ­φρα­σης, ἡ ἀ­νω­νυ­μί­α, ἡ συ­χνό­τα­τη ἀ­θέ­τη­ση δι­α­σταύ­ρω­σης, ἐ­λέγ­χου καὶ ἀ­να­φο­ρᾶς τῶν πη­γῶν σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὸν αὐ­το­μα­τι­σμὸ τοῦ γρά­φω-δη­μο­σι­εύ­ω ποὺ ἔ­χει κα­ταρ­γή­σει τὸ «συρ­τά­ρι» τοῦ συγ­γρα­φέ­α, φυ­σι­κὸ ἢ ἠ­λε­κτρο­νι­κό, καὶ ἔ­κα­νε τὸ ξα­να­γρά­ψι­μο —ὅ­πως ση­μει­ώ­να­με ἀλ­λοῦ— τὴν ἄ­γνω­στη χώ­ρα τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ὁ­δή­γη­σαν τὸν μέ­σο ὅ­ρο τῆς ποι­ό­τη­τας τοῦ ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ τύ­που σὲ σα­φῶς χα­μη­λό­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο ἀ­πὸ τὸν ἔν­τυ­πο.

      Θε­ω­ρή­σα­με λοι­πὸν ἀ­πα­ραί­τη­τη τὴν θέ­σπι­ση ὁ­ρι­σμέ­νων κρι­τη­ρί­ων. Ὡς πρὸς τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­γω­γὴ γιὰ ὅ­σα κεί­με­να ἤ­δη δη­μο­σι­ευ­μέ­να ἀ­νή­κουν στὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας υἱ­ο­θε­τή­σα­με τὸ ἀν­θο­λο­γι­κὸ κρι­τή­ριο, ἐ­νῶ ἀ­πὸ ὅ­σα μᾶς ὑ­πο­βάλ­λον­ται ὡς ἐ­λεύ­θε­ρες συ­νερ­γα­σί­ες ἐ­πι­λέ­γου­με τὰ κα­τὰ τὸ γοῦ­στο μας κα­λύ­τε­ρα, ἀ­να­λαμ­βά­νον­τας μὲ πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τὴν εὐ­θύ­νη μιᾶς καλ­λι­τε­χνι­κῆς ἰ­σο­τι­μί­ας στὴν πα­ρου­σί­α­ση ἀ­νά­με­σα στὰ με­γά­λα ὀ­νό­μα­τα τῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς μας πα­ρά­δο­σης καὶ σὲ κεί­με­να ἄ­γνω­στών μας προ­σώ­πων ποὺ ἐ­γεί­ρουν κα­τὰ τὴν κρί­ση μας ἀ­ξι­ώ­σεις καὶ ἂς μὴν ἔ­χουν ἀ­κό­μη ἄλ­λη δη­μό­σια πα­ρου­σί­α ἀλ­λοῦ. Ὡς πρὸς τὶς με­τα­φρά­σεις, μὲ ἕ­να φι­λό­δο­ξο ἄ­νοιγ­μα σὲ ὀ­χτὼ ἕ­ως στιγ­μῆς ξέ­νες γλῶσ­σες(4), ἀ­πευ­θυν­θή­κα­με σὲ σει­ρὰ ἀ­πὸ δό­κι­μους με­τα­φρα­στές, φι­λό­τε­χνους ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες εἴ­τε ἐ­ρα­σι­τέ­χνες, με­ρι­κοὶ λο­γο­τέ­χνες καὶ οἱ ἴ­διοι, ποὺ στὸ σύ­νο­λό τους μοι­ρά­ζον­ται τὴν ἴ­δια ἀ­γά­πη καὶ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση.  Τό­σο τὰ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να ὅ­σο καὶ οἱ με­τα­φρά­σεις, σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση ἀ­πὸ τὴ γλώσ­σα τοῦ πρω­το­τύ­που,  πα­ρου­σι­ά­ζον­ται πάν­τα τεκ­μη­ρι­ω­μέ­να μὲ τὶς πη­γές τους καὶ τὰ ἐρ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὰ τῶν συν­τε­λε­στῶν τους, ἐ­νῶ ἡ τε­λι­κὴ ἀ­νάρ­τη­σή τους εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νων δι­ορ­θώ­σε­ων καὶ ἀν­τι­πα­ρα­βο­λῶν (δι­α­δι­κα­σί­α ποὺ ἐ­πι­τεί­νει ὁ πο­λυ­το­νι­σμός τους) ποὺ μα­ζὶ μὲ τὴν καλ­λι­τε­χνι­κή τους εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση ἐ­πι­βρα­δύ­νουν πρὸς ὄ­φε­λος τοῦ τε­λι­κοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος (καὶ σὲ ἀν­τί­θε­ση πρὸς τοὺς ἐ­πι­σπεύ­δον­τες χρό­νους τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου) τὴν στιγ­μὴ τῆς δη­μο­σί­ευ­σής τους.

      Κον­τὰ σ’ αὐ­τὰ ἡ κα­τὰ και­ροὺς πα­ρου­σί­α­ση μι­κρῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των σὲ συγ­γρα­φεῖς (μα­ζὶ μὲ τὶς τυ­χὸν συ­νεν­τεύ­ξεις τους), μιὰ ἀ­κό­μη συ­νή­θεια τῆς ἔν­τυ­πης πα­ρά­δο­σης ποὺ δὲν εὐ­τυ­χεῖ στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, βο­η­θᾶ σὲ μιὰ βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση καὶ κα­τα­νό­η­ση τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τους.   

 

[Εἶ­δος]

 

Οἱ Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ἀ­νή­κουν στὴν ὄ­χι πο­λὺ συ­νη­θι­σμέ­νη κα­τη­γο­ρί­α τῶν εἰ­δι­κῶν ἱ­στο­λο­γί­ων. Τὸ Πλα­νό­διον φι­λο­ξε­νοῦ­σε ἀ­νέ­κα­θεν καὶ σὲ κά­θε τεῦ­χος του δι­η­γή­μα­τα, ἀλ­λὰ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς του ὕ­λης ἦ­ταν προ­σα­να­το­λι­σμέ­νο στὴν ποί­η­ση. Ὡ­στό­σο, τὸ προ­γραμ­μα­τι­ζό­με­νο, μὲ τὸν πα­λαι­ὸ συ­νερ­γά­τη μας Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη, ἀ­πὸ τὰ μέ­σα τοῦ 2009, γιὰ τὸ πε­ρι­ο­δι­κό, ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα (flash fi­ction) ὁ­δή­γη­σε στὴν ἰ­δέ­α ἑ­νὸς ἱ­στο­λο­γί­ου ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νου ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸ εἶ­δος αὐ­τό: τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα. Ἦ­ταν ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ νὰ δο­κι­μά­σει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ τὶς δυ­νά­μεις καὶ τὶς ἀ­ξί­ες του στὸ Δι­α­δί­κτυ­ο.

      Ἡ ὑ­λο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­φα­σης αὐ­τῆς ἐ­νι­σχύ­θη­κε ἀ­πὸ δύ­ο ση­μαν­τι­κοὺς πα­ρά­γον­τες: τὴν δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ ἱ­στο­χῶ­ρο ἀ­που­σί­α­ζε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά, ὡς ὀρ­γα­νω­τι­κὴ πρό­θε­ση του­λά­χι­στον καὶ συ­νει­δη­τὸ προ­σα­να­το­λι­σμό, ἕ­να εἶ­δος ποὺ σὲ πολ­λὰ ἐ­θνο­γλωσ­σι­κὰ δί­κτυ­α, πρω­τί­στως στὸ ἱ­σπα­νό­φω­νο καὶ τὸ ἀγ­γλό­φω­νο, ἔ­βρι­θε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά! Ἡ ὕ­παρ­ξη ἑ­νὸς λο­γο­τε­χνι­κοῦ σύμ­παν­τος ποὺ δι­α­κο­νοῦ­σε τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ μέ­χρις ὑ­περ­βο­λῆς (δι­η­γή­μα­τα λ.χ. 6 προ­τά­σε­ων ἢ 100, ἢ 69, ἢ 55 λέ­ξε­ων ἀ­κρι­βῶς ἢ ἕ­ως 140 χα­ρα­κτῆ­ρες!) ξε­πη­δοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ ξε­φύλ­λι­σμα τοῦ σε­λι­δο­δεί­κτη σὲ ἕ­ναν ἀ­πί­θα­νο σὲ ποι­κι­λί­α ὕ­φους καὶ θε­μά­των ἀ­ριθ­μό (σ’ ἕ­να μι­κρό τους δεῖγ­μα μπο­ρεῖ­τε νὰ ξε­να­γη­θεῖ­τε ἐδῶ). Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ὑ­πῆρ­χε στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ δι­α­δι­κτυα­κὰ πράγ­μα­τα ἕ­νας ἀ­νά­λο­γος ἱ­στο­χῶ­ρος ποὺ μᾶς ἐ­νε­θάρ­ρυ­νε μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μά του: τὸ Παμπάλαιο νερό, ἕ­να εἰ­δι­κὸ ἱ­στο­λό­γιο, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ τοὺς ποι­η­τὲς Κώ­στα Κου­τσου­ρέ­λη καὶ Σο­φί­α Κο­λο­τού­ρου καὶ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴ σύγ­χρο­νη ἑλ­λη­νι­κὴ ποί­η­ση σὲ πα­ρα­δο­σια­κὲς φόρ­μες, ἔ­δει­χνε πὼς ἕ­να ποι­ο­τι­κὸ ἐγ­χεί­ρη­μα μὲ θέ­ση καὶ κρι­τή­ρια ἦ­ταν ἐ­φι­κτό.  

      Ὡ­στό­σο, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη δυ­σκο­λί­α στὴν πε­ρί­πτω­σή μας ἦ­ταν ὁ κα­θο­ρι­σμὸς τοῦ εἴ­δους. Ἕ­να μι­κρὸ δι­ή­γη­μα δὲν ἔ­παυ­ε νὰ εἶ­ναι δι­ή­γη­μα, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος ὁ προσ­δι­ο­ρι­σμὸς «μι­κρὸς» ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ αὐ­θαί­ρε­τος στὸν βαθ­μὸ ποὺ δὲν πε­ρι­έ­γρα­φε ποι­ο­τι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς μορ­φῆς. Γιὰ μᾶς τὸ θέ­μα πα­ρα­μέ­νει ἀ­νοι­χτό, ἐν τού­τοις ἡ πλού­σια θε­ω­ρη­τι­κὴ συ­ζή­τη­ση καὶ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α ἀ­πὸ λο­γο­τέ­χνες καὶ κρι­τι­κοὺς σχε­τι­κὰ μὲ αὐ­τὸ (ἕ­να μέ­ρος της μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει ὁ ἀ­να­γνώ­στης τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στὴ στή­λη «Γιὰ τὸ διήγημα») τεί­νει νὰ τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει σὰν ἕ­να ξε­χω­ρι­στὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ εἶ­δος· ἡ σύ­ζη­τη­ση, πάν­τως, δὲν παύ­ει νὰ ἐ­πα­νέρ­χε­ται συ­χνὰ γύ­ρω ἀ­πὸ πο­σο­τι­κοὺς κα­θο­ρι­σμούς.

      Ἐ­κεῖ­νο, ὡ­στό­σο, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νεὶς μὲ σχε­τι­κὴ ἀ­σφά­λεια εἶ­ναι πώς, ἐν ἀν­τι­θέ­σει πρὸς τὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ δι­ή­γη­μα τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔ­κτα­ση κα­θο­ρι­ζό­ταν ἐν πολ­λοῖς ἀ­πὸ πα­ρά­γον­τες τυ­χαί­ους (: τὸ δι­ή­γη­μα συ­νέ­βαι­νε νὰ βγαί­νει μι­κρό) ἢ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς (: ἡ ἀ­παί­τη­ση πρὸς τὸν συγ­γρα­φέα τοῦ ἐκ­δό­τη τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας ἢ τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ τὸ κεί­με­νο νὰ εἶ­ναι μι­κρό), τὸ σύγ­χρο­νο μι­κρὸ δι­ή­γη­μα τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν, καὶ ἰ­δί­ως ἐ­κεῖ­νο ποὺ γρά­φε­ται γιὰ νὰ δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, γρά­φε­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη καλ­λι­τε­χνι­κὴ βού­λη­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α ὥ­στε αὐ­τὸ νὰ εἶ­ναι μι­κρό. Μιὰ βού­λη­ση ποὺ τεκ­μαί­ρε­ται εὐ­κο­λό­τε­ρα ὅ­σο ἡ ἔ­κτα­ση τοῦ δι­η­γή­μα­τος τεί­νει πρὸς τὸ ἐ­λά­χι­στο. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ συ­­νει­­δη­τὴ συγ­­γρα­­φι­κὴ ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς καλ­λι­τε­χνικῆς σμί­κρυν­σης, μᾶς ἔ­δω­σε, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὸ ψά­ξι­μο καὶ προ­βλη­μα­τι­σμό, τὴν ἰ­δέ­α νὰ ἀ­πο­δώ­­σου­με στὴ συ­γ­κε­κρι­μέ­νη πε­ζο­γρα­φικὴ πρα­κτικὴ τὸ ὄ­νο­μα μπον­ζά­ι !

 

[Πα­ρα­γω­γή]

 

Ἕ­ναν χρό­νο με­τά, τὸ ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι μπο­ρεῖ νὰ κά­νει καὶ τὸν ἀ­πο­λο­γι­σμὸ τῆς πα­ρα­γω­γῆς του σὲ ἀ­ριθ­μούς. Στὸ δι­ά­στη­μα αὐ­τὸ δη­μο­σι­εύ­τη­καν 168 δι­η­γή­μα­τα (ἐ­πι­λεγ­μέ­να ἀ­πὸ ἕ­ναν κύ­κλο κει­μέ­νων ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ ξε­περ­νᾶ σὲ ἀ­ριθ­μὸ τὶς 2000). Ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ 92 εἶ­ναι γραμ­μέ­να στὰ ἑλ­λη­νι­κά, ἐ­νῶ 76 εἶ­ναι με­τα­φρα­σμέ­να ἀ­πὸ ἄλ­λες 8 γλῶσ­σες (ἀγ­γλι­κὰ 13, γαλ­λι­κὰ 6, γερ­μα­νι­κὰ 14, δα­νέ­ζι­κα 4, ἱ­σπα­νι­κὰ 19, ἰ­τα­λι­κὰ 8, ἰ­α­πω­νι­κὰ 2, ρω­σι­κὰ 10)­.(5) Στὴν προ­σπά­θειά μας νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τὸν προ­βλη­μα­τι­σμὸ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα (ἀλ­λὰ καὶ τὸ δι­ή­γη­μα γε­νι­κό­τε­ρα) δη­μο­σι­εύ­τη­καν στὴ στή­λη «Γιὰ τὸ διήγημα» 17 κεί­με­να ἀ­να­φο­ρῶν σ’ αὐ­τό (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων καὶ τεσ­σά­ρων ἀ­πο­κλει­στι­κῶν συ­νεν­τεύ­ξε­ων γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο μὲ ἰ­σά­ριθ­μους ξέ­νους δη­μι­ουρ­γούς: τὸν Γκύν­τερ Κοῦ­νερτ, τὸν Κάρ­λος Βι­τά­λε, τὸν Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ καὶ τὸν Φερ­νάν­το Ἰ­γου­α­σά­κι). Ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας νὰ κά­νου­με γνω­στὴ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­α καὶ στὸ δι­ε­θνὲς ἀγ­γλό­φω­νο κοι­νὸ ἐγ­και­νι­ά­σα­με τὴν ἑ­νό­τη­τα «G­r­e­ek w­r­i­t­e­rs in e­n­g­l­i­sh», ὅ­που πρὸς τὸ πα­ρὸν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἑ­πτὰ ἑλ­λη­νι­κὰ δι­η­γή­μα­τα με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κά. Ἐν τέ­λει θὰ ἦ­ταν ἄ­δι­κο γιὰ τὴν προ­σπά­θειά μας νὰ μὴν ση­μει­ώ­να­με ἐ­δῶ πὼς στὶς ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νες πλο­η­γή­σεις μας στοὺς πο­λυ­ά­ριθ­μους πα­ρεμ­φε­ρεῖς ἱ­στο­τό­πους τοῦ παγ­κό­σμιου κυ­βερ­νο­χώ­ρου δὲν συ­ναν­τή­σα­με ἱ­στο­λό­για ποὺ νὰ ἐ­πι­χει­ροῦν συ­στη­μα­τι­κὰ νὰ γνω­ρί­σουν στὸ κοι­νό τους δι­η­γή­μα­τα με­τα­φρα­σμέ­να ἀ­πὸ ἄλ­λες γλῶσ­σες.

 

* * *

 

Εἴ­δα­με τὶς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­γά­πη καὶ τὸν κα­λὸ ἐ­ρα­σι­τε­χνι­σμὸ ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴν ἐ­να­σχό­λη­σή μας μὲ τὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ τύ­πο σχε­δὸν τρει­σή­μι­σι δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα. Γιὰ μᾶς ἕ­να ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ ἐκ­φρα­στι­κὸ μέ­σο ἐ­λά­χι­στα δι­α­φέ­ρει ὡς πρὸς τὶς ἀ­ξί­ες καὶ τὴν δε­ον­το­λο­γί­α τῆς δη­μο­σι­ο­ποί­η­σης, τὸν πο­λι­τι­σμὸ τῶν κει­μέ­νων καὶ τὴν αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πὸ ἕ­να ἔν­τυ­πο. Ἦ­ταν πάν­τα ἕ­νας τρό­πος ὄ­χι μό­νο νὰ κά­νου­με δη­μό­σια τὴ φω­νή μας, ἀλ­λά νὰ δε­ξι­ω­νό­μα­στε καὶ νὰ οἰ­κει­ο­ποι­ού­με­θα δη­μο­σί­ως τὴν φω­νὴ τοῦ ἄλ­λου, σε­βό­με­νοι τὴ δι­α­φο­ρά του. Μ’ ἕ­να λό­γο: νὰ κά­νου­με δι­κό μας ὅ­σο καὶ κτῆ­μα κοι­νὸ τὸ ἄλ­λο ποὺ ἀ­γα­πᾶ­με.

 

Υ­ΠΟ­ΣΗ­ΜΕΙ­Ω­ΣΕΙΣ

 

      (1) Βλ. «Δίκτυο καὶ λογοτεχνικὰ περιοδικά», περ. Δί­φω­νο, ἀρ. 148, Εἰ­δι­κὴ ἔκ­δο­ση, Ἰ­α­νουά­ριος 2008, σελ. 66· «Ἡ ζωὴ τῶν λογοτεχνικῶν περιοδικῶν…», Ἑ­νη­με­ρω­τι­κὸ Δελ­τί­ο τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, ἀρ. 6β, Ἀ­πρί­λιος 2008, σελ. 16-7· «Ἐδῶ καὶ μία δεκαετία περίπου…», περ. ks, ἀρ. 2, 02-12-2009, σελ. 6.

      (2) Βλ. καὶ τὰ κεί­με­νά μας «Τὸ βάρος τῆς βαρείας. (Ὁ γλωσσικὸς πολιτισμὸς στὴ hi-tech ἐποχή)­», περ. Πλα­νό­διον, ἀρ. 44, Ἰ­ού­νιος 2008, σελ. 910-915 καὶ «Γλώσσα καὶ πολιτισμός», περ. Πλα­νό­διον, ἀρ. 46, Ἰ­ού­νιος 2009, σελ. 465-471 (κα­θὼς καὶ ὅ­λον τὸν σχε­τι­κὸ δι­ά­λο­γο ποὺ ἀ­να­πτύ­χθη­κε μὲ ἀ­φορ­μὴ τὸ πρῶ­το ἀ­πὸ αὐ­τὰ στὶς στῆ­λες τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ).

      (3) Γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τὸ καὶ ἄλ­λα συ­να­φὴ βλέ­πε καὶ τὴν συ­νέν­τευ­ξή μας μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ ἱστολογίου στὸν Σταμάτη Μαυροειδή: «Ἕνα ἠλεκτρονικὸ ‘Πλανόδιον’ σὲ μορφή… Μπονζάι! Μιὰ συζήτηση μὲ τὸν Γιάννη Πατίλη, γιὰ τὸ Διαδίκτυο καὶ τὴν ‘Αἰσθητικὴ τοῦ μικροῦ’», ἐφ. Ἡ Αὐ­γὴ τῆς Κυ­ρια­κῆς, 27-06-2010, σελ. 45.

      (4) Ἐ­νῶ ἐ­πί­κει­ται ἡ δη­μο­σί­ευ­ση μιᾶς σει­ρᾶς πε­ζῶν ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά, καὶ σχε­δι­ά­ζον­ται με­τα­φρά­σεις ἀ­πὸ τὰ σου­η­δι­κά, τὰ ρου­μά­νι­κα καὶ τὰ ἀλ­βα­νι­κά.

      (5) Θὰ ἐ­κτι­μή­σει κα­νεὶς κα­λύ­τε­ρα τοὺς ἀ­ριθ­μοὺς αὐ­τούς, ἂν σκε­φτεῖ ὅ­τι εἶ­ναι σχε­δὸν ἢ τε­λεί­ως ἀ­πί­θα­νο νὰ συ­ναν­τή­σει στὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν γραμ­μά­των λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ ἢ ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση μὲ ἀν­τί­στοι­χη πα­ρα­γω­γὴ μέ­σα σὲ ἕ­να μό­νο χρό­νο.

 

  

Γιά­ννης Πα­τί­λης (Ἀ­θή­να, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση (1980-2010). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἵ­δρυ­ση καὶ ἔκ­δο­ση τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Τὸ Δέν­τρο (1978), Νῆ­σος – Μου­σι­κὴ καὶ Ποί­η­ση (1983) καὶ Κρι­τι­κὴ καὶ Κεί­με­να (1984). Ἀ­πὸ τὸ 1986 ἐκ­δί­δει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον, ἐ­νῶ τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010 ἵ­δρυ­σε καὶ δι­ευ­θύ­νει τὸν πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἱ­στο­χῶ­ρο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Δη­μο­σί­ευ­σε ἑ­πτὰ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ δύ­ο συγ­κεν­τρω­τι­κές. Πρῶ­το του ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο Ὁ μι­κρὸς καὶ τὸ Θη­ρί­ο (Ἀ­θή­να, 1970), τε­λευ­ταῖ­ο Ἀ­κτὴ Καλ­λι­μα­σι­ώ­τη καὶ ἄλ­λα ποι­ή­μα­τα (ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, Ἀ­θή­να, 2009). Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση: Τα­ξί­δια στὴν ἴ­δια πό­λη. Ποι­ή­μα­τα 1970-1990 (β’ ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, Ἀ­θή­να, 2000).

 

Εἰ­κό­να: Μπον­ζά­ι ποὺ φυ­τρώ­νει μέ­σα ἀ­πὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ με­λα­νο­δο­χεῖ­ο. Ἔρ­γο τῆς ζω­γρά­φου Ἡ­ρῶς Νι­κο­πού­λου. 

    

 

 

Σάββατο, 25 Σεπτεμβρίου 2010. Νέα Σμύρνη. Μὲ τοὺς τακτικοὺς συνεργάτες μεταφραστές. Ἀπὸ ἀριστέρα: Μαρία Σπυριδοπούλου, Βασίλης Μανουσάκης, Ἕλενα Σταγκουράκη, Γιῶργος Xαβουτσᾶς, Γιάννης Πατίλης, Μαρὼ Τριανταφύλλου, Εὐγενία Κριτσέφτσκαγια, Ἡρὼ Νικοπούλου, Σταμάτης Πολενάκης. Φωτογραφίζει: ὁ Γιῶργος Ζεβελάκης.