Ἀντώνης Ζέρβας
Μυστήριον μεγαλομανίας
C’est jolie, la théologie
Beckett
ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ποὺ ἔνοιωσα χαρὰ μὲ τὸ κακὸ ποὺ βρῆκε κάποιον ἄλλο, ἦταν μιὰ Κυριακή, στοὺς ἀγῶνες τοῦ ἱππικοῦ μας ὁμίλου. Τὸ κορίτσι ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἄλογο λεγόταν Αὐγή. Πρέπει νὰ ἦταν ἑβραιοπούλα, μὲ τὰ ξανθωπὰ μαλλιά της πιασμένα κότσο, τὰ γαλάζια μάτια καὶ τὸ σταρένιο δέρμα. Εἶχε κλείσει τὰ δεκατέσσετα, μὰ τὸ λεπτοκαμωμένο κορμί της, ριγμένο ἀνάσκελα, ἔμεινε ἀκίνητο στὸ χῶμα. Ἡ φαιόχρωμη φοράδα πανικόβλητη, ἀφοῦ τρόχασε κάμποσα βήματα, εἶχε στρέψει τὰ καπούλια πρὸς τὸ στρωμένο κορμὶ τοῦ κοριτσιοῦ, περιμένοντας νὰ τὴν πιάσουν. Ἐξίσου πανικόβλητη εἶχε πεταχτεῖ ἀπὸ τὶς κερκίδες καὶ ἡ μάννα, κραυγάζοντας «τὸ κεφάλι, τὸ κεφάλι…» Διέσχισε τὴν ἐξέδρα τοῦ ἱπποδρομίου καὶ χύθηκε ἀπ’ τὰ σκαλάκια μέσα στὸν στίβο κατὰ τὴν κόρη της, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν μαζευτεῖ κάμποσοι ἱππεῖς μὲ τὶς λευκὲς τεζαριστὲς κυλλότες καὶ τὶς μαῦρες μπότες. Ὅσο νὰ φθάσουν οἱ νοσοκόμοι, ἡ φοράδα εἶχε ὁδηγηθεῖ στὸ παχνί της. Μὲ τὰ πολλά, ἡ Αὐγὴ τοποθετήθηκε στὸ φορεῖο καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἐσπευσμένα.
Τὴν οἰκογένεια, δὲν τὴ συμπαθοῦσα. Ψυχολόγος σ’ ἕνα γυμνάσιο, ἡ μάννα ἦταν χωρισμένη ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔμεναν στὸ Κογκό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Αὐγή, εἶχε καὶ μιὰ μεγαλύτερη θυγατέρα ποὺ ἐδῶ καὶ τρία χρόνια ζοῦσε πλέον ἀνεξάρτητη. Μοῦ ἄρεσε, ἀλλὰ μὲ θύμωνε τὸ ἐπιφυλακτικό της βλέμμα μὲ τὸ ὁποῖο παρακολουθοῦσε πόσο καλὸς ἱππέας προσπαθοῦσα νὰ εἶμαι. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὴν ἔπιανα νὰ χαμογελάει εἰρωνικὰ μαζὶ μὲ τὴ μάννα της ἀπὸ τὶς κερκίδες, σὰν κάτι δὲν μοῦ πήγαινε καλὰ καὶ τύχαινε νὰ περνάω μπροστά τους. Ὄχι πὼς ἐκείνη τὰ κατάφερνε καλύτερα· πλὴν ὅμως ἔφταιγε ἡ ποιότητα τῆς φοράδας τους. Ἀπεναντίας, τὰ δικά μου ἄλογα ἦταν ἔξοχα καὶ ἀνεδείκνυαν τὶς ἱκανότητές τους, ὁσάκις τὰ ἵππευε ὁ Φερδινάνδος. Τὸν ἐλάτρευαν, κυριολεκτικῶς, σὲ πεῖσμα τῆς γενικότερης ἀμηχανίας του πρὸς ὁτιδήποτε ξεπερνοῦσε τὸν φράκτη τοῦ ἱπποδρομίου. Θὰ ἔκαναν ὅμως ὅ,τι τοὺς ζητοῦσε. Ὁ Φερδινάνδος ὁρισμένως εἶχε ζητήσει ἀρκετά. Περισσότερα δὲν ξέρω.
Μὲ χαιρετοῦσαν πάντα καὶ οἱ δυό τους, ἡ Αὐγὴ μάλιστα μὲ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἁρμόζει στοὺς ἡλικιωμένους. Μὰ καὶ οἱ τρεῖς τυπικά· ἀπὸ μιὰ ἀπόσταση, ἂν ὄχι μὲ τὴν ψυχρότητα ποὺ προκαλεῖ σιγὰ σιγὰ ἡ τακτικὴ ἐπαφή, ἅμα δὲν καταλήξει σὲ οἰκειότητα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντιῶνται καθημερινῶς χωρὶς νὰ συγχρωτίζονται, εἶναι μοιραῖο νὰ γίνουν σιωπηλοὶ ἐχθροί. Καὶ τί μεγαλύτερη τέρψη ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ βρίσκει ἕναν ἐχθρό μας! Μάρτυρας, ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Πλάτων.
Ἕνα αἴσθημα χαρᾶς ἀναπάντεχης μὲ συνεπῆρε τὴ στιγμὴ ποὺ εἶδα τὴν Αὐγὴ νὰ ἐξακοντίζεται ἀπὸ τὸ ἄλογό της καὶ νὰ βουτάει κατακέφαλα στὸ λιανισμένο χῶμα. Μιὰ χαρὰ πρωτόγνωρη, αὐθεντική. Ἀλλὰ καὶ ἀνεξήγητη, ὅταν ἀναλογίζομαι τὰ αἰσθήματα ποὺ προσπαθοῦσα ἕως τότε νὰ καλλιεργῶ ἔναντι τῶν ἀνθρώπων, κυρίως ἔναντί του ἑαυτοῦ μου, γιὰ νὰ συντηρῶ στὴ θεολογική μου συνείδηση τὴ συνταγματικὴ ἰδέα τῶν χρηστῶν ἠθῶν. «Ὥστε εἶμαι κακός;» ἀναρωτήθηκα μ’ ἕνα στιγμιαῖο ρίγος. «Εἶμαι κακὸς καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸ ξέρω;» Ἰδοὺ μιὰ σοβαρὴ ἀνακάλυψη. Αὐτομάτως ἡ χαρά μου διπλασιάσθηκε. Τόσο ποὺ ἄρχισα νὰ ρωτάω γύρω μου, ἂν εἶναι σοβαρὰ ἡ Αὐγούλα, ἂν ἔχασε τὶς αἰσθήσεις κ.λπ., χωρὶς νὰ κουνάω ἀπὸ τὴ θέση μου. Ἐπαναλαμβάνοντας τὶς ἐρωτήσεις κατὰ τὴ σειρὰ τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς συντροφικῆς ἀλληλεγύης καὶ νοιώθοντας πόσο προσποιητὰ ἦταν ὅλα αὐτά, αἰσθανόμουν τὴ χαρά μου νὰ τριπλασιάζεται. Μιὰ ἐλευθερία, μιὰ ἐλαφράδα, ἕνα εἶδος χαρισμένης ἀτιμωρησίας, σὰν νὰ εἶχαν κοπεῖ ἀπὸ μέσα μου τὰ δεσμὰ τῶν ψευδαισθήσεων.
Τὴν φανταζόμουν νεκρὴ κιόλας, τὴ μάννα της, μοναχὴ καὶ χωρισμένη, νὰ δέρνεται, νὰ χτυπιέται, νὰ βρίζει, νὰ μαστιγώνει τὴ φοράδα, ἔτσι ποὺ στὴν καθισμένη μου σιωπή, ζοῦσα μίαν ἀνεπανάληπτη εὐδαιμονία. Λὲς καὶ τὴν εἶχε φέρει ἡ ἴδια ἡ μάννα της στὸ διαμέρισμά μας νὰ τὴ χαϊδέψω καὶ νὰ τὴν κάνω ὅ,τι μοῦ ἀρέσει. Ὥστε τὴν ἔγδυνα καὶ τὴν ἄγγιζα· καθόταν δασκαλεμένη ἀπὸ τὴ μάννα της. Ὥστε τὴν φιλοῦσα· ὑπάκουε κάπως φοβισμένη. Ἀνταποκρινόταν, κάπως γοητευμένη. Πρῶτα ἐλαφρὰ πάνω στὰ χείλη, ἔπειτα πιὸ δυναστικά, ψάχνοντας μὲ τὴ γλώσσα μου τὴ δική της, ποὺ ξεμυτοῦσε, κρυβόταν, ξαναφαινόταν διστακτική, ὑποχωροῦσε, ὅπως ὅλα τὰ ὄντα τῆς γῆς ἀσκοῦνται γιὰ νὰ μάθουν αὐτὸ ποὺ ξέρουν ἐξαρχῆς. Συνδυασμένη μὲ τὴν ἰδέα τοῦ πράγματος, ἡ δική της ἀπειρία τὴν ἔκανε κάπως σκληρὴ καὶ ἄγαρμπη. Πλὴν ὅμως τὸ μικρό της στόμα μαλάκωνε λίγο λίγο ἀπὸ τὸ σάλιο μου. Τὴν πίεσα νὰ γονατίσει. Γονάτισε. Εἶχα πυρώσει ὅλος, ὥσπου ὁ ἀναμμένος δαυλὸς τσίρισε στὸ ἀνοικτὸ πηγαδάκι της, τσουρουφλίζοντας γύρω γύρω τα τοιχώματα. Μούγκριζε στ’ ἀλήθεια, δίχως προσπάθεια, λὲς καὶ ἡ ἀνάσα της ἔβγαινε ἀπὸ τὰ μάτια. Ἡ γυναίκα μου ἦταν σκυμμένη πίσω της, χωρὶς νὰ φαίνεται. Ἔνοιωθα ὅμως τὰ μάτια της σηκωμένα νὰ μὲ θεωροῦν μὲ μιὰ ὑπερκόσμια γλύκα. Ἔνοιωθα τὰ χείλη της ἐξίσου ἀφρισμένα. Ξαφνικὰ τὴν ἄφησε, ὑψώθηκε σὰν ἴσκιος, ἦρθε ἀπὸ πίσω μου ἔθεσε τὰ χέρια γύρω ἀπὸ τὴ μέση μου, ἄρχισε νὰ ξεκουμπώνει τὴ ζώνη μου. Τὴν τράβηξε μὲ τὸ δεξί της, ἔτσι ποὺ τὸ σούρσιμο μὲς ἀπ’ τὶς θηλιὲς ἀντήχησε σὰν τὸ ἄναμα τῆς μπαρούτης, καὶ ξαναγυρνώντας ἐκεῖ ποὺ εἶχε ψηλώσει ὁ ἴσκιος της, στάθηκε ὀρθὴ πάνω ἀπὸ τὴν πλάτη τῆς Αὐγούλας, τρανὴ θεὰ μὲς στὸν ἀραχνώδη χιτώνα καὶ τὰ λυτὰ μαλλιά, ξεντροπιασμένη. Ποτὲ δὲν τὴ εἶχα δεῖ ὀμορφότερη. Στάθμευσε τὸ βλέμμα ξανὰ πάνω στὸ πρόσωπό μου, χωρὶς νὰ θιγεῖ τὸ ὑπερκόσμιο χαμόγελο, κι ἔκανε τὴ ζώνη μου νὰ πλαταγίσει στὰ ψαχνὰ τῆς Αὐγούλας. Τὸ κορίτσι ξαφνιάστηκε λὲς καὶ εἶχε σκουντουφλήσει, ἐνῶ κατέβαινε ἀπὸ τὸ πάνω πάτωμα. Στράβωσε τὸ στόμα, ποὺ μὲ πόνεσε, κοίταξε ἔντρομο, καὶ σκύβοντας πάλι ὑπὸ τὴν πίεση τῶν δικῶν μου χεριῶν, ἔβαλε τὰ κλάμματα κόντρα στὴν κοιλιά μου. Ἡ μειδιώσα θεὰ δυνάμωσε τὰ χτυπήματα. Ἡ ζώνη κροτοῦσε πάνω στὶς τρυφερές, δίδυμες καμπύλες καὶ τὶς μωλώπιζε. Τὸ κορίτσι στρίγκλιζε. Ἡ γυναίκα συνέχιζε ὅλο καὶ πιὸ δυνατά, πιὸ ρυθμικά, πιὸ μανιασμένα, λὲς κι ἐκτελοῦσε τὰ κελεύσματα μιᾶς μυστικῆς βροχοφορίας. Ὁρμητικές, οἱ στάλες ἀπὸ τὸ χιονόνερο στιγμάτισαν τὰ μαλλιὰ καὶ τὴν πλάτη τοῦ κοριτσιοῦ. Τραβήχτηκα· ἡ Αὐγὴ κύλησε ἀνάσκελα μπρὸς ἀπὸ τὸν ψηλὸ ἴσκιο ποὺ ἄχνιζε ἱδρωμένος. Μὲ κοιτοῦσε ὄρθιος μὲ τὴν ἴδια ὑπερκόσμια γλύκα καὶ τὴ γλώσσα ἔξω σὰν φίδι.
— «Μὴν εἶσαι τόσο μεγαλομανής! εἶπε μ’ ἕνα μειδίαμα, ξαναπαίρνοντας τὴ θέση της δίπλα μου, στὴν κερκίδα. Δὲν ἦταν τίποτα σοβαρό. Μιὰ ἐλαφρὰ διάσειση. Πιὸ πολὺ ἡ τρομάρα της ἦταν. Σὲ μιὰ βδομάδα, θὰ ξανακαβαλλήσει.»
Πηγή: Ἀντώνη Ζέρβα, Μεγάλες καὶ μικρὲς διάρκειες (ἐκδ. Ἴνδικτος, 2001).
Ἀντώνης Ζέρβας (Πειραιᾶς, 1953). Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής. Σπούδασε Κοινωνιολογία τῆς Λογοτεχνίας στὸ Παρίσι καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Λονδίνο. Ἐμφανίστηκε στὰ γράμματα μὲ τὰ ποιητικὰ βιβλία Τετράδιο καὶ Τελχῖνες (1972). Τελευταῖα του βιβλία: Μερικὰ Μερικά, Ἴνδικτος, 2010), Μερησαήρ, Εἱρμοὶ Νεκρώσιμοι (Μελάνι, 2013), Καυσοκαλύβης(Νεφέλη, 2014). Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν ποιημάτων του Οἱ Συλλογές, 1983-2006 (Ἴνδικτος, Ἀθήνα, 2008
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ερωτας,Ελληνικά,Ζέρβας Αντώνης,Κωμικό,Μονόλογος,Ψυχογραφία | Τὰ σχόλια στὸ Ἀντώνης Ζέρβας: Μυστήριον μεγαλομανίας ἔχουν κλείσει