Achileas Kyriakidis: Credo



Achileas Kyriakidis


Credo


ASí –una vez que hubo ensamblado en su cabeza los días y las noches que pasaron sobre él, las lluvias que surcaron incontables veces el ventanuco de su celda, el sol que dejaba Aviñón hacia la tarde y venía para hablar con él un rato, la bendición de Dios que notaba sobre su cuerpo cada vez que sentía dolor–, una noche de 1253, en un monasterio de Provenza, el monje Terencio sintió que, por fin, después de 79 años, había llegado el momento de reencontrarse con el Señor; se recostó sobre su lecho de piedra para morir, cerró los ojos y, al tiempo que su respiración mermaba, pidió el perdón.

       La Luz, como siempre, le avisó de que a continuación vendría también la Voz. Se incorporó con esfuerzo y miró hacia donde no veía. No puedes entrar en el Reino de los Cielos, dijo la Voz, porque no puedes ser perdonado. Y no puedes ser perdonado porque no has cometido un solo pecado en tu vida.

       Lo primero que pensó Terencio fue: Seguro que estoy soñando. Lo segundo: ¿Es posible que la Voz hable con sofismas? Lo tercero vino acompañado de un cansancio increíble: ¿Acaso es finalmente mi Dios un sofista? ¿Acaso se explica así también el mundo?

       Está bien, aunque sea en el último momento, dijo la Voz. Y la Luz se apagó.



Fuente: Del libro Μουσική (microrrelatos, ediciones Ipsilon, 1995). Primera publicación, revista Τὸ Δέν­τρο, número 81, noviembre de 1993-enero de 1994

Αchileas Kyriakidis (El Cairo, 1946). Escribe relatos y ensayos. Traduce del español y del francés al griego. Premio Nacional de Relato.

Tra­duc­ción: I­lek­tra A­na­gno­stou, Be­atriz Cá­rca­mo A­boi­tiz, So­fía Fer­taki, Theoni Kabra, María Kalouptsi, Eduardo Lucena, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, E­vange­lía Po­lyra­ki, Anto­nia Vla­chou.

La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2017 hasta marzo de 2018, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.


			

Ἀχιλλέας Κυριακίδης: Credo


Ἀ­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης


Credo


Ι ΕΤΣΙ —ἀ­φοῦ συ­ναρ­μο­λό­γη­σε μὲς στὸ μυα­λὸ του τὶς μέ­ρες καὶ τὶς νύ­χτες ποὺ πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ πά­νω του, τὶς βρο­χὲς ποὺ ρά­βδω­σαν ἀ­μέ­τρη­τες φο­ρὲς τὸ πα­ρα­θυ­ρά­κι τοῦ κε­λιοῦ του, τὸν ἥ­λιο ποὺ ἄ­φη­νε τὴν Ἀ­βι­νιὸν γύ­ρω στὸ ἀ­πό­γευ­μα κι ἐρ­χό­ταν νὰ τὰ ποῦν γιὰ λί­γο οἱ δυ­ό τους, τὴν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ ποὺ τὴν ἔ­νι­ω­θε πά­νω στὸ σῶ­μα του κά­θε φο­ρὰ ποὺ πο­νοῦ­σε — , μιὰ νύ­χτα τοῦ 1253, σ’ ἕ­να μο­να­στή­ρι τῆς Προ­βηγ­κί­ας, ὁ μο­να­χὸς Τε­ρέν­τιος ἔ­νι­ω­σε ὅ­τι ἐ­πι­τέ­λους, με­τὰ ἀ­πὸ 79 χρό­νια, εἶ­χε ἔρ­θει ἡ στιγ­μὴ νὰ ξα­να­βρεῖ τὸν Κύ­ριο, ἔ­γει­ρε πά­νω στὴν πέ­τρι­νη κλί­νη του γιὰ νὰ πε­θά­νει, ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια καί, κα­θὼς ἡ ἀ­να­πνο­ὴ του φύ­ραι­νε, ζή­τη­σε συγ­χώ­ρε­ση.

        Τὸ Φῶς, ὅ­πως πάν­τα, τὸν εἰ­δο­ποί­η­σε ὅ­τι θ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε καὶ ἡ Φω­νή. Ἀ­να­ση­κώ­θη­κε μὲ κό­πο καὶ κοί­τα­ξε ἐ­κεῖ ποὺ δὲν ἔ­βλε­πε. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ εἰ­σέλ­θεις στὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, εἶ­πε ἡ Φω­νή, για­τί δὲν μπο­ρεῖς νὰ συγ­χω­ρε­θεῖς. Καὶ δὲν μπο­ρεῖς νὰ συγ­χω­ρε­θεῖς, για­τί δὲν ἔ­χεις κά­νει στὴ ζω­ή σου οὔ­τε μί­α ἁ­μαρ­τί­α.

        Τὸ πρῶ­το ποὺ σκέ­φτη­κε ὁ Τε­ρέν­τιος ἦ­ταν: Σί­γου­ρα ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι. Τὸ δεύ­τε­ρο: Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἡ Φω­νὴ νὰ μι­λά­ει μὲ σο­φί­σμα­τα; Τὸ τρί­το συ­νο­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ μιὰ ἀ­πί­στευ­τη κό­πω­ση: Μή­πως, τε­λι­κά, ὁ Θε­ός μου εἶ­ναι σο­φι­στής; Μή­πως ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται καὶ ὁ κό­σμος;

        Ἐν­τά­ξει, ἔ­στω καὶ τὴν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή, εἶ­πε ἡ Φω­νή. Καὶ τὸ Φῶς ἔ­σβη­σε.



Πη­γή: Ἀπὸ τὸ βι­βλίο Μου­σι­κή (μι­κρὰ πε­ζά, ἔκδ. Ὕ­ψι­λον, 1995). Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Τὸ Δέν­τρο, ἀρ. 81, Νο­έμ­βρι­ος ’93-Ἰ­α­νου­ά­ρι­ος ’94.

Ἀ­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης (Κά­ι­ρο, 1946). Πε­ζο­γρα­φί­α, με­τά­φρα­ση, δο­κί­μιο, κι­νη­μα­το­γρά­φος. Σπούδασε οἰκονομικά. Πρῶτο του βιβλίο Διαφάνεια (ἐκδ. Δωδώνη, 1973). Ἔχει γρά­ψει σε­νά­ρια γιὰ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες με­γά­λου μή­κους, καὶ ἔ­χει σκη­νο­θε­τή­σει ται­νί­ες μι­κροῦ μή­κους. Τὸ 2004 τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο Δι­η­γή­μα­τος. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ισπανικά καὶ τὰ γαλλικά.


Ἀχιλλέας Κυριακίδης: Disperato ma non troppo


Senior Couple Having Argument At Home


Ἀ­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης


Disperato ma non troppo

 

01-TaphΟ ΠΑΙΔΙ ΕΧΕΙ ΑΠΟΦΑΕΙ καὶ πε­τά­ει κά­τω ψί­χου­λα. Ὁ ἄν­τρας τὸ μα­λώ­νει. Ἡ γυ­ναί­κα λέ­ει δὲν πει­ρά­ζει, ἄ­σ’ τὸ παι­δί, θὰ τὰ μα­ζέ­ψω ἐ­γώ. Ὁ ἄν­τρας κα­τα­βρο­χθί­ζει τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Ἡ γυ­ναί­κα εἶ­ναι μπρο­στὰ στὸ νε­ρο­χύ­τη, τῆς ἔρ­χε­ται νὰ βά­λει τὰ κλά­μα­τα. Τὸ παι­δὶ κοι­μᾶ­ται. Κά­θον­ται μπρο­στὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση: ὁ Ὄ­λι­βερ Του­ί­στ ζη­τά­ει κι ἄλ­λο χυ­λό, μὲ τὶς γνω­στὲς συ­νέ­πει­ες. Ἡ γυ­ναί­κα, τε­λι­κά, βά­ζει τὰ κλά­μα­τα. Ὁ ἄν­τρας λέ­ει τί μυ­ξο­κλαῖς ἐ­κεῖ, ται­νί­α εἶ­ναι. Ἀλ­λά­ζει κα­νά­λι. Ἡ και­νούρ­για ὀ­θό­νη δι­α­φη­μί­ζει τρο­φὲς γιὰ σκύ­λους. Ἡ γυ­ναί­κα κλαί­ει πά­λι. Ὁ ἄν­τρας λέ­ει δὲν ὑ­πο­φέ­ρε­σαι, τρώ­γε­σαι μὲ τὰ ροῦ­χα σου, βα­ρέ­θη­κα. Ἡ γυ­ναί­κα λέ­ει θὰ φύ­γω. Ὁ ἄν­τρας λέ­ει κά­τι ποὺ δὲν ἀ­κού­γε­ται, σὰν μέ­σα ἀ­π’ τὴν κοι­λιά του. Ἡ γυ­ναί­κα λέ­ει μοῦ ‘­φα­γες τὰ νιά­τα μου καὶ κά­τι ἄλ­λο ποὺ κι αὐ­τὸ δὲν ἀ­κού­γε­ται. Ἀ­κού­γε­ται ὅ­μως ἡ πόρ­τα ποὺ ἀ­νοί­γει καὶ κλεί­νει. Ὁ ἄν­τρας φω­νά­ζει ἀ­χώ­νευ­τη ἔ­χεις κα­ταν­τή­σει, δὲν εἶ­ναι ζω­ὴ πιὰ αὐ­τὴ μα­ζί σου. Ἡ γυ­ναί­κα βρί­σκε­ται μπρο­στὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, ἕ­τοι­μη νὰ δρα­σκε­λί­σει τὸ κα­τώ­φλι, ν’ ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ ἀ­π’ τὴ νύ­χτα. Σὲ λί­γο, ὁ ἄν­τρας κα­τε­βαί­νει τὶς σκά­λες. Ἡ γυ­ναί­κα εἶ­ναι κα­θι­σμέ­νη ἐ­κεῖ. Ὁ ἄν­τρας κά­θε­ται δυ­ὸ σκα­λο­πά­τια πιὸ πά­νω. Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­χει στα­μα­τή­σει νὰ κλαί­ει. Ὁ ἄν­τρας τῆς δί­νει τσι­γά­ρο. Δὲ λέ­νε τί­πο­τα. Κά­θον­ται ἔ­τσι δέ­κα-δώ­δε­κα λε­πτά. Ὁ ἄν­τρας λέ­ει τί θὰ φᾶ­με;


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Πη­γή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Μου­σι­κὴ (μι­κρὰ πε­ζά, ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, 1995). Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Ἐν­τευ­κτή­ριο, ἀρ. 18, Μάρ­τι­ος 1992.

Ἀ­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης (Κά­ι­ρο, 1946). Πε­ζο­γρα­φί­α, με­τά­φρα­ση, δο­κί­μιο, κι­νη­μα­το­γρά­φος. Σπούδασε οἰκονομικά. Πρῶτο του βιβλίο Διαφάνεια (ἐκδ. Δωδώνη, 1973). Ἔχει γρά­ψει σε­νά­ρια γιὰ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες με­γά­λου μή­κους, καὶ ἔ­χει σκη­νο­θε­τή­σει ται­νί­ες μι­κροῦ μή­κους. Τὸ 2004 τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο Δι­η­γή­μα­τος. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἰσπανικὰ καὶ τὰ γαλλικά.



		

	

Ἀχιλλέας Κυριακίδης: [Περνάει ὁ καιρὸς κι ὁ Λάζαρος…]

 

 

Ἀ­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης

 

[Περ­νά­ει ὁ και­ρός κι ὁ Λάζαρος…]

 

ΕΡΝΑΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ κι ὁ Λά­ζα­ρος ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λὺ ἀ­νυ­πο­μο­νεῖ, κλει­σμέ­νος μὲς στὸ σπή­λαι­ο ποὺ τό ‘­χει φέ­ρει ὅ­λο πά­νω κά­τω ψη­λα­φών­τας τὰ ὑ­γρὰ τοι­χώ­μα­τά του, σὰν μυ­στι­κὸ βρα­δυ­φλε­γὲς ποὺ γυ­ρο­φέρ­νει μὲς σ’ ἕ­να τε­ρά­στιο σφρα­γι­σμέ­νο στό­μα, ἢ σὰν φω­νὴ ποὺ δί­στα­σε τὴν τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ καὶ στοί­χει­ω­σε, ἐν μα­λα­καῖς πα­ρειαῖς ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­θέ­α­τη, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ὑ­πάρ­χει σκο­τά­δι μὲ τό­σο σχῆ­μα, εἶ­ναι ὅ­μως καὶ φο­ρὲς ποὺ νι­ώ­θει νὰ με­τε­ω­ρί­ζε­ται σ’ ἕ­να στε­ρέ­ω­μα ρευ­στό, νὰ κο­λυμ­πᾶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτα σὲ μιὰ πε­ρί­ερ­γη δε­ξα­με­νὴ ἐ­λα­φρό­τη­τας, πῶς ἦ­ταν τὶς πα­λι­ὲς ἡ­μέ­ρες μὲ τὴν ἀ­να­σφά­λεια ποὺ τὸν πη­γαι­νό­φερ­ναν οἱ σκο­τοῦ­ρες του κι ἔ­ψα­χνε τό­τε, πρὶν τὸν θά­να­το μι­λᾶ­με, νά ‘­βρει τὴν κί­νη­ση ἢ τὸν λό­γο ἐ­κεῖ­νο ποὺ θὰ τοῦ ‘­δι­νε τὴ δύ­να­μη νὰ πλο­η­γή­σει πά­λι τὴ ζω­ή του, νὰ πι­στέ­ψει σὰν κα­λὸς θνη­τὸς πὼς ὅ­λα παί­ζον­ται, πὼς καὶ τὸ θαῦ­μα ἀ­κό­μα ἀ­νή­κει στὴν ἁ­πλό­τη­τα τῆς λο­γι­κῆς, πῶς τώ­ρα θά ‘­ταν ἐ­δῶ μέ­σα, πε­ρι­μέ­νον­τας στὸν σκο­τει­νὸ προ­θά­λα­μο, δί­νον­τας χρώ­μα­τα στὶς σκέ­ψεις του μὴν τρε­λα­θεῖ, κόκ­κι­νο καὶ τρι­αν­τα­φυλ­λὶ καὶ κί­τρι­νο κι αὐ­τὸ τὸ χρῶ­μα ποὺ δὲν ἔ­χει ὄ­νο­μα ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει, κα­θὼς κι ἐ­κεῖ­νο ποὺ θὰ πρω­ταν­τί­κρι­ζε ἐ­ξερ­χό­με­νος, καὶ πῶς ἀν­τέ­χε­ται τό­ση πολ­λὴ λευ­κό­τη­τα αἰφ­νι­δί­ως, ὅ­ταν θὰ ‘ρ­θεῖ ἡ στιγ­μὴ κι ἀ­κού­σει τὴ φω­νὴ ποὺ ξέ­ρει ἀ­πὸ πα­λιὰ νὰ λέ­ει δεῦ­ρο, καὶ νι­ώ­σει μιὰ γι­γάν­τια πί­ε­ση νὰ τὸν σπρώ­χνει, σὰν ἀ­κυ­βέρ­νη­τη πι­ρό­γα νὰ ὁ­δεύ­ει γιὰ τὸν βέ­βαι­ο κα­ταρ­ρά­κτη, μιὰ θύ­ελ­λα φω­τα­ψί­ες νὰ τὸν ὑ­πο­δέ­χε­ται, καὶ γι’ ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ νὰ βρί­σκε­ται ἄ­λα­λο ἕρ­μαι­ο μιᾶς γνώ­ρι­μης λα­βῆς, καὶ γι’ ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ νὰ τὸν χτυ­ποῦν στὴν πλά­τη, ν’ ἀ­κού­ει τὸ νὰ σᾶς ζή­σει, καὶ νὰ βά­ζει τὰ κλά­μα­τα.

 

 

 

Πη­γή: Ἀ­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης, Δι­ε­στραμ­μέ­νες ἱ­στο­ρί­ες, ἐκδ. Ὕ­ψι­λον, Ἀ­θή­να 1988, [ἱ­στο­ρί­α ι­α’].

 

Α­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης (Κά­ι­ρο, 1946). Σπού­δα­σε οἰ­κο­νο­μι­κά. Ἔ­χει γρά­ψει δι­η­γή­μα­τα, μι­κρὰ πε­ζά, δο­κί­μια, σε­νά­ρια γιὰ ται­νί­ες μι­κροῦ μή­κους. Πρῶ­το του βι­βλί­ο η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Δι­α­φά­νεια, ἐκδ. Δω­δώ­νη, Ἀθήνα, 1973. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πό τὰ ἱ­σπα­νι­κά καὶ τὰ γαλ­λι­κά.

 

Εἰκόνα: Embryo. Φωτ.: Eddie Lee