Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου: Ὁ βα­ψο­μαλ­λιᾶς



Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου


Ὁ βα­ψο­μαλ­λιᾶς


ΤΑΝ Σάβ­βα­το με­ση­μέ­ρι. Εἶ­χε κά­νει μιὰ βολ­τί­τσα στὴ λα­ϊ­κή, δὲν πῆ­ρε πολ­λά, λί­γες σα­λά­τες μό­νο κι ἕ­ναν ἀ­να­νὰ ποὺ τοῦ ἄ­ρε­σε. Δὲν τὸν πεί­ρα­ζε νὰ μα­γει­ρεύ­ει γιὰ ἕ­ναν, ἔ­λε­γε πάν­τα πὼς δὲ θὰ τὸ βά­λει κά­τω· θὰ μα­γεί­ρευ­ε πει­σμα­τι­κὰ μέ­χρι τό­τε ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ στέ­κε­ται ὄρ­θιος. Ἔ­ρι­ξε λί­γο νε­ρά­κι στὶς γλά­στρες στὸ μπαλ­κό­νι καὶ ἄ­φη­σε τὸ βλέμ­μα του νὰ χυ­θεῖ στὸ δρό­μο, σὰν σκυ­λὶ ποὺ βγῆ­κε γιὰ σερ­γιά­νι. Τὸν εἶ­χε ἐ­νο­χλή­σει πο­λὺ ἐ­κεί­νη ἡ εὐ­γε­νι­κὴ κί­νη­ση ποὺ ἔ­κα­νε ἡ κο­πέ­λα στὸ τραῖ­νο, νὰ ση­κω­θεῖ γιὰ νὰ κα­θί­σει ὁ ἴ­διος. Δὲν ἔ­βγα­ζε κα­λύ­τε­ρα ἕ­να πε­ρί­στρο­φο νὰ τὸν ἐ­κτε­λέ­σει; «Κα­θί­στε» τοῦ εἶ­πε χα­μη­λό­φω­να καὶ μει­δί­α­σε μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ ὕ­φος ποὺ παίρ­νουν τὰ κα­λὰ παι­διὰ ὅ­ταν κά­νουν τὸ σω­στὸ καὶ τὸ πρέ­πον. Μὰ ἦ­ταν πρέ­πον; Στὸν ἴ­διο εἶ­χε μι­λή­σει; Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρά του, ἄλ­λος με­γά­λος ὄρ­θιος κα­νείς. Μιὰ πα­ρέ­α ἀ­πὸ κά­τι μπαρ­μπά­δες κα­θι­σμέ­νους δί­πλα τὸν ἄρ­χι­σαν στὴν κα­ζού­ρα. «Ἔ­λα, ἡ πρώ­τη φο­ρὰ εἶ­ναι δύ­σκο­λη», εἶ­παν κα­τα­πί­νον­τας τὰ γέ­λια τους λαί­μαρ­γα γιὰ νὰ τοῦ ποῦν κι ἄλ­λα. «Κα­λῶς ἦρ­θες κα­η­μέ­νε!» κα­κά­ρι­σαν κι ἄρ­χι­σαν νὰ συ­ζη­τοῦν τὸ συμ­βὰν δυ­να­τὰ ἔ­τσι ποὺ νὰ τὸ μά­θουν ὅ­λοι πὼς μιὰ νε­α­ρὴ ση­κώ­θη­κε γιὰ νὰ κα­θί­σει ἐ­τοῦ­τος ἐ­δῶ ποὺ νο­μί­ζει ἀ­κό­μα πὼς εἶ­ναι ἀ­ε­τό­που­λο. Σπρώ­χτη­κε ὣς τὴν πόρ­τα δῆ­θεν ἀ­γέ­ρω­χα, ἂν καὶ μέ­σα του ὁ κε­ραυ­νὸς κα­τά­και­γε τὸν τό­πο. Τό­σο με­γά­λος ἔ­δει­χνε δη­λα­δή; Μέ­χρι προ­χθὲς θὰ κορ­τά­ρι­ζε μιὰ κο­πέ­λα —ἄν­τε, λί­γο σι­τε­μέ­νη— ξέ­ρεις, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ ἀ­φη­ρη­μέ­να ἀγ­γί­ζον­ται μέ­σα στὸ τραῖ­νο ἢ στὸ ἀ­σαν­σέρ. Θὰ ἄ­νοι­γε τὴν πόρ­τα γιὰ νὰ δώ­σει προ­τε­ραι­ό­τη­τα σὲ κά­ποι­ο θη­λυ­κό, θὰ ἔ­πι­νε τὸν κα­φέ του γρα­βα­τω­μέ­νος στὴν πλα­τεί­α. Τό­ση κα­κί­α, οἱ πα­λι­ό­γε­ροι, ἔ­λα κά­θι­σε τοῦ φώ­να­ζαν, μὴν ντρέ­πε­σαι, τώ­ρα εἶ­σαι ἕ­νας ἀ­πὸ μᾶς.

       Εἶ­χε βρεῖ στὴ λα­ϊ­κὴ πι­νέ­λο καὶ κου­πά­κι ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ουν τὶς βα­φές, ὄ­χι πὼς τὸ ἔ­ψα­ξε, ἔ­πε­σε πά­νω τὸ μά­τι του τυ­χαῖ­α. «Φέ­ρε ἕ­να γιὰ τὴν κυ­ρὰ νὰ μὴν γκρι­νιά­ζει!» ἔ­γνε­ψε στὸ γύ­φτο ποὺ ἔ­στρω­νε τὴν πρα­μά­τεια ἀ­δι­ά­φο­ρα. Τό ’­χω­σε στὴ σα­κού­λα μὲ τὰ μα­ρού­λια καὶ τώ­ρα τὸ εἶ­χε μπρο­στά του στὸ μπά­νιο ἑ­τοι­μο­πό­λε­μο δι­α­βά­ζον­τας προ­σε­χτι­κὰ τὶς ὁ­δη­γί­ες τῆς βα­φῆς. Προ­σπά­θη­σε νὰ χω­ρί­σει τὶς τοῦ­φες μί­α-μί­α καὶ πο­λὺ προ­σε­χτι­κὰ μὲ μιὰ ἐ­βέ­νι­νη γλυ­ψιὰ τοῦ πι­νέ­λου ἔ­φτια­ξε ἕ­ναν μαῦ­ρο δι­ά­δρο­μο στὴν γκρί­ζα κοι­λά­δα τοῦ κε­φα­λιοῦ. Καὶ με­τὰ κι ἄλ­λη, κι ἄλ­λη. Καὶ σὰν πῆ­ρε φό­ρα τὸ πι­νέ­λο, πῆ­γε κι ἦρ­θε πολ­λὲς φο­ρὲς στὸ κε­φά­λι, ἀ­στα­μά­τη­τα – σὰν νε­οσ­σὸς ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε τὸ πρῶ­το του πέ­ταγ­μα· χά­ρα­ξε χω­ρί­στρες χαρ­το­γρα­φών­τας ὅ­λη τὴν ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τη πε­ρι­ο­χὴ τοῦ κε­φα­λιοῦ, βού­τη­ξε ὑ­πό­κω­φα μέ­χρι τὰ ἄ­δυ­τα τῆς ἀρ­σε­νι­κῆς καρ­διᾶς ποὺ ἐ­κλι­πα­ροῦ­σε γιὰ λί­γη νι­ό­τη ἀ­κό­μα καὶ ποὺ ζη­τοῦ­σε νὰ πα­λέ­ψει μὲ τὴν ἀ­ρά­χνη ἐ­κεί­νη ποὺ πε­ρί­με­νε τὸ θύ­μα μὲ τὰ γκρι­ζα­ρι­σμέ­να μαλ­λιὰ νὰ θρη­νή­σει εὐ­λα­βι­κὰ τὸν ἀν­δρι­σμό του πέ­φτον­τας νο­μο­τε­λεια­κὰ στὸν ἱ­στὸ τοῦ γή­ρα­τος. Κι ἀ­φοῦ ἡ βα­φὴ ἁ­πλώ­θη­κε ἡ­ρω­ι­κὰ καὶ ὁ νι­πτή­ρας μοι­ραῖ­α πα­σα­λεί­φθη­κε σὰν πε­δί­ο μά­χης, κοί­τα­ξε τὸ εἴ­δω­λό του στὸν κα­θρέ­φτη καὶ τὸ ἠ­θι­κό του ἀ­να­πτε­ρώ­θη­κε γιὰ δυ­ὸ στιγ­μές. Ναί, ἡ νι­ό­τη μπο­ρεῖ νὰ εἶ­χε φύ­γει, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει καὶ τὸ φθι­νό­πω­ρο πρὶν τὸ χει­μώ­να, ἀ­γα­πη­τοί. Ἔ­μει­νε μπρο­στὰ στὸν κα­θρέ­φτη ὅ­λη τὴν ὥ­ρα τῆς ἀ­να­γρα­φό­με­νης στὸ κου­τὶ ἀ­να­μο­νῆς, νὰ δι­ορ­θώ­νει μὲ τὴ χτέ­να σχο­λα­στι­κὰ τὶς τοῦ­φες στὶς μι­κρὲς χα­ρά­δρες τοῦ κε­φα­λιοῦ ποὺ ὀ­λί­σθαι­ναν στὰ γκρέ­μια τῶν κρο­τά­φων καὶ κοί­τα­ζε ἐ­πί­μο­να τ’ αὐ­λά­κια στὸ πρό­σω­πο ποὺ ἔ­δει­χναν σκαμ­μέ­να ἀ­πὸ ὁρ­μη­τι­κοὺς χεί­μαρ­ρους. Δὲν πει­ρά­ζει σκέ­φτη­κε οἱ ρυ­τί­δες εἶ­ναι γο­η­τεί­α κι ἔ­πει­τα ἔ­παι­ξε ἁ­πα­λὰ τὸ δι­πλο­σά­γο­νο σὰν νὰ δο­κί­μα­ζε χορ­δὴ ἀ­πὸ κον­τραμ­πά­σο.

       Κα­λὸ ἦ­ταν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, σκοῦ­ρο καὶ γυ­α­λι­στε­ρό, ἐ­λα­φρῶς με­λι­τζα­νὶ καὶ μὲ ἐ­ξαί­ρε­ση τὴ γραμ­μὴ ποὺ θύ­μι­ζε κρά­νος στὸ μέ­τω­πο, ἔ­δει­χνε σχε­τι­κὰ φυ­σι­κὸ καὶ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε τὸ ἀρ­χι­κὸ ζη­τού­με­νο: ἔ­κο­βε χρό­νια. Χρό­νια ποὺ δὲν τὰ λυ­πή­θη­κε νὰ τὰ θυ­σιά­σει μο­νο­μιᾶς στὸν αἰ­μο­δι­ψῆ βω­μὸ τῆς νι­ό­της, δι­κά του χρό­νια καὶ κα­νε­νὸς ἄλ­λου, στιγ­μὲς καὶ ἀ­να­μνή­σεις ποὺ συ­νέ­θε­ταν τὴ ζω­ή του· δὲν πει­ρά­ζει εἶ­πε δυ­να­τὰ στὸν κα­θρέ­φτη σὰν νὰ λο­γο­δο­τοῦ­σε, στὸ συρ­τά­ρι ἂς μποῦ­νε γιὰ λί­γο κι ἔ­πει­τα θὰ τὶς ξε­θά­ψω πά­λι. Σὲ ἕ­να δεύ­τε­ρο γύ­ρο ἡ ἀ­νε­λέ­η­τη μπο­γιὰ πέ­ρα­σε πά­νω ἀ­πὸ τὸ μου­στά­κι καὶ τὰ φρύ­δια ἐ­ξα­φα­νί­ζον­τας κά­θε γκρί­ζο ἴ­χνος κι ἔ­μει­νε τώ­ρα σί­γου­ρα μιὰ δε­κα­ε­τί­α ξα­να­νι­ω­μέ­νος νὰ ψα­λι­δί­ζει τὶς τρί­χες ἀ­πὸ τὴ μύ­τη καὶ τὰ αὐ­τιά, ἕ­τοι­μος νὰ ξα­να­βγεῖ στὸν κό­σμο, τώ­ρα ποὺ ὁ ἥ­λιος ἔ­δυ­ε, ἔ­χον­τας νι­κή­σει τὴν ντρο­πὴ καὶ κα­τα­τρο­πώ­σει τὸ γῆ­ρας. Κι ἔ­τσι πε­ρή­φα­νος, μὲ τὴ γρα­βά­τα του σφι­χτο­δε­μέ­νη στὰ ὑ­ψί­πε­δα ἑ­νὸς χα­λα­ρω­μέ­νου λαι­μοῦ ποὺ ἔ­τρε­με χυ­λω­μέ­νος σὲ κά­θε ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ βῆ­μα, βγῆ­κε τὴ σαβ­βα­τι­ά­τι­κη βόλ­τα, περ­νών­τας ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὶς τα­βέρ­νες καὶ τὰ κα­φε­νεῖ­α τῆς πλα­τεί­ας μὲ τὸ μαῦ­ρο ση­μά­δι σύ­ρι­ζα στὸ μέ­τω­πο σὰν λα­βω­μα­τιὰ σκλη­ροῦ πο­λέ­μου, περ­πα­τοῦ­σε δί­πλα στὰ τρα­πέ­ζια τῶν μα­γα­ζι­ῶν κορ­δω­μέ­νος κι ἀ­νυ­πο­ψί­α­στος γιὰ τοὺς ψι­θύ­ρους ποὺ τι­τί­βι­ζαν πνι­χτὰ χά­χα­να γιὰ νὰ πε­ρά­σουν τὴν ὥ­ρα τους, «ὁ βα­ψο­μαλ­λιᾶς».



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1974). Σπού­δα­σε φω­το­γρα­φί­α καὶ συν­τή­ρη­ση ἔρ­γων τέ­χνης καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ φω­το­γρα­φί­α. Κυ­κλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα ἡ νου­βέ­λα της Ὁ ἄν­θρω­πος σκύ­λος (ἐκ­δ. Πη­γή). Ζεῖ μὲ τὸ σύ­ζυ­γο καὶ τὴν κό­ρη τους στὰ Χα­νιά.

https://www.pigi.gr/?product=anthrwpos-skylos

Εἰκόνα: Φωτογραφία τοῦ Paul McCartney τὸ 2016.


			

Ξένια Παπαδημητρίου: Τὸ σκυλὶ τοῦ τσαγκάρη

 

 

Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου

 

Τὸ σκυ­λὶ τοῦ τσαγ­κά­ρη

 

Π’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ τοῦ μπά­νιου ἄ­κου­γε τὶς στά­λες ποὺ ἔ­πε­φταν πά­νω στὸ στέ­γα­στρο τρυ­πών­τας τὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ πρω­ι­νοῦ. Μὰ τί στὰ κομ­μά­τια, ἔ­βρε­χε τώ­ρα; Τεν­τώ­θη­κε νὰ δεῖ ἔ­ξω, ὄ­χι, ἦ­ταν ἀ­κό­μα ὅ­λα κα­τά­λευ­κα, κι ὁ θό­ρυ­βος τοῦ νε­ροῦ ἦ­ταν τὸ χι­ό­νι ποὺ ἔ­λει­ω­νε. Δὲν ἦ­ταν ἔ­τσι ἡ βρο­χή, τό ’­ξε­ρε, ἐ­κεί­νη κά­νει ἕ­να κού­φιο μουρ­μου­ρη­τὸ σὰν ἀ­πό­η­χος ἑ­νὸς καλ­πα­σμοῦ κά­που μα­κριά. Πλύ­θη­κε κα­λὰ μέ­χρι τ’ αὐ­τιά. Ἔ­τρι­ψε τὸ γέ­ρι­κο πη­γού­νι του, κα­λὰ ἦ­ταν, τὸ γέ­νι μπο­ροῦ­σε νὰ κρα­τή­σει ἄλ­λη μιὰ μέ­ρα πρὶν τὸ ξύ­ρι­σμα. Ντύ­θη­κε, ὅ­λα μάλ­λι­να, ἀ­πὸ τὴ φα­νέ­λα, ὣς τὶς κάλ­τσες, που­λό­βερ, παν­τε­λό­νι καὶ κα­πό­το κι ἔ­βα­λε τὶς γα­λό­τσες του, ἐ­κεῖ­νες πού ’χε γιὰ τὸ χι­ό­νι. Πῆ­ρε τὸ πο­δή­λα­το, μὰ δὲν τὸ κα­βά­λη­σε. Τὰ με­ταλ­λι­κὰ χε­ρού­λια του ἔ­στε­καν ἀγ­κυ­λω­μέ­να ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο. Κοί­τα­ξε τὸ σκύ­λο. Ἐ­κεῖ­νος κα­τά­λα­βε καὶ δί­χως κου­βέν­τα ἔ­κα­νε προ­σπά­θεια νὰ ση­κω­θεῖ. Τοῦ πό­να­γαν ὅ­λα του τὰ κόκ­κα­λα κι αὐ­τοῦ τοῦ ζων­τα­νοῦ, πῶς γε­ρά­σα­με ἔ­τσι… Ὁ σκύ­λος μπῆ­κε στὴ γραμ­μὴ ν’ ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ πο­δή­λα­το. Ἀ­σπρό­μαυ­ρος μὲ κά­τι ἀ­δι­ά­φο­ρες βοῦ­λες καὶ μὲ κορ­μὶ λα­πα­δι­α­σμέ­νο καὶ σκευ­ρω­μέ­νο ἀ­π’ τὰ χρό­νια. Τὴ μυ­τε­ρὴ μου­σού­δα ρυ­μουλ­κοῦ­σε θαρ­ρεῖς μιὰ νο­ε­ρὴ κλω­στὴ ποὺ τρά­βα­γε τὸ πο­δή­λα­το μὲ κό­πο.

         Ἡ ἡ­συ­χί­α τοῦ χι­ο­νιοῦ ἤ­τα­νε που­που­λέ­νια. Μιὰ γυ­α­λά­δα σὰν ἀ­πὸ πε­τρά­δια ἀ­να­κλοῦ­σε ἀ­πὸ τὶς λευ­κὲς καμ­πύ­λες ποὺ συ­νό­δευ­αν τὸν ἴ­σιο δρό­μο. Οἱ γα­λό­τσες βυ­θί­ζον­ταν μέ­σα στὸ χι­ό­νι κι ἀ­κου­γό­ταν μο­νά­χα ἕ­να ἁ­πα­λὸ χρὰτς χράτς, σὰν νὰ ἔ­κο­βες τὴ χάρ­τι­νη ἀ­θω­ό­τη­τα στὰ δύο. Τὰ φα­λα­κρὰ δέν­τρα εἶ­χαν γί­νει κομ­ψο­τε­χνή­μα­τα μὲ τὶς ἁ­πα­λὲς πι­νε­λι­ὲς τοῦ χι­ο­νιοῦ καὶ τὸν ὑ­πό­λευ­κο πά­γο ποὺ τοὺς κεν­τοῦ­σε τὰ κλω­νά­ρια. Νι­κοῦ­σε τὴ βα­ρύ­τη­τα, ναί, τὸ χι­ό­νι γι’ αὐ­τὸ σὲ ἀ­πο­γεί­ω­νε, τό­σο λε­πτό, τό­σο φί­νο σκέ­πα­ζε τὶς μυ­ρω­δι­ές, τὶς ἀ­σχή­μι­ες, στρώ­νον­τας ἕ­ναν νέ­ο δρό­μο νυ­φι­κὸ ποὺ σὲ προ­σκα­λοῦ­σε νὰ πα­τή­σεις πά­νω του. Ἕ­να παγ­κά­κι μὲ στρογ­γυ­λε­μέ­νες ἀ­κμές, στέ­γες ποὺ μοιά­ζαν μὲ σπι­τά­κια ἀ­πὸ ζά­χα­ρη, κι ἕ­νας κα­θά­ριος οὐ­ρα­νὸς ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ σκο­τοῦ­ρες, βά­σα­να καὶ λά­θη, ἕ­νας οὐ­ρα­νὸς ποὺ βά­δι­ζε ὁ­λο­μό­να­χος πρὸς τὴ λύ­τρω­ση. Εἶ­χαν τσού­ξει τὰ μά­τια τοῦ τσαγ­γά­ρη κα­θὼς περ­πά­τα­γε κά­τω ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο ποὺ ἀν­τα­να­κλοῦ­σε σὲ κεί­νη τὴ ἄ­σπρη λι­μνο­θά­λασ­σα ἀ­πὸ λευ­κό. Ἔ­κα­νε κρύ­ο, μὰ τὸ τσαγ­γά­ρι­κο ἦ­ταν πιὰ κον­τά. Μιὰ μέ­ρα θὰ ἔ­κλει­νε κι αὐ­τὸ σὰν ἔ­κλει­νε ἐ­κεῖ­νος τὰ μά­τια, σκέ­φτη­κε. Δὲν εἶ­χε ἀ­φή­σει κα­νέ­ναν πί­σω του γιὰ νὰ πα­ρα­δώ­σει τὴ σκυ­τά­λη. Μέ­χρι τώ­ρα θὰ εἶ­χε μπα­λώ­σει καὶ λου­στρά­ρει θαρ­ρεῖς ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πα­πού­τσια. Τό­σα, ποὺ ἂν τὰ στοί­βα­ζες ὅ­λα μα­ζί, θὰ ἔ­φτια­χναν πύρ­γο μὲ ἐ­ξώ­πορ­τα. Ὅ­λες ἐ­κεῖ­νες οἱ μυ­ρω­δι­ὲς τῶν δερ­μά­των, τῶν πελ­μά­των καὶ τῆς κόλ­λας φυ­λα­κί­ζον­ταν σή­με­ρα κά­τω ἀ­πὸ τὴν πα­χιὰ στρώ­ση χι­ο­νιοῦ. Ἔ­φτα­σε. Ἔ­κα­νε ν’ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ πο­δή­λα­το, γιὰ ν’ ἀ­νοί­ξει τὸ στό­ρι τοῦ μα­γα­ζιοῦ, κι εἶ­δε πὼς ὁ σκύ­λος δὲν ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Πρώ­τη φο­ρὰ στὰ δε­κα­ε­φτὰ χρό­νια ποὺ δὲν εἶ­χε ἀ­κο­λου­θή­σει. Τοῦ γέ­ρου τοῦ τι­νά­χτη­κε ἡ καρ­διά. Ξε­κί­νη­σε ἀν­τί­στρο­φα γιὰ νὰ τὸν βρεῖ. Τὰ δι­κά του ἴ­χνη ὑ­πήρ­χα­νε μο­νά­χα, τῆς γα­λό­τσας. Κι ἔ­τσι πῆ­ρε τὸ δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς βα­δί­ζον­τας πά­νω στὰ ἴ­δια βή­μα­τα συλ­λο­γι­ζό­με­νος πὼς ἡ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο πα­ρὰ ἕ­να πι­σω­γύ­ρι­σμα στὰ δι­κά σου πα­τή­μα­τα ποὺ κα­λεῖ­σαι νὰ τὰ ξα­να­πε­ρά­σεις. Καὶ νά, ὁ σκύ­λος, κεί­τον­ταν ἐ­κεῖ, στὰ μέ­σα της δι­α­δρο­μῆς. Ἀ­σπρό­μαυ­ρος μὲ κά­τι ἀ­δι­ά­φο­ρες βοῦ­λες καὶ σῶ­μα ἄ­ψυ­χο. Ὁ τσαγ­γά­ρης τὸν σή­κω­σε στὰ χέ­ρια καὶ ξα­να­πῆ­ρε τὸ δρό­μο γιὰ τὸ μα­γα­ζί, ἀ­κο­λου­θών­τας γιὰ ἀ­κό­μα μιὰ φο­ρὰ τὰ ἴ­δια του τὰ ἴ­χνη.

 

     Φε­βρουά­ριος 2010

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1974). Σπού­δα­σε φω­το­γρα­φί­α καὶ συν­τή­ρη­ση ἔρ­γων τέ­χνης. Δη­μο­σί­ευ­σε δι­η­γή­μα­τά της στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Νὰ ἕ­να μῆ­λο, Συμ­παν­τι­κὲς δι­α­δρο­μές καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα.