Γιῶργος Τριλλίδης: Ἡμέρα ανεξαρτησίας


Γιῶργος Τριλλίδης


Ἡ­μέ­ρα ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας


ΑΡΥΘΥΜΟΣ καὶ κα­τη­φής, ὅ­πως πάν­τα τέ­τοι­α ὥ­ρα, ὁ Χα­ρί­λα­ος ἐ­πι­στρέ­φει στὸ σπί­τι ἀ­π’ τὴ δου­λειά, παρ­κά­ρει, μπαί­νει ἀ­π’ τὴν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας, πε­τά­ει τὰ κλει­διὰ στὸ τρα­πέ­ζι καὶ βγά­ζει κραυ­γή; «Τζέ­ι­σο­ο­ον»

…….«Εἶ­μαι πά­νω», φω­νά­ζει ὁ Ἰ­ά­σο­νας.

…….Ὁ Χα­ρί­λα­ος βα­ρυγ­κο­μεῖ στὴ σκά­λα. Στὴ δι­α­δρο­μὴ λύ­νει τὴ γρα­βά­τα του. Μπαί­νει στὸ δω­μά­τιο τοῦ Ἰ­ά­σο­να.

.      «Τί κά­νεις;»

.      «Δι­α­βά­ζω», λέ­ει ὁ Ἰ­ά­σο­νας.

.      «Ὅ­λα κα­λά;» ρω­τά­ει ὁ Χα­ρί­λα­ος.

.      «Ἔ­χω κά­ποι­ες ἀ­πο­ρί­ες», λέ­ει δι­στα­κτι­κὰ ὁ Ἰ­ά­σο­νας.

.      «Τί ἀ­πο­ρί­ες;» συν­νε­φιά­ζει ὁ Χα­ρί­λα­ος.

.      «Μπαμ­πά, ἀ­φοῦ ἡ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α μας ἔ­γι­νε τὰ με­σά­νυ­χτα τῆς 15ης πρὸς τὴ 16η Αὐ­γού­στου», ψελ­λί­ζει ὁ Ἰ­ά­σο­νας, «για­τί τὴ γι­ορ­τά­ζου­με τὴν 1η τοῦ Ὀ­κτώ­βρη;»

.      Τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χα­ρί­λα­ου φω­τί­ζε­ται, λὲς καὶ κά­ποι­ος μό­λις τοῦ ἐ­ξή­γη­σε πῶς ἀ­κρι­βῶς παί­ζε­ται τὸ μπέ­ιζ­μπολ.

.       «Τζέ­ι­σον», κρά­ζει μὲ ἀ­γαλ­λί­α­ση ὁ Χα­ρί­λα­ος, «εἶ­σαι πραγ­μα­τι­κὸς γιὸς τοῦ πα­τέ­ρα σου!» Ἀ­κο­λού­θως, σκύ­βει καὶ φι­λά­ει τὸν Ἰ­ά­σο­να στὴ φύ­τρα.

.      Ὁ Ἰ­ά­σο­νας δὲν ἀν­τι­δρᾶ οὔ­τε στὸ φι­λὶ οὔ­τε στὴ φι­λο­φρό­νη­ση – ἡ ὁ­ποί­α, ἄλ­λω­στε, εἶ­ναι πα­ρα­πει­στι­κή. Ἐ­πι­δα­ψι­λεύ­ει ἐ­παί­νους μᾶλ­λον σ’ αὐ­τὸν ποὺ τὴν ἀ­πευ­θύ­νει πα­ρὰ σ’ αὐ­τὸν πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πευ­θύ­νε­ται. Οὐ­σι­α­στι­κὰ δὲν εἶ­ναι καν φι­λο­φρό­νη­ση. Εἶ­ναι ξεδι­άν­τρο­πη αὐ­το­κο­λα­κεί­α ποὺ σερ­βί­ρε­ται ὡς γο­νι­κὴ ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ὁ Ἰ­ά­σο­νας εἶ­ναι πο­λὺ μι­κρὸς γιὰ νὰ τὸ ἀν­τι­λη­φθεῖ αὐ­τό. Εἶ­ναι, ὡ­στό­σο, ἀρ­κε­τὰ με­γά­λος ὥ­στε νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἡ ἐ­ρώ­τη­σή του δὲν ἀ­παν­τή­θη­κε.

.      «Μπαμ­πά», μουρ­μου­ρί­ζει ὁ Ἰ­ά­σο­νας, «δὲν μοῦ εἶ­πες». «Ἰ­ά­σων… Ἰ­ά­σων…» συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος ὁ Χα­ρί­λα­ος ποὺ πλέ­ει πλέ­ον σὲ πε­λά­γη πα­τρι­κῆς πλη­ρό­τη­τας, «ση­μα­σί­α δὲν ἔ­χουν οἱ ἀ­παν­τή­σεις, ση­μα­σί­α ἔ­χει νὰ ρω­τᾶς τὶς σω­στὲς ἐ­ρω­τή­σεις».

.       Ὁ Ἰ­ά­σο­νας δὲν λέ­ει τί­πο­τα. Ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται τὸ ἀ­πό­φθεγ­μα τοῦ πα­τέ­ρα του. Δι­ε­ρω­τᾶ­ται, ἀ­να­πό­φευ­κτα, ἂν ἡ ἐ­ρώ­τη­σή του ἦ­ταν σω­στή. Πρέ­πει νὰ ἦ­ταν, ἀ­φοῦ ἀ­πάν­τη­ση δὲν πῆ­ρε. Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, ὁ Ἰ­ά­σο­νας ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ μεί­νει μὲ τὴν ἀ­πο­ρί­α καὶ νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σει τὴν πρό­σχα­ρη δι­ά­θε­ση τοῦ πα­τέ­ρα του ὥ­στε νὰ πε­τύ­χει κά­τι πο­λὺ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ ἀ­πὸ τὴ δι­α­λεύ­καν­ση τῶν λό­γων ποὺ ἕ­να θη­λυ­κὸ κρύ­βει μῆ­νες.

.      «Νὰ πά­ω τώ­ρα στὸ πάρ­κο νὰ παί­ξω μπά­λα;» «Νὰ πᾶς ὅ­που θές, ἀρ­γο­ναύ­τη μου!» «Τί ὥ­ρα νὰ γυ­ρί­σω;» «Ὅ,τι ὥ­ρα θές, γι­ό­κα μου!»

.       Ὁ Ἰ­ά­σο­νας ἐκ­πλήσ­σε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐν­θου­σι­ώ­δη ἀν­τα­πό­κρι­ση. Ὁ Χα­ρί­λα­ος δὲν τὸν ἔ­χει με­γα­λώ­σει μὲ λευ­κὲς ἐ­πι­τα­γές. Ἂν μπο­ρῶ νὰ κερ­δί­σω τό­σα πολ­λὰ κά­νον­τας ἁ­πλῶς καὶ μό­νο σω­στὲς ἐ­ρω­τή­σεις, σκέ­φτε­ται ὁ Ἰ­ά­σο­νας, στὸ ἑ­ξῆς θὰ κά­νω μό­νο αὐ­τό.

.      «Ἔ­φυ­γα.»

.      Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἑ­τοι­μα­στεῖ, ἀ­φοῦ στὴν ἡ­λι­κί­α του εἶ­ναι πάν­τα ντυ­μέ­νος μὲ στο­λὴ ἀ­θλο­παι­δι­ῶν.

.      «Ἀ­έ­ρα στὰ πα­νιά σου, Τζέ­ι­σον», τοῦ κλεί­νει τὸ μά­τι πο­νη­ρὰ ὁ Χα­ρί­λα­ος.

.      Ὁ Ἰ­ά­σο­νας δὲν πιά­νει τὸ ὑ­πο­νο­ού­με­νο, ἀλ­λὰ ἔ­χει ἤ­δη τὴν ἑ­πό­με­νη ἐ­ρώ­τη­ση στὴ δι­ά­θε­σή του. Ἐλ­πί­ζει μό­νο νὰ εἶ­ναι ἡ σω­στή.

.      Μὲ τὸ ποὺ ἀ­κού­ει τὴν πόρ­τα νὰ κλεί­νει, ὁ Χα­ρί­λα­ος κα­τε­βαί­νει τὴ σκά­λα. Ἀ­πὸ τὰ δε­κα­τέσ­σε­ρα σκα­λιὰ πα­τά­ει στὰ πέν­τε. Προ­σγει­ώ­νε­ται στὴν κου­ζί­να. Ἀ­νοί­γει τὸ ψυ­γεῖ­ο καὶ βγά­ζει μιὰ μπί­ρα. Ταυ­τό­χρο­να μὲ τὸ πῶ­μα ποὺ φεύ­γει ἀ­π’ τὸν λαι­μό, ἕ­να κλει­δὶ γυ­ρί­ζει στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα. Μπαί­νει μέ­σα ἡ Σό­νια.

.      «Δὲν μπο­ρεῖς νὰ φαν­τα­στεῖς τί μὲ ρώ­τη­σε πρὶν ἀ­πὸ λί­γο ὁ γιός μας», ἀ­να­κοι­νώ­νει ἔμ­πλε­ος χα­ρᾶς ὁ Χα­ρί­λα­ος.

.      «Εἶ­μαι πτῶ­μα», λέ­ει ἡ Σό­νια καὶ ἀ­φή­νει ἕ­ξι πρά­σι­νες σα­κοῦ­λες Marks & Spencer στὸ σα­λό­νι. «Πά­ω νὰ ἀλ­λά­ξω», λέ­ει καὶ ξε­κι­νᾶ νὰ βρεῖ τὰ σκα­λο­πά­τια.

.      «Ἄ­κου τί μοῦ εἶ­πε ὁ-», ἀρ­χί­ζει νὰ λέ­ει ὁ Χα­ρί­λα­ος, προ­χω­ρών­τας πρὸς τὴ σκά­λα γιὰ νὰ ἀ­κού­γε­ται κα­λύ­τε­ρα, ἀλ­λὰ ἡ Σό­νια ἐ­πεμ­βαί­νει:

.      «Τὸν εἶ­δα ποὺ ἔ­φευ­γε. Νά σοῦ πῶ… τοῦ εἶ­πες νὰ γυ­ρί­σει σπί­τι ὅ,τι ὥ­ρα θέ­λει;»

.      «Ναί. Ἄ­κου τώ­ρα τί μοῦ-».

.      «Πε­ρί­με­νε, εἴ­πα­με!» δι­α­τά­ζει ἡ Σό­νια καὶ χώ­νε­ται στὸ μπά­νιο.

.      Ὁ Χα­ρί­λα­ος ἐ­πι­στρέ­φει στὴν κου­ζί­να μὲ τὴν μπί­ρα στὸ χέ­ρι. Πά­ει πά­νω ἀ­πὸ τὸν νε­ρο­χύ­τη καὶ στυ­λώ­νει τὸ μπου­κά­λι. Ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο φαί­νε­ται ἡ αὐ­λὴ καὶ ἡ πι­σί­να, γε­μά­τη ἀ­κό­μα καὶ φω­τι­σμέ­νη. Τό­τε θυ­μᾶ­ται πὼς στέ­κε­ται στὸ μο­να­δι­κὸ ση­μεῖ­ο τοῦ σπι­τιοῦ ἀ­π’ τὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νὰ δεῖ ἀ­πρό­σκο­πτα τὴν πι­σί­να, ἀ­φοῦ δω­μά­τια, σα­λό­νι, τρα­πε­ζα­ρί­α καὶ χὼλ εἶ­ναι εἴ­τε τυ­φλὰ εἴ­τε τὰ πα­ρά­θυ­ρα καὶ οἱ μπαλ­κο­νό­πορ­τές τους βλέ­πουν ἄλ­λ’ ἀντ’ ἄλ­λων. Ὁ Χα­ρί­λα­ος ἀρ­χί­ζει νὰ ἐ­κνευ­ρί­ζε­ται.



Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Μι­κρο­πρά­γμα­τα (ἐκδ. Κουκ­κί­δα/Αἰ­γαῖ­ον 2012).

Γιῶργος Τριλλίδης (Λευκωσία, 1976). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­κη­γό­ρος. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των καὶ μία συλ­λο­γὴ μὲ μὴ-μυ­θο­πλα­στι­κὰ κεί­με­να.


			

Γιῶργος Τριλλίδης: Τζέ­νι­φερ rules

Trillidis,Giorgos-JenniferRules-Eikona-02


Γιῶργος Τριλλίδης


Τζέ­νι­φερ rules


02-TaphΩΡΑ ποὺ σᾶς μι­λῶ, Ἰ­ω­νᾶς καὶ Τζέ­νι­φερ ἀ­να­κα­λύ­πτουν τὶς κρυ­φὲς χά­ρες τοῦ Ὁ­μό­δους, ἀ­φοῦ ἔ­χουν ἤ­δη ἀ­να­κα­λύ­ψει τὶς φα­νε­ρὲς χά­ρες ἀλ­λή­λων. Γιὰ τὴν Τζέ­νι­φερ, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ κυ­ρι­ο­λε­κτή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τὸ κα­θε­τὶ σ’ αὐ­τὸ τὸ κο­ρί­τσι ἐκ­στα­σι­ά­ζε­ται νὰ δι­α­τυμ­πα­νί­ζει τὴν πα­ρου­σί­α του (τὰ μά­τια της γρά­φουν πά­νω «μα­τά­ρες», τὸ στῆ­θος της «βυ­ζά­ρες» κ.ο.κ.), λὲς καὶ θὰ μᾶς προ­σέ­βαλ­λε ἂν μᾶς ἄ­φη­νε νὰ ψά­ξου­με λί­γο τὸ ζή­τη­μα ἀ­πὸ μό­νοι μας. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, κα­μιὰ χά­ρη τοῦ Ἰ­ω­νᾶ δὲν εἶ­ναι φα­νε­ρὴ (ὅ­πως καὶ κα­νε­νὸς Ἰ­ω­νᾶ, ἄλ­λω­στε), πα­ρὰ μό­νο στὰ μά­τια τῆς Τζέ­νι­φερ.

        Πε­ρι­δι­α­βαί­νουν λοι­πὸν τὸ γρα­φι­κὸ χω­ριὸ καὶ κά­θε τό­σο στα­μα­τᾶ­νε νὰ δοῦν αὐ­τό, νὰ δο­κι­μά­σουν ἐ­κεῖ­νο, νὰ σχο­λιά­σουν τὸ ἄλ­λο – συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται, δη­λα­δή, σὰν κα­νο­νι­κοὶ ἄν­θρω­ποι. Ἀλ­λὰ ἡ αὔ­ρα τους ἔ­χει κά­τι τὸ ἐ­πι­μνη­μό­συ­νο. Γύ­ρω τους μα­ζεύ­ον­ται του­ρί­στες μὲ δε­κά­δες πί­ξελ ἀ­νὰ χεί­ρας καὶ βγά­ζουν φω­το­γρα­φί­ες ποὺ σὲ τεσ­σε­ρά­μι­σι χρό­νια ἀ­πὸ σή­με­ρα θὰ ἔ­χουν συ­ναι­σθη­μα­τι­κὸ ἀν­τί­κρι­σμα ἴ­σο μὲ αὐ­τὸ

Trillidis,Giorgos-JenniferRules-Eikona-01

καὶ παίρ­νουν ὅρ­κο ὅ­τι Ἰ­ω­νᾶς καὶ Τζέ­νι­φερ πα­ρι­στά­νουν κά­τι ποὺ ἦ­ταν, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι πιά. Ἀ­σφα­λῶς πέ­φτουν ἔ­ξω (ὅ­πως ὅ­λοι οἱ του­ρί­στες, ἄλ­λω­στε), ἀ­φοῦ Ἰ­ω­νᾶς καὶ Τζέ­νι­φερ ἦ­ταν πάν­τα κά­τι ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι.

        Τώ­ρα, στὴ μέ­ση ἀ­κρι­βῶς τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, ἀ­πο­φα­σί­ζουν ὅ­τι πεί­να­σαν καὶ κά­θον­ται νὰ τσιμ­πο­λο­γή­σουν πτω­μα­τά­κια. Ἀ­πὸ τὰ ἠ­χεῖ­α, λα­ϊ­κό­τρο­πες φω­νὲς ἐ­ναλ­λάσ­σον­ται μὲ τα­χύ­τη­τα ποὺ ἀν­τα­γω­νί­ζε­ται τὸ πη­γαι­νέ­λα τῶν με­ζέ­δων, πά­ρα ταῦ­τα Ἰ­ω­νᾶς καὶ Τζέ­νι­φερ δὲν ἐ­πι­τρέ­πουν στὴ δι­ά­θε­σή τους νὰ ξο­κεί­λει ἀ­πὸ τὴν πε­πα­τη­μέ­νη. Ἔ­χουν ἀρ­χές, Ἰ­ω­νᾶς καὶ Τζέ­νι­φερ, καὶ θὰ τὶς τη­ρή­σουν ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἂν τὸ σύμ­παν γύ­ρω τους κα­τε­δα­φί­ζε­ται σὲ ρυθ­μοὺς ἐν­νέ­α ὄ­γδο­α. Μὲ τὸ ποὺ ἔρ­χον­ται τὰ γλυ­κὰ τοῦ κου­τα­λιοῦ, ἡ συ­ζή­τη­ση ἀρ­χί­ζει νὰ πε­ρι­στρέ­φε­ται στὸ γνω­στὸ θέ­μα. Ὑ­πάρ­χουν ἑ­κα­τέ­ρω­θεν μο­νό­λο­γοι. Αὐ­τὸς τῆς Τζέ­νι­φερ, ὅ­μως, πλα­τειά­ζει ἐ­πι­κίν­δυ­να καὶ ὁ Ἰ­ω­νᾶς ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ κό­ψει δρό­μο.

        «Ἂν ὄ­χι ἐ­γώ, ποι­ός;» ἐ­ξα­νί­στα­ται καὶ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει ὁ Ἰ­ω­νᾶς. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μά του κα­θί­στα­ται ρη­το­ρι­κὸ γιὰ λό­γους ποὺ ἐν­το­πί­ζον­ται ἐ­κτὸς κει­μέ­νου (hors-texte).

        «Ἂν ὄ­χι τώ­ρα, πό­τε;» ἀν­τι­τεί­νει, ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως πο­λὺ εὔ­στο­χα, ἡ Τζέ­νι­φερ, ἡ ὁ­ποί­α —πα­ρό­τι Τζέ­νι­φερ— εἶ­ναι ἕ­να δι­α­ο­λε­μέ­νο θη­λυ­κὸ ποὺ ἔ­χει δι­α­γνώ­σει ἐγ­καί­ρως πὼς ὁ μό­νος τρό­πος νὰ γυ­ρί­σει μπού­με­ρανγκ ἕ­να ρη­το­ρι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι νὰ ἀ­παν­τη­θεῖ μὲ ἕ­να ἄλ­λο ρη­το­ρι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα.

        Ὁ Ἰ­ω­νᾶς, χα­μέ­νος, ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται —ἴ­σως ἐν­στι­κτω­δῶς, πάν­τως σί­γου­ρα ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­να— πὼς νό­μι­μη ἄ­μυ­να καὶ ἄ­δι­κη ἐ­πί­θε­ση εἶ­ναι ἁ­πλῶς οἱ δύ­ο ὄ­ψεις τοῦ ἴ­διου νο­μί­σμα­τος (κά­ποι­οι μά­λι­στα ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀρ­χαι­ό­τε­ρο νό­μι­σμα τοῦ κό­σμου καὶ ὄ­χι ἐ­κεῖ­νο τοῦ 7ου π.Χ. αἰ­ώ­να, ποὺ ἐν­το­πί­στη­κε στὴ Λυ­δί­α). Μέ­νει μό­νο νὰ δοῦ­με ἐ­ὰν καὶ πό­τε θὰ ψυλ­λια­στεῖ ὁ Ἰ­ω­νᾶς ὅ­τι ἡ Τζέ­νι­φερ στρί­βει πάν­το­τε αὐ­τὸ τὸ νό­μι­σμα κα­τὰ τὴ γνω­στὴ φόρ­μου­λα «γράμ­μα­τα χά­νεις / κο­ρώ­να κερ­δί­ζω».


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Μι­κρο­πρά­γμα­τα (ἐκδ. Κουκ­κί­δα/Αἰ­γαῖ­ον 2012).

Γιῶργος Τριλλίδης (Λευκωσία, 1976). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­κη­γό­ρος. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των καὶ μία συλ­λο­γὴ μὲ μὴ-μυ­θο­πλα­στι­κὰ κεί­με­να.

Γιῶργος Τριλλίδης: Ἐπαγγελματικὸς προσανατολισμός


Trillidis,Giorgos-EpaggelmatikosProsanatolismos-Eikona-AlphaeusPhilemonCole(1988)-02

Γιῶργος Τριλλίδης

.

Ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸς προ­σα­να­το­λι­σμός

.

02-ZitaΩΓΡΑΦΟΣ νὰ γί­νεις.»

Μιὰ κου­τα­λιὰ ρε­βί­θια ἔ­κλει­σε τὸ στό­μα του. Ἄρ­χι­σε νὰ μα­σου­λά­ει καὶ ταυ­τό­χρο­να τὸ πι­ρού­νι του κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ πιά­το μὲ τὴ φέ­τα. Τσίμ­πη­σε ἕ­να κομ­μά­τι τυ­ρὶ καὶ τὸ ἔ­στει­λε μα­ζὶ μὲ τὰ ὑ­πό­λοι­πα. Τὸ ἀ­κο­λού­θη­σε μιὰ μαύ­ρη ἐ­λιά.

       «Ζω­γρά­φος, δὲν τὸ συ­ζη­τῶ», εἶ­πε, ἐ­νῶ οἱ σι­α­γό­νες του ἄ­λε­θαν ὄ­σπρια καὶ τυ­ρο­κο­μι­κά. Ἔ­κα­νε μιὰ παύ­ση γιὰ νὰ φτύ­σει τὸ κου­κού­τσι καὶ ἄ­δρα­ξα τὴν εὐ­και­ρί­α.

       «Δὲν σκαμ­πά­ζω ἀ­πὸ ζω­γρα­φι­κή.»

       «Καὶ λοι­πόν; Ὁ Ἀ­ϊν­στά­ιν ἦ­ταν σκρά­πας στὰ μα­θη­μα­τι­κά.»

       Κα­τά­πι­ε ὅ,τι μα­σοῦ­σε καὶ ἀ­μέ­σως τὸ ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε μὲ μιὰ κό­ρα ὁ­λι­κῆς ἀ­λέ­σε­ως. Ἀ­πὸ τὴ σύ­σπα­ση τῶν μυ­ῶν τοῦ προ­σώ­που του, κα­τά­λα­βα ὅ­τι τὸ ψω­μὶ εἶ­χε μπα­γι­α­τέ­ψει.

       «Ἡ ζω­γρα­φι­κὴ θέ­λει τα­λέν­το, δὲν εἶ­ναι θέ­μα δι­α­βά­σμα­τος», εἶ­πα.

       Εἶχα ἀ­πὸ ὥ­ρα τε­λει­ώ­σει τὸ φα­γη­τό μου, ἀλ­λὰ πα­ρέ­με­να στὸ τρα­πέ­ζι, ἐ­πει­δὴ μοῦ εἶ­χε πεῖ πὼς ἤ­θε­λε νὰ συ­ζη­τή­σου­με κά­τι πά­ρα πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, κά­τι ποὺ ἀ­φο­ροῦ­σε τὸ μέλ­λον μου.

       «Θὰ πᾶς στὴν Κα­λῶν Τε­χνῶν. Θὰ σοῦ δι­δά­ξουν τα­λέν­το ἐ­κεῖ.»

       Ἅρ­πα­ξε τὸ πο­τη­ρά­κι μὲ τὸ χω­ρι­ά­τι­κο κόκ­κι­νο κρα­σί, ποὺ ἔ­χα­σκε μπρο­στά του ἀ­γνο­η­μέ­νο ἐ­δῶ καὶ ὥ­ρα, καὶ τὸ ἄ­δεια­σε μὲ μιὰ κα­τε­βα­σιά.

       «Ἔ­χω τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς κά­τι τέ­τοι­ο τὸ τσε­κά­ρουν πρὶν σὲ πά­ρουν.»

       «Ζω­γρά­φος, ἄν­τε τὸ πο­λύ… εἰ­κα­στι­κός», ξε­κα­θά­ρι­σε.

       Πῆ­ρε μιὰ ὀ­δον­το­γλυ­φί­δα, ἔ­βα­λε τὸ ἕ­να του χέ­ρι μπρο­στὰ στὸ στό­μα του καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο ἄρ­χι­σε νὰ σκα­λί­ζει.

       «Μά­λι­στα», εἶ­πα μὲ τὸ στα­νιό, ἀ­φοῦ κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἡ ὥ­ρα τῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των εἶ­χε τε­λει­ώ­σει. «Καὶ για­τί τό­ση ἐ­πι­μο­νή; Χώ­ρια ποὺ τὸ βρί­σκω ἀ­πρό­σμε­να ἀ­νοι­χτό­μυα­λο ἐκ μέ­ρους σου. Δὲν θὲς νὰ μὲ δεῖς για­τρό; Πο­λι­τι­κὸ μη­χα­νι­κό, λο­γι­στή; Δι­κη­γό­ρο, ἔ­στω;»

       «Τσού», ἡ γλώσ­σα του κόλ­λη­σε στὴν ὀ­δον­το­στοι­χί­α, κα­θὼς ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὰ πνευ­μό­νια του. «Θέ­λω νὰ σὲ δῶ ζω­γρά­φο.»

       Πα­ρά­τη­σε τὴν ὀ­δον­το­γλυ­φί­δα στὸ πιά­το καὶ ἔ­πι­α­σε τὸ πα­κέ­το μὲ τὰ τσι­γά­ρα του. Ἔ­βγα­λε ἕ­να καὶ τὸ ἔ­φε­ρε στὰ χεί­λη. Τοῦ ἔ­σπρω­ξα τὸν ἀ­να­πτή­ρα ποὺ ἦ­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Ἄ­να­ψε τὸ τσι­γά­ρο καὶ τρά­βη­ξε μιὰ τζού­ρα.

       «Οἱ μπά­σταρ­δοι ζοῦν γιὰ πάν­τα», ξε­φύ­ση­ξε μα­ζὶ μὲ κα­πνό.

       «Ὅ­λων των ἀν­θρώ­πων τὸ ἔργο ζεῖ γιὰ πάν­τα, ἂν ἀν­τέ­ξει τὴ δο­κι­μα­σί­α τοῦ χρό­νου», εἶ­πα.

       Μοῦ ἔ­ρι­ξε ἕ­να βλέμ­μα.

       «Δὲν μι­λῶ με­τα­φο­ρι­κά», εἶ­πε, ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος γιὰ τὸ προ­η­γού­με­νό μου σχό­λιο. «Οἱ ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νοι οἱ ζω­γρά­φοι δὲν ἔ­χουν πε­θα­μό». Τρά­βη­ξε ἄλ­λη μιὰ τζού­ρα σὰν γιὰ νὰ πά­ρει δύ­να­μη καὶ ξε­κί­νη­σε: «Πι­κά­σο 92, Ντα­λὶ 85, Μο­νὲ 86, Μα­τὶς 85, Καν­τίν­σκι 78», τὰ δά­χτυ­λα τοῦ δε­ξιοῦ του χε­ριοῦ τεν­τώ­νον­ταν ἕ­να πρὸς ἕ­να μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ χού­φτα του, κα­τα­με­τρών­τας· «Μοὺνχ 81, ποι­ός! ὁ Μούνχ…, τέ­λος πάν­των, Ο’Κὶφ 99, Γκό­για 82, Σαγ­κὰλ 98, Μπρὰκ 81, Ρε­νου­ὰρ 78, Ντεγ­κὰ 83, Μι­κε­λάν­τζε­λο 89, πρὶν ἀ­πὸ 500 χρό­νια πα­ρα­κα­λῶ, ποὺ στὰ 40 λο­γι­ζό­σουν ὑ­πέρ­γη­ρος», ἔ­κα­νε μιὰ μι­κρὴ παύ­ση, μᾶλ­λον γιὰ νὰ κα­πνί­σει πα­ρὰ γιὰ νὰ σκε­φτεῖ, καὶ συ­νέ­χι­σε, «Ντὲ Κού­νινγκ 93, Χόφ­μαν 86, Μπέ­ι­κον 83, Μὰξ Ἔρ­νστ 85, Μι­ρὸ 90, Ντυ­σὰν 81 —γι’ αὐ­τὸ πρὶν σοῦ εἶ­πα ὅ­τι δέ­χο­μαι καὶ εἰ­κα­στι­κός—, Ντὲ Κί­ρι­κο 90, Μὰν Ρέ­ι 86, Ἒλ Γκρέ­κο 73 – αὐ­τὸς ὁ κα­η­μέ­νος ἔ­φυ­γε νε­ό­τα­τος, ἄ­τι­μη ξε­νι­τιά.»

       Σι­ώ­πη­σε καὶ ἔ­μει­νε νὰ κοι­τά­ζει τὴ στά­χτη ποὺ εἶ­χε ρί­ξει στὸ πιά­το του. Κο­λυμ­ποῦ­σε μέ­σα στὸ ρε­βι­θό­ζου­μο. Ἀ­κούμ­πη­σε μέ­σα τὴν καύ­τρα τοῦ τσι­γά­ρου, μού­σκε­ψε ὣς τὸ φίλ­τρο. Μεί­να­με ἔ­τσι λί­γη ὥ­ρα χω­ρὶς νὰ λέ­με τί­πο­τα, χω­ρὶς νὰ κοι­τα­ζό­μα­στε.

       «Ὁ μπά­σταρ­δος ὁ Ντέ­ι­βιντ Χό­κνε­ϊ ζεῖ ἀ­κό­μα», μουρ­μού­ρι­σε, ἀ­να­ση­κώ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τοὺς ὤ­μους, ἀ­νήμ­πο­ρος νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει ἢ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει τὸ γε­γο­νός.

       Πα­ρά­τη­σε τὸ τσι­γά­ρο μέ­σα στὸ πιά­το, ἔ­πι­α­σε μιὰ πε­τσέ­τα, σκού­πι­σε τὸ στό­μα του, ση­κώ­θη­κε ἀ­π’ τὴν κα­ρέ­κλα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ φεύ­γει ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να. Δὲν ξα­να­συ­ζη­τή­σα­με τὴν ἀρ­ρώ­στια του.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Μι­κρο­πρά­γμα­τα (ἐκδ. Κουκ­κί­δα/Αἰ­γαῖ­ον 2012).

Γιῶργος Τριλλίδης (Λευκωσία, 1976). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­κη­γό­ρος. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των καὶ μία συλ­λο­γὴ μὲ μὴ-μυ­θο­πλα­στι­κὰ κεί­με­να.

Εἰκόνα: Πορτραῖτο τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ ζω­γρά­φου καὶ χα­ρά­κτη Ἀλ­φαί­ου Φι­λή­μο­νος Κόουλ (Al­phaeus Phi­le­mon Co­le, 1876-1988) σὲ ἡ­λι­κία 112 ἐτῶν. Ἔρ­γο τοῦ φω­το­γρά­φου Πῆτερ Μπέλ­λαμυ (Pe­ter Bel­la­my).