Γιῶργος Ἀράγης: Ὁ γείτονας

 

 

Γιῶργος Ἀράγης    

 

Ὁ γείτονας

 

ΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ τοῦ γρα­φεί­ου μου ρί­χνω πό­τε-πό­τε μα­τι­ὲς κά­τω στὴν πλα­τει­ού­λα. Ἔ­χει σχῆ­μα ρομ­βο­ει­δὲς καὶ στὸ κέν­τρο της δὲν εἶ­ναι πλα­τύ­τε­ρη ἀ­πὸ 45 μέ­τρα. Εἶ­ναι σχε­δὸν γυ­μνὴ ἀ­πὸ δέν­τρα, ἀλ­λὰ τ’ ἀ­πο­γέ­μα­τα γε­μί­ζει ἀ­πὸ μι­κρὰ παι­διά. Στὴ μέ­ση της, ἀ­πέ­ναν­τι, εἶ­ναι ἕ­να δι­ό­ρο­φο σπι­τά­κι. Ἐ­κεῖ μέ­νει ἕ­νας γεί­το­νας μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του, τὴ γυ­ναί­κα του, τὶς δυ­ὸ κό­ρες καὶ τὸ μι­κρὸ ἐγ­γο­νό του. Κά­θε πρω­ὶ ὁ με­σό­κο­πος γεί­το­νας βγαί­νει στὴν εἴ­σο­δο τοῦ σπι­τιοῦ του καὶ πε­ρι­μέ­νει λί­γο, ὥ­σπου οἱ γυ­ναῖ­κες νὰ τοῦ φέ­ρουν τὸν ἐγ­γο­νό του. Ἔ­πει­τα πιά­νει μὲ τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι τὸ δε­ξὶ χέ­ρι τοῦ παι­διοῦ καὶ παίρ­νουν τὸ δρό­μο γιὰ τὸ νη­πι­α­γω­γεῖ­ο. Ἡ πλα­τει­ού­λα εἶ­ναι λί­γο κα­τη­φο­ρι­κὴ καὶ βα­δί­ζουν προ­σε­κτι­κά.

       Ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­φει ὁ γεί­το­νας, με­τὰ ἀ­πὸ κάμ­πο­ση ὥ­ρα, εἶ­ναι φορ­τω­μέ­νος πλα­στι­κὲς σακ­κοῦ­λες, μὲ ψώ­νια. Ἀ­νη­φο­ρί­ζει τὴν πλα­τει­ού­λα μὲ ἀρ­γὰ βή­μα­τα, σκύ­βον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῶν πραγ­μά­των ποὺ κου­βα­λά­ει. Στὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ του, ἀ­φή­νει κά­να δυ­ὸ σακ­κοῦ­λες στὸ θυ­ρο­στό­μι, ση­κώ­νει τὸ κορ­μί του καὶ παίρ­νει μιὰ ἀ­νά­σα. Ἔ­πει­τα πα­τά­ει τὸ κου­δού­νι κι ἡ πόρ­τα ἀ­νοί­γει, ση­κώ­νει τὰ βά­ρη καὶ χά­νε­ται σκυ­φτὸς στὸ σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο. Ἡ πόρ­τα κλεί­νει.

       Κά­ποι­ες Κυ­ρια­κὲς ὁ γεί­το­νας ἀ­νη­φο­ρί­ζει τὴν πλα­τει­ού­λα χω­ρὶς τὰ κα­θη­με­ρι­νά του ροῦ­χα. Κα­λον­τυ­μέ­νος, θά ‘λε­γε κα­νείς, τοῦ κου­τιοῦ. Μαῦ­ρα γυ­α­λι­σμέ­να πα­πού­τσια, στα­χτὶ σκοῦ­ρο κο­στού­μι, ἄ­σπρο που­κά­μι­σο, βα­θιὰ γα­λά­ζια γρα­βά­τα, μαλ­λὶ κα­λο­χτε­νι­σμέ­νο. Τὸ βά­δι­σμά του εἶ­ναι κά­πως ἐ­πί­ση­μο, ὁ δι­α­σκε­λι­σμός του ὄ­χι βι­α­στι­κός, ἀλ­λὰ στα­θε­ρός, τὸ κορ­μὶ στη­τό, τὸ βλέμ­μα εὐ­θὺ καὶ μα­κρυ­νό, σὰν νὰ βλέ­πει κά­που πά­νω ἀ­πὸ τὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν. Ἔ­τσι φαν­τά­ζει πιὸ ψη­λὸς καὶ πιὸ στι­βα­ρὸς ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες μέ­ρες. Κοι­τών­τας τον τέ­τοι­ες στιγ­μὲς μοῦ φαί­νε­ται πὼς ἡ γει­το­νιά μας κά­τι παίρ­νει ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του. Τὰ σπί­τια σὰν νὰ ψη­λώ­νουν λι­γά­κι κι οἱ δρό­μοι σὰν νὰ πλα­ταί­νουν. Ἴ­σως κι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ πό­λη. Δύ­σκο­λό μοῦ φαί­νε­ται νὰ βρί­σκε­ται τέ­τοι­ες στιγ­μές, στὴν ἴ­δια γει­το­νιά. Πιὸ ται­ρια­στὸ θὰ ἦ­ταν νὰ βρίσ­κε­ται κά­που ἀλ­λοῦ. Κά­που μὲ σπί­τια μέ­σα σὲ κή­πους γε­μά­τους λου­λού­δια καὶ δέν­τρα. Σπί­τια με­γά­λα μὲ σι­δε­ρέ­νι­ες καγ­κε­λω­τὲς αὐ­λό­θυ­ρες, μὲ φα­νά­ρια πά­νω στὶς πέ­τρι­νες κο­λό­νες τους. Ὅ­που περ­νών­τας κα­νεὶς μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει τὰ παι­διὰ νὰ παί­ζουν μέ­σα στὶς αὐ­λές, ν’ ἀ­κού­ει τὶς νό­τες ποὺ βγαί­νουν ἀ­πὸ τὰ πλῆ­κτρα ἑ­νὸς πιά­νου, ἢ νὰ βλέ­πει τοὺς νε­α­ροὺς ἔ­νοι­κους νὰ μπαί­νουν στὰ λαμ­πε­ρὰ αὐ­το­κί­νη­τά τους καὶ νὰ φεύ­γουν πά­νω στοὺς ἀ­νοι­χτοὺς δρό­μους. Ἀ­φοῦ τὰ φαν­τά­ζε­ται κα­νείς, μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­χουν ὅ­λα αὐ­τά. Κι ἴ­σως ὁ κυ­ρι­α­κά­τι­κος γεί­το­νας νὰ τό ‘χει στὸ νοῦ του νὰ φτά­σει μέ­σα στὴ μέ­ρα σ’ ἕ­ναν τέ­τοι­ο τό­πο.­..

       Ὅ­μως κα­θὼς δι­α­σχί­ζει τὴν πλα­τει­ού­λα καὶ χά­νε­ται, χά­νε­ται σι­γὰ-σι­γὰ ἡ ὅ­λη ἐν­τύ­πω­ση καὶ τὰ πράγ­μα­τα ἔρ­χον­ται στὴ θέ­ση τους. Τὶς ἑ­πό­με­νες μέ­ρες, τὸν βλέ­πω πά­λι νὰ βγαί­νει τὸ πρω­ὶ στὴν ἐ­ξώ­θυ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ του καὶ πε­ρι­μέ­νει νὰ φέ­ρουν οἱ γυ­ναῖ­κες τὸν ἐγ­γο­νό του. Τὸ πιά­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ παίρ­νουν τὸ δρό­μο γιὰ τὸ νη­πι­α­γω­γεῖ­ο. Μέ­τα ἀ­πὸ κάμ­πο­ση ὥ­ρα ὁ γεί­το­νας γυ­ρί­ζει φορ­τω­μέ­νος πλα­στι­κὲς σακ­κοῦ­λες μὲ ψώ­νια. Στὸ κα­τώ­φλι παίρ­νει μιὰ ἀ­νά­σα κι ὅ­ταν ἀ­νοί­γει ἡ ἐ­ξώ­θυ­ρα μπαί­νει σκυ­φτὸς στὸ σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Γι­ῶρ­γος Ἀ­ρά­γης (Με­γά­λο Πε­ρι­στέ­ρι Ἰ­ω­αν­νί­νων, 1936). Κρι­τι­κή, δο­κί­μιο, με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς Δερ­μα­το­λό­γος. Βα­σι­κὸς συ­νερ­γά­της τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Ἐν­δο­χώ­ρα, Δο­κι­μα­σί­α, Πλα­νό­διον. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ζη­τή­μα­τα λο­γο­τε­χνι­κῆς κρι­τι­κῆς (1980). Τε­λευ­ταῖ­ο: Γιὰ τὸν Γι­ῶρ­γο Ἰ­ω­άν­νου (ἐκδ. Ἴ­δι­κτος, 2007).