Χου­ὰν Χο­σὲ Μι­γιάς (Juan José Millás): Προσευχή


Χου­ὰν Χο­σὲ Μι­γιάς (Juan José Millás)


Προ­σευ­χή

[Oración]


ΤΑΝ ΔΙΑΒΑΖΩ ἕ­να ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κὸ ποί­η­μα στὰ ὄ­νει­ρά μου, ξυ­πνά­ω καὶ πε­τά­γο­μαι ἀ­πὸ τὰ σκε­πά­σμα­τα ὅ­πως ὁ πνιγ­μέ­νος μό­λις βρεῖ ἀ­έ­ρα. Ξά­γρυ­πνος πιά, ἀ­να­ζη­τῶ σὲ ὅ­λα τὰ βι­βλί­α, δί­χως νὰ τοὺς βρί­σκω, τοὺς στί­χους ποὺ ἔ­κα­ναν τὰ μά­τια μου νὰ ἀ­νοί­ξουν. Ἀ­να­ζη­τῶ τὸ ποί­η­μα ποὺ ὀ­νει­ρεύ­τη­κα ὅ­πως ἀ­να­ζη­τεῖ τὸν Θε­ὸ ἐ­κεῖ­νος ποὺ γνω­ρί­ζει ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει. Ποί­η­μα τοῦ ὀ­νεί­ρου, σῶ­σέ με, ἔ­λα νὰ μὲ βρεῖς, φύ­λα­ξέ με ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸν ὠ­κε­α­νὸ σά­πιας πρό­ζας ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­γρύ­πνια. Ἁ­γι­α­σθή­τω τὸ ὄ­νο­μά σου, Σίλ­βια Πλάθ, ἐλ­θέ­τω ἡ βα­σι­λεί­α σου, Ἔ­μι­λι Ντί­κιν­σον, δὸς ἡ­μῖν σή­με­ρον τὸν στί­χον ἡ­μῶν τὸν ἐ­πι­ού­σιον, Χόρ­χε Μαν­ρί­κε, προ­σευ­χή­σου ὑ­πὲρ ἡ­μῶν, τῶν ξα­γρυ­πνι­σμέ­νων, Βι­θέν­τε Ἀ­λε­ϊ­ξάν­τρε. Γεν­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου ὡς ἐν οὐ­ρα­νῷ καὶ ἐ­πὶ τῆς γῆς, Χὶλ δὲ Μπι­έδ­μα, καὶ μὴ εἰ­σε­νέγ­κῃς ἠ­μᾶς εἰς πει­ρα­σμόν, Πέ­δρο Σα­λί­νας. Πι­στεύ­ω στὰ σο­νέ­τα τοῦ Λό­πε δὲ Βέγ­κα καὶ στὶς ρί­μες τοῦ Μπέ­κερ καὶ στὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τοῦ Ἐ­σπρον­θέ­δα. Συγ­χώ­ρα, Σαίξ­πηρ, τὰ ἀ­νο­μή­μα­τά μας. Ἀ­μνὲ τοῦ Θε­οῦ ποὺ ση­κώ­νεις τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ κό­σμου, δῶ­σε μας μιὰ με­τα­φο­ρά. Ἀ­μνὲ τοῦ Θε­οῦ ποὺ ση­κώ­νεις τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ κό­σμου, ἀ­πο­κά­λυ­ψέ μας ἕ­να ρυθ­μό. Ἀ­μνὲ τοῦ Θε­οῦ ποὺ ση­κώ­νεις τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ κό­σμου, βγά­λε ἕ­ναν ἑν­δε­κα­σύλ­λα­βο ἀ­πὸ τὸ κα­πέ­λο σου. Χαῖ­ρε, Σιμ­πόρ­σκα, μή­τηρ ἐ­λε­ή­μων, ζω­ὴ καὶ γλυ­κύ­τη­τα, ἐλ­πί­δα μας, χαῖ­ρε. Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νω ἔ­γρα­ψε ἡ Λου­ὶζ Γκλὶκ στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες της: «Θυ­μᾶ­μαι τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α ὡς μιὰ μα­κρὰ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ βρί­σκο­μαι ἀλ­λοῦ.» Καὶ εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος γε­νη­θή­τω ποί­η­μα, καὶ τὸ ποί­η­μα ἐ­γέ­νε­το σὰρξ καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν. Ἐν ἀρ­χὴ ἦ­το τὸ χά­ος καὶ βα­σί­λευ­ε τὸ σκό­τος καὶ τὸ πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου φτε­ρο­κο­ποῦ­σε πά­νω ἀ­πὸ τοὺς δα­κτύ­λους καὶ πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἔ­ρε­βος. Ἰ­δέ­α Βι­λα­ρί­νιο, ἔ­λα στὶς ψυ­χές μας, ποὺ ἐ­σέ­να λα­χτα­ροῦν. Πι­στεύ­ω στὸν Ρίλ­κε, στὸν Βερ­λαὶν καὶ στὸν Ρεμ­πώ, κα­θὼς καὶ στὸν Λόρ­κα, στὸν Οὐ­ι­δόμ­προ, στὸν Θερ­νού­δα καὶ στὸν Ὀ­κτά­βιο Πάς, στὸν Μπόρ­χες καὶ στὴν Πι­σαρ­νίκ. Πη­γαί­νω γιὰ ὕ­πνο μὲ τὸν Λου­ὶς δὲ Γκόν­γκο­ρα, μὲ τὸν Μπων­τλαὶρ ξυ­πνά­ω, μὲ τὸ Τα­ξί­δι στὴν Ἰ­θά­κη καὶ μὲ τὸν δὸν Ἀν­τό­νιο Μα­τσά­δο. Ἀ­μήν.


 

Πη­γή: Ἐ­φη­με­ρί­δα El País, 30 Ὀ­κτω­βρί­ου 2020: https://elpais.com/opinion/2020-10-29/oracion.html

Χου­ὰν Χο­σὲ Μι­γιάς (Juan José Millás) (Βα­λέν­θια, 1946). Πο­λυ­γρα­φό­τα­τος καὶ πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος, θε­ω­ρεῖ­ται αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος ἐν ζω­ῇ πε­ζο­γρά­φος τῆς Ἱ­σπα­νί­ας. [Γιὰ μιὰ ἄλλη πιὸ ρεαλιστικὴ καὶ λιγότερο δημοκοπικὴ προσέγγιση στὸ θέμα, μπορεῖ ὁ ἀναγνώστης τοῦ ἱστολογίου μας νὰ διαβάσει τὸ μπονζάϊ «Ποιητές» τῆς Ἄνα Μαρίας Σούα, σὲ μετάφραση τῆς Ἄννας Βερροιοπούλου. Σ.Τ.Ἐ.]

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Χουὰν Χοσὲ Μιγιάς (Juan José Millás): Μπέρδεμα

Millas,JuanJose-Mperdema-Eikona-04


Χου­ὰν Χο­σὲ Μι­γιάς (Juan José Millás)


Μπέρ­δε­μα

(Confusión)


 

01-PiΡΙΝ ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ ξε­τυ­λί­ξω τὸ δῶ­ρο γε­νε­θλί­ων μου, ἀ­κού­στη­κε μέ­σα ἀπ’ τὸ πα­κέ­το ἕ­να κου­δού­νι­σμα: ἦ­ταν ἕ­να κι­νη­τό. Τὸ σή­κω­σα καὶ ἄ­κου­σα τὴ γυ­ναί­κα μου νὰ μοῦ εὔ­χε­ται γε­λών­τας ἀ­πὸ τὴ συ­σκευ­ὴ τοῦ ὑ­πνο­δω­μα­τί­ου. Τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, ζή­τη­σε νὰ μι­λή­σου­με γιὰ τὴ ζω­ή: γιὰ τὰ χρό­νια ποὺ ἤ­μα­σταν μα­ζὶ κι ὅ­λα αὐ­τά. Ἐ­πέ­μει­νε ὅ­μως νὰ τὸ κά­νου­με ἀ­π’ τὸ τη­λέ­φω­νο, κι ἔ­τσι πῆ­γε στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μοῦ τη­λε­φώ­νη­σε στὸ σα­λό­νι, ὅ­που εἶ­χα ἀ­πο­μεί­νει ἐ­γὼ μὲ τὸ μα­ρα­φέ­τι στὴν τσέ­πη. Μό­λις τε­λει­ώ­σα­με τὴν κου­βέν­τα πῆ­γα στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο καὶ τὴ βρῆ­κα νὰ κά­θε­ται στὸ κρε­βά­τι, σκε­φτι­κή. Μοῦ εἶ­πε πὼς εἶ­χε μό­λις μι­λή­σει στὸ τη­λέ­φω­νο μὲ τὸν ἄν­τρα της καὶ ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν ἂν θὰ ξα­να­γύ­ρι­ζε σ’ αὐ­τόν. Ἡ ἱ­στο­ρί­α μας τῆς προ­κα­λοῦ­σε ἐ­νο­χές. Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ μο­να­δι­κός της σύ­ζυ­γος, κι ἔ­τσι ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ ἐ­ξέ­λα­βα ὡς σε­ξου­α­λι­κὴ πρό­κλη­ση. Κά­να­με ἔ­ρω­τα μὲ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α δύ­ο μοι­χῶν. Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα, ἤ­μουν στὸ γρα­φεῖ­ο κι ἔ­τρω­γα ἕ­να σάν­του­ιτς γιὰ κο­λα­τσιό, ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ τη­λέ­φω­νο. Ἦ­ταν ἐ­κεί­νη, φυ­σι­κά. Εἶ­πε ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νὰ μοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ πὼς εἶ­χε ἐ­ρα­στή. Ἐ­γὼ πῆ­γα μὲ τὰ νε­ρά της για­τὶ μοῦ φά­νη­κε πὼς ἐ­κεῖ­νο τὸ παι­χνί­δι μᾶς βό­λευ­ε καὶ τοὺς δύο. Τῆς ἀ­πάν­τη­σα λοι­πὸν νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ: εἴ­χα­με ξε­πε­ρά­σει κι ἄλ­λες κρί­σεις, κι ἔ­τσι θὰ ξε­περ­νού­σα­με κι αὐ­τήν. Τὸ βρά­δυ ξα­να­μι­λή­σα­με στὸ τη­λέ­φω­νο, ὅ­πως τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα, καὶ μοῦ εἶ­πε πὼς σὲ λί­γο θὰ συ­ναν­τι­ό­ταν μὲ τὸν ἐ­ρα­στή της. Αὐ­τὸ μὲ δι­ή­γει­ρε πο­λύ, τὸ ἔ­κλει­σα ἀ­μέ­σως, πῆ­γα στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα καὶ κά­να­με ἔ­ρω­τα μέ­χρι τὸ ξη­μέ­ρω­μα. Ὅ­λη ἡ βδο­μά­δα κύ­λη­σε ἔ­τσι. Τὸ Σάβ­βα­το, τε­λι­κά, ὅ­ταν συ­ναν­τη­θή­κα­με στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα με­τὰ ἀ­πὸ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη τη­λε­φω­νι­κὴ συ­νο­μι­λί­α, μοῦ εἶ­πε πὼς μ’ ἀ­γα­ποῦ­σε, ἀλ­λὰ ἔ­πρε­πε νὰ μ’ ἀ­φή­σει για­τὶ ὁ ἄν­τρας της τὴ χρει­α­ζό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­γώ. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ δή­λω­ση, τὰ μά­ζε­ψε καὶ ἔ­φυ­γε· ἀ­πὸ τό­τε τὸ τη­λέ­φω­νο δὲν ἔ­χει ξα­να­χτυ­πή­σει. Εἶ­μαι μπερ­δε­μέ­νος.

 


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α Por favor, sea breve 2 (ἐπ. Clara Obligado, Editorial Paginas de Espuma, Madrid, 2009).

Χου­ὰν Χο­σὲ Μι­γιάς (Juan José Millás) (Βα­λέν­θια, 1946). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του Ἡ μο­να­ξιὰ ἦ­ταν αὐ­τό, Βλά­κας, νε­κρός, μπά­σταρ­δος καὶ ἀ­ό­ρα­τος, Λά­ου­ρα καὶ Χού­λιο (καὶ Μα­νου­έλ).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἱ­σπα­νι­κά:

Ἀ­πὸ τὰ σε­μι­νά­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης τοῦ ἱ­σπα­νι­κοῦ τμή­μα­τος τοῦ ΕΚΕΜΕΛ κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2009-2010. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ σπου­δά­στρι­ες: Κα­τε­ρί­να Κα­ρα­γε­ώρ­γου, Στε­φα­νί­α Κω­στού­ρου, Εἰ­ρή­νη Μαυ­ρο­μα­ρά, Μα­ρί­α Στερ­γί­ου, Μα­ρί­α Φλέσ­σα, Μαν­τὼ Χρή­στου, ὑ­πὸ τὴν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ δι­δά­σκον­τα Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου.

Χουὰν Χοσὲ Μιγιάς (Juan José Millás): Σημειωματάρια

 

 

Χουν Χοσὲ Μιγιάς (Juan José Millás)

 

Ση­μει­ω­μα­τά­ρια

(C­u­a­d­e­r­n­os)

 

Α ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ που­λᾶ­νε, γι’ αὐ­τὸ καὶ το­πο­θε­τοῦν­ται σὲ τό­σο πε­ρί­ο­πτες θέ­σεις στὰ πω­λη­τή­ρια τῶν μου­σεί­ων, ὅ­που προ­σφέ­ρον­ται σὲ ὅ­λα τὰ σχή­μα­τα καὶ χρώ­μα­τα. Τὰ κυ­νη­γά­ω μὲ λι­γό­τε­ρο κέ­φι ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Πὸλ Ὄ­στερ τὰ ἔ­κα­νε μό­δα, με­τα­βάλ­λον­τας τὴν ἀ­πό­κτη­σή τους σὲ μα­ζι­κὸ ἄ­θλη­μα. Τὰ ἀ­γα­ποῦ­σα, ὡ­στό­σο, ὅ­ταν ὁ ὑ­πό­λοι­πος κό­σμος τὰ ἀ­πε­χθα­νό­ταν, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ ἀ­γα­πά­ω τὸν ἑ­αυ­τό μου ὅ­ταν μὲ προ­σβάλ­λουν, κι ἂς τὸν μι­σῶ ὅ­ταν μὲ κο­λα­κεύ­ουν. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να πο­λὺ συ­νη­θι­σμέ­νο σύν­δρο­μο, ποὺ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ μοῦ δι­α­φεύ­γει τὸ ὄ­νο­μά του. Καὶ τί, τέ­λος πάν­των, κρύ­βουν τὰ ση­μει­ω­μα­τά­ρια; Τί­πο­τα, ἐξ οὗ καὶ ἡ γο­η­τεί­α τους. Ἂν οἱ σε­λί­δες τους ἦ­ταν γε­μά­τες μὲ ἐ­ξι­σώ­σεις, συν­τα­γὲς μα­γει­ρι­κῆς ἢ δι­α­λέ­ξεις, δὲν θὰ τὰ ἀ­γό­ρα­ζε κα­νείς, για­τὶ δὲν θὰ ἦ­ταν πλέ­ον ση­μει­ω­μα­τά­ρια, ἀλ­λὰ βι­βλί­α. Καὶ ποι­όν ἐν­δι­α­φέ­ρει ἕ­να βι­βλί­ο; Τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι δὲν πε­ρι­έ­χουν τί­πο­τα ση­μαί­νει ὅ­τι ὑ­πο­θε­τι­κὰ πε­ρι­έ­χουν τὰ πάν­τα.

         Κρα­τά­ω φυ­λαγ­μέ­νες ἀρ­κε­τὲς μα­κέ­τες βι­βλί­ων, δῶ­ρα ἀ­πὸ τοὺς ἐκ­δό­τες φί­λους μου. Τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ σε­λί­δες τους πα­ρα­μέ­νουν κε­νὲς ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­τοι­μες νὰ ὑ­πο­δε­χτοῦν ἕ­να ἀ­ρι­στούρ­γη­μα. Ἡ ἔκ­φρα­σή μας ὅ­ταν ἀ­γο­ρά­ζου­με ἕ­να ση­μει­ω­μα­τά­ριο γιὰ νὰ τὸ πά­ρου­με σπί­τι ἔ­χει μιὰ νό­τα πα­ρα­νο­μί­ας. Τώ­ρα θὰ δεῖ­τε, εἶ­ναι σὰν νὰ λέ­με, καὶ ζοῦ­με ἤ­δη μὲ τὴ φαν­τα­σί­α μας τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ στι­λο­γρά­φος θὰ γλι­στρή­σει ἁ­πα­λὰ στὶς σε­λί­δες του ἀ­πο­τυ­πώ­νον­τας ἕ­να με­γα­λο­φυ­ὲς ποί­η­μα. Αὐ­τὴ ἡ στιγ­μὴ δὲν ἔρ­χε­ται πο­τέ, ἐν­νο­εῖ­ται. Οὔ­τε καὶ χρει­ά­ζε­ται. Οἱ στιγ­μὲς ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν πρό­βλη­μα ὅ­ταν ἔρ­χον­ται. Ἡ ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν προσ­δο­κι­ῶν συ­νο­δεύ­ε­ται πάν­το­τε ἀ­πὸ ἕ­ναν ἀ­δέ­να ποὺ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νει χο­λή. Καὶ δὲν ζεῖ κα­νεὶς μὲ τὶς προσ­δο­κί­ες. Ζεῖ μὲ τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις, τὶς πα­ρα­μο­νὲς τῶν με­γά­λων γε­γο­νό­των, τὰ σχέ­δια. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τὸ ση­μει­ω­μα­τά­ριο: ἕ­να σχέ­διο. Μιὰ συλ­λο­γὴ ἀ­πὸ κε­νὰ ση­μει­ω­μα­τά­ρια ἀ­πο­τε­λεῖ, ἐν δυ­νά­μει, τὴ συλ­λο­γὴ ἁ­πάν­των ἑ­νὸς ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κοῦ ἔρ­γου. Ἔ­τσι, ὅ­ταν πε­θά­νω καὶ κά­ποι­ος ἀ­να­λά­βει τὴ συλ­λο­γή μου, θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει μα­ζί της ἕ­να ἔρ­γο με­γα­λο­φυ­ές, ἄ­γρα­φο.

 

 

Πη­γή: Ἐ­φη­με­ρί­δα El P­a­is, 28/12/2007. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση στὰ ἑλ­λη­νι­κά.

 

Χουὰν Χοσὲ Μιγιάς (Juan José Millás· Βα­λέν­θια, 1946). Ἀ­πὸ τὰ ἕ­ξι του χρό­νια ζεῖ στὴ Μα­δρί­τη. Σπού­δα­σε Φι­λο­σο­φί­α καὶ Λο­γο­τε­χνία. Τὸ 1975 ἐκ­δό­θη­κε τὸ πρῶ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, Cerbero son las sombras, τὸ ὁ­ποῖ­ο κέρ­δι­σε τὸ Βρα­βεῖ­ο Σέ­σα­μο κα­λύ­τε­ρου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ἀ­κο­λού­θη­σαν τά: Vision del ahgado (1977), El jardin vacio (1981), Papel mojado (1983), Letra muerta (1983), El desorden de tu nombre, La soledad era esto (Βραβείο Ναδάλ 1990), Volver a casa (1990· Επιστρέφοντας στο σπίτι, Καστανιώτης 1997), Primavera de luto (1992), Ella imagina (1994) και Tonto, Muerto, bastardo e invisible (1995· Βλά­κας, νε­κρός, μπά­σταρ­δος κι ἀ­ό­ρα­τος, Κα­στα­νι­ώ­της). Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ συγ­γρα­φὴ ἄρ­θρων σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ δι­δά­σκει στὸ πα­νε­πι­στή­μιο. Ἡ στή­λη του κά­θε Πα­ρα­σκευ­ὴ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα El P­a­is ἔ­χει πολ­λοὺς ἀ­φο­σι­ω­μέ­νους ἀ­να­γνῶ­στες ἐ­νῶ ἀ­πὸ ἕ­να ρα­δι­ο­φω­νι­κὸ πρό­γραμ­μα ζη­τᾶ ἀ­πὸ τοὺς ἀ­κρο­α­τὲς νὰ τοῦ στεί­λουν μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα βα­σι­σμέ­να σὲ λέ­ξεις ἀ­πὸ τὸ λε­ξι­κό. Μὲ βά­ση αὐ­τὰ τὰ δι­η­γή­μα­τα προ­τί­θε­ται νὰ συν­τά­ξει ἕ­να γλωσ­σά­ριο.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά

Λέ­να Φραγ­κο­πού­λου. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κει­με­νο­γρά­φος στὸ M­e­ga· ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ 3 χρό­νια ὡς με­τα­φρά­στρια στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση καὶ 5 χρό­νια ὡς ὑ­πάλ­λη­λος στὸ Μορ­φω­τι­κὸ Ἵ­δρυ­μα τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Πρε­σβεί­ας στὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα τῶν Le­o­pol­do A­las, Carlos Maria Dominguez, Julian Egea Martinez κ.ἄ.