Χρῖ­στος Δάλ­κος: Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη



Χρῖ­στος Δάλ­κος


Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη


ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ μιὰν εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη: Ἕ­νας ἀ­νό­η­τος ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ση­μά­δε­ψε κά­ποι­ο δε­κα­ο­χτά­χρο­νο παι­δί -ἄ­γνω­στο τ᾿ ὄ­νο­μά του- μὲ δα­κρυ­γό­νο στὸν μη­ρό. Τὸ ἄ­τυ­χο, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο θύ­μα χα­ρο­πα­λεύ­ει στὴν ἐν­τα­τι­κή.

       Ὄ­χι, δὲν κά­η­κε ἡ χώ­ρα, ἡ χρό­νια τώ­ρα ἀ­νά­πη­ρη. Ἔ­γι­ναν ἀ­να­λύ­σεις αἵ­μα­τος ἀπ᾿ τοὺς ἁρ­μό­διους θε­ρά­πον­τες ἰα­τροὺς καὶ βρέ­θη­κε πὼς τὰ αἱ­μο­σφαί­ρια τοῦ ὡς ἄ­νω δὲν ἤ­τα­νε ἀρ­κούν­τως ἀν­τε­ξου­σι­α­στι­κά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς τρα­γω­δί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019). Ἐκδίδει τὰ Ἐνδο­συγκρι­τικά, ἑ­ξαμη­νιαῖο βιβλι­οπεριο­δικὸ γλωσ­σικῆς, ἐθνι­κῆς καὶ πο­λιτι­σμι­κῆς αὐ­τοσυ­νειδη­σίας, ἐκδ. Δί­αυ­λος.

Εἰκόνα: «Πέθανε ο α­στυ­νομι­κός που είχε χτυ­πη­θεί από φω­το­βο­λί­δα στου Ρέν­­τη»


			

Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ: Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου



Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου


ΙΣΤΕΥΕ ὅ­τι ἦ­ταν πα­σι­φί­στρια, ὅ­τι κα­τα­δί­κα­ζε κά­θε μορ­φὴ βί­ας. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τῆς Χα­μᾶς στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, πρῶ­τα σκέ­φτη­κε τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Γο­λιὰθ —μό­νο ποὺ ὁ Γολιὰθ ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν ἦ­ταν Ἰσ­ρα­η­λί­της— με­τὰ ἄ­κου­σε κραυ­γὲς καὶ ἀ­λα­λαγ­μούς, κα­τό­πιν εἶ­δε τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α, τὸ μί­σος, τοὺς νε­κρούς, καὶ ἀ­μέ­σως ἦρ­θαν οἱ φω­νὲς τῶν Φι­λι­σταί­ων καὶ ἡ ἐκ­δί­κη­ση τοῦ ἀ­νί­κη­του Γο­λιάθ. Τό­τε ἡ φω­νὴ βο­ῶν­τος στὴν ἔ­ρη­μο τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πεί­λη­σε νὰ τὶς σπά­σει τὰ τύμ­πα­να. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­νά­πο­δα.

       Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες καὶ τοὺς Σου­λι­ῶ­τες. Τὴν εἶ­χαν πο­λὺ προ­βλη­μα­τί­σει στὸ Γυ­μνά­σιο. Αὐ­τὴ θὰ ἔ­ρι­χνε τὰ παι­διά της στὸ γκρε­μό; Τί εἴ­δους ἡ­ρω­ι­σμὸς ἦ­ταν αὐ­τός; Πῶς ἀ­πο­φά­σι­ζαν γιὰ αὐ­τά; Μιὰ χα­νού­μι­σα ἡ ἕ­νας γε­νί­τσα­ρος δὲν ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να παι­δὶ νε­κρὸ μὲ ἐ­κτε­λε­στῆ τὸν ἴ­διο του τὸν γο­νιό; Δὲν θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε προ­βάλ­λει ἀν­τίρ­ρη­ση στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ δὲν δέ­χτη­κε τὴν ἐ­πί­ση­μη ἐκ­δο­χή. Ἴ­σως γιὰ αὐ­τὸ οἱ Σου­λι­ῶ­τες τῆς ἔ­γι­ναν γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Θρύ­λος, ξε­θρύ­λος, αὐ­τὴ δὲν θὰ χό­ρευ­ε τὸν χο­ρό. Θὰ ἔ­δι­νε τὸ παι­δί της στοὺς Τούρ­κους. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ ἡ­ρω­ι­σμός; Τε­λι­κὰ τὶς ξέ­χα­σε. Ἄλ­λα αἰ­νίγ­μα­τα, πι­ε­στι­κὰ καὶ αὐ­τά, πῆ­ραν τὴν θέ­ση τους. Οὔ­τε χρει­ά­στη­κε βέ­βαι­α νὰ τὶς θυ­μη­θεῖ. Προ­στα­τευ­τι­κὸς καὶ ὁ πα­σι­φι­σμός.

       Μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες στὸ μυα­λὸ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­κε­λει­ό. Στὴν Γά­ζα ὅ­λοι χό­ρευ­αν τὸν χο­ρό. Ἤ­θε­λαν, δὲν ἤ­θε­λαν. Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­σπα­γαν οἱ πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι τὸν κλοι­ό. Χο­ρεύ­ον­τας στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε καὶ τὸν Σο­λω­μό. Ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χε νὰ τὸν δι­α­βά­σει. Ἔ­τρε­φε κά­ποι­α προ­κα­τά­λη­ψη γιὰ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς ποι­η­τές. Νὰ σκο­νί­ζε­ται τὸν ἄ­φη­σε πί­σω στὸ πα­τρι­κό της σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ τὴν αἰφ­νι­δί­α­σαν. Μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες ἔ­κα­ναν ἕ­φο­δο στὸ μυα­λό της. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ στὸν τύ­πο χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­ρεί­πια καὶ ἡ ἀ­λή­θεια. Βομ­βάρ­δι­σαν καὶ τὴν δι­κή της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).


Νίκος Κατσαλίδας: Συναξάρι τῆς ὀργῆς


Νίκος Κατσαλίδας


Συναξάρι τῆς ὀργῆς


Στὸν Κώ­στα Μίσ­σιο, στὴ μνή­μη τοῦ πα­τέ­ρα του


ΜΟΥΝ τρι­ῶν χρο­νῶν στὴν ἡ­λι­κί­α ποὺ μό­λις εἶ­χα ἀ­φή­σει τὴν κού­νια, σχε­δὸν στὴ θη­λὴ τῆς μά­νας μου, παί­ζον­τας μὲ τὰ γα­τά­κια καὶ τα­ΐ­ζον­τας στὸ κα­λύ­βι τὸν πι­στὸ σκύ­λο τοῦ σπι­τιοῦ μου πού ’­γλει­φε τὰ χέ­ρια μου, μέ­χρι ἐ­κεί­νη τὴ μαύ­ρη φαρ­μα­κε­ρὴ Δευ­τέ­ρα τοῦ Αὐ­γού­στου, ποὺ πά­γω­σε τὸ χα­μό­γε­λό μου καὶ ἀν­τι­στρά­φη­κε ἡ προ­στα­σί­α, ἦ­ταν ἡ γά­τα τό­τε κι ὁ σκύ­λος, αὐ­τὰ τὰ δυ­ὸ νο­η­τὰ κα­τοι­κί­δια, ποὺ νι­ώ­θον­τας τὸν πό­νο μου μὲ πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζα­νε σὰν γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση κου­νών­τας τὴν οὐ­ρά τους καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν μὲ ἀν­θρω­πιὰ νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σουν μὲ τὰ χά­δια τους. Κα­τα­κα­λό­και­ρο ποὺ φλέ­γε­ται καὶ βρά­ζει τὸ χῶ­μα ἀ­πὸ τὴ ζέ­στη καὶ μ’ εἶ­χε στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ μὲ φί­λα­γε ὁ πα­τέ­ρας, ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­στη­καν κά­τι ἴ­σκιοι σὰν δαι­μο­νι­κὰ ποὺ ἡ μά­να μου ἀρ­γό­τε­ρα τὰ ὀ­νό­μα­σε σκυ­λιὰ κι εἶ­χα πει­σμώ­σει για­τὶ τὸ συλ­λά­βαι­να σὰν ὑ­πο­τί­μη­ση σά­μα­τι προ­σβαλ­λό­τα­νε ὁ πι­στὸς σκύ­λος μας ποὺ κα­μιὰ σχέ­ση δὲν εἶ­χε ὁ κα­η­μέ­νος μὲ τὰ σκύ­βα­λα, μὲ τὰ λυσ­σα­σμέ­να σκυ­λιὰ γιὰ αἷ­μα, ἀ­γρί­μια ποὺ μά­ζε­ψαν εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις ἄν­τρες συγ­χω­ρια­νοὺς μα­ζὶ καὶ τὸν πα­τέ­ρα καὶ τοὺς ἔ­βα­λαν μπρο­στὰ γιὰ τὰ Κα­μί­νια. Ἐ­νῶ ὣς τό­τε τρα­γου­δοῦ­σα μὲ τὰ που­λά­κια ποὺ κε­λα­η­δοῦ­σαν ἀ­πὸ τὰ βα­θιὰ χα­ρά­μα­τα στὴν περ­γου­λιὰ τῆς αὐ­λῆς μας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ μού­χρω­σε, σκο­τά­δια­σε καὶ ἀν­τά­ρια­σε γύ­ρω μου. Κι ἂς ἦ­ταν πά­λι τὰ που­λά­κια ἔ­ξω στὴν περ­γου­λιά μας, ἐ­μέ­να μοῦ φαι­νό­τα­νε ὅ­τι δὲν κε­λα­η­δοῦ­σαν πιά, ὅ­τι μό­νο θρη­νοῦ­σαν, ὥ­σπου ἡ ὀ­πτα­σί­α ποὺ ἀ­πὸ τό­τε καὶ πέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ τὸ γύ­ρι­ζε σὲ σκοῦ­ρο καὶ μουν­τό, καὶ τὰ που­λά­κια τὰ εἶ­χε με­τα­τρέ­ψει σὲ μαῦ­ρα κο­ρά­κια. Ὅ­λα αὐ­τὴ ἡ με­τα­μόρ­φω­ση ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν κα­κιὰ ὥ­ρα τοῦ μα­ζι­κοῦ σκο­τω­μοῦ καὶ τῆς χα­ρι­στι­κῆς βο­λῆς στὰ μη­νίγ­για στὰ κε­φά­λια τῶν σκο­τω­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς δή­μιους, ὅ­ταν ὅ­λες οἱ γυ­ναῖ­κες μα­ζί τους καὶ ἡ για­γιά μου, ἡ μά­να μου κι οἱ θεῖ­ες μου, γύ­ρι­ζαν κα­τὰ τὸ ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα σὰν οἱ Ἀν­τι­γό­νες ἄλ­λες μὲ τοὺς νε­κροὺς στοὺς ὤ­μους καὶ ἄλ­λες ζα­λω­μέ­νες. Ἀ­νέ­βα­σαν τὸν πα­τέ­ρα στὴν πέ­τρι­νη σκά­λα, σὰν νὰ κα­τέ­βα­ζαν τὸν κρε­μα­σμέ­νο Ἰ­η­σοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό του, τὸν ξά­πλω­σαν, τὸν ἔ­πλυ­ναν στὴ μέ­ση στὸ δω­μά­τιο, σκέ­πα­σαν τὸ κου­φά­ρι, τὸ τύ­λι­ξαν στὰ σά­βα­να καὶ γο­νά­τι­σαν τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λεί­ψα­νο κυρ­τω­μέ­νες σὰν μυ­ρο­φό­ρες στὴν ἄ­δεια θέ­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ, ἀ­φοῦ δὲν ὑ­πῆρ­χε πιὰ ἐ­κεῖ το κε­φά­λι τοῦ πα­τέ­ρα καὶ ἄρ­χι­σαν τὸ μοι­ρο­λό­ι τους. Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ὀ­πτι­κὴ εἰ­κό­να βα­θιὰ μέ­σα μου, ἐ­νῶ ἡ ἀ­κου­στι­κὴ ποὺ θυ­μᾶ­μαι κα­λὰ καὶ μὲ συ­νο­δεύ­ει ὁ­λο­ζω­ῆς ἦ­ταν τὰ πο­νε­μέ­να λό­για ἀ­πὸ τὸν θρῆ­νο τῆς μά­νας: Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου καὶ λε­βέν­τη μου, πῶς τό ’­κα­μες αὐ­τὸ καὶ μᾶς ἔ­φυ­γες τό­σο νι­ού­τσι­κος; Τί μοῦ ’­κα­μες ἐ­μέ­να τῆς μαύ­ρης; Πῶς μ’ ἄ­φη­σες μὲ δυ­ὸ ὀρ­φα­νὰ παι­δά­κια. Καὶ τὰ ἄλ­λα τὰ φαρ­μα­κε­ρὰ τῆς ἀ­πα­ρη­γό­ρη­της για­γιᾶς μου: Ἄχ, Βαγ­γέ­λη μου, ψυ­χού­λα μου, καρ­δού­λα μου καὶ μά­τια μου, ποι­ός τό ’­λε­γε, ἐ­γὼ ἡ μαύ­ρη ἡ μά­να, νὰ μά­ζευ­α τὰ πε­ταγ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ σκορ­πι­σμέ­να κομ­μά­τια τοῦ κε­φα­λιοῦ σου στὴν πο­διά μου. Κα­τα­ρα­μέ­να τέ­ρα­τα ποὺ νὰ φᾶ­τε τὸ κε­φά­λι σας ἀ­να­με­τα­ξύ σας νὰ φᾶ­τε. Τί σᾶς ἔ­φται­γαν τὰ παι­διά μας, μω­ρὲ γουρ­σού­ζι­κα, ποὺ κοι­τοῦ­σαν σὰν νοι­κο­κυ­ραῖ­οι τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους καὶ τὰ σπί­τια τους; Καὶ ὅ­πως τά ’­χε τυ­λιγ­μέ­να τὰ χυ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ κομ­μά­τια δε­μέ­να στὴν πο­διά της, τὰ το­πο­θέ­τη­σε στὸ φέ­ρε­τρο. Τὰ μοι­ρο­λό­για ρά­γι­σαν τὸν κάμ­πο κι ἔ­σκι­σαν τὴ γῆ ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Οἱ ἀν­τί­λα­λοι τοῦ θρή­νου γύ­ρι­ζαν μέ­ρα-νύ­χτα μὲ τοὺς βο­ριά­δες μέ­σα μου πά­νω ἀ­πὸ τὰ μα­τω­μέ­να Κα­μί­νια. Ποῦ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γιό­ν­ταν κεῖ­νες τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες μὲ τέ­ρα­τα καὶ φο­νιά­δες οἱ γυ­ναῖ­κες; Σὲ ποι­όν νὰ λέ­γα­νε τὸν πό­νο τους γο­να­τι­σμέ­νες πά­νω στοὺς τά­φους τους; Μᾶς ἕ­σφιγ­γαν δυ­να­τὰ στὴν ἀγ­κα­λιά τους, ἐ­μέ­να καὶ τὸν ἀ­δερ­φού­λη μου, σὰν νὰ μᾶς ἔ­κρυ­βαν ἀ­πὸ τὸν χά­ρον­τα ποὺ τρι­γύ­ρι­ζε καὶ βο­λι­δο­σκο­ποῦ­σε πο­δο­πα­τών­τας τὴν κα­τα­μα­τω­μέ­νη γῆ μας. Ἡ μό­νη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη τῶν γυ­ναι­κῶν ποὺ εἶ­χαν κου­βα­λή­σει ζα­λω­μέ­νους στοὺς ὤ­μους τοὺς ἀ­δι­κο­χα­μέ­νους ἦ­ταν ἡ ὁρ­κω­μο­σί­α τους πά­νω στὸ Βαγ­γέ­λιο καὶ στὴ γα­λα­νό­λευ­κη ποὺ βγά­ζα­νε καὶ φι­λού­σα­νε σι­ω­πη­λὰ μὲ τὶς ἐλ­πί­δες ὅ­τι θὰ βγεῖ κά­ποι­ος καὶ γιὰ αὐ­τοὺς νὰ τοὺς προ­στα­τέ­ψει, τοὺς ζων­τα­νοὺς καὶ τοὺς πε­θα­μέ­νους καὶ κα­νέ­νας δὲν ἄ­κου­γε τὰ μοι­ρο­λό­για τους καὶ κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε νὰ τὶς πα­ρη­γο­ρή­σει στοὺς μα­νι­α­σμέ­νους βο­ριά­δες. Μό­νο τὰ πι­στὰ σκυ­λιὰ θρη­νοῦ­σαν κι οὔρ­λια­ζαν πέν­θι­μα στὶς αὐ­λὲς ὅ­ταν ἔ­παυ­αν αὐ­τὲς οἱ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες γυ­ναῖ­κες τὰ μοι­ρο­λό­για νὰ ξε­κου­ρα­στοῦν καὶ νὰ ξα­ναρ­χί­σουν τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες στὰ Ψυ­χο­σάβ­βα­τα γιὰ τὶς ψυ­χές τους. Κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε στὸν λάκ­κο. Μό­νο ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ πά­νω κοι­τοῦ­σε κι ἔ­τρι­βε κι αὐ­τὸς μὲ ἀ­πο­ρί­α τὰ μά­τια του σὰν νά ’­λε­γε: Ἐ­σέ­να Ἀ­δάμ, ποὺ σ’ ἔ­πλα­σα μὲ τὰ χέ­ρια μου, δὲν σ’ ἔ­κα­μα νὰ γεν­νή­σεις οὔ­τε ἐγ­κλη­μα­τί­ες καὶ οὔ­τε τέ­ρα­τα. Τί εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ τε­ρα­τούρ­γη­μα ποὺ ἔ­κα­μες καὶ γέν­νη­σες τέ­τοι­ους Βα­ραβ­βά­δες; Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­μει κι αὐ­τὸς ἐ­κεῖ­νες τὶς εὐ­αί­σθη­τες στιγ­μὲς ἦ­ταν νὰ στεί­λει ἕ­να πε­ρα­στι­κὸ σύν­νε­φο καὶ ἔ­ρι­ξε μιὰ πε­ρί­ερ­γη βρο­χὴ στὸ κα­τα­με­σή­με­ρο νὰ πλύ­νει τὸ χυ­μέ­νο ἀ­θῶ­ο ἄ­λι­κο αἷ­μα νὰ μὴν τό ’­βλε­πε ὁ κό­σμος καὶ ντρε­πό­τα­νε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τοῦ­το τὸ ἀ­βυσ­σα­λέ­ο τε­ρα­τούρ­γη­μα. Κι ἄ­να­ψε κε­ριὰ στὸ κη­ρο­πή­γιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ χά­θη­καν προ­σω­ρι­νὰ οἱ βρι­κό­λα­κες στὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας. Καὶ κά­θε τό­σο ἀ­κού­γε­ται ἕ­να πο­λυ­φω­νι­κὸ τρα­γού­δι ἀ­πὸ τὸν δί­σκο μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» καὶ με­τα­τρέ­πε­ται μοι­ρο­λό­ι, για­τὶ ἀ­πὸ τοὺς πέν­τε ποὺ πῆ­γαν κι ἠ­χο­γρά­φη­σαν τὸ τρα­γού­δι στὴν Ἀ­θή­να τὸ 1935, οἱ τρεῖς σβαρ­νί­στη­καν κι ἔ­μει­ναν ἐ­δῶ σκο­τω­μέ­νοι κι ὅ­πως εἶ­ναι καὶ νε­κροὶ ἀ­κό­μα τρα­γου­δᾶ­νε τὸν θρῆ­νο τῆς φυ­λῆς τους. Κι ὁ δί­σκος παί­ζει με­ρό­νυ­χτα καὶ ἀ­χεῖ, ἀν­τι­λα­λεῖ στὸν λάκ­κο τῆς ἱ­στο­ρί­ας γιὰ πεῖ­σμα τοῦ χρό­νου ποὺ θέ­λει νὰ τοὺς ξε­χά­σει, νὰ τ’ ἀ­κού­σει ὁ κό­σμος καὶ νὰ μεί­νει στὴ μνή­μη ὅ­λης της οἰ­κου­μέ­νης ποὺ κου­φαί­νει. Ἐ­νῶ κά­τω καί­γον­ται ἀ­κό­μα τὰ σπί­τια ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ χρό­νια καὶ μυ­ρί­ζει θά­να­το καὶ μαυ­ρί­ζει συ­νέ­χεια ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξα­στε­ρώ­σει. Κι οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ ψυ­χὲς αἰ­ω­ροῦν­ται νω­πὲς καὶ γυ­ρο­φέρ­νουν στὴν κοι­λά­δα νὰ ἐ­λέγ­ξουν τὴ γῆ τους καὶ τὰ χώ­μα­τά τους καὶ νὰ δοῦ­νε τί γί­νε­ται καὶ ἂν θὰ πά­ψει πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νος ὁ χρό­νος, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ση­μεί­ω­νε 2 Αὐ­γού­στου 1943. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὸ κλα­ρί­νο τοῦ Μπέ­κα­ρη πί­σω ἀ­πὸ τὸ Δελ­βι­νά­κι ποὺ δὲν πι­στεύ­ει ὅ­τι ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τοῦ κό­σμου σφά­ζον­ται ἀ­κό­μα τὰ ἀ­δέρ­φια τους καὶ δὲν ἀ­κού­γε­ται οὔ­τε φω­νὴ κι οὔ­τε μι­λιὰ γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση καὶ θά­βον­ται λε­βέν­τες καὶ κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὶς πα­τρί­δες. Κι ὁ δί­σκος μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» πό­τε γί­νε­ται ἥ­λιος φλε­γό­με­νος, στρογ­γυ­λός, πό­τε φεγ­γά­ρι ἀρ­γυ­ρό, μὰ πο­τὲ δὲν λευ­κάν­θη­κε οὔ­τε στὸν ἥ­λιο οὔ­τε στὸ φεγ­γά­ρι στὸν λάκ­κο στὰ Κα­μί­νια, τί ὥ­ρα τοῦ χρό­νου εἶ­ναι, νύ­χτα ἢ μέ­ρα κι οὔ­τε ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν χάρ­τη τὸ φι­δί­σιο μο­νο­πά­τι ποὺ σὲ πά­ει στὴ φω­λιὰ τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος. Καὶ βγαί­νει συ­νέ­χεια μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σκο­τά­δια, σὰν ἀ­πὸ ἀ­σπρό­μαυ­ρη ται­νί­α λί­γο πρὶν φέ­ξει ἕ­να κα­ρα­βά­νι μὲ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ νε­κροὺς φορ­τω­μέ­νους. Καὶ μπρο­στά τους βα­δί­ζει ὁ πά­πα-Γραμ­μα­τι­κὸς μὲ τὸ τρυ­πη­μέ­νο κι αὐ­τὸς ρά­σο καὶ τὸ κα­τα­μα­τω­μέ­νο Εὐ­αγ­γέ­λιο στὰ χέ­ρια του ρί­χνον­τας τρι­σά­γιο γιὰ ὅ­λους, συμ­πε­ρι­λα­βαί­νον­τας καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ μά­να τρα­βά­ει φορ­τω­μέ­νο στὸν γάϊ­δα­ρό της ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ τὸν σκο­τω­μέ­νο ἄν­τρα της κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τὸν κα­τα­κρε­ουρ­γη­μέ­νο γιό της. Καὶ πλά­ι της βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸν λάκ­κο περ­νών­τας τὸ δι­ά­ρα­χο συ­νέ­χεια γυ­ναῖ­κες μὲ τοὺς ἄν­τρες τους καὶ τὰ παι­διά τους κου­βα­λών­τας γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Καὶ ἀ­νά­με­σά τους ἡ γυ­ναί­κα καὶ ἡ ἀ­δερ­φὴ τοῦ Βαγ­γέ­λη ζα­λω­μέ­νες τὸν νε­κρό τους καὶ πί­σω ἡ μά­να του κρα­τών­τας δε­μέ­να στὴν πο­διά της τὰ χυ­μέ­να μυα­λά του καὶ τὸ θρυμ­μέ­νο καύ­κα­λό του. Καὶ ἐ­νῶ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­δῶ πά­νω φυ­σᾶ­νε μό­νο βο­ριά­δες καὶ δὲν φυ­τρώ­νει κλω­νὶ χορ­τά­ρι, τὴ νύ­χτα βγαί­νουν πρῶ­τοι καὶ στέ­κουν κα­ρα­ού­λι στὸ ἀ­φο­ρε­σμέ­νο μο­νο­πά­τι τῆς ἱ­στο­ρί­ας οἱ τρεῖς μάρ­τυ­ρες τοῦ δί­σκου τῆς Columbia, ὁ Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της πάρ­της, ὁ Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης ἰ­σο­κρά­της καὶ ὁ Σπυ­ρί­δω­νας Τσέ­λιος κλώ­στης. Καὶ μα­ζί τους ση­κώ­νον­ται ὅ­λοι, οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτά, ἀ­πὸ τὰ δε­κα­ο­χτὼ μέ­χρι τὰ εἴ­κο­σι πέν­τε, ἂν καὶ μα­τω­μέ­νοι καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι, καὶ τρα­γου­δᾶ­νε καὶ τὸ τρα­γού­δι γί­νε­ται πο­λυ­φω­νι­κὸς τρα­γι­κὸς σύγ­χρο­νος θρῆ­νος αἵ­μα­τος ποὺ ρα­γί­ζει τὰ βου­νά, τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ κα­τα­ρά­χια: Κλαῖ­ν’ οἱ πέ­τρες τὰ λι­θά­ρια, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό, ὤ, κλαῖ­νε το, μώ­ρ’, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό. Μώρ’, κλαί­ω κι ἐ­γὼ ὁ κα­η­μέ­νος τὸν ξε­χω­ρι­σμό, ὤ, τὸν ξε­χω­ρι­σμό, τὸν ξε­χω-μώ­ρ’-τὸν ξε­χω­ρι­σμό. Ὤ, ν’ ἔρ­θε, μω­ρὲ ν’ ἐρ­θέ, ἐρ­θὲ και­ρὸς νὰ φύ­γο­με, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, και­ρὸς νὰ χω­ρι­στοῦ­με. Ὤ, χω­ρὶ-μω­ρὲ χω­ρί, χω­ρί­ζει ἡ μά­να τὸ παι­δί, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, καὶ τὸ παι­δὶ τὴ μά­να, ὤ, χω­ρὶ-μω­ρέ, χω­ρὶ-χω­ρί­ζον­ται τ’ ἀν­τρό­γυ­να, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να.

Ἀ­θή­να, 02.12.2021

«Πέντε Γλυνιῶτες»


https://www.youtube.com/watch?v=Jker0UYgXhI

Οἱ Πέν­τε φη­μι­σμέ­νοι νέ­οι ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Γλύ­να. Κα­τα­γρα­φὴ τοῦ 1935. Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της, Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης, Σπυ­ρί­δων Τσέ­λιος, Ἀ­να­στά­σης Τά­κος καὶ Εὐ­άγ­γε­λος Μπα­τζέ­λης, Οἱ τρεῖς πρῶ­τοι ἔ­γι­ναν ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρες, ὅ­ταν ἐ­κτε­λέ­στη­καν μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες στὶς 3 Αὐ­γού­στου 1943, ἀ­πὸ Ἀλ­βα­νοὺς παρ­τι­ζά­νους (μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τοῦ Γερ­μα­νι­κοῦ στρα­τοῦ) μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες. Στὸ ἔγ­κλη­μα τῆς Γλύ­νας στὶς 2 Αὐ­γού­στου 1943. Οἱ ἄλ­λοι δύ­ο πα­ρό­τι βρι­σκό­ταν στὸ χω­ριὸ ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα γλί­τω­σαν τὴν ἐ­κτέ­λε­ση. Στὸ κλα­ρί­νο ὁ Π. Μπέ­κα­ρης


Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022).

Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῷ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.

Εἰκόνα: Τὸ μνημεῖο τῶν σφα­για­σθέν­των Ἑλ­λή­νων Βο­ρει­ο­η­πει­ρω­τῶν στὴ Γλύ­να τῆς Ἀλ­βα­νίας, στὶς 3 Αὐ­γού­στου 1943.


Γιούλη Χρονοπούλου: Ἡ συγ­χώ­ρε­ση


Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου


Ἡ συγ­χώ­ρε­ση


Στὴν Τα­σού­λα Α.


Ι ΕΣΥ, βρὲ Ἀ­νέ­στη, πῶς λύ­γι­σες τώ­ρα, ἐ­σὺ ποὺ ἄν­τε­ξες ὁ­λό­κλη­ρη Μα­κρό­νη­σο, ἀ­κό­μα κι ἐ­κεῖ­νο τὸ σα­κὶ μὲ τὴ γά­τα νὰ σὲ ξε­σκί­ζει στὸ νε­ρό, ποὺ ὑ­πέ­μει­νες ὅ­λους τους ἀ­σύλ­λη­πτους ἐ­φιά­λτες, ὅ­λες τὶς ἀ­πί­στευ­τες ἐ­πι­νο­ή­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­νάν­τια στὸν ἄν­θρω­πο, ἐ­σὺ ποὺ δὲν ὑ­πέ­γρα­ψες δή­λω­ση μέ­χρι τὸ τέ­λος κι ἂς ἦ­ταν πιὰ κα­τα­νο­η­τὸ ἀ­κό­μα κι ἂν τὸ ἔ­κα­νες, ἐ­σὺ ποὺ ἀ­νυ­πό­τα­χτα ὑ­πέ­φε­ρες τὰ βα­σα­νι­στή­ρια τοῦ ντό­πιου ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ τμή­μα­τος καὶ τοῦ ἐμ­πνευ­στῆ τους, αὐ­τοῦ τοῦ ἄ­θλιου τοῦ Βα­σί­λη, τοῦ βα­σι­λι­κοῦ, τοῦ βα­σα­νι­στῆ, τοῦ χω­ρια­νοῦ σου, ποὺ δὲν λό­για­σε οὔ­τε τὰ κοι­νά σας παι­δι­κὰ χρό­νια, τὰ παι­χνί­δια σας στὶς ροῦ­γες, τὰ ἀ­στεῖ­α σας καὶ τὰ κα­μώ­μα­τά σας, ποὺ μοιά­ζαν προ­ο­ρι­σμέ­να νὰ σᾶς ἑ­νώ­νουν γιὰ πάν­τα, αὐ­τοῦ ποὺ σοῦ ἔ­βα­ζε βρα­στὰ αὐ­γὰ στὶς μα­σχά­λες σου, ποὺ ἔ­σβη­νε τὰ τσι­γά­ρα του στὸ γυ­μνὸ κορ­μί σου, ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὅ,τι δι­έ­θε­τε γιὰ νὰ κα­τα­δώ­σεις τοὺς συν­τρό­φους σου, κλω­τσι­ές, βρι­σι­ές, τα­πει­νώ­σεις, προ­σβο­λές, ἀ­πει­λές, βα­σα­νι­στή­ρια, κι ἐ­σὺ ὑ­πο­μό­νε­ψες καὶ σ’ αὐ­τά, μὲ τὰ ση­μά­δια πά­νω σου γιὰ πάν­τα, ὑ­πεν­θυ­μί­σεις τῆς δι­κῆς του προ­δο­σί­ας, καὶ πε­ρή­φα­να τὰ ἔ­φε­ρες πα­ρά­ση­μα ἀν­το­χῆς καὶ καρ­τε­ρί­ας καὶ πί­στης σὲ κά­τι ποὺ ἀ­πὸ και­ρὸ εἶ­χε χα­θεῖ, ἐ­σύ, βρὲ Ἀ­νέ­στη, πῶς λύ­γι­σες στὸ πα­ρα­κα­λε­τό του καὶ πῆ­γες στὸ ψυ­χο­μα­χη­τό του καὶ τοῦ στά­θη­κες στὸ νε­κρο­κρέ­βα­το καὶ τοῦ ἔ­πι­α­σες τὸ χέ­ρι, ὅ­ταν, με­τὰ ἀ­πὸ μέ­ρες ποὺ ψυ­χο­μα­χοῦ­σε καὶ δὲν ἔ­λε­γε νὰ βγεῖ ἡ ψυ­χή του νὰ ἠ­ρε­μή­σει, σὲ ζή­τη­σε, πῶς λύ­γι­σες καὶ πῆ­γες νὰ τὸν βο­η­θή­σεις νὰ ἡ­συ­χά­σει ἀ­πὸ τὶς ἐ­νο­χές, βρὲ Ἀ­νέ­στη;



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ού­λη (Ἀγ­γε­λι­κὴ) Χρο­νο­πού­λου. Σπούδασε φιλολογία. Ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός, Σχο­λι­κὴ Σύμ­βου­λος καὶ Συν­το­νί­στρια Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Ἔρ­γου φι­λο­λό­γων. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Τμή­μα­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πανεπιστημί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου στὶς κλα­σι­κὲς σπου­δὲς ἀ­πὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λον­δί­νου καὶ δι­δά­κτωρ ΕΚΠΑ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ βι­βλί­ο Ὁ δρῶν λό­γος. Ρη­το­ρι­κὴ καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸν Σο­φο­κλῆ (Νῆ­σος), ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους, ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα, κα­θὼς καὶ κρι­τι­κὲς βι­βλί­ου καὶ τέ­χνης, ἐ­νῶ ἔ­χει λά­βει μέ­ρος καὶ στὴν πα­ρα­γω­γὴ ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν ται­νι­ῶν. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν φι­λο­ξε­νη­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (Χάρ­της, Φρέ­αρ).



		

	

Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati): Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση



Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati)


Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση

(Contestazione globale)


ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ τῶν συν­τα­ξι­ού­χων, ἕ­νας γέ­ρος ἀ­σφα­λι­στι­κὸς ὑ­πάλ­λη­λος ποὺ τὸν λέ­γαν Μον­τέ­στο Σβάμ­πα, ζή­τη­σε τὸ λό­γο.

       «Ἀ­γα­πη­τοί φί­λοι, ὅ­λοι ξέ­ρε­τε τί συμ­βαί­νει τώ­ρα στὸν κό­σμο. Πρό­κει­ται γιὰ κά­τι και­νούρ­γιο καὶ κα­τα­πλη­χτι­κὸ ποὺ δὲν ἔ­χει ξα­να­γί­νει. Δὲν ἔ­χει κα­μιὰ ση­μα­σί­α ποὺ εἴ­μα­στε στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς μας, ἀν­τι­θέ­τως, γιὰ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸ λό­γο, ὅ,τι γί­νε­ται μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει νὰ μᾶς χρη­σι­μεύ­σει ὡς πα­ρά­δειγ­μα.»

       Ἕ­να βου­η­τὸ ποὺ δή­λω­νε ἀ­πο­ρί­α κι ἀ­μη­χα­νί­α ὑ­ψώ­θη­κε στὴν αἴ­θου­σα ὅ­που βρί­σκον­ταν του­λά­χι­στον δε­κα­πέν­τε χι­λιά­δες  “Μα­θου­σά­λες”. Τί εἴ­δους ἀ­νο­η­σί­ες ξε­στό­μι­ζε ὁ γε­ρὸ-Σβάμ­πα, ποὺ ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νος νὰ ζω­η­ρεύ­ει μὲ τὶς πιὸ ἀλ­λό­κο­τες προ­τά­σεις τὶς ἐ­τή­σι­ες συγ­κεν­τρώ­σεις; Ὡ­στό­σο, δὲν τὸν δι­έ­κο­ψε κα­νείς.

       «Τὸ και­νούρ­γιο δε­δο­μέ­νο στὴν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ,­τι φαί­νε­ται, εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς. Ἀρ­κεῖ ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ κί­νη­ση με­ρι­κῶν χι­λιά­δων θαρ­ρα­λέ­ων καὶ βί­αι­ων νε­α­ρῶν, κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἄ­ο­πλων, γιὰ νὰ φέ­ρουν σὲ κρί­ση τὴν κυ­βέρ­νη­ση ἑ­νὸς ἰ­σχυ­ροῦ ἔ­θνους δε­κά­δων καὶ δε­κά­δων ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων κα­τοί­κων. Κι αὐ­τὸ τὸ κα­τα­φέρ­νουν για­τί ἔ­χουν κοι­νὴ βού­λη­ση καὶ στα­θε­ρό­τη­τα στὸ σκο­πό τους. Θὰ μοῦ πεῖ­τε: ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α, ἡ δι­οί­κη­ση, τὰ σώ­μα­τα ἀ­σφα­λεί­ας. Εἴ­δα­τε πό­σο με­τρᾶ­νε! Οἱ πιὸ αὐ­ταρ­χι­κοὶ καὶ ἀ­λα­ζο­νι­κοὶ πο­λι­τι­κοὶ μπρο­στά σε αὐ­τὸ τὸ κύ­μα νε­ό­τη­τας ποὺ δὲν δι­α­θέ­τει, πα­ρό­λα αὐ­τά, οὔ­τε ἅρ­μα­τα μά­χης, οὔ­τε ἀ­ε­ρο­πλά­να, οὔ­τε βόμ­βες, οὔ­τε κὰν σου­γιά­δες, κα­τέ­βα­σαν τὰ βρα­κιά τους, καὶ συγ­χω­ρέ­στε με γιὰ τὴν ἄ­κομ­ψη ἔκ­φρα­ση.»

       «Και τί θέ­λουν αὐ­τοὶ οἱ νε­α­ροί;» συ­νέ­χι­σε ὁ Σβάμ­πα, ὁρ­μη­τι­κός, πρὶν ἀ­κό­μα κα­νεὶς βρεῖ τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ δι­α­φω­νή­σει μα­ζί του. «Τί θέ­λουν; Τί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν; Ὁ σκο­πός τους εἶ­ναι πο­λὺ ξε­κά­θα­ρος: ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση. Θέ­λουν ἂν δι­α­λύ­σουν ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ σή­με­ρα εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός, ἐν­δε­χο­μέ­νως σά­πιος, τῆς κοι­νω­νί­ας, τὸν χω­ρι­σμό της σὲ τά­ξεις, τὶς ἀ­δι­κί­ες, τὸ ψέ­μα, τὶς ἀ­πάν­θρω­πες συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας, τὰ προ­νό­μια, τὴν σκλα­βιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ ἐν­τάσ­σε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἴ­διοι, σὲ ἕ­ναν μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο, κα­τα­πι­ε­στι­κό, ἰ­σο­πε­δω­τι­κό, ποὺ κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ σκο­νι­σμέ­να ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα, πιὸ πα­λιὰ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Καὶ θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν, νὰ εἶ­στε σί­γου­ροι πὼς θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν. Πεῖ­τε μου, μὲ ποιόν τρό­πο μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς στα­μα­τή­σου­με;»

       Πῆ­ρε ἀ­νά­σα, ἔ­πε­σε πα­ρά­ξε­νη σι­ω­πή. Τὸν κοι­τοῦ­σαν ὅ­λοι κα­τα­πλη­χτοι.

       «Μά εἶ­ναι νέ­οι!», ξα­νάρ­χι­σε. «Πα­ρό­λο τὶς κα­λές τους προ­θέ­σεις, δὲν μπο­ροῦν νὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ζω­ή. Ἐ­μεῖς, ἀν­τι­θέ­τως, δυ­στυ­χῶς τὴν γνω­ρί­ζου­με. Αὐ­τοὶ μά­χον­ται γιὰ ἕ­να ἰ­δα­νι­κό, τρε­λὸ καὶ ἀ­κα­θό­ρι­στο ἴ­σως, ὡ­στό­σο συ­ναρ­πα­στι­κό. Ἀλ­λά, σᾶς ρω­τῶ, εἶ­ναι, πραγ­μα­τι­κά, ὁ­λι­κὴ ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­σή τους; Για­τί, ἀ­φοῦ δι­α­θέ­τουν ἀ­κα­τα­νί­κη­τη δύ­να­μη ἐ­πι­βο­λῆς, δὲν τὴν στρέ­φουν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ χει­ρό­τε­ρου κα­κοῦ των ἀν­θρώ­πων; Τί σό­ι ἀμ­φι­σβή­τη­ση εἶ­ναι αὐ­τή, ἂν ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιὰ τὴν πιὸ τρο­με­ρὴ ἀ­δι­κί­α; Για­τί δὲν βά­ζουν τὸν θά­να­το στὸ πρῶ­το πλά­νο αὐ­τῆς τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης; Μό­νο κοι­νω­νι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες, ὑ­πο­δού­λω­ση τῶν μα­ζῶν, καὶ ἀ­κα­δη­μαϊ­κὲς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις! Ὁ θά­να­τος, αὐ­τὸς βέ­βαι­α εἶ­ναι ἡ μά­στι­γα ποὺ προ­σβάλ­λει, ἀ­π’ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ χρό­νου, τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.»

       Ἀ­κού­στη­καν σκόρ­πια γε­λά­κια. Ἀ­κού­στη­κε ἀ­κό­μη κι ἕ­να σφύ­ριγ­μα. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί. Κρε­μόν­του­σαν ἀ­πὸ τὰ χεί­λη τοῦ Σβάμ­πα.

       Πού, ἀ­μέ­σως με­τά, εἶ­πε: «Μὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­παι­τή­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τούς, ποὺ δὲν ἔ­χουν βγεῖ κα­λὰ-κα­λὰ ἀ­πὸ τὸ αὐ­γό τους, ὑ­πέ­ρο­χοι νε­α­νί­σκοι, ἂν θέ­λε­τε, μὰ ἀ­να­πό­φευ­κτα ἄ­πει­ροι καὶ ἀ­δα­εῖς νὰ ὑ­πο­βάλ­λουν αὐ­τὸ τὸ ὑ­πέρ­τα­το αἴ­τη­μα; Μπο­ροῦ­με νὰ τρέ­φου­με αὐ­τα­πά­τες ὅ­τι αὐ­τοὶ θὰ ἀμ­φι­σβη­τή­σουν, καὶ θὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νουν, τὸν πιὸ θλι­βε­ρὸ νό­μο ποὺ ἔ­χει κυ­βερ­νή­σει ἀ­νε­λέ­η­τα τὸν κό­σμο;

       »Ὦ, ἀ­γα­πη­τοὶ φί­λοι, ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε τί θαυ­μά­σια εὐ­και­ρί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὲ μᾶς, τοὺς παπ­ποῦ­δες, τοὺς πρὸ-παπ­ποῦ­δες ὅ­σο εἴ­μα­στε ἀ­κό­μα ζων­τα­νοὶ καὶ κύ­ριοι τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας; Ἀρ­κεῖ μιὰ πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὴ κί­νη­ση καὶ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πλά­σμα­τα στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς τους θὰ ἑ­νω­θοῦν μὲ μᾶς. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε ὅ­τι εἶ­ναι στὸ χέ­ρι μας νὰ ἀλ­λά­ξου­με ρι­ζι­κὰ τὸν ροῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας; Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α! Κα­τά­λη­ψη στὰ κοι­μη­τή­ρια! Ἂς ἐμ­πο­δί­σου­με, γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ἐ­πι­τέ­λους, τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ θα­νά­του!»

       Ἀ­κού­στη­κε ἕ­να στεν­τό­ρει­ο οὐρ­λια­χτό, ἂν καὶ κομ­μά­τι βρα­χνό, ἀ­πὸ χι­λιά­δες γέ­ρους. Ὁ σπό­ρος τῆς ἐ­ξέ­γερ­σης εἶ­χε σπαρ­θεῖ. Ἡ τα­χτι­κὴ συ­νέ­λευ­ση με­τα­τρά­πη­κε σὲ ἕ­να κα­ζά­νι ποὺ ἔ­βρα­ζε. Φαι­νόν­του­σαν ἀλ­λο­παρ­μέ­νοι. «Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη!» οὐρ­λι­ά­ζα­νε.

       Ἡ πομ­πὴ ξε­κί­νη­σε κα­τὰ τὶς ἑ­πτὰ τὸ βρά­δυ ἀ­πὸ τὸ θέ­α­τρο Μάγ­κνουμ, ὅ­που ἦ­ταν ἡ ἕ­δρα τῆς συ­νέ­λευ­σης: σὲ τά­ξη, ἀ­τά­ρα­χοι, ὁ ἕ­νας δί­πλα στὸν ἄλ­λο, μὲ στα­θε­ρὸ καὶ σί­γου­ρο βῆ­μα. Μὲ μα­γι­κὸ τρό­πο ξε­πρό­βα­λαν ἀ­πὸ τὴν κο­σμο­πλημ­μύ­ρα πλα­κὰτ καὶ πα­νό: «Ἀρ­κε­τὰ μὲ τὸν θά­να­το! Ζή­τω ἡ ἀ­λη­θι­νὰ ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση! Νὰ φύ­γει γιὰ πάν­τα ἡ κα­τα­ρα­μέ­νη Κυ­ρί­α!*» Ἤρ­θα­νε φω­το­γρά­φοι, ρε­πόρ­τερ, σχο­λια­στὲς τῆς τη­λε­ό­ρα­σης μὲ μπλὲ φορ­τη­γά. Τὸ νέ­ο δι­έ­τρε­ξε τὴν χώ­ρα καὶ τὸν κό­σμο.

       Εὐ­τυ­χῶς, ὁ και­ρὸς ἦ­ταν κα­λο­και­ρι­νός. Οἱ Μα­θου­σά­λες εἶ­χαν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν ἀ­δι­ά­σπα­στο κλοι­ὸ πε­ρι­φρού­ρη­σης γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο νο­σο­κο­μεῖ­ο. Δὲν εἶ­χαν μα­χαί­ρια, οὔ­τε πι­στό­λια, οὔ­τε ὁ­πλο­πο­λυ­βό­λα, με­ρι­κοὶ μό­νο κρα­τοῦ­σαν κα­νέ­να μπα­στού­νι. Ἀ­νά­φτη­καν φω­τι­ές. Ἕ­νας σε­βα­στὸς μου­σι­κὸς σὲ βα­ρι­ε­τὲ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Ἰ­νὲς Λίν­τελ­μπα, αὐ­το­σχε­δί­α­σε ἕ­ναν πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο ὕ­μνο. Τὸ ρε­φρὲν ἔ­λε­γε: «Θ’ ἀλ­λά­ξει θ’ ἀλ­λά­ξει ἡ μοί­ρα μας, χορ­τά­σα­με πιὰ θά­να­το!» Ἕ­νας κι­θα­ρί­στας, ποὺ τὶς κα­λὲς ἐ­πο­χὲς εἶ­χε δου­λέ­ψει στὴν ὀρ­χή­στρα τοῦ Τζὰκ Χίλ­τον, τὸν δι­α­σκεύ­α­σε σὲ σέ­ϊκ. H νύ­χτα ἔ­πε­σε καὶ οἱ γέ­ροι μέ­σα στὴν ἔ­ξαλ­λη χα­ρά τους χό­ρευ­αν μὲ ἔκ­στα­ση.

       Κα­τὰ τὶς ἕν­τε­κα καὶ μι­σὴ ἔ­φτα­σε πε­τών­τας, ἀ­πὸ τὴν Σα­μαρ­κάν­τη, μὲ τὴν τα­χύ­τη­τα τῆς σκέ­ψης, ἡ τρο­με­ρὴ Κυ­ρί­α. Ἐ­κεί­νη τὴν νύ­χτα ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρει ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ ζω­ές. Βέ­βαι­α φο­ροῦ­σε ροῦ­χα για­τροῦ, ἦ­ταν ντυ­μέ­νη ἁ­πλά, ἀλ­λὰ ξε­χώ­ρι­ζε. Δο­κί­μα­σε νὰ μπεῖ ἀ­πὸ τὴν κύ­ρια εἴ­σο­δο. Ἐ­δῶ, γιὰ κα­κή της τύ­χη, βρι­σκό­ταν ὁ Σβάμ­πα, ποὺ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σε μὲ τὴν πρώ­τη μα­τιά. Χτύ­πη­σε συ­να­γερ­μός. Ἡ ἄ­τυ­χη γυ­ναί­κα σπρώ­χτη­κε ἔ­ξω μέ­σα σὲ ἕ­να κα­ται­γι­σμὸ ὕ­βρε­ων.

       Στοὺς θα­λά­μους τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, οἱ βο­η­θοὶ καὶ οἱ νο­σο­κό­μες ποὺ πε­ρι­μέ­να­νε ἀ­πὸ λε­πτὸ σὲ λε­πτό το τέ­λος τοῦ ἑ­τοι­μο­θά­να­του γιὰ νὰ μπο­ρέ­σουν νὰ πᾶ­νε νὰ κοι­μη­θοῦν, εἴ­δα­νε τοὺς κα­τά­κοι­τους νὰ ἀ­να­ση­κώ­νον­ται στὸ μα­ξι­λά­ρι τους καί, πράγ­μα ἀ­πί­θα­νο, νὰ ξε­χει­λί­ζουν ἀ­πὸ ζω­ὴ καὶ νὰ ζη­τᾶ­νε ἕ­να πιά­το τα­λι­α­τέ­λες μὲ σκόρ­δο. Θά­να­τοι ποὺ κλι­νι­κὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ σί­γου­ροι, ξαφ­νι­κὰ κα­τα­λή­γα­νε σὲ ἀ­στρα­πια­ία ἀ­νάρ­ρω­ση.


Ἀ­πὸ τὴ με­ριά της, Ἐ­κεί­νη*, προ­στα­τευ­ό­ταν στὴ σκιὰ ἑ­νὸς ἐρ­γο­τα­ξί­ου ἐ­κεῖ κον­τά, ξε­φύλ­λι­ζε νευ­ρι­κὰ τὶς ση­μει­ώ­σεις της, κά­νον­τας ἕ­ναν ἔ­λεγ­χο στὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες νυ­χτε­ρι­νές της ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Τί νὰ κά­νει; Νὰ κα­τα­φύ­γει στὴ δύ­να­μη γιὰ νὰ ἐμ­πο­δί­σει τοὺς γέ­ρους; Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου δη­μο­φι­λής, αὐ­τὸ τῆς ἔ­λει­πε μό­νο γιὰ νὰ γί­νει ἐν­τε­λῶς μι­ση­τή. Μέ­σα σὲ τό­ση ἀ­πέ­χθεια θὰ δυ­σκο­λευ­ό­ταν νὰ ζή­σει.

       Ἀ­φοῦ ὑ­πο­λό­γι­σε τὰ ὑ­πὲρ καὶ τὰ κα­τά, ἔ­φυ­γε, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ νυ­χτε­ρι­νή της λεί­α σὲ ἄλ­λα μέ­ρη, σί­γου­ρα δὲν θὰ ξέ­με­νε ἀ­πὸ δου­λειά, πο­τὲ δὲν εἶ­χε ξε­μεί­νει .

       Μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν ἐ­πι­κοι­νω­νι­ῶν, δὲν χρει­ά­στη­κε πο­λὺ χρό­νος γιὰ νὰ τὸ πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ χώ­ρα. Πρό­σω­πα ὑ­ψη­λὰ ἱ­στά­με­να —ποὺ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τώ­ρα—, ἐ­ξέ­δω­σαν εὐ­χε­τή­ρι­ες δι­α­κη­ρύ­ξεις μὲ με­γα­λο­πρε­πὲς ὕ­φος, προ­σπα­θών­τας μὲ κά­ποι­ο τρό­πο νὰ ἐ­πω­φε­λη­θοῦν καὶ οἱ ἴ­διοι, ἔ­στω καὶ ἐ­λά­χι­στα, ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν συν­τρι­πτι­κὴ νί­κη· τὰ μυα­λὰ τοῦ κό­σμου ἄρ­χι­σαν νὰ παίρ­νουν ἀ­έ­ρα. Εἶ­χε λοι­πὸν ἀ­πο­δυ­να­μω­θεῖ ἡ αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη του ἀν­θρώ­που;

       Μό­νο πού, μό­λις μα­θεύ­τη­κε, συγ­κλή­θη­κε ἡ συ­νέ­λευ­ση τῶν δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νων φοι­τη­τῶν στὴν αἴ­θου­σα συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου. Δὲν εἶ­χαν τί­πο­τα μα­ζί τους ποὺ κα­τέ­βη­καν ξα­νὰ στὸ δρό­μο, μό­νο μιὰ πο­λὺ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­νη­συ­χί­α. Ἂν αὐ­τοὶ οἱ δι­α­ο­λε­μέ­νοι γέ­ροι ἐμ­πό­δι­ζαν τὴν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ θα­νά­του, κα­νέ­νας τους δὲν θὰ “ἔ­φευ­γε” πιά, ὁ πλη­θυ­σμὸς θὰ ἔ­φτα­νε σὲ τρο­μα­χτι­κὰ νού­με­ρα, θὰ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ τὸν θρέ­ψεις, ὄ­χι μό­νο δὲν ἐ­παρ­κοῦ­σαν οἱ ση­με­ρι­νοὶ δι­α­θέ­σι­μοι πό­ροι, ἀλ­λὰ δὲν θὰ ἔ­φτα­ναν οὔ­τε καὶ μὲ αὐ­τοὺς ποὺ οἱ ἴ­διοι, οἱ νε­α­ροὶ φοι­τη­τές, θὰ ἐ­φο­δί­α­ζαν τὸν κό­σμο λό­γω τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης. Ἔ­πρε­πε νὰ λά­βουν τὰ μέ­τρα τους.

       Νά την λοι­πὸν ἡ μαι­νό­με­νη πομ­πὴ ποὺ κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ πα­νε­πι­στή­μιο μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὸ κεν­τρι­κὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Κι ἐ­κεῖ οἱ δυ­ὸ “πα­ρα­τά­ξεις” παίρ­νουν τὴ θέ­ση τους ἡ μιὰ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἄλ­λη: οἱ γέ­ροι πα­ρα­ταγ­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο, οἱ νέ­οι ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά τους, κα­μιὰ πε­νην­τα­ριὰ μέ­τρα μα­κριά. Ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀν­ταλ­λά­σουν ἄ­γρι­ες μπη­χτές: «Σα­ρά­βα­λα, στὸ λάκ­κο σας! Νε­κρο­θά­λα­μοι! Σά­πιοι! Ἐ­χθροὶ τοῦ ἐρ­γα­ζό­με­νου λα­οῦ!»

       Ὁ Σβάμ­πα γύρ­να­γε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ προ­σπα­θών­τας νὰ ἐμ­ψυ­χώ­σει τοὺς σα­στι­σμέ­νους συν­τρό­φους του. Κι αὐ­τὸς ὅ­μως ἦ­ταν χλω­μός, ξαφ­νι­κὰ αἰ­σθα­νό­ταν κου­ρα­σμέ­νος καὶ ἀ­πο­θαρ­ρυ­μέ­νος. Μὲ ὀ­δυ­νη­ρὸ φθό­νο ἔ­βλε­πε τοὺς νε­α­ροὺς μὲ τὰ ἀ­θλη­τι­κὰ σώ­μα­τα ποὺ στέ­κον­ταν ἐμ­πρός του: κα­κοί, σκλη­ροί, κου­ρε­λῆ­δες, ἄ­πλη­στοι, μὲ γέ­νια, ἀ­νη­λε­εῖς, ὡ­στό­σο σκαν­δα­λι­στι­κὰ νέ­οι! Ποι­ός εἶ­χε δί­κιο;

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ φρά­χτη ποὺ σχη­μά­τι­ζαν οἱ φοι­τη­τές, πῆ­ρε τὸ μά­τι του Ἐ­κεί­νη, τὴν πε­ρι­βό­η­τη, ποὺ ἔ­χον­τας γυ­ρί­σει ἀ­πὸ τὴν Γῆ τῆς Φω­τιᾶς, γυ­ρό­φερ­νε μπᾶς καὶ βρεῖ κά­ποι­ο πέ­ρα­σμα.

       «Ἔ, ἔ, Κυ­ρί­α» τῆς φώ­να­ξε ὅ­σο πιὸ δυ­να­τὰ μπο­ροῦ­σε. Κι ἐ­κεί­νη γύ­ρι­σε.

       Προ­χώ­ρη­σε, ἀ­φή­νον­τας τοὺς δι­κούς του. Πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τοὺς φοι­τη­τές, ποὺ φαι­νόν­του­σαν ἔκ­πλη­κτοι, πῆ­γε πιὸ πέ­ρα, τὴν ἔ­φτα­σε.

       «Ἐμ­πρός, κον­τέ­σα», τῆς εἶ­πε μὲ ἕ­να πι­κρὸ κι ὡ­ραῖ­ο χα­μό­γε­λο, πι­ά­νον­τας τὴν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. «Ἐ­δώ εἶ­μαι. Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, πάρ­τε με μα­κριὰ ἀ­πὸ δῶ.»


* Σημ. μτφ.: Ὁ θά­να­τος στὴν ἰ­τα­λι­κὴ γλώσ­σα εἶ­ναι γέ­νους θη­λυ­κοῦ. «Ἐ­δῶ εἶ­ναι Κυ­ρί­α».


Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Le notti difficili (Οἱ δύ­σκο­λες νύ­χτες), Mondadori, Milano,1971.

Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ξε­κί­νη­σε τὴν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα δου­λεύ­ον­τας στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Corriere della Serra, τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ὣς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης ζω­γρά­φος, σκη­νο­γρά­φος καὶ μου­σι­κός. Γνώ­στης τῆς κεν­τρο­ευ­ρω­πα­ϊ­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τῆς σκαν­δι­να­βι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τὸν Κάφ­κα. Με­τὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α του στὴν Αἰ­θι­ο­πί­α ἔ­γρα­ψε τὸ πιὸ δι­ά­ση­μο βι­βλί­ο του  ἔ­ρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων τὸ ὁ­ποῖο με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες. Στὰ δι­η­γή­μα­τά του ξε­χω­ρί­ζει ὁ ὑ­περ­ρε­α­λι­στι­κὸς μύ­θος τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται ἀ­πὸ προ­βλή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ λύ­ση. Ἀ­πὸ μιὰ ἄ­πο­ψη, εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας πο­λὺ ρε­α­λι­στι­κὸς μὲ δι­εισ­δυ­τι­κὴ μα­τιὰ στὴν ἀν­θρώ­πι­νη μο­να­ξιὰ καὶ ἀ­γω­νί­α. Πραγ­μα­τεύ­ε­ται θέ­μα­τα καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα ὅ­πως ὁ φό­βος τοῦ θα­νά­του, ἡ μα­γεί­α, τὸ μυ­στή­ριο, ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ ἀ­πό­λυ­του καὶ τοῦ με­τα­βλη­τοῦ καὶ τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτο τῆς μοί­ρας. Ἡ τε­λευ­ταί­α εἶ­ναι συ­χνὰ ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια τῶν δι­η­γη­μά­των του, αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ καὶ παν­το­δύ­να­μη καὶ κά­ποι­ες φο­ρὲς σαρ­κα­στι­κή. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς λί­γους στὴν Ἰ­τα­λί­α ποὺ προ­ή­γα­γε τὴν φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ φαν­τα­στι­κὸ γιὰ νὰ κα­τα­δυ­θεῖ στοὺς με­γα­λύ­τε­ρους φό­βους καὶ ἐ­φιά­λτες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ποὺ τα­λα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς ἴ­δι­ες της τὶς ἀν­τι­θέ­σεις. Δεῖ­τε καὶ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στὸν συγ­γρα­φέ­α.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰταλι­κά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Πλα­νό­δι­ο­ν (τχ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Πλα­νό­δι­ο­ν – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι («Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στή­ν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τώ­ν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς Ἰ­τα­λοὺς συγ­γρα­φεί­ς Ντί­νο Μπου­τζά­τι καὶ Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Οἱ Γρί­λι­ες (ἐκδ. Βακ­χι­κό, 2020).


Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός



Δημήτρης Κανελλόπουλος


Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός


ΠΙΝΑ τὸ ἐ­σπρε­σά­κι μου στὸ κα­φὲ «Πί­κο­λο», στὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ κέν­τρο «Ἰ­ου­λί­ους Μόλ», δι­α­βά­ζον­τας τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἦ­ταν τέ­λος Ὀ­κτώ­βρη, ἀλ­λὰ τὸ κλί­μα εἶ­χε ἀλ­λά­ξει. Δὲν ἦ­ταν βα­ρὺς ὁ χει­μώ­νας ὅ­πως πα­λιά. Εἶ­χε μιὰ λαμ­πε­ρὴ λι­α­κά­δα. Ἔ­πι­α­σα θέ­ση πλά­ι στὴν τζα­μα­ρί­α καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­να τὴν ὀ­μορ­φιὰ τῆς λί­μνης, μὲ τὰ κτί­ρια ποὺ εἶ­χαν φύ­τρω­σει γύ­ρω της. Ἔ­νι­ω­θα νο­σταλ­γί­α. Θυ­μό­μουν πα­λιὰ στὶς ὄ­χθες τῆς ἀ­πε­ρι­ποί­η­της λί­μνης τὸ μο­να­δι­κὸ κτί­ριο, ἕ­να πα­λιὸ ἐρ­γο­στά­σιο πά­γου, καὶ τὰ τα­πει­νὰ σπι­τά­κια γύ­ρω της. Ἐ­κεῖ, νω­ρὶς τὸ κα­λο­και­ρά­κι, ἀ­γο­ρά­ζα­με ντο­μά­τες, κα­στρα­βέ­τσια κι ἄλ­λα ζαρ­ζα­βα­τι­κὰ ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν οἱ κά­τοι­κοι, ὅ­ταν αὐ­τὰ ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ἀ­πὸ τὴν ἀ­γο­ρά. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια ὅ­λα εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει. Τώ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ λί­μνη εἶ­χαν χτι­στεῖ κα­λαί­σθη­τα με­σο­α­στι­κὰ σπί­τια στὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ στὶλ τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Στὸ βά­θος ὑ­πῆρ­χαν καὶ με­ρι­κὲς κομ­ψὲς πο­λυ­κα­τοι­κί­ες.

       Εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει κά­ποι­α βι­βλί­α τοῦ ποι­η­τῆ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου ἀ­πὸ τὸ πα­λαι­ο­πω­λεῖ­ο «Σώ­κρα­τες», ποὺ βρι­σκό­ταν στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ «Μόλ». Ἄ­φη­σα τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες κι ἄρ­χι­σα νὰ ξε­φυλ­λί­ζω τὶς κα­λαί­σθη­τες ἐκ­δό­σεις τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970. Ὑ­πο­ψι­α­ζό­μουν πὼς ὁ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου δὲν ἄ­φη­νε τὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν βι­βλί­ων του σὲ ἄλ­λους. Σκε­φτό­μουν πὼς αὐ­τὲς οἱ ἄρ­τι­ες, ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς, ἐκ­δό­σεις τῶν βι­βλί­ων του δὲν ἦ­ταν, προ­φα­νῶς, ἁ­πλὰ καὶ μο­νὸ ἐκ­δό­σεις φρον­τι­σμέ­νες ἀ­πὸ ἕ­ναν εὐ­φάν­τα­στο ἐ­πι­με­λη­τή, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γρα­φό­ταν στὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ταυ­τό­τη­τα τῶν βι­βλί­ων. Κι αὐ­τὸ για­τὶ τὰ βι­βλί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει ἦ­ταν τρί­α καὶ τὸ κα­θέ­να εἶ­χε ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο! Ἀλ­λὰ καὶ τὰ τρί­α ἔ­μοια­ζαν κα­τα­πλη­κτι­κὰ με­τα­ξύ τους ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς αἰ­σθη­τι­κῆς.

       Ξα­να­πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Ἀν­τε­βά­ρουλ (Ἡ Ἀ­λή­θεια). Αἴφ­νης ἡ μα­τιά μου ἔ­πε­σε σὲ ἕ­να ἄρ­θρο ποὺ ξε­κι­νοῦ­σε μὲ μιὰ ἄ­γνω­στη λέ­ξη. «Grofii unguruii primesc inapoi misiile.» [«Οἱ Οὖγ­γροι γαι­ο­κτή­μο­νες παίρ­νουν πί­σω τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους.»] Δι­α­βά­ζον­τάς το, κα­τά­λα­βα ὅ­τι μι­λοῦ­σε γιὰ τοὺς Οὔγ­γρους εὐ­γε­νεῖς ποὺ εἶ­χαν χά­σει τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους τὸ 1945-48. Δι­ά­βα­σα μο­νο­ρού­φι τὸ κεί­με­νο. Ἀ­να­φε­ρό­ταν στοὺς εὐ­γε­νεῖς ἐ­κεί­νους ποὺ θε­ω­ρή­θη­κε ὅ­τι συ­νερ­γά­στη­καν, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πο­λέ­μου, μὲ τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ οὐγ­γρι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα κα­το­χῆς τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Ἀλ­λὰ στὴ συ­νέ­χεια μι­λοῦ­σε καὶ γιὰ τὶς με­γά­λες ρου­μα­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἀ­κό­μη καὶ γιὰ ἐ­κεῖ­νες μὲ φα­να­ρι­ώ­τι­κη κα­τα­γω­γή. Ὀ­νό­μα­τα γνω­στὰ καὶ οἰ­κεί­α ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α περ­νοῦ­σαν μπρο­στά μου: Καν­τα­κου­ζη­νός, Γκί­κας, Σοῦ­τσος, Στούρ­τζας, Μαυ­ρο­γέ­νης… Ὅ­λοι αὐ­τοὶ κέρ­δι­ζαν τὶς ἀ­γω­γὲς ποὺ εἶ­χαν κά­νει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ρου­μα­νι­κοῦ κρά­τους κι ἔ­παιρ­ναν πί­σω πα­λά­τια, οἰ­κή­μα­τα γε­νι­κῶς, τε­ρά­στι­ες ἐ­κτά­σεις γῆς, δά­ση, ἀ­γρούς… Ἕ­νας ἐξ αὐ­τῶν πῆ­ρε πί­σω ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο χω­ριό, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο του.

       Τὸ θέ­μα μὲ εἶ­χε κα­θη­λώ­σει. Πα­ρήγ­γει­λα καὶ δεύ­τε­ρο ἐ­σπρέ­σο. Θυ­μή­θη­κα μί­αν ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­κού­σει τριά­ντα χρό­νια πρὶν ἀ­πὸ τὸν Φέ­ρι Μπά­τσι(1), τὸν κα­λο­κά­γα­θο γέ­ρον­τα φω­το­γρά­φο ποὺ ἔ­με­νε στὴν ὁ­δὸ Χαζ­ντέ­ου 16(2), στὴν πα­λιὰ μο­νο­κα­τοι­κί­α κά­τω ἀ­πὸ τὴ φοι­τη­τι­κὴ ἑ­στί­α. Ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, τοῦ ἰ­δι­ο­κτή­τη μιᾶς ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας στὸ Κλοὺζ(3).

       «Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἀ­γα­πη­τέ», ἔ­λε­γε ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, «εἶ­χε μιὰ μι­κρὴ ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α στὸ Γκε­ορ­γκέ­νι(4), λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ πα­λιὸ πα­γο­ποι­εῖ­ο, ἐ­νῶ στὴν Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι(5) δι­α­τη­ροῦ­σε ἕ­να ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­θε­τε καὶ πω­λοῦ­σε τὰ προ­ϊ­όν­τα του. Πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο ἦ­ταν τὸ σπί­τι του. Κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ μὲ τὴ σύ­ζυ­γο καὶ τὶς δύ­ο ὄ­μορ­φες κό­ρες του. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦ­ταν ἀ­πὸ τὶς πιὸ πα­λι­ὲς στὸ Κλοὺζ καί, πα­ρό­τι δὲν εἶ­χε με­γά­λους τί­τλους εὐ­γε­νεί­ας, ἦ­ταν ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς πό­λης σε­βα­στός, για­τὶ ἔ­κα­νε μὲ συ­νέ­πεια αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χαν ξε­κι­νή­σει οἱ προ­γο­νοί του ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες.

       »Μὲ τὸν νό­μο 119 τῆς 11ης Ἰ­ου­νί­ου 1948 γιὰ τὶς ἐ­θνι­κο­ποι­ή­σεις, αὐ­τὸς ὁ ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ φρόν­τι­ζε νὰ τρο­φο­δο­τεῖ μὲ ἀ­ρώ­μα­τα ὅ­λες τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς πό­λης, ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­δώ­σει στὸ κρά­τος τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κή του ἐ­πι­χεί­ρη­ση. Αὐ­τὸ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου! Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει τί δου­λειὰ θὰ ἔ­κα­νε καὶ πῶς θὰ ζοῦ­σε ἀ­πο­δῶ καὶ στὸ ἑ­ξῆς τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του… Δὲν ἦ­ταν νέ­ος, βά­δι­ζε στὸ 65ο ἔ­τος τῆς ἡ­λι­κί­ας του.

       »Τὸν ἐ­κνευ­ρι­σμό του ἐ­πέ­τει­νε ἡ ἔλ­λει­ψη ψυ­χραι­μί­ας τῆς συ­ζύ­γου του ἡ ὁ­ποί­α, και­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ νό­μου, ὅ­ταν στὴν ἀ­γο­ρὰ εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται τὰ τρό­φι­μα, τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε προ­βλή­μα­τα λὲς κι ἔ­φται­γε αὐ­τὸς γιὰ ὅ­λα: γιὰ τὸν πό­λε­μο, τοὺς βομ­βαρ­δι­σμοὺς ποὺ εἶ­χαν γί­νει πο­λὺ κον­τὰ στὸ σπί­τι τους, τὶς δι­α­κο­πὲς τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ ἀ­ε­ρί­ου, τὴν ἔλ­λει­ψη τρο­φί­μων, γιὰ ὅ­λα…

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι ἀ­να­ζη­τοῦ­σε δια­ρκῶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­πὸ τοὺς ἐ­πί­ση­μους φο­ρεῖς, ἀλ­λὰ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε χά­ος. Οἱ “ἐ­πί­ση­μοι” ἄλ­λα­ζαν σχε­δὸν κά­θε μέ­ρα. Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σει γιὰ τὸ τί πρέ­πει νὰ κά­νει. Τὰ πε­ρι­ου­σια­κὰ στοι­χεῖ­α ὅ­λων των ἑ­ται­ρει­ῶν περ­νοῦ­σαν στὸ κρά­τος! ὅ­πως καὶ τὰ χρή­μα­τα ποὺ αὐ­τὲς εἶ­χαν ὡς κα­τα­θέ­σεις στὶς τρά­πε­ζες. Ἔ­τσι, πε­ρί­με­νε ἄ­πρα­κτος ἀ­κο­λου­θών­τας τὴ μοί­ρα του. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι πο­τὲ δὲν εἶ­χε ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὴν πο­λι­τι­κή. Πάν­το­τε κοί­τα­ζε τὴ δου­λειά του καὶ τὸ χόμ­πι του: τὴ φω­το­γρα­φί­α! Ἦ­ταν κά­το­χος μιᾶς φω­το­γρα­φι­κῆς μη­χα­νῆς Leice O-Serie! Ἐ­μεῖς οἱ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες τὸν ζη­λεύ­α­με… Μα­ζί του, παι­δί μου, ἐ­γώ, ποὺ ἤ­μουν ἕ­νας τα­πει­νὸς νε­α­ρὸς φω­το­γρά­φος, εἶ­χα φω­το­γρα­φί­σει γυ­μνὲς τὶς 25 πιὸ ὄ­μορ­φες γυ­ναῖ­κες τοῦ Κλούζ, τὸ 1939. Ἕ­να χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο. Μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ μη­χα­νή…

       »Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α του ὑ­πο­λει­τουρ­γοῦ­σε ὅ­ταν τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 1948 ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴν εἴ­σο­δό της ἡ Κρα­τι­κὴ Ἐ­πι­τρο­πὴ ποὺ θὰ ἀ­να­λάμ­βα­νε τὴ δι­α­χεί­ρι­σή της. Χω­ρὶς πε­ρι­στρο­φὲς τοῦ ἔ­δω­σαν νὰ ὑ­πο­γρά­ψει κά­τι χαρ­τιά, τοῦ ζή­τη­σαν τὰ κλει­διὰ ὅ­λων των χώ­ρων τῆς πα­ρα­γω­γῆς καὶ τῶν γρα­φεί­ων καὶ τοῦ δή­λω­σαν ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὸν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ἡ πα­τρί­δα ἂν δε­χτεῖ νὰ συ­νερ­γα­στεῖ.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κού­νη­σε κα­τα­φα­τι­κά το κε­φά­λι, ὑ­πο­νο­ών­τας πὼς κα­τά­λα­βε καὶ κα­τό­πιν ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν ὁ­δη­γό του νὰ τὸν με­τα­φέ­ρει στὸ σπί­τι. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τό, τοῦ εἶ­πε:

       »— Τὸ ἀ­πό­γευ­μα κα­τὰ τὶς πέν­τε, ἔ­λα πά­λι, νὰ μὲ πᾶς πί­σω νὰ πά­ρω τὰ πράγ­μα­τά μου…

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, εἶ­πε ὁ ὁ­δη­γός.

       Στὴ γυ­ναί­κα καὶ στὶς κό­ρες του δὲν ἀ­νέ­φε­ρε τὸ πα­ρα­μι­κρό. Κλεί­στη­κε στὸ δω­μά­τιό του λέ­γον­τας νὰ μὴν τὸν ἐ­νο­χλή­σει κα­νείς. Κά­θι­σε στὸ γρα­φεῖ­ο του καὶ ἔ­γρα­ψε δύ­ο ἐ­πι­στο­λές. Μί­α πρὸς τὴ σύ­ζυ­γό του καὶ μί­α πρὸς τὶς θυ­γα­τέ­ρες του. Ὕ­στε­ρα ἄ­νοι­ξε τὸ βα­ρὺ ξυ­λό­γλυ­πτο ἐν­τοι­χι­σμέ­νο ντου­λά­πι, πῆ­ρε ἕ­ναν χον­τρὸ φά­κε­λο καὶ κά­θι­σε ἐ­πὶ ὧ­ρες μπρο­στά του, με­λε­τών­τας καὶ γρά­φον­τας. Ἐ­να­πό­θε­σε τὶς ἐ­πι­στο­λὲς πά­νω στὸ πρὲς πα­πι­ὲ καὶ κα­τό­πιν ξά­πλω­σε στὸ κρε­βά­τι του κοι­τά­ζον­τας τὸ τα­βά­νι. Ἔ­μει­νε ἔ­τσι ἀ­κί­νη­τος ὣς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀν­τε­λή­φθη ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ ἐρ­χό­ταν ὁ ὁ­δη­γός του γιὰ νὰ τὸν πά­ρει. Ση­κώ­θη­κε καὶ ἑ­τοι­μά­στη­κε βι­α­στι­κά.»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, ποὺ κα­θό­ταν πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο ὅ­ση ὥ­ρα μι­λοῦ­σε, ἔ­στρε­ψε δα­κρυ­σμέ­νος τὸ κε­φά­λι του στὸν λα­σπω­μέ­νο δρό­μο.

       «Ἔχ, τί χρό­νια κι αὐ­τά… Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε τί θὰ ξη­με­ρώ­σει…»

       Ἤ­πι­ε δυ­ὸ γου­λι­ὲς κα­φὲ κι ὕ­στε­ρα ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νὴ τῆς συ­ζύ­γου του ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να:

       «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ μὲ τὸν Ἕλ­λη­να; Ὅ­λο γιὰ τὶς πόρ­νες ποὺ γύ­ρι­ζες στὰ νιά­τα σου τοῦ λές;»

       «Ὁ ζό­νιατ πί­τσα­γιο»(6), ψι­θύ­ρι­σε σχε­δὸν μέ­σα ἀπ’ τὰ χεί­λη του ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι καὶ γυ­ρί­ζον­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου συ­νέ­χι­σε: «Στὶς πέν­τε ἡ ὥ­ρα ὁ ὁ­δη­γὸς του ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὴ σκά­λα στὴν ὥ­ρα του. Ἔ­κα­νε τὸν γύ­ρο τοῦ αὐ­το­κι­νή­του, ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα καὶ κά­θι­σε στὸ μπρο­στι­νὸ κά­θι­σμα.

       »— Πᾶ­με, παι­δί μου, εἶ­πε, δὲν θὰ σὲ κα­θυ­στε­ρή­σω… Ἐ­γὼ θὰ μεί­νω στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σει γιὰ σή­με­ρα.

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, ἀ­πάν­τη­σε ὁ ὁ­δη­γός.

       » Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, μὲ ἔκ­πλη­ξη εἶ­δαν μιὰ τε­ρά­στια ταμ­πέ­λα μὲ κόκ­κι­να γράμ­μα­τα στὴν πρό­σο­ψη. Ἐ­πι­κά­λυ­πτε τὴν ἐ­πω­νυ­μί­α ποὺ εἶ­χε μέ­χρι τὸ με­ση­μέ­ρι τὸ μι­κρὸ ἐρ­γο­στά­σιο. Ἐ­κεῖ ὅ­που βρι­σκό­ταν ἡ ἐ­πι­γρα­φὴ “Ὄλ­μα­σι, Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α”, τώ­ρα ἔ­γρα­φε: “Ἐρ­γο­στά­σιο Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας: Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν ὁ­δη­γὸ καὶ τοῦ εἶ­πε:

       »— Πή­γαι­νε, παι­δί μου, δὲν σὲ χρει­ά­ζο­μαι ἄλ­λο. «Ὕ­στε­ρα, βά­δι­σε πρὸς τὴν εἴ­σο­δο. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ κοι­τά­ξει κα­θό­λου πρὸς τὴν πρό­σο­ψη. Τὸν ἐ­νο­χλοῦ­σε πο­λὺ ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε τὸ ὄ­νο­μα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του ἐ­κεῖ. Ξε­κλεί­δω­σε τὴν πόρ­τα, μπῆ­κε μέ­σα στὸν χῶ­ρο πα­ρα­γω­γῆς καὶ ξα­να­κλεί­δω­σε πί­σω του.

       »Ξέ­χα­σα νὰ σοῦ πῶ πὼς ἦ­ταν σπου­δαῖ­ος χη­μι­κός. Εἶ­χε σπου­δά­σει στὴ Βι­έν­νη. Ἀ­ρι­στοῦ­χος! Ὁ ἴ­διος ὁ Φραγ­κί­σκος Ἰ­ω­σὴφ Α’ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ δί­πλω­μα καὶ ἕ­να χρυ­σὸ δα­χτυ­λί­δι μὲ τὸ μο­νό­γραμ­μά του…

       »Μπῆ­κε λοι­πὸν μέ­σα καὶ πῆ­γε κα­τευ­θεί­αν ἐ­κεῖ ποὺ βρί­σκον­ταν τὰ ντε­πό­ζι­τα μὲ τὶς πρῶ­τες ὕ­λες. Πῆ­ρε δύ­ο μπι­τό­νια γε­μά­τα βεν­ζί­νη καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὴ χύ­νει στὸν χῶ­ρο. Κυ­ρί­ως ἐ­κεῖ ὅ­που βρί­σκον­ταν οἱ δε­ξα­με­νὲς μὲ τὸ ὑ­γρὸ ἀ­πό­σταγ­μα τῆς ρη­τί­νης. Κα­τό­πιν ἔ­βα­λε φω­τιά. Μιὰ τε­ρά­στια μπλὲ φλό­γα ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει στὸ πά­τω­μα ἀρ­χι­κά, ὕ­στε­ρα ὑ­ψώ­θη­κε στὸν οὐ­ρα­νό, τὴν ὥ­ρα ποὺ σου­ρού­πω­νε, κι ἕ­νας δαι­μο­νι­κὸς θό­ρυ­βος δι­α­πέ­ρα­σε τὴν πό­λη ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ πρὸς τὴ Δύ­ση. Με­τά, ἦλ­θε μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀμ­μω­νί­ας καὶ ἐ­πι­κά­θι­σε γιὰ μέ­ρες πά­νω της. Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α, “Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”, ἔ­γι­νε στά­χτες κι ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἕ­νας ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ τὸ ἐ­πώ­νυ­μό του ἦ­ταν γνω­στὸ ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες στὴν πό­λη, δὲν βρέ­θη­κε πο­τὲ ὅ­ταν οἱ πυ­ρο­σβέ­στες κα­τά­φε­ραν νὰ σβή­σουν τὴ φω­τιά…»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, συγ­κι­νη­μέ­νος, κάρ­φω­σε τὸ βλέμ­μα του στὸν δρό­μο καὶ σι­ώ­πη­σε. Ἔ­ξω εἶ­χε πέ­σει σκο­τά­δι κι ἐ­γὼ κα­τά­λα­βα πὼς ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γω.

       Σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου καὶ κοί­τα­ξα τὰ γα­λή­νια νε­ρὰ τῆς λί­μνης. Τὸν κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νὸ πά­νω ἀ­πὸ τὶς ὄ­μορ­φες στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν καὶ σκέ­φτη­κα πῶς ἀλ­λά­ζουν τὰ πράγ­μα­τα ξαφ­νι­κὰ στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων. Πῶς ἡ μοί­ρα τους ἀλ­λά­ζει χω­ρὶς τὴ θέ­λη­σή τους. Μά­ζε­ψα τὰ βι­βλί­α καὶ τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες ποὺ εἶ­χα ἁ­πλώ­σει γύ­ρω καὶ κα­τέ­βη­κα στὸ ρε­στο­ρὰν «Τὸ Χά­νι τῶν Δρά­κων». Ἐ­κεῖ μὲ πε­ρί­με­νε ὁ φί­λος μου ὁ Ὀ­βίν­τιου, νὰ μοῦ κά­νει τὸ τρα­πέ­ζι.


(1) Φέ­ρι Μπά­τσι : Μπάρ­μπα-Φέ­ρι [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(2) ὁ­δὸς Χαζ­ντέ­ου : (ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὸν λό­γιο Μπογ­κντὰν Πε­τρι­τσέ­ι­κου Χαζ­ντέ­ου (1838-1907): ὁ δρό­μος ποὺ κα­τὰ πλά­τος του ἐ­κτεί­νον­ταν τὰ κτί­ρια τῶν φοι­τη­τι­κῶν ἑ­στι­ῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Κλούζ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(3) Κλούζ : ἡ πό­λη Κλοὺζ Νά­πο­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας, τὴν ὁ­ποί­α οἱ Οὖγ­γροι ἀ­πο­κα­λοῦν Κό­λοζ­βαρ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(4) Γκε­ορ­γκέ­νι : συ­νοι­κί­α τοῦ Κλούζ, ἡ ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1960 καὶ κα­τὰ τὰ ἔ­τη τῶν φοι­τη­τι­κῶν μου σπου­δῶν (1978-1983). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(5) Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι : Ἡ Πλα­τεί­α Μι­χά­ι Βι­τε­ά­ζουλ (Μι­χα­ὴλ τοῦ Γεν­ναί­ου). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(6) Ὄ ζό­νιατ πί­τσα­γιο : ρου­μα­νι­κὴ βρι­σιά, ἀν­τί­στοι­χη μὲ τὴν ἑλ­λη­νι­κή: τῆς μά­νας σου. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]


Πη­γή: Στὰ χρό­νια τοῦ κόκ­κι­νου Κό­μη (Ἱ­στο­ρί­ες, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­της, 2022).

Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος γεν­νή­θη­κε τὸ 1954 στὴ Νε­μού­τα Ἠ­λεί­ας, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐκ­πα­τρί­στη­κε τὸ 1958 ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπάμ­πες Μπό­για­ϊ στὴν πό­λη Κλοὺζ Να­πό­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τός του Ἱ­στο­ρι­κοῦ-Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κοῦ Τμή­μα­τος τοῦ ΕΚΠΑ. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἐκ­δο­τι­κοὺς οἴ­κους καὶ ὡς φι­λό­λο­γος στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ὁ­μί­χλη πέ­τρι­νη (Ἠ­ρι­δα­νός, 1986), Σκυ­θι­κὲς ἐ­ρη­μί­ες (Κο­λω­νός, 1996), Σι­γὴ ἀ­συρ­μά­του (Κο­λω­νός, 2005), Μνή­μη σπό­ρου κα­λή (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2010) καὶ Τὸ φράγ­μα τῆς μνή­μης (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2017), κα­θὼς καὶ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὁ θά­να­τος τοῦ ἀ­στρί­τη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (Κί­χλη, 2018), γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­λα­βε τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Δι­η­γή­μα­τος τὸ 2019. Ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ξέ­να πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀ­πὸ τὸ 2006 ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὀ­ρο­πέ­διο.



		

	

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ λου­λού­δια



Δημήτρης Κανελλόπουλος


Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ λου­λού­δια


ΧΕΔΟΝ πάν­το­τε, κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἔ­βγαι­να μὲ τὴ φί­λη μου, μό­νος ἢ μὲ τὴν πα­ρέ­α μου, ὅ­που κι ἂν πή­γαι­να, ἀ­πὸ τὸ πιὸ ἀ­κρι­βὸ ρε­στο­ράν, ἂς ποῦ­με τὸ «Μπελ­βεν­τέ­ρε», μέ­χρι τὸ πιὸ φτω­χο­μά­γα­ζο, ὅ­πως τὸ «Κρά­μα», παν­τοῦ τὴν ἔ­βλε­πα. Ἔ­σερ­νε τὰ πό­δια της στὸ χι­ό­νι, χω­μέ­νη μέ­σα σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­λιὸ καὶ φθαρ­μέ­νο παλ­τό, ποὺ ὡ­στό­σο δι­α­τη­ροῦ­σε κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο πρό­δι­δε τὴν εὐ­γε­νι­κή της κα­τα­γω­γή. Ἦ­ταν τυ­λιγ­μέ­νη μ’ ἕ­να τε­ρά­στιο γκρὶ κα­σκὸλ καὶ φο­ροῦ­σε σκοῦ­ρο πλε­κτὸ μπε­ρὲ στὸ κε­φά­λι. Τὸ πρό­σω­πό της, πα­ρὰ τὶς ἀ­μέ­τρη­τες ρυ­τί­δες, δι­α­τη­ροῦ­σε τὴ φω­τει­νό­τη­τά του, ἀλ­λὰ τὰ μά­τια της εἶ­χαν ξε­θω­ριά­σει. Πο­τὲ δὲν μὲ εἶ­χε κοι­τά­ξει στὰ μά­τια, πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἐ­γὼ πάν­το­τε τὴν κοί­τα­ζα κα­τευ­θεί­αν στὰ δι­κά της.

       Δὲν ἀ­να­ρω­τή­θη­κα πο­τὲ ἂν ἦ­ταν Μα­γυά­ρα, Ρου­μα­νί­δα ἢ Γερ­μα­νί­δα… Ἂν καὶ πο­τὲ δὲν τὴν εἶ­χα ἀ­κού­σει νὰ μι­λᾶ, ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὴν εἶ­δα ἤ­μουν βέ­βαι­ος πὼς ἦ­ταν Μα­γυά­ρα. Αὐ­τὸ μοῦ τὸ βε­βαί­ω­σε ὁ Λό­τσι Μόκ­σα­ϊ, ὁ φί­λος μου, καὶ ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε ὁ Λό­τσι Μόκ­σα­ϊ δὲν εἶ­χα λό­γους νὰ τὸ ἀμ­φι­σβη­τή­σω.

       Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μας καὶ ἔ­τει­νε μὲ τὸ δε­ξί της χέ­ρι ἕ­να μα­τσά­κι ἄ­σπρα ἢ μὸβ λού­λου­δα. Στε­κό­ταν γιὰ ἕ­να λε­πτὸ ἀ­μί­λη­τη, πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ τῆς ἀ­φή­σεις ἕ­να λέ­ου. Ἂν ὁ ὑ­πο­ψή­φιος πε­λά­της δὲν τὴν κοί­τα­ζε, ἔ­φευ­γε χω­ρὶς νὰ πεῖ κου­βέν­τα καὶ ἀ­πευ­θυ­νό­ταν σὲ ἄλ­λον, σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρα­πέ­ζι. Ἂν τῆς πρό­τει­νε χρή­μα­τα, δὲν τὰ ἔ­παιρ­νε. Ἔ­πρε­πε πρῶ­τα νὰ ἀ­φή­σει τὸ πο­σὸν πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι καὶ ὕ­στε­ρα νὰ πά­ρει ἀ­π’ τὸ χέ­ρι της τὰ λου­λού­δια. Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ὅ­λα τα τρα­πέ­ζια, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὅ­μως ἐ­κεῖ­να στὰ ὁ­ποῖ­α κά­θον­ταν ζευ­γα­ρά­κια ἐ­ρω­τευ­μέ­νων.

       Μὲ τὸν και­ρὸ ἀ­πέ­κτη­σα οἰ­κει­ό­τη­τα μα­ζί της. Ἐρ­χό­ταν πάν­το­τε στὸ τρα­πέ­ζι μου κι ἔ­τει­νε ἕ­να μα­τσά­κι λευ­κὰ λου­λου­δά­κια πρὸς τὸ μέ­ρος τῆς φί­λης μου. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α γι­νό­ταν πάν­τα μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο. Πο­τὲ δὲν πῆ­ρε χρή­μα­τα ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι μου καὶ πο­τὲ δὲν τὴν εἶ­δα νὰ παίρ­νει χρή­μα­τα ἀ­πὸ ἄλ­λο χέ­ρι.

       Ὅ­που κι ἂν ρώ­τη­σα, δὲν ἤ­ξε­ραν τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μά της. Μό­νο ὁ Ἐ­λε­φάν­τος, ὁ μὲ­τρ τοῦ ρε­στο­ρὰν στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο «Νά­πο­κα», μοῦ εἶ­πε κά­πο­τε πὼς τὴ λέ­νε Ἔρ­ζεμ­πετ καὶ κά­πως ἀ­κό­μη, ἀλ­λὰ ἦ­ταν πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ συγ­κρα­τή­σω ἕ­να οὐγ­γρι­κὸ ὄ­νο­μα ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χή.

       — Εἶ­ναι ἀ­ρι­στο­κρά­τισ­σα, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, μοῦ εἶ­πε ση­κώ­νον­τας τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του φρύ­δι, ὅ­πως ἔ­κα­νε πάν­τα ὅ­ταν εἶ­χε νὰ μοῦ ἐκ­μυ­στη­ρευ­τεῖ κά­τι πο­λὺ σο­βα­ρό. Τὸ σπί­τι της ἦ­ταν στὴν πα­λιὰ πό­λη. Τὸ κα­τέ­σχε­σαν τὸ 1948 καὶ τώ­ρα μέ­νουν ἄλ­λοι ἐ­κεῖ. Ὁ πα­τέ­ρας της ἦ­ταν βα­ρό­νος. Ἐ­κεί­νη σπούδα­σε μου­σι­κὴ στὸ Πα­ρί­σι. Λέ­νε πὼς ὁ ἀ­δελ­φός της πέ­θα­νε στὰ κα­τα­ναγ­κα­στι­κὰ ἔρ­γα, στὸν Δού­να­βη, στὸ νη­σὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ. Ἀ­κό­μη λέ­νε πὼς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πέ­θα­νε ὁ ἀ­δελ­φός της, δὲν ξα­να­μί­λη­σε μὲ ἄν­θρω­πο. Ἡ κα­η­μέ­νη «ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ λου­λού­δια…» ἔ­τσι τὴ λέ­με ὅ­λοι, δὲν ἔ­χει κα­νέ­ναν στὸν κό­σμο. Κα­νεὶς δὲν ξέ­ρει ποῦ μέ­νει. Λέ­νε πὼς τὴ φι­λο­ξε­νεῖ μιὰ ὑ­πη­ρέ­τρια ποὺ εἶ­χαν πα­λιὰ στὸ σπί­τι τους.

       Αὐ­τὰ ποὺ ἄ­κου­σα μοῦ κέν­τρι­σαν τὴν πε­ρι­έρ­γεια. Κα­τέστρω­σα λοι­πὸν ἕ­να σχέ­διο γιὰ νὰ μά­θω ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν ἱ­στο­ρί­α της. Μὲ μά­γευ­αν αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους οἱ ἱ­στο­ρί­ες μὲ τοὺς γκρό­φι(1), ὅ­πως ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν οἱ ντό­πιοι τους πα­λιοὺς εὐ­γε­νεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χα­σαν τὰ προ­νό­μια τους καὶ ἐ­ξον­τώ­θη­καν στὰ χρό­νια του κομ­μου­νι­σμοῦ. Δὲν μ’ ἐν­δι­έ­φε­ραν ἀ­πὸ πο­λι­τι­κὴ ἄ­πο­ψη, ἀλ­λὰ μὲ συγ­κλό­νι­ζε ἡ ἀν­θρώ­πι­νη πλευ­ρὰ αὐ­τῶν τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν.

       Ἔ­χον­τας μά­θει λοι­πὸν λί­γα πράγ­μα­τα γι’ αὐ­τήν, ἄρ­χι­σα νὰ τῆς ἀ­φή­νω δύ­ο λέ­ι πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι κι ἐ­κεί­νη ὕ­στε­ρα μοῦ πρό­τει­νε τὰ λευ­κὰ λου­λου­δά­κια. Σι­γὰ-σι­γὰ ἔ­γι­να ὁ προ­νο­μια­κός της πε­λά­της. Ἔ­παιρ­νε τὰ δύ­ο λέ­ι κι ἀ­φοῦ ἔ­κλι­νε λί­γο το κε­φά­λι της πρὸς τὰ ἐμ­πρός, δεῖγ­μα εὐ­γνω­μο­σύ­νης, ἀ­πο­χω­ροῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα κα­τευ­θυ­νό­με­νη πρὸς τὸ ἑ­πό­με­νο τρα­πέ­ζι.

       Ἕ­να βρά­δυ στὸ ὑ­πό­γει­ο ρε­στο­ρὰν «Οὔρ­σους», σ’ ἕ­να τρι­κού­βερ­το γλέν­τι, τὴν ὥ­ρα ποὺ ἡ τσιγ­γά­νι­κη μπάν­τα ἔ­παι­ζε ἕ­να πα­λιὸ τρα­γού­δι τσάρ­ντας(2) τὴν πῆ­ρε τὸ μά­τι μου, μέ­σα στοὺς κα­πνούς, νὰ κα­τε­βαί­νει τὴν πέ­τρι­νη σκά­λα. Κον­το­στά­θη­κε λί­γο στὸ τε­λευ­ταῖ­ο σκα­λί, ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ σὲ ὅ­λη τὴν αἴ­θου­σα καὶ ἦλ­θε κα­τευ­θεί­αν στὸ τρα­πέ­ζι μας.

       Ἦ­ταν μι­κρο­σκο­πι­κή, δὲν χρει­α­ζό­ταν νὰ σκύ­ψει γιὰ νὰ πέ­ρα­σει κά­τω ἀ­π’ τὰ τό­ξα ποὺ στή­ρι­ζαν τὸ με­σαι­ω­νι­κὸ κα­πη­λει­ό. Ξαφ­νι­ά­στη­κε κα­θὼς δὲν εἶ­δε στὸ πλά­ι τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη μου. Ἀ­πὸ τὸ ὕ­φος της κα­τά­λα­βα πὼς δὲν εἶ­χε κα­μιὰ ἐ­κτί­μη­ση στὴν πα­ρέ­α μου. Κοί­τα­ξε στὰ γρή­γο­ρα ὅ­λα τὰ πρό­σω­πα ποὺ βρί­σκον­ταν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ κά­νον­τας πρὸς τὰ πί­σω δὲν πρό­τει­νε σὲ μέ­να οὔ­τε σὲ κά­ποι­ον ἄλ­λον νὰ ἀ­γο­ρά­σει τὸ μα­τσά­κι μὲ τὰ λου­λού­δια. Ἔ­πει­τα στρά­φη­κε πρὸς τὴ σκά­λα ἐ­πι­τα­χύ­νον­τας τὸ βῆ­μα της.

       Ἀ­πό­ρη­σα ποὺ δὲν μοῦ πρό­τει­νε τὸ μα­τσά­κι καὶ ἔ­τρε­ξα πί­σω της μὲ σκο­πὸ νὰ ζη­τή­σω ἐ­ξη­γή­σεις. Ἀ­κο­λου­θών­τας την, σκέ­φτη­κα πὼς τώ­ρα εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ νὰ τῆς μι­λή­σω, νὰ δη­μι­ουρ­γή­σω μιὰ ἀ­κό­μη φι­λι­κό­τε­ρη σχέ­ση μα­ζί της. Τὴν πρό­λα­βα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἀ­νέ­βαι­νε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο σκα­λί. Ἅ­πλω­σα τὸ χέ­ρι μου καὶ τῆς ἄ­νοι­ξα τὴ βα­ριὰ ξύ­λι­νη πόρ­τα. Γύ­ρι­σε καὶ μὲ κοί­τα­ξε στὰ μά­τια γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Τὸ βλέμ­μα της ἦ­ταν ἐ­πι­τι­μη­τι­κό. Κρα­τοῦ­σα στὸ χέ­ρι μου πέν­τε λέ­ι. Οὔ­τε ποὺ τὰ κοί­τα­ξε. Ἔ­κα­νε νὰ φύ­γει. Ἤ­μουν μὲ τὸ που­κά­μι­σο καὶ εἶ­χε τρο­με­ρὴ ὑ­γρα­σί­α. Ἔ­συ­ρε τὰ βή­μα­τά της στὸ βρεγ­μέ­νο πλα­κό­στρω­το. Τό­τε τὴ φώ­να­ξα μὲ τ’ ὄ­νο­μά της:

       — Κυ­ρί­α Ἔρ­ζεμ­πετ…

       Κον­το­στά­θη­κε στὴ μέ­ση τῆς αὐ­λῆς καὶ χω­ρὶς νὰ μὲ κοι­τά­ζει μουρ­μού­ρι­σε:

       — Δὲν ἔ­χω τί­πο­τε πιὰ νὰ πῶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους… Κα­τό­πιν ἔ­συ­ρε τὰ βή­μα­τά της πρὸς τὴ βα­ριὰ ξύ­λι­νη ἐ­ξώ­πορ­τα. Τὸ ρο­λό­ι τοῦ Ἁ­γί­ου Μι­χα­ὴλ σή­μα­νε με­σά­νυ­χτα.


(1) γκρό­φι : στὴν οὐγ­γρι­κὴ γλώσ­σα gróf (ἀ­πὸ τὸ γερ­μα­νι­κὸ graf) εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κό­μη. Στὴ Ρου­μα­νί­α ὁ ὅ­ρος χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ τοὺς Οὔγ­γρους εὐ­γε­νεῖς στὴν­ Τραν­συλ­βα­νί­α καὶ τὸ Βα­νά­το, τοὺς ὁ­ποί­ους ἔ­θι­ξε πρῶ­τος ὁ τα­ξι­κὸς πό­λε­μος ποὺ ξε­κί­νη­σαν τὸ 1948 οἱ κομ­μου­νι­στές. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(2) τσάρ­ντας : πα­ρα­δο­σια­κὸς οὐγ­γρι­κὸς λα­ϊ­κὸς χο­ρός, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ ὁ­ποί­ου προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ csárda (πα­λιὸς οὐγ­γρι­κὸς ὅ­ρος γιὰ τα­βέρ­να καὶ ἑ­στι­α­τό­ριο στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]


Πη­γή: Στὰ χρό­νια τοῦ κόκ­κι­νου Κό­μη (Ἱ­στο­ρί­ες, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­της, 2022).

Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος γεν­νή­θη­κε τὸ 1954 στὴ Νε­μού­τα Ἠ­λεί­ας, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐκ­πα­τρί­στη­κε τὸ 1958 ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπάμ­πες Μπό­για­ϊ στὴν πό­λη Κλοὺζ Να­πό­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τός του Ἱ­στο­ρι­κοῦ-Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κοῦ Τμή­μα­τος τοῦ ΕΚΠΑ. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἐκ­δο­τι­κοὺς οἴ­κους καὶ ὡς φι­λό­λο­γος στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ὁ­μί­χλη πέ­τρι­νη (Ἠ­ρι­δα­νός, 1986), Σκυ­θι­κὲς ἐ­ρη­μί­ες (Κο­λω­νός, 1996), Σι­γὴ ἀ­συρ­μά­του (Κο­λω­νός, 2005), Μνή­μη σπό­ρου κα­λή (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2010) καὶ Τὸ φράγ­μα τῆς μνή­μης (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2017), κα­θὼς καὶ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὁ θά­να­τος τοῦ ἀ­στρί­τη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (Κί­χλη, 2018), γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­λα­βε τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Δι­η­γή­μα­τος τὸ 2019. Ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ξέ­να πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀ­πὸ τὸ 2006 ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὀ­ρο­πέ­διο.



		

	

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης: Στά­λιν



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 13/14 (Κάθε Κυριακή)]


Στά­λιν


ΓΙΑΚΟΜΠ, γιὸς τοῦ Στά­λιν, δὲν ἄν­τε­ξε ἄλ­λο. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ δώ­σει τέ­λος στὴ ζω­ή του μὲ ἕ­ναν πυ­ρο­βο­λι­σμό. Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε δὲν βρέ­θη­κε στὸν ἄλ­λο κό­σμο, ἀλ­λὰ στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι του ὁ στορ­γι­κὸς μπαμ­πάς του. «Οὔ­τε αὐ­τὸ δὲν εἶ­σαι ἄ­ξιος νὰ κά­νεις», τοῦ εἶ­πε. Κά­τι ἤ­ξε­ρε ὅ­ταν τὸ ἔ­λε­γε αὐ­τό. Δὲν εἶ­χε ἀ­φή­σει κα­νέ­ναν ζων­τα­νὸ ἀ­πὸ τοὺς πα­λιοὺς μπολ­σε­βί­κους, τοὺς στε­νοὺς συ­νερ­γά­τες τοῦ Λέ­νιν. Ἀ­νά­με­σά τους Μπου­χά­ριν, Ζι­νό­βι­εφ, Κά­με­νεφ. Τὸν ἱ­δρυ­τὴ τοῦ Κόκ­κι­νου Στρα­τοῦ, τὸν Τρό­τσκι, τὸν δο­λο­φό­νη­σε ἀρ­γό­τε­ρα στὸ σπί­τι του στὸ Με­ξι­κό. Τὴν ἴ­δια δο­λο­φο­νι­κὴ μα­νί­α εἶ­χε καὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῶν γραμ­μά­των καὶ τῶν τε­χνῶν. Ὁ Μπάμ­πελ καὶ ὁ Μέ­γι­ερ­χολντ ἐ­κτε­λέ­στη­καν. Ὁ Μα­γι­α­κόφ­σκι, γιὰ νὰ μὴ συλ­λη­φθεῖ, αὐ­το­κτό­νη­σε. Ὁ Σαγ­κὰλ καὶ ὁ Καν­τίν­σκι αὐ­το­ε­ξο­ρί­στη­καν καὶ τὴ γλί­τω­σαν στὸ πα­ρα­πέν­τε. Ἡ μορ­φή τους σβή­στη­κε ἀ­πὸ ἱ­στο­ρι­κὲς φω­το­γρα­φί­ες. Τὰ ὀ­νό­μα­τά τους ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ἀ­πὸ τὰ βι­βλί­α τῆς Ἱ­στο­ρί­ας. Ὁ κομ­μου­νι­σμὸς εἶ­χε θρι­αμ­βεύ­σει ὁ­ρι­στι­κά.



Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Εἰκόνα: Ὁ Γιάκομπ Τζουγκασβίλι (1907-1943).



		

	

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης: Τὰ βή­μα­τα τῶν ἐ­κτε­λε­σμέ­νων



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 12/14 (Κάθε Κυριακή)]


Τὰ βή­μα­τα τῶν ἐ­κτε­λε­σμέ­νων


ΑΤΙ ΠΑΙΔΙΑ εἴ­μα­στε ἀ­πὸ τὴν Κοκ­κι­νιά. Ἀ­κού­σα­με τυ­χαῑ­α κά­ποι­ες λέ­ξεις: Ἐ­λευ­θε­ρί­α, Ἰ­σό­τη­τα, Ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Καὶ τὶς πι­στέ­ψα­με. Τὶς βρή­κα­με ὡ­ραῖ­ες. Δὲν ξέ­ρα­με πό­σο ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἦ­ταν. Καὶ βρε­θή­κα­με στὶς φυ­λα­κὲς Ἀ­βέ­ρωφ τὸ 1949. Κά­θε πρω­ῒ παίρ­ναν κά­ποι­ον ἀ­πό μᾶς καὶ τὸν πή­γαι­ναν γιὰ ἐ­κτέ­λε­ση. Ἀ­κού­γα­με τὰ βή­μα­τά του ποὺ ἀ­πο­μα­κρυ­νόν­του­σαν στὸ δι­ά­δρο­μο μέ­χρι νὰ σβή­σουν. Καὶ μα­ζί τους μιὰ ζω­ή. Ἐ­γὼ ἐ­πέ­ζη­σα. Καὶ ὅ­μως τὰ βή­μα­τα τῶν ἐ­κτε­λε­σμέ­νων εἶ­ναι τὰ μό­να ποὺ θυ­μοῦν­ται πὼς ὑ­πάρ­χω.



Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης: Ὁ Μπι­ό­χο



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 9/14 (Κάθε Κυριακή)]


Ὁ Μπι­ό­χο


ΟΝ ΜΠΙΟΧΟ, τὸν ἀρ­χη­γὸ τῶν ἐ­ξε­γερ­μέ­νων Ἰν­διά­νων, τὸν ἔ­χουν ἐ­κτε­λέ­σει πολ­λὲς φο­ρὲς στὸ Πα­λέν­κε. Μὰ ἐ­κεῖ­νος ξα­να­εμ­φα­νί­ζε­ται καὶ χτυ­πά­ει σκλη­ρά. Τὸν πιά­νουν καὶ τὸν ξα­να­ε­κτε­λοῦν. Αὐ­τὸς ἐ­πα­νέρ­χε­ται μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ὁρ­μή. Εἶ­ναι ἀ­θά­να­τος. Πάν­τα στὴν πρώ­τη γραμ­μὴ καὶ κά­νει τοὺς τυ­ράν­νους νὰ χά­νουν τὸν ὕ­πνο τους. Τε­λι­κὰ ποι­ό εἶ­ναι τὸ μυ­στι­κό τῆς ἀ­θα­να­σί­ας τοῦ Ντο­μίν­γκο Μπι­ό­χο; Ἡ Γε­νι­κὴ Συ­νέ­λευ­ση. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ σκο­τώ­νε­ται ὁ ἡ­γέ­της τους, ἐ­κλέ­γει ἕ­ναν ἄλ­λον καὶ παίρ­νει τὸ ἴ­διο ὄ­νο­μα. Ὁ Ντο­μίν­γκο δὲν εἶ­ναι ἕ­νας. Εἶ­ναι πολ­λοί.



Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

 

Εἰκόνα: Ὁ πολιτικὸς ἀρχη­γός τῆς FARC μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Do­min­go Bio­jó ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­τάρ­τες ποὺ σκο­τώ­θη­καν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2010 στὸ Pu­tu­mayo τῆς Κο­λομ­βίας. Τὸ ψευ­δώ­νυ­μό του πρὸς τιμὴν τοῦ Ben­kos Bio­hó (δεύ­τε­ρο μισὸ τοῦ 16ου αἰ­ώνα – Carta­gena de In­dias, 16 Μαρτίου 1621, Κο­λομ­βία), ἐ­πί­σης γνωστοῦ καὶ ὡς Do­min­go Bio­hó, ἡγέτη τῆς ἐξέγερσης τῶν σκλά­βων στὸ Νέο Βα­σί­λειο τῆς Γρα­νά­δας τὸν 17ο αἰώ­να, ποὺ ἔ­γινε βα­σι­λιᾶς της ἐλε­ύ­θε­ρης πόλης τοῦ San Ba­silio de Pa­len­que στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα Μπο­λι­βὰρ τῆς Κο­λομ­βί­ας, ὅ­που ἄγαλ­μά του.