Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός



Δημήτρης Κανελλόπουλος


Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός


ΠΙΝΑ τὸ ἐ­σπρε­σά­κι μου στὸ κα­φὲ «Πί­κο­λο», στὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ κέν­τρο «Ἰ­ου­λί­ους Μόλ», δι­α­βά­ζον­τας τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἦ­ταν τέ­λος Ὀ­κτώ­βρη, ἀλ­λὰ τὸ κλί­μα εἶ­χε ἀλ­λά­ξει. Δὲν ἦ­ταν βα­ρὺς ὁ χει­μώ­νας ὅ­πως πα­λιά. Εἶ­χε μιὰ λαμ­πε­ρὴ λι­α­κά­δα. Ἔ­πι­α­σα θέ­ση πλά­ι στὴν τζα­μα­ρί­α καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­να τὴν ὀ­μορ­φιὰ τῆς λί­μνης, μὲ τὰ κτί­ρια ποὺ εἶ­χαν φύ­τρω­σει γύ­ρω της. Ἔ­νι­ω­θα νο­σταλ­γί­α. Θυ­μό­μουν πα­λιὰ στὶς ὄ­χθες τῆς ἀ­πε­ρι­ποί­η­της λί­μνης τὸ μο­να­δι­κὸ κτί­ριο, ἕ­να πα­λιὸ ἐρ­γο­στά­σιο πά­γου, καὶ τὰ τα­πει­νὰ σπι­τά­κια γύ­ρω της. Ἐ­κεῖ, νω­ρὶς τὸ κα­λο­και­ρά­κι, ἀ­γο­ρά­ζα­με ντο­μά­τες, κα­στρα­βέ­τσια κι ἄλ­λα ζαρ­ζα­βα­τι­κὰ ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν οἱ κά­τοι­κοι, ὅ­ταν αὐ­τὰ ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ἀ­πὸ τὴν ἀ­γο­ρά. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια ὅ­λα εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει. Τώ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ λί­μνη εἶ­χαν χτι­στεῖ κα­λαί­σθη­τα με­σο­α­στι­κὰ σπί­τια στὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ στὶλ τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Στὸ βά­θος ὑ­πῆρ­χαν καὶ με­ρι­κὲς κομ­ψὲς πο­λυ­κα­τοι­κί­ες.

       Εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει κά­ποι­α βι­βλί­α τοῦ ποι­η­τῆ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου ἀ­πὸ τὸ πα­λαι­ο­πω­λεῖ­ο «Σώ­κρα­τες», ποὺ βρι­σκό­ταν στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ «Μόλ». Ἄ­φη­σα τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες κι ἄρ­χι­σα νὰ ξε­φυλ­λί­ζω τὶς κα­λαί­σθη­τες ἐκ­δό­σεις τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970. Ὑ­πο­ψι­α­ζό­μουν πὼς ὁ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου δὲν ἄ­φη­νε τὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν βι­βλί­ων του σὲ ἄλ­λους. Σκε­φτό­μουν πὼς αὐ­τὲς οἱ ἄρ­τι­ες, ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς, ἐκ­δό­σεις τῶν βι­βλί­ων του δὲν ἦ­ταν, προ­φα­νῶς, ἁ­πλὰ καὶ μο­νὸ ἐκ­δό­σεις φρον­τι­σμέ­νες ἀ­πὸ ἕ­ναν εὐ­φάν­τα­στο ἐ­πι­με­λη­τή, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γρα­φό­ταν στὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ταυ­τό­τη­τα τῶν βι­βλί­ων. Κι αὐ­τὸ για­τὶ τὰ βι­βλί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει ἦ­ταν τρί­α καὶ τὸ κα­θέ­να εἶ­χε ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο! Ἀλ­λὰ καὶ τὰ τρί­α ἔ­μοια­ζαν κα­τα­πλη­κτι­κὰ με­τα­ξύ τους ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς αἰ­σθη­τι­κῆς.

       Ξα­να­πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Ἀν­τε­βά­ρουλ (Ἡ Ἀ­λή­θεια). Αἴφ­νης ἡ μα­τιά μου ἔ­πε­σε σὲ ἕ­να ἄρ­θρο ποὺ ξε­κι­νοῦ­σε μὲ μιὰ ἄ­γνω­στη λέ­ξη. «Grofii unguruii primesc inapoi misiile.» [«Οἱ Οὖγ­γροι γαι­ο­κτή­μο­νες παίρ­νουν πί­σω τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους.»] Δι­α­βά­ζον­τάς το, κα­τά­λα­βα ὅ­τι μι­λοῦ­σε γιὰ τοὺς Οὔγ­γρους εὐ­γε­νεῖς ποὺ εἶ­χαν χά­σει τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους τὸ 1945-48. Δι­ά­βα­σα μο­νο­ρού­φι τὸ κεί­με­νο. Ἀ­να­φε­ρό­ταν στοὺς εὐ­γε­νεῖς ἐ­κεί­νους ποὺ θε­ω­ρή­θη­κε ὅ­τι συ­νερ­γά­στη­καν, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πο­λέ­μου, μὲ τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ οὐγ­γρι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα κα­το­χῆς τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Ἀλ­λὰ στὴ συ­νέ­χεια μι­λοῦ­σε καὶ γιὰ τὶς με­γά­λες ρου­μα­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἀ­κό­μη καὶ γιὰ ἐ­κεῖ­νες μὲ φα­να­ρι­ώ­τι­κη κα­τα­γω­γή. Ὀ­νό­μα­τα γνω­στὰ καὶ οἰ­κεί­α ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α περ­νοῦ­σαν μπρο­στά μου: Καν­τα­κου­ζη­νός, Γκί­κας, Σοῦ­τσος, Στούρ­τζας, Μαυ­ρο­γέ­νης… Ὅ­λοι αὐ­τοὶ κέρ­δι­ζαν τὶς ἀ­γω­γὲς ποὺ εἶ­χαν κά­νει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ρου­μα­νι­κοῦ κρά­τους κι ἔ­παιρ­ναν πί­σω πα­λά­τια, οἰ­κή­μα­τα γε­νι­κῶς, τε­ρά­στι­ες ἐ­κτά­σεις γῆς, δά­ση, ἀ­γρούς… Ἕ­νας ἐξ αὐ­τῶν πῆ­ρε πί­σω ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο χω­ριό, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο του.

       Τὸ θέ­μα μὲ εἶ­χε κα­θη­λώ­σει. Πα­ρήγ­γει­λα καὶ δεύ­τε­ρο ἐ­σπρέ­σο. Θυ­μή­θη­κα μί­αν ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­κού­σει τριά­ντα χρό­νια πρὶν ἀ­πὸ τὸν Φέ­ρι Μπά­τσι(1), τὸν κα­λο­κά­γα­θο γέ­ρον­τα φω­το­γρά­φο ποὺ ἔ­με­νε στὴν ὁ­δὸ Χαζ­ντέ­ου 16(2), στὴν πα­λιὰ μο­νο­κα­τοι­κί­α κά­τω ἀ­πὸ τὴ φοι­τη­τι­κὴ ἑ­στί­α. Ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, τοῦ ἰ­δι­ο­κτή­τη μιᾶς ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας στὸ Κλοὺζ(3).

       «Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἀ­γα­πη­τέ», ἔ­λε­γε ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, «εἶ­χε μιὰ μι­κρὴ ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α στὸ Γκε­ορ­γκέ­νι(4), λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ πα­λιὸ πα­γο­ποι­εῖ­ο, ἐ­νῶ στὴν Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι(5) δι­α­τη­ροῦ­σε ἕ­να ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­θε­τε καὶ πω­λοῦ­σε τὰ προ­ϊ­όν­τα του. Πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο ἦ­ταν τὸ σπί­τι του. Κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ μὲ τὴ σύ­ζυ­γο καὶ τὶς δύ­ο ὄ­μορ­φες κό­ρες του. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦ­ταν ἀ­πὸ τὶς πιὸ πα­λι­ὲς στὸ Κλοὺζ καί, πα­ρό­τι δὲν εἶ­χε με­γά­λους τί­τλους εὐ­γε­νεί­ας, ἦ­ταν ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς πό­λης σε­βα­στός, για­τὶ ἔ­κα­νε μὲ συ­νέ­πεια αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χαν ξε­κι­νή­σει οἱ προ­γο­νοί του ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες.

       »Μὲ τὸν νό­μο 119 τῆς 11ης Ἰ­ου­νί­ου 1948 γιὰ τὶς ἐ­θνι­κο­ποι­ή­σεις, αὐ­τὸς ὁ ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ φρόν­τι­ζε νὰ τρο­φο­δο­τεῖ μὲ ἀ­ρώ­μα­τα ὅ­λες τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς πό­λης, ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­δώ­σει στὸ κρά­τος τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κή του ἐ­πι­χεί­ρη­ση. Αὐ­τὸ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου! Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει τί δου­λειὰ θὰ ἔ­κα­νε καὶ πῶς θὰ ζοῦ­σε ἀ­πο­δῶ καὶ στὸ ἑ­ξῆς τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του… Δὲν ἦ­ταν νέ­ος, βά­δι­ζε στὸ 65ο ἔ­τος τῆς ἡ­λι­κί­ας του.

       »Τὸν ἐ­κνευ­ρι­σμό του ἐ­πέ­τει­νε ἡ ἔλ­λει­ψη ψυ­χραι­μί­ας τῆς συ­ζύ­γου του ἡ ὁ­ποί­α, και­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ νό­μου, ὅ­ταν στὴν ἀ­γο­ρὰ εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται τὰ τρό­φι­μα, τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε προ­βλή­μα­τα λὲς κι ἔ­φται­γε αὐ­τὸς γιὰ ὅ­λα: γιὰ τὸν πό­λε­μο, τοὺς βομ­βαρ­δι­σμοὺς ποὺ εἶ­χαν γί­νει πο­λὺ κον­τὰ στὸ σπί­τι τους, τὶς δι­α­κο­πὲς τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ ἀ­ε­ρί­ου, τὴν ἔλ­λει­ψη τρο­φί­μων, γιὰ ὅ­λα…

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι ἀ­να­ζη­τοῦ­σε δια­ρκῶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­πὸ τοὺς ἐ­πί­ση­μους φο­ρεῖς, ἀλ­λὰ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε χά­ος. Οἱ “ἐ­πί­ση­μοι” ἄλ­λα­ζαν σχε­δὸν κά­θε μέ­ρα. Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σει γιὰ τὸ τί πρέ­πει νὰ κά­νει. Τὰ πε­ρι­ου­σια­κὰ στοι­χεῖ­α ὅ­λων των ἑ­ται­ρει­ῶν περ­νοῦ­σαν στὸ κρά­τος! ὅ­πως καὶ τὰ χρή­μα­τα ποὺ αὐ­τὲς εἶ­χαν ὡς κα­τα­θέ­σεις στὶς τρά­πε­ζες. Ἔ­τσι, πε­ρί­με­νε ἄ­πρα­κτος ἀ­κο­λου­θών­τας τὴ μοί­ρα του. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι πο­τὲ δὲν εἶ­χε ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὴν πο­λι­τι­κή. Πάν­το­τε κοί­τα­ζε τὴ δου­λειά του καὶ τὸ χόμ­πι του: τὴ φω­το­γρα­φί­α! Ἦ­ταν κά­το­χος μιᾶς φω­το­γρα­φι­κῆς μη­χα­νῆς Leice O-Serie! Ἐ­μεῖς οἱ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες τὸν ζη­λεύ­α­με… Μα­ζί του, παι­δί μου, ἐ­γώ, ποὺ ἤ­μουν ἕ­νας τα­πει­νὸς νε­α­ρὸς φω­το­γρά­φος, εἶ­χα φω­το­γρα­φί­σει γυ­μνὲς τὶς 25 πιὸ ὄ­μορ­φες γυ­ναῖ­κες τοῦ Κλούζ, τὸ 1939. Ἕ­να χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο. Μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ μη­χα­νή…

       »Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α του ὑ­πο­λει­τουρ­γοῦ­σε ὅ­ταν τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 1948 ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴν εἴ­σο­δό της ἡ Κρα­τι­κὴ Ἐ­πι­τρο­πὴ ποὺ θὰ ἀ­να­λάμ­βα­νε τὴ δι­α­χεί­ρι­σή της. Χω­ρὶς πε­ρι­στρο­φὲς τοῦ ἔ­δω­σαν νὰ ὑ­πο­γρά­ψει κά­τι χαρ­τιά, τοῦ ζή­τη­σαν τὰ κλει­διὰ ὅ­λων των χώ­ρων τῆς πα­ρα­γω­γῆς καὶ τῶν γρα­φεί­ων καὶ τοῦ δή­λω­σαν ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὸν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ἡ πα­τρί­δα ἂν δε­χτεῖ νὰ συ­νερ­γα­στεῖ.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κού­νη­σε κα­τα­φα­τι­κά το κε­φά­λι, ὑ­πο­νο­ών­τας πὼς κα­τά­λα­βε καὶ κα­τό­πιν ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν ὁ­δη­γό του νὰ τὸν με­τα­φέ­ρει στὸ σπί­τι. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τό, τοῦ εἶ­πε:

       »— Τὸ ἀ­πό­γευ­μα κα­τὰ τὶς πέν­τε, ἔ­λα πά­λι, νὰ μὲ πᾶς πί­σω νὰ πά­ρω τὰ πράγ­μα­τά μου…

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, εἶ­πε ὁ ὁ­δη­γός.

       Στὴ γυ­ναί­κα καὶ στὶς κό­ρες του δὲν ἀ­νέ­φε­ρε τὸ πα­ρα­μι­κρό. Κλεί­στη­κε στὸ δω­μά­τιό του λέ­γον­τας νὰ μὴν τὸν ἐ­νο­χλή­σει κα­νείς. Κά­θι­σε στὸ γρα­φεῖ­ο του καὶ ἔ­γρα­ψε δύ­ο ἐ­πι­στο­λές. Μί­α πρὸς τὴ σύ­ζυ­γό του καὶ μί­α πρὸς τὶς θυ­γα­τέ­ρες του. Ὕ­στε­ρα ἄ­νοι­ξε τὸ βα­ρὺ ξυ­λό­γλυ­πτο ἐν­τοι­χι­σμέ­νο ντου­λά­πι, πῆ­ρε ἕ­ναν χον­τρὸ φά­κε­λο καὶ κά­θι­σε ἐ­πὶ ὧ­ρες μπρο­στά του, με­λε­τών­τας καὶ γρά­φον­τας. Ἐ­να­πό­θε­σε τὶς ἐ­πι­στο­λὲς πά­νω στὸ πρὲς πα­πι­ὲ καὶ κα­τό­πιν ξά­πλω­σε στὸ κρε­βά­τι του κοι­τά­ζον­τας τὸ τα­βά­νι. Ἔ­μει­νε ἔ­τσι ἀ­κί­νη­τος ὣς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀν­τε­λή­φθη ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ ἐρ­χό­ταν ὁ ὁ­δη­γός του γιὰ νὰ τὸν πά­ρει. Ση­κώ­θη­κε καὶ ἑ­τοι­μά­στη­κε βι­α­στι­κά.»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, ποὺ κα­θό­ταν πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο ὅ­ση ὥ­ρα μι­λοῦ­σε, ἔ­στρε­ψε δα­κρυ­σμέ­νος τὸ κε­φά­λι του στὸν λα­σπω­μέ­νο δρό­μο.

       «Ἔχ, τί χρό­νια κι αὐ­τά… Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε τί θὰ ξη­με­ρώ­σει…»

       Ἤ­πι­ε δυ­ὸ γου­λι­ὲς κα­φὲ κι ὕ­στε­ρα ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νὴ τῆς συ­ζύ­γου του ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να:

       «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ μὲ τὸν Ἕλ­λη­να; Ὅ­λο γιὰ τὶς πόρ­νες ποὺ γύ­ρι­ζες στὰ νιά­τα σου τοῦ λές;»

       «Ὁ ζό­νιατ πί­τσα­γιο»(6), ψι­θύ­ρι­σε σχε­δὸν μέ­σα ἀπ’ τὰ χεί­λη του ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι καὶ γυ­ρί­ζον­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου συ­νέ­χι­σε: «Στὶς πέν­τε ἡ ὥ­ρα ὁ ὁ­δη­γὸς του ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὴ σκά­λα στὴν ὥ­ρα του. Ἔ­κα­νε τὸν γύ­ρο τοῦ αὐ­το­κι­νή­του, ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα καὶ κά­θι­σε στὸ μπρο­στι­νὸ κά­θι­σμα.

       »— Πᾶ­με, παι­δί μου, εἶ­πε, δὲν θὰ σὲ κα­θυ­στε­ρή­σω… Ἐ­γὼ θὰ μεί­νω στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σει γιὰ σή­με­ρα.

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, ἀ­πάν­τη­σε ὁ ὁ­δη­γός.

       » Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, μὲ ἔκ­πλη­ξη εἶ­δαν μιὰ τε­ρά­στια ταμ­πέ­λα μὲ κόκ­κι­να γράμ­μα­τα στὴν πρό­σο­ψη. Ἐ­πι­κά­λυ­πτε τὴν ἐ­πω­νυ­μί­α ποὺ εἶ­χε μέ­χρι τὸ με­ση­μέ­ρι τὸ μι­κρὸ ἐρ­γο­στά­σιο. Ἐ­κεῖ ὅ­που βρι­σκό­ταν ἡ ἐ­πι­γρα­φὴ “Ὄλ­μα­σι, Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α”, τώ­ρα ἔ­γρα­φε: “Ἐρ­γο­στά­σιο Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας: Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν ὁ­δη­γὸ καὶ τοῦ εἶ­πε:

       »— Πή­γαι­νε, παι­δί μου, δὲν σὲ χρει­ά­ζο­μαι ἄλ­λο. «Ὕ­στε­ρα, βά­δι­σε πρὸς τὴν εἴ­σο­δο. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ κοι­τά­ξει κα­θό­λου πρὸς τὴν πρό­σο­ψη. Τὸν ἐ­νο­χλοῦ­σε πο­λὺ ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε τὸ ὄ­νο­μα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του ἐ­κεῖ. Ξε­κλεί­δω­σε τὴν πόρ­τα, μπῆ­κε μέ­σα στὸν χῶ­ρο πα­ρα­γω­γῆς καὶ ξα­να­κλεί­δω­σε πί­σω του.

       »Ξέ­χα­σα νὰ σοῦ πῶ πὼς ἦ­ταν σπου­δαῖ­ος χη­μι­κός. Εἶ­χε σπου­δά­σει στὴ Βι­έν­νη. Ἀ­ρι­στοῦ­χος! Ὁ ἴ­διος ὁ Φραγ­κί­σκος Ἰ­ω­σὴφ Α’ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ δί­πλω­μα καὶ ἕ­να χρυ­σὸ δα­χτυ­λί­δι μὲ τὸ μο­νό­γραμ­μά του…

       »Μπῆ­κε λοι­πὸν μέ­σα καὶ πῆ­γε κα­τευ­θεί­αν ἐ­κεῖ ποὺ βρί­σκον­ταν τὰ ντε­πό­ζι­τα μὲ τὶς πρῶ­τες ὕ­λες. Πῆ­ρε δύ­ο μπι­τό­νια γε­μά­τα βεν­ζί­νη καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὴ χύ­νει στὸν χῶ­ρο. Κυ­ρί­ως ἐ­κεῖ ὅ­που βρί­σκον­ταν οἱ δε­ξα­με­νὲς μὲ τὸ ὑ­γρὸ ἀ­πό­σταγ­μα τῆς ρη­τί­νης. Κα­τό­πιν ἔ­βα­λε φω­τιά. Μιὰ τε­ρά­στια μπλὲ φλό­γα ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει στὸ πά­τω­μα ἀρ­χι­κά, ὕ­στε­ρα ὑ­ψώ­θη­κε στὸν οὐ­ρα­νό, τὴν ὥ­ρα ποὺ σου­ρού­πω­νε, κι ἕ­νας δαι­μο­νι­κὸς θό­ρυ­βος δι­α­πέ­ρα­σε τὴν πό­λη ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ πρὸς τὴ Δύ­ση. Με­τά, ἦλ­θε μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀμ­μω­νί­ας καὶ ἐ­πι­κά­θι­σε γιὰ μέ­ρες πά­νω της. Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α, “Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”, ἔ­γι­νε στά­χτες κι ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἕ­νας ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ τὸ ἐ­πώ­νυ­μό του ἦ­ταν γνω­στὸ ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες στὴν πό­λη, δὲν βρέ­θη­κε πο­τὲ ὅ­ταν οἱ πυ­ρο­σβέ­στες κα­τά­φε­ραν νὰ σβή­σουν τὴ φω­τιά…»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, συγ­κι­νη­μέ­νος, κάρ­φω­σε τὸ βλέμ­μα του στὸν δρό­μο καὶ σι­ώ­πη­σε. Ἔ­ξω εἶ­χε πέ­σει σκο­τά­δι κι ἐ­γὼ κα­τά­λα­βα πὼς ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γω.

       Σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου καὶ κοί­τα­ξα τὰ γα­λή­νια νε­ρὰ τῆς λί­μνης. Τὸν κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νὸ πά­νω ἀ­πὸ τὶς ὄ­μορ­φες στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν καὶ σκέ­φτη­κα πῶς ἀλ­λά­ζουν τὰ πράγ­μα­τα ξαφ­νι­κὰ στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων. Πῶς ἡ μοί­ρα τους ἀλ­λά­ζει χω­ρὶς τὴ θέ­λη­σή τους. Μά­ζε­ψα τὰ βι­βλί­α καὶ τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες ποὺ εἶ­χα ἁ­πλώ­σει γύ­ρω καὶ κα­τέ­βη­κα στὸ ρε­στο­ρὰν «Τὸ Χά­νι τῶν Δρά­κων». Ἐ­κεῖ μὲ πε­ρί­με­νε ὁ φί­λος μου ὁ Ὀ­βίν­τιου, νὰ μοῦ κά­νει τὸ τρα­πέ­ζι.


(1) Φέ­ρι Μπά­τσι : Μπάρ­μπα-Φέ­ρι [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(2) ὁ­δὸς Χαζ­ντέ­ου : (ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὸν λό­γιο Μπογ­κντὰν Πε­τρι­τσέ­ι­κου Χαζ­ντέ­ου (1838-1907): ὁ δρό­μος ποὺ κα­τὰ πλά­τος του ἐ­κτεί­νον­ταν τὰ κτί­ρια τῶν φοι­τη­τι­κῶν ἑ­στι­ῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Κλούζ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(3) Κλούζ : ἡ πό­λη Κλοὺζ Νά­πο­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας, τὴν ὁ­ποί­α οἱ Οὖγ­γροι ἀ­πο­κα­λοῦν Κό­λοζ­βαρ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(4) Γκε­ορ­γκέ­νι : συ­νοι­κί­α τοῦ Κλούζ, ἡ ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1960 καὶ κα­τὰ τὰ ἔ­τη τῶν φοι­τη­τι­κῶν μου σπου­δῶν (1978-1983). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(5) Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι : Ἡ Πλα­τεί­α Μι­χά­ι Βι­τε­ά­ζουλ (Μι­χα­ὴλ τοῦ Γεν­ναί­ου). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(6) Ὄ ζό­νιατ πί­τσα­γιο : ρου­μα­νι­κὴ βρι­σιά, ἀν­τί­στοι­χη μὲ τὴν ἑλ­λη­νι­κή: τῆς μά­νας σου. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]


Πη­γή: Στὰ χρό­νια τοῦ κόκ­κι­νου Κό­μη (Ἱ­στο­ρί­ες, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­της, 2022).

Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος γεν­νή­θη­κε τὸ 1954 στὴ Νε­μού­τα Ἠ­λεί­ας, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐκ­πα­τρί­στη­κε τὸ 1958 ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπάμ­πες Μπό­για­ϊ στὴν πό­λη Κλοὺζ Να­πό­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τός του Ἱ­στο­ρι­κοῦ-Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κοῦ Τμή­μα­τος τοῦ ΕΚΠΑ. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἐκ­δο­τι­κοὺς οἴ­κους καὶ ὡς φι­λό­λο­γος στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ὁ­μί­χλη πέ­τρι­νη (Ἠ­ρι­δα­νός, 1986), Σκυ­θι­κὲς ἐ­ρη­μί­ες (Κο­λω­νός, 1996), Σι­γὴ ἀ­συρ­μά­του (Κο­λω­νός, 2005), Μνή­μη σπό­ρου κα­λή (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2010) καὶ Τὸ φράγ­μα τῆς μνή­μης (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2017), κα­θὼς καὶ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὁ θά­να­τος τοῦ ἀ­στρί­τη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (Κί­χλη, 2018), γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­λα­βε τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Δι­η­γή­μα­τος τὸ 2019. Ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ξέ­να πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀ­πὸ τὸ 2006 ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὀ­ρο­πέ­διο.