Κέβιν Μπροκμάιερν (Kevin Brockmeier): Τί ὡραία παπούτσια


Κέ­βιν Μπροκ­μά­ι­ερν (Kevin Brockmeier)


Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια

(I Like Your Shoes)


Ο ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΕΓΕ «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια». Τὸ βρῆ­κε ση­μει­ω­μέ­νο στὸ θαμ­πὸ ἀ­π’ τὴ συμ­πύ­κνω­ση τῶν ὑ­δρα­τμῶν πα­ρά­θυ­ρο τοῦ κα­θι­στι­κοῦ, κι ἦ­ταν γραμ­μέ­νο μ’ ἕ­να εἶ­δος ἐ­πι­πό­λαι­ης χά­ρης, σὰν πι­νε­λι­ὲς στὸ μέ­γε­θος δα­κτύ­λου ποὺ γλι­στρᾶ. Δο­κί­μα­σε νὰ τὸ σβή­σει, ἀλ­λὰ ἡ πα­λά­μη της ἐ­πέ­στρε­ψε στε­γνή. Ἀ­κό­μα κι ἔ­τσι, τῆς πῆ­ρε λί­γη ὥ­ρα νὰ κα­τα­λά­βει τί εἶ­χε συμ­βεῖ. Τὸ μή­νυ­μα στὸ τζά­μι –δὲν ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀλ­λι­ώς– ἦ­ταν γραμ­μέ­νο ἀ­π’ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ πλευ­ρά. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της βρι­σκό­ταν στὸν δέ­κα­το ἕ­κτο ὄ­ρο­φο· δὲν εἶ­χε μπαλ­κό­νια, δὲν ὑ­πῆρ­χαν κὰν περ­βά­ζια. Πῶς στὸ κα­λὸ εἶ­χε βρε­θεῖ τὸ μή­νυ­μα ἐ­κεῖ, ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ τὸ εἶ­χε ἀ­φή­σει, τῆς ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­τα­λά­βει. Ὁ ἥ­λιος πῆ­ρε τὴν ἀ­νι­ού­σα, φέρ­νον­τας μα­ζὶ τὴ ζέ­στη τοῦ πρω­ι­νοῦ, καὶ οἱ λέ­ξεις χά­θη­καν, ἔ­γι­ναν ἀ­έ­ρας μπρο­στὰ στὰ μά­τια της.

        Τὸ δεύ­τε­ρο μή­νυ­μα ἔ­φτα­σε λί­γους μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα: «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια» – κι ἦ­ταν γραμ­μέ­νο μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸν εὐ­χά­ρι­στα στρογ­γυ­λε­μέ­νο γρα­φι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, ὅ­πως τὴν πρώ­τη φο­ρά. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ μά­γου­λό της στὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­να­ζη­τών­τας κά­ποι­ου εἴ­δους κρε­μα­στὴ πλατ­φόρ­μα, ἕ­να ἐ­λα­στι­κὸ σκοι­νί, σκα­λω­σι­ὲς ἢ ση­μά­δια ἀ­πὸ βεν­τοῦ­ζες, μὰ τὸ μό­νο ποὺ τῆς ἐ­πι­φύ­λα­ξε ἡ πρό­σο­ψη ἦ­ταν γυα­λὶ καὶ μέ­ταλ­λο.

        Τὸ τρί­το μή­νυ­μα ἐμ­φα­νί­στη­κε στὶς ἀρ­χὲς τοῦ ἑ­πό­με­νου χει­μώ­να· τὴν πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ στὴν πά­χνη πά­νω ἀ­π’ τὸν νε­ρο­χύ­τη, ὅ­σο ἐ­κεί­νη ἐ­πλέ­νε τὰ πιά­τα. Οἱ λέ­ξεις, ἴ­δι­ες κι ἀ­πα­ράλ­λα­χτες –«Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια»– πα­ρα­λί­γο νὰ δι­α­φύ­γουν τῆς προ­σο­χῆς της· ὁ γκρί­ζος οὐ­ρα­νὸς στὸ φόν­το εἶ­χε τὴ μαρ­μά­ρι­νη ἀ­πό­χρω­ση τοῦ πά­γου.

        Τὰ μη­νύ­μα­τα νού­με­ρο τέσ­σε­ρα, πέν­τε, ἕ­ξι καὶ ἑ­πτὰ κα­τέ­φθα­σαν ἕ­να ζε­στὸ Ἀ­πρι­λι­ά­τι­κο ἀ­πό­γευ­μα μὲ δι­α­φο­ρὰ λί­γων λε­πτῶν· ξε­θώ­ρια­ζαν, ἀν­τι­κα­θι­στών­τας τὸ ἕ­να τ’ ἄλ­λο, σὰν ρυθ­μι­κὴ ἀ­νά­σα: «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια». Εἶ­χε πλέ­ον με­τα­κο­μί­σει σ’ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα στὸν τρί­το ὄ­ρο­φο ἑ­νὸς κτι­ρί­ου δί­χως ἀ­σαν­σέρ, ποὺ κά­πο­τε χρη­σί­μευ­ε ὡς σχο­λεῖ­ο. Ὁ και­νούρ­γιος της φί­λος, ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος λό­γω τῆς ἀ­πό­στα­σης τῆς δου­λειᾶς του νὰ ξυ­πνᾶ μί­α ὥ­ρα νω­ρί­τε­ρα ἀ­πὸ κεί­νη, τῆς ἄ­φη­νε συ­χνὰ ση­μει­ώ­μα­τα, ἄλ­λο­τε στὸν πάγ­κο τῆς κου­ζί­νας κι ἄλ­λο­τε στὸν ἀ­σπρο­πί­να­κα, μὰ τὰ ὀρ­νι­θο­σκα­λί­σμα­τά του οὐ­δε­μί­α σχέ­ση εἶ­χαν μὲ τοῦ­τες τὶς δι­α­τυ­πώ­σεις, τό­σο ρευ­στὲς καὶ σκαν­τα­λι­ά­ρι­κες, ποὺ τὴν εἶ­χαν ἀ­κο­λου­θή­σει μὲς στὴν πό­λη. Δὲν ἦ­ταν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον, ἦ­ταν βέ­βαι­η.


Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται ἦ­ταν ὅ­τι τὰ μη­νύ­μα­τα θὰ τὴ συ­νό­δευ­αν σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή της. Ὅ­τι μέ­χρι καὶ τὴ μέ­ρα ποὺ θὰ πέ­θαι­νε, κά­ποι­ο φάν­τα­σμα, κά­ποι­ος θε­ός, κά­ποι­ος δαί­μο­νας ἴ­σως, δὲν θὰ ἔ­παυ­ε νὰ βρί­σκει τὰ πα­πού­τσια της ὡ­ραί­α. Κι ὅ­τι ἀ­κό­μα κι ἂν με­σο­λα­βοῦ­σαν ἕν­τε­κα σπί­τια καὶ δι­α­με­ρί­σμα­τα, ἑ­κα­τον­τά­δες ξε­νῶ­νες καὶ σου­ί­τες ξε­νο­δο­χεί­ων, ἑ­πτὰ φί­λοι, δύ­ο σύ­ζυ­γοι, καὶ πολ­λὰ τε­τρα­γω­νι­κὰ μέ­τρα τζά­μι, δὲν θὰ ἔ­νι­ω­θε πο­τὲ σί­γου­ρη γιὰ τὸ ἂν τὸ μή­νυ­μα εἶ­χε τὴ χροι­ὰ φι­λο­φρό­νη­σης ἢ προ­σβο­λῆς. Ἡ φρά­ση της θύ­μι­ζε κά­τι ἔμ­με­σα σχό­λια ποὺ κά­νουν τὰ κο­ρί­τσια στὴν ἐ­φη­βεί­α, ὅ­ταν πα­σπα­λί­ζουν τὶς μπη­χτές τους μὲ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη γλύ­κα γιὰ ν’ ἀ­κου­στοῦν σὰν κο­λα­κεῖ­ες. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ πή­γαι­νε νὰ ψω­νί­σει πα­πού­τσια, ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν τὸ ἴ­διο πράγ­μα: Μὰ τὰ βρί­σκει στ’ ἀ­λή­θεια ὡ­ραῖ­α;



Πη­γή: Kevin Brockmeier, The Ghost Variations: One Hundred Stories, New York, Pantheon Books, 2020. [Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πε­ρι­ο­δι­κὸ New Yorker, στὴ στή­λη Flash Fiction (2019)].

Κέ­βιν Μπροκ­μά­ι­ερ (Kevin Brockmeier) (Φλό­ριν­τα, 1972). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ἔ­χει γρά­ψει συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των The Ghost Variations, Things That Fall from the Sky, The View from the Seventh Layer, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα The Illumination, The Brief History of the Dead, The Truth About Celia καὶ παι­δι­κὰ βι­βλί­α City of Names, Grooves: A Kind of Mystery. Ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τρί­α βρα­βεῖ­α O. Henry. To ἔρ­γο του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ δε­κα­ε­πτὰ γλῶσ­σες. Ζεῖ στὸ Λι­τλ Ρὸκ τοῦ Ἄρ­καν­σο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.


Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis): Τί δύ­σκο­λη



Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis)


Τί δύ­σκο­λη

(How difficult)


ΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ἡ μη­τέ­ρα μου ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­μαι ἐ­γω­ί­στρια, ἀ­πρό­σε­κτη, ἀ­νεύ­θυ­νη, κλπ. Ἐ­κνευ­ρι­ζό­ταν συ­χνά. Ὅ­ταν δι­α­φω­νοῦ­σα, ἔ­φερ­νε τὰ χέ­ρια της πά­νω ἀ­π’ τὰ αὐ­τιά της. Ἔ­κα­νε ὅ,τι μπο­ροῦ­σε γιὰ νὰ μὲ ἀλ­λά­ξει, ἀλ­λὰ τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν κι ἐ­γὼ δὲν ἄλ­λα­ξα, κι ἂν ἄλ­λα­ξα, δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ‘μαι σί­γου­ρη ὅ­τι ἄλ­λα­ξα, ἀ­φοῦ δὲν ἦρ­θε πο­τὲ ἡ στιγ­μὴ ποὺ ἡ μη­τέ­ρα μου εἶ­πε «Δὲν εἶ­σαι πιὰ ἐ­γω­ί­στρια, ἀ­πρό­σε­κτη, ἀ­νεύ­θυ­νη, κλπ.». Τώ­ρα ἐ­γὼ εἶ­μαι αὐ­τὴ ποὺ λέ­ω στὸν ἑ­αυ­τό μου «Για­τί δὲν σκέ­φτε­σαι πρῶ­τα τοὺς ἄλ­λους, για­τί δὲν προ­σέ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρο, για­τί δὲν θυ­μᾶ­σαι τί πρέ­πει νὰ κά­νεις». Ἐ­κνευ­ρί­ζο­μαι. Συμ­πά­σχω μὲ τὴ μη­τέ­ρα μου. Τί δύ­σκο­λη ποὺ εἶ­μαι! Ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρῶ νὰ τῆς τὸ πῶ, για­τί τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ποὺ θέ­λω νὰ τὸ πῶ, εἶ­μαι κι ἐ­δῶ στὸ τη­λέ­φω­νο ποὺ με­σο­λα­βεῖ ἀ­νά­με­σά μας, ἀ­κού­ω, ἕ­τοι­μη νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στῶ τὸν ἑ­αυ­τό μου.



Πη­γή: Lydia Davis, The Collected Stories of Lydia Davis, New York, Farrar, Straus and Giroux, 2009 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Lydia Davis, Samuel Johnson is Indignant: Stories, Brooklyn, McSweeney’s Books, 2001].

Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis) (Νορ­θάμ­πτον Μα­σα­χου­σέ­της, 1947). Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρά­στρια, γνω­στὴ κυ­ρί­ως γιὰ τὰ πο­λὺ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τά της, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­νί­ο­τε δὲν ξε­περ­νοῦν τὶς τρεῖς προ­τά­σεις. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει Φλωμ­πέρ, Μπλαν­σῶ, Ζὰν Ζούβ, Φου­κῶ κ.α. Ἡ γαλ­λι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση τὴν ἔ­χει τι­μή­σει χρί­ζον­τάς την Ἱπ­πό­τη τῶν Τε­χνῶν καὶ τῶν Γραμ­μά­των. Τὸ 2003 ἔ­λα­βε τὸ βρα­βεῖ­ο Genius Grant τοῦ MacArthur Foundation, ἐ­νῶ τὸ 2013 ἦ­ταν ἡ νι­κή­τρια τοῦ The Man Booker International Prize. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν δι­η­γη­μά­των της (The Collected Stories of Lydia Davis).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.