Κώ­στας Μαυ­ρου­δῆς: Ἄτιτλο



Κώ­στας Μαυ­ρου­δῆς


Ἄ­τι­τλο


ΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ μά­ται­α —μι­σὸν αἰ­ώ­να πρίν—, νὰ ἀ­να­μορ­φώ­σω ἕ­να ἐ­ρω­τι­κὸ μο­νό­στι­χο. Ἀ­πό­λυ­τη ἀ­φλο­γι­στί­α: «Οἱ ἀ­πό­ψεις σου ἐμ­μέ­νουν στὴν καμ­πύ­λη». Ἐ­πα­νερ­χό­μουν κα­τὰ και­ρούς, ἀλ­λὰ χω­ρὶς ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὥ­σπου ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ ἐμ­πλέ­ξω ἕ­ναν συ­νο­μή­λι­κο Ἰ­τα­λὸ μὲ κοι­νὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα. Ἦ­ταν 16 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 1971. Μέ­ρα μὲ ρα­γδαί­α βρο­χή. Εἴ­χα­με γνω­ρι­στεῖ πρὶν δυ­ὸ μέ­ρες στὸ Youth-hostel τῆς Γέ­νο­βας καὶ κα­θί­σα­με μα­ζὶ γιὰ πρω­ϊνό. Πρό­θυ­μος, ἔ­τρω­γε καὶ ἐ­ξέ­τα­ζε τὴ φρά­ση, σκε­πτό­ταν κοι­τά­ζον­τας τοὺς θα­μῶ­νες, καὶ πά­λι ἔ­σκυ­βε στὸ ἀ­δρα­νὲς νό­η­μα. «Inverti!» εἶ­πε ξαφ­νι­κά, μὲ βε­βαι­ό­τη­τα ἐ­πι­με­λη­τή («Νὰ ἀν­τι­στρέ­ψεις!»). «Ἡ καμ­πύ­λη ἐμ­μέ­νει στὶς ἀ­πό­ψεις σου». Ὁ νε­ό­τευ­κτος στί­χος πῆ­ρε τὴ θέ­ση του στὴν πρώ­τη συλ­λο­γή μου κι ἐ­κεῖ βρί­σκε­ται ἀ­κό­μα. Ὁ ἀ­φο­ρι­σμός, ὁ στί­χος, ἡ φρά­ση-ἀ­στρα­πή, πο­λὺ συ­χνά —γιὰ νὰ μὴν πῶ κα­τὰ κα­νό­να—, ἀ­πο­κτοῦν νό­η­μα ἢ ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­ται μὲ μιὰ μι­κρὴ κί­νη­ση. «Με­τα­κι­νών­τας ἕ­ναν προ­βο­λέ­α καὶ ἀ­νά­βον­τας ἕ­ναν ἄλ­λον, μπο­ρεῖ νὰ ἀλ­λά­ξει ὄ­χι μό­νο τὸ σα­σπὲνς ἀλ­λὰ καὶ τὸ νό­η­μα ποὺ εἶ­χε δώ­σει τὸ φῶς», ἐ­ξη­γοῦ­σε κά­πο­τε ἕ­νας κι­νη­μα­το­γρα­φι­στής. Δι­α­θέ­τω ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα γιὰ τὴ μα­γι­κὴ κί­νη­ση, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει κά­τι πο­λὺ πρό­σφα­το: Ἕ­νας πα­λαι­ο­βι­βλι­ο­πώ­λης, ἀ­γο­ρά­ζον­τας με­τὰ θά­να­τον ὁ­λό­κλη­ρη τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ κρι­τι­κοῦ Γ., βρῆ­κε ἑ­κα­τον­τά­δες βι­βλί­α μὲ θερ­μὲς ἀ­φι­ε­ρώ­σεις τῶν συγ­γρα­φέ­ων. «Ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια μου ἡ προ­τε­λευ­ταί­α συλ­λο­γή σας ἀ­π’ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ ἀ­εί­μνη­στου Γ.», πλη­ρο­φό­ρη­σε ἕ­ναν γνω­στό του ποι­η­τή (κα­τὰ κό­σμον συν­τα­ξι­οῦ­χο για­τρό). «Του­λά­χι­στον εἶ­χε κό­ψει τὰ φύλ­λα;», ρώ­τη­σε ἀ­μέ­σως ἐ­κεῖ­νος, μὲ τὴν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα τῶν συγ­γρα­φέ­ων ποὺ δὲν ἔ­χουν προ­σε­χτεῖ ὅ­πως ἤ­θε­λαν. Ἡ ἐ­πι­φύ­λα­ξή του, ὄν­τως, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­κε, ὅ­ταν πέ­ρα­σε καὶ τὸ πα­ρέ­λα­βε ἀ­π’ τὸ μι­κρὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο τῆς ὁ­δοῦ Κύ­πρου.

       Ἂν ὁ πα­λαι­ο­βι­βλι­ο­πώ­λης εἶ­χε σκη­νο­θε­τή­σει δι­α­φο­ρε­τι­κὰ τὴ στά­ση τοῦ κρι­τι­κοῦ, ἂν σκε­πτό­ταν δη­λα­δὴ νὰ τὸν «κα­λύ­ψει», θὰ εἴ­χα­με ὄ­χι μό­νο ἄλ­λη ἐ­ξέ­λι­ξη, ἀλ­λὰ τὴν ὕ­λη ἑ­νὸς ἀ­φη­γή­μα­τος ἐκ τοῦ φυ­σι­κοῦ, μιὰν ἀ­ξι­ο­σύ­στα­τη «ἠ­θι­κὴ ἱ­στο­ρί­α». Τὴν ξα­να­γρά­φω: «Ἕ­νας πα­λαι­ο­βι­βλι­ο­πώ­λης, ἀ­γο­ρά­ζον­τας, με­τὰ θά­να­τον, ὁ­λό­κλη­ρη τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ κρι­τι­κοῦ Γ., βρῆ­κε ἑ­κα­τον­τά­δες βι­βλί­α μὲ θερ­μὲς ἀ­φι­ε­ρώ­σεις τῶν συγ­γρα­φέ­ων. “Ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια μου ἡ προ­τε­λευ­ταί­α συλ­λο­γή σας ἀ­π’ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ ἀ­εί­μνη­στου Γ.”, πλη­ρο­φό­ρη­σε ἕ­ναν γνω­στό του ποι­η­τή (κα­τὰ κό­σμον συν­τα­ξι­οῦ­χο για­τρό). “Του­λά­χι­στον εἶ­χε κό­ψει τὰ φύλ­λα;” ρώ­τη­σε ἐ­κεῖ­νος, μὲ τὴν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα τῶν συγ­γρα­φέ­ων ποὺ δὲν ἔ­χουν προ­σε­χτεῖ ὅ­πως ἤ­θε­λαν. Πέ­ρα­σε καὶ τὸ πα­ρέ­λα­βε ἀ­π’ τὸ μι­κρὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο τῆς ὁ­δοῦ Κύ­πρου. Ἡ ἐ­πι­φύ­λα­ξή του θὰ ἐ­πι­βε­βαι­ω­νό­ταν, ἂν ἐν­τω­με­τα­ξὺ ὁ εὐ­γε­νὴς πα­λαι­ο­βι­βλι­ο­πώ­λης δὲν εἶ­χε πα­ρέμ­βει μὲ τὸν χαρ­το­κό­πτη του. Ὄ­χι μό­νο ἔ­κο­ψε ὅ­λα τὰ φύλ­λα καὶ ἀ­φαί­ρε­σε τὸ χνού­δι ἀ­π’ τὶς ἄ­κρες, ἀλ­λὰ ὑ­πο­γράμ­μι­σε ἀρ­κε­τοὺς στί­χους. Ἐ­πι­πλέ­ον, στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ πε­ρι­θώ­ριο τῆς σε­λί­δας 22 ἔ­γρα­ψε τὴ λέ­ξη “Σπου­δαῖ­ο”, προ­σθέ­τον­τας, με­τὰ ἀ­πὸ σύν­το­μη σκέ­ψη, καὶ ἕ­να θαυ­μα­στι­κό».



Πη­γή: Μι­κρο­κύ­μα­τα. 99+1 μι­κρο-δι­η­γή­μα­τα με­λῶν τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, ἔκδ. Ἡ Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν, 04-06.01.2019.

Κώ­στας Μαυ­ρου­δῆς (Τῆ­νος, 1948). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Λό­γοι δύο (Τράμ, 1973), τὴν ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σαν τὰ ποι­η­τι­κὰ βι­βλί­α: Ποί­η­ση (Ἐ­γνα­τία, 1977), Τὸ δά­νει­ο τοῦ χρό­νου (Κέ­δρος, 1990) καὶ ἡ συλ­λο­γὴ ἡ­με­ρο­λο­για­κῶν ση­μει­ώ­σε­ων (ἢ πε­ζῶν ποι­η­μά­των) Μὲ εἰ­σι­τή­ριο ἐ­πι­στρο­φῆς: ση­μει­ώ­σεις 1976-81 (Ἑ­στί­α, 1983), κ.ἄ. Ἀ­πὸ τὸ 1978 ἐκ­δί­δει ἀ­νελ­λι­πῶς τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Τὸ Δέν­τρο.


			

Κώστας Μαυρουδῆς: Ὁ Σεζάρ

 

 

Κώστας Μαυρουδῆς

 

Ὁ Σεζάρ

 

ΑΞΙΔΕΨΑ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸ Πα­ρί­σι μὲ τὸ φρον­τι­στή­ριο τῶν γαλ­λι­κῶν. Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1972. Γιὰ τί­πο­τε ἔ­κτο­τε δὲν προ­ε­τοι­μά­στη­κα ἔ­τσι. Ἑ­κα­το­δόλ­λα­ρα στὴν ὀ­δον­τό­πα­στα, στὰ σάν­του­ιτς, σὲ κολ­λημ­μέ­νες σε­λί­δες τοῦ Ζορ­μπᾶ. Θε­α­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι τεσ­σά­ρων ὡ­ρῶν. Νύ­χτω­σε λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἄ­φι­ξη. Πρό­λα­βα νὰ δῶ μὲ φῶς, ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ Πα­ρί­σι, ἕ­να τε­ρά­στιο δά­σος. Εἶ­χε δι­α­δε­χτεῖ τοὺς ἄ­πει­ρους ὀρ­θο­γώ­νιους ἀ­γροὺς τῆς ἐ­παρ­χί­ας, ποὺ ἐ­ναλ­λάσ­σον­ταν σὲ ὅ­λους τοὺς γή­ι­νους τό­νους, ἀ­πὸ τὸ σκοῦ­ρο μπὲζ μέ­χρι τὸ σκο­τει­νὸ κα­φέ. Μεί­να­με στὴ Ρα­σπά­ιγ. Ἔ­μα­θα γρή­γο­ρα τὸ Με­τρό. Ἀ­πί­στευ­τη ἡ ἀν­το­χή μου νὰ βα­δί­ζω, νὰ στέ­κο­μαι ὄρ­θιος, νὰ κοι­τά­ζω. Λοῦ­βρο, Πάν­θε­ον, Καρ­τι­ὲ Λα­τέν. Τὴ δεύ­τε­ρη μέ­ρα Ἐ­θνο­λο­γι­κὸ Μου­σεῖ­ο, Ἄι­φελ, Σὰ­κρ Κέρ. Τὴν τρί­τη, τά­φος τοῦ Βο­να­πάρ­τη, Μου­σεῖ­ο Ρον­τέν, καὶ στὴ συ­νέ­χεια ὁ Βο­τα­νι­κὸς κῆ­πος μὲ τὸ ζω­ο­λο­γι­κό του τμῆ­μα ποὺ μὲ ἐν­θου­σί­α­σε. Τὸ βρά­δυ, μὲ τὸν ἀ­ρι­στοῦ­χο τῆς τά­ξε­ως, ἀ­νη­φο­ρί­σα­με ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὴν Κον­κὸρντ τὸ δε­ξὶ πε­ζο­δρό­μιο τῆς Σὰνζ Ἐ­λι­ζέ, κα­τά­με­στης καὶ πάν­φω­της γιὰ τὶς γι­ορ­τές. Οἱ κι­νη­μα­το­γρά­φοι εἶ­χαν οὐ­ρὲς στὴν εἴ­σο­δο. Βλέ­πα­με ἀ­χόρ­τα­γοι στὶς ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­ες τῶν αὐ­το­κι­νή­των τὰ μον­τέ­λα τοῦ ’73, τοὺς χι­λιά­δες πε­ρα­στι­κούς, τὰ κο­ρί­τσια μὲ γάν­τια, σκού­φους μέ­χρι τὰ μά­τια καὶ κόκ­κι­νες μύ­τες, νὰ μι­λοῦν μὲ συν­νε­φά­κια γύ­ρω ἀ­π’ τὶς πα­γω­μέ­νες φρά­σεις τους. Μα­γε­μέ­νοι. Ὁ φί­λος μου ἔ­φυ­γε στὶς πεν­τέ­μι­ση. Χω­ρί­σα­με στὴν εἴ­σο­δο τοῦ με­γά­λου Πρι­ζου­νὶκ ποὺ ἔ­στελ­νε τὴ μου­σι­κή του μέ­χρι τὸ πε­ζο­δρό­μιο. Νὰ μπῶ καὶ νὰ θαυ­μά­σω τὰ ρά­φια ἢ νὰ προ­τι­μή­σω τοὺς δρό­μους; Δὲν πρό­λα­βα νὰ ἀ­πο­φα­σί­σω. Ἡ γυ­ναί­κα ποὺ στα­μά­τη­σε μπρο­στά μου θὰ μοῦ ἄ­φη­νε γιὰ 3 λε­πτὰ τὸ σκύ­λο της, ὥ­σπου νὰ κα­τέ­βει στὸ ὑ­πό­γει­ο τοῦ κα­τα­στή­μα­τος. Δέ­χτη­κα, ἐ­νῶ ἦ­ταν ἁ­πλὸ νὰ ἀρ­νη­θῶ («Μὲ πε­ρι­μέ­νουν», «ἔ­χω ἀλ­λερ­γί­α», «ξέ­ρε­τε, μό­λις ἔ­φευ­γα», «πά­σχω ἀ­πὸ κυ­νο­φο­βί­α» κλπ). Ἔ­μει­να ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα ἐ­ξην­τα­τρί­α λε­πτά. Πρέ­πει νὰ βγῆ­κε ἀ­πὸ ἄλ­λη εἴ­σο­δο. Μοῦ ἀ­νῆ­κε πιὰ ἕ­να ψη­λὸ Κα­νὶς Ρουα­γιάλ, ἤ­ρε­μο καὶ ὑ­πά­κου­ο, σγου­ρό­μαλ­λο σὰν πρό­βα­το, μὲ ἕ­να σα­κου­λά­κι στὸ πε­ρι­λαί­μιο, δυσ­δι­ά­κρι­το στὸ πυ­κνὸ τρί­χω­μα. Τὸ σύν­το­μο ση­μεί­ω­μα πρό­δι­δε δι­α­τα­ρα­χή: «Δὲν ἔ­χω ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γή! Ἀρ­κε­στεῖ­τε σ’ αὐ­τό, svp.» Τὸ ξα­νά­βα­λα στὴ θέ­ση του. Θὰ αὐ­το­κτο­νοῦ­σε; Θὰ πα­ρα­δι­δό­ταν με­τὰ ἀ­πὸ ἔγ­κλη­μα; Θὰ ἄλ­λα­ζε ἤ­πει­ρο; «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ…», ἀ­πευ­θύν­θη­κα σὲ ἕ­ναν ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο σα­ραν­τά­ρη μὲ βαμ­μέ­να μαλ­λιά, γού­να μὲ σκοῦ­φο Ζι­βάγ­κο καὶ μπό­τες ἱπ­πα­σί­ας. Δυ­ὸ μέ­τρα ἀ­πὸ μέ­να, στὸ πιὸ φαρ­δὺ πε­ζο­δρό­μιο ποὺ εἶ­χα δεῖ ἢ εἶ­χα φαν­τα­στεῖ πο­τέ, μι­λοῦ­σε μὲ κά­ποι­ον ἱ­σπα­νι­κά, ρί­χνον­τάς μου συ­νε­χῶς πλά­γι­ες μα­τι­ές. «Τὸν λέ­νε Σε­ζάρ», εἶ­πα, δεί­χνον­τας τὴν ταυ­τό­τη­τα στὸ πε­ρι­λαί­μιο. «Ἐ­πι­στρέ­φω ἀ­μέ­σως.» Μὲ κί­νη­ση Μπου­ο­να­ρό­τι, ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι του στὸ δι­κό μου καὶ πῆ­ρε τὸ δερ­μά­τι­νο λου­ρί.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Τὸ μι­κρο­α­φή­γη­μα αὐ­τὸ ἀ­νή­κει σὲ μιὰ ἑ­νό­τη­τα 60 ὁ­μό­θε­μων κει­μέ­νων μὲ τί­τλο Ἡ ἀ­θα­να­σί­α τῶν σκύ­λων.

 

Κώ­στας Μαυ­ρου­δῆς (Τῆ­νος, 1948). Ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Λό­γοι δύ­ο (1973). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο Στε­νο­γρα­φί­α (2006). Ἀ­πὸ τὸ 1978 ἐκ­δί­δει ἀ­νελ­λι­πῶς τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Τὸ Δέν­τρο.

 

Κώστας Μαυρουδῆς: [Ἔχουν περάσει δεκαετίες…]

 

 

Κώ­στας Μαυ­ρου­δῆς

 

[Ἔ­χουν πε­ρά­σει δε­κα­ε­τί­ες…]

 

­ΧΟΥΝ ΠΕ­ΡΑ­ΣΕΙ ΔΕ­ΚΑ­Ε­ΤΙ­ΕΣ ἀ­φό­του εἶ­δα τὸ ντο­κι­μαν­τὲρ τοῦ Βέρ­νερ Χέρ­τζοκ «Στὴ χώ­ρα τῆς σι­ω­πῆς καὶ τοῦ σκό­τους». Οἱ τρό­φι­μοι ἑ­νὸς ἱ­δρύ­μα­τος τυ­φλῶν καὶ κω­φα­λά­λων πε­τοῦ­σαν πά­νω ἀ­π’ τὶς Ἄλ­πεις. Ἕ­νας συ­νο­δός τους πε­ρι­έ­γρα­φε τὴν εἰ­κό­να τοῦ βου­νοῦ μὲ τὸ τυ­φλὸ ἀλ­φά­βη­το (ση­μεῖ­α-ἀγ­γίγ­μα­τα στὴν πα­λά­μη). Ὁ κα­θέ­νας με­τέ­δι­δε τὸ το­πί­ο στὸ δι­πλα­νό του, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο. Τὸ θυ­μή­θη­κα ἕ­να πο­λὺ ζε­στὸ με­ση­μέ­ρι στὸ κέν­τρο τοῦ Ρί­μι­νι, στὸ στε­νὸ δρό­μο ποὺ ὁ­δη­γεῖ ἀ­πὸ τὴν πλα­τεί­α τῶν Τρι­ῶν Μαρ­τύ­ρων στὴν Ἁ­ψί­δα τοῦ Αὐ­γού­στου. Δέ­κα νέ­οι, τυ­φλοὶ καὶ τῶν δύο φύ­λων, περ­πα­τοῦ­σαν πί­σω μου. Πι­θα­νὸν ἦ­ταν ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς πε­ρί­πα­τος, για­τὶ ἄ­κου­σα νὰ ζη­τοῦν ἀ­πὸ κά­ποι­ον νὰ ἀγ­γί­ξει τὸ πρῶ­το πράγ­μα ποὺ θὰ εὕ­ρι­σκε μπρο­στά του καὶ νὰ τὸ πε­ρι­γρά­ψει στοὺς ἄλ­λους. Ἐ­κεῖ­νος στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ σὲ ἕ­να κυρ­τό, μὲ πλού­σια δι­α­κό­σμη­ση, κιγ­κλί­δω­μα πα­ρα­θύ­ρου. Ἄρ­χι­σε νὰ μι­λᾶ γιὰ τὰ σχή­μα­τα ποὺ ἄγ­γι­ζε. Εἶ­χε συ­ναν­τή­σει κι ἄλ­λη φο­ρά, εἶ­πε, τό­σο κομ­ψὰ μο­τί­βα. Ἀ­πὸ τὴν πα­ρέ­α τοῦ δι­πλα­νοῦ κα­φε­νεί­ου εἶ­δα ἕ­ναν σκύ­λο ποὺ ἀ­πο­σπά­στη­κε καὶ τὸν πλη­σί­α­σε, ἐ­νῶ ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ­νος ψη­λα­φοῦ­σε. Ἄρ­χι­σε νὰ μυ­ρί­ζει τὰ πα­πού­τσια καὶ τὸ παν­τε­λό­νι του. Ὁ τυ­φλός, σκύ­βον­τας λί­γο, τὸν χά­ι­δε­ψε ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι μέ­χρι τὴν οὐ­ρά, ποὺ κου­νι­ό­ταν φι­λι­κά. «Ἕ­να κα­νε­λὶ Λαμ­πραν­τόρ», δή­λω­σε μὲ βε­βαι­ό­τη­τα. Δὲν ἀ­πευ­θυ­νό­ταν τό­σο στοὺς ἄλ­λους ὅ­σο στὴν ἀ­δι­α­κρι­σί­α τοῦ κα­τα­σκό­που, ποὺ εἶ­χε μεί­νει ἄ­ναυ­δος μ’ αὐ­τὸ ποὺ ἄ­κου­σε. «Πῶς σοῦ φαί­νε­ται, πε­ρί­ερ­γε», σὰν νὰ τοῦ ἔ­λε­γε, «ποὺ τὸ ἄ­τυ­πο μά­τι τῆς ἁ­φῆς ἔ­χει τὴν ἴ­δια βε­βαι­ό­τη­τα μὲ τὴν ὅ­ρα­σή σου;».

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ τὴ ­σει­ρὰ Ἀ­φη­γή­μα­τα μὲ σκύ­λους.

 

Κώ­στας Μαυ­ρου­δῆς (Τῆ­νος, 1948). Ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Λό­γοι δύο (1973). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο Στε­νο­γρα­φί­α (2006). Ἀ­πὸ τὸ 1978 ἐκ­δί­δει ἀ­νελ­λι­πῶς τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Τὸ Δέν­τρο.