Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη: Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη

 

Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ δύ­σκο­λα. Ὁ δι­κη­γό­ρος εἶ­πε ὅ­τι ἂν δὲν κα­τα­φέ­ρουν νὰ μποῦ­νε στὸ νό­μο Κα­τσέ­λη, οἱ τρά­πε­ζες θὰ εἶ­ναι μὲ λυ­μέ­να τὰ χέ­ρια. Θὰ βγά­λουν τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο σὲ πλει­στη­ρια­σμό. Στὰ νύ­χια στέ­κον­ται. Ἂν τὰ χρέ­η εἶ­χαν πρω­το­εμ­φα­νι­στεῖ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν μνη­μο­νί­ων, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος γύ­ρι­σε ἀ­νά­πο­δα τό­τε. Ἀλ­λὰ ἐ­δῶ τὰ χρέ­η ξε­κί­νη­σαν τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ δέ­να­νε τὰ σκυ­λιὰ μὲ τὰ λου­κά­νι­κα, ὁ­πό­τε κλά­φ’­τα.

        «Ἐν­τά­ξει ρὲ Θέ­μη, πὲς ὅ­τι δὲν ἔ­κα­να κα­λὴ δι­α­χεί­ρι­ση. Πρέ­πει νὰ τὰ χά­σω ὅ­λα; Ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα χρω­στά­ει, μό­νο ἐ­γὼ εἶ­μαι;»

       «Ἠ­λί­α, δὲν ἔ­χει ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα ξε­νο­δο­χεῖ­ο στὴ Σαν­το­ρί­νη. Ἐ­γὼ θὰ κά­νω ὅ,τι μπο­ρῶ, ἀλ­λὰ ὁ δι­κα­στὴς δὲν εἶ­ναι χα­ζός».

        «Φέ­τος τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο θὰ δου­λέ­ψει. Θὰ δου­λέ­ψει κα­λά. Ἔ­φε­ρα hotel manager ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χω ξε­κι­νή­σει καὶ σὲ ψυ­χί­α­τρο στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο. Θὰ βά­λω ἕ­να τέ­λος στὴν κα­τρα­κύ­λα. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, βο­ή­θη­σέ με νὰ τὸ σώ­σου­με».

        Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­γό­ρα­σε τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο πρὶν 20 χρό­νια. Τὴ χρο­νιὰ ποὺ γνώ­ρι­σε τὴ Βα­σι­λι­κή. Πού­λη­σε τὸ ἀρ­γυ­ρο­χο­εῖ­ο ποὺ τοῦ ἄ­φη­σε ὁ πα­τέ­ρας του στὰ Γι­άν­νε­να καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ νη­σὶ ὅ­που γνω­ρί­στη­καν καὶ ἐ­ρω­τεύ­τη­καν. Ἔ­κα­ναν τέσ­σε­ρα ἀ­γό­ρια. Τὸ ἕ­να πί­σω ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο. Ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶ­χε ἀ­δέρ­φια καὶ ἤ­θε­λε με­γά­λη οἰ­κο­γέ­νεια.

      Τὸν πρῶ­το και­ρὸ ζοῦ­σαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Στὸ πρῶ­το τη­λε­φώ­νη­μα ἀ­πὸ τὴν εἰ­σπρα­κτι­κή, ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἦ­ταν βέ­βαι­η ὅ­τι κά­ποι­ο λά­θος εἶ­χε γί­νει. Ὅ­ταν πῆ­γε στὴν τρά­πε­ζα νὰ ση­κώ­σει χρή­μα­τα καὶ εἶ­δε ὅ­τι ὁ κοι­νός τους λο­γα­ρια­σμὸς ἦ­ταν ἄ­δει­ος, ἔ­χα­σε τὴ γῆ κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Πῆ­γε στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο καὶ χί­μη­ξε κα­τὰ πά­νω του μπρο­στὰ στοὺς πε­λά­τες. «Ἀ­λι­τή­ρι­ε, δὲν σκέ­φτη­κες τὰ παι­διά σου». Τὸν ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι θὰ τὰ πά­ρει καὶ θὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Τὴν ἄ­κου­σαν ὅ­λα τὰ Φη­ρά.

        Τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἔμ­πλε­ξε μὲ πα­ρέ­α. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­παι­ζαν μιὰ στὸ τό­σο. Ὅ­μως ἐ­πί­α­νε χαρ­τιὰ στὸ χέ­ρι καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ἕ­να ἀ­κα­τα­μά­χη­το γαρ­γα­λη­τὸ στὰ σω­θι­κά του. Ἔ­χα­νε καὶ ξα­να­έ­χα­νε καὶ συ­νέ­χι­ζε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ση­κω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι για­τί ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ θὰ κερ­δί­σει. Τε­λι­κὰ ση­κω­νό­ταν κα­τα­χρε­ω­μέ­νος. Εἶ­χε πά­ρει τρί­α δά­νεια γιὰ ἐ­πι­σκευ­ὲς καὶ ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. Ὅ­λα φα­γω­μέ­να στὰ χαρ­τιά.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ τε­λι­κὰ δὲν ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ποῦ νὰ πά­ει μὲ τέσ­σε­ρα παι­διὰ χω­ρὶς δε­κά­ρα; Συ­νέ­χι­σαν νὰ ζοῦν σὰν ξέ­νοι κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια στέ­γη. Τὸν τι­μω­ροῦ­σε μὲ τὴ σι­ω­πὴ της σκά­βον­τας ὅ­λο καὶ πιὸ βα­θιὰ τὴν τά­φρο τοῦ χω­ρι­σμοῦ τους.

        Ὁ δι­κη­γό­ρος τοῦ ἔ­δω­σε ραν­τε­βοὺ γιὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη στὶς ὀ­κτώ­μι­ση ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ εἰ­ρη­νο­δι­κεῖ­ο. Τοῦ εἶ­πε νὰ ξυ­ρι­στεῖ καὶ νὰ φο­ρέ­σει κο­στού­μι. Ἂν οἱ ἐ­ρω­τή­σεις τῶν δι­κη­γό­ρων τῆς τρά­πε­ζας τὸν ζο­ρί­σουν, νὰ κοι­τά­ζει στὰ μά­τια τὸν δι­κα­στὴ καὶ ὄ­χι αὐ­τούς.

        Ὁ Ἠ­λί­ας κα­τη­φό­ρι­σε πρὸς τὸ σπί­τι. Εἶ­δε στὸ δρό­μο ἕ­να ζευ­γά­ρι Κι­νέ­ζων, νε­ό­νυμ­φοι, νὰ φω­το­γρα­φί­ζον­ται μὲ θέ­α τὴν Καλ­ντέ­ρα. Θυ­μή­θη­κε τὸ τα­ξί­δι τοῦ μέ­λι­τος μὲ τὴ Βα­σι­λι­κή. Πό­σο τὴ λά­τρευ­ε. Πό­σα ἀ­πὸ ὅ­σα τῆς ὑ­πο­σχέ­θη­κε μπό­ρε­σε τε­λι­κὰ νὰ τῆς δώ­σει; Ἔ­πει­τα συλ­λο­γί­στη­κε τὰ ἀ­γό­ρια του. Ὁ με­γά­λος τέ­λει­ω­νε φέ­τος τὸ λύ­κει­ο. Τί μέλ­λον μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει; Μέλ­λον ὑ­πο­θη­κευ­μέ­νο ὅ­πως τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο.

        Ἔ­φτα­σε σπί­τι. Ἡ Βα­σι­λι­κὴ κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας καὶ ἔ­τρω­γε μό­νη.

        «Τὰ παι­διὰ εἶ­ναι ἔ­ξω;»

        Δὲν πῆ­ρε ἀ­πάν­τη­ση. Πῆ­γε καὶ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τί της στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Βα­σι­λι­κή, θέ­λω νὰ σοῦ ζη­τή­σω μιὰ χά­ρη. Αὔ­ριο εἶ­ναι τὸ δι­κα­στή­ριο. Αὔ­ριο στὶς ἐν­νιά το πρω­ί. Μπο­ρεῖς νὰ ἔρ­θεις μα­ζί μου σὲ πα­ρα­κα­λῶ;» εἶ­πε χα­μη­λό­φω­να.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἄ­φη­σε τὸ κου­τά­λι. Ἔ­βα­λε τὶς πα­λά­μες ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Τί μὲ θές, Ἠ­λί­α; Νὰ φα­νοῦ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε ζευ­γά­ρι; Νὰ μοι­ρα­στοῦ­με τὴν ντρο­πὴ πού ἔ­φε­ρες στὸ σπί­τι μας; Τί μὲ θὲς ἐ­μέ­να, μοῦ λές;»

        Ὁ Ἠ­λί­ας χα­μή­λω­σε τὸ βλέμ­μα. Κόμ­πια­σε. Ἅ­πλω­σε τὸ δε­ξὶ χέ­ρι καὶ τὴν ἐ­πί­α­σε ἀ­πὸ τὸν καρ­πό. Τὴν ἔσφι­ξε.

        «Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι, Βα­σι­λι­κή. Χω­ρὶς ἐ­σέ­να φο­βᾶ­μαι θὰ δι­α­λυ­θῶ. Στε­νεύ­ει ὁ κό­σμος καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ πά­ρω ἀ­νά­σα. Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι».

        Τὸν κοί­τα­ξε γιὰ λί­γο.

        «Ἠ­λί­α, βγά­λ’ τὰ πέ­ρα μό­νος σου». Ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να.

        Ὁ Ἠ­λί­ας ξά­πλω­σε στὸν κα­να­πέ, ὅ­πως κά­θε βρά­δυ. Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε τὰ ξη­με­ρώ­μα­τα. Ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ ξυ­πνη­τή­ρι, ἔ­βλε­πε στὸν ὕ­πνο του ὅ­τι ἦ­ταν παι­δά­κι καὶ βρι­σκό­ταν στὴν αὐ­λὴ τοῦ πα­τρι­κοῦ του στὰ Γι­άν­νε­να, μὲ τὴ μά­να του νὰ τὸν μα­λώ­νει για­τί ἔ­κο­βε τὰ ἄν­θη ἀ­πὸ τὶς τρι­αν­τα­φυλ­λι­ὲς τοῦ κή­που.

        Ξύ­πνη­σε ἀ­λα­φι­α­σμέ­νος. Ἔ­ρι­ξε νε­ρὸ στὸ πρό­σω­πό του καὶ ντύ­θη­κε ἄ­ρον ἄ­ρον. Πῆ­γε στὴν κου­ζί­να νὰ πά­ρει τὸ χά­πι γιὰ τὴν πί­ε­ση. Βρῆ­κε τὴ Βα­σι­λι­κὴ νὰ κά­θε­ται στὸ τρα­πέ­ζι. Μό­λις τὸν εἶ­δε, ση­κώ­θη­κε.

        «Πᾶ­με;» τοῦ εἶ­πε.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη (Πρέ­βε­ζα, 1983). Ἀ­πό­φοι­τη Νο­μι­κῆς Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης.


Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος: Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος


Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


 ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ἄλ­λος ἕ­νας ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο. Φύ­ση καλ­λι­τε­χνι­κή, ἔ­φτια­χνε πε­ρί­τε­χνες ἀν­θο­δέ­σμες γά­μου καὶ στό­λι­ζε τὸν ἐ­πι­τά­φιο θε­ά­ρε­στα. Τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του ἔπια­νε τὰ μο­λύ­βια καὶ σχε­δί­α­ζε ἀν­θρώ­πους ἢ ἀν­τι­κεί­με­να. Μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­ση­κώ­σει μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­ποι­α εἰ­κό­να ἔ­βλε­πε.

        Αὐ­τὸς ἦ­ταν ποὺ –τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ ἑ­νὸς κει­μέ­νου ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ σχέ­δια– ζω­γρά­φι­ζε στὰ μα­θη­τι­κὰ τε­τρά­δια σχο­λι­α­ρό­παι­δων συγ­γε­νῶν του, ἀ­φοῦ, ἀ­νύ­παν­τρος, δὲν εἶ­χε παι­διὰ δι­κά του. Οἱ δά­σκα­λοι, κα­τα­λα­βαί­νον­τας, ἀ­σφα­λῶς, πὼς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­παν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μα­θη­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α, τὸ πα­ρά­βλε­παν. Τὰ σχέ­δια τοῦ Τα­ξιά­ρχη ἦ­ταν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν. Ἕ­νας δά­σκα­λος, μά­λι­στα, εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο νὰ βαθ­μο­λο­γή­σει μὲ ἄ­ρι­στα καὶ τὴν εἰ­κό­να!

        Στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο, στὴν πλα­τεί­α Δα­βά­κη, ἦ­ταν πε­ρι­ζή­τη­τος. Τὸν Τα­ξιά­ρχη γύ­ρευ­αν οἱ πε­λά­τες γιὰ τὶς χα­ρὲς ἢ τὶς λύ­πες τους. Αὐ­τὸν ἤ­θε­λαν νὰ στο­λί­ζει τὴν ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴ γα­μή­λια τε­λε­τή, καὶ τὰ στε­φά­νια του ξε­χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὶς μοι­ραῖ­ες ἀ­πο­δη­μί­ες. Τό­τε τὰ ἄν­θη μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.

        Κά­πο­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης ὑ­πῆρ­ξε ἄν­θρω­πος εὔ­θυ­μος καὶ πρό­σχα­ρος· ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­χε τὴν ἀ­ρε­τὴ νὰ με­τα­δί­δει τὴν εὐ­δι­α­θε­σί­α καὶ στὴν πα­ρέ­α του. Σή­με­ρα ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­γέ­λα­στος, μο­να­χι­κός. Μιὰ χρό­νια ψυ­χι­κὴ νό­σος, συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, τὸν εἶ­χε κά­νει λι­γο­μί­λη­το. Σχε­δὸν ἀ­μί­λη­το. Ἔ­κα­νε τὸ ὀ­κτά­ω­ρό του στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ὧ­ρες τὶς περ­νοῦ­σε στὸ σπί­τι. Δὲν ἔ­βγαι­νε πο­τέ, μό­νο κά­πνι­ζε τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο.

        Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε στὴν Κα­το­χή. Τό­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης δού­λευ­ε σ’ ἕ­να ἀν­θο­πω­λεῖ­ο στὰ Ἀ­νά­κτο­ρα. Ὁ Σπή­λιος, ἰ­δι­ο­κτή­της γει­το­νι­κοῦ μα­γα­ζιοῦ, τὸν φθο­νοῦ­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χω­νέ­ψει τὸ χά­ρι­σμα τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ὁ Σπή­λιος κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲν εἶ­χαν ἔρ­θει στὸ φῶς πο­τὲ οἱ δο­σο­λη­ψί­ες ποὺ ἔ­κα­νε στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­σπα­γε τὸ κε­φά­λι του τί νὰ κά­νει ὥ­στε νὰ χαν­τα­κώ­σει τὸν Τα­ξιά­ρχη ὁ­ρι­στι­κά. Σκε­φτό­ταν τὸ ἕ­να, σκε­φτό­ταν τὸ ἄλ­λο, τί­πο­τε δὲν τοῦ φαι­νό­ταν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ὥ­σπου τὸ βρῆ­κε. Κα­τέ­δω­σε τὸν Τα­ξιά­ρχη ὅ­τι τά­χα πού­λη­σε τὴ Λά­ρι­σα στοὺς Ἐ­λα­σί­τες. Τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο ἦ­ταν εὔ­κο­λες τέ­τοι­ες συ­κο­φαν­τί­ες κι ὁ Σπή­λιος ἤ­ξε­ρε κα­λὰ ἀ­π’ αὐ­τά.

        Τὰ βα­σα­νι­στή­ρια κα­τέ­στρε­ψαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ἔ­χα­σε τὴ δου­λειά του, ἀλ­λὰ ὅ­ταν πέ­ρα­σε ἡ φουρ­τού­να δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κε νὰ βρεῖ ἄλ­λη. Ἐν­τού­τοις ἡ δει­νό­τη­τά του δὲν χά­θη­κε. Δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν μέ­σα του μὲ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες του –δὲν τὸ ἔ­δει­χνε–, πάν­τως ὁ Σπή­λιος δὲν ἔ­πα­ψε νὰ τὸν ζη­λεύ­ει καὶ νὰ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ προ­τε­ρή­μα­τά του.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος (Ἀ­θή­να, 1962). Ἐκ­δί­δει, κυ­ρί­ως, πε­ζο­γρα­φί­α. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Γε­ρά­σι­μος Βῶ­κος. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του. Ἡ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ (1886–2020). Στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο ἐκ­πό­νη­σε τὴ Με­τα­πτυ­χια­κὴ Δι­πλω­μα­τι­κὴ Ἐρ­γα­σί­α μὲ θέ­μα: «Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὸ συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Φώ­τη Κόν­το­γλου».


Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

 



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(1/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

(La gripe equina)


ΤΑΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων ἔ­πα­ψαν νὰ μι­λᾶν γιὰ τὴ γρί­πη τῶν πον­τι­κῶν, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως αὐ­τὴ εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὴ γρί­πη τῶν χοί­ρων στὰ πρω­το­σέ­λι­δα· καὶ ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, ἡ γρί­πη τῶν χοί­ρων ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὴ γρί­πη τῶν πτη­νῶν. Τώ­ρα ὄ­χι μό­νο συ­νι­στοῦν τὴ χρή­ση μα­σκῶν, ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­α μα­γνη­τι­κὰ βρα­χι­ό­λια κα­τα­σκευ­ῆς τοῦ κου­νιά­δου τοῦ προ­έ­δρου. Ἀλ­λὰ ὁ κό­σμος πιὰ δὲ φο­βᾶ­ται πιὰ τό­σο ὅ­σο πρὶν μὴν μο­λυν­θεῖ· ἐ­δῶ καὶ χρό­νια, γιὰ κά­θε ἐν­δε­χό­με­νο, κα­νεὶς δὲν βγαί­νει ἔ­ξω καὶ οἱ ἐ­πα­φὲς πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται στὸν κυ­βερ­νο­χῶ­ρο. Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, ἀλ­λὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἐ­πι­μέ­νουν νὰ μὴν ἔ­χου­με καμ­μιὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη καὶ νὰ φο­ρᾶ­με τὰ βρα­χι­ό­λια.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


 

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση: Με­τὰ τὴ βρο­χὴ

 

 

 


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χὴ


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.



		

	

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς: Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


ΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ τρέ­κλι­ζε σ’ ὅ­λο το σπί­τι ἡ μο­να­ξιά. Στὰ κλά­μα­τα τῶν ἐ­νοί­κων συ­ναν­τοῦ­σε τὸν ρο­λο­γὰ ποὺ ἔ­ψα­χνε τὶς σαρ­κο­φά­γους τοῦ χρό­νου. Τὸ τώ­ρα κούρ­δι­ζε μὲ ρή­μα­τα αἰ­ω­νι­ό­τη­τας ἀ­λα­φι­α­σμέ­νες τὶς στιγ­μές. Τὰ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κεί­ας στὸ ἀν­τρι­λί­κι τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ καρ­φιὰ στὰ ξύ­λα τῆς πόρ­τας μί­σχοι ξε­νι­τειᾶς. Τὸ πρό­σω­πο τῆς μά­νας ἔ­στα­ζε ἱ­δρώ­τα μ’ ἕ­να τζά­μι στὸ λα­ρύγ­γι καρ­φω­μέ­νο. Εἰ­κο­νο­στά­σια ἱ­στο­ρη­μέ­να στὶς βι­ο­γρα­φί­ες τῆς παν­δη­μί­ας. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στοῦ δρά­κου κα­θρέ­πτη τὰ γη­ρα­τειά, ζη­τι­ά­νευ­ε μπα­ρού­τι ὁ θά­να­τος τὰ πε­ρα­σμέ­να ν’ ἀ­να­στή­σει. Τὰ πιά­τα ἄ­πλυ­τα στὰ ἐ­ρεί­πια τοῦ νε­ρο­χύ­τη. Νε­κρι­κὴ ἡ­συ­χί­α στὴν ἀ­νέλ­πι­στη ἀ­σά­φεια τοῦ τέ­λους. Ἐ­νο­χές, ψεύ­δη τῆς ἔ­σχα­της στιγ­μῆς γιὰ τὴν πτώ­ση. Τὰ ἔ­πι­πλα γε­μά­τα σκό­νη. Χαλ­κο­μα­νί­ες μὲ ἀ­φι­ε­ρώ­σεις γιὰ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὅ­πως στὸ πα­τά­ρι ποὺ ἔ­βγα­λε γρα­φὴ φρί­κης ἡ νε­α­ρὴ κο­ρα­σί­δα Ἄν­να Φράνκ, ὁ­ρί­ζουν τὸ ποί­η­μα καὶ τὸν ποι­η­τή. Τὸν ἔγ­κλει­στο ποι­η­τή, τὸν ἀ­νέ­στιο, στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς χλω­μῆς ζω­ῆς, τὴν ἄ­δεια πι­σί­να τῶν λέ­ξε­ων, τῶν τη­λε­φω­νι­κῶν κα­τα­λό­γων μὲ ὀ­νό­μα­τα νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­πό­τι­στο λα­χα­νό­κη­πο καὶ τ’ ἁ­πλω­μέ­να ροῦ­χα τῆς βε­ράν­τας στὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Νιόβη Κώστογλου: Γάτος στὸ χιόνι



Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου


Γά­τος στὸ χι­ό­νι


Στὸν Hendrix

ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἀ­νά­με­σα στοὺς βρά­χους εἶ­ναι στρω­μέ­νος μὲ ἕ­να ἀ­φρᾶ­το χα­λὶ ἀ­πὸ χι­ό­νι. Πλη­σιά­ζεις καὶ βλέ­πεις πὼς κι οἱ ψη­λοὶ αὐ­τοὶ βρά­χοι δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τε­ρά­στιοι στα­λαγ­μῖ­τες σχη­μα­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ πά­γο. Προ­χω­ρᾶς στὸν χι­ο­νι­σμέ­νο δι­ά­δρο­μο ἀ­νά­με­σά τους καὶ κα­θρε­φτί­ζε­σαι στὰ πα­γω­μέ­να τεί­χη ποὺ χτί­ζον­ται ἀ­κό­μα – μιὰ στα­γό­να τὴ φο­ρά. Δί­πλα σου, κα­θρε­φτί­ζε­ται καὶ μιὰ ὁ­λό­μαυ­ρη γά­τα ποὺ σὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ἐ­δῶ καὶ ἀρ­κε­τὸ και­ρό. Ὅ­σο πη­γαί­νεις πρὸς τὰ μέ­σα, ὁ ἀ­έ­ρας σφυ­ρί­ζει μιὰ δι­α­κρι­τι­κὴ με­λω­δί­α. Τὰ πό­δια σου βου­λιά­ζουν στὸ χι­ό­νι καὶ κρα­τοῦν τὸν ρυθ­μὸ στὸ σφύ­ριγ­μα, σπά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να ἀ­μέ­τρη­τες, μο­να­δι­κὲς χιο­νο­νι­φά­δες. Τὰ βή­μα­τα τῆς γά­τας δὲν ἀ­κού­γον­ται κα­θό­λου, εἶ­ναι τό­σο ἐ­λα­φρὺ τὸ πά­τη­μά της ποὺ ἴ­σα ποὺ ἀ­φή­νει με­ρι­κὰ χνά­ρια στὸ χι­ό­νι. Μό­νο ἡ ἀν­τα­νά­κλα­ση στὸν πά­γο θυ­μί­ζει τὴν ὕ­παρ­ξή της. Στὸ τέ­λος τοῦ δι­α­δρό­μου, οἱ στα­λαγ­μῖ­τες ἔ­χουν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν θό­λο ποὺ μοιά­ζει μὲ με­γά­λη σπη­λιά. Μπαί­νεις μέ­σα κι ἀλ­λά­ζει ὁ ρυθ­μός, τώ­ρα ἀ­κοῦς τὰ βή­μα­τά σου νὰ τρί­ζουν τα­ρά­ζον­τας τὸ χῶ­μα καὶ τὶς πέ­τρες. Ἡ γά­τα, ἀ­κό­μα ἀ­θό­ρυ­βη. Στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς βρί­σκε­ται ἕ­να κου­τί, τὸ πε­ρι­ερ­γά­ζε­σαι καὶ φαί­νε­ται ὅ­τι τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του λεί­πει ἀ­πὸ και­ρό. Τὸ γυ­ρί­ζεις ἀ­νά­πο­δα καὶ πέ­φτει σκό­νη. Τί­πο­τα καὶ στὸ κά­τω μέ­ρος, εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλὸ ξύ­λι­νο κου­τί. Τὸ ἀ­φή­νεις ξα­νὰ κά­τω. Ἡ γά­τα πλη­σιά­ζει γιὰ νὰ τὸ πε­ρι­ερ­γα­στεῖ. Τὸ κε­νό του τὴν τρα­βά­ει σὰν μα­γνή­της, πα­τά­ει τὸ ἕ­να της πό­δι καὶ βε­βαι­ώ­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι στα­θε­ρό. Μὲ μιὰ γρή­γο­ρη κί­νη­ση μπαί­νει μέ­σα, ἀ­φή­νει ἕ­να κε­λα­η­δι­στὸ νι­α­ού­ρι­σμα χα­ρᾶς καὶ στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται. Τώ­ρα, τὸ μό­νο ποὺ ἀ­κού­γε­ται εἶ­ναι τὸ γουρ­γου­ρη­τό της.


Κα­μί­α γά­τα δὲν ἀν­τι­στέ­κε­ται σὲ ἕ­να ἄ­δει­ο κου­τί, ἀ­κό­μα κι ἂν αὐ­τὸ εἶ­ναι τό­σο-δά-μι­κρὸ καὶ ἐ­κεί­νη θε­ό­χον­τρη. Οἱ γά­τες ἔ­χουν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ὅ­ρα­ση, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὸ ἴ­διο ἄ­δει­ο κου­τὶ μὲ τὸ σκι­ε­ρὸ κε­νὸ μέ­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Εἰ­δι­κὰ σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ συμ­πα­θοῦν. Ἂν ἀρ­ρω­στή­σει ὁ ἄν­θρω­πός τους ἢ πλη­γω­θεῖ, ἐ­κεῖ­νες βλέ­πουν ἕ­να ἀ­δεια­νὸ κου­τὶ μέ­σα στὸ σῶ­μα του. Βρί­σκε­ται ἄλ­λο­τε στὴν κοι­λιά, ἄλ­λο­τε στὴν καρ­διὰ κι ἄλ­λο­τε στὸ κε­φά­λι, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ εἶ­δος τοῦ λα­βώ­μα­τος ἢ τῆς ἀ­σθέ­νειας. Τὸ κε­νὸ τοῦ κου­τιοῦ τὶς προ­κα­λεῖ ὅ­σο τί­πο­τα ἄλ­λο καὶ τρέ­χουν νὰ τὸ γε­μί­σουν. Πη­δοῦν καὶ κουρ­νιά­ζουν ἐ­πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο καὶ βυ­θί­ζουν στὸ ἄ­δει­ο του κου­τὶ τὴ γουρ­γου­ρι­στή τους ὕ­παρ­ξη. Ξε­χνοῦν νὰ παί­ξουν ἢ νὰ κυ­νη­γή­σουν ζω­ύ­φια, μό­νο κά­θον­ται μὲ τὶς ὧ­ρες καὶ ζυ­μώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὰ μπρο­στι­νά τους πό­δια. Τό­τε, τὸ κε­νὸ γε­μί­ζει μὲ τὴν ἁ­πα­λή τους γού­να καὶ ἡ κρύ­α σκιὰ τῆς ἀ­δει­ο­σύ­νης ξε­χει­λί­ζει μὲ γα­τί­σια ζε­στα­σιά.


* * *


Τὸ τρα­γού­δι σώ­πα­σε, ἡ γά­τα κοι­μή­θη­κε μέ­σα στὸ κου­τί. Τὸ κοι­τᾶς καὶ φαί­νε­ται πά­λι ἄ­δει­ο. Τὸ ση­κώ­νεις καὶ τὸ γυρ­νᾶς ἀ­νά­πο­δα, πέ­φτουν με­ρι­κὲς μαῦ­ρες τρί­χες. Ἦ­ταν με­γά­λο τὸ κε­νὸ ποὺ εἶ­χε νὰ γε­μί­σει καὶ δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ σὲ ἀ­κο­λου­θή­σει στὴν ἐ­πι­στρο­φή. Πιά­νεις μιὰ πέ­τρα καὶ σκα­λί­ζεις μιὰ γά­τα ἐ­πά­νω στὸ ξύ­λο τοῦ κου­τιοῦ. Τὸ το­πο­θε­τεῖς προ­σε­κτι­κὰ στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς καὶ γυρ­νᾶς νὰ φύ­γεις. Ἔ­χεις πολ­λὲς μο­να­δι­κὲς χι­ο­νο­νι­φά­δες νὰ σπά­σεις στὴ δι­α­δρο­μή. Ἴ­σως κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς νὰ ἔ­χει καὶ σχῆ­μα γά­τας.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου (Ἀ­θή­να, 1983). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δι­α­φή­μι­ση καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ συγ­γρα­φὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ποι­η­μά­των. Ἔρ­γα της ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ στὴ συλ­λο­γὴ Σὰν βγῶ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ φυ­λα­κή ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γρα­φή, στὴ συλ­λο­γὴ Δώ­μα­τα μὲ θέ­α ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες καὶ ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἀντώνης Δ. Σκιαθᾶς: Ἀναρρωτήριο


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


­ναρ­ρω­τή­ριο


Στὴν Υ.Μ.


ΕΚΙΝΗΣΑ νὰ γρά­φω γιὰ τὸν λέ­ον­τα καὶ τὸ κο­ρι­τσά­κι.

Ἕ­να πα­ρα­μύ­θι γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα στὸ με­γά­λο τσίρ­κο ποὺ κά­η­κε ὁ­λο­σχε­ρῶς στὴν πα­ρα­λια­κὴ πό­λη τῶν Ἀ­χαι­ῶν.

        Ἔ­κτο­τε τὰ θη­ρί­α ἔ­γι­ναν κα­τοι­κί­δια σὲ κή­πους καὶ αὐ­λές, οἱ θη­ρι­ο­δα­μα­στὲς ἔμ­μι­σθοι κη­που­ροὶ σ’ ἀν­θῶ­νες μὲ σέρ­σε­κες καὶ σμή­νη χε­λι­δο­νό­ψα­ρων. Ἡ μι­κρὴ ἔ­πα­σχε ἀ­πὸ κα­τά­θλι­ψη, ὁ λέ­ον­τας ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη κοι­νοῦ καὶ ὁ θη­ρι­ο­δα­μα­στὴς ἀ­πὸ τὴν ἀ­πώ­λεια τῆς ἐ­ξου­σί­ας του.

        Τὸ δη­μο­τι­κὸ συμ­βού­λιο ἀ­πε­φάν­θη γιὰ τὴν λει­τουρ­γί­α τοῦ πρώ­του ἀ­ναρ­ρω­τη­ρί­ου γιὰ νο­σοῦν­τες ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη χα­ρᾶς.

        Ὅ­ρι­σε τοὺς θε­ρά­πον­τες, ὅ­λοι τους πρώ­ην ζα­χα­ρο­πλά­στες, ἀν­θο­πῶ­λες καὶ πω­λη­τὲς στὰ πα­νη­γύ­ρια ζα­χα­ρω­τῶν πο­λύ­χρω­μων σὲ ξύ­λα στε­ρε­ω­μέ­να.

        Μὲ ὁ­μό­φω­νη ἀ­πό­φα­ση τῶν δη­μο­τι­κῶν συμ­βού­λων στὴν ρι­γὲ τέν­τα τοῦ τσίρ­κου, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὸ πρῶ­το σχο­λεῖ­ο γιὰ ἀ­όμ­μα­τους, ποὺ μὲ τοὺς ἤ­χους τῶν πτη­νῶν, τῶν τε­τρά­πο­δων καὶ τῶν ψα­ρι­ῶν μά­θαι­ναν τὸν κό­σμο.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Ἀρχοντούλα Διαβάτη: Μὲ τὴν Ἐλ­πί­δα


Ἀρ­χον­τού­λα Δι­α­βά­τη


Μὲ τὴν Ἐλ­πί­δα


Σ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ τὴ ση­με­ρι­νὴ μέ­ρα. Μὲ τὰ μά­τια μι­σό­κλει­στα, ἀ­να­ση­κώ­θη­κε ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι καὶ ρώ­τη­σε μὲ ἀ­γω­νί­α. Ἔ­χω σχο­λεῖ­ο; OXI, τὴν κα­θη­σύ­χα­σα. Κοι­μή­σου. Τὸ ἔ­κα­μνε συ­χνὰ τὰ πρω­ι­νά, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λες ἀλ­λό­κο­τες συμ­πε­ρι­φο­ρὲς τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρὸ ποὺ ἔ­πε­σε γιὰ κα­λὰ στὸ κρε­βά­τι. Καὶ χτὲς ἀ­κό­μα ὅ­ταν τῆς τά­ι­σα ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ τὴ σού­πα, ἔ­τσι ζε­στή, καὶ τὴ ‘φχα­ρι­στή­θη­κε, γύ­ρι­σε χα­μο­γε­λών­τας, ἕ­να και­νούρ­γιο χα­μό­γε­λο, δὲν τὸ εἶ­χα ξα­να­δεῖ, καὶ μοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε. Δὲν μοῦ εἶ­σαι τί­πο­τα, αἷ­μα μου δὲν εἶ­σαι καὶ μὲ πε­ρι­ποι­εῖ­σαι τό­σο κα­λά, κα­λύ­τε­ρα κι ἀ­πὸ κό­ρη μου, σ’ εὐ­χα­ρι­στῶ βρὲ κο­ρί­τσι μου . Τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἄ­στρα­ψε στὸ μυα­λό μου ἡ ἐ­ρώ­τη­ση, βρὲ μή­πως, καὶ πῆ­ρα τη­λέ­φω­νο τὴν ξα­δέρ­φη μας τὴν Ἐλ­πί­δα ποῦ νὰ τρέ­χω σὲ νευ­ρο­λό­γους, τί ἔ­πα­θε ἡ μά­να μας ποὺ νὰ πά­ρει καὶ νὰ ση­κώ­σει..

        Καὶ ἡ Ἐλ­πί­δα, ἄ­κου­σον ἄ­κου­σον, σὰν νὰ τὸ πε­ρί­με­νε ἀ­πὸ πάν­τα κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι καὶ ἄρ­χι­σε νὰ μι­λά­ει μὲ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα γιὰ μιὰ υἱ­ο­θε­σί­α πρὶν ἀ­πὸ χρό­νια ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ μεί­νει κρυ­φή, καὶ ἔ­μει­νε. Ἔ­τσι γι­νό­ταν πα­λιὰ καὶ νὰ μὴ στε­να­χω­ρι­έ­μαι. Ἐν­τά­ξει, ἡ­σύ­χα­σα, δὲν τρε­λά­θη­κε ἡ μά­να μου, ἀλ­λὰ καὶ πά­λι, μοῦ ἐ­ξή­γη­σε ὁ πα­θο­λό­γος , τὰ πράγ­μα­τα ἦ­ταν ἐ­ξί­σου σο­βα­ρά. Μ’ αὐ­τὴν τὴν ἀρ­ρώ­στια, δὲν ἔ­χεις ἀ­να­στο­λές, δὲν ἐ­λέγ­χεις τὸ λό­γο καὶ λοι­πά. ΚΑΙ τώ­ρα τί κά­νου­με. Δὲν ἤ­μουν παι­δί τους. Καὶ ποι­ὰ ἤ­μουν καὶ πῶς καὶ ἂν καὶ μή­πως. Τὸν νευ­ρο­λό­γο δὲν τὸν γλί­τω­να. Ἄς ξα­να­πά­ρω τὴν Ἐλ­πί­δα, νὰ πε­ρά­σει γιὰ κα­φέ.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀρ­χον­τού­λα Δι­α­βά­τη (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς κα­θη­γή­τρια νο­μι­κὸς στὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ βι­βλί­α: Στη μά­να τοῦ νε­ροὺ (Χρο­νι­κό, ἐκδ. Ρο­δα­κιό), Τὸ ἀ­λο­γά­κι τῆς Πα­να­γί­α­ς (Μυ­θι­στο­ρί­ες, Νη­σί­δες, 2012) κ.α. Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Κι­νη­τὴ γι­ορ­τὴ (δι­η­γή­μα­τα, Νη­σί­δες, 2018).



		

	

Σταυρούλα Χριστοδουλάκου: Nothing Compares To You


Σταυ­ρού­λα Χρι­στο­δου­λά­κου


Nothing Compares To You


ΟΥΣ ΕΙΧΕ ΠΙΑΣΕΙ ΠΑΛΙ ὁ συ­νή­θης οἶ­στρος πε­ρὶ θε­α­τρι­κῶν καὶ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῶν θε­α­μά­των, ποι­ὰ πα­ρά­στα­ση ἄ­ξι­ζε τὰ λε­φτά της, ποι­ὸς ἦ­ταν ὁ σκη­νο­θέ­της τῆς τά­δε ται­νί­ας, ἂν ἦ­ταν ἢ δὲν ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ κα­λύ­τε­ρος ρό­λος τοῦ δεί­να ἠ­θο­ποι­οῦ στὴν κα­ρι­έ­ρα του. Συμ­φω­νοῦ­σαν, δι­α­φω­νοῦ­σαν, ψευ­το­γε­λοῦ­σαν, πάν­τα χα­μη­λό­φω­να, μὴν ἐ­νο­χλή­σουν τὴ δι­πλα­νὴ κυ­ρί­α πού, ξα­πλω­μέ­νη, τοὺς κοι­τοῦ­σε πό­τε πό­τε μὲ μι­σὸ μά­τι ἀ­πὸ νύ­στα, κού­ρα­ση (ἢ ἐ­νό­χλη­ση;).

        Συ­νέ­χι­σαν.

        — Τε­λει­ώ­νει τὸ «λι­κε­ρά­κι», εἶ­πε ὁ ἀ­δελ­φός της, δὲ νο­μί­ζω νὰ σὲ πο­τί­σουν ἄλ­λο σή­με­ρα.

        Ἐ­κεί­νη γέ­λα­σε καὶ πῆ­ρε τὴ βεν­τά­λια της μὲ τὸ ἐ­λεύ­θε­ρο χέ­ρι, δί­πλα ἀ­π’ τὸ τρα­πε­ζά­κι.

        — Αυ­τό τὸ κα­τα­ρα­μέ­νο «λι­κε­ρά­κι» δὲν μοῦ ἄ­φη­σε τρί­χα στὸ κε­φά­λι. Οὔφ!

        Τὴν κοί­τα­ξε λί­γο ἀ­νή­συ­χος, τοῦ ἦρ­θε στὸ νοῦ μιὰ ἀ­γα­πη­μέ­νη του κα­ρα­φλὴ τρα­γου­δί­στρια, ἑ­τοι­μα­ζό­ταν κά­τι νὰ τῆς πεῖ, ἀλ­λὰ στὸ δω­μά­τιο μπῆ­κε ἡ νο­σο­κό­μα.

        — Αὐ­τὸ ἦ­ταν, εἶ­πε χα­μο­γε­λα­στή. Γιὰ σή­με­ρα τε­λει­ώ­σα­με! Μπο­ρεῖ­τε νὰ φύ­γε­τε…

        Ἔ­κλει­σε τὴ βεν­τά­λια καὶ ἀ­φέ­θη­κε στὴ φρον­τί­δα της. Σὲ λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα τὸ χέ­ρι της ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­θη­κε ἀ­πὸ βε­λό­νες καὶ σω­λη­νά­κια.

        — Κυ­ρί­α «δε­σμο­φύ­λα­κα», εἶ­στε πο­λὺ γλυ­κιά, ἀλ­λὰ χαί­ρο­μαι ποὺ παίρ­νω τὴν ἀ­δελ­φή μου καὶ φεύ­γου­με!

        Ἡ νο­σο­κό­μα τοῦ ἔ­ρι­ξε ἕ­να βλέμ­μα ἀ­νά­μει­κτο, κά­τι με­τα­ξὺ εὐ­χα­ρί­στη­σης καὶ συμ­πό­νιας…

        — Πό­σες ἔ­χε­τε ἀ­κό­μα; ρώ­τη­σε.

        — Μί­α καὶ με­τὰ ἀ­κτι­νο­βο­λί­ες, εἶ­πε ἐ­κεί­νη καὶ ἀ­να­κά­θι­σε στὸ κρε­βά­τι, γιὰ νὰ βά­λει τὰ πα­πού­τσια της.

        — Άν­τε, τυ­χε­ροὶ εἶ­στε, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ θὰ πᾶ­τε νω­ρὶς σπί­τι.

        Ἔ­σπρω­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι μὲ τὰ μαν­τζού­νια καὶ βγῆ­κε…

        Τὸ βρά­δυ στὸ σπί­τι τους —ἡ ἀ­δερ­φὴ του κοι­μό­ταν— ἡ Sinead Marie Bernadette O’Connor τρα­γου­δοῦ­σε με­σ’ ἂ­π’ τὸ βι­νύ­λιο μὲ τὴ βα­θιά, βε­λού­δι­νη κραυ­γὴ της Nothing compares to you…

        Ἔ­κρυ­ψε μὲ τὰ χέ­ρια τὸ κε­φά­λι του καὶ ἀ­φέ­θη­κε στὸ πο­τά­μι της καὶ στὸ δι­κό του…



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Σταυ­ρού­λα Χρι­στο­δου­λά­κου Ἐκ­παι­δευ­τι­κός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές Ὅ­που νὰ­ ‘­ναι θὰ βρέ­ξει, (Ἀ­πό­πλους, 2015) καὶ Στὴν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς λή­θης, (Γα­βρι­η­λί­δης, 2017). Συ­νερ­γα­σί­ες της φι­λο­ξε­νοῦν­ται στὸ σα­μια­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ λό­γου καὶ τέ­χνης Ἀ­πό­πλους, στὸ Ποι­εῖν, στὰ Ποι­η­τι­κὰ κ.α.

Η Sinead Marie Bernadette O’Connor

τρα­γου­δά­ει τὸ «Nothing compares to you»

 

Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης: Ὁ Γκοσποντίνοφ



Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης


Ὁ Γκο­σπον­τί­νοφ


ΤΣΙ, ὁ Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖ­ο Μποῦ­κερ. Ἔ­γι­νε ὁ πρῶ­τος Βούλ­γα­ρος συγ­γρα­φέ­ας ποὺ κερ­δί­ζει τὸ δι­ε­θνὲς βρα­βεῖ­ο Μποῦ­κερ, ὁ πρῶ­τος ποὺ ἦ­ταν ἔ­στω ὑ­πο­ψή­φιος. Οἱ Βούλ­γα­ροι, ἕ­νας ὑ­πο­τι­μη­μέ­νος λα­ός, πῆ­ραν μ’ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο τὴν ἐκ­δί­κη­σή τους. Δὲν ἔ­χω δι­α­βά­σει τὸ βι­βλί­ο του, τὸ πε­ρί­φη­μο Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο, ἔ­χω ὅ­μως δι­α­βά­σει ὅ­λες τὶς βι­βλι­ο­κρι­τι­κὲς ποὺ μπό­ρε­σα νὰ βρῶ online σὲ ὅ­σες γλῶσ­σες ξέ­ρω: ἑλ­λη­νι­κά, ἀγ­γλι­κά, ἰ­τα­λι­κά. Στὶς ἐ­φη­με­ρί­ες, τὴν ὥ­ρα τῆς ξε­κού­ρα­σης, ἀν­τὶ νὰ πά­ρω μιὰ ἀ­νά­σα, ἔ­βλε­πα βιν­τε­ά­κια του στὸ youtube. Τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο του μοῦ­τρο, τὸ πο­νη­ρὸ χα­μό­γε­λό του, τὰ γέ­νια τῶν τρι­ῶν ἡ­με­ρῶν… Μὲ τὸν και­ρό, ὅ­σο γι­γάν­τω­νε ἡ δι­α­δι­κτυα­κὴ του πα­ρου­σί­α, τό­σο κολ­λοῦ­σα μὲ τὸν Γκο­σπον­τί­νοφ. Ἔ­βρι­σκα ἴ­χνη του παν­τοῦ, σὲ συ­νεν­τεύ­ξεις, σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ φε­στι­βάλ, ἀ­κό­μα καὶ σὲ papers γιὰ τὴν ἄ­νοι­α. Μὲ λί­γα λό­για, ἔ­πα­θα ἐμ­μο­νὴ μὲ τὸν Γκο­σπον­τί­νοφ. Στὸ με­τα­ξύ τὸ κα­λο­καί­ρι προ­χω­ροῦ­σε καὶ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο γέ­μι­ζε μὲ τὶς ἐ­πο­χι­κὲς ἰ­ώ­σεις. Κά­πο­τε νο­ση­λεύ­α­με στὴν Παι­δι­α­τρι­κὴ ἕ­να Βουλ­γα­ρά­κι μὲ ἐ­με­τούς. Τὸ ἔ­λε­γαν Γκο­σπον­τί­νοφ. Ἔ­πλα­θα δι­ά­φο­ρα σε­νά­ρια στὸ μυα­λό μου, ὥ­σπου στὸ τέ­λος βρῆ­κα τὸ θάρ­ρος καὶ πλη­σί­α­σα τοὺς γο­νεῖς: «Κυ­ρί­α καὶ κύ­ρι­ε Γκο­σπον­τί­νοφ» εἶ­πα «γνω­ρί­ζε­τε ἕ­ναν δι­ά­ση­μο συγ­γρα­φέ­α, τὸν Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ; Μή­πως εἶ­στε τί­πο­τα συγ­γε­νεῖς;» «Πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἀ­κοῦ­με» μοῦ ἀ­πάν­τη­σαν οἱ Γκο­σπον­τί­νοφ μὲ ἕ­να στό­μα. «Τὸ Γκο­σπον­τί­νοφ εἶ­ναι πο­λὺ συ­νη­θι­σμέ­νο στὴ Βουλ­γα­ρί­α. Ἔ­χου­με πο­δο­σφαι­ρι­στές, ἠ­θο­ποι­ούς, μου­σι­κούς, δη­μο­σι­ο­γρά­φους, πο­λι­τι­κούς. Ὁ μη­τρο­πο­λί­της Φι­λιπ­πού­πο­λης κρα­τά­ει ἀ­πὸ τὸ σό­ι μας. Ἀλ­λὰ συγ­γρα­φέ­α Γκο­σπον­τί­νοφ;» «Μὰ εἶ­ναι δυ­να­τόν», ἐ­πέ­μει­να. «Ὁ Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ εἶ­ναι δι­ά­ση­μος σ’ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Κέρ­δι­σε, μά­λι­στα, τὸ Μποῦ­κερ.» «Τί νὰ σοῦ πῶ, για­τρὲ» εἶ­πε ὁ κύ­ριος Γκο­σπον­τί­νοφ κοι­τά­ζον­τάς με σὰν νὰ ἤ­μουν πα­ρά­φρο­νας. «Τέ­τοι­ο συγ­γρα­φέ­α πρώ­τη φο­ρὰ ἀ­κοῦ­με.» Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἀ­κού­στη­καν σει­ρῆ­νες ἀ­σθε­νο­φό­ρου καὶ σὲ λί­γο φά­νη­κε στὸ βά­θος τοῦ δι­α­δρό­μου ἕ­να φο­ρεῖ­ο ποὺ τὸ ἔ­σερ­ναν δύ­ο τραυ­μα­τι­ο­φο­ρεῖς. Ἕ­νας τρί­τος, γο­να­τι­στὸς πά­νω ἀ­πὸ τὸν ἀ­σθε­νῆ, ἔ­κα­νε ΚΑΡΠΑ. «Ἀ­νοῖξ­τε» φώ­να­ξαν κι ἀ­μέ­σως πα­ρα­με­ρί­σα­με νὰ πε­ρά­σουν. Πράγ­μα­τι, πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ δί­πλα μας μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα. Ὁ ἀ­σθε­νὴς ἦ­ταν κά­τω­χρος, νέ­ος ὁ κα­η­μέ­νος, καὶ τὸ κε­φά­λι του πή­γαι­νε πέ­ρα-δῶ­θε. Ἦ­ταν φτυ­στὸς ὁ δὲ λέ­ω ποι­ός.



Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης ζεῖ στὴ Ση­τεί­α μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Παι­δί­α­τρος. Εἶ­ναι φα­να­τι­κὸς ἀ­να­γνώ­στης.