Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Καταφύγιο



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 10/11]


Κα­τα­φύ­γιο

(Zufluchtsort)


ΙΝΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ τὸ νὰ βγαί­νει κα­νεὶς ἔ­ξω στὸν δρό­μο. Συ­ναν­τᾶ πρό­σω­πα, κα­θέ­να τους στὴ δι­κή του ξε­χω­ρι­στὴ ἐκ­δο­χή, ἑ­πο­μέ­νως μο­να­δι­κά, ἐκ­πλη­κτι­κά. Ὑ­πάρ­χουν πρό­σω­πα ποὺ ἐ­ξορ­γί­ζουν τὸν Πί­ους: Βλέ­πει σὲ αὐ­τὰ τὴν ξε­ρο­κε­φα­λιά, τὴν ἀγ­κύ­λω­ση, τὴ στε­νο­μυα­λιά. Προ­τι­μᾶ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ πρό­σω­πα παι­δι­ῶν.

       Μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη χον­τρὴ γυ­ναί­κα κά­θε­ται στὸ τρὰμ καὶ μα­σου­λί­ζει ἕ­να κο­τσά­νι ἀ­πὸ κε­ρά­σι. Μιὰ ἄλ­λη λέ­ει στὴ δι­πλα­νή της: «Ἔ, ἐ­σεῖς, ναί, ἐ­σᾶς λέ­ω: Θέ­λω νὰ πε­θά­νω!»

       Νω­ρὶς τὸ πρω­ὶ ἡ πό­λη μοιά­ζει νὰ λάμ­πει ἀ­πὸ μέ­σα πρὸς τὰ ἔ­ξω, ὅ­μως ἤ­δη ἀ­πὸ τὶς ἐν­νιὰ ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι μα­ραγ­κι­α­σμέ­νος, τὸ φῶς χλο­μό. Ὁ Πί­ους παίρ­νει τὸ τρὰμ καὶ πό­τε-πό­τε ση­μει­ώ­νει στὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό του: «Τώ­ρα ποὺ ἡ Ρόζ­μα­ρι θέ­λη­σε νὰ αὐ­το­κτο­νή­σει, ἡ μη­τέ­ρα μου προ­σπα­θεῖ ξα­νά, ὅ­πως πα­λιά, νὰ ὑ­πο­νο­μεύ­σει τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά μου. Μοῦ ἀ­γο­ρά­ζει ροῦ­χα ποὺ δὲν μοῦ ἀ­ρέ­σουν. Θέ­λει νὰ ἀλ­λά­ξει τὴ δι­αρ­ρύθ­μι­ση στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά μας. Θέ­λει νὰ μὲ βλέ­πει πιὸ συ­χνά.»

       Ἀ­νή­συ­χος ὁ Πί­ους δι­α­πι­στώ­νει ἀλ­λα­γὲς στὸν ἑ­αυ­τό του: Τὰ μά­τια του εἶ­ναι ξαφ­νι­κὰ πιὸ ἀ­νοι­χτά, μὲς στὸ κε­φά­λι του ἁ­πλώ­νε­ται κά­τι σὰν φα­σα­ρί­α, καὶ τὸ φῶς ἡ­μέ­ρας εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ ἔν­το­νο γιὰ τὰ μά­τια του. Ἔ­χει γί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λυ­λο­γάς. Τὸ πρό­σω­πό του εἶ­ναι σχε­δὸν δι­ά­φα­νο, ἡ κοι­λιὰ του λι­γό­τε­ρο χον­τρή.

       Ὁ Πί­ους φο­ρά­ει πάν­τα παπ­που­δί­στι­κα ροῦ­χα: γκρὶ παν­τε­λό­νι, ποὺ οἱ τι­ράν­τες τὸ ση­κώ­νουν μέ­χρι πά­νω ἀ­πὸ τὴν κοι­λιά, γκρὶ σα­κά­κι μὲ γκρὶ μπα­λώ­μα­τα στοὺς ἀγ­κῶ­νες. Ὅ­ταν περ­πα­τά­ει μὲ βῆ­μα χα­λα­ρό, μὲ τὸ δε­ξί του πό­δι σπρώ­χνει κά­θε τό­σο τὰ χα­λί­κια ποὺ βρί­σκει μπρο­στά του στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Με­τὰ τὴν ἀ­πό­πει­ρα αὐ­το­κτο­νί­ας τῆς γυ­ναί­κας του ἔ­νι­ω­σε τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ κλά­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἐ­πει­δὴ ἐ­κεί­νη, πρὶν κα­τα­πι­εῖ τὰ ὑ­πνω­τι­κά, εἶ­χε προ­λά­βει νὰ πά­ει τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα στὸ κομ­μω­τή­ριο καὶ νὰ κά­νει περ­μα­νάντ. Κι ἐ­πει­δὴ τῆς εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει ἅ­λα­τα γιὰ τὸ μπά­νιο – γιὰ τοὺς ρευ­μα­τι­σμούς της. Εἶ­χαν κα­βγα­δί­σει ὅ­μως· ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἀ­νέ­βει στὸ τρὰμ καὶ ἡ Ρόζ­μα­ρι στε­κό­ταν στὸ πε­ζο­δρό­μιο, πα­τοῦ­σε τὸ κουμ­πὶ στὴν πόρ­τα, ἡ ὁ­ποί­α γι’ αὐ­τὸ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλεί­σει αὐ­τό­μα­τα, καὶ τσί­ρι­ζε, πράγ­μα ποὺ τὸν ἔ­κα­νε νὰ ντρέ­πε­ται τὸν κό­σμο. Τὸ πρό­βλη­μα ἦ­ταν τὰ λε­φτά, πάν­τα τα λε­φτά. Ἐ­κεί­νη χρει­α­ζό­ταν νὰ ἔ­χει λε­φτὰ μὲ οὐ­ρά, ἐ­κεῖ­νος πά­λι ἦ­ταν ὀ­λι­γαρ­κής. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἄρ­χι­σε με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο νὰ βρί­ζει, ἀ­φοῦ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­κι­νή­σει ὅ­σο ἡ Ρόζ­μα­ρι πα­τοῦ­σε τὸ κουμ­πί.

       Τὸ τρὰμ εἶ­ναι τὸ κα­τα­φύ­γιο τοῦ Πί­ους. Δὲν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νὰ δου­λέ­ψει, κα­θὼς ἔ­χει κλη­ρο­νο­μή­σει μιὰ μι­κρὴ πε­ρι­ου­σί­α· ἔ­τσι, παίρ­νει κά­θε μέ­ρα τὸ τρὰμ καὶ λεί­πει μὲ τὶς ὧ­ρες γιὰ νὰ ξε­φεύ­γει ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα του.

       Στὸ κρε­βά­τι τῆς ἄρ­ρω­στης, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Ρόζ­μα­ρι βγά­ζει κλα­ψι­ά­ρι­κους ἤ­χους, ἐ­κεῖ­νος πρέ­πει νὰ τῆς ὑ­πο­σχε­θεῖ πὼς δὲν θὰ κα­τα­φεύ­γει πλέ­ον στὸ τράμ. Τὴν ὑ­πό­σχε­σή του δὲν θὰ τὴν κρα­τή­σει, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­τρέ­ψει στὴν κα­τή­φεια νὰ γε­μί­σει τὴν καρ­διά του.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Basellandschaftliche Zeitung 2.9.1992, ἔ­πει­τα: Die Brieffreundin, Luchterhand 1995, καὶ Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (9.6.1956) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.


			

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Μιὰ ἐν­τε­λῶς συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα μπου­γά­δας



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 9/11]


Μιὰ ἐν­τε­λῶς συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα μπου­γά­δας

(Ein ganz gewöhnlicher Waschtag)


Ν ΘΕΛΗΣΩ νὰ ζω­γρα­φί­σω τὸ πορ­τραῖ­το τῆς γυ­ναί­κας γιὰ τὴν ὁ­ποί­α θὰ μι­λά­ει αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α πρέ­πει ἀ­πα­ραι­τή­τως νὰ κα­τα­φύ­γω σὲ ἰ­δι­όρ­ρυθ­μα χρώ­μα­τα· θὰ πρέ­πει νὰ μὴν εἶ­ναι κραυ­γα­λέ­α οὔ­τε καὶ μάτ, μᾶλ­λον φω­τει­νά, ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως θαμ­πά – πά­ει νὰ πεῖ: ἁ­πα­λά. Μὰ δὲν εἶ­μαι ζω­γρά­φος. (Πα­ρα­λί­γο νὰ εἶ­χα γί­νει, ὡ­στό­σο οἱ ἐν­δε­χο­μέ­νως σαρ­κα­στι­κοὶ δά­σκα­λοί μου στὴ σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν, στοὺς ὁ­ποί­ους εἶ­χα ἐκ­μυ­στη­ρευ­τεῖ τό­τε μὲ παι­δι­ά­στι­κη ἐμ­πι­στο­σύ­νη τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α μου, ἔ­βρι­σκαν πὼς ὁ χα­ρα­κτή­ρας μου —ση­μει­ω­τέ­ον, «ὁ χα­ρα­κτή­ρας», ὄ­χι τὸ τα­λέν­το!— δὲν ἔ­κα­νε, λέ­ει, γιὰ κά­τι τέ­τοι­ο. Τὴ συλ­λο­γί­στη­κα πο­λὺ αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση, τὴν ὁ­ποί­α μοῦ ἐ­πέ­δω­σαν καὶ γρα­πτῶς, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ μπο­ρέ­σω νὰ βγά­λω ἄ­κρη.) Μιᾶς καὶ ὁ χα­ρα­κτή­ρας μου δὲν προ­σφέ­ρε­ται, λοι­πόν, γιὰ νὰ φι­λο­τε­χνή­σει ἕ­να πορ­τραῖ­το μὲ χρώ­μα­τα, ἐ­νῶ ἐ­γὼ νι­ώ­θω πό­τε-πό­τε τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ κά­νω ἕ­να πορ­τραῖ­το, ἀ­πέ­κτη­σα σι­γὰ σι­γὰ τὴ συ­νή­θεια νὰ ζω­γρα­φί­ζω μὲ λέ­ξεις. Δὲν ξέ­ρω καὶ τό­σο πολ­λὲς λέ­ξεις. Δι­α­θέ­τω, βέ­βαι­α, τρί­α λε­ξι­κά, τὰ ὁ­ποῖ­α μου ἔ­κα­ναν δῶ­ρο, κα­θὼς καὶ ἕ­να λε­ξι­κὸ ξέ­νων λέ­ξε­ων, ἐ­πί­σης δῶ­ρο, ὡ­στό­σο δὲν χρη­σι­μο­ποι­ῶ οὔ­τε ἕ­να ἀ­πὸ δαῦ­τα γιὰ νὰ γρά­ψω, πο­τέ· ἴ­σα-ἴ­σα ποὺ θὰ μὲ φούρ­κι­ζε νὰ χρη­σι­μο­ποι­ῶ λέ­ξεις ποὺ δὲν πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὸ δι­κό μου λε­ξι­λό­γιο. Τώ­ρα ὅ­μως δὲν θέ­λω νὰ μι­λή­σω ἄλ­λο γιὰ μέ­να, μὰ γιὰ τὴ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα ποὺ ἀ­νέ­φε­ρα προ­η­γου­μέ­νως.

       Τὸ ὄ­νο­μά της εἶ­ναι Κλά­ρα καὶ μέ­νει σὲ ἕ­να συγ­κρό­τη­μα κα­τοι­κι­ῶν, στὸ ἰ­σό­γει­ο. Δὲν εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα δυ­να­τή, ὡ­στό­σο φρον­τί­ζει τὸ νοι­κο­κυ­ριό της μὲ προ­κο­πὴ καὶ δί­χως νὰ νοι­ά­ζε­ται γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της. Ἔ­χει ἕ­ναν μι­κρὸ γιό, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴν ἡ­μέ­ρα γιὰ τὴν ὁ­ποί­α μι­λά­ει αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α κα­θό­ταν μὲς στὸ πάρ­κο του κι ἔ­παι­ζε μὲ ἕ­να κου­τί. Ἡ Κλά­ρα τοῦ ἔ­δει­ξε πῶς βγαί­νει τὸ κα­πά­κι ἀ­πὸ τὸ κου­τὶ ἀλ­λὰ ἀ­μέ­σως τὸ με­τά­νι­ω­σε, ἀ­φοῦ ὁ μέ­χρι πρό­τι­νος εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μι­κρὸς ἔ­γι­νε με­μιᾶς γκρι­νιά­ρης καὶ ἅ­πλω­νε κά­θε λί­γο καὶ λι­γά­κι τὸ κου­τὶ πρὸς τὸ μέ­ρος της κα­θὼς μπο­ροῦ­σε πλέ­ον νὰ βγά­ζει, μὰ ὄ­χι καὶ νὰ ξα­να­βά­ζει τὸ κα­πά­κι. Στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο (τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα δι­α­θέ­τει δύ­ο δω­μά­τια καὶ ἕ­ναν μα­κρύ, στε­νό, σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο) ὁ σύ­ζυ­γός της, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι δι­ο­ρι­σμέ­νος στὴν ὀρ­χή­στρα τοῦ θε­ά­τρου, ἔ­παι­ζε ἕ­να και­νούρ­γιο τρα­γού­δι. Τὰ τρα­γού­δια του, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι πάν­το­τε ἐ­ρω­τι­κά, δὲν ἐ­πι­γρά­φον­ται πο­τὲ «Στὴν Κλά­ρα», μὰ γε­νι­κὰ καὶ ἀ­ό­ρι­στα «Σὲ μιὰ ἐ­ρω­μέ­νη», κά­τι ποὺ ὅ­σο νά ’­ναι στε­νο­χω­ρεῖ τὴν Κλά­ρα. Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, οὔ­τε τό­τε εἶ­χε κα­λὴ δι­ά­θε­ση, πα­ρὰ τὴν ὄ­μορ­φη ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα· ὅ­μως, προ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψω τὴν αἰ­τί­α τῆς νευ­ρι­κό­τη­τάς της, θέ­λω νὰ πε­ρι­γρά­ψω τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ τώ­ρα δὰ ἀ­νέ­φε­ρα, μιᾶς καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ σω­στό: ὁ­λάν­θι­στοι κῆ­ποι, γυ­ναῖ­κες ποὺ ἔ­στε­καν στὶς αὐ­λό­πορ­τες καὶ κου­βέν­τια­ζαν, μιὰ εὐ­γε­νι­κὴ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη γυ­ναί­κα ποὺ μοί­ρα­ζε φυλ­λά­δες, ἕ­νας ἄν­τρας ποὺ μό­λις ἐ­πέ­στρε­φε ἀ­πὸ τὸ ψά­ρε­μα, παι­διὰ ποὺ ἔ­σκου­ζαν, καὶ ὑ­πε­ρά­νω ὅ­λων ὁ ἥ­λιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος, λὲς καὶ μὲ ἐν­το­λὴ για­τροῦ, ἁ­πλω­νό­ταν προ­σε­κτι­κὰ καὶ ὁ­μοι­ό­μορ­φα, ἄγ­γι­ζε μύ­τες καὶ που­λιὰ καὶ χε­ρού­λια κα­ρο­τσι­ῶν ποὺ τὰ ἔ­σπρω­χναν χα­μο­γε­λών­τας μη­τέ­ρες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­δει­χναν πο­λὺ ὄ­μορ­φες. Ἡ Κλά­ρα εἶ­χε μπό­λι­κη μπου­γά­δα· ἔ­ξω κυ­μά­τι­ζαν πε­τσέ­τες μπά­νιου, πε­τσέ­τες προ­σώ­που, πε­τσέ­τες κου­ζί­νας καὶ ὅ,τι ἄλ­λο μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει σὲ πε­τσέ­τα. Ὁ Γκρέγ­κορ, ὁ μι­κρὸς γιός, ἔ­κλαι­γε καὶ ὁ Μάξ, ὁ σύ­ζυ­γος, τρα­γου­δοῦ­σε μὲ ὅ­λη του τὴ δύ­να­μη. Ἡ Κλά­ρα στε­κό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ εἶ­χε στυ­λώ­σει τὰ με­γά­λα, γα­λα­νὰ μά­τια της (χρώ­μα­τος σκου­ρο­γά­λα­νου, λὲς καὶ τὰ εἶ­χαν γε­μί­σει σκι­ὲς) στὸ σκοι­νὶ τῆς μπου­γά­δας. Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­δε ἐ­κεῖ τὴν συν­τά­ρα­ξε: Ἀ­νά­με­σά σε μιὰ πά­να καὶ μιὰ μα­ξι­λα­ρο­θή­κη κρε­μό­ταν μὲ ἀ­πό­λυ­τη φυ­σι­κό­τη­τα ἕ­να χαρ­τὶ πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν γρα­φτεῖ νό­τες, ἕ­να τρα­γού­δι τοῦ ἄν­τρα της μὲ τὸν τί­τλο «Στὴν Κλά­ρα»· ἔ­στα­ζε ἀ­κό­μη καὶ πά­σχι­ζε νὰ στε­γνώ­σει. Αὐ­τὸ ἦ­ταν πράγ­μα­τι κά­τι τὸ ἐκ­πλη­κτι­κό, τρο­μα­χτι­κό, ἐ­ξί­σου ἀ­νε­ξή­γη­το ὅ­πως ἡ ἐ­πι­στο­λὴ ἐ­κεί­νων τῶν δα­σκά­λων μου στὴ σχο­λή. Κι ἀ­πὸ πά­νω ἦ­ταν καὶ κα­λο­καί­ρι, μιὰ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς κα­λο­και­ρι­νὲς βρα­δι­ὲς τὶς βυ­θι­σμέ­νες στὰ ὄ­νει­ρα, ποὺ μᾶς κά­νουν ν’ ἀ­να­τρι­χι­ά­ζου­με ἀ­πὸ τὸν τρό­μο. Τὰ φορ­τω­μέ­να δέν­τρα κοι­μοῦν­ταν καὶ τὰ φύλ­λα τους ἔ­τρε­μαν σὰν σφα­λι­σμέ­να βλέ­φα­ρα. Ἕ­να σμῆ­νος που­λιὰ πε­τά­χτη­κε μπρο­στὰ σ’ ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ὁ­δη­γὸς στα­μά­τη­σε, βγῆ­κε ἔ­ξω καὶ κοί­τα­ξε γύ­ρω της. Μό­λις ἀν­τί­κρι­σε τὴν Κλά­ρα στὸ πα­ρά­θυ­ρο, γέ­λα­σε καὶ ἔ­δει­ξε πρὸς τὴν πα­ρά­ξε­νη παρ­τι­τού­ρα. Ἐ­δῶ πιὰ πρέ­πει μᾶλ­λον νὰ ἀ­να­φέ­ρω ὅ­τι ἐ­κεί­νη ἡ ὁ­δη­γὸς ἤ­μουν ἐ­γὼ καὶ ὅ­τι τὸ χαρ­τὶ ποὺ κα­μω­νό­ταν τὸ ἀ­σπρό­ρου­χο, μὲ τὸ τρα­γού­δι «Στὴν Κλά­ρα», στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ὑ­πῆρ­χε, ἄλ­λω­στε κά­τι τέ­τοι­ο θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κὰ ἀλ­λό­κο­το. Ἐ­γὼ τὸ εἶ­χα ζω­γρα­φί­σει ἐ­κεῖ γιὰ νὰ ζω­η­ρέ­ψω λι­γά­κι τὴν ἡ­μέ­ρα μπου­γά­δας τῆς Κλά­ρα – μὲ χρώ­μα­τα ἢ μὲ λέ­ξεις; Οὔ­τε ποὺ θυ­μᾶ­μαι πιά.

       Ἡ Κλά­ρα ἀ­να­στέ­να­ξε μὲ ἀ­να­κού­φι­ση ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι ἡ παρ­τι­τού­ρα δὲν ὑ­πῆρ­χε στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ ὅ­τι ἡ μέ­ρα μπου­γά­δας τῆς ἦ­ταν μιὰ ἐν­τε­λῶς συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα μπου­γά­δας, δί­χως τί­πο­τε τὸ ὀ­νει­ρι­κὸ νὰ τῆς προ­σά­ψει κα­νείς. Ἦ­ταν μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ζεῖ πε­ρι­πέ­τει­ες ἢ πα­ρά­ξε­να πε­ρι­στα­τι­κὰ στὸ σι­νε­μὰ ἢ σὲ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ὅ­μως στοὺς τέσ­σε­ρις τοί­χους της ὁ κό­σμος δὲν ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ ἐμ­πνέ­ει τρό­μο· τὸ κα­θε­τὶ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι ἔ­τσι ποὺ νὰ μὴν τρο­μά­ζει κα­νέ­νας, οὔ­τε κὰν τὸ κα­να­ρί­νι.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Basler Nachrichten ἐ­πι­φυλ­λί­δα 26.7.1965, στὴ συ­νέ­χεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (6.2.1959) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.


Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Ἕ­νας ξέ­νος



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 8/11]


Ἕ­νας ξέ­νος

(Ein Fremder)


ΓΚΑΣΤΟΝ κα­θό­ταν μπρο­στὰ στὸν κο­μὸ καὶ εἶ­χε στυ­λώ­σει τὸ βλέμ­μα στὸν κα­θρέ­φτη ποὺ ἦ­ταν ἐν­σω­μα­τω­μέ­νος σὲ ἕ­να ξύ­λι­νο κα­σε­λά­κι, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­τα­σκευα­στὴ ἐγ­χόρ­δων ὀρ­γά­νων. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι κρα­τοῦ­σε μιὰ μα­κριὰ φλο­γο­κόκ­κι­νη μπού­κλα, ποὺ κρε­μό­ταν ἀ­π’ τὸ μη­νίγ­γι του· μ’ ἕ­να με­γά­λο στο­μω­μέ­νο ψα­λί­δι μάγ­κω­σε τὴν τού­φα, τὴν τρά­βη­ξε νὰ ἰ­σι­ώ­σει κι ἔ­πει­τα, σὰν μὲ μα­νι­α­σμέ­να ραμ­φί­σμα­τα, ἔ­κο­ψε τὴν μπού­κλα στὰ δύ­ο. Ψα­λί­δι­ζε καὶ ἀ­π’ τὴ μιὰ καὶ ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ γε­μά­του φα­κί­δες προ­σώ­που, πά­νω ἀ­πὸ τὸ μέ­τω­πο, πί­σω στὸν σβέρ­κο, ἐ­κεῖ ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ: Εἶ­χε γε­μί­σει κομ­μέ­νες τρί­χες ἀ­πὸ πά­νω μέ­χρι κά­τω, καὶ ὅ­σες ἔ­πε­φταν στὸ πά­τω­μα σχη­μά­τι­ζαν μα­κρι­ὲς πλε­ξοῦ­δες καὶ μι­κρὰ βου­να­λά­κια. Σκο­πὸς ἦ­ταν νὰ μὴν τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σει ὁ Ὄιγ­κεν· ὁ Γκα­στὸν θὰ ἦ­ταν ἕ­νας ξέ­νος, καὶ θὰ συ­ζη­τοῦ­σε μὲ τὸν Ὄιγ­κεν σὰν μὲ κά­ποι­ον ξέ­νο καὶ θὰ τοῦ μι­λοῦ­σε, σὰν νὰ τὸν ἔ­βλε­πε πρώ­τη φο­ρά, γιὰ τὸν Δρά­κου­λα, τὸν γά­το τοῦ Ὄιγ­κεν – τὸν Κό­μη Δρά­κου­λα, ποὺ ἂν ἦ­ταν ἄν­θρω­πος θὰ ἔ­πρε­πε στὸν τη­λε­φω­νι­κὸ κα­τά­λο­γο νὰ πα­ρα­λεί­ψει τὸν τί­τλο τοῦ κό­μη· στὴν Ἐλ­βε­τί­α δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ἀ­πο­κα­λεῖ κα­νεὶς τὸν ἑ­αυ­τό τοῦ κό­μη ἢ πρίγ­κι­πα· οἱ κό­μη­τες καὶ οἱ πρίγ­κι­πες πρέ­πει νὰ ἀ­παρ­νι­οῦν­ται τὸν ἑ­αυ­τό τους, πρέ­πει νὰ προ­σποι­οῦν­ται πὼς εἶ­ναι συ­νη­θι­σμέ­νοι ἄν­τρες ὅ­πως ὁ Ὄιγ­κεν, ὁ φί­λος του Γκα­στόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λε­γε —γιὰ πλά­κα— Δρά­κουλ-λας ἀν­τὶ γιὰ Δρά­κου­λας.

       Καὶ χρὰτς-χρούτς, ὁ Γκα­στὸν συ­νέ­χι­ζε νὰ κό­βει τὰ μαλ­λιά του. Εἶ­χε ἀ­νά­ψει τὸ φω­τι­στι­κὸ τῆς ὀ­ρο­φῆς, πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ ἦ­ταν ἀ­κό­μη μέ­ρα. Ὁ Κό­μης Δρά­κου­λας κα­θό­ταν πα­ρά­με­ρα γουρ­γου­ρί­ζον­τας καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε πῶς ἔ­πε­φταν οἱ τρί­χες τοῦ­φες-τοῦ­φες στὸ πά­τω­μα. Ὁ Γκα­στόν, ἀ­φοῦ εἶ­χε κό­ψει καὶ τὰ τε­λευ­ταῖ­α τσου­λού­φια ποὺ πε­τοῦ­σαν στὸ κε­φά­λι του (πράγ­μα ποὺ ἔ­κα­νε χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἕ­να κα­θρε­φτά­κι), γέ­λα­σε ξαφ­νι­κά. Θυ­μή­θη­κε τὶς Κυ­ρια­κὲς ποὺ ὁ Ὄιγ­κεν τὸν ἔ­βγα­ζε βόλ­τα μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το· τὰ πολ­λὰ σή­μα­τα κυ­κλο­φο­ρί­ας πάν­το­τε συγ­κι­νοῦ­σαν τὸν Ὄιγ­κεν: Ἔ­βρι­σκε τό­σο εὐ­χά­ρι­στη τὴν τά­ξη μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­κτυ­λισ­σό­ταν ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α τῶν ὀ­χη­μά­των, τὴν πρό­βλε­ψη τῶν πα­ρα­μι­κρῶν λε­πτο­με­ρει­ῶν πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴ ἀ­τυ­χη­μά­των. Μιὰ φο­ρὰ ὁ Ὄιγ­κεν εἶ­πε πὼς ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα δὲν εἶ­ναι δὰ καὶ τό­σο κα­κή. «Ὑ­πάρ­χουν ἀ­κού­ρα­στοι ἄν­τρες ποὺ σκέ­φτον­ται τὸ κοι­νὸ κα­λό», ἐ­ξή­γη­σε, «ποὺ φρον­τί­ζουν νὰ ὑ­πάρ­χει τά­ξη». Κά­θε ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κὴ μπά­ρα, κά­θε σῆ­μα, κά­θε πι­να­κί­δα μὲ το­πω­νύ­μιο τὸν γο­ή­τευ­ε. Σχε­δὸν βούρ­κω­νε ἀ­πὸ χα­ρὰ ὅ­ταν ἑρ­μή­νευ­ε σω­στά τα δι­ά­φο­ρα σή­μα­τα καὶ δι­έ­νυ­ε ἄ­νε­τα τὴ δι­α­δρο­μή του. Τὴ νύ­χτα τὸν ἐν­θου­σί­α­ζαν τὰ τσι­μεν­τέ­νια κο­λω­νά­κια ποὺ ἔ­φεγ­γαν στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου. Μὲ πό­ση σύ­νε­ση εἶ­χαν σχε­δια­στεῖ ὅ­λα! Ὁ σχε­δια­σμὸς ἦ­ταν τὸ πά­θος του· ἦ­ταν ἀ­τζέν­της συ­ναυ­λι­ῶν καὶ μέ­χρι στιγ­μῆς δὲν τοῦ εἶ­χε τύ­χει πο­τὲ κά­ποι­α ἀ­να­πο­διά – ὅ­λα πή­γαι­ναν κα­λά.

       Ὁ Γκα­στὸν ση­κώ­θη­κε, τί­να­ξε τὶς κομ­μέ­νες τρί­χες ἀ­πὸ τὸ μπουρ­νού­ζι του (δῶ­ρο τοῦ Ὄιγ­κεν), ἔ­φε­ρε ἕ­να σκου­πά­κι κι ἔ­σπρω­ξε βου­νὰ ἀ­πὸ πυ­ρο­ξαν­θὲς μποῦ­κλες στὸ φα­ρά­σι, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­πει­τα ἔ­βγα­λε ἔ­ξω γιὰ νὰ τὸ ἀ­δειά­σει. Πῆ­γε στὴν κου­ζί­να, κά­θι­σε στὸ τρα­πέ­ζι, ἔ­βα­λε κό­κα κό­λα σ’ ἕ­να πο­τή­ρι καὶ κά­πνι­σε. Ὁ κα­πνὸς αἰ­ω­ροῦν­ταν ἀρ­γά, σὲ σκόρ­πια συν­νε­φά­κια, πό­τε πά­νω πό­τε κά­τω. Ὁ Γκα­στὸν χτυ­ποῦ­σε ρυθ­μι­κὰ τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι στὸ τρα­πέ­ζι· ἦ­ταν λε­πτο­κα­μω­μέ­νο τὸ χέ­ρι του – τό­σο λε­πτο­κα­μω­μέ­νο ποὺ σχε­δὸν ἔ­μοια­ζε ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο. Ὁ Κό­μης Δρά­κου­λας πή­δη­ξε στὰ πό­δια του. Ὁ Γκα­στὸν πα­ρα­τή­ρη­σε τὴ λαμ­πε­ρὴ ρά­χη τοῦ γά­του καὶ τὰ αὐ­τιά του, ποὺ πό­τε-πό­τε συ­σπῶν­ταν. Τὰ χαλ­κό­χρω­μα μά­τια τοῦ Γκα­στὸν ἦ­ταν πιὸ στρογ­γυ­λὰ τώ­ρα ποὺ εἶ­χε μα­κρύ­νει τὸ πρό­σω­πό του. Τὸ κε­φά­λι του κρύ­ω­νε. Ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο βρι­σκό­ταν πά­νω στὴν ξυ­λό­σομ­πα δί­πλα στὸν φοῦρ­νο γκα­ζιοῦ, ἀ­κου­γό­ταν νὰ μι­λά­ει ἡ ἐκ­πρό­σω­πος κά­ποι­ας γλωσ­σι­κῆς μει­ο­νό­τη­τας. Ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ὁ Γκα­στὸν ἔ­βλε­πε τὸν κό­σμο νὰ περ­νά­ει: Ἄ­κου­γε τὰ βή­μα­τά τους, ἄ­κου­γε τὶς ὁ­μι­λί­ες τους, ὅ­μως δὲν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τα. Ὁ οὐ­ρα­νὸς φαι­νό­ταν σκο­τει­νός, πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ ἦ­ταν γα­λά­ζιος. Ξαφ­νι­κὰ ὁ Γκα­στὸν δι­έ­κρι­νε τὴ σι­λου­έ­τα τοῦ Ὄιγ­κεν. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα τὸν ἄ­κου­σε νὰ ξε­κλει­δώ­νει τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα, νὰ δι­α­σχί­ζει τὸν δι­ά­δρο­μο καὶ νὰ ἀ­νοί­γει τὴν πόρ­τα τοῦ δι­α­με­ρί­σμα­τος· ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μὴ θὰ ἔμ­παι­νε.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Anna und ich, Luchterhand 1985, καὶ στὴ συ­νέ­χεια:  Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργα τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (21.12.1956 & 6.1.1957).



		

	

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου»



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 7/11]


Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου»

(Die «überhäufte Bürokraft»)


ΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟΡΓΙΚΟΣ ὁ χει­μώ­νας ἐ­τοῦ­τος ποὺ συγ­κρα­τοῦ­σε τὸ χι­ό­νι, ποὺ δὲν τὸ ἔ­ρι­χνε πά­νω ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἐ­κεί­νη νὰ κοι­μη­θεῖ ἀ­νε­νό­χλη­τη ἀ­πὸ κά­τω. Οὔ­τε τὴ γυ­ναί­κα γιὰ τὴν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος ἐ­δῶ τὴν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος. Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ τῆς πα­ραί­τη­σής της εἶ­χε γρά­ψει: «Εἶ­μαι μιὰ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου.» Εἶ­χε πάν­το­τε ἕ­να τρέ­μου­λο μέ­σα της: ἀ­πὸ φό­βο ἢ ἀ­πὸ τρό­μο. Τὴν βα­σά­νι­ζαν εἰ­κα­σί­ες. Ὅ­πο­τε πή­γαι­νε πο­λὺ γρή­γο­ρα ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι στὸ κρε­βά­τι στὸ ὁ­ποῖ­ο σω­ρι­α­ζό­ταν, ἔ­βλε­πε ὅ­τι ἡ λάμ­πα τῆς ὀ­ρο­φῆς κου­νι­ό­ταν πέ­ρα-δῶ­θε ἀ­πὸ τὸ ρευ­μα­τά­κι, καὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­νι­ω­θε ὄ­χι μό­νο ἔκ­πλη­ξη μὰ καὶ φό­βο. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς σω­ρι­α­ζό­ταν στὸ κρε­βά­τι για­τὶ δὲν μπο­ροῦ­σε ἄλ­λο νὰ στέ­κε­ται ἢ νὰ κά­θε­ται: Στέ­ρευ­αν ξαφ­νι­κὰ οἱ δυ­νά­μεις της. Ἐ­πει­δὴ στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­βο­λες κα­ρέ­κλες, προ­τι­μοῦ­σε νὰ ξα­πλώ­νει ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε κα­νέ­να βι­βλί­ο. Ὅ­πο­τε ἄ­κου­γε μου­σι­κὴ ξά­πλω­νε στὸ δε­ξὶ πλευ­ρό, καὶ μὲ τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι πί­ε­ζε τὸ μα­ξι­λά­ρι πά­νω στὸ δε­ξί της μά­γου­λο, ἐ­νῶ τὸ δε­ξὶ μπρά­τσο γύ­ρευ­ε νὰ πε­ρι­βά­λει τὸ σῶ­μα της, πα­ρα­ῆ­ταν ὡ­στό­σο κον­τό· τὸ χέ­ρι με­τὰ βί­ας ἄγ­γι­ζε τὴν ὠ­μο­πλά­τη. Ἐ­κεί­νη ἔ­με­νε ξα­πλω­μέ­νη, μὲ κλει­στὰ μά­τια καὶ κου­λου­ρι­α­σμέ­να πό­δια. Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, ἔ­γρα­φε πολ­λὲς αἰ­τή­σεις, στὶς ὁ­ποῖ­ες ἐκ­θεί­α­ζε τὶς ἱ­κα­νό­τη­τές της: «Εἶ­μαι δυ­να­μι­κὴ καὶ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὴ μα­ζί. Ὅ­πο­τε δὲν κοι­μᾶ­μαι (πράγ­μα ποὺ ἐ­δῶ καὶ κάμ­πο­σο και­ρὸ δὲν μπο­ρῶ πλέ­ον νὰ κά­νω), μέ­νω μὲ τὶς ὧ­ρες συγ­κεν­τρω­μέ­νη, καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται στὸ με­τα­ξὺ οὔ­τε νὰ μὲ τα­ΐ­ζει οὔ­τε νὰ μὲ πο­τί­ζει κα­νείς· τὰ βρά­δια ψά­χνω μό­νη μου τὴ λεί­α μου, ἀ­φή­νω δη­λα­δὴ πί­σω τὴν πό­λη καὶ πε­ρι­δι­α­βαί­νω τὴν κοι­λά­δα: Οὔ­τε που­λιὰ οὔ­τε πον­τί­κια μοῦ τὴ γλι­τώ­νουν τό­τε.»

       Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λο: μιὰ ἀ­να­και­νι­σμέ­νη σο­φί­τα μὲ δύ­ο μι­κρο­σκο­πι­κὰ ἀ­να­κλι­νό­με­να πα­ρά­θυ­ρα. Ἀ­νῆ­κε σὲ κά­ποι­α μου­σι­κό, ἡ ὁ­ποί­α βρι­σκό­ταν σὲ πε­ρι­ο­δεί­α. Οἱ τοῖ­χοι ἔ­μοια­ζαν φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ χι­ό­νι. Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» ἔ­με­νε πρὶν σὲ μιὰ παν­σιόν, στὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ κρε­μά­σει κα­νεὶς πί­να­κες στοὺς τοί­χους πα­ρὰ μό­νο μὲ τὶς εἰ­δι­κὲς πι­νέ­ζες τῆς ἐ­πι­χεί­ρη­σης. Κά­θε ἐ­πι­σκέ­πτης ἔ­πρε­πε νὰ δη­λώ­νε­ται καὶ μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νει μό­νο ἕ­ως τὶς δέ­κα τὸ βρά­δυ. Στὴν αἴ­θου­σα τη­λε­ό­ρα­σης ἡ τι­βὶ ἔ­κλει­νε αὐ­στη­ρὰ στὶς ἕν­τε­κα. Ὅ­σοι φι­λο­ξε­νοῦν­ταν σὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­τά­λυ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­λι­ό­τε­ρα ἦ­ταν οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο γιὰ νε­α­ρὰ κο­ρί­τσια καὶ πα­ρέ­μει­νε ἔ­κτο­τε σύμ­βο­λο τῆς πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νης ζω­ῆς, ἦ­ταν κα­τὰ κύ­ριο λό­γο πρώ­ην ἀ­σθε­νεῖς τῆς ψυ­χι­α­τρι­κῆς κλι­νι­κῆς. Ὅ­σοι τύ­χαι­νε πό­τε-πό­τε νὰ χά­σουν τὸν δρό­μο τους καὶ νὰ βρε­θοῦν ἐ­κεῖ ὡς πε­λά­τες τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου πα­ρα­λάμ­βα­ναν ἀ­πὸ μί­α με­γά­λη πε­τσέ­τα μπά­νιου, ἐ­νῶ οἱ οἰ­κό­τρο­φοι ἀ­πὸ μί­α μι­κρή. Τὶς Κυ­ρια­κὲς ἦ­ταν κλει­στὴ ἡ κου­ζί­να· οἱ οἰ­κό­τρο­φοι κά­θον­ταν στὰ δω­μά­τιά τους, κα­τα­βρό­χθι­ζαν τὰ σάν­του­ίτς τους καὶ κοι­τοῦ­σαν κά­ποι­ον τοῖ­χο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα. Μιὰ φο­ρά, τὴν ὥ­ρα ποὺ ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» στε­κό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­δε πε­σμέ­νο στὸν δρό­μο τὸν ἴ­σκιο ἑ­νὸς δέν­τρου καὶ σκέ­φτη­κε πὼς ἦ­ταν τά­χα ἡ ἴ­δια πε­σμέ­νη ἐ­κεῖ κά­τω.

       Κα­τὰ τὴ γνώ­μη της δὲν εἶ­χε κα­νέ­να δι­καί­ω­μα νὰ ζεῖ σ’ αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο δι­α­μέ­ρι­σμα, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὅ­που νά ’­ναι θὰ ἐ­πέ­στρε­φε ἡ μου­σι­κός. Πα­τοῦ­σε στὶς μύ­τες τῶν πο­δι­ῶν της καὶ πό­τε-πό­τε συ­νέ­κρι­νε τὴν ὥ­ρα στὸ ρο­λό­ι της μὲ ἐ­κεί­νη τῆς τη­λε­φω­νι­κῆς ἀ­ναγ­γε­λί­ας ὥ­ρας. Συλ­λο­γι­ζό­ταν σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μου­σι­κό: «Αὐ­τὴ εἶ­ναι δυ­να­τή. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ εἶ­σαι κα­λὴ ὅ­ταν εἶ­σαι δυ­να­τή.»

       Τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων ὑ­ψώ­θη­κε στὸν χλο­μὸ οὐ­ρα­νὸ πά­νω ἀ­πὸ τὶς στέ­γες τῆς πό­λης μιὰ ρὸζ-βι­ο­λε­τιὰ στι­βά­δα ἀ­πὸ σύν­νε­φα, σὰν βου­νὸ ἀ­πὸ βαμ­βά­κι. Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» δὲν γι­όρ­τα­ζε. Ὁ φό­βος της μὴν τυ­χὸν μεί­νει ἀ­πέν­τα­ρη τὴν ἐμ­πό­δι­ζε νὰ ψω­νί­σει δῶ­ρα γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της. Ὅ­μως ἔ­μοια­ζε μὲ γυ­ναί­κα ποὺ τὴν ἀ­γά­πη τὴν εἶ­χε γνω­ρί­σει ἢ τὴν προσ­δο­κοῦ­σε ἀ­κό­μη.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση σὲ αὐ­τὴ τὴ μορ­φή: Der letzte Frühlingstag, Luchterhand 1997, καὶ στὴ συ­νέ­χεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004. Μὲ ἐ­λά­χι­στες δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις καὶ μὲ τὸν τί­τλο Kündigung εἶ­χε προ­η­γη­θεῖ δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ κει­μέ­νου στὴ συλ­λο­γὴ Das verschwundene Haus, Luchterhand 1988.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (27.4.1987) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Ἡ γει­τό­νισ­σα



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 5/11]


Ἡ γει­τό­νισ­σα

(Die Nachbarin)


ΕΡΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ γιὰ τὴ γει­τό­νισ­σά μου. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς βά­ζει στὴ μύ­τη τὸν δεί­κτη της, μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ ὁ­ποί­ου χώ­νει ὅ­λη μέ­ρα καρ­μπὸν ἀ­νά­με­σά σε κί­τρι­να καὶ ρὸζ δι­πλό­τυ­πα, καὶ σκα­λί­ζει τὰ ρου­θού­νια της, ποὺ με­τὰ μέ­νουν μαῦ­ρα. Ἡ γει­τό­νισ­σά μου δου­λεύ­ει ὀ­χτὼ ὧ­ρες τὴν ἡ­μέ­ρα μέ­σα σὲ τέσ­σε­ρις τοί­χους ἀ­πὸ μπε­τόν· συ­χνὰ λα­σκά­ρει ἡ πρό­κα ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α κρέ­με­ται τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο μὲ τὶς πο­λύ­χρω­μες ἀ­πό­ψεις το­πί­ων· τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο τό­τε πέ­φτει στὸ πά­τω­μα καὶ ἡ γει­τό­νισ­σά μου καρ­φώ­νει ξα­νὰ τὴν πρό­κα καὶ κρε­μά­ει προ­σε­χτι­κά το ἡ­με­ρο­λό­γιο. Κά­ποι­ες φο­ρὲς κλεί­νε­ται στὴν του­α­λέ­τα γιὰ νὰ πε­ρι­ερ­γα­στεῖ τὸ πρό­σω­πό της· τὰ μά­τια, τὰ ὁ­ποῖ­α κο­λυμ­ποῦν σὰν ψά­ρια πί­σω ἀ­πὸ τοὺς χον­τροὺς φα­κοὺς τῶν γυ­α­λι­ῶν, γυρ­νᾶ­νε ἔ­πει­τα ἀ­νά­σκε­λα.

       Πα­ρα­τη­ρῶ τὴ γει­τό­νισ­σά μου ἐ­δῶ καὶ 313 ἡ­μέ­ρες, ἐ­πι­τη­ρῶ τὶς σκέ­ψεις της καὶ ἀ­κο­λου­θῶ τὰ βή­μα­τά της, μιᾶς καὶ θέ­λω νὰ γρά­ψω ἕ­να ρα­δι­ο­φω­νι­κὸ θε­α­τρι­κὸ γιὰ αὐ­τήν. Κρα­τά­ω ση­μει­ώ­σεις. Ζεῖ μό­νη μὲ τὴ χε­λώ­να της, τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως δὲν ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ συμ­πε­ρι­λά­βω στὸ ἔρ­γο· θὰ μπο­ροῦ­σα, βέ­βαι­α, νὰ βά­λω κά­ποι­ον νὰ κά­νει ἕ­να σχό­λιο γιὰ τὸ ἀ­νό­ρε­χτο ζῶ­ο, νὰ τὸν πα­ρου­σιά­σω, ἂς ποῦ­με, νὰ δι­α­πι­στώ­νει πὼς ὁ λαι­μὸς τῆς γει­τό­νισ­σας μοιά­ζει μὲ τὸν λαι­μὸ τῆς χε­λώ­νας. Μο­λο­νό­τι ἡ γει­τό­νισ­σά μου βά­φει τὰ μαλ­λιά της στὸ κόκ­κι­νό του γε­ρα­νιοῦ, ξέ­ρω ὅ­τι σύν­το­μα θὰ συγ­κα­τα­λέ­γε­ται ἀ­νά­με­σα στοὺς γέ­ρους· θὰ συρ­θεῖ τό­τε ὣς τὸ πο­τά­μι, θὰ μπεῖ σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς βάρ­κες ποὺ κλυ­δω­νί­ζον­ται καὶ θὰ ἀ­φή­σει τὸ ρεῦ­μα νὰ τὴν ξε­πλύ­νει μα­κριά, καὶ τό­τε ἐ­μέ­να, ποὺ ὅ­που νά ’­ναι δὲν θὰ ξέ­ρω πιὰ ἂν ἐ­γὼ εἶ­μαι αὐ­τὴ ἢ ἂν αὐ­τὴ εἶ­ναι ἐ­γώ, νὰ μὴ μὲ ψά­ξει κα­νείς.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Windgeschichten, Luchterhand 1980.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (12.08.1987) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.



		

	

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Τὸ καπέλο



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 4/11]


Τὸ κα­πέ­λο

(Der Hut)


ΟΥ ΚΑΣΠΑΡ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου ὅ­ταν ἡ ὁ­μί­χλη ἔ­κρυ­βε τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν δέν­τρων καὶ ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κλει­νε τῶν λου­λου­δι­ῶν τὸ στό­μα, ἔ­τσι ποὺ τε­λι­κὰ ἀ­πέ­με­ναν πε­τα­μέ­να στὴ γῆ σὰν νε­κρὰ που­λιά, τοῦ ἄ­ρε­σε ὅ­μως καὶ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὸ ἐκ­θαμ­βω­τι­κὸ φῶς κα­θὼς δι­α­χε­ό­ταν πά­νω ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν καμ­πα­να­ρι­ῶν, τὰ λι­κνι­στι­κὰ κύ­μα­τα τοῦ πο­τα­μοῦ ὅ­πως ἕ­σφιγ­γαν πά­νω τους τὶς κοι­λι­ὲς τῶν πλοί­ων, τὸ δι­α­πε­ρα­στι­κὸ τρα­γού­δι­σμα τῶν που­λι­ῶν. Ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δί, ἢ του­λά­χι­στον ἔ­τσι τοῦ τὰ πα­ρου­σί­α­ζε ἡ ἀ­νά­μνη­ση, κα­θό­ταν σὲ ἕ­να δω­μά­τιο καὶ ἔ­τρω­γε, καὶ ἡ μη­τέ­ρα του, στὸ κε­φά­λι τῆς ὁ­ποί­ας δέ­σπο­ζε ἕ­να με­γά­λο κα­πέ­λο, τὸν πλη­σί­α­ζε κά­θε τό­σο γιὰ νὰ δεῖ ἂν τοῦ ἄ­ρε­σε τὸ φα­γη­τό. Με­ρι­κὲς φο­ρές, ὅ­ταν σκο­τεί­νια­ζε, ὅ­ταν στα­μα­τοῦ­σε τὸ τὶκ-τὰκ τοῦ ρο­λο­γιοῦ καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς ἀ­πει­λοῦ­σε νὰ γκρε­μι­στεῖ καὶ νὰ πέ­σει μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, λευ­κὰ λου­λού­δια περ­νοῦ­σαν γορ­γὰ μπρο­στὰ ἀ­π’ τὰ μά­τια του.

       Κά­πο­τε, ὅ­ταν ὁ Κά­σπαρ δὲν ἦ­ταν παι­δὶ πιά, μπῆ­κε μιὰ νυ­χτε­ρί­δα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο φτε­ρο­κο­πών­τας. Τὰ μά­τια της ἦ­ταν τρυ­φε­ρὰ καὶ λαμ­πε­ρά, ἡ φω­νή της ἔ­μοια­ζε μὲ μου­σι­κὴ παιγ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν σα­τα­νᾶ, εἶ­χε κί­τρι­να δόν­τια, οἱ κι­νή­σεις της ἦ­ταν ἐ­ξω­τι­κές, χο­ρευ­τι­κές, τὸ χα­μό­γε­λό της κα­θα­ρὸ σὰν τὸν πρω­ϊ­νὸ οὐ­ρα­νό. Εἶ­πε: «Κα­λη­σπέ­ρα» καὶ ρώ­τη­σε ἂν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­θί­σει. Ἔ­φα­γε ἄ­σπρο ψω­μί, ἤ­πι­ε γά­λα καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ἐ­κεῖ ὅ­που οἱ χι­ο­νο­νι­φά­δες στρο­βι­λί­ζον­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ μιὰ χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα ὅ­λο μά­τια καὶ τὰ δέν­τρα πρό­βα­λαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γῆ σὰν χέ­ρια θαμ­μέ­νων. Τὸ πα­ρά­θυ­ρο πα­ρέ­με­νε ἀ­νοι­χτό, δι­ό­τι ὁ Κά­σπαρ φο­βό­ταν δια­ρκῶς μὴν τυ­χὸν καὶ πά­θει ἀ­σφυ­ξί­α. Τὴν ἐ­πί­σκε­ψη αὐ­τὴ τὴν ἔ­βλε­πε τώ­ρα μὲ ἀ­νη­συ­χί­α, κα­θὼς μέ­χρι τό­τε δὲν τοῦ εἶ­χε τύ­χει πο­τὲ ξα­νὰ πα­ρό­μοι­ος ἐ­πι­σκέ­πτης. (Τὶς πε­ρι­στα­σια­κὲς ἐ­πι­σκέ­ψεις τοῦ εἰ­σπρά­κτο­ρα δὲν τὶς λο­γά­ρια­ζε στὰ σο­βα­ρά.) Ρώ­τη­σε: «Ποι­ὰ εἶ­σαι;», πράγ­μα ποὺ ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι προ­σπά­θη­σε νὰ κα­τα­πι­έ­σει τὴν ἔμ­φυ­τη ρο­πή του πρὸς τὴν εὐ­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α θὰ τοῦ εἶ­χε ὑ­πα­γο­ρεύ­σει νὰ ἀ­πευ­θυν­θεῖ στὴ νυ­χτε­ρί­δα στὸν πλη­θυν­τι­κό. Πι­θα­νὸν νὰ ἤ­θε­λε ἔ­τσι νὰ ἀ­πο­μα­γεύ­σει τὸ πα­ρά­ξε­νο, τὸ ἀ­πί­στευ­το, καὶ ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ τε­λι­κὰ δὲν δι­έ­κο­ψε τὴν ἐρ­γα­σί­α του, πα­ρὰ συ­νέ­χι­σε νὰ πλά­θει γυ­ναι­κεί­α ἀ­γαλ­μα­τί­δια ἀ­πὸ πη­λό, τὰ ὁ­ποῖ­α στὴ συ­νέ­χεια που­λοῦ­σε. Ἡ μη­τέ­ρα του κα­θό­ταν κον­τὰ στὴ σόμ­πα, ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­χε δι­α­βά­σει τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Τὸ κα­πέ­λο της εἶ­χε ἔν­το­νο κόκ­κι­νο χρῶ­μα καὶ τὸ βλέμ­μα της, ποὺ πρό­βα­λε κά­τω ἀ­πὸ τὸ γεῖ­σο του, ἦ­ταν γε­μά­το αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, πρέ­πει νὰ τῆς ἄ­ρε­σε πο­λὺ νὰ φαν­τά­ζε­ται πὼς τό­σο ἡ ἴ­δια ὅ­σο κι ὁ γιός της βρί­σκον­ταν ὑ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α του. Ἡ νυ­χτε­ρί­δα ξε­ρό­βη­ξε γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σει τὸν λαι­μό της, ἔ­σκυ­ψε πά­νω ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι καὶ πέ­τα­ξε με­ρι­κὲς ἀ­ε­ρο­λο­γί­ες, καὶ τό­τε τὸ ἀ­γαλ­μα­τί­διο ποὺ μό­λις εἶ­χε πλά­σει ὁ Κά­σπαρ μὲ ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα καὶ με­ρά­κι με­γά­λω­σε, ἀ­πέ­κτη­σε κα­στα­νο­κόκ­κι­να μαλ­λιὰ καὶ γα­λα­νὰ μά­τια, χα­μο­γε­λα­στὸ στό­μα, χα­ρι­τω­μέ­να χε­ρά­κια καὶ πο­δα­ρά­κια ποὺ κι­νοῦν­ταν. Καὶ κα­θὼς ἦ­ταν, ἴ­σως, ντρο­πα­λό, τὸ τυ­λί­ξα­νε σὲ ἕ­να λευ­κὸ φό­ρε­μα ἀ­πὸ δαν­τέ­λα, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε γλι­στρή­σει ἁ­πα­λά, σὰν σύν­νε­φο χι­ο­νιοῦ, μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ὁ Κά­σπαρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὰ εἶ­χε χα­μέ­να, τραύ­λι­σε: «Τί ὄ­μορ­φη ποὺ εἶ­σαι» καὶ πε­ρι­ερ­γά­στη­κε τὸ θαῦ­μα ἀ­πὸ ὅ­λες του τὶς πλευ­ρές, σὰν νὰ ἀμ­φέ­βα­λε γιὰ τὴν τε­λει­ό­τη­τά του. Ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος στη­ρι­ζό­ταν ἀ­κό­μη πό­τε στὸ ἕ­να πό­δι καὶ πό­τε στὸ ἄλ­λο, χω­ρὶς νὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ αὐ­τὴ τὴν παι­δι­ά­στι­κη συ­νή­θεια, ἡ μη­τέ­ρα ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ γω­νιά της, ὅ­που κα­θό­ταν μέ­χρι τό­τε σὰν μα­νι­τά­ρι μέ­σα σὲ θε­ο­σκό­τει­νο δά­σος, ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα της, στὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε κα­τα­κα­θί­σει σκό­νη, καὶ ἐ­ξέ­φρα­σε τὴν ἄ­πο­ψη πὼς αὐ­τὸ τὸ ἀ­γαλ­μα­τί­διο τοῦ εἶ­χε πράγ­μα­τι πε­τύ­χει τοῦ γιοῦ της καὶ πὼς μᾶλ­λον θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ που­λή­σει ἀ­κρι­βά. Τὸ ὄ­μορ­φο κο­ρί­τσι χα­μο­γέ­λα­σε ὅ­ταν ὁ Κά­σπαρ εἶ­πε: «Ναί, μα­μά», κα­θὼς τῆς φά­νη­κε πὼς δὲν ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος ποὺ εἶ­πε αὐ­τὰ τὰ λό­για, μιᾶς καὶ ἡ γλώσ­σα του δὲν κου­νι­ό­ταν μὰ ἀ­κουμ­ποῦ­σε πά­νω στὰ χεί­λη του. Θυ­μή­θη­κε ὅ­τι μέ­χρι τώ­ρα εἶ­χε φι­λή­σει γυ­ναῖ­κες ὅ­πως χα­ϊ­δεύ­ει κα­νεὶς πα­ρά­ξε­να ζῶ­α γιὰ νὰ τὰ κα­θη­συ­χά­σει, ἢ μᾶλ­λον γιὰ νὰ κα­θη­συ­χά­σει τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τό. Κι ἐ­νῶ ἀ­κό­μα τοῦ περ­νοῦ­σαν δι­ά­φο­ρες, δι­ό­λου δυ­σά­ρε­στες σκέ­ψεις ἀ­πὸ τὸ μυα­λό, τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας ἄρ­χι­σε ξαφ­νι­κὰ νὰ σα­λεύ­ει, ἔ­γει­ρε σὰν χι­ο­νάν­θρω­πος ποὺ τὸν χα­ϊ­δεύ­ει ὁ ἥ­λιος, ἔ­χα­σε τὴ σκλη­ρά­δα του, σχη­μα­τί­στη­καν στα­γό­νες ποὺ ἔ­πε­φταν στὸ ἔ­δα­φος, κι ὅ­μως δὲν ἕ­λι­ω­σε, ὅ­πως πε­ρί­με­νε ὁ Κά­σπαρ, ἀν­τί­θε­τα ὑ­ψώ­θη­κε, πέ­τα­ξε ὅ­λο με­γα­λο­πρέ­πεια ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ψη­λά, βα­θιὰ μὲς στὸν λευ­κό, στρο­βι­λι­ζό­με­νο οὐ­ρα­νό, ὅ­που κον­το­στά­θη­κε γιὰ μιὰ στιγ­μή, κα­μώ­θη­κε πὼς εἶ­ναι ἄ­λι­κο φεγ­γά­ρι κι ἔ­πει­τα χά­θη­κε.

       Ἡ νυ­χτε­ρί­δα φτε­ρού­γι­σε ἀ­θό­ρυ­βα μα­κριά, καὶ ὁ Κά­σπαρ, σα­στι­σμέ­νος, με­θυ­σμέ­νος ἀ­πὸ εὐ­τυ­χί­α κι ἔκ­πλη­ξη, πῆ­ρε τὸ κο­ρί­τσι ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. Ἔ­ξω, τὰ δά­ση κά­θον­ταν πε­σμέ­να στὰ γό­να­τα σὰν πα­χι­ὲς λευ­κὲς ἀρ­κοῦ­δες, ὁ οὐ­ρα­νὸς βρον­τοῦ­σε μὲ μα­νί­α τὰ πα­ρά­θυ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο στε­κό­ταν κα­τά­πλη­κτη σὲ μιὰ γω­νιὰ ἡ μη­τέ­ρα καὶ μουρ­μού­ρι­ζε μὲ εὐ­μέ­νεια καὶ ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­α μα­ζί: «Γι­έ μου, γι­έ μου, τί ἀλ­λό­κο­τα πράγ­μα­τα εἶ­ναι αὐ­τὰ ποῦ συμ­βαί­νουν· θὰ μᾶς βγοῦν, ἄ­ρα­γε, σὲ κα­λό;»

       Χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἡ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μη­τέ­ρα, ἡ ὁ­ποί­α πο­τὲ δὲν μπό­ρε­σε νὰ ξε­πε­ρά­σει τὴν ἀ­πώ­λεια τοῦ κα­πέ­λου της, εἶ­χε πιὰ πε­θά­νει, καὶ ὁ Κά­σπαρ εἶ­χε τρα­βή­ξει μὲ τὴ γυ­ναί­κα του γιὰ μιὰ πιὸ φω­τει­νὴ χώ­ρα, μιὰ χώ­ρα ὅ­που οἱ κα­ται­γί­δες βρον­τοῦ­σαν τὰ τύμ­πα­νά τους χα­ρού­με­να πά­νω ἀ­πὸ τὰ χον­τρὰ δέν­τρα, ὅ­που ἡ ὁ­μί­χλη ἦ­ταν χρυ­σὴ καὶ οἱ ἄ­νε­μοι ψι­θύ­ρι­ζαν ἐ­ρω­τό­λο­γα, ὅ­που τα λου­λού­δια χό­ρευ­αν μὲ ἄ­καμ­πτα φο­ρε­μα­τά­κια ἀ­πὸ με­τά­ξι καὶ τὰ που­λιὰ κε­λα­η­δοῦ­σαν ὅ­λη μέ­ρα, τό­τε πιὰ τύ­χαι­νε κά­που κά­που, στὴ μέ­ση μιᾶς συ­ζή­τη­σης, νὰ ση­κώ­νει ξαφ­νι­κὰ ὁ σύ­ζυ­γος τὸ βλέμ­μα του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ κά­νει τὴν ἑ­ξῆς ἐ­πί­κλη­ση: «Μά τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας μου», ὅ­πως ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι συ­νη­θί­ζουν νὰ λέ­νε: «Μά τὸν Θε­ό». Ὅ­λοι ἀ­πο­ροῦ­σαν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸν τῆς ὁ­μι­λί­ας, μό­νο ἡ γυ­ναί­κα του τοῦ ἔ­κλει­νε τὸ μά­τι, σὰν νὰ ἤ­ξε­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους – μὰ γιὰ τὴ νυ­χτε­ρί­δα δὲν ἤ­ξε­ρε, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἄν­τρα της.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση, μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Judith Januar: Basler Nachrichten, 9.6.1963, καὶ στὴ συ­νέ­χεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γία, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (Φεβρουάριος 1991) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.



		

	

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Ὁ ποιητής



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 3/11]


Ὁ ποι­η­τής

(Der Dichter)


ΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ἔ­βα­λα τὰ δυ­να­τά μου νὰ γί­νω κοι­νω­νι­κός. Προ­σέλ­κυ­σα ξέ­νους ἀν­θρώ­πους στὸ σπί­τι μου· σὰν αἱ­μά­τι­να λου­λού­δια ἔ­φεγ­γε τὸ κρα­σὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ πο­τή­ρια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ρα. Νω­ρὶς τὸ πρω­ὶ τὰ μά­τια τῶν νε­α­ρῶν γυ­ναι­κῶν καὶ ἀν­τρῶν ἀ­νέ­βλυ­σαν, στά­λα­ξαν ζε­στὰ στὸν λαι­μό τους, πέ­ρα­σαν χο­ρο­πη­δών­τας πά­νω ἀ­πὸ τὴν κλεί­δα καὶ συ­νέ­χι­σαν νὰ τρέ­χουν χα­μη­λό­τε­ρα. Ἐ­γὼ ὅ­μως κα­θό­μουν ἄ­χα­ρος σὰν σε­λο­φὰν στὴν ξε­φτι­σμέ­νη πο­λυ­θρό­να δί­πλα στὴν κεν­τρι­κὴ θέρ­μαν­ση καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα τοὺς χο­ρούς τους· ξε­κόλ­λη­σαν ἀ­πὸ τοὺς τοί­χους ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους εἶ­χαν γρα­πω­θεῖ καὶ λι­κνί­ζον­ταν σὰν κισ­σὸς στὸν ἄ­νε­μο. Ὅ­ταν ἤ­μουν παι­δὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ ἔρ­θω σὲ ἐ­πα­φὴ μὲ ἀν­θρώ­πους χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μι­κρὲς χει­ρο­νο­μί­ες, ὑ­παι­νι­κτι­κὰ λό­για, ἐ­κεῖ­νοι ὅ­μως ἀ­ρέ­σκον­ταν στὸ θο­ρυ­βῶ­δες, στὸ προ­φα­νές, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­γὼ ἀ­πο­στρε­φό­μουν. Δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ μὲ κα­τα­λά­βουν. Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­δερ­φή μου κι ἐ­γὼ με­γα­λώ­σα­με χω­ρὶς μη­τέ­ρα. Θυ­μᾶ­μαι ὅ­τι ὁ πα­τέ­ρας μας ἀ­γα­ποῦ­σε τὶς λέ­ξεις «ἐγ­κρά­τεια» καὶ «θυ­σί­α»· ἀ­νῆ­κε σὲ μιὰ σκο­τει­νὴ αἵ­ρε­ση, στὴν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­νή­κου­με καὶ ἐ­μεῖς, ὡ­στό­σο στὰ δε­κα­έ­ξι μου ἔ­κα­να κο­πά­να ἀ­πὸ τὶς θε­ο­φο­βού­με­νες συ­να­θροί­σεις ποὺ μοῦ προ­κα­λοῦ­σαν πό­νο στὸ στο­μά­χι. Ὅ­πο­τε ὑ­πέ­φε­ρα ἀ­πὸ δί­ψα κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ φα­γη­τοῦ ὁ πα­τέ­ρας μου ἀ­πο­κρι­νό­ταν: «Φά­ε σα­λά­τα»· τὸ νὰ πί­νει κα­νείς, ἀ­κό­μα καὶ νε­ρό, τὸ θε­ω­ροῦ­σε πα­ρε­κτρο­πή· ὁ οὐ­ρα­νί­σκος καὶ ἡ καρ­διά μας ὄ­φει­λαν νὰ μεί­νουν στε­γνά.

       Ἡ ἀ­δερ­φή μου ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν πα­τέ­ρα πρὶν ἀ­πὸ μέ­να, ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­πει­τα ἔ­φυ­γα κι ἐ­γὼ ἀ­πὸ τὴν ψυ­χρό­τη­τα τοῦ πα­τρι­κοῦ μου γιὰ νὰ βρῶ τὴν ψυ­χρό­τη­τα τοῦ κό­σμου, δὲν ἤ­μουν ἀ­κό­μη ἕ­τοι­μος νὰ ἀ­νοί­ξω τὰ φτε­ρά μου καὶ νὰ πε­τά­ξω. Ἔ­χα­σα τὸν δρό­μο μου, ἔ­μει­να ξε­κρέ­μα­στος, ἔ­γι­να μπα­λά­κι καὶ ἔ­πε­σα χα­μη­λά· λί­γο ἔ­λει­ψε, μά­λι­στα, καὶ νὰ παν­τρευ­τῶ. Σή­με­ρα πλέ­ω πά­νω σε ἕ­να κομ­μά­τι πά­γο ὅ­λο καὶ πιὸ μα­κριὰ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ὄ­χθη ποὺ δι­α­γρά­φε­ται πέ­ρα μα­κριὰ ρη­χὴ καὶ ἄ­χα­ρη καὶ δὲν γί­νε­ται δι­ό­λου πιὸ ἀ­μυ­δρή. Ἡ σι­ω­πὴ γύ­ρω μου εἶ­ναι τε­τα­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν φό­βο, φου­σκω­μέ­νη σὰν γι­γάν­τιο σύν­νε­φο.

       Κά­θε μέ­ρα βγαί­νω γιὰ πε­ρί­πα­το μὲ τὴ σκυ­λί­τσα μου, ἡ ὁ­ποί­α κου­τσαί­νει κα­τὰ τὸν ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς τρό­πο ὅ­πως ἐ­γὼ (γνω­ρί­ζω πο­λὺ κα­λὰ τὸ γε­λοῖ­ο τοῦ θε­ά­μα­τος), καὶ δι­α­σχί­ζου­με τοὺς δρό­μους τοῦ προ­α­στί­ου· ὅ­ταν κον­το­στέ­κο­μαι, στα­μα­τᾶ καὶ τὸ ζῶ­ο τὸ βῆ­μα του καὶ κοι­τά­ζει ψη­λὰ πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια ἑ­νὸς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς πε­ρι­πά­τους ἦ­ταν ποὺ ἔ­γι­να ποι­η­τής: Στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου βρι­σκό­ταν ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ πα­γε­τὸς σκό­πευ­ε μᾶλ­λον νὰ κά­νει ἀ­ό­ρα­το, δι­ό­τι ἔ­μοια­ζε τυ­λιγ­μέ­νο σὲ λευ­κό, λε­πτὸ με­τα­ξό­χαρ­το. Ἀ­κό­μα καὶ ὁ οὐ­ρα­νός, ποὺ τραμ­πα­λι­ζό­ταν ἀ­νά­με­σα στὶς λευ­κὲς στέ­γες, ἦ­ταν λευ­κός. Φτά­νον­τας μί­αν ἀ­νά­σα πρὶν ἀ­πὸ τὸ αὐ­το­κί­νη­το εἶ­δα ὅ­τι τὸ δά­χτυ­λο ἑ­νὸς παι­διοῦ ἤ­θε­λε νὰ τὸ βγά­λει πά­λι ἀ­πὸ τὴν κρυ­ψώ­να του μὲ γράμ­μα­τα, μὲ μιὰ λέ­ξη, καὶ ταυ­τό­χρο­να τὸ με­τα­μόρ­φω­νε, τοῦ στε­ροῦ­σε ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ καὶ μὲ ἐ­πι­μο­νὴ τὴ ση­μα­σί­α του ὡς αὐ­το­κι­νή­του, ἡ ὁ­ποί­α ἤ­δη εἶ­χε τε­θεῖ ὑ­πὸ ἀμ­φι­σβή­τη­ση χά­ρη στὴ λευ­κὴ με­ταμ­φί­ε­ση. Στὸ κα­πὸ ἦ­ταν γραμ­μέ­νο κά­τι, μιὰ λέ­ξη ποὺ μοῦ κί­νη­σε τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον· περ­νών­τας ἀ­πὸ κον­τὰ κα­τόρ­θω­σα νὰ τὴ δι­α­κρί­νω: ΟΡΓΗ. Ἤ­μουν ἀ­να­στα­τω­μέ­νος, πα­ρά­ξε­να τα­ραγ­μέ­νος, λὲς καὶ τὸ γυ­μνὸ πρό­σω­πο μιᾶς νύ­φης τυ­λιγ­μέ­νης στὰ λευ­κὰ μοῦ ἐκ­μυ­στη­ρευ­ό­ταν κά­τι, λὲς καὶ δι­ά­βα­ζα στὸ ὕ­φος της ἕ­να μή­νυ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἦ­ταν συ­να­φὲς μὲ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τά της ὡς νύ­φης. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι μή­πως μπο­ροῦν ἄ­ρα­γε οἱ λέ­ξεις νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν ἕ­ναν και­νούρ­γιο κό­σμο πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο κε­νό, πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἄ­βυσ­σο στὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει γκρε­μι­στεῖ ἡ ζω­ή μου. Μέ­ρα νύ­χτα γρά­φω τώ­ρα λέ­ξεις, ζω­γρα­φί­ζω μὲ τὸν ἦ­χο τοὺς χει­μάρ­ρους τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ποὺ ξε­βρά­ζουν κά­ποι­ο λυσ­σα­σμέ­νο ψά­ρι μπρὸς στὸ πα­ρά­θυ­ρό μου· χτί­ζω πύρ­γους καὶ γέ­φυ­ρες, βά­ζω τὸν ἥ­λιο νὰ σα­ρώ­νει τοὺς ἴ­σκιους ἀ­πὸ τὶς χα­ρά­δρες μὲ τὴν ἀ­στρα­φτε­ρή του σκού­πα καὶ κου­νά­ω τὸ κε­φά­λι μου ὅ­ταν ὁ ἄ­νε­μος ποὺ πε­ρι­γρά­φω δι­α­βά­ζει πα­λι­ὲς ἐ­φη­με­ρί­δες σὲ μιὰ γω­νιὰ σὰν ἀ­λή­της· μὲ φού­ρια, μὲ μιὰ γε­λοί­α πε­ρι­έρ­γεια γυ­ρί­ζει τὸ ἕ­να φύλ­λο με­τὰ τὸ ἄλ­λο.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Basler Magazin, 9.9.1978, καὶ στὴ συ­νέ­χεια: Windge­schichten, Luch­terhand 1980)

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γία, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (1982) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 2/11]


Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως

(Das Brillenmuseum)


Α ΠΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ἔ­τσι ἡ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κὴ αὐ­τῆς τῆς πό­λης· ὅ­λο καὶ τὴ χτί­ζου­νε. Ἡ κλι­νι­κὴ προ­σελ­κύ­ει τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ κοι­νοῦ μὲ ἀ­φί­σες: «Ἐ­λᾶ­τε σὲ μᾶς! Γί­νε­τε ἀ­σθε­νής! 1000 ψυ­χί­α­τροι σᾶς πε­ρι­μέ­νουν!». Ἤ­θε­λα μιὰ φο­ρὰ νὰ γρά­ψω ἕ­να δι­ή­γη­μα γιὰ αὐ­τὴ τὴν κλι­νι­κή. Ἤ­θε­λα, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὴν πρό­τα­ση: «Ἡ ἀ­σθε­νὴς πέ­τα­ξε στὸν για­τρό της ἕ­να πα­χὺ κομ­μά­τι ὄ­νει­ρο.» Οἱ για­τροί, ὅ­μως, δὲν θὰ τὴν ἐ­κτι­μοῦ­σαν τὴν πα­ρο­μοί­ω­σή τους μὲ λαί­μαρ­γα ζῶ­α, μὲ ἐκ­θρο­νι­σμέ­νους λέ­ον­τες ποὺ ὄ­χι ἁ­πλῶς δὲν δι­και­οῦν­ται τὴ με­ρί­δα τοῦ λέ­ον­τος, μὰ πρέ­πει ἀν­τι­θέ­τως καὶ νὰ χαί­ρον­ται μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ μπου­κιὰ ὄ­νει­ρο ποὺ θὰ τοὺς πε­τά­ξουν οἱ ἀ­σθε­νεῖς. Ἂν δὲν τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ οἱ ἀ­σθε­νεῖς, οἱ ψυ­χί­α­τροι θὰ κα­τέ­λη­γαν νὰ πει­νά­σουν, ψυ­χῇ τε καὶ πνεύ­μα­τι. Οἱ ψυ­χί­α­τροι μα­δᾶ­νε τὰ δέρ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νῶν, τὸ ἕ­να με­τὰ τὸ ἄλ­λο, κι ἔ­πει­τα τὰ κα­τα­βρο­χθί­ζουν. Ἤ­θε­λα νὰ γρά­ψω γιὰ μιὰ ἀ­σθε­νῆ, ἡ ὁ­ποί­α κρα­τᾶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῶν δερ­μά­των της· ἐ­πι­τρέ­πει βέ­βαι­α στοὺς για­τροὺς νὰ μυ­ρί­σουν καὶ νὰ γλεί­ψουν τὰ δέρ­μα­τά της, σπά­νια ὅ­μως τοὺς δί­νει τὴν ἄ­δεια νὰ φᾶ­νε καὶ λι­γά­κι. Συ­χνὰ οἱ για­τροὶ ἀ­φή­νουν κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σει ἔ­χον­τας μο­νά­χα ἕ­να δέρ­μα πλέ­ον· τὸν κη­ρύσ­σουν ὑ­γι­ῆ, μὰ λί­γες ἑ­βδο­μά­δες ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἀ­σθε­νὴς ἐ­πι­στρέ­φει στὴν κλι­νι­κή. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν μπο­ροῦν νὰ γι­α­τρέ­ψουν κα­νέ­ναν γιὰ πάν­τα· τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ δὲν θὰ τὸ ἀ­πο­σι­ω­ποῦ­σα στὸ κεί­με­νό μου. Οἱ για­τροὶ δο­κι­μά­ζουν χά­πια στοὺς ἀ­σθε­νεῖς τους· κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ φάρ­μα­κα προ­κα­λοῦν ἀ­νη­συ­χί­α, με­ρι­κὴ τυ­φλό­τη­τα, ἀ­δυ­να­μί­α συγ­γρα­φῆς. Οἱ ἀ­σθε­νεῖς πλέ­κουν τὸ κομ­μέ­νο νῆ­μα τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τους ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή. Ὅ­ταν τὸ νῆ­μα κον­τύ­νει πά­ρα πο­λύ, ὅ­ταν δὲν φτά­νει πιὰ νὰ τοὺς συγ­κρα­τή­σει, τό­τε μέ­νουν γιὰ πάν­τα στὴν κλι­νι­κή, σὰν πα­λιὰ καὶ μπα­γι­ά­τι­κη βο­ρὰ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α κα­νέ­νας ψυ­χί­α­τρος πλέ­ον δὲν δεί­χνει ἐν­δι­α­φέ­ρον.

       Οἱ ψυ­χί­α­τροι ἔ­χου­νε μα­νί­α μὲ τὰ βι­ώ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νῶν τους. Ἕ­νας ἀ­σθε­νὴς χρει­ά­ζε­ται, πι­στεύ­ω, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο χῶ­ρο ἀ­πὸ ἕ­ναν μὴ ἀ­σθε­νῆ γιὰ νὰ «πε­ρι­η­γη­θεῖ τὴν ψυ­χή του», ὅ­πως θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τὸ δι­α­τυ­πώ­σει μὲ ἕ­ναν κά­ποι­ο στόμ­φο. Στὴν πε­ρί­πτω­ση, πά­λι, ἑ­νὸς «μὴ ἀ­σθε­νοῦς» ἡ ἐ­πι­φά­νεια τῆς ψυ­χῆς συρ­ρι­κνώ­νε­ται. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ οἱ ἄρ­ρω­στοι κα­τα­πί­νουν αὐ­τὰ τὰ και­νούρ­για χά­πια, ἡ αὔ­ξη­ση τῆς ἐ­πι­φά­νειας τῆς ψυ­χῆς καὶ τὰ βι­ώ­μα­τα ἐ­κλεί­πουν τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές· ἡ ἐ­πι­φά­νεια τῆς ψυ­χῆς φυ­ραί­νει, καὶ τὰ χά­πια πνί­γουν τὴ φαν­τα­σί­α.

       Οἱ ψυ­χί­α­τροι δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται μό­νο γιὰ βι­ώ­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ ἀ­τυ­χή­μα­τα. Εἶ­ναι ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ ποὺ κά­νουν τὴν ἐμ­φά­νι­σή τους ὅ­ταν ἔ­χει συμ­βεῖ κά­ποι­ο ἀ­τύ­χη­μα: Στή­νουν προ­ει­δο­ποι­η­τι­κὰ τρί­γω­να, μαρ­κά­ρουν, ἀ­να­κρί­νουν τοὺς μάρ­τυ­ρες, ση­μει­ώ­νουν. Πε­ρισ­σό­τε­ρα δὲν μπο­ροῦν νὰ κά­νουν· δὲν εἶ­ναι στὴν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τά τους νὰ γι­α­τρεύ­ουν τραυ­μα­τί­ες ἢ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρουν νε­κροὺς στὴ ζω­ή.

       Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ προ­σποι­η­θεῖ πὼς δὲν συμ­βαί­νει τί­πο­τε. Ἡ νε­α­ρὴ ἀ­σθε­νὴς Ὄλ­γκα ἔ­χει ἐ­ξα­σκη­θεῖ σ’ αὐ­τό. Μιὰ νύ­χτα, ὅ­μως, βλέ­πει ὄ­νει­ρο: Στὸ δω­μά­τιό της στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ πα­τρι­κοῦ, στὰ σα­νί­δια κά­τω ἀ­πὸ τὴν πλού­σια δι­α­κο­σμη­μέ­νη μπα­ρὸκ ὀ­ρο­φὴ ὑ­πάρ­χουν κι­βώ­τια γε­μά­τα τε­τρά­δια καὶ βι­βλί­α. Στὸ τζά­κι βρί­σκον­ται με­ρι­κὰ πά­κα χαρ­τί, στὶς γω­νί­ες ὑ­πάρ­χουν καρ­τε­λο­θῆ­κες, στὸ τρα­πέ­ζι στοι­βαγ­μέ­να σκόρ­πια χαρ­τιά. Ἡ Ὄλ­γκα ξε­κα­θα­ρί­ζει, τα­κτο­ποι­εῖ, γρά­φει καὶ τη­λε­φω­νεῖ. Ἔ­χει φτιά­ξει ἕ­να μου­σεῖ­ο ποὺ δὲν τὸ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πο­τὲ κα­νείς· εἶ­ναι ἕ­να μι­κρὸ μου­σεῖ­ο γιὰ σκε­λε­τοὺς γυ­α­λι­ῶν ὁ­ρά­σε­ως στὸ ἰ­σό­γει­ο. Πι­στεύ­ει στὸν ση­μαν­τι­κὸ ρό­λο αὐ­τῶν τῶν σκε­λε­τῶν καὶ τῶν φα­κῶν τους, ποὺ ἐ­ξευ­γε­νί­ζουν, ξε­κου­τι­αίνουν, ὀ­μορ­φαί­νουν ἢ ρη­μά­ζουν τὰ πρό­σω­πα. Ὅ­ταν ἕ­να ἄ­το­μο πρέ­πει νὰ ἀν­ταλ­λά­ξει τὴ χω­ρὶς γυα­λιὰ ὕ­παρ­ξή του ἔ­ναν­τι μιᾶς ὕ­παρ­ξης μὲ γυα­λιά, μπο­ρεῖ τό­τε νὰ δι­έλ­θει σο­βα­ρὴ κρί­ση ταυ­τό­τη­τας. Στὶς γυ­ναῖ­κες δὲν ἀ­ρέ­σει νὰ τὶς φω­το­γρα­φί­ζουν μὲ γυα­λιά, οἱ γραμ­μα­τεῖς ὅ­μως φο­ροῦν συ­χνὰ μὲ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τὰ με­γά­λα τους γυα­λιὰ μὲ τὸν κο­κά­λι­νο σκε­λε­τό. Τί θὰ ἦ­ταν ὁ Σοῦμ­περτ χω­ρὶς τὰ γυα­λιά του; Ἡ Ὄλ­γκα κα­τά­φε­ρε μὲ ἕ­να ζευ­γά­ρι γυα­λιὰ νὰ δώ­σει ἄλ­λη, ἀ­προσ­δό­κη­τη ὄ­ψη στὸ πρό­σω­πο τοῦ Προύστ.

       Συμ­πα­θη­τι­κὰ εἶ­ναι καὶ τὰ πα­λι­ο­μο­δί­τι­κα γυα­λιὰ τῶν ἀ­σφα­λι­στι­κῶν τα­μεί­ων· τὰ πρό­σω­πα φαί­νον­ται ἀ­μή­χα­να ἔ­τσι. Καὶ πό­σα δὲν ὀ­φεί­λει, ἄλ­λω­στε, στὰ βαλ­λι­στι­κὰ γυα­λιά του ὁ σκο­πευ­τής.

       Καὶ τὰ γυα­λιὰ ἡ­λί­ου καὶ τὰ γυα­λιὰ γιὰ τὸ χι­ό­νι εἶ­ναι χρή­σι­μα. Ἂς πά­ρου­με τὸ δι­ή­γη­μα «Τὰ μα­το­γυά­λια» τοῦ Ἔν­τγκαρ Ἄλ­λαν Πό­ε: Ἕ­νας νέ­ος ἄν­τρας χω­ρὶς γυα­λιά, μὲ ἀ­δύ­να­μη ὅ­ρα­ση, ἐ­ρω­τεύ­ε­ται μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη γυ­ναί­κα τὴν ὁ­ποί­α περ­νά­ει γιὰ νε­α­ρὴ κο­πέ­λα. Ἢ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με ἂν ὁ Ἒλ Γκρέ­κο θὰ εἶ­χε ζω­γρα­φί­σει ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἂν εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει δι­ο­πτρο­φό­ρος. Τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τῆς Ὄλ­γκα, ὡ­στό­σο, εἶ­ναι στραμ­μέ­νο προ­παν­τὸς σὲ ἕ­να μο­να­δι­κὸ ζευ­γά­ρι γυα­λιά, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη· σκα­ρώ­νει ἀ­μέ­τρη­τα σχέ­δια, κυ­κλώ­νει πο­λὺ ἁ­πα­λὰ τὰ μά­τια τοῦ ἀ­πό­μα­κρου πα­τέ­ρα της σὲ μιὰ με­γά­λη φω­το­γρα­φί­α, τοῦ σχε­διά­ζει γυα­λιὰ καὶ τὰ σβή­νει ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ μὲ μιὰ μα­λα­κὴ γό­μα. Σκι­τσά­ρει ὀ­βάλ, στρογ­γυ­λά, γε­μά­τα γω­νί­ες γυα­λιά, γυα­λιὰ μὲ λε­πτοὺς καὶ χον­τροὺς σκε­λε­τούς. Ἐλ­πί­ζει βα­θιὰ ὅ­τι θὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ κά­νει τὸ πρό­σω­πο τοῦ πα­τέ­ρα νὰ μοιά­ζει πιὸ ἀν­θρώ­πι­νο. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο σχε­διά­ζει, ὅ­σο πιὸ ἀ­πε­γνω­σμέ­να πα­σχί­ζει, τό­σο πιὸ ἀ­να­τρι­χι­α­στι­κὴ γί­νε­ται ἡ ἔκ­φρα­ση τῶν πα­τρι­κῶν μα­τι­ῶν – ἤ, μᾶλ­λον, ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ προ­σώ­που. Τὰ μά­τια σπι­θο­βο­λοῦν, εἶ­ναι καρ­φω­μέ­να πά­νω της, τρε­μο­παί­ζουν, λὲς καὶ τὰ τυ­φλώ­νει τὸ φῶς τοῦ λαμ­πα­τὲρ ποὺ φω­τί­ζει τὴ φω­το­γρα­φί­α.

       Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μι­σὸ χρό­νο πα­ρα­μο­νῆς στὴν κλι­νι­κὴ ἡ Ὄλ­γκα ἐ­πι­στρέ­φει στὸ σπί­τι. Ὁ ψυ­χί­α­τρός της δὲν με­τα­μορ­φώ­θη­κε στὸν πα­τέ­ρα της. Κα­λὰ-κα­λὰ δὲν ἔ­χει προ­λά­βει ἀ­κό­μη νὰ γυ­ρί­σει στὸ σπί­τι καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται πά­λι μὲ τὸ θέ­μα «γυα­λιά», ἔ­τσι πού, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα δι­α­σχί­ζει τὴ με­γά­λη πλα­τεί­α κά­τω, ταυ­τό­χρο­να βρί­σκε­ται πά­νω, στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιό της, στὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ὀ­νεί­ρων της, καὶ στέ­κε­ται στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Πα­ρα­τη­ρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό της κα­θὼς κά­θε­ται σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς λευ­κὲς πλα­στι­κὲς κα­ρέ­κλες, ἀ­πο­μί­μη­ση ἂρ νου­βό, μπρο­στά σε ἕ­να κα­φέ, πί­νει μιὰ κό­κα κό­λα καὶ κα­πνί­ζει. Ὅ­ταν ἔ­χει κα­λὸ και­ρό, ὁ κό­σμος, κυ­ρί­ως του­ρί­στες, κά­θε­ται ἔ­ξω, κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ ποὺ ἀ­πο­ποι­εῖ­ται τοὺς πύρ­γους τοῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ. Ἡ Ὄλ­γκα βλέ­πει τὸν ἑ­αυ­τό της νὰ σκα­λί­ζει μὲ τὸ ἀ­πο­τσί­γα­ρό της λευ­κοὺς σταυ­ροὺς στὸ τρι­γω­νι­κὸ τα­σά­κι. Μοιά­ζει μὲ θα­μώ­να τοῦ κα­φὲ ποὺ ἐ­κτί­θε­ται σὲ κοι­νὴ θέ­α, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ὅ­μως ἀ­πὸ κα­τα­ναγ­κα­σμούς, λὲς καὶ κά­θε­ται σὲ ψη­λὴ σκά­λα. Δὲν ὑ­πάρ­χουν ἐ­δῶ οἱ τέσ­σε­ρεις γω­νί­ες μέ­σα στὶς ὁ­ποῖ­ες κά­θε­ται μο­νί­μως ὁ πα­τέ­ρας-θε­ός. Ἡ Ὄλ­γκα γρά­φει ἕ­να γράμ­μα ποὺ δὲν πρό­κει­ται νὰ στεί­λει στὸν πα­τέ­ρα της: «Μιᾶς καὶ μοῦ ἦ­ταν πάν­το­τε πιὸ εὔ­κο­λο νὰ γρά­φω πα­ρὰ νὰ μι­λά­ω, θέ­λω νὰ πα­ρα­μεί­νω πι­στὴ στὶς συ­νή­θει­ές μου. Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο, κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου, νὰ μὴν ἀλ­λά­ξου­με τοὺς ρό­λους, ἀ­φοῦ δὲν εἴ­μα­στε κα­θό­λου ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νοι νὰ μι­λᾶ­με με­τα­ξύ μας. Μι­λή­σα­με καὶ πο­τὲ με­τα­ξύ μας ἐ­μεῖς;» Γιὰ νὰ συμ­πλη­ρώ­σω τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ τῆς Ὄλ­γκα θὰ πρέ­πει ἴ­σως νὰ ἀ­να­φέ­ρω ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­τι δὲν δι­α­βά­ζει πο­τὲ τὰ βι­βλί­α ποὺ πρέ­πει νὰ ἔ­χει δι­α­βά­σει κα­νεὶς καὶ δὲν πη­γαί­νει πο­τὲ νὰ δεῖ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο τὶς ται­νί­ες γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες μι­λᾶ­νε ὅ­λοι ἀ­κό­μα καὶ με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια. Δὲν ξέ­ρει ποι­ά ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που ται­ριά­ζει σὲ ποι­ά πε­ρί­στα­ση. Δὲν ξέ­ρει ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι στὴν πό­λη μας οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­πράτ­τουν ἐγ­κλή­μα­τα κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ τὴν ἀ­σύ­νει­δη ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ φυ­λα­κι­στοῦν ἀ­πὸ τὴν ἀ­στυ­νο­μί­α. Ξέ­ρει ὅ­μως ὅ­τι οἱ ἐκ­κλη­σί­ες καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ κόμ­μα­τα ἐ­πι­δι­ώ­κουν νὰ προ­σελ­κύ­σουν πι­στούς. Ἐν­δε­χο­μέ­νως καὶ ὁ στρα­τός. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, νε­α­ροί, ὀρ­δὲς ὀρ­φα­νῶν ἀ­πὸ πα­τέ­ρα, ὀρ­γώ­νουν τοὺς δρό­μους τῆς πό­λης, σπᾶ­νε βι­τρί­νες, λε­η­λα­τοῦν καὶ βά­ζουν φω­τι­ές. Παι­διά, νέ­ες γυ­ναῖ­κες καὶ νέ­οι ἄν­τρες δὲν κολ­λοῦν ἀ­φί­σες στοὺς τοί­χους γιὰ νὰ προ­σελ­κύ­σουν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Γρά­φουν στοὺς τοί­χους τῆς πό­λης προ­τά­σεις ὅ­πως: «Θέ­λου­με νὰ ζή­σου­με! Καὶ τὸ μπε­τὸν μα­ραί­νε­ται!» Κά­ποι­ος νέ­ος ἔ­χει γρά­ψει μὲ χρω­μα­τι­στὸ σπρέ­ι, ἄ­λι­κο, τὴ λέ­ξη «Προ­σο­χή!» στὸν τοῖ­χο τοῦ πα­τρι­κοῦ της Ὄλ­γκα. Τὶς Κυ­ρια­κὲς ἐ­πι­σκέ­πτον­ται ἀ­στοὶ τὸ κέν­τρο τῆς πό­λης γιὰ νὰ πε­ρι­ερ­γα­στοῦν τὶς ζη­μι­ές. Εἶ­ναι ὡ­ραῖ­οι πε­ρί­πα­τοι αὐ­τοί, ἀν­τι­κα­θι­στοῦν μιὰ ἐ­πί­σκε­ψη στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Das Brillenmuseum, Luchterhand 1982.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (1980) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.



		

	

Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer): Ζών­τας ἐν­τὸς τοῦ γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου



Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer)

[Adelheid Duvanel, Ἀ­φι­έ­ρω­μα 1/11]


Ζών­τας ἐν­τς το γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου

Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς στὴν Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (1936-1996)

(Leben im Medium der Sprache

Abschied von Adelheid Duvanel [1936-1996])


«… ΤΟ ΠΑΙΔΙ οὔρ­λια­ζε ἀ­κα­τά­παυ­στα: “Μὴν ἀ­φή­σε­τε τὴν καρ­διά μου νὰ στα­μα­τή­σει! Μὴν ἀ­φή­σε­τε τὴν καρ­διά μου νὰ στα­μα­τή­σει!”» – Αὐ­τὲς εἶ­ναι οἱ τε­λευ­ταῖ­ες σει­ρὲς ἀ­πὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ. Θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­πι­γρά­φουν προ­γραμ­μα­τι­κὰ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή της: Ἕ­να παι­δὶ ἦ­ταν καὶ ἡ ἴ­δια, ἕ­να ὑ­πε­ρή­λι­κο παι­δί, ποὺ μὲ κά­θε λέ­ξη τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­φε ἡ συγ­γρα­φέ­ας, μιᾶς καὶ εἶ­χε καὶ αὐ­τὴ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα, ἀ­γω­νι­ζό­ταν γιὰ μιὰ ζω­ὴ ποὺ γλι­στροῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια της. Ἡ Ντυ­βα­νὲλ ἔ­γρα­φε μό­νο σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ συ­νειρ­μι­κὴ λο­γι­κὴ τῶν εἰ­κό­νων τῶν ὀ­νεί­ρων – σὲ σα­φεῖς, κρυ­στάλ­λι­νες προ­τά­σεις μιᾶς ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ ἁ­πλῆς σύν­τα­ξης. Αὐ­τὲς τὶς προ­τά­σεις τὶς ἔ­γρα­φε μὲ τὸν τρό­πο ποὺ κρα­τᾶ κα­νεὶς ση­μει­ώ­σεις, θαρ­ρεῖς καὶ δὲν τὶς ἔ­γρα­φε ἡ ἴ­δια. Ἡ γλώσ­σα ἁ­πλῶς τῆς συ­νέ­βαι­νε. Κου­βεν­τι­ά­ζα­με συ­χνὰ γιὰ αὐ­τὰ καί, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς τε­λευ­ταί­ας μας συ­νάν­τη­σης τυ­χαῖ­α ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο τῆς Αἴ­θου­σας Τέ­χνης τῆς Βα­σι­λεί­ας, μοῦ μι­λοῦ­σε γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν της ὅ­πως γιὰ παι­διά, τὰ ὁ­ποῖ­α κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο με­γά­λω­ναν κά­θε μέ­ρα κα­τὰ μί­α πρό­τα­ση. Κά­θε μέ­ρα καὶ μί­α πρό­τα­ση.

       Κα­τ’ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να μο­να­δι­κὸ στὸ εἶ­δος του ἔρ­γο. Σὲ αὐ­τὸ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται, μὲ ἁ­δροὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς, γύ­ρω στὶς δι­α­κό­σι­ες ἱ­στο­ρί­ες γιὰ χί­λι­ες δυ­ὸ ὄ­ψεις τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πό­νου, ἱ­στο­ρί­ες μο­να­ξιᾶς καὶ αὐ­τι­στι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των πα­ρα­τή­ρη­σης τοῦ κό­σμου, οἱ ὁ­ποῖ­ες ξε­δι­πλώ­νον­ται στὸ πε­δί­ο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας – σκορ­πι­σμέ­νες σὰν χάν­τρες πά­νω σε πι­α­τέ­λα ἀ­πὸ γυα­λί, δί­χως τά­ξη ἢ δο­μή, κα­θε­μιά τους θαυ­μά­σια ἀ­να­πτυγ­μέ­νη, μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ καὶ ὀρ­γα­νι­κὴ πλη­ρό­τη­τα. Ἄλ­λη ται­ρια­στὴ με­τα­φο­ρὰ θὰ ἦ­ταν ἴ­σως αὐ­τὴ ἑ­νὸς κα­λει­δο­σκό­πιου, δι­ό­τι ὁ ἀ­να­γνώ­στης τῶν βι­βλί­ων τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ εἰ­σέρ­χε­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο θαυ­μά­των ποὺ στρα­φτα­λί­ζει καὶ εἶ­ναι γε­μά­τος δε­λε­α­στι­κές, πι­κρές, γκρο­τέ­σκες πα­ρα­φυά­δες τῆς Comedie humaine, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζον­ται ἀ­πα­ρέγ­κλι­τα ἡ μιὰ μέ­σα στὴν ἄλ­λη καὶ προ­σο­μοι­ώ­νουν ἕ­να ἀ­χα­νὲς προ­σω­πι­κὸ σύμ­παν – μέ­νον­τας, ὡ­στό­σο, ἐγ­κλω­βι­σμέ­νες στὸ στε­νό τους πε­ρί­βλη­μα.

       Ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ ἔ­βα­λε μό­νη τέ­λος στὴ ζω­ή τῆς για­τὶ τῆς εἶ­χε γί­νει πράγ­μα­τι ἀ­νυ­πό­φο­ρη, καὶ δὲν θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λὴ νὰ θαυ­μά­σου­με τὴν τόλ­μη καὶ τὴ γεν­ναι­ό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α τὴν ὑ­πέ­μει­νε γιὰ τό­σο με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα. Ἀ­πὸ αὐ­τή της τὴν προ­σω­πι­κὴ τόλ­μη γεν­νή­θη­κε ἡ τέ­χνη της, τό­σο ἡ λο­γο­τε­χνί­α ὅ­σο καὶ τὰ χρω­μα­τι­στὰ σκί­τσα μὲ μαρ­κα­δό­ρο, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­πί­σης ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με: Σὲ αὐ­τὰ κα­τέ­φευ­γε ὅ­ταν ἡ δι­α­τύ­πω­ση, ἡ λε­κτι­κὴ ἔκ­φρα­ση, δὲν ἦ­ταν πλέ­ον ἐ­φι­κτή. Καὶ τὰ δύ­ο ἀ­να­πτύ­χθη­καν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ δι­κοῦ της ἀ­δι­ε­ξό­δου – καὶ ἐ­ξί­σου συ­νει­δη­τὰ ἐ­πι­στρά­τευ­σαν τὴν καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­ναν­τί­ον του· τὸν θά­να­το τῆς ποι­ή­τριας δὲν θὰ πρέ­πει νὰ τὸν ἐ­κλά­βου­με ὡς πα­ρα­δο­χὴ ἀ­πο­τυ­χί­ας.

       Παι­διά. Ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ παι­διά. Τὸ ἔρ­γο τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ πε­ρι­στρέ­φε­ται μό­νο γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τά. Πο­τέ της δὲν ἔ­γρα­ψε γιὰ κά­τι ἄλ­λο καὶ δὲν συ­νέ­τα­ξε οὔ­τε μί­α γραμ­μὴ δο­κι­μια­κοῦ ἢ ἔ­στω στο­χα­στι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου (μὲ μό­νη ἐ­ξαί­ρε­ση κά­ποι­ες πρώ­ι­μες δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες της σὲ ἐ­πι­φυλ­λί­δες τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας Basler Nach­richten, οἱ ὁ­ποῖ­ες πάν­τως προ­η­γή­θη­καν τοῦ ποι­η­τι­κοῦ ἔρ­γου της). Ἔ­γρα­ψε γιὰ παι­διά, γιὰ τραυ­μα­τι­σμέ­να, ἀ­τι­μα­σμέ­να παι­διά, σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­δο­χὲς καὶ τὶς ἐκ­φάν­σεις τους. Μι­κρὰ καὶ με­γά­λα. Ρε­α­λι­στι­κὰ παι­διά, νή­πια, παι­διὰ κρυμ­μέ­να σὲ κά­θε πι­θα­νὸ μα­σκά­ρε­μα τοῦ κό­σμου τῶν ἐ­νη­λί­κων, κα­λὰ καὶ κα­κὰ παι­διά. Πάν­τα εἶ­ναι λα­βω­μέ­να, ζη­μι­ω­μέ­να, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­να ἀ­πὸ ἄ­καμ­πτες τά­ξεις πραγ­μά­των. Ἡ ἀ­ξι­ο­βί­ω­τη ζω­ὴ λαμ­βά­νει χώ­ρα μο­νά­χα ἐν­τός του γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου, μιᾶς γλώσ­σας τοῦ ἐ­ρε­θι­σμέ­νου δέρ­μα­τος, τῶν τρα­βηγ­μέ­νων μυ­ῶν, τοῦ πυ­ρε­τοῦ.

       Οἱ πα­ραλ­λα­γές, κα­θὼς καὶ οἱ δυ­να­τό­τη­τες πα­ραλ­λα­γῆς τῶν πε­ζῶν τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ριθ­μοῦν ἀ­πὸ μί­α ἕ­ως τὸ πο­λὺ πέν­τε σε­λί­δες τὸ κα­θέ­να (ἔ­γρα­ψε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ τέ­τοι­α κεί­με­να, καὶ ὡς «σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα» δὲν θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ τα­ξι­νο­μή­σου­με, μιᾶς καὶ σπα­νί­ως δι­α­θέ­τουν μιὰ ἀρ­χὴ ποὺ ἐ­ξε­λίσ­σε­ται γιὰ νὰ φτά­σει σὲ κά­ποι­ο τέ­λος), εἶ­ναι ἀ­μέ­τρη­τες. Ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά τους νὰ ἐ­ξε­λίσ­σον­ται πα­ρα­μέ­νει στά­σι­μη γιὰ δε­κα­ε­τί­ες. Πρό­κει­ται γιὰ κα­τα­το­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Τὸ λε­ξι­λό­γιο ἀρ­κεῖ­ται στὰ λί­γα, δι­α­τη­ρεῖ, ὡ­στό­σο, ὀ­ξυ­μέ­νο αἰ­σθη­τή­ριο νε­ο­λο­γι­σμῶν καὶ πα­ρα­μέ­νει μὲ ἄ­κρως χι­ου­μο­ρι­στι­κὸ τρό­πο ἐ­φευ­ρε­τι­κό. Γνώ­ρι­μα πράγ­μα­τα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται συ­χνὰ μὲ και­νούρ­γιο —δη­λα­δὴ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ— τρό­πο, καὶ ἡ ὀ­νο­μα­το­θε­σί­α τῶν προ­σώ­πων πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ μί­αν ἀλ­λό­κο­τη ἀ­γά­πη, πάν­το­τε μὲ τὸ βλέμ­μα στραμ­μέ­νο στὴ φρι­κτὴ μοί­ρα τους. Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ ζοῦν ταυ­τό­χρο­να σὲ μιὰ χώ­ρα νά­νων καὶ σὲ ἕ­να βα­σί­λει­ο γι­γάν­των· καὶ τὰ δύ­ο ἀ­ξί­ζει νὰ ἐ­ξε­ρευ­νη­θοῦν. Ἀ­νά­με­σά τους ὑ­πάρ­χει – τὸ τί­πο­τα: Σὲ συμ­βι­βα­σμοὺς δὲν ἦ­ταν πρό­θυ­μη νὰ προ­βεῖ ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, οὔ­τε ἀ­πὸ γλωσ­σι­κῆς οὔ­τε ἀ­πὸ πα­ρα­στα­τι­κῆς ἄ­πο­ψης· στάθ­μι­ζε μο­νά­χα τὸ ὑ­ψη­λὸ καὶ τὸ βα­θὺ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἔ­πει­τα νὰ ἐ­πι­λέ­ξει με­τα­ξύ τους.

       Ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο πό­λους τῆς ὑ­πε­ρά­φθο­νης φαν­τα­σί­ας καὶ τῆς στε­νό­χω­ρης ἀ­πο­βά­θρας στὴν ὁ­ποί­α συ­νω­στί­ζον­ται οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες, ὑ­πὸ τὴ δια­ρκῆ ἀ­πει­λὴ τῆς πτώ­σης ἀ­πὸ τὸ χεῖ­λος της, προ­κύ­πτει ἡ ἀ­γω­νί­α στὶς ἱ­στο­ρί­ες τῆς Ντυ­βα­νέλ. Πο­τὲ δὲν εἶ­ναι, ὅ­μως, ἀ­γω­νί­α μὲ τὴ συ­νή­θη ἔν­νοι­α τῆς ἔν­τα­σης ἐ­ξαι­τί­ας μιᾶς συ­ναρ­πα­στι­κῆς πλο­κῆς, μὰ μιὰ δι­έ­γερ­ση τῆς πε­ρι­έρ­γειας τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, ἡ ὁ­ποί­α ὡς αἴ­σθη­ση γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ κά­που με­τα­ξὺ ἀ­φό­ρη­του καὶ ἑ­ξαρ­τη­σι­ο­γό­νου: Τί λέ­ει ἡ ἑ­πό­με­νη πρό­τα­ση; Σχε­δὸν κα­θε­μιὰ πρό­τα­ση (καὶ τοῦ­το, μά­λι­στα, εἶ­χε ἐν­τα­θεῖ στὰ τε­λευ­ταῖ­α βι­βλί­α) συ­νι­στᾶ κι ἀ­πὸ μί­α ἔκ­πλη­ξη, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ προ­κα­λέ­σει σόκ. Ποι­ἀ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἡ συ­νέ­χεια, πό­σο μα­κριὰ μπο­ρεῖ ἄ­ρα­γε νὰ τὸ τρα­βή­ξει; Σπα­νι­ό­τα­τες πα­ρεκ­κλί­σεις ἀ­πὸ τὸ σύ­νη­θες προ­σεγ­γί­ζον­ται μὲ τὴ φυ­σι­κό­τη­τα ἀ­ξι­ω­μά­των.

       Μιὰ ποί­η­ση τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ λι­τὴ καὶ δι­αν­θι­σμέ­νη. Ὅ­σο συ­νε­σταλ­μέ­νη κι ἂν κα­μώ­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἡ λο­γο­τε­χνί­α τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τό­σο ἐ­κρη­κτι­κὰ εἶ­ναι τὸ ἄ­ρω­μα καὶ τὰ χρώ­μα­τα τῶν εἰ­κό­νων ποὺ τί­θεν­ται στὴ δι­ά­θε­σή μας. Ἐ­σω­τε­ρι­κευ­μέ­νη φύ­ση στὴν ὕ­ψι­στη δυ­να­τὴ ἀ­κρί­βεια. Ἡ ἐ­σώ­τε­ρη αἰ­σθη­τι­κό­τη­τα κό­βει, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, τὴν ἀ­νά­σα: Τὴν ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ στα­μα­τή­σει. Λυ­τρω­τι­κὲς λέ­ξεις δὲν ξε­στο­μί­ζον­ται. Ἐκ­πνο­ὲς δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται.

       Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ἡ ἀρ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση προ­σποι­εῖ­ται τὴν κοι­νό­το­πη. Ἀλ­λὰ ἡ γλώσ­σα ξε­γυ­μνώ­νει τὸ σύ­νη­θες τῆς συ­νή­θειας: Ἀ­πὸ τὸ «κα­νο­νι­κὸ» γεν­νι­έ­ται ἡ λα­χτά­ρα. Λα­χτά­ρα γιὰ τί; Δύ­σκο­λο νὰ τὸ πεῖ κα­νείς. Λα­χτά­ρα γιὰ εὐ­τυ­χί­α; Ὡς ὑ­παρ­ξια­κὸ λα­ϊ­τμο­τὶφ ποὺ δι­α­τρέ­χει τοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ τὶς ἱ­στο­ρί­ες συ­ναν­τοῦ­με μιὰ πα­ρά­ξε­νη μοι­ρο­λα­τρί­α. Ὅ,τι ὑ­πάρ­χει γί­νε­ται μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο δε­κτό, λὲς καὶ στε­ρεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος κά­θε ἠ­θι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γῆς. Οὔ­τε λό­γος γιὰ ὀρ­γή. Κα­μί­α ἀν­τί­στα­ση. Στὸν ἀ­να­γνώ­στη ὑ­πο­βάλ­λε­ται ἡ ἰ­δέ­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἕρ­μαι­ο τοῦ πε­πρω­μέ­νου του, καὶ αὐ­τὸ τὸ πε­πρω­μέ­νο εἶ­ναι φρι­κτό. Τὰ ἐ­ξι­στο­ρού­με­να κα­λοῦν δυ­να­τὰ καὶ ξε­κά­θα­ρα σὲ ἀλ­λα­γή, σὲ με­τα­βο­λή, τί­πο­τε ὅ­μως δὲν συμ­βαί­νει: Ἡ πα­θη­τι­κό­τη­τα μοιά­ζει πλέ­ον νο­μο­τε­λεια­κή.

       Αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ ἀ­πά­θεια, τὸ ἀν­τί­θε­το μά­λι­στα· ἔ­χει μᾶλ­λον νὰ κά­νει μὲ τὴ βι­ω­μέ­νη ἀ­νι­κα­νό­τη­τα νὰ ἐκ­βιά­σει κα­νεὶς τὴν εὐ­τυ­χί­α. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὰ βι­ω­μέ­να πλήγ­μα­τα τῆς μοί­ρας, ἡ συγ­γρα­φέ­ας στε­ρεῖ­ται ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε βού­λη­σης γιὰ εὐ­τυ­χί­α, καὶ αὐ­τὸ τὸ με­τα­φέ­ρει στοὺς πρω­τα­γω­νι­στές της. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι πάν­το­τε —τὸ πο­λὺ πο­λύ!— οἱ ἄλ­λοι. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ κι ἔ­πει­τα ξε­κι­νᾶ ἡ τέ­χνη, ἡ γλώσ­σα. «Με­ρι­κὲς φο­ρὲς στὰ κεί­με­νά μου πε­ρι­γρά­φε­ται κά­ποι­ο συ­ναί­σθη­μα εὐ­τυ­χί­ας», μοῦ εἶ­πε κά­πο­τε ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ κα­θὼς συ­ζη­τού­σα­με, «καὶ τό­τε οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες μοιά­ζουν νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται. Σὰν νὰ ἔ­χουν ἀ­παγ­κι­στρω­θεῖ πλέ­ον ἀ­πὸ τὴ Γῆ καὶ νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται, ναί, νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται.»

       Ἡ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ γρά­φε­ται σή­με­ρα στὴν Ἐλ­βε­τί­α κα­λεῖ­ται νὰ πεν­θή­σει μιὰ τρα­γι­κὰ με­γά­λη συγ­γρα­φέ­α, ἡ ὁ­ποί­α χά­ρι­σε τὴ φω­νή της ἀ­πο­κλει­στι­κὰ σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ σχε­δὸν πο­τὲ δὲν ἀ­κού­γον­ται. Στοὺς πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νους, τοὺς ἐ­ξαν­τλη­μέ­νους, τοὺς ἀ­σθε­νεῖς. Στοὺς ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στους της κοι­νω­νί­ας μας. Τὴ δι­κή τους ποί­η­ση δη­μι­ούρ­γη­σε μὲ κά­θε λε­πτό­τη­τα καὶ μὲ με­γά­λη τρυ­φε­ρό­τη­τα, ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας ἀ­συ­νή­θι­στη ἐκ­φρα­στι­κὴ δύ­να­μη.



Πη­γή: Tadeus Pfeifer, «Leben im Me­dium der Sprache. Abschied von Adelheid Duvanel (1936-1996)», in: Basler Stad­tbuch 1996, Chri­stoph Merian Stif­tung, Basel 1997, S. 159-161.

Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer, 1949-2010) γεν­νή­θη­κε στὸ Φρά­ιμ­πουργκ τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἀλ­λὰ ἔ­ζη­σε τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του στὴν Ἐλ­βε­τί­α καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να στὴ Βα­σι­λεί­α. Ἄ­σκη­σε πολ­λὰ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα: δι­ορ­θω­τής, ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου, κει­με­νο­γρά­φος δι­α­φη­μι­στι­κῶν κ.ἄ. Ὑ­πῆρ­ξε πα­ράλ­λη­λα λο­γο­τέ­χνης, δη­μο­σι­ο­γρά­φος, κρι­τι­κὸς τέ­χνης καὶ λο­γο­τε­χνί­ας, κα­θὼς καὶ συ­νεκ­δό­της τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Poe­sie (1972-1985). Κυ­κλο­φό­ρη­σαν δύ­ο μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ δύ­ο συλ­λο­γὲς μὲ δι­η­γή­μα­τα καὶ πε­ζο­ποι­ή­μα­τα, στὶς ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἔν­το­νο τὸ ποι­η­το­λο­γι­κὸ στοι­χεῖ­ο. Στὰ ἔρ­γα του συ­νυ­πάρ­χουν οἱ ἰ­σχυ­ρὲς ἀν­τι­θέ­σεις καὶ οἱ ἀ­πό­το­μες με­τα­βά­σεις, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πὸ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ στὸ φαν­τα­στι­κὸ ἢ ἀ­πὸ τὴν ἔν­το­νη χα­ρὰ στὸν τρό­μο. Κεί­με­νά του δη­μο­σι­εύ­τη­καν σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ κι ἐ­φη­με­ρί­δες, ἀλ­λὰ καὶ σὲ κα­τα­λό­γους ἐκ­θέ­σε­ων εἰ­κα­στι­κῶν τε­χνῶν. Τὸ με­γά­λο εὖ­ρος τῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των του μαρ­τυ­ροῦν ἐν­δει­κτι­κὰ δύ­ο ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ ἐγ­χει­ρή­μα­τά του: Τὸ 1976 δι­α­σκεύ­α­σε γιὰ τὸ Θέ­α­τρο τῆς Βα­σι­λεί­ας (Basler Theater) τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Οἱ Μπούν­τεν­μπροκ τοῦ Τό­μας Μάν, ἐ­νῶ τὸ 1986 ἐ­πι­με­λή­θη­κε καὶ ἐ­ξέ­δω­σε μιὰ ἀν­θο­λο­γί­α ἰν­δι­κῆς ποί­η­σης με­τα­φρα­σμέ­νης στὰ γερ­μα­νι­κά. Στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’80 ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐ­νερ­γὰ μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τη­λε­ο­πτι­κῶν ντο­κι­μαν­τὲρ πο­λι­τι­στι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Πέ­θα­νε στὴ Βα­σι­λεί­α τὸν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 σὲ ἡ­λι­κί­α 61 ἐ­τῶν.

Πη­γὲς βι­ο­γρα­φι­κῶν πλη­ρο­φο­ρι­ῶν Tadeus Pfeifer:

– Seybold, Dietrich: «Tadeus Pfeifer», in: Kotte, Andreas (Hg.): Theater­le­xikon der Schweiz, Chronos Verlag, Zurich 2005, Band 2, S. 1406.

– Muller, Dominik: «Tadeus Pfeifer», in: Kühl­mann, Wilhelm (Hg.): Killy Literatu­rlexikon, Walter de Gruyter, Berlin/New York 2010, Band 9, S. 195.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰ­κό­να: Ἡ Adelheid Duvanel, μὲ ψευ­δώ­νυ­μο Ju­dith Ja­nuar, στὸ κα­φὲ Ἀ­τλαν­τίς, στὰ 1959/1960. Πη­γή: ἐ­φη­με­ρί­δα Aarga­uer Zei­tung,

https://www.aargauerzeitung.ch/kultur/schweizer-literatur-adelheid-duvanel-war-das-groesste-schweizer-literaturtalent-mit-dem-schwersten-leben-ld.2139386 (Ἄ­γνω­στη/ος φω­το­γρά­φος.)

            Ἡ φω­το­γρα­φί­α, στὴν ὁ­ποί­α ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τό­τε ἀ­κό­μη Ἀν­τελ­χά­ιντ Φα­ϊγ­κεν­βίν­τερ, στὸ κα­φὲ Atlantis τῆς Βα­σι­λεί­ας στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’50, κο­σμεῖ ἐ­πί­σης τὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο τῆς συγ­κεν­τρω­τι­κῆς ἔκ­δο­σης τῶν πε­ζῶν τῆς συγ­γρα­φέ­ως.



		

	

Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke): Τὸ κλουβὶ μὲ τὰ λιοντάρια


Ράϊ­νερ Μα­ρί­α Ρίλ­κε (Rainer Maria Rilke)


Τὸ κλου­βὶ μὲ τὰ λι­ον­τά­ρια

(Der Löwenkäfig)


ΗΓΑΙΝΕΙ πέ­ρα-δῶ­θε ὅ­πως οἱ σκο­ποὶ ἔ­ξω στὴν ἄ­κρη τῶν τει­χῶν, ὅ­που τί­πο­τα πιὰ δὲν ὑ­πάρ­χει. Κι ὅ­πως καὶ στοὺς σκο­πούς, ὑ­πάρ­χει νο­σταλ­γί­α μέ­σα της, βα­ριὰ νο­σταλ­γί­α κομ­μα­τι­α­σμέ­νη.

            Ὅ­πως κά­τω στὸ πέ­λα­γος κά­που θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χουν κα­θρέ­φτες, κα­θρέ­φτες ἀ­πὸ τὶς καμ­πί­νες ναυ­α­γι­σμέ­νων πλοί­ων, κομ­μά­τια ἀ­πὸ κα­θρέ­φτες, ποὺ τώ­ρα πιὰ φυ­σι­κὰ δὲν πε­ρι­έ­χουν τί­πο­τα: οὔ­τε τὰ πρό­σω­πα τῶν τα­ξι­δι­ω­τῶν οὔ­τε κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τους· οὔ­τε τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο γυρ­νοῦ­σαν τὴν πλά­τη κι ἔ­μοια­ζαν ἀ­πὸ πί­σω τό­σο ἀλ­λό­κο­τα ἀ­δέ­ξιοι· οὔ­τε τὸν τοῖ­χο, οὔ­τε τὴ γω­νιά, στὴν ὁ­ποία κοι­μοῦν­ταν· ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρο ὅ,τι ἐ­δῶ μέ­σα ἔ­φεγ­γε τα­λαν­τευ­ό­με­νο ἀ­πὸ ἀ­πέ­ναν­τι κι ἀ­π’ ἔ­ξω· ὄ­χι, τί­πο­τα.

            Ὅ­μως ὅ­πως κά­ποι­ο φύ­κι ἴ­σως, κά­ποι­ο ἀ­νοιγ­μέ­νο κο­ράλ­λι ποὺ βυ­θί­ζε­ται, ἡ ἀ­να­πάν­τε­χη ἔκ­φρα­ση στὸ πρό­σω­πο κά­ποι­ου ψα­ριοῦ ἢ ἀ­κό­μη καὶ τὸ νε­ρὸ τὸ ἴ­διο, τὸ νε­ρὸ ποὺ ἀ­πο­τρα­βι­έ­ται, ποὺ δι­α­μοι­ρά­ζε­ται, τὸ νε­ρὸ ποὺ ἐ­πι­στρέ­φει καὶ μα­ζεύ­ε­ται ξα­νὰ καὶ γί­νε­ται ἕ­να, φέρ­νει στὸ νοῦ ὁ­μοι­ό­τη­τες μὲ ἐ­κεί­νους τοὺς κα­θρέ­φτες τοὺς μα­κρυ­σμέ­νους, τοὺς λο­ξούς, τοὺς κάλ­πι­κους, ὁ­μοι­ό­τη­τες εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νες, μα­ζὶ μὲ αὐ­τὸ ποὺ κά­πο­τε ὑ­πῆρ­ξε –:

            ἔ­τσι κεῖν­ται ἀ­να­μνή­σεις, κομ­μά­τια ἀ­να­μνή­σε­ων, θραύ­σμα­τα, στὸ σκο­τά­δι βα­θιὰ μέ­σα στὸ αἷ­μα της.

            Πη­γαί­νει πέ­ρα-δῶ­θε γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τό, γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ λι­ον­τά­ρι, ποὺ εἶ­ναι ἄρ­ρω­στο. Ἡ ἀρ­ρώ­στια δὲν τοῦ προ­ξε­νεῖ ἀ­νη­συ­χί­α καὶ δὲν τὸ ἐ­ξα­σθε­νί­ζει· μο­νά­χα τὸ ἐγ­κλω­βί­ζει. Ἔ­τσι ὅ­πως κεῖ­ται ἐ­κεῖ, τὰ ἁ­πα­λὰ πέλ­μα­τά του χω­ρὶς σκο­πό, τὸ πε­ρή­φα­νο πρό­σω­πό του κα­λυμ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ξε­φτι­σμέ­νη χαί­τη, τὰ μά­τια του ἀ­δεια­νά, ἔ­χει ἀ­νε­γεί­ρει στὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τὸ μνη­μεῖ­ο τῆς θλί­ψης του, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ κά­πο­τε (πάν­το­τε πά­νω καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τὸ του) ὑ­πῆρ­ξε ὡς τραν­τα­χτὴ ἀ­πό­δει­ξη τῆς δύ­να­μής του.

            Τώ­ρα συ­σπᾶ­ται ἀ­κό­μα ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ στοὺς μῦς καὶ σφίγ­γε­ται, μι­κρὲς ἑ­στί­ες ὀρ­γῆς δι­α­μορ­φώ­νον­ται ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, ὑ­περ­βο­λι­κὰ μα­κριὰ ἡ μιὰ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη· τὸ αἷ­μα κυ­λᾶ μὲ με­γά­λη ὁρ­μή, ἀ­να­βλύ­ζει, ἀ­πὸ τὶς κά­μα­ρες τῆς καρ­διᾶς καὶ ἀ­σφα­λῶς δι­α­θέ­τει ἀ­κό­μα τὴν προ­σε­χτι­κὰ δο­κι­μα­σμέ­νη ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ στρί­βει ἀ­πό­το­μα κι ἀ­πο­φα­σι­στι­κά, κα­θὼς χυ­μᾶ στὸν ἐγ­κέ­φα­λο.

            Ὅ­μως ἀ­φή­νει τὰ πράγ­μα­τα νὰ πά­ρουν ἁ­πλῶς τὸν δρό­μο τους, για­τὶ δὲν ἔ­χει φτά­σει ἀ­κό­μα στὸ τέ­λος καὶ δὲν ἔ­χει ἄλ­λη ἐ­νέρ­γεια γιὰ ξό­δε­μα καὶ δὲν παίρ­νει μέ­ρος σὲ τί­πο­τα πιά. Μο­νά­χα πέ­ρα μα­κριά, σὰν ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τό, ζω­γρα­φί­ζει μὲ τὸ μα­λα­κὸ πι­νέ­λο τῆς οὐ­ρᾶς του ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ κά­ποι­α ἡ­μι­κυ­κλι­κὴ χει­ρο­νο­μί­α ἀ­πε­ρί­γρα­πτης κα­τα­φρό­νιας. Κι αὐ­τὸ συμ­βαί­νει μὲ τέ­τοι­α σπου­δαι­ό­τη­τα ποὺ ἡ λέ­αι­να στέ­κει ἀ­κί­νη­τη καὶ πα­ρα­κο­λου­θεῖ: ἀ­νή­συ­χη, τα­ραγ­μέ­νη, γε­μά­τη προ­σμο­νή.

            Ὕ­στε­ρα πιά­νει πά­λι ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τὸν βη­μα­τι­σμό της, τὸν ἄ­χα­ρο, γε­λοῖ­ο βη­μα­τι­σμὸ τῶν σκο­πῶν, ποὺ πάν­το­τε πά­ει καὶ πέ­φτει πά­νω στὰ ἴ­δια χνά­ρια ξα­νὰ καὶ ξα­νά. Καὶ πη­γαί­νει… καὶ πη­γαί­νει, καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ ρη­μαγ­μέ­νη μά­σκα της, ὁ­λο­στρόγ­γυ­λη, δι­α­γραμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ κάγ­κε­λα.

            Πη­γαί­νει ὅ­πως οἱ δεῖ­κτες στὰ ρο­λό­για. Καὶ στὸ πρό­σω­πό της φαί­νε­ται, ὅ­πως σὲ κά­ποι­ο καν­τράν, ποὺ τοῦ ρί­χνουν ἕ­να φῶς καὶ φω­τί­ζει τὴ νύ­χτα, κά­ποι­α ἀλ­λό­τρια, πα­ρά­ξε­νη ὥ­ρα ποὺ γιὰ λί­γο μό­νο μέ­νει σχη­μα­τι­σμέ­νη: μιὰ φρι­κτὴ ὥ­ρα, ἡ ὥ­ρα ποὺ κά­ποι­ος πε­θαί­νει.



Πη­γή: Rainer Maria Rilke, Werke, τ. ΙΙΙ-2 (Prosa), Φραγ­κφούρ­τη, Insel Ver­lag, 41968 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Rai­ner Ma­ria Ril­ke, Der Löwenkäfig, Βα­σι­λεία, Gryff-Pres­se, 1947].

Ρά­ι­νερ Μα­ρί­α Ρίλ­κε (Rai­ner Ma­ria Ril­ke) (1875, Πρά­γα – 1926, Βαλ­μόν). Γερ­μα­νό­φω­νος λυ­ρι­κὸς ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος καὶ κρι­τι­κός. Ση­μαί­νου­σα μορ­φὴ τῆς δυ­τι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Θρυ­λεῖ­ται πὼς ἀ­σθέ­νη­σε ἀ­πὸ καλ­πά­ζου­σα λευ­χαι­μί­α τραυ­μα­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ ἀγ­κά­θι ἑ­νὸς ρό­δου, ἐ­νῶ φρόν­τι­ζε τὸν κῆ­πο του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).