Gaetano Neri: Ξέχασα τὴ γιαγιά

 

 

Γκα­ε­τά­νο Νέ­ρι (G­a­e­t­a­no N­e­ri)

 

Ξέ­χα­σα τὴ για­γιὰ

(D­i­m­e­n­t­i­c­a­r­si d­e­l­la n­o­n­na)

 

«H ΓΙΑΓΙΑ. Ἀ­μάν, ξέ­χα­σα τὴ για­γιά!» φώ­να­ξε ὁ Καρ­λί­νο καὶ ἀ­να­ση­κώ­θη­κε στὸ κρε­βά­τι. Τὸν δι­α­πέ­ρα­σε ἕ­να ρί­γος, με­τὰ ζε­στά­θη­κε καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ἱ­δρώ­νει. Ἀ­πὸ ντρο­πή. Νά τὶ τὸν βα­σά­νι­ζε, σκέ­φτη­κε κοι­τών­τας τὴ σύ­ζυ­γό του ποὺ κοι­μό­ταν. Ἤ­ξε­ρα ὅ­τι κά­τι πα­ρέ­λει­ψα. Τρέ­χα ἀ­πὸ δῶ, τρέ­χα ἀ­πὸ κεῖ, τοῦ κά­κου ὅ­μως, εἶ­μαι πο­λὺ δι­αι­σθη­τι­κός, ἢ μᾶλ­λον εὐ­αί­σθη­τος, ὅ­πως σκα­τὰ τὸ λέ­νε. Κα­η­μέ­νη γι­α­γιά­κα.

         Ἄλ­λο­τε ἐρ­χό­ταν νὰ τὸν δεῖ, ντρο­πα­λή, ἀ­πὸ φό­βο μή­πως ἐ­νο­χλή­σει. Γειά σου, γι­α­γιά­κα, τί κά­νεις; Οἱ συ­νη­θι­σμέ­νες τυ­πι­κὲς φρά­σεις, με­τὰ ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­ζε νὰ δι­α­βά­ζει τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα του, ἐ­νῶ κά­θε τό­σο δι­έ­κο­πτε τὶς δι­κές της πα­λι­ὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ κα­να­ρί­νια, γά­τες καὶ ρευ­μα­τι­σμοὺς μὲ κά­τι βα­ρι­ε­στη­μέ­να «Ἄ, ναί;­». Ἡ Ρομ­πέρ­τα, ἡ σύ­ζυ­γος, φυ­σι­κὰ οὔ­τε ποὺ τὴν κοί­τα­ζε. Με­τὰ ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ ὁ Καρ­λί­νο ἔ­λε­γε: «Λοι­πόν, για­γιά, τώ­ρα πρέ­πει νὰ φύ­γω, μὲ πε­ρι­μέ­νει ἡ δου­λειά, ξέ­ρεις.­.­.» Ἐ­κεί­νη ση­κω­νό­ταν ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὴν πο­λυ­θρό­να καὶ κα­τέ­βαι­νε μα­ζί του τὶς σκά­λες, για­τὶ οὔ­τε λό­γος νὰ μεί­νει μὲ τὴ Ρομ­πέρ­τα. Τὴν ἔ­βα­ζε στὸ τρὰμ καὶ ἔ­τρε­χε νὰ χω­θεῖ —ὁ ἄ­θλιος— στὸ μπὰρ καὶ νὰ χα­ρα­μί­σει τὸ χρό­νο του μι­λών­τας γιὰ ἀ­θλη­τι­κά.

        Κι ἔ­τσι ἡ για­γιὰ δὲν ξα­να­ῆρ­θε. Ἐ­κεῖ­νος πῆ­γε κά­ποι­ες φο­ρὲς νὰ τὴ βρεῖ, ἀλ­λὰ ἀν­τὶ νὰ τῆς μι­λή­σει καὶ νὰ ἀ­κού­σει τὰ βά­σα­νά της, τρι­γύ­ρι­ζε στὰ πα­λιὰ δω­μά­τια ψά­χνον­τας στὰ ἔ­πι­πλα καὶ στοὺς τοί­χους γιὰ ἀ­να­μνή­σεις. «Δὲν ἔρ­χε­σαι πο­τὲ νὰ μὲ δεῖς.» «Ξέ­ρεις, για­γιά, ἔ­χω δου­λειά.» Ναί, ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη ἱ­στο­ρί­α, νὰ βγά­λει ὅ­λο καὶ πιὸ πολ­λὰ λε­φτὰ γιὰ τὴ Ρομ­πέρ­τα, ποὺ δὲν εἶ­ναι πο­τὲ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νη. Ἔ­τσι ὁ και­ρὸς πέ­ρα­σε καὶ ξέ­χα­σα τὴ για­γιά. Λὲς καὶ εἶ­χε πε­θά­νει.

        Ὁ Καρ­λί­νο ἔ­τρι­ψε δυ­να­τὰ τὰ μά­τια του. Εἶ­χε πε­θά­νει; Μὰ φυ­σι­κὰ καὶ εἶ­χε πε­θά­νει, πᾶ­νε του­λά­χι­στον δέ­κα χρό­νια τώ­ρα. Ἀ­να­στε­νά­ζον­τας ἀ­πὸ ἀ­να­κού­φι­ση ξα­νά­βα­λε τὸ κε­φά­λι του στὸ μα­ξι­λά­ρι καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ρο­χα­λί­ζει.

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο D­i­m­e­n­t­i­c­a­r­si d­e­l­la n­o­n­na, M­a­r­c­os y M­a­r­c­os, Μι­λά­νο, 1990.

 

G­a­e­a­t­a­no N­e­ri (Μι­λά­νο, 1929). Ἰ­τα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔ­χει ἐκ­δό­σει πέν­τε συλ­λο­γὲς μὲ δι­η­γή­μα­τα.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Ἀγ­γε­λι­κὴ Λιά­πη (Ἀ­θή­να, 1979). Σπού­δα­σε Μου­σι­κο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Πα­βί­ας. Πα­ρα­κο­λου­θεῖ μα­θή­μα­τα με­τά­φρα­σης ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κὰ στὸ Ε­ΚΕ­ΜΕΛ.