Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση: Με­τὰ τὴ βρο­χὴ

 

 

 


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χὴ


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.


			

Δήμητρα Γεράση: Με­τὰ τὴ βρο­χή

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χή


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.