Βασίλης Μανουσάκης
Ἐν εἴδει προλόγου – Ἱστορίες Μπονζάι
ΠΟΨΕ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ νὰ ἔχουμε κοντά μας τὸν διάσημο συγγραφέα Τζὰκ Χασιμότο ποὺ θὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν εἰδικότητά του, τὴν τέχνη τοῦ Μπονζάι, τόσο στὴ συγγραφὴ ὅσο καὶ στὴ φυτοκομία…
Ὁ Τζὰκ ξύπνησε ἀπὸ τὸν ἀπογευματινό του ὕπνο μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Λάιονελ Ντρέντ, τοῦ διδάσκοντα Δημιουργικῆς Γραφῆς στὸ Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ στὴν Καλιφόρνια, στ’ αὐτιά του. Εἶχε ταξιδέψει ἐκεῖ ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρκη τὸ προηγούμενο βράδυ γιὰ νὰ μιλήσει σὲ φοιτητὲς καὶ κοινὸ γιὰ τὸ νέο αὐτὸ εἶδος ποὺ εἶχε ἀνθίσει —τί ταιριαστὸ ρῆμα— τὴ δεκαετία τοῦ ’90 στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, μιμούμενο τὴν τέχνη γιὰ τὴ σμίκρυνση δέντρων καὶ φυτῶν ποὺ εἶχαν ἀναπτύξει οἱ παπποῦδες του καὶ οἱ παπποῦδες τῶν παππούδων του στὴ γενέτειρά του τὴν Ἰαπωνία ἐδῶ καὶ χίλια περίπου χρόνια.
Εἶμαι ἕνα κινούμενο στερεότυπο, σκέφτηκε καθὼς σηκωνόταν ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ἰάπωνας ποὺ ξέρει ἀπὸ Μπονζάι. Ἂν μοῦ ζητήσουν νὰ τοὺς μιλήσω γιὰ ἰκεμπάνα θὰ κάνω χαρακίρι, μουρμούρισε στὸ μυαλό του καὶ γέλασε στὸν καθρέφτη τοῦ μπάνιου μὲ τὸ ἀστεῖο του. Ἔπειτα, πλύθηκε, φόρεσε τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς, ὅπως ἀποκαλοῦσε τὸ γκρὶ σακάκι, τὸ πορφυρὸ πουκάμισο καὶ τὸ ἐπίσης γκρὶ παντελόνι ποὺ ἐπέλεγε τελευταῖα νὰ φοράει πάντα στὶς διαλέξεις του καὶ κάλεσε τὴ ρεσεψιὸν γιὰ νὰ παραγγείλει ἕνα οὐίσκι. Ἦταν τὸ ἀγχολυτικό του, ἀφοῦ εἴκοσι χρόνια διδασκαλίας μετὰ καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα ξεπεράσει τὸ τρὰκ ποὺ ἔνιωθε μπροστὰ σὲ καινούριο κοινό. Ὅλως παραδόξως δὲν εἶχε ξανάρθει στὸ Μπέρκλεϊ, ἐνῶ εἶχε ἀκούσει τόσα πολλὰ γι’ αὐτό!
Τὸν Ντρὲντ καὶ τὶς ἐρωτήσεις του τὸν ἔτρεμε, ἀλλὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀντέξει. Αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χειριστεῖ καλὰ ἦταν τί θὰ γινόταν ἂν οἱ φοιτητὲς ἤθελαν νὰ μάθουν πῶς νὰ γράφουν διηγήματα-μινιατοῦρες, πῶς νὰ δουλεύουν τὴν πλοκὴ γιὰ νὰ χωράει σὲ μιὰ σελίδα μόνο ἢ ἀκόμα καὶ σὲ μιὰ παράγραφο ἢ μιὰ πρόταση. Τί θὰ τοὺς ἔλεγε; Πῶς θὰ τοὺς ἔδειχνε μέσα σὲ λίγη ὥρα κάτι ποὺ πήγαζε ἀπὸ μέσα του καὶ ποὺ δὲν ἤξερε οὔτε ὁ ἴδιος πῶς τὸ ἔκανε;
Ὅταν ὅμως ἔφτασε στὸ ἀμφιθέατρο, τὸ ἄρωμα μιᾶς κοπέλας ποὺ ἔφτασε καθυστερημένη καὶ μπῆκε μαζί του μέσα, τοῦ θύμισε τὸ πρῶτο του ὑπέρμικρο διήγημα καὶ πῶς ἄρχισαν ὅλα. Ἔτσι, ὅταν ἄρχισε νὰ μιλάει, ἡ εἰσαγωγή του μετὰ τὶς προκαταρκτικὲς τυπικότητες ἦταν ἡ ἑξῆς:
Ὑποθέτω πὼς θέλετε νὰ μάθετε τί εἶναι αὐτὸ τὸ καινούριο λογοτεχνικὸ ὑβρίδιο ποὺ ξεκίνησε νὰ ἀναπτύσσεται τὴ δεκαετία τοῦ ’90 καὶ ἀπὸ τότε γνώρισε τεράστια ἐξάπλωση στὸν λογοτεχνικὸ κόσμο, κυρίως λόγῳ τοῦ διαδικτύου. Λοιπόν, δὲν μένει παρὰ νὰ σᾶς δείξω μὲ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ποὺ γιὰ μένα ἀντιπροσωπεύει τὴν οὐσία τῆς λογοτεχνικῆς αὐτῆς μινιατούρας ποὺ ὀνομάζουμε καὶ Ἱστορία Μπονζάι, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα…
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ Τζὰκ πῆρε στὰ χέρια τὴν πρώτη του συλλογὴ μικρῶν διηγημάτων, μὲ τίτλο Μικροκατασκευές, καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει τὸ πρῶτο διήγημα ποὺ τοῦ εἶχε φέρει λίγο πρὶν στὸ μυαλὸ ἡ ἀργοπορημένη φοιτήτρια.
«Ἡ Ἐστὲλ ἄνοιξε τὸ μικροσκοπικὸ μπουκαλάκι μὲ τὸ ἄρωμα καὶ ἔριξε δύο σταγόνες στὸν γυμνὸ μακρὺ λαιμό της καὶ ἀπὸ μία στοὺς καρπούς της. Ὁ Ἄντονι δὲν μπόρεσε ν’ ἀντισταθεῖ καὶ τὴν ἀγκάλιασε ἀπὸ πίσω, ἀκουμπώντας ἐλαφρὰ τὴ μύτη του στὸν λαιμό της. Ἀμέσως τὸ μυαλό του πλημμύρισε ἀπὸ εἰκόνες καὶ ἀρώματα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του. Σήκωσε ἔκπληκτος τὸ κεφάλι του, σὰν νὰ χτυπήθηκε ἀπὸ κάτι καὶ κάθισε γρήγορα στὸ διπλανὸ τραπέζι ποὺ βρισκόταν ἡ παλιὰ Ρέμινγκτον γραφομηχανὴ ποὺ δὲν ἀποχωριζόταν ποτέ. Κάθε συστατικὸ τοῦ ἀρώματος εἶναι μιὰ λέξη, κάθε ἄρωμα εἶναι ἕνα νόημα, κάθε μπουκαλάκι εἶναι ἕνα σύνολο νοημάτων. Ὅλα χωρᾶνε ἐκεῖ μέσα, σκέφτηκε, ὅλα θὰ χωρέσουν καὶ σ’ αὐτὴ τὴ μοναδικὴ σελίδα. Καὶ ἄρχισε νὰ γράφει χτυπώντας μὲ δύναμη τὰ πλῆκτρα.
»Ἡ Ἐστὲλ φόρεσε τὰ σκουλαρίκια της καὶ κάθισε δίπλα του τὴν ὥρα ποὺ ἔβαζε τὴν τελεία, χτυπώντας τὸ χαλασμένο πλῆκτρο δυὸ φορές. Κοίταξε πάνω ἀπὸ τὸν ὦμο του καὶ διάβασε: “Ἐκείνη τελείωσε τὴν ἑτοιμασία γιὰ τὴν ἔξοδό τους βάζοντας τὰ σκουλαρίκια της, ὅπως ἔκανε ἐπὶ τριάντα χρόνια τώρα. Τὰ ἴδια τριάντα χρόνια ποὺ ἐκεῖνος χτυποῦσε μανιωδῶς τὰ πλῆκτρα μιᾶς χαλασμένης γραφομηχανῆς. Φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά, κανεὶς ἀπὸ τοὺς δυό τους δὲν γνώριζε πὼς θὰ ἦταν ἡ τελευταία ἐπέτειός τους μαζί.”»
Ὁ Τζὰκ κοίταξε τοὺς ἀποσβολωμένους φοιτητὲς καὶ χαμογέλασε.
«Βλέπετε;» τοὺς ρώτησε. «Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπέρμικρο διήγημα. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ στοίχημα, ἂν θέλετε. Πῶς νὰ χωρέσετε ἕνα σύνολο νοημάτων, μιὰ ὁλοκληρωμένη ἱστορία, μέσα σὲ λίγες γραμμές. Παράλληλα, ὅμως, νὰ ἀφηγηθεῖτε καὶ μιὰ ἱστορία. Μόνο ποὺ συνήθως καὶ λόγῳ χώρου, μεγάλο μέρος τῆς ἱστορίας θὰ ὑπονοεῖται καὶ θὰ ἀφήνετε τὸν ἀναγνώστη νὰ μαντέψει τί συνέβη στὶς ὑπόλοιπες σελίδες ποὺ δὲν ἔχετε γράψει.»
Ὁ Τζάκ, ξεπερνώντας τὸ τρὰκ τῶν πέντε λεπτῶν ποὺ τὸν διακατεῖχε, εἶχε πάρει πλέον φόρα, ἔπειτα καὶ ἀπὸ τὴ μὲ τὰ μάτια παρότρυνση τοῦ Λάιονελ.
«Οἱ Ἀμπιγκέιλ Μπέκελ καὶ Κάθλιν Ρούνεϊ ποὺ ἐπιμελήθηκαν τὴν ἀνθολογία μικρῶν διηγημάτων, μὲ τίτλο Συντομία & Ἀπόηχος, γράφουν στὴν ἐπίσης σύντομη εἰσαγωγή τους ὅτι τὰ διηγήματα ποὺ περιέχονται σὲ αὐτὴ τὴ συλλογὴ προτρέπουν τὸν ἀναγνώστη νὰ κάνει δύο πράγματα: νὰ διαβάσει λίγο καὶ νὰ σκεφτεῖ πολύ. Αὐτὸ ποὺ ὑπονοοῦν βεβαίως, ἐξ οὗ καὶ ὁ τίτλος ποὺ ἐπέλεξαν γιὰ τὴν ἀνθολογία, εἶναι ὅτι ὁ ἀναγνώστης ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ διαβάσει μὲν κάτι πολὺ σύντομο ποὺ συνήθως δὲν τοῦ παίρνει πάνω ἀπὸ λίγα λεπτὰ νὰ τελειώσει, ἀλλὰ ὁ ἀπόηχος τοῦ κάθε διηγήματος παραμένει καὶ κουδουνίζει στ’ αὐτιά του πολὺ καιρὸ ἀργότερα, ἀφοῦ αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ λογοτεχνικοῦ ὑβριδίου. Νὰ σὲ παρακινήσει νὰ ἀνακαλύψεις τί κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἱστορία. Τί προηγήθηκε καὶ τί ἕπεται, ὅπως εἴπαμε. Ποῦ βρίσκεται ὁ ἥρωας ἢ ἡρωίδα τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ τὸ βλέπουμε, εἶναι ἁπλῶς ἕνα στιγμιότυπο. Τὸ γιατὶ βρίσκεται ἐκεῖ παραμένει κρυφὸ καὶ μένει ἐμεῖς ποὺ διαβάζουμε τὴν ἱστορία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε ἢ νὰ τὸ σκεφτοῦμε μετά, ἀφοῦ ἔχουμε ἀφήσει τὸ βιβλίο κάτω.»
Ἕνας φοιτητὴς στὰ πρῶτα ἕδρανα σήκωσε δειλά το χέρι του. Ὁ Τζὰκ τὸν εἶδε μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του καὶ ἀνεπαίσθητα ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση χαρακίρι μὲ τὸ δεξί του χέρι, καθὼς ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ φοιτητὴς ἦταν Ἀμερικανο-ασιάτης σὰν τὸν ἴδιο καὶ περίμενε τὴ μοιραία ἐρώτηση. Ἀντ’ αὐτῆς ὅμως ὁ φοιτητὴς μὲ τὴ βαθιὰ φωνή του τὸν ρώτησε: «Μιλήσατε προηγουμένως γιὰ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τοῦ ὑπέρμικρου διηγήματος, καὶ ἦταν πολὺ διαφωτιστικὰ ὅσα μᾶς εἴπατε. Ποιά θὰ λέγατε, ἐντούτοις, ὅτι εἶναι τὰ ἐλάχιστα γνωρίσματα αὐτῶν τῶν διηγημάτων, τὰ ὁποῖα πρέπει κάποιος νὰ ἔχει στὸ μυαλό του γιὰ νὰ γράψει ἢ νὰ διαβάσει;»
Ὁ Τζὰκ ἀνακουφίστηκε τόσο μὲ τὴν ἐρώτηση ποὺ δὲν ἔκρυψε τὸ χαμόγελο στὰ χείλη του. Ἴσιωσε τὸν γιακὰ στὸ σακάκι του καὶ ἄρχισε νὰ ἀπαντάει: «Ὅπως λέει καὶ ὁ Στίβεν Χέλερ στὴν εἰσαγωγὴ μιᾶς ἀκόμα ἐξαιρετικῆς ἀνθολογίας —μὲ τίτλο Ἀναπάντεχη Μυθοπλασία. Ἀμερικανικὰ Ὑπέρμικρα Διηγήματα— ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δική μου ἐμπειρία ὡς συγγραφέας τόσο μικρῶν διηγημάτων, τὰ κύρια γνωρίσματα, ἢ μᾶλλον προϋποθέσεις, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει στὸ μυαλό του ἕνας ἐπίδοξος συγγραφέας ἢ ἀναγνώστης εἶναι “ἀφενὸς ἡ μικρὴ ἔκταση καὶ ἀφετέρου ἕνας σημαντικῆς διάρκειας καὶ ἰσχύος ἀπόηχος”. Ἑπομένως, ὅπως εἴπαμε καὶ προηγουμένως: Συντομία καὶ Ἀπόηχος.»
Πολλὰ χέρια σηκώθηκαν στὸν ἀέρα ἐκείνη τὴ στιγμή, ἀφοῦ οἱ φοιτητὲς σὰν νὰ ξύπνησαν ἀπὸ λήθαργο, κατάλαβαν πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα εἶδος ποὺ ταιριάζει τόσο στὴν ἰδιοσυγκρασία τους —τί σύντομο ἄραγε δὲν ταιριάζει σὲ ἕνα φοιτητή;— ἀλλὰ καὶ στὴν ἀγγλόφωνη καταγωγή τους.
Ὁ Τζὰκ ἄρχισε νὰ δείχνει πρὸς τοὺς ἰδιοκτῆτες τῶν χεριῶν καὶ νὰ ἀπαντᾶ στὶς ἐρωτήσεις τους, ποὺ στὴν πλειονότητά τους ἀφοροῦσαν τὴν οὐσία. Δηλαδὴ πῶς γράφεται ἕνα τέτοιο διήγημα, πόση ἔκταση μπορεῖ νὰ ἔχει, ποῦ τὸ βρίσκουμε, πόσο διαδεδομένο εἶναι. Ὁ Τζὰκ ἀπαντοῦσε κάπως μηχανικά, ἀφοῦ τὶς ἐρωτήσεις αὐτὲς τὶς εἶχε ἀπαντήσει ἑκατοντάδες φορὲς τὰ τελευταῖα χρόνια. Πάντα λέξεις μετρᾶνε αὐτὰ τὰ παιδιά, σκέφτηκε. «Γράψτε τὶς 1.500 ποὺ εἶναι ὁ μέγιστος ἀριθμὸς λέξεων ποὺ χρειάζονται πρῶτα καὶ μετὰ ἀποφασίστε μόνοι σας ἂν εἶναι μινιατούρα ἢ ὄχι», τοὺς εἶπε. «Τὸ συντομότερο διήγημα ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἔρνεστ Χέμινγουεϊ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕξι λέξεις», τοὺς διέκοψε ἀπαντώντας κοφτά. «“Πρὸς πώληση: Παιδικὰ παπούτσια. Ἐντελῶς ἀφόρετα.” Καὶ ὅμως λέει μιὰ ὁλόκληρη ἱστορία μέσα σὲ αὐτὲς τὶς λέξεις, ἂν τὸ καλοσκεφτεῖτε. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Γερμανὸς Φλόριαν Μάιμπεργκ ποὺ ξεκίνησε ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὸ Twitter, ποὺ εἶμαι σίγουρος πὼς ὅλοι χρησιμοποιεῖτε, νὰ γράφει διηγήματα ποὺ χωροῦν μέσα στοὺς λίγους χαρακτῆρες ποὺ προσφέρει αὐτὸ τὸ μέσο ἐπικοινωνίας. Πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι ὅτι δὲν θέλουμε νὰ γράψουμε παραπάνω, εἶναι ὅτι δὲν μποροῦμε, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει ὁ χῶρος δηλαδή. Καὶ γιὰ νὰ ἀπαντήσω στὴν ἐρώτηση τῆς κοπέλας ἐκεῖ πίσω, ἔτσι ξεκίνησαν τὰ διηγήματα αὐτά. Ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀναγνώστη —καὶ ταυτόχρονα τὴ διαφορετικὴ ταχύτητα πρόσληψης ποὺ διαθέτει στὴν Ἐποχὴ τῆς Πληροφορίας ποὺ ζοῦμε— νὰ γίνονται ὅλα γρήγορα. Ἑπομένως, ἡ λογοτεχνία καὶ δὴ τὸ ὑπέρμικρο διήγημα παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν ταχύτητα τῆς ζωῆς μας καὶ οἱ ἀναγνῶστες ποὺ πλέον εἶναι ἀκόμα πιὸ ἀπαιτητικοὶ θέλουν νὰ διαβάσουν λίγα, ἀλλὰ νὰ προσλαμβάνουν πολλά. Καὶ οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες, λόγῳ αὐτῆς τῆς φυσικῆς ροπῆς τους πρὸς καθετὶ τεχνολογικὸ καὶ πρωτοπόρο, ἀποτέλεσαν τὴ φυσικὴ γενέτειρα τοῦ διηγήματος αὐτοῦ του τύπου. Συμπερασματικά, λοιπόν, θὰ ἔλεγα πὼς τὸ διήγημα-μινιατούρα ἢ ἀστραπὴ ὅπως τὸ ὀνομάζουν κάποιοι ἀποτελεῖ τὸ διήγημα ποὺ μᾶς ταιριάζει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς συνοδεύσει παντοῦ στὴν καθημερινότητά μας. Ὑπάρχει μιὰ πανέμορφη ταινία τοῦ Φρανσουὰ Τρυφὼ ποὺ πιθανὸν νὰ μὴν ἔχετε δεῖ, ἀλλὰ βασίζεται σὲ μιὰ σύντομη νουβέλα τοῦ Ἀμερικανοῦ συγγραφέα Ρέι Μπράντμπερι καὶ παρουσιάζει μιὰ δυστοπικὴ κοινωνία στὸ μέλλον, ὅπου ἡ ἀνάπτυξη κριτικῆς σκέψης μέσῳ τῶν βιβλίων ἀπαγορεύεται διὰ νόμου καὶ ἡ κατοχὴ βιβλίων ἀποτελεῖ ἔγκλημα καὶ διώκεται ποινικά, ἐνῶ τὰ βιβλία καίγονται. Μιὰ ἀναρχικὴ κοινότητα ἔχει βρεῖ ἕναν τρόπο νὰ διατηρεῖ τὴ γνώση ἀποστηθίζοντας βιβλία. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: μπορεῖς στὴν πραγματικὴ ζωὴ νὰ τὸ κάνεις αὐτὸ μὲ τὸ Μόμπι Ντίκ, γιὰ παράδειγμα;»
Ὄχι, κούνησαν χαμογελώντας τὰ κεφάλια τους οἱ φοιτητὲς καὶ φοιτήτριες.
«Μὲ ἕνα διήγημα μισῆς σελίδας ἢ ἕνα ποίημα θὰ μπορούσατε ὅμως;»
«Ναί», εἶπαν μὲ ἕνα στόμα καὶ κάπως πανηγυρικὰ καὶ ἀνακουφισμένοι ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἔβαζε νὰ ἀποστηθίσουν κανένα βιβλίο.
«Ὁ συγγραφέας Ρίτσαρντ Μπάους», συνέχισε φανερὰ εὐχαριστημένος ὁ Τζάκ, «ἀνακάλυψε πὼς ὅταν μιὰ ἱστορία εἶναι τόσο συμπυκνωμένη ὅσο τὸ ὑπέρμικρο διήγημα, ἡ οὐσία της τείνει νὰ παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις· δηλαδὴ γιὰ νὰ λειτουργήσει μιὰ τέτοια ἱστορία σὲ τόσο λίγο χῶρο, τὸ θέμα της πρέπει νὰ εἶναι ἀναλογικὰ μεγαλύτερο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ σᾶς ἔλεγα νωρίτερα περὶ ἔκτασης ἀλλὰ καὶ σπουδαιότητας τοῦ νοήματος. Καὶ ἡ Ἀμερικανίδα συγγραφέας Γκρέις Πέιλι συμπληρώνει: “Ἕνα διήγημα βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ ποίημα παρὰ σὲ ἕνα μυθιστόρημα (τὸ ἔχω πεῖ ἕνα ἑκατομμύριο φορές) καὶ ὅταν εἶναι πάρα πολὺ σύντομο —1,5, 2,5 σελίδες— πρέπει νὰ διαβάζεται σὰν ποίημα. Δηλαδὴ ἀργά. Οἱ ἀναγνῶστες ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ προσπερνοῦν περιγραφὲς ἢ ἀφηγήσεις δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν σὲ μιὰ τρισέλιδη ἱστορία.” Βλέπετε, λοιπόν, πῶς οἱ Ἀμερικανοὶ κυρίως συγγραφεῖς κατανοοῦν τὴ σημασία τοῦ ὑβριδίου αὐτοῦ καὶ πειραματίζονται καὶ οἱ ἴδιοι μὲ ὁλόκληρες συλλογὲς γεμάτες ἀπὸ λογοτεχνικὲς μινιατοῦρες, βαδίζοντας μάλιστα στὰ χνάρια τοῦ μινιμαλισμοῦ τοῦ Ρέιμοντ Κάρβερ καὶ τοῦ Τσὰρλς Μπουκόβσκι, ποὺ ἐνημερώθηκα πὼς διδαχθήκατε στὸ περασμένο ἑξάμηνο καὶ δὲν πρόκειται νὰ σᾶς ἀναλύσω ἐδῶ, ἀλλὰ θὰ σᾶς πῶ ἕνα ἀνέκδοτο. Ὁ Τζὸν Γκάρντνερ, ὁ μέντορας τοῦ Κάρβερ τὸν συμβούλεψε κάποτε νὰ γράφει μιὰ ἱστορία μὲ 15 λέξεις, ἀντὶ γιὰ 25 ποὺ εἶχε γράψει ὁ ἴδιος. Καὶ ὁ ἐκδότης καὶ ἐπιμελητὴς τῶν γραπτῶν τοῦ Κάρβερ, ὁ Γκόρντον Λίς, τοῦ ἔδωσε μιὰ ἀκόμα πιὸ ἀκραία συμβουλή: νὰ χρησιμοποιεῖ 5 λέξεις ἀντὶ γιὰ τὶς 15 τοῦ Γκάρντνερ.»
Γέλια ἀκούστηκαν στὸ ἀμφιθέατρο, ἐνῶ ὅλα τα μάτια ἔλαμπαν ποὺ σήμαινε πὼς ὁ Τζὰκ εἶχε τουλάχιστον κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον τους.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ πετάχτηκε ὁ Λάιονελ ἀπὸ πίσω του καὶ δήλωσε μ’ ἐκείνη τὴν πομπώδη ἡμι-βρετανικὴ προφορά του πὼς εἶχε νὰ κάνει μιὰ ἐρώτηση. «Μιὰ καὶ ἀσχολεῖστε καὶ μὲ τὴ φυτοκομία τῆς γενέτειράς σας, τὰ περιβόητα Μπονζάι, πῶς θὰ λέγατε ὅτι τὸ ὑπέρμικρο διήγημα ὁμοιάζει μὲ αὐτὴ τὴν ἰαπωνικὴ τέχνη;»
Ὁ Τζὰκ ἔνιωσε νὰ ζαλίζεται. Εἶχε τελειώσει τὴ διάλεξή του χωρὶς νὰ δεχτεῖ καμία ἐρώτηση γι’ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ θὰ ἔλεγε ἀντίο, ἔρχεται ὁ ἀνόητος νὰ τοῦ κάνει τὴν ἐρώτηση ποὺ σιχαινόταν. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως δὲν κάθισε νὰ ἀναλύσει τὰ ἅπαντα τῆς ἰαπωνικῆς φυτοκομίας, ὅπως εἶχε δοκιμάσει νὰ κάνει κάποτε μπροστὰ σὲ ἕνα κοινὸ ποὺ χασμουριόταν. Τοῦ ἔδωσε μιὰ ὑπέρμικρη ἀπάντηση γιὰ νὰ τὸν ξεφορτωθεῖ: «ἐπειδὴ ἡ τέχνη τῆς κατασκευῆς φυτῶν Μπονζάι, σχετίζεται μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ καὶ συστηματικὴ σμίκρυνση μεγάλων φυτῶν, μὲ σκοπὸ τὴ διατήρηση τῆς οὐσίας τους, ἀλλὰ ὄχι καὶ τοῦ μεγέθους τους. Ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο ἀποτελοῦν μινιατοῦρες κάποιας μεγαλύτερης μορφῆς φυτοῦ καὶ διηγήματος ἀντίστοιχα.»
Ὁ Λάιονελ πῆγε νὰ πεῖ κάτι παραπάνω, ἀλλὰ ὁ Τζὰκ τὸν ἔκοψε ἀπότομα γυρνώντας στοὺς φοιτητές.
«Αὐτὸ ποὺ πρέπει ὅλοι νὰ κρατήσουμε στὸ μυαλό μας εἶναι πὼς τὸ ὑπέρμικρο διήγημα ἢ Μπονζάι ἂν θέλετε, μοιάζει μὲ αὐτὸ ποὺ καὶ ἐγὼ περιέγραψα στὸ “Ἄρωμα Λέξεων” ποὺ σᾶς διάβασα νωρίτερα. Ἕνα μεγαλύτερο καὶ βαθύτερο νόημα καὶ μιὰ μεγαλύτερης ἔκτασης ἱστορία καὶ μιὰ πιὸ γεμάτη καὶ ὁλοκληρωμένη ζωὴ τῶν ἡρώων βρίσκεται κλεισμένη στὸ μπουκαλάκι μιᾶς παραγράφου ἢ μιᾶς σελίδας. Καὶ αὐτὸς ποὺ καταφέρνει νὰ τιθασεύσει τὸν λόγο φανερώνει μιὰ ἀξιοθαύμαστη συγγραφικὴ ἱκανότητα. Σᾶς εὐχαριστῶ!»
Χειροκροτήματα ξέσπασαν ἀμέσως μόλις τελείωσε τὴ φράση του ὁ Τζὰκ κι ἕνα κοκκίνισμα ἔκανε ταχύτατα τὴ διαδρομὴ ἀπὸ τὴν καρδιὰ στὰ μάγουλά του, κάνοντάς τον νὰ φαίνεται σὰν νὰ εἶχε μόλις γυρίσει ἀπὸ τὸ γυμναστήριο.
Στὸ ἀεροπλάνο τῆς ἐπιστροφῆς, ὁ Τζὰκ ἀναλογίστηκε πὼς οἱ φρικτοὶ πόνοι στὰ δάχτυλά του, ὅταν ὁ παππούς του τὸν ἔβαζε ὧρες ἀτελείωτες νὰ κλαδεύει τὰ φυτὰ γιὰ νὰ φτιάξει τὰ δικά του Μπονζάι, δὲν πῆγαν χαμένοι, καθὼς τώρα εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ σπουδαῖο φυτοκόμο τῆς γλώσσας καὶ οἱ ἱστορίες αὐτὲς ἀποτελοῦσαν στιγμιότυπα τῆς ζωῆς του.
16 Ἰανουαρίου 2011
Βασίλης Μανουσάκης (Ἀθήνα, 1972). Ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής. Ἔχει διδακτορικὸ στὴν Ἀμερικανικὴ Ποίηση. Διδάσκει στὸ Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ἔχει δημοσιεύσει τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Μιᾶς Σταγόνας Χρόνος (Ἐκδόσεις Πλανόδιον, 2009) καὶ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ἀνθρώπων Ὄνειρα (Ἐκδόσεις Ἀντ. Σταμούλη, 2010). Ποιήματα καὶ δοκίμιά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ πολλὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
Σημείωμα τοῦ Ἐπιμελητῆ τοῦ τεύχους ἀρ. 50 τοῦ Πλανόδιου γιὰ τὸ ἀμερικανικὸ μικρὸ διήγημα:
ΤΟΝ τελευταῖο ἑνάμιση χρόνο περίπου, ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 2010 κι ὕστερα —ἔπειτα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Γιάννη Πατίλη νὰ ἀναλάβω τὴν ἐπιμέλεια τοῦ παρόντος ἀφιερώματος στὸ ἀγγλόφωνο ὑπέρμικρο διήγημα— διάβασα, ἀξιολόγησα καὶ ἀνέλυσα πάνω ἀπὸ 1.000 διηγήματα-μινιατοῦρες. Στὴ συνέχεια, κατέληξα νὰ ἐπιλέξω περίπου 70 ἀπὸ αὐτὰ (στὸ τεῦχος αὐτὸ δημοσιεύονται τὰ 43) μέσα ἀπὸ 5 διαφορετικὲς συλλογές, τὰ ὁποῖα εἴτε μετέφρασα ὁ ἴδιος εἴτε ἔδωσα σὲ πολλοὺς διαφορετικοὺς μεταφραστές, γιὰ νὰ ὑπάρχει ποικιλία φωνῶν καὶ μεταφραστικῶν ἀπόψεων. Τὰ κριτήρια τὰ ὁποῖα ἔθεσα προσωπικὰ καὶ κατόπιν μελέτης πολλῶν ἄρθρων καὶ κειμένων σχετικὰ μὲ τὰ ὑπέρμικρα διηγήματα ἦταν (α) τὸ πόσο ἐνδιαφέρουσα ἦταν ἡ ἱστορία ἢ ὁ τρόπος γραφῆς της, (β) ἡ ἔκτασή της ποὺ ἤθελα νὰ ποικίλλει ἀπὸ μιὰ παράγραφο ἕως 2 σελίδες καὶ (γ) ὁ ἀπόηχος ποὺ πιθανὸν ἀφήνει κάθε ἱστορία καὶ τὰ νοήματα καὶ θέματα ποὺ καλεῖται ὁ ἀναγνώστης νὰ ἀνακαλύψει ἀφοῦ τελειώσει τὴν ἀνάγνωσή της. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτὸ ποὺ κρατᾶτε στὰ χέρια σας κι ἐλπίζω νὰ ἀπολαύσετε ὅπως τὸ ἀπόλαυσα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος.
Καλὴ ἀνάγνωση!
Βασίλης Μανουσάκης
16 Ἰανουαρίου 2011
Filed under: ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Διδακτισμός,Ελληνικά,Μανουσάκης Βασ.,Τέχνη | Tagged: Βασίλης Μανουσάκης,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Βασίλης Μανουσάκης: Ἐν εἴδει προλόγου – Ἱστορίες Μπονζάι ἔχουν κλείσει