Πάνος Πρωτοπαπάς: Οἱ ἄλλοι

 

 

Πά­νος Πρω­το­πα­πάς

 

Οἱ ἄλ­λοι

 

Η ΖΩΗ ΜΟΥ τὴν πέ­ρα­σα κλει­σμέ­νος σ’ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα μιᾶς ἄ­δειας πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Ἐ­δῶ πέ­ρα­σαν τὴ ζω­ή τους καὶ οἱ γο­νεῖς μου, κλει­σμέ­νοι κι αὐ­τοί, ὅ­πως καὶ οἱ δι­κοί τους γο­νεῖς καὶ ποι­ὸς ξέ­ρει πό­σοι ξε­χα­σμέ­νοι συγ­γε­νεῖς μου ἀ­κό­μα. Ὅ­λοι ἤ­ξε­ραν πὼς ζοῦ­σαν κλει­σμέ­νοι σὲ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα μιᾶς ἄ­δειας πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Μέ­χρι ποὺ ἦρ­θαν οἱ «­ἄλ­λοι­» καὶ μᾶς εἶ­παν πὼς λά­θος κα­τα­λά­βα­με, οὔ­τε γιὰ δι­α­μέ­ρι­σμα πρό­κει­ται, οὔ­τε γιὰ ἄ­δεια πο­λυ­κα­τοι­κί­α. Ὡ­στό­σο τὰ δει­λι­νὰ ποὺ πα­ρα­τη­ρῶ προ­σε­κτι­κὰ τὸν πε­ζό­δρο­μο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α, βε­βαι­ώ­νο­μαι πὼς ἔ­χω δί­κιο. Για­τί ἀ­κό­μα καὶ τὸ πα­σι­φα­νὲς —δη­λα­δὴ τὸν πε­ζό­δρο­μο— οἱ «­ἄλ­λοι» τὸ ὀ­νο­μά­ζουν δι­ά­δρο­μο κά­ποι­ου κρυ­φοῦ δι­α­με­ρί­σμα­τος τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Οἱ «ἄλ­λοι», οἱ τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γοὶ λέ­ξε­ων, οἱ ἐ­φευ­ρέ­τες ἐν­νοι­ῶν, οἱ μά­γοι τῆς πα­ρα­πλά­νη­σης…

       Κά­θε δει­λι­νὸ βλέ­πω τὴν ἴ­δια πε­ρα­στι­κὴ κυ­ρί­α νὰ ρεμ­βά­ζει στὸν πε­ζό­δρο­μο. Τί γι­γαν­τια­ία κυ­ρί­α! Τὸ πραγ­μα­τι­κό της ἐ­κτό­πι­σμα δι­α­πι­στώ­θη­κε πρὶν χρό­νια, ὅ­ταν κά­ποι­ος πρό­γο­νός μου τόλ­μη­σε νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα. Τὸν ἔ­λι­ω­σε κα­τὰ λά­θος μὲ τὸ τα­κού­νι της. Μί­α τό­σο τε­ρά­στια γυ­ναί­κα δὲν θὰ χω­ροῦ­σε φυ­σι­κὰ σὲ ἕ­να δι­ά­δρο­μο.

       Πέ­ρα­σαν αἰ­ῶ­νες ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον τὸν —πρῶ­το— θά­να­το. Μέ­χρι τό­τε, οἱ νε­κροί μας δὲν πέ­θαι­ναν, κοι­μόν­του­σαν. Με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια, πέ­θα­νε καὶ ἡ γι­γαν­τια­ία κυ­ρί­α, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φό­ρη­σαν οἱ «ἄλ­λοι­», οἱ ἐ­φευ­ρέ­τες τοῦ θα­νά­του. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, τὴ γι­γάν­τισ­σα τὴ βλέ­πω κά­θε μέ­ρα, αἰ­ῶ­νες με­τὰ τὸ συμ­βάν. Καὶ κα­θό­λου, νὰ πεῖς, δὲν θυ­μᾶ­μαι τὸν ἑ­αυ­τό μου στὸ κά­δρο ἐ­κεί­νου τοῦ φρι­κτοῦ δει­λι­νοῦ. Ἄ­ρα, ἂν δὲν ζῶ σή­με­ρα καὶ ζοῦ­σα τό­τε, ὅ­πως θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ κά­ποι­ος κα­κό­πι­στος, θὰ ἔ­πρε­πε νὰ θυ­μᾶ­μαι τὸν ἑ­αυ­τό μου πα­ρόν­τα στὸ πε­ρι­στα­τι­κό. Ὅ­ταν ὅ­μως τσιμ­πῶ τὸ μά­γου­λό μου νι­ώ­θω πό­νο. Ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω σή­με­ρα καὶ ὄ­χι τό­τε. Κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζή­σει, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, καὶ τό­τε καὶ τώ­ρα.

       «Ἂ­ν οι πε­ρα­στι­κοὶ εἶ­ναι πράγ­μα­τι γί­γαν­τες, μή­πως ἐ­σεῖς δὲν εἶ­στε νά­νοι;­», μὲ ρώ­τη­σαν οἱ «ἄλ­λοι». «Πῶς νὰ ξέ­ρω;­», τοὺς ἀ­πάν­τη­σα ἑ­τοι­μό­λο­γα. «Ἀ­φοῦ ἐ­σεῖς, ποὺ δὲν εἶ­στε οὔ­τε νά­νοι οὔ­τε γί­γαν­τες, καὶ ἑ­πο­μέ­νως θὰ ἀ­πο­τε­λού­σα­τε ἕ­να κα­λὸ μέ­τρο σύγ­κρι­σης, κρύ­βε­στε πί­σω ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις. Δὲν σᾶς ἔ­χω δεῖ πο­τὲ στὴ ζω­ή μου. Τὸ μέ­τρο δὲν εἶ­ναι πιὰ μέ­τρο μ’ ἐ­σᾶς, οὔ­τε τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα δι­α­μέ­ρι­σμα καὶ ὁ θά­να­τος θά­να­τος. Ἔ­χε­τε δι­α­στρέ­ψει τὸ νό­η­μα τῶν λέ­ξε­ων, τὸ με­γα­λεῖ­ο του σύμ­παν­τος.»

 

       Ὅ­μως, ὁ πρό­γο­νός μας ἔ­γι­νε κι­μάς, αὐ­τὸ με­τρά­ει ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ δε­χθή­κα­με τὶς ἔν­νοι­ες ποὺ ἔ­δω­σαν οἱ «ἄλ­λοι­» στὶς λέ­ξεις μας. Δὲν ἔ­χει πιὰ ση­μα­σί­α ἂν ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε νά­νοι ἢ γί­γαν­τες ἢ πε­ρα­στι­κοί. Οὔ­τε κι ἂν ὁ πε­ζό­δρο­μος εἶ­ναι δι­ά­δρο­μος. Ἔ­χου­με ἕ­ναν ἀ­λη­θι­νὸ νε­κρὸ νὰ μι­κραί­νει τὴ σκέ­ψη μας. Πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ στὰ κα­τά­βα­θά μας δὲν ἔ­χου­με πει­στεῖ πὼς ἀ­λη­θι­νὸς νε­κρὸς ση­μαί­νει κι­μὰς μὲ ἀ­λε­σμέ­να κο­κά­λα, ἡ ἀμ­φι­βο­λία φαρ­μα­κώ­νει πιὰ τὴ ζωή μας.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Πλανόδιον, τχ 51, Δεκέμβριος 2011 («48 Μικρά Διηγήματα Ἑλλήνων Συγγραφέων [Πρῶτο Μέρος (1/2)]).

 

Πά­νος Πρω­το­πα­πάς (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὶς ναυ­τι­λια­κὲς ἐ­πι­χει­ρή­σεις καὶ τὰ ΜΜΕ. Ποι­ή­μα­τα καὶ πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Εὐ­θύ­νη, Πλα­νό­διον, Πόρ­φυ­ρας καὶ ἀλ­λοῦ. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Ναυ­λα­γο­ρά (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Ἵ­κα­ρος, Ἀ­θή­να, 1983). Τε­λευ­ταῖ­ο του: Ἰ­α­σε­μιὰ γιὰ ἕ­να δο­λο­φό­νο (Δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀ­θή­να, 2010).

 

 

Πάνος Πρωτοπαπάς: Ὁ νοσταλγός

 

 

Πά­νος Πρω­το­πα­πάς

 

Ὁ Νοσταλγός

 

ΙΑ ΔΕ­ΚΑ­ΤΗ ΦΟ­ΡΑ ὁ Γάλ­λος κα­τέ­βα­σε τὸ βλέμ­μα στὴν κάρ­τα κι ἀ­να­φώ­νη­σε εὐ­φρό­συ­να: «Ὀ­κέ­ι, μί­στερ Τζέ­ραρ­ντον!» βρα­δυ­πο­ρών­τας ἀ­ναί­τια σὲ ὅ­λα τα ρὸ τοῦ ὀ­νό­μα­τός του. Συ­νή­θως γιὰ τοὺς Γάλ­λους ἡ προ­φο­ρά του δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἀ­ξε­πέ­ρα­στο ἐμ­πό­διο, του­λά­χι­στον με­τὰ με­ρι­κὲς ἑ­κα­τέ­ρω­θεν πα­ρα­χω­ρή­σεις. Ἀλ­λὰ γιὰ τοῦ­το τὸν ἀ­με­ρι­κα­νο­θρεμ­μέ­νο τρί­της γε­νιᾶς Μαρ­σε­γι­έ­ζο τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης κα­θε­τὶ τὸ με­σο­γεια­κὸ ἀ­πὸ και­ρὸ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ παίρ­νει ἐ­ξω­τι­κὲς ἀ­πο­χρώ­σεις Πο­λυ­νη­σί­ας. «Γκε­ράρ­ντος, σέρ», πρό­τει­νε δι­αλ­λα­κτι­κά, θυ­σι­ά­ζον­τας τὸ γά­μα καὶ τὸ δέλ­τα του στὸ βω­μὸ κά­ποιας ὑ­πο­τυ­πώ­δους προ­σέγ­γι­σης. «Γκε­ράρ­ντος γου­ὶθ τζί, ἒζ ἲν Γκρίς», συμ­πλή­ρω­σε σὲ μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τη ἀ­πο­στρο­φὴ ἐ­θνι­κι­στι­κοῦ οἴ­στρου, ἐ­νῶ ὁ ἄλ­λος γε­λοῦ­σε ἀ­να­πάν­τε­χα, ἀ­κο­λου­θού­με­νος ἀ­π’ ὅ­λους τοὺς ὑ­πο­τε­λεῖς του, τοὺς κα­θι­σμέ­νους ἐκ δε­ξι­ῶν καὶ εὐ­ω­νύ­μων στὸ με­γά­λο τρα­πέ­ζι τῶν συ­σκέ­ψε­ων καὶ ποὺ πι­θα­νὸν νὰ μὴν ἤ­ξε­ραν κὰν ποῦ ἔ­πε­φτε ἐ­κεί­νη ἡ κουκ­κί­δα τοῦ κό­σμου.

       Δὲν εἶ­χε κα­μιὰ ἀμ­φι­βο­λί­α πὼς ἡ προ­σο­χὴ ὅ­λων ἦ­ταν στραμ­μέ­νη πά­νω του, ἀ­πο­κλει­στι­κὰ χά­ρη στὴν ἀ­κρι­βο­πλη­ρω­μέ­νη φή­μη τῆς δύ­να­μής του. Καὶ πὼς μό­νο αὐ­τὴ ἦ­ταν ποὺ τοὺς ὑ­πο­χρέ­ω­νε νὰ τη­ροῦν αὐ­τὴ τὴ στά­ση τῆς σε­μνῆς ἀ­να­μο­νῆς. Μέ­σα στὸ παι­χνί­δι τῆς ἐ­πι­βο­λῆς, ἡ ἐ­πι­μο­νή του στὴ σω­στὴ προ­φο­ρὰ τοῦ ὀ­νό­μα­τός του ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἀ­ναγ­καί­α ἐ­πί­δει­ξη ἰ­σχύ­ος καὶ προ­σω­πι­κό­τη­τας. Ἡ ἀ­να­φο­ρά του, ὅ­μως, στὴν ἰ­σχνὴ πα­τρί­δα ἦ­ταν ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο πυ­ρο­τέ­χνη­μα βγαλ­μέ­νο ἀ­π’ τὰ βά­θη τῆς παι­δι­κῆς του ἡ­λι­κί­ας καὶ τῆς αὐ­το­πε­ποί­θη­σης τῶν εὐ­η­με­ρου­σῶν τό­τε πα­ροι­κι­ῶν τῆς δι­α­σπο­ρᾶς ὅ­που γεν­νή­θη­κε καὶ ποὺ πάν­τα ζοῦ­σαν μέ­σα του δη­μι­ουρ­γών­τας πε­ρί­ερ­γες οἰ­ή­σεις καὶ ἐ­κρή­ξεις με­γα­λεί­ου.

      Ἀ­φοῦ εἶ­χε πε­ρά­σει ὅ­λα τὰ γνω­στὰ στά­δια ἐ­θνι­κι­σμοῦ, ἀ­πό­γνω­σης γιὰ τὸ ἀ­νυ­πό­λη­πτο τῆς πα­τρί­δας καὶ δι­ε­θνι­σμοῦ, εἶ­χε ξα­να­γυ­ρί­σει σ’ ἕ­να σο­βι­νι­σμὸ τύ­που ἐ­παρ­χια­κοῦ δη­μο­δι­δα­σκά­λου τῶν ἀρ­χῶν τοῦ αἰ­ώ­να. Ξα­να­πλα­σμέ­νο, ὅ­μως, μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δαι­δα­λώ­δεις πα­λιν­δρο­μή­σεις τῆς πλού­σιας πιὰ μνή­μης. Τί­πο­τα δὲ τώ­ρα μὴν ἀ­πορ­ρί­πτον­τας ἀ­π’ ὅ­λα τ’ ἄλ­λα – στὴ θε­ω­ρί­α. Πα­ρὰ μό­νο με­τα­θέ­τον­τάς τα σὲ εὐ­θε­τό­τε­ρο χρό­νο τοῦ κό­σμου.

      Τὰ γέ­λια τῶν πρώ­ην Γάλ­λων, ἑ­βραί­ων καὶ ἄλ­λων ἀ­με­ρι­κα­νο­ποι­η­μέ­νων δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν τώ­ρα εὐ­τρά­πε­λη ἀ­τμό­σφαι­ρα, πράγ­μα πού, ἀ­σφα­λῶς, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βλά­ψει τὸ κύ­ρος του. Πε­ρι­έ­φε­ρε τὸ βλέμ­μα ψυ­χρὸ κυ­κλι­κά, κα­τε­βά­ζον­τας τοὺς ἐ­πι­κίν­δυ­νους τό­νους, ἐ­νῶ μέ­σα του ἤ­δη σκε­φτό­ταν, ὅ­πως πάν­τα: Τί γυ­ρεύ­ω ἐ­δῶ πέ­ρα; Και­ρὸς νὰ ἐ­πι­στρέ­φω, και­ρὸς νὰ ἀ­πο­χω­ρῶ.

      Ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­πέ­ναν­τι ἔ­βλε­πε τοὺς οὐ­ρα­νο­ξύ­στες νὰ τεί­νουν μὲ ἀ­νο­η­σί­α πρὸς τὸ χά­ος. Καί, ὡ­στό­σο, φαί­νον­ταν νὰ δί­νουν μιὰ μά­χη ποὺ τὴ χαί­ρον­ταν. Σὰν τού­τους ἐ­δῶ ποὺ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸν κάμ­ψουν μὲ τὶς ἐ­πι­φα­νεια­κὰ δε­λε­α­στι­κὲς προ­σφο­ρές τους καὶ τὴν τε­χνη­τὴ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση. Τοὺς λυ­πό­ταν. Ἀλ­λὰ πιὸ πο­λὺ τὸν ἑ­αυ­τό του ποὺ συ­νέ­χι­ζε τὸ κον­τα­ρο­χτύ­πη­μα μι­σο­α­φη­ρη­μέ­νος, ἀ­δει­ά­ζον­τάς τους, ὡ­στό­σο, ἕ­ναν ἕ­ναν ἀ­π’ τὰ στο­λι­σμέ­να τους ἄ­τια.

      Νὰ μνη­μο­νεύ­σω τ’ ὄ­νο­μά του, σκε­φτό­ταν κά­θε τό­σο, νὰ μνη­μο­νεύ­σω τὴ μορ­φή του, ἀλ­λὰ μπρο­στά του εἶ­χαν καρ­φω­θεῖ μο­νό­το­να τὰ ἄλ­λο­τε με­σο­γεια­κὰ μά­τια τοῦ Γάλ­λου μὲ φόν­το τὶς γιρ­λάν­τες τοῦ Μαν­χά­ταν. Για­τὶ ὁ Γάλ­λος ἔ­μοια­ζε τώ­ρα νὰ τοῦ ‘­χει κά­τι ἀ­πο­σπά­σει, κά­τι ποὺ τοῦ δι­έ­φευ­γε ἀ­κό­μα καί, ὡ­στό­σο, τὸ δι­αι­σθα­νό­ταν στοὺς τρό­πους καὶ τὴν πρό­σκλη­σή του γιὰ τὸ βρά­δυ.

      Στὸ νυ­χτε­ρι­νὸ κέν­τρο φά­νη­κε πράγ­μα­τι ἰ­δι­αί­τε­ρα γεν­ναι­ό­δω­ρος, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­τας τὶς ὑ­πο­ψί­ες του. Ὁ­λό­γυ­ρα στὸ τρα­πέ­ζι φῶ­τα, πρό­σω­πα γνω­στὰ ἀ­π’ τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες, ἴ­σως, δη­λα­δή, προ­σω­πι­κό­τη­τες, ὡ­ραῖ­α κο­ρί­τσια μὲ κά­τι μι­σο­ει­πω­μέ­νο στὸ βλέμ­μα, για­τὶ ἔ­τσι εἶ­ναι πάν­τα κα­λύ­τε­ρα, ἀ­κό­μα καὶ σ’ αὐ­τὸ τὸ ἄ­δυ­το τοῦ ἀ­πό­λυ­τα συγ­κε­κρι­μέ­νου.

      Τώ­ρα πιὰ ἤ­ξε­ρε πὼς ὁ Γάλ­λος εἶ­χε κερ­δί­σει. Καί, ὡ­στό­σο, δὲν τὸν ἔ­με­λε. Ζη­τοῦ­σε μό­νο νὰ γυ­ρί­σει στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο, νὰ συγ­κεν­τρω­θεῖ. Νὰ βυ­θι­στεῖ, νὰ μνη­μο­νεύ­σει τὴ μορ­φὴ ἐ­κεί­νου.

      Πῶς λαμ­πυ­ρί­ζουν τὰ μπά­νια τῶν κα­λῶν ξε­νο­δο­χεί­ων! Τί φῶ­τα καὶ τί χρώ­μα­τα στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τοὺς κα­θρέ­φτες. Τί τε­ρά­στια τὰ κρε­βά­τια. Καὶ τί ἄ­πρε­πα ὅ­λα τοῦ­τα γιὰ τὴ συ­νάν­τη­ση ποὺ ἑ­τοί­μα­ζε.

      Καί, ὡ­στό­σο, ἄλ­λη λύ­ση δὲν ἔ­με­νε. Καὶ τὸ μυ­στι­κό του, γιὰ μιὰ ἀ­κό­μα μέ­ρα τῆς μο­νό­το­νης ζω­ῆς του, σὲ κα­νέ­να δὲν τὸ εἶ­πε.

      Πῆ­ρε τὸ μι­κρὸ τό­μο στὰ χέ­ρια. Ἄ­να­ψε τὸ μι­κρό­τε­ρο φῶς τοῦ δω­μα­τί­ου, τὸ πιὸ κί­τρι­νο, καὶ ξα­νὰ τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη ἔ­φυ­γε πέ­ρα.

      «Ἡ σε­λή­νη ἐ­πρό­βα­λε, μό­λις ἀρ­χί­σα­σα νὰ φθί­νῃ τρί­την νύ­κτα με­τὰ τὸ ὁ­λο­γέ­μι­σμά της, εἰς τὴν κο­ρυ­φὴν τοῦ βου­νοῦ, κι ἐ­κεί­νη, ἀ­σπρο­φο­ρε­μέ­νη, με­τὰ τό­σους στε­ναγ­μοὺς καὶ τό­σα πε­ρι­πα­θῆ ἄ­σμα­τα, ἔ­κρα­ξε:

      » — Νὰ ἔμ­βαι­να σὲ μιὰ βαρ­κοῦ­λα, τώ­ρα-δά.­.. ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται.­.. νὰ φτά­να­με πέ­ρα!­.­.­.­»*

 

* Ἀλ. Παπαδιαμάντη, «Ἡ νοσταλγός».

Βλ. ἐ­δῶ καὶ Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός, «Γράμ­μα στὸν Ἀ­λέ­ξαν­δρο Πα­πα­δι­α­μάν­τη».

 

 

Πηγή: Πάνος Πρωτοπαπάς, Ἡ ἀθέατη πλευρὰ τῆς Σελήνης (Διηγήματα, ἐκδ. Καστανιώτης, Ἀθήνα, 1989).

 

Πά­νος Πρω­το­πα­πάς (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὶς ναυ­τι­λια­κὲς ἐ­πι­χει­ρή­σεις καὶ τὰ ΜΜΕ. Ποι­ή­μα­τα καὶ πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Εὐ­θύ­νη, Πλα­νό­διον, Πόρ­φυ­ρας καὶ ἀλ­λοῦ. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Ναυ­λα­γο­ρά (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Ἵ­κα­ρος, Ἀ­θή­να, 1983). Τε­λευ­ταῖ­ο του: Ἰ­α­σε­μιὰ γιὰ ἕ­να δο­λο­φό­νο (Δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀ­θή­να, 2010).