Τσὰρλς Μπάξτερ (Charles Baxter): Ὁ γκρεμός

 

 

 

Τσὰρλς Μπάξτερ (Charles Baxter)

 

γκρε­μός

(The Cliff)

 

Ε ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ πρὸς τὸν γκρε­μό, ὁ γέ­ρος κρα­τοῦ­σε τὸ τι­μό­νι μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι. Μὲ τὸ ἄλ­λο χέ­ρι κά­πνι­ζε. Μέ­σα στὸ αὐ­το­κί­νη­το μύ­ρι­ζε κρα­σὶ καὶ στά­χτες ἀ­πὸ τσι­γά­ρα. Ὁ γέ­ρος ἔ­βη­χε συ­νε­χῶς. Ἡ φω­νή του ἔ­μοια­ζε πα­ραλ­λα­γὴ τοῦ βή­χα του.

       «Πα­λιὰ κά­πνι­ζα Κά­μελ ἄ­φιλ­τρα», εἶ­πε στὸ ἀ­γό­ρι. Ὁ χω­μα­τό­δρο­μος, ὅ­λο λακ­κοῦ­βες, κα­τη­φό­ρι­ζε ἀ­πό­το­μα καὶ τὸ ἁ­μά­ξι χο­ρο­πη­δοῦ­σε. «Ὅ­μως ἄλ­λα­ξα μάρ­κα. Τὰ Κά­μελ μ’ ἐμ­πό­δι­ζαν στὸ φα­γη­τό. Δὲν κα­τα­λά­βαι­να τί γεύ­ση εἶ­χαν αὐ­τὰ ποὺ μοῦ μα­γεί­ρευ­ε ἡ Δου­κέ­σα. Κρέ­ας, σα­λά­τες, ζε­λέ­δες, ὅ­λα τὴν ἴ­δια γεύ­ση. Ἄρ­χι­σα λοι­πὸν αὐ­τὰ μὲ τὴ λί­γη πίσ­σα. Ἐ­σύ, ἀ­γό­ρι, δὲν κα­πνί­ζεις, ἔ;»

       Τὸ ἀ­γό­ρι, μὲ τὸ βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στὸ δρό­μο, κού­νη­σε ἀρ­νη­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι.

       «Καὶ βέ­βαι­α ὄ­χι, μ’ αὐ­τὰ ποὺ σ’ ἔ­μα­θα, αὐ­τὸ δὰ ἔ­λει­πε. Γι’ αὐ­τὸ ποὺ κά­νου­με πρέ­πει νὰ τὸ κρα­τᾶς ἁ­γνὸ τὸ σῶ­μα σου.»

       «Ἐ­σὺ δὲν κρα­τᾶς ἁ­γνὸ τὸ δι­κό σου», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Ἐ­γὼ δὲν χρει­ά­ζε­ται. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἁ­γνό. Καὶ ὅ­πως λέ­ω, κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι δυ­ὸ φο­ρὲς ἁ­γνός.»

       Τὰ κα­λι­φορ­νέ­ζι­κα πεῦ­κα, ποὺ ἔ­μοια­ζαν ἕ­τοι­μα νὰ σπά­σουν στὰ δυό, ἔ­με­ναν ἀ­κί­νη­τα κα­θὼς περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ δί­πλα τους. Τὸ ἀ­γό­ρι νό­μι­σε πὼς ἄ­κου­σε τὰ κύ­μα­τα μπρο­στά τους νὰ πα­φλά­ζουν. «Κον­τεύ­ου­με;»

       «Εἶ­σαι βι­α­στι­κὸς ὅ­μως», εἶ­πε ὁ γέ­ρος, συγ­κρα­τών­τας τὸ βή­χα του. «Ἀ­γό­ρι, στὸ εἶ­πα ἑ­κα­τὸ φο­ρές: Γιὰ νὰ τὸ κά­νεις αὐ­τό, πρέ­πει νὰ γυ­μνά­σεις τὴ θέ­λη­σή σου. Λί­γο νὰ βια­στεῖς καί —»

       «…Ξέ­ρω, ξέ­ρω, “πέ­θα­νες”». Τὸ ἀ­γό­ρι φο­ροῦ­σε τζά­κετ καὶ κα­πε­λά­κι τῶν Νιοὺ Γιὸρκ Μέτς. «Τὰ ξέ­ρω ὅ­λα αὐ­τά. Μοῦ τά ’­μα­θες. Ρώ­τη­σα μό­νο ἂν κον­τεύ­ου­με νὰ φτά­σου­με.»

       «Ἔ­χεις γυ­ναί­κα, ἀ­γό­ρι;» Ὁ γέ­ρος τὸν κοί­τα­ξε κα­χύ­πο­πτα. «Ἔ­χεις γυ­ναί­κα;»

       «Μὰ εἶ­μαι μό­νο δε­κα­πέν­τε χρο­νῶ», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι ἀ­μή­χα­να.

       «Ἔ, δὲν σὲ πῆ­ραν καὶ τὰ χρό­νια, καὶ σὲ αὐ­τὰ ἐ­δῶ τὰ μέ­ρη μά­λι­στα.»

       «Κά­τι φι­λιὰ μό­νο», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι. «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ὠ­κε­α­νός;»

       «Αὐ­τὸς εἶ­ναι», εἶ­πε ὁ γέ­ρος. «Με­ρι­κὲς φο­ρὲς νο­μί­ζω ὅ­τι ξέ­ρω τὰ πάν­τα γιὰ σέ­να καὶ με­τά, ἄλ­λες φο­ρές, νο­μί­ζω ὅ­τι δὲν ξέ­ρω τί­πο­τα. Δὲν μοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ παίρ­νω τέ­τοι­α ρί­σκα. Μπο­ρεῖ νὰ μοῦ κρύ­βεις κά­τι. Τὸ μα­γι­κὸ δὲν πιά­νει μί­α ἂν μοῦ κρύ­βεις κά­τι.»

       «Θὰ πιά­σει», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι, κοι­τά­ζον­τας μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δέν­τρα τὴ μα­κριὰ γραμ­μὴ τῶν γα­λα­νῶν νε­ρῶν. Χα­μή­λω­σε τὸ γεῖ­σο γιὰ νὰ μὴ θαμ­πώ­νε­ται. «Θὰ πιά­σει μιὰ χα­ρά.»

       «Σο­φί­ας, Πί­στε­ως, Ἐλ­πί­δος καὶ Ἀ­γά­πης», ἀ­πα­ρίθ­μη­σε ὁ γέ­ρος. «Καὶ τὰ ξόρ­κια. T’ ὁ­μο­λο­γῶ πὼς με­ρι­κὲς φο­ρὲς πα­ρα­στρά­τη­σα ἀ­πὸ τὸ δρό­μο τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ἀλ­λὰ τὰ ξόρ­κια δὲν τὰ ξε­χνά­ω πο­τέ. Τὰ ξέ­χα­σες, πέ­θα­νες.»

       «Δὲν θὰ τὰ ξε­χνοῦ­σα», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Τὸ κα­λὸ ποὺ σοῦ θέ­λω, νὰ μὴ μοῦ λὲς ψέ­μα­τα. Ἂν ἔ­κλε­ψες, ἂν πῆ­γες μὲ τὶς πόρ­νες, ἂν πῆ­ρες κα­κὸ δρό­μο, σύν­το­μα θὰ τὸ μά­θου­με.» Στα­μά­τη­σε τὸ ἁ­μά­ξι σ’ ἕ­να ξέ­φω­το. Γύ­ρι­σε τὸ κλει­δὶ νὰ σβή­σει ἡ μη­χα­νὴ κι ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ κά­τω ἀ­πὸ τὸ κά­θι­σμά του ἕ­να μπου­κά­λι κρα­σί. Τὰ χέ­ρια του τρέ­μα­νε. Ὁ γέ­ρος ξε­βί­δω­σε τὸ βού­λω­μα καὶ ρού­φη­ξε μιὰ γε­ρὴ γου­λιά. Τὸ ξα­να­βί­δω­σε καὶ ξε­φύ­ση­ξε τὸ γλυ­κὸ ἄ­ρω­μα πρὸς τὸ ἀ­γό­ρι. «Γιὰ τὰ νεῦ­ρα μου», εἶ­πε. «Δὲν τὸ κά­νω κα­θη­με­ρι­νά.»

       «Δὲν πι­στεύ­εις πιὰ στὰ ξόρ­κια», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Ἐ­γὼ εἶ­μαι τὰ ξόρ­κια», ἔ­βα­λε τὶς φω­νὲς ὁ γέ­ρος. «Δι­κιά μου ἐ­φεύ­ρε­ση εἶ­ναι. Ἁ­πλῶς δὲν θὰ ἤ­θε­λα νὰ δῶ ἕ­να ἀ­γό­ρι ὅ­λο ζω­ὴ ὅ­πως ἐ­σὺ νὰ τσα­κί­ζε­ται στὰ βρά­χια ἐ­πει­δὴ δὲν πι­στεύ­ει στὰ ξόρ­κια.»

       «Μὴ χο­λο­σκᾶς», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι. «Μὴ χο­λο­σκᾶς γιὰ μέ­να.»

       Βγῆ­καν ταυ­τό­χρο­να ἀ­πὸ τὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ ὁ γέ­ρος ἔ­πια­σε ἀ­πὸ τὸ πί­σω κά­θι­σμα τὴν κου­λού­ρα μὲ τὸ σχοι­νί του.

       «Δὲν τὸ χρει­ά­ζο­μαι», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι. «Δὲν τὸ χρει­ά­ζο­μαι τὸ σχοι­νί.»

       «Μι­κρέ, ἢ θὰ τὸ κά­νου­με μὲ τὸν τρό­πο μου ἢ δὲν θὰ τὸ κά­νου­με κα­θό­λου.»

       Τὸ ἀ­γό­ρι ἔ­βγα­λε τὰ πα­πού­τσια του. Μὲ τὰ γυ­μνά του πό­δια πά­τη­σε σὲ πευ­κο­βε­λό­νες καὶ πέ­τρες. Φο­ροῦ­σε ξε­βαμ­μέ­νο μπλουτ­ζὶν καὶ μιὰ μπλού­ζα λε­κι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι τὸ κρα­σὶ τοῦ γέ­ρου. Εἶ­χε βγά­λει τὸ μπου­φάν του στὸ αὐ­το­κί­νη­το, ἀλ­λὰ φο­ροῦ­σε ἀ­κό­μη τὸ κα­πε­λά­κι. Περ­πά­τη­σαν ἕ­να κομ­μά­τι μὲ κα­μέ­να χόρ­τα κι ἔ­φτα­σαν στὴν ἄ­κρη τοῦ γκρε­μοῦ.

       «Κοί­τα τοὺς γλά­ρους ἐ­κεῖ κά­τω», ἔ­δει­ξε ὁ γέ­ρος. «Θά ’­ναι καὶ κα­μιὰ ἑ­κα­το­στή.» Ἡ φω­νή του ἔ­τρε­με ἀ­πὸ τὴν ἔν­τα­ση.

       «Τοὺς ξέ­ρω τοὺς γλά­ρους.» Τὸ ἀ­γό­ρι ἔ­πρε­πε νὰ φω­νά­ζει δυ­να­τὰ γιὰ νὰ ξε­χω­ρί­σει ἡ φω­νή του ἀ­πὸ τὰ κύ­μα­τα. «Τοὺς ἔ­χω ξα­να­δεῖ.»

       «Εἶ­σαι ξυ­πνο­πού­λι, ἔ;» ἔ­βη­ξε ὁ γέ­ρος. Πῆ­ρε ἕ­να τσι­γά­ρο ἀ­πὸ τὸ που­κά­μι­σό του καὶ τὸ ἄ­να­ψε μὲ τὸν ζί­πο του. «Ἐν­τά­ξει, βα­ρέ­θη­κα νὰ σοῦ λέ­ω τί νὰ κά­νεις, κύ­ρι­ε Παν­το­γνώ­στη. Βγά­λε τὴν μπλού­ζα.» Τὸ ἀ­γό­ρι τὴν ἔ­βγα­λε. «Φτιά­ξε τώ­ρα ἕ­ναν κύ­κλο στὸ χῶ­μα.»

       «Μὲ τί;»

       «Μὲ τὸ πό­δι σου».

       «Μὰ δὲν ὑ­πάρ­χει κα­θό­λου χῶ­μα.»

       «Κά­νε αὐ­τὸ ποὺ σοῦ λέ­ω.»

       Τὸ ἀ­γό­ρι τέν­τω­σε τὸ πό­δι του καὶ σχε­δί­α­σε ἕ­ναν μα­γι­κὸ κύ­κλο γύ­ρω του. Κα­νεὶς δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν δεῖ, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νος ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἦ­ταν ἐ­κεῖ.

       «Τώ­ρα κοί­τα στὸν ὁ­ρί­ζον­τα καὶ πές του αὐ­τὰ ποὺ σοῦ εἶ­πα νὰ τοῦ πεῖς.»

       Τὸ ἀ­γό­ρι ἔ­κα­νε ὅ­πως τοῦ εἶ­πε.

       «Τώ­ρα πιά­σε τὸ σχοι­νί, ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἄ­κρη.» Ὁ γέ­ρος τοῦ τὴν ἔ­δω­σε. «Θε­έ μου, με­ρι­κὲς φο­ρὲς πραγ­μα­τι­κὰ δὲν ξέ­ρω.» Ὁ γέ­ρος ἔ­σκυ­ψε καὶ τρά­βη­ξε ἄλ­λη μιὰ γου­λιὰ κρα­σί. «Εἶ­ναι τὸ μυα­λό σου κα­θα­ρό;»

       «Ναί», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Φο­βᾶ­σαι;»

       «Τσκ.»

       «Βλέ­πεις κα­νέ­ναν;»

       «Μπά.»

       «Κα­μιὰ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρώ­τη­ση;»

       «Νὰ ἁ­πλώ­σω τὰ χέ­ρια μου;»

       «Ἔ­τσι τὸ κά­νουν στὴ Σο­βι­ε­τί­α», εἶ­πε ὁ γέ­ρος, «ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ τὸ κά­νουν καὶ κα­βά­λα σὲ γου­ροῦ­νες. Τέ­τοι­οι ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι. Ὄ­χι, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἁ­πλώ­σεις τὰ χέ­ρια σου. Ἕ­τοι­μος; Πή­δα!»

       Τὸ ἀ­γό­ρι δο­κί­μα­σε μὲ τὰ πό­δια του τὴν ἄ­κρη τοῦ γκρε­μοῦ, πή­δη­ξε, κι αἰ­σθάν­θη­κε τὴ μα­γεί­α καὶ τὸν ὁ­ρί­ζον­τα νὰ τὸν ἀ­νυ­ψώ­νουν καὶ νὰ τὸν τρα­βᾶ­νε ἔ­ξω, πά­νω ἀ­πὸ τὸ νε­ρό, τὸ σῶ­μα του πα­ράλ­λη­λο στὴ γῆ. Ἔ­βα­λε στὸ μυα­λό του νὰ βου­τή­ξει πρὸς τὸν γκρε­μὸ καὶ ξαφ­νι­κὰ ν’ ἀλ­λά­ξει ρό­τα καὶ νὰ τὸν ἀ­πο­φύ­γει, καί, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ σκέ­φτη­κε, ἔ­τσι καὶ τὸ ἔ­κα­νε. Στὴν ἀρ­χὴ κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μη τὸ σχοι­νί, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη καὶ ὁ γέ­ρος εἶ­δε ὅ­τι τοῦ ἦ­ταν ἄ­χρη­στο καὶ τὸ ξα­να­μά­ζε­ψε κου­λού­ρα. Τὸ ἀ­γό­ρι, φο­ρών­τας τὸ τζὶν καὶ τὸ κα­πε­λά­κι του, ἀ­νέ­βη­κε πρὸς τὰ οὐ­ρά­νια καὶ με­τὰ βυ­θί­στη­κε πρὸς τοὺς γλά­ρους κι ὕ­στε­ρα, τὸ ἴ­διο εὔ­κο­λα, πῆ­ρε πά­λι ὕ­ψος καὶ πέ­ρα­σε μὲ τα­χύ­τη­τα πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι τοῦ γέ­ρου, πρὶν ἀ­νοι­χτεῖ καὶ πε­τά­ξει πά­νω ἀ­πὸ τὸ νε­ρό.

       Φώ­να­ζε εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

       Ὁ γέ­ρος πῆ­ρε ξα­νὰ ἀ­πὸ κά­τω τὸ κρα­σί του.

       «Στὸν ἥ­λιο!» φώ­να­ξε ὁ γέ­ρος. «Στὸν ὠ­κε­α­νό! Στὴ γῆ! Ἔ­τσι πρέ­πει νὰ γί­νε­ται!» Καὶ ξαφ­νι­κὰ ἔ­βα­λε τὰ γέ­λια, καὶ ὁ βή­χας του ἀ­νῆ­κε στὸ πα­ρελ­θόν. «Στὸν οὐ­ρα­νό!» εἶ­πε τε­λι­κά.

       Τὸ ἀ­γό­ρι πε­τοῦ­σε σχη­μα­τί­ζον­τας με­γά­λους κύ­κλους, ὅ­λο καὶ πιὸ ψη­λά. Ἔ­κα­νε τοῦμ­πες στὸν ἀ­έ­ρα, βου­τοῦ­σε, ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­ζε καὶ ἀ­νε­μο­πο­ροῦ­σε. Τὰ μά­τια του εἶ­χαν κι ἐ­κεί­νου θαμ­πώ­σει ἀ­πὸ τὸ γα­λά­ζιο καί, ὅ­πως καὶ ὁ γέ­ρος, ὀ­σφραι­νό­ταν τὸ ἁ­λά­τι τῆς θά­λασ­σας.

       Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἦ­ταν ἔ­φη­βος. Χρω­στοῦ­σε εὐ­γνω­μο­σύ­νη στὸ γέ­ρο ποὺ τοῦ δί­δα­ξε τὰ ξόρ­κια. Ἀλ­λὰ αὐ­τὰ ἐ­δῶ —οἱ γκρε­μοί, ἡ θά­λασ­σα, ὁ γα­λά­ζιος οὐ­ρα­νός, τὸ γλυ­κὸ κρα­σί— αὐ­τὰ ἦ­ταν τὰ γοῦ­στα τοῦ γέ­ρου, ὄ­χι δι­κά του. Τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε τὸν γέ­ρο ποὺ μοι­ρά­στη­κε τὰ ξόρ­κια του. Θὰ τὸν θυ­μό­ταν πάν­τα γι’ αὐ­τό.

       Ἀλ­λά, κα­θὼς πε­τοῦ­σε, τοῦ ἐρ­χόν­του­σαν ἰ­δέ­ες. Δὲν εἶ­ναι γοῦ­στο ἐ­φη­βι­κὸ νὰ πε­τᾶς μέ­ρα με­ση­μέ­ρι τὶς ἡ­λι­ό­λου­στες μέ­ρες, οὔ­τε κὰν στὴν Κα­λι­φόρ­νια. Αὐ­τὸ ποὺ ἤ­θε­λε τὸ ἀ­γό­ρι ἦ­ταν κά­τι ἄλ­λο: νὰ πε­τά­ει ἀρ­γὰ τὴ νύ­χτα, χα­μη­λά, ξυ­στὰ στὸ ἔ­δα­φος, μέ­σα στὶς πό­λεις, νὰ γε­φυ­ρώ­νει γορ­γὰ μὲ κομ­ψὰ τό­ξα τὰ κτί­ρια. Πο­λὺ ἀρ­γὰ τὴ νύ­χτα· τὴν ὥ­ρα ποὺ τὰ κο­ρί­τσια κρε­μᾶ­νε τὰ ροῦ­χα τους καὶ ἀ­να­στε­νά­ζουν· ἀ­να­στε­νά­ζουν στὰ πα­ρά­θυ­ρά τους ρου­φών­τας τὸν πη­χτὸ ἀ­έ­ρα κα­θὼς τὰ ρο­λό­για χτυ­πᾶ­νε με­σά­νυ­χτα. Θυ­μή­θη­κε τὶς γου­ροῦ­νες κι ἡ σκέ­ψη φά­νη­κε ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα στὸ ἀ­γό­ρι. Χα­μο­γέ­λα­σε πλα­τιὰ στὸ γέ­ρο, ποὺ τοῦ κου­νοῦ­σε τὸ χέ­ρι ἀ­πὸ κά­τω, ἀ­πὸ πο­λὺ μα­κριά· ποὺ εἶ­χε ξε­χά­σει ἐ­δῶ καὶ και­ρὸ τοὺς ἄ­σε­μνους σκο­ποὺς τῆς πτή­σης. 

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986. Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ἀ­πὸ τὸ προ­σε­χὲς τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μπον­ζά­ι.

 

Τσὰρλς Μπάξ­τερ (Charles Baxter) (Μι­νε­ά­πο­λη, 1947). Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μι­νε­σό­τα. Ἔ­χει γρά­ψει 4 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, 4 συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των 3 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, μία συλ­λο­γὴ δο­κι­μί­ων γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐ­νῶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ πολ­λὰ ἄλ­λα κεί­με­να.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Πα­να­γι­ώ­της Δρε­πα­νι­ώ­της (Πει­ραι­ᾶς, 1956). Τε­λεί­ω­σε τὴ Γερ­μα­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν τὸ 1973 καὶ σπού­δα­σε Ἠ­λε­κτρο­λό­γος-Ἠ­λε­κτρο­νι­κὸς μη­χα­νι­κὸς στὸ Ἐ­θνι­κὸ Με­τσό­βιο Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο. Ἀ­πὸ τὸ 1991 ἐρ­γά­ζε­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ ὡς με­τα­φρα­στὴς καὶ ἐ­πι­με­λη­τὴς εἰ­δι­κῶν θε­μά­των ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ γερ­μα­νι­κά.