Τσὰρλς Μπάξτερ (Charles Baxter)
Ὁ γκρεμός
(The Cliff)
Ε ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ πρὸς τὸν γκρεμό, ὁ γέρος κρατοῦσε τὸ τιμόνι μὲ τὸ ἕνα χέρι. Μὲ τὸ ἄλλο χέρι κάπνιζε. Μέσα στὸ αὐτοκίνητο μύριζε κρασὶ καὶ στάχτες ἀπὸ τσιγάρα. Ὁ γέρος ἔβηχε συνεχῶς. Ἡ φωνή του ἔμοιαζε παραλλαγὴ τοῦ βήχα του.
«Παλιὰ κάπνιζα Κάμελ ἄφιλτρα», εἶπε στὸ ἀγόρι. Ὁ χωματόδρομος, ὅλο λακκοῦβες, κατηφόριζε ἀπότομα καὶ τὸ ἁμάξι χοροπηδοῦσε. «Ὅμως ἄλλαξα μάρκα. Τὰ Κάμελ μ’ ἐμπόδιζαν στὸ φαγητό. Δὲν καταλάβαινα τί γεύση εἶχαν αὐτὰ ποὺ μοῦ μαγείρευε ἡ Δουκέσα. Κρέας, σαλάτες, ζελέδες, ὅλα τὴν ἴδια γεύση. Ἄρχισα λοιπὸν αὐτὰ μὲ τὴ λίγη πίσσα. Ἐσύ, ἀγόρι, δὲν καπνίζεις, ἔ;»
Τὸ ἀγόρι, μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στὸ δρόμο, κούνησε ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι.
«Καὶ βέβαια ὄχι, μ’ αὐτὰ ποὺ σ’ ἔμαθα, αὐτὸ δὰ ἔλειπε. Γι’ αὐτὸ ποὺ κάνουμε πρέπει νὰ τὸ κρατᾶς ἁγνὸ τὸ σῶμα σου.»
«Ἐσὺ δὲν κρατᾶς ἁγνὸ τὸ δικό σου», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Ἐγὼ δὲν χρειάζεται. Ἀλλὰ ἦταν ἁγνό. Καὶ ὅπως λέω, κανεὶς δὲν εἶναι δυὸ φορὲς ἁγνός.»
Τὰ καλιφορνέζικα πεῦκα, ποὺ ἔμοιαζαν ἕτοιμα νὰ σπάσουν στὰ δυό, ἔμεναν ἀκίνητα καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ δίπλα τους. Τὸ ἀγόρι νόμισε πὼς ἄκουσε τὰ κύματα μπροστά τους νὰ παφλάζουν. «Κοντεύουμε;»
«Εἶσαι βιαστικὸς ὅμως», εἶπε ὁ γέρος, συγκρατώντας τὸ βήχα του. «Ἀγόρι, στὸ εἶπα ἑκατὸ φορές: Γιὰ νὰ τὸ κάνεις αὐτό, πρέπει νὰ γυμνάσεις τὴ θέλησή σου. Λίγο νὰ βιαστεῖς καί —»
«…Ξέρω, ξέρω, “πέθανες”». Τὸ ἀγόρι φοροῦσε τζάκετ καὶ καπελάκι τῶν Νιοὺ Γιὸρκ Μέτς. «Τὰ ξέρω ὅλα αὐτά. Μοῦ τά ’μαθες. Ρώτησα μόνο ἂν κοντεύουμε νὰ φτάσουμε.»
«Ἔχεις γυναίκα, ἀγόρι;» Ὁ γέρος τὸν κοίταξε καχύποπτα. «Ἔχεις γυναίκα;»
«Μὰ εἶμαι μόνο δεκαπέντε χρονῶ», εἶπε τὸ ἀγόρι ἀμήχανα.
«Ἔ, δὲν σὲ πῆραν καὶ τὰ χρόνια, καὶ σὲ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μέρη μάλιστα.»
«Κάτι φιλιὰ μόνο», εἶπε τὸ ἀγόρι. «Αὐτὸς εἶναι ὁ ὠκεανός;»
«Αὐτὸς εἶναι», εἶπε ὁ γέρος. «Μερικὲς φορὲς νομίζω ὅτι ξέρω τὰ πάντα γιὰ σένα καὶ μετά, ἄλλες φορές, νομίζω ὅτι δὲν ξέρω τίποτα. Δὲν μοῦ ἀρέσει νὰ παίρνω τέτοια ρίσκα. Μπορεῖ νὰ μοῦ κρύβεις κάτι. Τὸ μαγικὸ δὲν πιάνει μία ἂν μοῦ κρύβεις κάτι.»
«Θὰ πιάσει», εἶπε τὸ ἀγόρι, κοιτάζοντας μέσα ἀπὸ τὰ δέντρα τὴ μακριὰ γραμμὴ τῶν γαλανῶν νερῶν. Χαμήλωσε τὸ γεῖσο γιὰ νὰ μὴ θαμπώνεται. «Θὰ πιάσει μιὰ χαρά.»
«Σοφίας, Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης», ἀπαρίθμησε ὁ γέρος. «Καὶ τὰ ξόρκια. T’ ὁμολογῶ πὼς μερικὲς φορὲς παραστράτησα ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ἀλλὰ τὰ ξόρκια δὲν τὰ ξεχνάω ποτέ. Τὰ ξέχασες, πέθανες.»
«Δὲν θὰ τὰ ξεχνοῦσα», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω, νὰ μὴ μοῦ λὲς ψέματα. Ἂν ἔκλεψες, ἂν πῆγες μὲ τὶς πόρνες, ἂν πῆρες κακὸ δρόμο, σύντομα θὰ τὸ μάθουμε.» Σταμάτησε τὸ ἁμάξι σ’ ἕνα ξέφωτο. Γύρισε τὸ κλειδὶ νὰ σβήσει ἡ μηχανὴ κι ἔβγαλε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ κάθισμά του ἕνα μπουκάλι κρασί. Τὰ χέρια του τρέμανε. Ὁ γέρος ξεβίδωσε τὸ βούλωμα καὶ ρούφηξε μιὰ γερὴ γουλιά. Τὸ ξαναβίδωσε καὶ ξεφύσηξε τὸ γλυκὸ ἄρωμα πρὸς τὸ ἀγόρι. «Γιὰ τὰ νεῦρα μου», εἶπε. «Δὲν τὸ κάνω καθημερινά.»
«Δὲν πιστεύεις πιὰ στὰ ξόρκια», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Ἐγὼ εἶμαι τὰ ξόρκια», ἔβαλε τὶς φωνὲς ὁ γέρος. «Δικιά μου ἐφεύρεση εἶναι. Ἁπλῶς δὲν θὰ ἤθελα νὰ δῶ ἕνα ἀγόρι ὅλο ζωὴ ὅπως ἐσὺ νὰ τσακίζεται στὰ βράχια ἐπειδὴ δὲν πιστεύει στὰ ξόρκια.»
«Μὴ χολοσκᾶς», εἶπε τὸ ἀγόρι. «Μὴ χολοσκᾶς γιὰ μένα.»
Βγῆκαν ταυτόχρονα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ ὁ γέρος ἔπιασε ἀπὸ τὸ πίσω κάθισμα τὴν κουλούρα μὲ τὸ σχοινί του.
«Δὲν τὸ χρειάζομαι», εἶπε τὸ ἀγόρι. «Δὲν τὸ χρειάζομαι τὸ σχοινί.»
«Μικρέ, ἢ θὰ τὸ κάνουμε μὲ τὸν τρόπο μου ἢ δὲν θὰ τὸ κάνουμε καθόλου.»
Τὸ ἀγόρι ἔβγαλε τὰ παπούτσια του. Μὲ τὰ γυμνά του πόδια πάτησε σὲ πευκοβελόνες καὶ πέτρες. Φοροῦσε ξεβαμμένο μπλουτζὶν καὶ μιὰ μπλούζα λεκιασμένη ἀπὸ τὸ μπουκάλι τὸ κρασὶ τοῦ γέρου. Εἶχε βγάλει τὸ μπουφάν του στὸ αὐτοκίνητο, ἀλλὰ φοροῦσε ἀκόμη τὸ καπελάκι. Περπάτησαν ἕνα κομμάτι μὲ καμένα χόρτα κι ἔφτασαν στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ.
«Κοίτα τοὺς γλάρους ἐκεῖ κάτω», ἔδειξε ὁ γέρος. «Θά ’ναι καὶ καμιὰ ἑκατοστή.» Ἡ φωνή του ἔτρεμε ἀπὸ τὴν ἔνταση.
«Τοὺς ξέρω τοὺς γλάρους.» Τὸ ἀγόρι ἔπρεπε νὰ φωνάζει δυνατὰ γιὰ νὰ ξεχωρίσει ἡ φωνή του ἀπὸ τὰ κύματα. «Τοὺς ἔχω ξαναδεῖ.»
«Εἶσαι ξυπνοπούλι, ἔ;» ἔβηξε ὁ γέρος. Πῆρε ἕνα τσιγάρο ἀπὸ τὸ πουκάμισό του καὶ τὸ ἄναψε μὲ τὸν ζίπο του. «Ἐντάξει, βαρέθηκα νὰ σοῦ λέω τί νὰ κάνεις, κύριε Παντογνώστη. Βγάλε τὴν μπλούζα.» Τὸ ἀγόρι τὴν ἔβγαλε. «Φτιάξε τώρα ἕναν κύκλο στὸ χῶμα.»
«Μὲ τί;»
«Μὲ τὸ πόδι σου».
«Μὰ δὲν ὑπάρχει καθόλου χῶμα.»
«Κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω.»
Τὸ ἀγόρι τέντωσε τὸ πόδι του καὶ σχεδίασε ἕναν μαγικὸ κύκλο γύρω του. Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἤξερε ὅτι ἦταν ἐκεῖ.
«Τώρα κοίτα στὸν ὁρίζοντα καὶ πές του αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα νὰ τοῦ πεῖς.»
Τὸ ἀγόρι ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε.
«Τώρα πιάσε τὸ σχοινί, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄκρη.» Ὁ γέρος τοῦ τὴν ἔδωσε. «Θεέ μου, μερικὲς φορὲς πραγματικὰ δὲν ξέρω.» Ὁ γέρος ἔσκυψε καὶ τράβηξε ἄλλη μιὰ γουλιὰ κρασί. «Εἶναι τὸ μυαλό σου καθαρό;»
«Ναί», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Φοβᾶσαι;»
«Τσκ.»
«Βλέπεις κανέναν;»
«Μπά.»
«Καμιὰ τελευταία ἐρώτηση;»
«Νὰ ἁπλώσω τὰ χέρια μου;»
«Ἔτσι τὸ κάνουν στὴ Σοβιετία», εἶπε ὁ γέρος, «ἀλλὰ ἐκεῖ τὸ κάνουν καὶ καβάλα σὲ γουροῦνες. Τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι. Ὄχι, δὲν χρειάζεται νὰ ἁπλώσεις τὰ χέρια σου. Ἕτοιμος; Πήδα!»
Τὸ ἀγόρι δοκίμασε μὲ τὰ πόδια του τὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ, πήδηξε, κι αἰσθάνθηκε τὴ μαγεία καὶ τὸν ὁρίζοντα νὰ τὸν ἀνυψώνουν καὶ νὰ τὸν τραβᾶνε ἔξω, πάνω ἀπὸ τὸ νερό, τὸ σῶμα του παράλληλο στὴ γῆ. Ἔβαλε στὸ μυαλό του νὰ βουτήξει πρὸς τὸν γκρεμὸ καὶ ξαφνικὰ ν’ ἀλλάξει ρότα καὶ νὰ τὸν ἀποφύγει, καί, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σκέφτηκε, ἔτσι καὶ τὸ ἔκανε. Στὴν ἀρχὴ κρατοῦσε ἀκόμη τὸ σχοινί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ γέρος εἶδε ὅτι τοῦ ἦταν ἄχρηστο καὶ τὸ ξαναμάζεψε κουλούρα. Τὸ ἀγόρι, φορώντας τὸ τζὶν καὶ τὸ καπελάκι του, ἀνέβηκε πρὸς τὰ οὐράνια καὶ μετὰ βυθίστηκε πρὸς τοὺς γλάρους κι ὕστερα, τὸ ἴδιο εὔκολα, πῆρε πάλι ὕψος καὶ πέρασε μὲ ταχύτητα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ γέρου, πρὶν ἀνοιχτεῖ καὶ πετάξει πάνω ἀπὸ τὸ νερό.
Φώναζε εὐτυχισμένος.
Ὁ γέρος πῆρε ξανὰ ἀπὸ κάτω τὸ κρασί του.
«Στὸν ἥλιο!» φώναξε ὁ γέρος. «Στὸν ὠκεανό! Στὴ γῆ! Ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται!» Καὶ ξαφνικὰ ἔβαλε τὰ γέλια, καὶ ὁ βήχας του ἀνῆκε στὸ παρελθόν. «Στὸν οὐρανό!» εἶπε τελικά.
Τὸ ἀγόρι πετοῦσε σχηματίζοντας μεγάλους κύκλους, ὅλο καὶ πιὸ ψηλά. Ἔκανε τοῦμπες στὸν ἀέρα, βουτοῦσε, ἀναποδογύριζε καὶ ἀνεμοποροῦσε. Τὰ μάτια του εἶχαν κι ἐκείνου θαμπώσει ἀπὸ τὸ γαλάζιο καί, ὅπως καὶ ὁ γέρος, ὀσφραινόταν τὸ ἁλάτι τῆς θάλασσας.
Ἐκεῖνος ὅμως ἦταν ἔφηβος. Χρωστοῦσε εὐγνωμοσύνη στὸ γέρο ποὺ τοῦ δίδαξε τὰ ξόρκια. Ἀλλὰ αὐτὰ ἐδῶ —οἱ γκρεμοί, ἡ θάλασσα, ὁ γαλάζιος οὐρανός, τὸ γλυκὸ κρασί— αὐτὰ ἦταν τὰ γοῦστα τοῦ γέρου, ὄχι δικά του. Τὸν ἀγαποῦσε τὸν γέρο ποὺ μοιράστηκε τὰ ξόρκια του. Θὰ τὸν θυμόταν πάντα γι’ αὐτό.
Ἀλλά, καθὼς πετοῦσε, τοῦ ἐρχόντουσαν ἰδέες. Δὲν εἶναι γοῦστο ἐφηβικὸ νὰ πετᾶς μέρα μεσημέρι τὶς ἡλιόλουστες μέρες, οὔτε κὰν στὴν Καλιφόρνια. Αὐτὸ ποὺ ἤθελε τὸ ἀγόρι ἦταν κάτι ἄλλο: νὰ πετάει ἀργὰ τὴ νύχτα, χαμηλά, ξυστὰ στὸ ἔδαφος, μέσα στὶς πόλεις, νὰ γεφυρώνει γοργὰ μὲ κομψὰ τόξα τὰ κτίρια. Πολὺ ἀργὰ τὴ νύχτα· τὴν ὥρα ποὺ τὰ κορίτσια κρεμᾶνε τὰ ροῦχα τους καὶ ἀναστενάζουν· ἀναστενάζουν στὰ παράθυρά τους ρουφώντας τὸν πηχτὸ ἀέρα καθὼς τὰ ρολόγια χτυπᾶνε μεσάνυχτα. Θυμήθηκε τὶς γουροῦνες κι ἡ σκέψη φάνηκε ἐνδιαφέρουσα στὸ ἀγόρι. Χαμογέλασε πλατιὰ στὸ γέρο, ποὺ τοῦ κουνοῦσε τὸ χέρι ἀπὸ κάτω, ἀπὸ πολὺ μακριά· ποὺ εἶχε ξεχάσει ἐδῶ καὶ καιρὸ τοὺς ἄσεμνους σκοποὺς τῆς πτήσης.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986. Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ προσεχὲς τεῦχος τοῦ Πλανόδιου τὸ ἀφιερωμένο στὸ ἀμερικανικὸ μπονζάι.
Τσὰρλς Μπάξτερ (Charles Baxter) (Μινεάπολη, 1947). Διδάσκει στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μινεσότα. Ἔχει γράψει 4 μυθιστορήματα, 4 συλλογὲς διηγημάτων 3 ποιητικὲς συλλογές, μία συλλογὴ δοκιμίων γιὰ τὸ μυθιστόρημα, ἐνῶ ἔχει ἐπιμεληθεῖ πολλὰ ἄλλα κείμενα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Παναγιώτης Δρεπανιώτης (Πειραιᾶς, 1956). Τελείωσε τὴ Γερμανικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν τὸ 1973 καὶ σπούδασε Ἠλεκτρολόγος-Ἠλεκτρονικὸς μηχανικὸς στὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο. Ἀπὸ τὸ 1991 ἐργάζεται ἐπαγγελματικὰ ὡς μεταφραστὴς καὶ ἐπιμελητὴς εἰδικῶν θεμάτων ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γερμανικά.
Filed under: Baxter Charles,Αγγλικά,Δρεπανιώτης Παν.,Διδακτισμός,Ερωτας,Ηλικίες,Φανταστικό | Tagged: Charles Baxter,Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Παν. Δρεπανιώτης | Τὰ σχόλια στὸ Τσὰρλς Μπάξτερ (Charles Baxter): Ὁ γκρεμός ἔχουν κλείσει