.
.
Τσὰκ Παλάνιουκ (ChuckPalahniuk)
Συνοδός
(Escort)
.
ΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΜΕΡΑ ὡς συνοδός, τὸ πρῶτο «ραντεβού μου» εἶχε μόνο ἕνα πόδι. Εἶχε πάει σὲ ἕνα δημόσιο λουτρὸ γιὰ γκέι, γιὰ νὰ ζεσταθεῖ, μοῦ εἶπε. Ἴσως καὶ γιὰ σέξ. Καὶ εἶχε ἀποκοιμηθεῖ στὴ σάουνα, κοντὰ στὸ ἠλεκτρικὸ θερμαντικὸ σῶμα, πιὸ κοντὰ ἀπ’ ὅ,τι ἔπρεπε. Μέχρι νὰ τὸν βροῦνε εἶχε περάσει πολλὲς ὧρες ἀναίσθητος. Τόσο πολλὲς ποὺ τὸ κρέας στὸ ἀριστερό του μπούτι εἶχε ψηθεῖ ἐντελῶς καὶ πέρα γιὰ πέρα.
Δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσει, κι ἐρχόταν ἡ μητέρα του ἀπὸ τὸ Γουισκόνσιν νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ, ὁπότε τὸ ἄσυλο χρειαζόταν κάποιον νὰ τοὺς κουβαλάει ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ γιὰ νὰ δοῦν τὰ ντόπια ἀξιοθέατα. Νὰ πᾶνε γιὰ ψώνια στὸ κέντρο. Νὰ δοῦν τὴν παραλία. Τοὺς καταρράχτες Μαλτνόμα. Αὐτὰ ἦταν ὅλα ποὺ μποροῦσες νὰ κάνεις ὡς ἐθελοντής· θὰ ἔπρεπε νὰ ἤσουν νοσοκόμος ἢ μάγειρας ἢ γιατρὸς γιὰ νὰ προσφέρεις παραπάνω.
Ἤσουν συνοδός, καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ μέρος ὅπου νέοι ἄνθρωποι χωρὶς ἀσφάλεια ζωῆς πήγαιναν γιὰ νὰ πεθάνουν. Τὸ ὄνομα τοῦ ἀσύλου οὔτε κὰν τὸ θυμᾶμαι. Δὲν ἦταν γραμμένο σὲ καμιὰ ταμπέλα, καὶ σοῦ ζητοῦσαν νὰ εἶσαι διακριτικὸς στὰ πήγαινε-ἔλα σου, γιατὶ οἱ γείτονες δὲν ἤξεραν τί συνέβαινε στὸ τεράστιο παλιὸ σπίτι τοῦ δρόμου, ἑνὸς δρόμου μὲ τὸ δικό του μερίδιο σὲ πρεζάκια καὶ πιστολίδια, κι ὅμως δίπλα σ’ αὐτὸ δὲν ἤθελε νὰ ζεῖ κανείς: τέσσερις ἑτοιμοθάνατοι σ’ ἕνα σαλόνι, δύο στὴν τραπεζαρία. Τουλάχιστον δύο ἑτοιμοθάνατοι σὲ καθεμία ἀπὸ τὶς κρεβατοκάμαρες τοῦ πάνω ὀρόφου – κι ὑπῆρχαν πολλὲς κρεβατοκάμαρες. Τουλάχιστον οἱ μισοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους εἶχαν AIDS, ἀλλὰ τὸ σπίτι δὲν ἔκανε διακρίσεις. Μποροῦσες νὰ ἔρθεις ἐδῶ καὶ νὰ πεθάνεις ἀπὸ ὁτιδήποτε.
Ἤμουν ἐκεῖ λόγῳ τῆς δουλειᾶς μου. Ποὺ ἦταν νὰ εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα κάτω ἀπὸ ἕνα φορτηγό, μὲ μιὰ γραμμὴ μετάδοσης κίνησης 100 κιλῶν φορτηγοῦ ντίζελ κλάσης 8 νὰ κρέμεται πάνω ἀπ’ τὸ στῆθος καὶ μέχρι τὰ πόδια μου. Ἔπρεπε νὰ σέρνομαι κάτω ἀπὸ φορτηγὰ καθὼς ἔφταναν στὴ γραμμὴ συναρμολόγησης, καὶ νὰ τοποθετῶ αὐτὲς τὶς γραμμὲς μετάδοσης κίνησης. Εἰκοσιέξι κάθε ὀχτὼ ὧρες. Νὰ δουλεύω μὲ ταχύτητα ἐνῶ ἔφτανε τὸ ἑπόμενο φορτηγὸ καὶ τὸ προηγούμενο μὲ τραβοῦσε σὲ ἐλάχιστη ἀπόσταση ἀπὸ τεράστιους φλεγόμενους φούρνους.
Τὸ πτυχίο δημοσιογραφίας δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει πάνω ἀπὸ πέντε δολάρια τὴν ὥρα. Κι ἄλλα παιδιὰ στὸ μαγαζὶ εἶχαν ὅμοια πτυχία, καὶ δουλευόμασταν ὅτι τὸ πτυχίο στὶς ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες θὰ ἔπρεπε νὰ συμπεριλαμβάνει μαθήματα ἠλεκτροσυγκόλλησης, μήπως καὶ μπορούσαμε νὰ τσιμπήσουμε τὰ ἐπιπλέον δύο δολάρια τὴν ὥρα, ποὺ τὸ μαγαζὶ ἔδινε σ’ ὅσους ἤξεραν ἀπὸ συγκόλληση. Κάποιος μὲ κάλεσε στὴν ἐκκλησία, καὶ ἤμουν τόσο ἀπελπισμένος ποὺ πῆγα, καὶ στὴν ἐκκλησία εἶχαν ἕνα φίκο σὲ γλάστρα καὶ τὸν ὀνόμαζαν Δέντρο Προσφορᾶς, ἦταν διακοσμημένος μὲ χάρτινα στολίδια, κάθε στολίδι τυπωμένο μὲ μία καλὴ πράξη ποὺ μποροῦσες νὰ ἐπιλέξεις. Τὸ δικό μου στολίδι ἔλεγε: Βγὲς ραντεβοὺ μὲ κάποιον ἀπ’ τὸ ἄσυλο.
Αὐτὴ ἦταν ἡ λέξη ποὺ χρησιμοποιοῦσαν, «ραντεβού». Ἦταν γραμμένος κι ἕνας ἀριθμὸς τηλεφώνου.
Ἔβγαλα τὸν ἄντρα μὲ τὸ ἕνα πόδι, ἔπειτα αὐτὸν καὶ τὴ μητέρα του, τοὺς πῆγα σ’ ὅλη τὴν περιοχή, σὲ σημεῖα μὲ θέα, σὲ μουσεῖα, ἡ ἀναπηρικὴ καρέκλα του διπλωμένη στὸ πὸρτ-μπαγκὰζ τοῦ δεκαπεντάχρονου Μέρκιουρι Μπόμπκατ(1) μου. Ἡ μητέρα του κάπνιζε, σιωπηλή. Ὁ γιός της ἦταν τριάντα ἐτῶν, κι ἐκείνη εἶχε δύο ἑβδομάδες διακοπές. Τὸ βράδυ, τὴν πῆγα πίσω στὸ ξενοδοχεῖο της κοντὰ στὴν ἐθνική, καὶ κάπνιζε, καθισμένη στὸ καπό, μιλώντας γιὰ τὸ γιό της σὲ παρελθοντικὸ ἤδη χρόνο. Ὁ γιός της ἔπαιζε πιάνο, εἶπε. Πῆρε πτυχίο μουσικῆς, ἀλλὰ κατέληξε νὰ κάνει ἐπίδειξη ἠλεκτρικῶν μουσικῶν ὀργάνων σὲ ἐμπορικὰ κέντρα.
Αὐτὲς ἦταν συζητήσεις ποὺ γίνονταν, ἀφοῦ μᾶς εἶχαν τελειώσει τὰ συναισθήματα.
Ἤμουν εἰκοσιπέντε χρονῶν, καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα —μετὰ ἀπὸ ὕπνο τριῶν ἢ τεσσάρων ὡρῶν— ἤμουν καὶ πάλι ξαπλωμένος κάτω ἀπὸ φορτηγά. Μόνο ποὺ τώρα τὰ δικά μου προβλήματα δὲν ἔμοιαζαν καὶ πολὺ χάλια. Κοιτοῦσα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου, ἔκπληκτος ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ μποροῦσα νὰ σηκώσω, τὸν τρόπο ποὺ μποροῦσα νὰ φωνάξω μὲ δύναμη καλύπτοντας τὸν ἀερομηχανικὸ βρυχηθμὸ τοῦ μαγαζιοῦ, ὁλόκληρη ἡ ζωή μου ἔμοιαζε μὲ θαῦμα ἀντὶ γιὰ σφάλμα.
Μετὰ ἀπὸ δυὸ ἑβδομάδες, ἡ μητέρα εἶχε φύγει γιὰ τὸ σπίτι της. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μῆνες, εἶχε φύγει ὁ γιός της. Νεκρός, φευγάτος.
Μὲ τὸ αὐτοκίνητό μου πήγαινα ἀνθρώπους μὲ καρκίνο νὰ δοῦν τὸν ὠκεανὸ γιὰ μιὰ τελευταία φορά. Πήγαινα ἀνθρώπους μὲ AIDS στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ Χοὺντ γιὰ νὰ δοῦν ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅσο ὑπῆρχε ἀκόμα καιρός.
Καθόμουν στὸ πλάι τοῦ κρεβατιοῦ ἐνῶ ἡ νοσοκόμα μὲ ἐνημέρωνε ποιὰ σημάδια νὰ περιμένω στὴν ὥρα τοῦ θανάτου, τὸ ἀγκομαχητὸ καὶ τὴν ἀσυνείδητη πάλη κάποιου ποὺ πνίγεται στὸν ὕπνο του καθὼς ἡ νεφρικὴ ἀνεπάρκεια γέμιζε τὰ πνευμόνια του μὲ νερό. Ἀπ’ τὴν ὀθόνη ἀκουγόταν ἕνα μπὶπ κάθε πέντε ἢ δέκα δευτερόλεπτα καθὼς τὸ μηχάνημα ἔκανε ἔνεση μορφίνης στὸν ἀσθενῆ. Τὰ μάτια τοῦ ἀσθενῆ κυλοῦσαν πρὸς τὰ πίσω, γουρλωτὰ καὶ ἐντελῶς ἄσπρα. Κρατοῦσες τὰ παγωμένα χέρια του γιὰ ὧρες, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἕνας ἄλλος συνοδὸς ἐρχόταν γιὰ νὰ σὲ σώσει ἢ μέχρι ποὺ δὲν εἶχε πιὰ καμία σημασία.
Ἡ μητέρα στὸ Γουισκόνσιν μοῦ ἔστειλε μιὰ κουβέρτα ποὺ εἶχε πλέξει μὲ τὸ βελονάκι, μὼβ καὶ κόκκινη. Μιὰ ἄλλη μητέρα ἢ γιαγιὰ ποὺ συνόδεψα μοῦ ἔστειλε μιὰ κουβέρτα μπλέ, πράσινη καὶ ἄσπρη. Μοῦ στείλανε μιὰ ἄλλη κόκκινη, ἄσπρη καὶ μαύρη. Παλιομοδίτικα τετράγωνα, σχέδια ζὶγκ-ζάγκ. Ἔφτιαξαν μιὰ στοίβα στὴ μία ἄκρη τοῦ καναπέ, μέχρις ὅτου οἱ συγκάτοικοί μου μοῦ ζήτησαν νὰ τὶς ἀποθηκεύσω στὴ σοφίτα.
Λίγο πρὶν πεθάνει, ὁ γιὸς τῆς γυναίκας, ὁ ἄντρας μὲ τὸ ἕνα πόδι, λίγο πρὶν πέσει σὲ ἀφασία, μὲ εἶχε παρακαλέσει νὰ πάω στὸ διαμέρισμα ποὺ ζοῦσε πρίν. Εἶχε μία ντουλάπα γεμάτη ὄργανα τοῦ σέξ. Περιοδικά, δερμάτινα εἴδη. Δὲν ἤθελε νὰ τὰ βρεῖ ἡ μητέρα του, ὁπότε ὑποσχέθηκα νὰ πάω καὶ νὰ τὰ πετάξω ὅλα. Ἔτσι πῆγα, ἐκεῖ, στὴ μικρή του γκαρσονιέρα σφραγισμένη καὶ μπαγιάτικη ἀπὸ τοὺς τόσους μῆνες ποὺ ἦταν ἄδεια. Σὰν κρύπτη, θὰ ἔλεγα, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ σωστὴ λέξη. Ἀκούγεται πολὺ δραματική. Μελό. Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα, ἁπλῶς θλιβερή. Τὰ ὄργανα τοῦ σὲξ καὶ τὰ πρωκτικὰ ἀντικείμενα ἦταν ἀκόμα πιὸ θλιβερά. Ὀρφανὰ τώρα πιά. Οὔτε αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ λέξη, ἀλλὰ εἶναι ἡ πρώτη λέξη ποὺ μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ.
Οἱ κουβέρτες εἶναι ἀκόμα σ’ ἕνα κουτὶ στὴ σοφίτα. Κάθε Χριστούγεννα ἕνας συγκάτοικος πάει νὰ βρεῖ τὰ χριστουγεννιάτικα στολίδια καὶ βρίσκει τὶς κουβέρτες, κόκκινη καὶ μαύρη, πράσινη καὶ μώβ, καθεμιὰ κι ἕνας νεκρὸς ἄνθρωπος, ἕνας γιὸς ἢ μιὰ κόρη ἢ ἕνα ἐγγόνι, καὶ ὅποιος τὶς βρίσκει ρωτάει ἂν μποροῦμε νὰ τὶς βάλουμε στὰ κρεβάτια μας ἢ ἂν θὰ τὶς δώσουμε σὲ κάποιο ἵδρυμα. Καὶ κάθε Χριστούγεννα λέω ὄχι. Δὲν ξέρω τί μὲ φοβίζει περισσότερο, νὰ πετάξω ὅλα αὐτὰ τὰ νεκρὰ παιδιὰ ἢ νὰ κοιμηθῶ μαζί τους.
Μὴ μὲ ρωτᾶτε γιατί, λέω. Ἀρνοῦμαι νὰ μιλήσω σχετικά. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια. Πούλησα τὸ Μπόμπκατ τὸ 1989. Ἔπαψα νὰ εἶμαι συνοδός. Ἴσως γιατί μετὰ τὸν ἄντρα μὲ τὸ ἕνα πόδι, μετὰ ποὺ πέθανε, μετὰ τὰ ὄργανα τοῦ σὲξ πεταμένα σὲ σακοῦλες σκουπιδιῶν, μετὰ ποὺ θάφτηκαν στὴ χωματερή, μετὰ τὸ ἄνοιγμα τῶν παραθύρων τοῦ διαμερίσματος καὶ τὴ μυρωδιὰ ἀπὸ δέρμα καὶ λάτεξ ποὺ εἶχε φύγει, τὸ διαμέρισμα φαινόταν πιὰ μιὰ χαρά. Ὁ καναπὲς εἶχε ἕνα γλυκό, μενεξεδὶ χρῶμα, οἱ τοῖχοι καὶ τὸ χαλί, κρέμ. Ἡ μικρὴ κουζίνα εἶχε ἕνα μεγάλο, καλοφτιαγμένο πάγκο. Ἡ τουαλέτα ἦταν ἄσπρη καὶ καθαρή.
Κάθισα ἐκεῖ, στὴν καλόγουστη σιωπή. Κι ἐγὼ θὰ μποροῦσα νὰ εἶχα ζήσει ἐκεῖ.
Ὁποιοσδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ζήσει ἐκεῖ.
1. Τύπος αὐτοκινήτου τῆς Φὸρντ Πίντο.
.
.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds.New Sudden Fiction, Short-Short Stories from America and Beyond,New York, London: W.W. Norton and Company, 2007.
Τσὰκ Παλάνιουκ (Chuck Palahniuk). Σατιρικὸς συγγραφέας καὶ αὐτοαπασχολούμενος δημοσιογράφος ποὺ ζεῖ στὸ Πόρτλαντ τοῦ Ὄρεγκον. Εἶναι εὐρέως γνωστὸς γιὰ τὸ βραβευμένο μυθιστόρημά του Fight Club, τὸ ὁποῖο ἔχει γυριστεῖ σὲ ταινία μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς Μπρὰντ Πίτ, Ἔντουαρτ Νόρτον καὶ Ἔλενα Μπόναμ-Κάρτερ καὶ σκηνοθέτη τὸν Ντέιβιντ Φίντσερ. Τὰ πιὸ πρόσφατα μυθιστορήματά του εἶναι τὰ Haunted καὶ Rant.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Μαίρη Ἀλεξοπούλου (Καλαμάτα). Σπούδασε Πληροφορικὴ καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία. Ποιήματά της ἔχουν παρουσιαστεῖ στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάτρας, στὸν χῶρο τέχνης «Ash in Art», στὸ φιλοσοφικὸ καφενεῖο «dasein» καὶ ἀλλοῦ, καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2009 συμμετεῖχε στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάρου. Πρῶτο βιβλίο της: Ἐρῶμαι (Ποιήματα, ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθήνα, 2005).
.
Filed under: Αγγλικά,Αλεξοπούλου Μαίρη,Θάνατος,Νοσήματα,Ρεαλισμός,Palahniuk Chuck | Tagged: Chuck Palahniuk,Αγγλόφωνο διήγημα,Λογοτεχνία,Μαίρη Αλεξοπούλου | Τὰ σχόλια στὸ Τσὰκ Παλάνιουκ (Chuck Palahniuk): Συνοδός ἔχουν κλείσει