Τσὰκ Παλάνιουκ (Chuck Palahniuk): Συνοδός

.

Palahniuk,Chuck-Synodos-Eikona-06

.

Τσὰκ Πα­λά­νιουκ (C­h­u­ckP­a­l­a­h­n­i­uk)

 

Συ­νο­δός

(E­s­c­o­rt)

.

T-[Tay]-SomataΗΝ ΠΡΩ­ΤΗ ΜΟΥ ΜΕ­ΡΑ ὡς συ­νο­δός, τὸ πρῶ­το «ραν­τε­βού μου» εἶ­χε μό­νο ἕ­να πό­δι. Εἶ­χε πά­ει σὲ ἕ­να δη­μό­σιο λου­τρὸ γιὰ γκέ­ι, γιὰ νὰ ζε­στα­θεῖ, μοῦ εἶ­πε. Ἴ­σως καὶ γιὰ σέξ. Καὶ εἶ­χε ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ στὴ σά­ου­να, κον­τὰ στὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ θερ­μαν­τι­κὸ σῶ­μα, πιὸ κον­τὰ ἀ­π’ ὅ­,τι ἔ­πρε­πε. Μέ­χρι νὰ τὸν βροῦ­νε εἶ­χε πε­ρά­σει πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­ναί­σθη­τος. Τό­σο πολ­λὲς ποὺ τὸ κρέ­ας στὸ ἀ­ρι­στε­ρό του μπού­τι εἶ­χε ψη­θεῖ ἐν­τε­λῶς καὶ πέ­ρα γιὰ πέ­ρα.

       Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ περ­πα­τή­σει, κι ἐρ­χό­ταν ἡ μη­τέ­ρα του ἀ­πὸ τὸ Γου­ι­σκόν­σιν νὰ τὸν ἐ­πι­σκε­φτεῖ, ὁ­πό­τε τὸ ἄ­συ­λο χρει­α­ζό­ταν κά­ποι­ον νὰ τοὺς κου­βα­λά­ει ἀ­πὸ δῶ κι ἀ­πὸ κεῖ γιὰ νὰ δοῦν τὰ ντό­πια ἀ­ξι­ο­θέ­α­τα. Νὰ πᾶ­νε γιὰ ψώ­νια στὸ κέν­τρο. Νὰ δοῦν τὴν πα­ρα­λί­α. Τοὺς κα­ταρ­ρά­χτες Μαλ­τνό­μα. Αὐ­τὰ ἦ­ταν ὅ­λα ποὺ μπο­ροῦ­σες νὰ κά­νεις ὡς ἐ­θε­λον­τής· θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἤ­σουν νο­σο­κό­μος ἢ μά­γει­ρας ἢ για­τρὸς γιὰ νὰ προ­σφέ­ρεις πα­ρα­πά­νω.

      Ἤ­σουν συ­νο­δός, καὶ αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ μέ­ρος ὅ­που νέ­οι ἄν­θρω­ποι χω­ρὶς ἀ­σφά­λεια ζω­ῆς πή­γαι­ναν γιὰ νὰ πε­θά­νουν. Τὸ ὄ­νο­μα τοῦ ἀ­σύ­λου οὔ­τε κὰν τὸ θυ­μᾶ­μαι. Δὲν ἦ­ταν γραμ­μέ­νο σὲ κα­μιὰ ταμ­πέ­λα, καὶ σοῦ ζη­τοῦ­σαν νὰ εἶ­σαι δι­α­κρι­τι­κὸς στὰ πή­γαι­νε-ἔ­λα σου, για­τὶ οἱ γεί­το­νες δὲν ἤ­ξε­ραν τί συ­νέ­βαι­νε στὸ τε­ρά­στιο πα­λιὸ σπί­τι τοῦ δρό­μου, ἑ­νὸς δρό­μου μὲ τὸ δι­κό του με­ρί­διο σὲ πρε­ζά­κια καὶ πι­στο­λί­δια, κι ὅ­μως δί­πλα σ’ αὐ­τὸ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζεῖ κα­νείς: τέσ­σε­ρις ἑ­τοι­μο­θά­να­τοι σ’ ἕ­να σα­λό­νι, δύ­ο στὴν τρα­πε­ζα­ρί­α. Του­λά­χι­στον δύ­ο ἑ­τοι­μο­θά­να­τοι σὲ κα­θε­μί­α ἀ­πὸ τὶς κρε­βα­το­κά­μα­ρες τοῦ πά­νω ὀ­ρό­φου – κι ὑ­πῆρ­χαν πολ­λὲς κρε­βα­το­κά­μα­ρες. Του­λά­χι­στον οἱ μι­σοὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς ἀν­θρώ­πους εἶ­χαν A­I­DS, ἀλ­λὰ τὸ σπί­τι δὲν ἔ­κα­νε δι­α­κρί­σεις. Μπο­ροῦ­σες νὰ ἔρ­θεις ἐ­δῶ καὶ νὰ πε­θά­νεις ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε.

      Ἤ­μουν ἐ­κεῖ λό­γῳ τῆς δου­λειᾶς μου. Ποὺ ἦ­ταν νὰ εἶ­μαι ξα­πλω­μέ­νος ἀ­νά­σκε­λα κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να φορ­τη­γό, μὲ μιὰ γραμ­μὴ με­τά­δο­σης κί­νη­σης 100 κι­λῶν φορ­τη­γοῦ ντί­ζελ κλά­σης 8 νὰ κρέ­με­ται πά­νω ἀ­π’ τὸ στῆ­θος καὶ μέ­χρι τὰ πό­δια μου. Ἔ­πρε­πε νὰ σέρ­νο­μαι κά­τω ἀ­πὸ φορ­τη­γὰ κα­θὼς ἔ­φτα­ναν στὴ γραμ­μὴ συ­ναρ­μο­λό­γη­σης, καὶ νὰ το­πο­θε­τῶ αὐ­τὲς τὶς γραμ­μὲς με­τά­δο­σης κί­νη­σης. Εἰ­κο­σι­έ­ξι κά­θε ὀ­χτὼ ὧ­ρες. Νὰ δου­λεύ­ω μὲ τα­χύ­τη­τα ἐ­νῶ ἔ­φτα­νε τὸ ἑ­πό­με­νο φορ­τη­γὸ καὶ τὸ προ­η­γού­με­νο μὲ τρα­βοῦ­σε σὲ ἐ­λά­χι­στη ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τε­ρά­στιους φλε­γό­με­νους φούρ­νους.

      Τὸ πτυ­χί­ο δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μοῦ δώ­σει πά­νω ἀ­πὸ πέν­τε δο­λά­ρια τὴν ὥ­ρα. Κι ἄλ­λα παι­διὰ στὸ μα­γα­ζὶ εἶ­χαν ὅ­μοι­α πτυ­χί­α, καὶ δου­λευ­ό­μα­σταν ὅ­τι τὸ πτυ­χί­ο στὶς ἀν­θρω­πι­στι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες θὰ ἔ­πρε­πε νὰ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει μα­θή­μα­τα ἠ­λε­κτρο­συγ­κόλ­λη­σης, μή­πως καὶ μπο­ρού­σα­με νὰ τσιμ­πή­σου­με τὰ ἐ­πι­πλέ­ον δύ­ο δο­λά­ρια τὴν ὥ­ρα, ποὺ τὸ μα­γα­ζὶ ἔ­δι­νε σ’ ὅ­σους ἤ­ξε­ραν ἀ­πὸ συγ­κόλ­λη­ση. Κά­ποι­ος μὲ κά­λε­σε στὴν ἐκ­κλη­σία, καὶ ἤ­μουν τό­σο ἀ­πελ­πι­σμέ­νος ποὺ πῆ­γα, καὶ στὴν ἐκ­κλη­σία εἶ­χαν ἕ­να φί­κο σὲ γλά­στρα καὶ τὸν ὀ­νό­μα­ζαν Δέν­τρο Προ­σφο­ρᾶς, ἦ­ταν δι­α­κο­σμη­μέ­νος μὲ χάρ­τι­να στο­λί­δια, κά­θε στο­λί­δι τυ­πω­μέ­νο μὲ μί­α κα­λὴ πρά­ξη ποὺ μπο­ροῦ­σες νὰ ἐ­πι­λέ­ξεις. Τὸ δι­κό μου στο­λί­δι ἔ­λε­γε: Βγὲς ραν­τε­βοὺ μὲ κά­ποι­ον ἀ­π’ τὸ ἄ­συ­λο.

      Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ λέ­ξη ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν, «ραν­τε­βού». Ἦ­ταν γραμ­μέ­νος κι ἕ­νας ἀ­ριθ­μὸς τη­λε­φώ­νου.

      Ἔ­βγα­λα τὸν ἄν­τρα μὲ τὸ ἕ­να πό­δι, ἔ­πει­τα αὐ­τὸν καὶ τὴ μη­τέ­ρα του, τοὺς πῆ­γα σ’ ὅ­λη τὴν πε­ρι­ο­χή, σὲ ση­μεῖ­α μὲ θέ­α, σὲ μου­σεῖ­α, ἡ ἀ­να­πη­ρι­κὴ κα­ρέ­κλα του δι­πλω­μέ­νη στὸ πὸρτ-μπαγ­κὰζ τοῦ δε­κα­πεν­τά­χρο­νου Μέρ­κι­ου­ρι Μπόμ­πκα­τ(1) μου. Ἡ μη­τέ­ρα του κά­πνι­ζε, σι­ω­πη­λή. Ὁ γιός της ἦ­ταν τριά­ντα ἐ­τῶν, κι ἐ­κεί­νη εἶ­χε δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες δι­α­κο­πές. Τὸ βρά­δυ, τὴν πῆ­γα πί­σω στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο της κον­τὰ στὴν ἐ­θνι­κή, καὶ κά­πνι­ζε, κα­θι­σμέ­νη στὸ κα­πό, μι­λών­τας γιὰ τὸ γιό της σὲ πα­ρελ­θον­τι­κὸ ἤ­δη χρό­νο. Ὁ γιός της ἔ­παι­ζε πιά­νο, εἶ­πε. Πῆ­ρε πτυ­χί­ο μου­σι­κῆς, ἀλ­λὰ κα­τέ­λη­ξε νὰ κά­νει ἐ­πί­δει­ξη ἠ­λε­κτρι­κῶν μου­σι­κῶν ὀρ­γά­νων σὲ ἐμ­πο­ρι­κὰ κέν­τρα.

      Αὐ­τὲς ἦ­ταν συ­ζη­τή­σεις ποὺ γί­νον­ταν, ἀ­φοῦ μᾶς εἶ­χαν τε­λει­ώ­σει τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα.

      Ἤ­μουν εἰ­κο­σι­πέν­τε χρο­νῶν, καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα —με­τὰ ἀ­πὸ ὕ­πνο τρι­ῶν ἢ τεσ­σά­ρων ὡ­ρῶν— ἤ­μουν καὶ πά­λι ξα­πλω­μέ­νος κά­τω ἀ­πὸ φορ­τη­γά. Μό­νο ποὺ τώ­ρα τὰ δι­κά μου προ­βλή­μα­τα δὲν ἔ­μοια­ζαν καὶ πο­λὺ χά­λια. Κοι­τοῦ­σα τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια μου, ἔκ­πλη­κτος ἀ­πὸ τὸ βά­ρος ποὺ μπο­ροῦ­σα νὰ ση­κώ­σω, τὸν τρό­πο ποὺ μπο­ροῦ­σα νὰ φω­νά­ξω μὲ δύ­να­μη κα­λύ­πτον­τας τὸν ἀ­ε­ρο­μη­χα­νι­κὸ βρυ­χηθ­μὸ τοῦ μα­γα­ζιοῦ, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ή μου ἔ­μοια­ζε μὲ θαῦ­μα ἀν­τὶ γιὰ σφάλ­μα.

      Με­τὰ ἀ­πὸ δυ­ὸ ἑ­βδο­μά­δες, ἡ μη­τέ­ρα εἶ­χε φύ­γει γιὰ τὸ σπί­τι της. Με­τὰ ἀ­πὸ τρεῖς μῆ­νες, εἶ­χε φύ­γει ὁ γιός της. Νε­κρός, φευ­γά­τος.

      Μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου πή­γαι­να ἀν­θρώ­πους μὲ καρ­κί­νο νὰ δοῦν τὸν ὠ­κε­α­νὸ γιὰ μιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Πή­γαι­να ἀν­θρώ­πους μὲ A­I­DS στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ Χοὺντ γιὰ νὰ δοῦν ὁ­λό­κλη­ρο τὸν κό­σμο, ὅ­σο ὑ­πῆρ­χε ἀ­κό­μα και­ρός.

      Κα­θό­μουν στὸ πλά­ι τοῦ κρε­βα­τιοῦ ἐ­νῶ ἡ νο­σο­κό­μα μὲ ἐ­νη­μέ­ρω­νε ποι­ὰ ση­μά­δια νὰ πε­ρι­μέ­νω στὴν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του, τὸ ἀγ­κο­μα­χη­τὸ καὶ τὴν ἀ­συ­νεί­δη­τη πά­λη κά­ποι­ου ποὺ πνί­γε­ται στὸν ὕ­πνο του κα­θὼς ἡ νε­φρι­κὴ ἀ­νε­πάρ­κεια γέ­μι­ζε τὰ πνευ­μό­νια του μὲ νε­ρό. Ἀ­π’ τὴν ὀ­θό­νη ἀ­κου­γό­ταν ἕ­να μπὶπ κά­θε πέν­τε ἢ δέ­κα δευ­τε­ρό­λε­πτα κα­θὼς τὸ μη­χά­νη­μα ἔ­κα­νε ἔ­νε­ση μορ­φί­νης στὸν ἀ­σθε­νῆ. Τὰ μά­τια τοῦ ἀ­σθε­νῆ κυ­λοῦ­σαν πρὸς τὰ πί­σω, γουρ­λω­τὰ καὶ ἐν­τε­λῶς ἄ­σπρα. Κρα­τοῦ­σες τὰ πα­γω­μέ­να χέ­ρια του γιὰ ὧ­ρες, μέ­χρι τὴν ὥ­ρα ποὺ ἕ­νας ἄλ­λος συ­νο­δὸς ἐρ­χό­ταν γιὰ νὰ σὲ σώ­σει ἢ μέ­χρι ποὺ δὲν εἶ­χε πιὰ κα­μί­α ση­μα­σί­α.

      Ἡ μη­τέ­ρα στὸ Γου­ι­σκόν­σιν μοῦ ἔ­στει­λε μιὰ κου­βέρ­τα ποὺ εἶ­χε πλέ­ξει μὲ τὸ βε­λο­νά­κι, μὼβ καὶ κόκ­κι­νη. Μιὰ ἄλ­λη μη­τέ­ρα ἢ για­γιὰ ποὺ συ­νό­δε­ψα μοῦ ἔ­στει­λε μιὰ κου­βέρ­τα μπλέ, πρά­σι­νη καὶ ἄ­σπρη. Μοῦ στεί­λα­νε μιὰ ἄλ­λη κόκ­κι­νη, ἄ­σπρη καὶ μαύ­ρη. Πα­λι­ο­μο­δί­τι­κα τε­τρά­γω­να, σχέ­δια ζὶγκ-ζάγκ. Ἔ­φτια­ξαν μιὰ στοί­βα στὴ μί­α ἄ­κρη τοῦ κα­να­πέ, μέ­χρις ὅ­του οἱ συγ­κά­τοι­κοί μου μοῦ ζή­τη­σαν νὰ τὶς ἀ­πο­θη­κεύ­σω στὴ σο­φί­τα.

      Λί­γο πρὶν πε­θά­νει, ὁ γιὸς τῆς γυ­ναί­κας, ὁ ἄν­τρας μὲ τὸ ἕ­να πό­δι, λί­γο πρὶν πέ­σει σὲ ἀ­φα­σί­α, μὲ εἶ­χε πα­ρα­κα­λέ­σει νὰ πά­ω στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ποὺ ζοῦ­σε πρίν. Εἶ­χε μί­α ντου­λά­πα γε­μά­τη ὄρ­γα­να τοῦ σέξ. Πε­ρι­ο­δι­κά, δερ­μά­τι­να εἴ­δη. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὰ βρεῖ ἡ μη­τέ­ρα του, ὁ­πό­τε ὑ­πο­σχέ­θη­κα νὰ πά­ω καὶ νὰ τὰ πε­τά­ξω ὅ­λα. Ἔ­τσι πῆ­γα, ἐ­κεῖ, στὴ μι­κρή του γκαρ­σο­νι­έ­ρα σφρα­γι­σμέ­νη καὶ μπα­γι­ά­τι­κη ἀ­πὸ τοὺς τό­σους μῆ­νες ποὺ ἦ­ταν ἄ­δεια. Σὰν κρύ­πτη, θὰ ἔ­λε­γα, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ σω­στὴ λέ­ξη. Ἀ­κού­γε­ται πο­λὺ δρα­μα­τι­κή. Με­λό. Ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἁ­πλῶς θλι­βε­ρή. Τὰ ὄρ­γα­να τοῦ σὲξ καὶ τὰ πρω­κτι­κὰ ἀν­τι­κεί­με­να ἦ­ταν ἀ­κό­μα πιὸ θλι­βε­ρά. Ὀρ­φα­νὰ τώ­ρα πιά. Οὔ­τε αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ σω­στὴ λέ­ξη, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη λέ­ξη ποὺ μοῦ ἔρ­χε­ται στὸ νοῦ.

      Οἱ κου­βέρ­τες εἶ­ναι ἀ­κό­μα σ’ ἕ­να κου­τὶ στὴ σο­φί­τα. Κά­θε Χρι­στού­γεν­να ἕ­νας συγ­κά­τοι­κος πά­ει νὰ βρεῖ τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα στο­λί­δια καὶ βρί­σκει τὶς κου­βέρ­τες, κόκ­κι­νη καὶ μαύ­ρη, πρά­σι­νη καὶ μώβ, κα­θε­μιὰ κι ἕ­νας νε­κρὸς ἄν­θρω­πος, ἕ­νας γιὸς ἢ μιὰ κό­ρη ἢ ἕ­να ἐγ­γό­νι, καὶ ὅ­ποι­ος τὶς βρί­σκει ρω­τά­ει ἂν μπο­ροῦ­με νὰ τὶς βά­λου­με στὰ κρε­βά­τια μας ἢ ἂν θὰ τὶς δώ­σου­με σὲ κά­ποι­ο ἵ­δρυ­μα. Καὶ κά­θε Χρι­στού­γεν­να λέ­ω ὄ­χι. Δὲν ξέ­ρω τί μὲ φο­βί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο, νὰ πε­τά­ξω ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ νε­κρὰ παι­διὰ ἢ νὰ κοι­μη­θῶ μα­ζί τους.

      Μὴ μὲ ρω­τᾶ­τε για­τί, λέ­ω. Ἀρ­νοῦ­μαι νὰ μι­λή­σω σχε­τι­κά. Ὅ­λα αὐ­τὰ ἔ­γι­ναν πρὶν ἀ­πὸ δέ­κα χρό­νια. Πού­λη­σα τὸ Μπόμ­πκατ τὸ 1989. Ἔ­πα­ψα νὰ εἶ­μαι συ­νο­δός. Ἴ­σως για­τί με­τὰ τὸν ἄν­τρα μὲ τὸ ἕ­να πό­δι, με­τὰ ποὺ πέ­θα­νε, με­τὰ τὰ ὄρ­γα­να τοῦ σὲξ πε­τα­μέ­να σὲ σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν, με­τὰ ποὺ θά­φτη­καν στὴ χω­μα­τε­ρή, με­τὰ τὸ ἄ­νοιγ­μα τῶν πα­ρα­θύ­ρων τοῦ δι­α­με­ρί­σμα­τος καὶ τὴ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ δέρ­μα καὶ λά­τεξ ποὺ εἶ­χε φύ­γει, τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα φαι­νό­ταν πιὰ μιὰ χα­ρά. Ὁ κα­να­πὲς εἶ­χε ἕ­να γλυ­κό, με­νε­ξε­δὶ χρῶ­μα, οἱ τοῖ­χοι καὶ τὸ χα­λί, κρέμ. Ἡ μι­κρὴ κου­ζί­να εἶ­χε ἕ­να με­γά­λο, κα­λο­φτι­αγ­μέ­νο πάγ­κο. Ἡ του­α­λέ­τα ἦ­ταν ἄ­σπρη καὶ κα­θα­ρή.

      Κά­θι­σα ἐ­κεῖ, στὴν κα­λό­γου­στη σι­ω­πή. Κι ἐ­γὼ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ εἶ­χα ζή­σει ἐ­κεῖ.

      Ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­χε ζή­σει ἐ­κεῖ.

1. Τύ­πος αὐ­το­κι­νή­του τῆς Φὸρντ Πίν­το.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds.New Sud­den Fi­ction, Short-Short Sto­ri­es from A­me­ri­ca and Be­yond,New York, Lon­don: W.W. Nor­ton and Com­pa­ny, 2007.

Τσὰκ Πα­λά­νιουκ (C­h­u­ck P­a­l­a­h­n­i­uk). Σα­τι­ρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ αὐ­το­α­πα­σχο­λού­με­νος δη­μο­σι­ο­γρά­φος ποὺ ζεῖ στὸ Πόρ­τλαντ τοῦ Ὄ­ρεγ­κον. Εἶ­ναι εὐ­ρέ­ως γνω­στὸς γιὰ τὸ βρα­βευ­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του F­i­g­ht C­l­ub, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει γυ­ρι­στεῖ σὲ ται­νί­α μὲ πρω­τα­γω­νι­στὲς τοὺς Μπρὰντ Πίτ, Ἔν­του­αρτ Νόρ­τον καὶ Ἔ­λε­να Μπό­ναμ-Κάρ­τερ καὶ σκη­νο­θέ­τη τὸν Ντέ­ι­βιντ Φίν­τσερ. Τὰ πιὸ πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του εἶ­ναι τὰ H­a­u­n­t­ed καὶ R­a­nt.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μαί­ρη Ἀ­λε­ξο­πού­λου (Κα­λα­μά­τα). Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κὴ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­τρας, στὸν χῶ­ρο τέ­χνης «Ash in Art», στὸ φι­λο­σο­φι­κὸ κα­φε­νεῖ­ο «da­sein» καὶ ἀλ­λοῦ, καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 συμ­με­τεῖ­χε στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­ρου. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Ἐ­ρῶ­μαι (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2005).

.