Ρικάρδο Πίγλια (Ricardo Piglia)
Ἀπόψεις γιὰ τὸ διήγημα (1)
(Tesis sobre el cuento)
I.
Ε ΕΝΑ ἀπὸ τὰ σημειωματάριά του ὁ Τσέχωφ ἀναφέρει αὐτὸ τὸ ἀνέκδοτο: «Ἕνας ἄντρας, στὸ Μόντε Κάρλο, πηγαίνει στὸ καζίνο, κερδίζει ἕνα ἑκατομμύριο, γυρίζει στὸ σπίτι του, αὐτοκτονεῖ.» Ἡ κλασικὴ φόρμα τοῦ διηγήματος εἶναι συμπυκνωμένη στὸν πυρήνα αὐτῆς τῆς μελλοντικῆς καὶ ἄγραφης ἱστορίας.
Ἡ ἴντριγκα ἐκφράζεται ὡς ἕνα παράδοξο ποὺ ἀντιτίθεται στὸ προβλεπτὸ καὶ τὸ συμβατικό (παίζω-χάνω-αὐτοκτονῶ). Τὸ ἀνέκδοτο τείνει νὰ ἀποσυνδέσει τὴν ἱστορία τοῦ παιχνιδιοῦ καὶ τὴν ἱστορία τῆς αὐτοκτονίας. Αὐτὴ ἡ διάσπαση ἀποτελεῖ κλειδὶ γιὰ τὸν ὁρισμὸ τοῦ διπλοῦ χαρακτήρα τῆς φόρμας τοῦ διηγήματος.
Πρώτη ἄποψη: Ἕνα διήγημα πάντοτε διηγεῖται δύο ἱστορίες.
II.
Τὸ κλασικὸ διήγημα (Poe, Quiroga) ἀφηγεῖται σὲ πρῶτο πλάνο τὴν ἱστορία 1 (τὴ διήγηση τοῦ παιχνιδιοῦ) καὶ κατασκευάζει κρυφὰ τὴν ἱστορία 2 (τὴ διήγηση τῆς αὐτοκτονίας). Ἡ τέχνη τοῦ διηγηματογράφου ἔγκειται στὸ νὰ ξέρει νὰ κωδικοποιεῖ τὴν ἱστορία 2 στὰ διάκενα τῆς ἱστορίας 1. Μιὰ ὁρατὴ ἱστορία κρύβει μιὰ κρυφὴ ἱστορία, εἰπωμένη μὲ ἕνα τρόπο ἐλλειπτικὸ καὶ θραυσματικό.
Ὁ αἰφνιδιασμὸς προκαλεῖται ὅταν τὸ τέλος τῆς κρυφῆς ἱστορίας βγαίνει στὴν ἐπιφάνεια.
III.
Κάθε μιὰ ἀπ’ τὶς δύο ἱστορίες εἰπώνεται μὲ τρόπο διαφορετικό. Τὸ νὰ δουλεύεις μὲ δύο ἱστορίες σημαίνει νὰ δουλεύεις μὲ δύο διαφορετικὰ αἰτιολογικὰ συστήματα. Τὰ ἴδια γεγονότα μπαίνουν ταυτόχρονα σὲ δύο ἀνταγωνιστικὲς ἀφηγηματικὲς λογικές. Τὰ οὐσιαστικὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς διηγήματος ἔχουν διπλὴ λειτουργία καὶ χρησιμοποιοῦνται μὲ διαφορετικὸ τρόπο σὲ κάθε μιὰ ἀπ’ τὶς δυὸ ἱστορίες. Τὰ σημεῖα τομῆς ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς κατασκευῆς.
IV.
Στὸ «Ὁ θάνατος καὶ ἡ πυξίδα» (2), στὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας, ἕνας βιβλιοπώλης ἀποφασίζει νὰ ἐκδώσει ἕνα βιβλίο. Τὸ βιβλίο αὐτὸ βρίσκεται ἐκεῖ γιατὶ εἶναι ἀπαραίτητο στὸ στήσιμο τῆς κρυφῆς ἱστορίας. Τί πρέπει νὰ γίνει ἔτσι ὥστε ἕνας γκάνγκστερ ὅπως ὁ Ρὲντ Σκάρλαχ νὰ γνωρίζει τόσο καλὰ τὶς περίπλοκες ἑβραϊκὲς παραδόσεις καὶ νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ φτιάξει μιὰ ἀπόκρυφη καὶ φιλοσοφικὴ παγίδα στὸν Λόνροτ; Ὁ Μπόρχες τοῦ βρίσκει αὐτὸ τὸ βιβλίο γιὰ νὰ ἐκπαιδευτεῖ. Τὴν ἴδια στιγμὴ χρησιμοποιεῖ τὴν ἱστορία 1 γιὰ νὰ κρύψει αὐτὴ τὴ λειτουργία: τὸ βιβλίο φαίνεται νὰ εἶναι ἐκεῖ σὲ σχέση μὲ τὴ δολοφονία τοῦ Γιαρμολίνσκι καὶ ἀπαντᾶ σὲ μιὰ εἰρωνικὴ αἰτιολογία: «Ἕνας ἀπ’ ἐκείνους τοὺς βιβλιοπῶλες ποὺ πιστεύουν πὼς ὁ ὁποιοσδήποτε μπορεῖ νὰ πεισθεῖ νὰ ἀγοράσει ἕνα ὁποιοδήποτε βιβλίο κυκλοφόρησε μιὰ λαϊκὴ ἔκδοση τῆς Ἱστορίας τῆς Αἱρέσεως τῶν Χασιντίμ.» Αὐτὸ ποὺ εἶναι πλεονάζον στὴ μιὰ ἱστορία, εἶναι θεμελιῶδες στὴν ἄλλη. Τὸ βιβλίο τοῦ βιβλιοπώλη ἀποτελεῖ παράδειγμα (ὅπως ὁ τόμος τοῦ Χίλιες καὶ μιὰ νύχτες στὸ «Ὁ Νότος» (3), ὅπως ἡ οὐλὴ στὸ «Τὸ σχῆμα τοῦ σπαθιοῦ» (4) τοῦ ἀμφίσημου ὑλικοῦ ποὺ θέτει σὲ λειτουργία τὴ μικροσκοπικὴ ἀφηγηματικὴ μηχανή, μὲ ἄλλα λόγια, τὸ διήγημα.
V.
Τὸ διήγημα εἶναι μιὰ ἱστορία ποὺ περικλείει μιὰ κρυφὴ ἱστορία. Δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μιὰ κρυφὴ ἔννοια ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία: τὸ αἴνιγμα δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ μιὰ ἱστορία ποὺ εἰπώνεται μὲ ἕνα αἰνιγματικὸ τρόπο. Ἡ στρατηγικὴ τῆς διήγησης βρίσκεται στὴν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς κωδικοποιημένης ἀφήγησης. Πῶς νὰ διηγηθοῦμε μιὰ ἱστορία τὴ στιγμὴ ποῦ διηγούμαστε μιὰ ἄλλη; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα συνοψίζει τὰ τεχνικὰ προβλήματα τοῦ διηγήματος. Δεύτερη ἄποψη: ἡ κρυφὴ ἱστορία ἀποτελεῖ τὸ κλειδὶ τῆς φόρμας τοῦ διηγήματος καὶ τῶν παραλλαγῶν του.
VI.
Ἡ μοντέρνα ἐκδοχὴ τοῦ διηγήματος ποὺ προέρχεται ἀπ’ τοὺς Τσέχωφ, Katherine Mansfield, Sherwood Anderson καὶ τὸν Joyce τοῦ Dubliners, ἐγκαταλείπει τὸ αἰφνιδιαστικὸ τέλος καὶ τὴν κλειστὴ δομή· δουλεύει τὴν ἔνταση ἀνάμεσα στὶς δυὸ ἱστορίες χωρὶς νὰ τὴν ἐπιλύει ποτέ. Ἡ κρυφὴ ἱστορία εἰπώνεται κάθε φορὰ μὲ ἕνα πιὸ φευγαλέο τρόπο. Τὸ κλασικὸ διήγημα ἂ λὰ Poe διηγεῖται μιὰ ἱστορία ἀναγγέλλοντας τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἄλλης· τὸ μοντέρνο διήγημα διηγεῖται δύο ἱστορίες σὰν νὰ ἦταν μόνο μία.
Ἡ θεωρία τοῦ παγόβουνου [iceberg] τοῦ Hemingway εἶναι ἡ πρώτη συνθετικὴ θεώρηση αὐτῆς τῆς διαδικασίας μεταμόρφωσης: τὸ πιὸ σημαντικὸ δὲν εἰπώνεται ποτέ. Ἡ κρυφὴ ἱστορία κατασκευάζεται μὲ αὐτὸ ποὺ δὲν λέγεται, μὲ τὴν ἀφαίρεση καὶ τὸν ὑπαινιγμό.
VII.
Τὸ «Big Two’Hearted River», ἕνα ἀπὸ τὰ θεμελιώδη διηγήματα τοῦ Hemingway κωδικοποιεῖ μέχρι τέτοιο σημεῖο τὴν ἱστορία 2 (ἡ ἐπίδραση τοῦ πολέμου στὸν Νὶκ Ἄνταμς) ποὺ τὸ διήγημα φαντάζει σὰν ἀσήμαντη περιγραφὴ μιᾶς ἐκδρομῆς γιὰ ψάρεμα. Ὁ Hemingway βάζει ὅλη τὴ δεξιοτεχνία του στὴν ἑρμητικὴ ἀφήγηση τῆς κρυφῆς ἱστορίας. Χρησιμοποιεῖ μὲ τόση δεξιότητα τὴν τέχνη τῆς ἔλλειψης ποὺ καταφέρνει νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ ἀπουσία τῆς ἄλλης ἱστορίας.
Τί θὰ εἶχε κάνει ὁ Hemingway μὲ τὸ ἀνέκδοτο τοῦ Τσέχωφ; Θὰ εἶχε ἀφηγηθεῖ μὲ ἀκριβεῖς λεπτομέρειες τὴν παρτίδα καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα ὅπου λαμβάνει χώρα τὸ παιχνίδι καὶ τὴν τεχνικὴ ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ παίχτης γιὰ νὰ στοιχηματίσει καὶ τὸ εἶδος ποτοῦ ποὺ πίνει. Δὲν θὰ εἶχε πεῖ ποτὲ ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ αὐτοκτονοῦσε, ἀλλὰ θὰ εἶχε γράψει τὸ διήγημα σὰν νὰ τὸ γνώριζε ἤδη ὁ ἀναγνώστης.
VIII.
Ὁ Κάφκα διηγεῖται μὲ σαφήνεια καὶ ἁπλότητα τὴν κρυφὴ ἱστορία, καὶ ἀφηγεῖται μὲ ἐχεμύθεια τὴν ὁρατὴ ἱστορία μέχρι νὰ τὴν μετατρέψει σὲ κάτι αἰνιγματικὸ καὶ σκοτεινό. Αὐτὴ ἡ ἀντιστροφὴ θεμελιώνει τὸ «καφκικό».
Τὴν ἱστορία τῆς αὐτοκτονίας στὸ ἀνέκδοτο τοῦ Τσέχωφ, ὁ Κάφκα θὰ τὴν ἀφηγοῦνταν σὲ πρῶτο πλάνο καὶ μὲ κάθε φυσικότητα. Τὸ τρομερὸ θὰ ἐπικεντρωνόταν στὴν παρτίδα, ἀφηγημένη μὲ ἕνα τρόπο ἐλλειπτικὸ καὶ ἀπειλητικό.
IX.
Γιὰ τὸν Μπόρχες ἡ ἱστορία 1 εἶναι ἕνα εἶδος καὶ ἡ ἱστορία 2 εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια. Γιὰ νὰ ἁπαλύνει ἢ νὰ κρύψει τὴ βασικὴ μονοτονία αὐτῆς τῆς κρυφῆς ἱστορίας, ὁ Μπόρχες καταφεύγει στὶς ἀφηγηματικὲς παραλλαγὲς ποὺ τοῦ προσφέρουν τὰ εἴδη. Ὅλα τὰ διηγήματα τοῦ Μπόρχες εἶναι φτιαγμένα μὲ αὐτὴ τὴ μέθοδο.
Τὴν ὁρατὴ ἱστορία, τὸ παιχνίδι στὸ ἀνέκδοτο τοῦ Τσέχωφ, ὁ Μπόρχες θὰ τὴν ἀφηγοῦνταν ἀκολουθώντας τὰ στερεότυπα (ἐλαφρῶς παρωδώντας τα) μιᾶς παράδοσης καὶ ἑνὸς εἴδους. Μιὰ παρτίδα σὲ ἕνα μαγαζί, στὴν ἐντρεριανὴ πεδιάδα, ἀφηγημένη ἀπὸ ἕνα γέρο στρατιώτη τοῦ ἱππικοῦ τοῦ Οὐρκίσα (5), φίλο τοῦ Ἰλάριο Ἀσκασούμπι (6). Ἡ διήγηση τῆς αὐτοκτονίας θὰ ἦταν μιὰ ἱστορία φτιαγμένη μὲ τὸ θέμα τῆς διπροσωπίας καὶ τὴν συμπύκνωση τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου σὲ μιὰ μοναδικὴ σκηνὴ ἢ πράξη ποὺ καθορίζει τὴ μοίρα του.
X.
Ἡ θεμελιώδης παραλλαγὴ ποὺ εἰσήγαγε ὁ Μπόρχες στὴν ἱστορία τοῦ διηγήματος ἔγκειται στὴ συγκρότηση τοῦ θέματος τοῦ διηγήματος ἀπὸ τὴν κωδικοποιημένη κατασκευὴ τῆς ἱστορίας 2.
Ὁ Μπόρχες ἀφηγεῖται τοὺς ἑλιγμοὺς κάποιου ποὺ κατασκευάζει διεστραμμένα μιὰ κρυφὴ πλοκὴ μὲ τὰ ὑλικὰ μιᾶς ὁρατῆς ἱστορίας. Στὸ «Ὁ θάνατος καὶ ἡ πυξίδα», ἡ ἱστορία 2 εἶναι μιὰ ἐπιτήδεια κατασκευὴ τοῦ Σκάρλαχ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὸν Ἀσεβέδο Μπαντέιρα στὸ «Ὁ νεκρός»· μὲ τὸ Νόλαν στὸ «Θέμα τοῦ προδότη καὶ τοῦ ἥρωα»· μὲ τὴν Ἔμμα Σούνς (7).
Ὁ Μπόρχες (ὅπως ὁ Poe, ὅπως ὁ Κάφκα) ἤξερε νὰ μετατρέπει σὲ ἀνέκδοτο τὰ ζητήματα τῆς ἀφηγηματικῆς φόρμας.
XI.
Τὸ διηγημα κατασκευάζεται γιὰ νὰ ἐμφανιστεῖ τεχνητὰ κάτι ποὺ ἦταν κρυμμένο. Ἀναπαράγει τὴν ἀναζήτηση, πάντοτε ἀνανεωμένη, μιᾶς μοναδικῆς ἐμπειρίας ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε, κάτω ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς, μιὰ κρυφὴ ἀλήθεια. «Τὸ στιγμιαῖο ὅραμα ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἀνακαλύπτουμε τὸ ἄγνωστο, ὄχι σὲ μιὰ μακρινὴ terra incognita, ἀλλὰ στὴν ἴδια τὴν καρδιὰ τοῦ ἄμεσου», ἔλεγε ὁ Rimbaud.
Αὐτὴ ἡ κοσμικὴ φωταψία ἔχει μετατραπεῖ σὲ φόρμα τοῦ διηγήματος.
**************************
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
(1). «Tesis sobre el cuento», ἀπὸ τὴ συλλογή, Σύντομες φόρμες.
(2). «La muerte y la brújula», ἀπὸ τὴ συλλογή, Μυθοπλασίες.
(3). «El Sur», διήγημα τοῦ Μπόρχες ἀπὸ τὴ συλλογή, Μυθοπλασίες.
(4). «La forma de la espada», διήγημα τοῦ Μπόρχες ἀπὸ τὴ συλλογή, Μυθοπλασίες.
(5). José Justo de Urquiza y García (Ἔντρε Ρίος, 1801-1870): Ἀργεντινὸς στρατηγὸς καὶ πολιτικός. Διετέλεσε πρόεδρος τῆς Ἀργεντίνικης Συνομοσπονδίας στὸ διάστημα 1854-1860.
(6). Hilario Ascasubi (1807-1875): Ἀργεντινός ποιητής.
(7). «El muerto» (ἀπὸ τὴ συλλογή, Τὸ Ἄλεφ), «Tema del traidor y del héroe» (ἀπὸ τὴ συλλογή, Μυθοπλασίες), «Emma Zunz» (ἀπὸ τὴ συλλογή, Τὸ Ἄλεφ).
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογή Σύντομες φόρμες [Formas breves], Μπουένος Ἄιρες: Temas Grupo Editorial, 1999.
Ricardo Piglia (Ἀδρογκέ [Adrogue], ἐπαρχία τοῦ Μπουένος Ἅιρες, 24 Νοεμβρίου 1940). Διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος. Ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους Ἀργεντινοὺς συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς μας. Τὸ 1967 ἐξέδωσε τὴν πρώτη του συλλογὴ διηγημάτων μὲ τίτλο, Ἡ εἰσβολή (La Invación). Βλ. ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον, ἀρ. 47, Δεκέμβριος 2009, σσ. 561-621.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἰσπανικά:
Ἑλένη Κεφάλα ( Ἀθήνα, 1975). Μεγάλωσε στὸ χωριὸ Φρέναρος τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου. Πτυχιοῦχος τῆς Βυζαντινῆς καὶ Νεοελληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κύπρου. Εἶναι Λέκτορας Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ St Andrews στὴ Σκωτία καὶ ἔχει διδάξει ἑλληνικὴ καὶ ἱσπανόφωνη λογοτεχνία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πενσυλβανίας (Φιλαδέλφεια). Δημοσίευσε τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Μνήμη καὶ Παραλλαγές (Πλανόδιον, 2007).
Φωτογραφία: Ricardo Piglia. Ἀπὸ τὸν Daniel Mordzinski.
Βλ. ἀκόμη ἐδῶ , Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 18-04-2010).
Filed under: ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Κεφάλα Ελένη,Piglia Ricardo | Tagged: Ελένη Κεφάλα,Ricardo Piglia | Τὰ σχόλια στὸ Ricardo Piglia: Άπόψεις γιὰ τὸ διήγημα ἔχουν κλείσει