Ricardo Piglia: Άπόψεις γιὰ τὸ διήγημα

 

Μιὰ ὁρατὴ ἱστορία κρύβει μιὰ κρυφὴ ἱστορία, εἰπωμένη μὲ ἕνα τρόπο ἐλλειπτικὸ καὶ θραυσματικό.

  

Ρι­κάρ­δο Πί­γλια (R­i­c­a­r­do P­i­g­l­ia)

  

Ἀ­πό­ψεις γιὰ τὸ δι­ή­γη­μα (1)

(T­e­s­is s­o­b­re el c­u­e­n­to)

 

         I.

 

Ε ΕΝΑ ἀ­πὸ τὰ ση­μει­ω­μα­τά­ριά του ὁ Τσέ­χωφ ἀ­να­φέ­ρει αὐ­τὸ τὸ ἀ­νέκ­δο­το: «Ἕ­νας ἄν­τρας, στὸ Μόν­τε Κάρ­λο, πη­γαί­νει στὸ κα­ζί­νο, κερ­δί­ζει ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο, γυ­ρί­ζει στὸ σπί­τι του, αὐ­το­κτο­νεῖ.» Ἡ κλα­σι­κὴ φόρ­μα τοῦ δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι συμ­πυ­κνω­μέ­νη στὸν πυ­ρή­να αὐ­τῆς τῆς μελ­λον­τι­κῆς καὶ ἄ­γρα­φης ἱ­στο­ρί­ας.

         Ἡ ἴν­τριγ­κα ἐκ­φρά­ζε­ται ὡς ἕ­να πα­ρά­δο­ξο ποὺ ἀν­τι­τί­θε­ται στὸ προ­βλε­πτὸ καὶ τὸ συμ­βα­τι­κό (παί­ζω-χά­νω-αὐ­το­κτο­νῶ). Τὸ ἀ­νέκ­δο­το τεί­νει νὰ ἀ­πο­συν­δέ­σει τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ παι­χνι­διοῦ καὶ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας. Αὐ­τὴ ἡ δι­ά­σπα­ση ἀ­πο­τε­λεῖ κλει­δὶ γιὰ τὸν ὁ­ρι­σμὸ τοῦ δι­πλοῦ χα­ρα­κτή­ρα τῆς φόρ­μας τοῦ δι­η­γή­μα­τος.

        Πρώ­τη ἄ­πο­ψη: Ἕ­να δι­ή­γη­μα πάν­το­τε δι­η­γεῖ­ται δύ­ο ἱ­στο­ρί­ες.

 

 

        II.

 

Τὸ κλα­σι­κὸ δι­ή­γη­μα (P­oe, Q­u­i­r­o­ga) ἀ­φη­γεῖ­ται σὲ πρῶ­το πλά­νο τὴν ἱ­στο­ρί­α 1 (τὴ δι­ή­γη­ση τοῦ παι­χνι­διοῦ) καὶ κα­τα­σκευά­ζει κρυ­φὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α 2 (τὴ δι­ή­γη­ση τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας). Ἡ τέ­χνη τοῦ δι­η­γη­μα­το­γρά­φου ἔγ­κει­ται στὸ νὰ ξέ­ρει νὰ κω­δι­κο­ποι­εῖ τὴν ἱ­στο­ρί­α 2 στὰ δι­ά­κε­να τῆς ἱ­στο­ρί­ας 1. Μιὰ ὁ­ρα­τὴ ἱ­στο­ρί­α κρύ­βει μιὰ κρυ­φὴ ἱ­στο­ρί­α, εἰ­πω­μέ­νη μὲ ἕ­να τρό­πο ἐλ­λει­πτι­κὸ καὶ θραυ­σμα­τι­κό.

        Ὁ αἰφ­νι­δια­σμὸς προ­κα­λεῖ­ται ὅ­ταν τὸ τέ­λος τῆς κρυ­φῆς ἱ­στο­ρί­ας βγαί­νει στὴν ἐ­πι­φά­νεια.

 

 

        I­II.

 

Κά­θε μιὰ ἀ­π’ τὶς δύο ἱ­στο­ρί­ες εἰ­πώ­νε­ται μὲ τρό­πο δι­α­φο­ρε­τι­κό. Τὸ νὰ δου­λεύ­εις μὲ δύ­ο ἱ­στο­ρί­ες ση­μαί­νει νὰ δου­λεύ­εις μὲ δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κὰ αἰ­τι­ο­λο­γι­κὰ συ­στή­μα­τα. Τὰ ἴ­δια γε­γο­νό­τα μπαί­νουν ταυ­τό­χρο­να σὲ δύ­ο ἀν­τα­γω­νι­στι­κὲς ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς λο­γι­κές. Τὰ οὐ­σι­α­στι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἑ­νὸς δι­η­γή­μα­τος ἔ­χουν δι­πλὴ λει­τουρ­γί­α καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο σὲ κά­θε μιὰ ἀ­π’ τὶς δυ­ὸ ἱ­στο­ρί­ες. Τὰ ση­μεῖα το­μῆς ἀ­πο­τε­λοῦν τὴ βά­ση τῆς κα­τα­σκευ­ῆς.

 

 

        IV.

 

Στὸ «Ὁ θά­να­τος καὶ ἡ πυ­ξί­δα» (2), στὴν ἀρ­χὴ τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἕ­νας βι­βλι­ο­πώ­λης ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ ἐκ­δώ­σει ἕ­να βι­βλί­ο. Τὸ βι­βλί­ο αὐ­τὸ βρί­σκε­ται ἐ­κεῖ για­τὶ εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το στὸ στή­σι­μο τῆς κρυ­φῆς ἱ­στο­ρί­ας. Τί πρέ­πει νὰ γί­νει ἔ­τσι ὥ­στε ἕ­νας γκάν­γκστ­ερ ὅ­πως ὁ Ρὲντ Σκάρ­λαχ νὰ γνω­ρί­ζει τό­σο κα­λὰ τὶς πε­ρί­πλο­κες ἑ­βρα­ϊ­κὲς πα­ρα­δό­σεις καὶ νὰ εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ φτιά­ξει μιὰ ἀ­πό­κρυ­φη καὶ φι­λο­σο­φι­κὴ πα­γί­δα στὸν Λόν­ροτ; Ὁ Μπόρ­χες τοῦ βρί­σκει αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο γιὰ νὰ ἐκ­παι­δευ­τεῖ. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν ἱ­στο­ρί­α 1 γιὰ νὰ κρύ­ψει αὐ­τὴ τὴ λει­τουρ­γί­α: τὸ βι­βλί­ο φαί­νε­ται νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ σὲ σχέ­ση μὲ τὴ δο­λο­φο­νί­α τοῦ Γι­αρ­μο­λίν­σκι καὶ ἀ­παν­τᾶ σὲ μιὰ εἰ­ρω­νι­κὴ αἰ­τι­ο­λο­γί­α: «Ἕ­νας ἀ­π’ ἐ­κεί­νους τοὺς βι­βλι­ο­πῶ­λες ποὺ πι­στεύ­ουν πὼς ὁ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε μπο­ρεῖ νὰ πει­σθεῖ νὰ ἀ­γο­ρά­σει ἕ­να ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε βι­βλί­ο κυ­κλο­φό­ρη­σε μιὰ λα­ϊ­κὴ ἔκ­δο­ση τῆς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Αἱ­ρέ­σε­ως τῶν Χα­σιν­τίμ.» Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι πλε­ο­νά­ζον στὴ μιὰ ἱ­στο­ρί­α, εἶ­ναι θε­με­λι­ῶ­δες στὴν ἄλ­λη. Τὸ βι­βλί­ο τοῦ βι­βλι­ο­πώ­λη ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρά­δειγ­μα (ὅ­πως ὁ τό­μος τοῦ Χί­λι­ες κα μι νύ­χτες στὸ «Ὁ Νό­τος» (3), ὅ­πως ἡ οὐ­λὴ στὸ «Τὸ σχῆ­μα τοῦ σπα­θιοῦ» (4) τοῦ ἀμ­φί­ση­μου ὑ­λι­κοῦ ποὺ θέ­τει σὲ λει­τουρ­γί­α τὴ μι­κρο­σκο­πι­κὴ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ μη­χα­νή, μὲ ἄλ­λα λό­για, τὸ δι­ή­γη­μα.

 

 

        V.

 

Τὸ δι­ή­γη­μα εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ πε­ρι­κλεί­ει μιὰ κρυ­φὴ ἱ­στο­ρία. Δὲν ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ μιὰ κρυ­φὴ ἔν­νοι­α ποὺ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὴν ἑρ­μη­νεί­α: τὸ αἴ­νιγ­μα δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο ἀ­πὸ μιὰ ἱ­στο­ρία ποὺ εἰ­πώ­νε­ται μὲ ἕ­να αἰ­νιγ­μα­τι­κὸ τρό­πο. Ἡ στρα­τη­γι­κὴ τῆς δι­ή­γη­σης βρί­σκε­ται στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α αὐ­τῆς τῆς κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νης ἀ­φή­γη­σης. Πῶς νὰ δι­η­γη­θοῦ­με μιὰ ἱ­στο­ρί­α τὴ στιγ­μὴ ποῦ δι­η­γού­μα­στε μιὰ ἄλ­λη; Αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα συ­νο­ψί­ζει τὰ τε­χνι­κὰ προ­βλή­μα­τα τοῦ δι­η­γή­μα­τος. Δεύ­τε­ρη ἄ­πο­ψη: ἡ κρυ­φὴ ἱ­στο­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κλει­δὶ τῆς φόρ­μας τοῦ δι­η­γή­μα­τος καὶ τῶν πα­ραλ­λα­γῶν του.

 

 

        VI.

 

Ἡ μον­τέρ­να ἐκ­δο­χὴ τοῦ δι­η­γή­μα­τος ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­π’ τοὺς Τσέ­χωφ, K­a­t­h­e­r­i­ne M­a­n­s­f­i­e­ld, S­h­e­r­w­o­od A­n­d­e­r­s­on καὶ τὸν J­o­y­ce τοῦ D­u­b­l­i­n­e­rs, ἐγ­κα­τα­λεί­πει τὸ αἰφ­νι­δι­α­στι­κὸ τέ­λος καὶ τὴν κλει­στὴ δο­μή· δου­λεύ­ει τὴν ἔν­τα­ση ἀ­νά­με­σα στὶς δυ­ὸ ἱ­στο­ρί­ες χω­ρὶς νὰ τὴν ἐ­πι­λύ­ει πο­τέ. Ἡ κρυ­φὴ ἱ­στο­ρί­α εἰ­πώ­νε­ται κά­θε φο­ρὰ μὲ ἕ­να πιὸ φευ­γα­λέ­ο τρό­πο. Τὸ κλα­σι­κὸ δι­ή­γη­μα ἂ λὰ P­oe δι­η­γεῖ­ται μιὰ ἱ­στο­ρί­α ἀ­ναγ­γέλ­λον­τας τὴν ὕ­παρ­ξη μιᾶς ἄλ­λης· τὸ μον­τέρ­νο δι­ή­γη­μα δι­η­γεῖ­ται δύο ἱ­στο­ρί­ες σὰν νὰ ἦ­ταν μό­νο μί­α.

        Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ πα­γό­βου­νου [i­c­e­b­e­rg] τοῦ H­e­m­i­n­g­w­ay εἶ­ναι ἡ πρώ­τη συν­θε­τι­κὴ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τῆς τῆς δι­α­δι­κα­σί­ας με­τα­μόρ­φω­σης: τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ δὲν εἰ­πώ­νε­ται πο­τέ. Ἡ κρυ­φὴ ἱ­στο­ρί­α κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται μὲ αὐ­τὸ ποὺ δὲν λέ­γε­ται, μὲ τὴν ἀ­φαί­ρε­ση καὶ τὸν ὑ­παι­νιγ­μό.

 

 

        V­II.

 

Τὸ «B­ig T­w­o­’­H­e­a­r­t­ed R­i­v­er», ἕ­να ἀ­πὸ τὰ θε­με­λι­ώ­δη δι­η­γή­μα­τα τοῦ H­e­m­i­n­g­w­ay κω­δι­κο­ποι­εῖ μέ­χρι τέ­τοι­ο ση­μεῖ­ο τὴν ἱ­στο­ρί­α 2 (ἡ ἐ­πί­δρα­ση τοῦ πο­λέ­μου στὸν Νὶκ Ἄν­ταμς) ποὺ τὸ δι­ή­γη­μα φαν­τά­ζει σὰν ἀ­σή­μαν­τη πε­ρι­γρα­φὴ μιᾶς ἐκ­δρο­μῆς γιὰ ψά­ρε­μα. Ὁ H­e­m­i­n­g­w­ay βά­ζει ὅ­λη τὴ δε­ξι­ο­τε­χνί­α του στὴν ἑρ­μη­τι­κὴ ἀ­φή­γη­ση τῆς κρυ­φῆς ἱ­στο­ρί­ας. Χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ τό­ση δε­ξι­ό­τη­τα τὴν τέ­χνη τῆς ἔλ­λει­ψης ποὺ κα­τα­φέρ­νει νὰ γί­νει ἀν­τι­λη­πτὴ ἡ ἀ­που­σί­α τῆς ἄλ­λης ἱ­στο­ρί­ας.

        Τί θὰ εἶ­χε κά­νει ὁ H­e­m­i­n­g­w­ay μὲ τὸ ἀ­νέκ­δο­το τοῦ Τσέ­χωφ; Θὰ εἶ­χε ἀ­φη­γη­θεῖ μὲ ἀ­κρι­βεῖς λε­πτο­μέ­ρει­ες τὴν παρ­τί­δα καὶ τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα ὅ­που λαμ­βά­νει χώ­ρα τὸ παι­χνί­δι καὶ τὴν τε­χνι­κὴ ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ παί­χτης γιὰ νὰ στοι­χη­μα­τί­σει καὶ τὸ εἶ­δος πο­τοῦ ποὺ πί­νει. Δὲν θὰ εἶ­χε πεῖ πο­τὲ ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος θὰ αὐ­το­κτο­νοῦ­σε, ἀλ­λὰ θὰ εἶ­χε γρά­ψει τὸ δι­ή­γη­μα σὰν νὰ τὸ γνώ­ρι­ζε ἤ­δη ὁ ἀ­να­γνώ­στης.

 

 

        V­I­II.

 

Ὁ Κάφ­κα δι­η­γεῖ­ται μὲ σα­φή­νεια καὶ ἁ­πλό­τη­τα τὴν κρυ­φὴ ἱ­στο­ρί­α, καὶ ἀ­φη­γεῖ­ται μὲ ἐ­χε­μύ­θεια τὴν ὁ­ρα­τὴ ἱ­στο­ρί­α μέ­χρι νὰ τὴν με­τα­τρέ­ψει σὲ κά­τι αἰ­νιγ­μα­τι­κὸ καὶ σκο­τει­νό. Αὐ­τὴ ἡ ἀν­τι­στρο­φὴ θε­με­λι­ώ­νει τὸ «καφ­κι­κό».

        Τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας στὸ ἀ­νέκ­δο­το τοῦ Τσέ­χωφ, ὁ Κάφ­κα θὰ τὴν ἀ­φη­γοῦν­ταν σὲ πρῶ­το πλά­νο καὶ μὲ κά­θε φυ­σι­κό­τη­τα. Τὸ τρο­με­ρὸ θὰ ἐ­πι­κεν­τρω­νό­ταν στὴν παρ­τί­δα, ἀ­φη­γη­μέ­νη μὲ ἕ­να τρό­πο ἐλ­λει­πτι­κὸ καὶ ἀ­πει­λη­τι­κό.

 

 

        IX.

 

Γιὰ τὸν Μπόρ­χες ἡ ἱ­στο­ρί­α 1 εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α 2 εἶ­ναι πάν­το­τε ἡ ἴ­δια. Γιὰ νὰ ἁ­πα­λύ­νει ἢ νὰ κρύ­ψει τὴ βα­σι­κὴ μο­νο­το­νί­α αὐ­τῆς τῆς κρυ­φῆς ἱ­στο­ρί­ας, ὁ Μπόρ­χες κα­τα­φεύ­γει στὶς ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς πα­ραλ­λα­γὲς ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρουν τὰ εἴ­δη. Ὅ­λα τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μπόρ­χες εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­να μὲ αὐ­τὴ τὴ μέ­θο­δο.

        Τὴν ὁ­ρα­τὴ ἱ­στο­ρί­α, τὸ παι­χνί­δι στὸ ἀ­νέκ­δο­το τοῦ Τσέ­χωφ, ὁ Μπόρ­χες θὰ τὴν ἀ­φη­γοῦν­ταν ἀ­κο­λου­θών­τας τὰ στε­ρε­ό­τυ­πα (ἐ­λα­φρῶς πα­ρω­δών­τας τα) μιᾶς πα­ρά­δο­σης καὶ ἑ­νὸς εἴ­δους. Μιὰ παρ­τί­δα σὲ ἕ­να μα­γα­ζί, στὴν ἐν­τρε­ρια­νὴ πε­διά­δα, ἀ­φη­γη­μέ­νη ἀ­πὸ ἕ­να γέ­ρο στρα­τι­ώ­τη τοῦ ἱπ­πι­κοῦ τοῦ Οὐρ­κί­σα (5), φί­λο τοῦ Ἰ­λά­ριο Ἀ­σκα­σούμ­πι (6). Ἡ δι­ή­γη­ση τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας θὰ ἦ­ταν μιὰ ἱ­στο­ρί­α φτι­αγ­μέ­νη μὲ τὸ θέ­μα τῆς δι­προ­σω­πί­ας καὶ τὴν συμ­πύ­κνω­ση τῆς ζω­ῆς ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που σὲ μιὰ μο­να­δι­κὴ σκη­νὴ ἢ πρά­ξη ποὺ κα­θο­ρί­ζει τὴ μοί­ρα του.

 

 

        X.

 

Ἡ θε­με­λι­ώ­δης πα­ραλ­λα­γὴ ποὺ εἰ­σή­γα­γε ὁ Μπόρ­χες στὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ δι­η­γή­μα­τος ἔγ­κει­ται στὴ συγ­κρό­τη­ση τοῦ θέ­μα­τος τοῦ δι­η­γή­μα­τος ἀ­πὸ τὴν κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νη κα­τα­σκευ­ὴ τῆς ἱ­στο­ρί­ας 2.

        Ὁ Μπόρ­χες ἀ­φη­γεῖ­ται τοὺς ἑ­λιγ­μοὺς κά­ποι­ου ποὺ κα­τα­σκευά­ζει δι­ε­στραμ­μέ­να μιὰ κρυ­φὴ πλο­κὴ μὲ τὰ ὑ­λι­κὰ μιᾶς ὁ­ρα­τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Στὸ «Ὁ θά­να­τος καὶ ἡ πυ­ξί­δα», ἡ ἱ­στο­ρί­α 2 εἶ­ναι μιὰ ἐ­πι­τή­δεια κα­τα­σκευ­ὴ τοῦ Σκάρ­λαχ. Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει μὲ τὸν Ἀ­σε­βέ­δο Μπαν­τέ­ι­ρα στὸ «Ὁ νε­κρός»· μὲ τὸ Νό­λαν στὸ «Θέ­μα τοῦ προ­δό­τη καὶ τοῦ ἥ­ρω­α»· μὲ τὴν Ἔμ­μα Σούνς (7).

        Ὁ Μπόρ­χες (ὅ­πως ὁ P­oe, ὅ­πως ὁ Κάφ­κα) ἤ­ξε­ρε νὰ με­τα­τρέ­πει σὲ ἀ­νέκ­δο­το τὰ ζη­τή­μα­τα τῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς φόρ­μας.

 

 

        XI.

 

Τὸ δι­η­γη­μα κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται γιὰ νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ τε­χνη­τὰ κά­τι ποὺ ἦ­ταν κρυμ­μέ­νο. Ἀ­να­πα­ρά­γει τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση, πάν­το­τε ἀ­να­νε­ω­μέ­νη, μιᾶς μο­να­δι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας ποὺ μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ δοῦ­με, κά­τω ἀ­πὸ τὴν σκο­τει­νὴ ἐ­πι­φά­νεια τῆς ζω­ῆς, μιὰ κρυ­φὴ ἀ­λή­θεια. «Τὸ στιγ­μια­ῖο ὅ­ρα­μα ποὺ μᾶς κά­νει νὰ ἀ­να­κα­λύ­πτου­με τὸ ἄ­γνω­στο, ὄ­χι σὲ μιὰ μα­κρι­νὴ t­e­r­ra i­n­c­o­g­n­i­ta, ἀλ­λὰ στὴν ἴ­δια τὴν καρ­διὰ τοῦ ἄ­με­σου», ἔ­λε­γε ὁ R­i­m­b­a­ud.

        Αὐ­τὴ ἡ κο­σμι­κὴ φω­τα­ψί­α ἔ­χει με­τα­τρα­πεῖ σὲ φόρ­μα τοῦ δι­η­γή­μα­τος.

 

************************** 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
 
(1). «T­e­s­is s­o­b­re el c­u­e­n­to», ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή, Σύν­το­μες φόρ­μες.
(2). «La m­u­e­r­te y la b­r­ú­j­u­la», ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή, Μυ­θο­πλα­σί­ες.
(3). «El S­ur», δι­ή­γη­μα τοῦ Μπόρ­χες ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή, Μυ­θο­πλα­σί­ες.
(4). «La f­o­r­ma de la e­s­p­a­da», δι­ή­γη­μα τοῦ Μπόρ­χες ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή, Μυ­θο­πλα­σί­ες.
(5). J­o­sé J­u­s­to de U­r­q­u­i­za y G­a­r­c­ía (Ἔν­τρε Ρί­ος, 1801-1870): Ἀρ­γεν­τι­νὸς στρα­τη­γὸς καὶ πο­λι­τι­κός. Δι­ε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος τῆς Ἀρ­γεν­τί­νι­κης Συ­νο­μο­σπον­δί­ας στὸ δι­ά­στη­μα 1854-1860.
(6). H­i­l­a­r­io A­s­c­a­s­u­bi (1807-1875): Ἀρ­γεν­τι­νός ποι­η­τής.
(7). «El m­u­e­r­to» (ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή, Τὸ Ἄ­λεφ), «T­e­ma d­el t­r­a­i­d­or y d­el h­é­r­oe» (ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή, Μυ­θο­πλα­σί­ες), «E­m­ma Z­u­nz» (ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή, Τὸ Ἄ­λεφ).

 

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γή Σύν­το­μες φόρ­μες [F­o­r­m­as b­r­e­v­es], Μπου­έ­νος Ἄι­ρες: T­e­m­as G­r­u­po E­d­i­t­o­r­i­al, 1999.

 

R­i­c­a­r­do P­i­g­l­ia (Ἀ­δρογ­κέ [A­d­r­o­g­ue], ἐ­παρ­χί­α τοῦ Μπου­έ­νος Ἅ­ι­ρες, 24 Νο­εμ­βρί­ου 1940). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος. Ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους Ἀρ­γεν­τι­νοὺς συγ­γρα­φεῖς τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Τὸ 1967 ἐ­ξέ­δω­σε τὴν πρώ­τη του συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των μὲ τίτ­λο, Ἡ εἰ­σβο­λή (La I­n­v­a­c­i­ón). Βλ. ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον, ἀρ. 47, Δε­κέμ­βριος 2009, σσ. 561-621.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἰ­σπα­νι­κά:

Ἑ­λέ­νη Κε­φά­λα ( Ἀ­θή­να, 1975). Με­γά­λω­σε στὸ χω­ριὸ Φρέ­να­ρος τῆς ἐ­παρ­χί­ας Ἀμ­μο­χώ­στου. Πτυ­χι­οῦ­χος τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Κύ­πρου. Εἶ­ναι Λέ­κτο­ρας Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κης Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ St A­n­d­r­e­ws στὴ Σκω­τί­α καὶ ἔ­χει δι­δά­ξει ἑλ­λη­νι­κὴ καὶ ἱ­σπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Πεν­συλ­βα­νί­ας (Φι­λα­δέλ­φεια). Δη­μο­σί­ευ­σε τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Μνή­μη καὶ Πα­ραλ­λα­γές (Πλα­νό­διον, 2007).

 

Φωτογραφία: Ricardo Piglia. Ἀπὸ τὸν Daniel Mordzinski.

 

Βλ. ἀκόμη ἐδῶ , Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 18-04-2010).