Διαμαντής Αξιώτης: Οι κάμπιες

 

 

Δι­α­μαν­τῆς Ἀ­ξι­ώ­της

 

Οἱ κάμ­πι­ες

 

ΟΛΙΣ ΓΥΡΙΣΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ἔ­σπρω­ξε, δι­α­κρι­τι­κά, στὸ χέ­ρι τῆς Γε­ωρ­για­νῆς δύ­ο χαρ­το­νο­μί­σμα­τα καὶ τὴν ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ἀ­πὸ τὰ κα­θή­κον­τά της. Δὲν θὰ τὴ χρει­α­ζό­ταν ἄλ­λο. Ἄλ­λω­στε τὰ παι­διὰ εἶ­χαν πέ­σει γιὰ ὕ­πνο πρὸ πολ­λοῦ. Γιὰ τὰ ὑ­πό­λοι­πα θὰ φρόν­τι­ζε ὁ ἴ­διος. Στὴν πόρ­τα τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὸν μι­κρὸ Νι­κό­λα, γιὰ τὴν Ἀν­νού­λα της· ὅ­λα κα­λά. Τὴν ἔ­σπρω­ξε ἁ­πα­λὰ καὶ γύ­ρι­σε ἀ­πὸ μέ­σα το κλει­δί.

       Ὅρ­μη­σε στὸ γρα­φεῖ­ο καὶ ἄ­νοι­ξε τὸ λε­ξι­κό: Κάμ­πια εἶ­ναι ἡ σκω­λη­κό­μορ­φη προ­νύμ­φη λε­πι­δό­πτε­ρων ἐν­τό­μων. Μὲ σει­ρὰ με­τα­μορ­φώ­σε­ων ἐ­ξε­λίσ­σε­ται σὲ χρυ­σα­λί­δα καὶ στὴ συ­νέ­χεια σὲ τέ­λει­ο ἄ­το­μο τοῦ εἴ­δους της. Ἔ­χει κυ­λιν­δρι­κὸ καὶ δα­κτυ­λι­ο­ει­δὲς σῶ­μα, πολ­λὰ κον­τὰ πό­δια καὶ προ­χω­ρεῖ μὲ κυ­μα­το­ει­δεῖς, προ­ω­θη­τι­κὲς κι­νή­σεις.

       Φαν­τά­στη­κε ἱ­πτά­με­να ὄν­τα τῆς Ἀ­πο­κά­λυ­ψης.

       Μὲ φτε­ρὰ με­ταλ­λι­κά, κο­φτε­ρὰ καὶ ἀ­πα­στρά­πτον­τα, πα­ρα­τε­ταγ­μέ­να στὸν ἀ­έ­ρα σὲ γραμ­μὲς ἐ­πι­κίν­δυ­νες. Στρα­τι­ὲς ἀ­πὸ ἄλ­λη ἐ­πι­κρά­τεια. Καὶ ὁ χαλ­κὸς γί­νε­ται σάλ­πιγ­γα, οἱ προ­νύμ­φες γί­νον­ται νύμ­φες καὶ οἱ νύμ­φες σκω­λη­κό­μορ­φες προ­νύμ­φες, κάμ­πι­ες.

       Ποι­ά συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μὴ γί­νε­ται αὐ­τὸ τὸ θαῦ­μα; ἀ­να­ρω­τή­θη­κε. Πό­τε συν­τε­λεῖ­ται ἡ με­τα­μόρ­φω­ση; Θά ‘θε­λε πο­λὺ νὰ δεῖ μιὰ κάμ­πια τὴν ὥ­ρα ποὺ με­τα­μορ­φώ­νε­ται καὶ γί­νε­ται λε­πι­δό­πτε­ρος νύμ­φη.

       Μπο­ρεῖ ὅ­ταν βγά­ζεις φτε­ρὰ νὰ ξε­χνᾶς ὅ­τι πρὶν ἤ­σουν ἕ­να σκου­λή­κι; ἀ­πό­ρη­σε. Ἴ­σως αὐ­τὴ ἡ ἐμ­μο­νή, ποὺ ἀ­να­δί­νει ἡ γραμ­μή τους, νὰ ὀ­φεί­λε­ται στὴ γνώ­ση καὶ τὴν προσ­δο­κί­α τοῦ πε­τάγ­μα­τος. Τί μοί­ρα κι αὐ­τή! Νὰ σέρ­νε­ται κα­νεὶς γιὰ νὰ πε­τά­ξει. Καὶ τὰ παι­διά του πά­λι νὰ σέρ­νον­ται γιὰ νὰ πε­τά­ξουν κι αὐ­τά.

       Μπῆ­κε στὸ δω­μά­τιο τῶν παι­δι­ῶν. Πέν­τε καὶ τρι­ῶν χρό­νων ἀν­τί­στοι­χα. Τὰ εἶ­δε ποὺ κοι­μόν­ταν στὰ κρε­βά­τια τους. Ἕ­νας κόμ­πος ἀ­νέ­βη­κε στὸ λαι­μό, νὰ τὸν πνί­ξει. Σκέ­πα­σε τὸν Βα­σί­λη μέ­χρι τὴν ὠ­μο­πλά­τη καὶ τοῦ χά­ι­δε­ψε τὰ μαλ­λιά. Τρά­βη­ξε τὴν ἄ­κρη τοῦ σεν­το­νιοῦ ἀ­πὸ τὸ στό­μα τῆς Εὐ­γε­νού­λας καὶ τὴ φί­λη­σε στὸ μά­γου­λο.

       Ἡ συ­νέ­χεια ἦ­ταν ὑ­πό­θε­ση δύ­ο πυ­ρο­βο­λι­σμῶν.

 

Ἡ Ἰ­ου­λί­α, εὐ­τυ­χῶς, ἀ­που­σί­α­ζε. Εἶ­χε πά­ει μὲ μιὰ φί­λη της στὸ Ἡ­ρώ­δει­ο. Τὸ θέ­α­τρο Νὸ πα­ρου­σί­α­ζε τὴ «Σού­τρα τῆς με­γά­λης σο­φί­ας». Ὅ­ταν γυ­ρί­σει θὰ δεῖ τὶς κάμ­πι­ες στοὺς τοί­χους καὶ στὸ τα­βά­νι καὶ θὰ κα­τα­λά­βει. Θὰ κα­τα­λά­βει ἀ­πὸ τὸ αἷ­μα. Θὰ τῆς ἐ­ξη­γή­σει, ἄλ­λω­στε, καὶ ὁ ἴ­διος. Θὰ τὴν κλεί­σει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ θὰ τῆς προ­τεί­νει νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ παι­διά. Πρώ­τη ἐ­κεί­νη.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση.

 

Δι­α­μαν­τῆς Ἀ­ξι­ώ­της (Κα­βά­λα, 1942). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα, ἀν­θο­λο­γί­α. Ζεῖ στὴν Κα­βά­λα. Ὑ­πεύ­θυ­νος ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν τῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Σκα­πτὴ Ὕ­λη καὶ Ὑ­πό­στε­γο. Δι­ε­τέ­λε­σε συ­νερ­γά­της τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ρα­δι­ο­φω­νί­ας. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἐ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἰ­χὼρ (ποι­ή­μα­τα, 1966). Ἄλ­λα ἔρ­γα του: Ὕ­πνος με­σημ­βρί­ας (ποί­η­ση, 1985), Τὸ μι­σό τῶν κεν­ταύ­ρων (δι­η­γή­μα­τα, 1990), Πλω­τὲς γυ­ναῖ­κες (μυ­θι­στό­ρη­μα, 2002), λά­θος λύ­κο (μυ­θι­στό­ρη­μα, 2010), Κα­βα­λι­ῶ­τες ποι­η­τὲς (ἀν­θο­λο­γί­α, 1983), Κα­βα­λι­ῶ­τες πε­ζο­γρά­φοι (ἀν­θο­λο­γί­α, 1985).