Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius): Ἀττικὲς Nύχτες – Γιὰ τὴν καλαίσθητη διακριτικότητα τοῦ Ἀριστοτέλη

 

 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius)

 

Ἀττικὲς Nύχτες

(Atticae Noctes)

 

Γιὰ τοὺς φι­λό­σο­φους ­ρι­στο­τέ­λη, Θε­ό­φρα­στο καὶ Με­νέ­δη­μο· καὶ γιὰ τὴν κα­λαί­σθη­τη δι­α­κρι­τι­κό­τη­τα τοῦ ­ρι­στο­τέ­λη κα­τὰ τὴν ­κλο­γὴ τοῦ δι­α­δό­χου του στὴ δι­εύ­θυν­ση τῆς Σχο­λῆς.

 

ΦΙ­ΛΟ­ΣΟ­ΦΟΣ Α­ΡΙ­ΣΤΟ­ΤΕ­ΛΗΣ, λί­γο πρὶν συμ­πλη­ρώ­σει τὰ ἑ­ξήν­τα δύ­ο του χρό­νια, εἶ­χε ἀ­στα­θῆ καὶ κα­τα­βε­βλη­μέ­νη ὑ­γεί­α ποὺ τοῦ ἔ­δι­νε ἐ­λά­χι­στες ἐλ­πί­δες ζω­ῆς. Σ’ αὐ­τὴ τὴ χρο­νι­κὴ στιγ­μὴ τὸν ἐ­πι­σκέ­φτη­καν ὅ­λοι οἱ μα­θη­τές του πα­ρα­κα­λών­τας καὶ ἐ­ξορ­κί­ζον­τάς τον νὰ ὁ­ρί­σει ὁ ἴ­διος τὸν δι­ά­δο­χο στὴ θέ­ση του καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α, τὸν ὁ­ποῖ­ο, με­τὰ τὴν ἐκ­δη­μί­α του, θὰ ἔ­πρε­πε ὅ­λοι νὰ ὑ­πα­κού­ουν ὅ­πως καὶ τὸν ἴ­διο, καὶ κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο νὰ συμ­πλη­ρώ­νουν καὶ τε­λει­ο­ποι­οῦν τὶς γνώ­σεις τους στοὺς ἐ­πι­στη­μο­νι­κοὺς κλά­δους ποὺ τοὺς εἶ­χε μυ­ή­σει.

       Στὴ Σχο­λὴ ὑ­πῆρ­χαν μὲν τό­τε πολ­λοὶ κα­λοὶ μα­θη­τές, ὅ­μως ξε­χώ­ρι­ζαν δύ­ο, ὁ Θε­ό­φρα­στος καὶ ὁ Με­νέ­δη­μος. Ὑ­πε­ρεῖ­χαν ὅ­λων τῶν ἄλ­λων σὲ πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη καὶ ἐ­πι­στη­μο­σύ­νη· ὁ πρῶ­τος κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν νῆ­σο Λέ­σβο, ὁ Με­νέ­δη­μος πά­λι ἀ­πὸ τὴν Ρό­δο. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θὰ κά­νει ὅ,τι τοῦ ζη­τοῦν, μό­λις τοῦ δο­θεῖ ἡ κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α.

       Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν βρέ­θη­καν ἐκ νέ­ου μα­ζὶ αὐ­τοὶ ποὺ εἶ­χαν πα­ρα­κα­λέ­σει γιὰ τὸν δι­ά­δο­χο στὴν δι­δα­σκα­λί­α, ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε ὅ­τι τὸ κρα­σὶ ποὺ πί­νει, δὲν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λο γιὰ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς ὑ­γεί­ας του, ἀλ­λὰ βλα­βε­ρὸ καὶ στυ­φό, καὶ γι’ αὐ­τὸ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κοι­τά­ξουν γιὰ ἕ­να ξέ­νο κρα­σί, κά­τι ἢ ἀ­πὸ τὴν Ρό­δο ἢ ἀ­πὸ τὴν Λέ­σβο. Τοὺς πα­ρα­κά­λε­σε νὰ φρον­τί­σουν γιὰ τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ποι­κι­λί­ες καὶ τοὺς εἶ­πε ὅ­τι θὰ ἔ­πι­νε ἐ­κεῖ­νο ποὺ θὰ τὸν ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πο­χω­ροῦν, ἀρ­χί­ζουν τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση, βρί­σκουν τὸ ζη­τού­με­νο, τὸ προ­σκο­μί­ζουν. Τό­τε ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ζη­τᾶ τὸ ρο­δί­τι­κο, τὸ δο­κι­μά­ζει καὶ λέ­ει: «Πραγ­μα­τι­κά, δυ­να­τὸ καὶ εὐ­χά­ρι­στο κρα­σί». Ἀ­μέ­σως ζη­τᾶ τὸ λε­σβια­κό. Μό­λις τὸ δο­κι­μά­ζει, ἀ­πο­φαί­νε­ται: «Καὶ τὰ δύ­ο, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ κρα­σιά, ἀλ­λὰ ἡ­δί­ων ὁ Λέσ­βι­ος [οἶ­νος]­». Ὅ­ταν τὸ εἶ­πε αὐ­τό, οὐ­δεὶς πλέ­ον ἀμ­φέ­βαλ­λε ὅ­τι μὲ τρό­πο εὔ­χα­ριν καὶ ταυ­το­χρό­νως δι­α­κρι­τι­κὸ εἶ­χε ἐ­πι­λέ­ξει μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὄ­χι τὴν ποι­κι­λί­α τοῦ κρα­σιοῦ ἀλ­λὰ τὸν δι­ά­δο­χό του. Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Θε­ό­φρα­στος ἀ­πὸ τὴν Λέ­σβο, ἀ­νὴρ ἐξ ἴ­σου ἀ­γα­πη­τὸς στὴν δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὴν ζω­ή. Καὶ ὅ­ταν, λί­γο με­τὰ ἀ­π’ αὐ­τό, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἀ­να­χώ­ρη­σε, συμ­φώ­νη­σαν ὅ­λοι στὸ πρό­σω­πο τοῦ Θε­ό­φρα­στου.

  

 

Πηγή: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E Typo­gra­pheo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. (Βι­βλί­ο XIIΙ, Κεφ. 5)

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius) (περ. 125-με­τὰ τὸ 180). Λα­τί­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου ποὺ σπού­δα­σε στὴν Ἀ­θή­να. Βλ. ἐ­δῶ: Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ, «A­u­l­us G­e­l­l­i­us – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).

 

Εἰκό­να: Ἀριστοτέλης, Θεόφραστος καὶ Στράτων ὁ Λαμψακηνός. Ἔργο τοῦ Eduard Lebiedzki σὲ σχέδια τοῦ Carl Rahf. Ἀπόσπασμα τοιχογραφίας στὰ Προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀ­θηνῶν. 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius): Ἀττικὲς Nύχτες – Τί παρήγγειλαν οἱ Ρόδιοι στὸν Δημήτριο

 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius)

 

Ἀττικὲς Nύχτες

(Atticae Noctes)

 

Τί πα­ρήγ­γει­λαν οἱ Ρό­διοι στὸν Δη­μή­τριο, τὸν στρα­τη­γὸ τῶν ­χθρῶν, ­ταν ­πει­λή­θη­κε ­παὐ­τὸν ­κεῖ­νος πε­ρί­φη­μος πί­να­κας τοῦ ­ά­λυ­σου.

 

Ο ΠΑΛΑΙΟΘΕΝ πε­ρί­φη­μο νη­σὶ τῆς Ρό­δου μα­ζὶ μὲ τὴν λαμ­πρή, ὡ­ραί­α πρω­τεύ­ου­σά του δο­κι­μά­στη­κε καὶ πο­λι­ορ­κή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Δη­μή­τριο, ἕ­ναν ὀ­νο­μα­στὸ στὴν ἐ­πο­χή του στρα­τη­γό, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ πρα­κτι­κὴ καὶ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά του νὰ με­τα­χει­ρί­ζε­ται τὶς ἀ­νε­πτυγ­μέ­νες γιὰ ἐ­πέμ­βα­ση ἐ­ναν­τί­ον ὀ­χυ­ρω­μέ­νων πό­λε­ων πο­λι­ορ­κη­τι­κὲς μη­χα­νές, τοῦ προ­σέ­δω­σαν τὴν προ­σω­νυ­μί­α Πο­λι­ορ­κη­τής.

       Κα­τὰ τὴν διά­ρκεια ἐ­κεί­νης τῆς πο­λι­ορ­κί­ας, λοι­πόν, ἄρ­χι­σε προ­ε­τοι­μα­σί­ες γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση ἐ­ναν­τί­ον ἑ­νὸς ἐ­κτὸς τοῦ τεί­χους τῆς πό­λε­ως, ἐ­λά­χι­στα προ­στα­τευ­μέ­νου δη­μό­σιου κτη­ρί­ου, μὲ στό­χο νὰ τὸ κα­τα­στρέ­ψει καὶ πυρ­πο­λή­σει.

       Στὸ κτή­ριο αὐ­τὸ βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ­νος ὁ ξα­κου­στὸς ζω­γρα­φι­κὸς πί­να­κας μὲ τὴν προ­σω­πο­γρα­φί­α τοῦ ἡ­γε­μό­να Ἰ­ά­λυ­σου διὰ χει­ρὸς τοῦ φη­μι­σμέ­νου Πρω­το­γέ­νους, γιὰ τοῦ ὁ­ποί­ου πί­να­κα τὴν ὀ­μορ­φιὰ καὶ ὑ­ψη­λὴ ἀ­ξί­α ἐ­κεῖ­νος μέ­σα στὸ μί­σος του φθο­νοῦ­σε τοὺς Ρο­δί­ους. Οἱ Ρό­διοι στέλ­νουν στὸν Δη­μή­τριο δι­α­πραγ­μα­τευ­τὲς ποὺ τοῦ με­τα­φέ­ρουν αὐ­τὰ τὰ λό­για: «Ποι­ό στ’ ἀ­νά­θε­μα λό­γο ἔ­χεις, νὰ θέ­λεις πυρ­πο­λών­τας, ξε­θε­με­λι­ώ­νον­τας ἐ­κεῖ­νο τὸ σπί­τι, πραγ­μα­τι­κὰ νὰ κα­τα­στρέ­ψεις αὐ­τὸν τὸν πί­να­κα; Ἐ­πει­δή, ἂν κα­τα­βά­λεις τὴν ἀν­τί­στα­ση ὅ­λων μας καὶ κυ­ρι­εύ­σεις τὴν πό­λη μας ὁ­λό­κλη­ρη, τό­τε μα­ζὶ μὲ τὴ νί­κη πέ­φτει στὰ χέ­ρια σου κι αὐ­τὸς ὁ πί­να­κας, καὶ μά­λι­στα σῶ­ος καὶ ἀ­βλα­βή­ς· ἂν ὅ­μως δὲν κα­τορ­θώ­σεις νὰ μᾶς κυ­ρι­εύ­σεις, τό­τε σκέ­ψου, σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με, τί ντρο­πὴ γιὰ σέ­να ποὺ δὲν κα­τόρ­θω­σες μὲ πό­λε­μο νὰ κα­τα­βά­λεις <τοὺς ἐν ζω­ῇ> Ρο­δί­ους, νὰ δι­ε­ξά­γεις τὸν πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ νε­κροῦ Πρω­το­γέ­νους.»

       Μό­λις τὸ ἄ­κου­σε αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὸ στό­μα τῶν ἀ­πε­σταλ­μέ­νων, <ὁ Δη­μή­τριος> ἔ­λυ­σε τὴν πο­λι­ορ­κί­α καὶ κα­τέ­λι­πε πί­να­κα καὶ πό­λη <σώ­ους καὶ ἀ­βλα­βεῖς>.

  

 

Πηγή: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E Ty­po­gra­pheo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. (Βι­βλί­ο XV, Κεφ. 31)

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius) (περ. 125-με­τὰ τὸ 180). Λα­τί­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου ποὺ σπού­δα­σε στὴν Ἀ­θή­να. Βλ. ἐ­δῶ: Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ, «A­u­l­us G­e­l­l­i­us – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius): Ἀττικὲς Νύχτες – Τί σκέφτηκε καὶ πῶς ἐκφράστηκε ὁ Μ. Κάτων γιὰ τὸν Ἀλμπῖνο

 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius)

 

Ἀττικὲς Nύχτες

(Atticae Noctes)

 

Τί σκέ­φτη­κε καὶ πῶς ἐκ­φρά­στη­κε Μ. Κά­των γιὰ τὸν Ἀλ­μπῖ­νο, τὸν Ρω­μαῖ­ο, ­ποῖ­ος συ­νέ­γρα­ψε Ρω­μα­ϊ­κὴ ­στο­ρί­α στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, ­μως πα­ρα­κά­λε­σε ἐκ προ­οι­μί­ου νὰ κρι­θεῖ μὲ ­πι­εί­κεια γιὰ τὴν ἐλ­λι­πῆ γνώ­ση τῆς γλώσ­σας.

 

Ε ΤΡΟΠΟ ΕΥΣΤΟΧΟ καὶ ἀρ­κούν­τως ἀ­στεῖ­ο λέ­γε­ται ὅ­τι ὁ Μ. Κά­των ἐ­πέ­πλη­ξε τὸν Ἀλ­μπῖ­νο. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος, δι­α­τε­λέ­σας ὕ­πα­τος μα­ζὶ μὲ τὸν Λ. Λού­κουλ­λο, συ­νέ­γρα­ψε ρω­μα­ϊ­κὲς ἱ­στο­ρί­ες στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα. Στὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα τῆς ­στο­ρί­ας του βρί­σκου­με τὴν ἀ­κό­λου­θη, κα­τὰ προ­σέγ­γι­ση νο­ή­μα­τος, πα­ρα­τή­ρη­ση: Κα­νεὶς νὰ μὴν θυ­μώ­σει μα­ζί του, ἐ­ὰν στὰ βι­βλί­α αὐ­τὰ φα­νεῖ ὅ­τι κά­τι ἔ­χει δι­ε­ρευ­νη­θεῖ ἀ­νε­παρ­κῶς καὶ γρα­φτεῖ μὲ τρό­πο ἄ­κομ­ψο˙ «ἐ­πει­δὴ ἐ­γώ», ἔ­γρα­ψε, «εἶ­μαι Ρω­μαῖ­ος, γεν­νη­μέ­νος στὸ Λά­τιο, ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ λα­λιὰ [G­r­a­e­ca o­r­a­t­io] σὲ μᾶς εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ξέ­νη», καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ζή­τη­σε κα­τα­νό­η­ση καὶ ἐ­πι­εί­κεια στὶς πε­ρι­πτώ­σεις ἀρ­νη­τι­κῶν κρί­σε­ων, ἐ­ὰν κά­τι εἶ­χε ἐν­νο­η­θεῖ ἐ­σφαλ­μέ­νως.

       Μό­λις τὸ δι­ά­βα­σε ὁ M. Κά­των, εἶ­πε: «Ἄ­ου­λε, εἶ­σαι πράγ­μα­τι μέ­γας κε­νο­λό­γος, ἐ­ὰν γιὰ τὰ λά­θη σου προ­τι­μᾶς νὰ ζη­τᾶς συγ­γνώ­μη πα­ρὰ νὰ τὰ ἀ­πο­φεύ­γεις. Για­τὶ κα­νο­νι­κὰ φρον­τί­ζου­με νὰ ζη­τοῦ­με ἐ­πι­εί­κεια, ὅ­ταν ἐν ἀ­γνοί­ᾳ μας ἔ­χου­με πλα­νη­θεῖ ἢ κά­τω ἀ­πὸ πί­ε­ση ὑ­πο­πέ­σει σὲ σφάλ­μα. Τώ­ρα», εἶ­πε, «ποι­ός, πα­ρα­κα­λῶ, σ’ ἔ­χει πα­ρα­σύ­ρει, ὥ­στε νὰ κά­νεις κά­τι, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο χρει­α­ζό­ταν ἐκ προ­οι­μί­ου νὰ ζη­τή­σεις συγ­γνώ­μη;».

       Τὸ πα­ρά­θε­μα αὐ­τὸ βρί­σκε­ται στὸ βι­βλί­ο ΧΙ­Ι­Ι τοῦ Κορ­νη­λί­ου Νέ­πω­τος Πε­ρὶ Ἐν­δό­ξων Ἀν­δρῶν [De I­n­l­u­s­t­r­i­b­us V­i­r­is].

  

 

Πηγή: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E Ty­po­gra­pheo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. [Βι­βλί­ο XΙ, Κεφ. 8]

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius) (περ. 125-με­τὰ τὸ 180). Λα­τί­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου ποὺ σπού­δα­σε στὴν Ἀ­θή­να. Βλ. ἐ­δῶ: Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ, «A­u­l­us G­e­l­l­i­us – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).

 

Εἰκό­να: Πορτραῖτο ποὺ ὑπο­τί­θε­ται ὅτι ἀπει­κο­νί­ζει τὸν Aulus Postumius Albinus. 1ος αἰ. π.Χ.

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius): Ἀττικὲς Nύχτες – Γιὰ τὸν χωρὶς προηγούμενο τρόπο θανάτου τοῦ Μίλωνος ἀπὸ τὸν Κρότωνα

 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius)

 

Ἀττικὲς Nύχτες

(Atticae Noctes)

 

Γιὰ τὸν χω­ρὶς προ­η­γού­με­νο τρό­πο θα­νά­του τοῦ Μί­λω­νος ἀ­πὸ τὸν Κρό­τω­να.

 

ΜΙ­ΛΩΝ Ο ΚΡΟ­ΤΩ­ΝΙΑ­ΤΗΣ, ξα­κου­στὸς ἀ­θλη­τής, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον ἀ­να­φέ­ρε­ται στὰ χρο­νι­κὰ ὅ­τι στε­φα­νώ­θη­κε νι­κη­τὴς γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ἑ­ξη­κο­στὴ δεύ­τε­ρη Ὀ­λυμ­πιά­δα, ἀ­πε­βί­ω­σε μὲ τρό­πο ἀ­ξι­ο­θρή­νη­το καὶ πα­ρά­δο­ξο. Με­γά­λος σὲ ἡ­λι­κί­α, εἶ­χε ἤ­δη πα­ραι­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­θλη­τι­κὴ δό­ξα, ὅ­ταν ξε­κί­νη­σε μό­νος μιὰ ὁ­δοι­πο­ρί­α στὶς δα­σώ­δεις πε­ρι­ο­χὲς τῆς Ἰ­τα­λί­ας, κι ὅ­που τὸ βλέμ­μα του ἔ­πε­σε σὲ μιὰ βε­λα­νι­διὰ στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ κορ­μὸς στὴ μέ­ση εἶ­χε ἀ­νοί­ξει. Τό­τε θέ­λον­τας, πι­στεύ­ω, νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ στὸν ἑ­αυ­τό του ὅ­τι δι­α­τη­ρεῖ ἀ­κό­μη τὸ σφρῖ­γος καὶ τὴν δύ­να­μή του, στρί­μω­ξε τὰ χέ­ρια του στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τοῦ δέν­δρου καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ πι­έ­σει τὴν βε­λα­νι­διὰ καὶ νὰ τὴν σπά­σει στὰ δυ­ό. Πράγ­μα­τι, λοι­πόν, κα­τόρ­θω­σε μὲ βί­αι­η δύ­να­μη νὰ χω­ρί­σει καὶ νὰ σχί­σει τὸν κορ­μὸ μέ­χρι τὴ μέ­ση· ὅ­ταν ἔ­χον­τας σχε­δὸν ἐ­πι­τύ­χει τὸν στό­χο του χα­λά­ρω­σε λί­γο τὶς λα­βές, ἡ χω­ρι­σμέ­νη σὲ δυ­ὸ τμή­μα­τα βε­λα­νι­διὰ ἐ­πα­νῆλ­θε ὁρ­μη­τι­κά, τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ δυ­νά­μεις του τὸν ἐγ­κα­τέ­λει­παν, ἑ­νώ­θη­κε ἐκ νέ­ου γε­ρὰ καὶ αἰχ­μα­λώ­τι­σε τὰ χέ­ρια του στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό της προ­σφέ­ρον­τας τὸν ἄν­δρα βο­ρὰ στὰ ἄ­γρια ζῶ­α.

  

 

Πηγή: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E Ty­po­gra­ph­eo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. (Βι­βλί­ο XV, Κεφ. 16)

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius) (περ. 125-με­τὰ τὸ 180). Λα­τί­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου ποὺ σπού­δα­σε στὴν Ἀ­θή­να. Βλ. ἐ­δῶ: Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ, «A­u­l­us G­e­l­l­i­us – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).

 

Εἰκό­να: Ὁ θά­να­τος τοῦ Μί­λω­νος τοῦ Κρο­τω­νιά­του. Γλυ­πτὸ τοῦ Pierre Puget, 1682.

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius): Ἀττικὲς Nύχτες – Ἱστορία γιὰ τὴν ἑταίρα Λαΐδα καὶ τὸν ρήτορα Δημοσθένη

 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius)

 

Ἀττικὲς Nύχτες

(Atticae Noctes)

 

­στο­ρί­α γιὰ τὴν ­ταί­ρα Λα­­δα καὶ τὸν ρή­το­ρα Δη­μο­σθέ­νη, ­πως βρί­σκε­ται στὰ ἔρ­γα τοῦ φι­λό­σο­φου Σω­τί­ω­νος.

 

ΣΩΤΙΩΝ, φι­λό­σο­φος ἐκ τῶν Πε­ρι­πα­τη­τι­κῶν, δὲν ἦ­ταν ἀ­σφα­λῶς κά­ποι­ος ἀ­νώ­νυ­μος. Ἔ­γρα­ψε ἕ­να βι­βλί­ο μὲ πολ­λές, ποι­κί­λων μορ­φῶν, ἱ­στο­ρί­ες, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­δω­σε τὸν τί­τλο Κέ­ρας Ἀ­μαλ­θεί­ας. Ἡ ἔκ­φρα­ση αὐ­τὴ δη­λώ­νει σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς τὸ ‘κέ­ρας τῆς Ἀ­φθο­νί­α­ς’.

       Ἐ­κεῖ δι­α­βά­ζου­με τὰ ἀ­κό­λου­θα σχε­τι­κὰ μὲ τὸν ρή­το­ρα Δη­μο­σθέ­νη καὶ τὴν ἑ­ταί­ρα Λα­ΐ­δα: «Ἡ Λαΐς,» γρά­φει, «ἡ Κο­ριν­θί­α, κέρ­δι­ζε με­γά­λα χρη­μα­τι­κὰ πο­σὰ ἐκ­με­ταλ­λευ­ό­με­νη τὴν χά­ρη καὶ τὴν γο­η­τεί­α της, καὶ δε­χό­ταν συ­χνὰ ἐ­πι­σκέ­ψεις πλου­σί­ων ἀν­δρῶν ἀ­π’ ὅ­λη τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­πι­κρά­τεια· οὐ­δεὶς ὅ­μως γι­νό­ταν δε­κτός, ἂν δὲν κα­τέ­βαλ­λε τὸ ἀ­παι­τού­με­νον τί­μη­μα, καὶ οἱ ἀ­παι­τή­σεις της ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ὑ­ψη­λές». Γρά­φει ἀ­κό­μη ὅ­τι ἔ­τσι γεν­νή­θη­κε ἡ συ­χνὰ ἀ­παν­τώ­με­νη πα­ρὰ τοῖς Ἕλ­λη­σιν πα­ροι­μι­ώ­δης ἔκ­φρα­ση:

Οὐ παν­τὸς ἀν­δρὸς ἐς Κό­ριν­θον ­σθ πλοῦς,

ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ γιὰ ὅ­ποι­ον ἀ­δυ­να­τοῦ­σε ν’ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στὸ ὕ­ψος τῆς τι­μῆς της, ἡ ὁ­δὸς γιὰ τὴν Κό­ριν­θο καὶ πρὸς ἐ­πί­σκε­ψη τῆς Λα­ΐ­δος ἀ­πέ­βαι­νε μα­ταί­α. «Ὁ γνω­στὸς Δη­μο­σθέ­νης τὴν πλη­σί­α­σε κρυ­φὰ καὶ τὴν πα­ρα­κά­λε­σε νὰ δε­χθεῖ τὸν τα­πει­νὸ ὀ­βο­λό του. Ὅ­μως ἡ Λα­ῒς ἀ­παί­τη­σε μυ­ρί­ας δραχ­μάς»πο­σὸ ἰ­σο­δύ­να­μο στὸ δι­κό μας νό­μι­σμα πρὸς δέ­κα χι­λιά­δες δη­νά­ρια. «Κε­ραυ­νό­πλη­κτος καὶ ἄ­ναυ­δος ὁ Δη­μο­σθέ­νης ἀ­πὸ τὴν ἰ­τα­μό­τη­τα τῆς γυ­ναί­κας καὶ τὸ ὕ­ψος τοῦ πο­σοῦ, ἀ­να­κρού­ει πρύ­μναν καὶ κα­θ’ ὁ­δὸν μο­νο­λο­γεῖ ‘Δὲν πλη­ρώ­νω τό­σα, γιὰ νὰ τὸ με­τα­νι­ώ­σω’.» Ἑλ­λη­νι­στί, αὐ­τὸ ποὺ φέ­ρε­ται νὰ εἶ­πε, ἠ­χεῖ ἀ­κό­μη πιὸ χα­ρι­τω­μέ­νο: οὐκ ὠ­νοῦ­μαι μυ­ρί­ων δραχ­μῶν με­τα­μέ­λειαν.

  

 

Πηγή: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E Ty­po­gra­pheo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. [Βι­βλί­ο Ι, Κεφ. 8]

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius) (περ. 125-με­τὰ τὸ 180). Λα­τί­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου ποὺ σπού­δα­σε στὴν Ἀ­θή­να. Βλ. ἐ­δῶ: Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ, «A­u­l­us G­e­l­l­i­us – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).

 

Εἰκόνα: Λαῒς ἡ Κορινθία. Ἔργο τοῦ Hans Holbein τοῦ νεώτερου.

 

Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ: Aulus Gellius – Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του

 

 

Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ

 

Aulus Gellius – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του

 

Α­ΤΙ­ΝΟΣ ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕ­ΑΣ τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. Γό­νος τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς ἐ­πο­χῆς (γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στὸ 125) τοῦ Ἁ­δρια­νοῦ (H­a­d­r­i­an) καὶ τοῦ Μάρ­κου Αὐ­ρη­λί­ου (M­ar­cus Au­re­li­us), τῶν δύ­ο μη­τρο­πο­λι­τι­κῶν κέν­τρων, τῆς Ρώ­μης καὶ τῆς Ἀ­θή­νας, τῶν δύ­ο γλωσ­σῶν ποὺ ἁ­μιλ­λῶν­ται πλέ­ον γιὰ τὴν εἰ­κό­να τῆς λο­γο­τε­χνί­ας μὲ ὅ­πλο τὸ κλη­ρο­νο­μη­μέ­νο πνεῦ­μα τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ, τὴν ἐ­ξα­σθέ­νι­ση τοῦ τρα­γι­κοῦ λό­γου καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ ρη­το­ρεί­α. Τὸ ἔρ­γο του N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae (Ἀτ­τι­κὲς Νύ­χτες, 180 μ.Χ.­;­), ἀ­πο­κλει­στι­κὴ σχε­δὸν πη­γὴ τοῦ βί­ου του, δι­α­λέ­γε­ται μὲ τὶς νε­ω­τε­ρι­κὲς συγ­γρα­φι­κὲς τά­σεις τοῦ αἰ­ώ­να του, τὴν μνή­μη μιᾶς ἄλ­λης χρυ­σῆς ἐ­πο­χῆς, συ­χνὰ ὑ­πο­νο­μευ­μέ­νης ἀ­πὸ τὴν καλ­πά­ζου­σα στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη ἑλ­λη­νι­στι­κὴ πα­ρακ­μή.

       Διὰ βί­ου μα­θη­τεί­α στὴν γρα­φὴ καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση. Δά­σκα­λοί του ὁ S­u­l­p­i­c­i­us A­p­o­l­l­i­n­a­r­is (Γραμ­μα­τι­κή), ὁ A­n­t­o­n­i­us J­u­l­i­a­n­us καὶ ὁ T­i­t­us C­a­s­t­r­i­c­i­us (Ρη­το­ρι­κή), ὁ φη­μι­σμέ­νος ὅ­σο καὶ ἀμ­φι­λε­γό­με­νος στὴν ἐ­πο­χή του σο­φι­στὴς F­a­v­o­r­i­n­us ἀ­πὸ τὸ A­r­e­l­a­te (γενν. γύ­ρω στὰ 80-90 μ.Χ.­). Κον­τά τους ἔ­μα­θε νὰ ἀ­να­ζη­τεῖ τὴν ποι­η­τι­κὴ ἀ­πο­τύ­πω­ση ἢ ἐκ­δο­χὴ τῆς ἱ­στο­ρί­ας· νὰ το­πο­θε­τεῖ τὸ πε­ρι­στα­σια­κὸ καὶ ἀ­νά­λα­φρο μι­κρο­συμ­βὰν στὸν ἀν­τί­πο­δα τῆς βα­ριᾶς κλη­ρο­νο­μιᾶς.

       Στὴν Ἀ­θή­να, κα­τό­πιν, νε­α­ρὸς ἄν­δρας 30-35 ἐ­τῶν, μα­θη­τεύ­ει κον­τὰ στὸν φι­λό­σο­φο Ταῦ­ρο (C­a­l­v­i­s­i­us T­a­u­r­us), τὸν ἐ­πι­κε­φα­λῆς στὴν Πλα­τω­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α. Συ­χνά­ζει στὴν αὐ­λὴ τοῦ μαι­κή­να καὶ ἀ­να­μορ­φω­τῆ τῆς πό­λης Ἡ­ρώ­δου Ἀτ­τι­κοῦ. Με­τὰ ἀ­πὸ ὀ­λι­γό­χρο­νη πα­ρα­μο­νὴ ἐ­πι­στρέ­φει στὴ Ρώ­μη, ὅ­που ὁ­ρί­ζε­ται δι­κα­στὴς τῆς j­u­d­i­c­i­ae p­r­i­v­a­t­ae.

 

N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae. ­πο­χή τους.

 

Πλά­ι στὸ ρη­το­ρι­κὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἑλ­λη­νορ­ρω­μα­ϊ­κοῦ κό­σμου ὁ Gel­li­us ζεῖ τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση τῆς ὕ­στε­ρης ἀρ­χαι­ό­τη­τας, ποὺ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται καὶ στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Ὁ αἰ­ώ­νας του ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μὲ τὸν Ρω­μαῖ­ο ἱ­στο­ρι­κὸ Τά­κι­το (T­a­c­i­t­us), τὸν Ἕλ­λη­να φι­λό­σο­φο καὶ συγ­γρα­φέ­α Πλού­ταρ­χο. Ση­μαν­τι­κὰ ἀ­κό­μη ὀ­νό­μα­τα ὁ ἰα­τρὸς Γα­λη­νός, ὁ γε­ω­γρά­φος καὶ ἀ­στρο­νό­μος Πτο­λε­μαῖ­ος, οἱ ρή­το­ρες τῆς δεύ­τε­ρης Σο­φι­στι­κῆς F­r­o­n­to καὶ Fa­vo­ri­nus. Στὴν στρο­φὴ τοῦ αἰ­ώ­να οἱ συγ­γρα­φεῖς Αἰ­λια­νὸς καὶ Ἀ­θή­ναι­ος, οἱ λε­γό­με­νοι c­o­l­l­e­c­t­a­n­ei s­c­r­i­p­t­o­r­es, οἱ Ποι­κι­λο­γρά­φοι, οἱ συγ­γρα­φεῖς τῆς πο­λυ­χρω­μί­ας, τῶν θε­μα­τι­κῶν ἀ­να­μί­ξε­ων (d­i­s­p­a­r­i­l­i­t­as καὶ m­i­s­c­e­l­l­us), καὶ οἱ πρῶ­τοι χρι­στια­νοὶ συγ­γρα­φεῖς μὲ τὴν συ­νεί­δη­ση ἑ­νὸς οἰ­κου­με­νι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ: ὁ Κλή­μης ὁ Ἀ­λε­ξαν­δρεὺς καὶ ὁ Τερ­τυλ­λια­νός (T­e­r­t­u­l­l­i­an). Σύγ­χρο­νοι τοῦ G­e­l­l­i­us ὁ Λου­κια­νὸς (L­u­c­i­an) καὶ ὁ Ἀ­που­λή­ιος (A­p­u­l­e­i­us), εἰ­ση­γη­τὲς τῆς σύν­το­μης ἀ­φή­γη­σης, τοῦ εὐ­τρά­πε­λου καὶ στο­χα­στι­κοῦ, πα­ρόν­τες μὲ τρό­πο σα­φῆ στὴν ἰ­δα­νι­κὴ βι­βλι­ο­θή­κη του.

       Μὲ ἀ­σφα­λῆ τρό­πο τὸ ἔρ­γο το­πο­θε­τεῖ­ται λί­γο με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Ἡ­ρώ­δη Ἀτ­τι­κοῦ καὶ τὸ τέ­λος τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Μάρ­κου Αὐ­ρη­λί­ου (180 μ.Χ). Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να ὁ G­e­l­l­i­us ἔ­χει μα­ζί του τὶς Ση­μει­ώ­σεις ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δό­σεις ποὺ πα­ρα­κο­λού­θη­σε· τὶς ὀ­νο­μά­ζει a­n­n­o­t­a­t­i­o­n­es καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ πρό­πλα­σμα τοῦ ἔρ­γου του. Ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται καὶ δι­ευ­ρύ­νει τὸ ὑ­λι­κὸ μὲ πρό­θε­ση νὰ τὸ ἀν­τι­γρά­ψει σὲ μορ­φὴ βι­βλί­ου. Τι­τλο­φο­ρεῖ τὴν νέ­α μορ­φὴ c­o­m­m­e­n­t­a­r­ii(1). Στὴν ἐκ­δο­τι­κή τους μορ­φὴ οἱ Ση­μει­ώ­σεις ποὺ ἔ­χουν ἁ­πλω­θεῖ σὲ 20 βι­βλί­α, παίρ­νουν τὸν ὁ­ρι­στι­κὸ τί­τλο Ἀτ­τι­κὲς νύ­χτες: ἀ­τμό­σφαι­ρα σπου­δα­στη­ρί­ου καὶ σο­φι­στι­κῆς κρί­σης.

 

Οἱ πη­γὲς καὶ τὰ πρό­τυ­πα τοῦ ἔρ­γου

 

Στὸν Πρό­λο­γο (p­r­a­e­f­a­t­io) τοῦ ἔρ­γου ὁ G­e­l­l­i­us σπεύ­δει νὰ δη­λώ­σει ὅ­τι ὁ στό­χος τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι ‘δι­δα­κτι­κό­ς’. Πρό­τυ­πα σ’ αὐ­τὴ τὴν στό­χευ­ση, πλά­ι στὸ D­i­s­c­i­p­l­i­n­ae τοῦ V­a­r­ro, εἶ­ναι οἱ E­p­i­s­t­u­l­ae m­o­r­a­l­es τοῦ Σε­νέ­κα (S­e­n­e­ca) καὶ ἡ N­a­t­u­r­a­l­is H­i­s­t­o­r­ia τοῦ Πλί­νιου (P­l­i­n­i­us). Γέν­νη­μα τῆς δεύ­τε­ρης Σο­φι­στι­κῆς (V­a­r­ro, F­a­v­o­r­i­n­us), δη­λα­δὴ τῆς σύγ­κρου­σης τῆς ρη­το­ρι­κῆς μὲ τὴν φι­λο­σο­φί­α, τῆς ἄρ­νη­σης ἐ­κεί­νης τῆς σο­φι­στι­κῆς σύλ­λη­ψης ποὺ ἤ­θε­λε τὸν ἄν­θρω­πο «μέ­τρον πάν­των χρη­μά­των». Στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ἡ ρη­το­ρι­κὴ τώ­ρα ἐ­κλα­ϊ­κεύ­ει καὶ ἰ­δι­ο­ποι­εῖ­ται τὴν φι­λο­σο­φί­α, ὅ­πως συμ­βαί­νει μὲ τὸν κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν δά­σκα­λο τοῦ G­e­l­l­i­us, τὸν F­a­v­o­r­i­n­us, τὸν ἀ­ξε­χώ­ρι­στο ρή­το­ρα καὶ φι­λό­σο­φο μα­ζί. Τὸ ἔρ­γο Ἀτ­τι­κὲς Νύ­χτες, ὡς χῶ­ρος δε­ξί­ω­σης αὐ­τῆς τῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης, κλί­νει ἀ­να­πό­φευ­κτα πρὸς τὸ τυ­πι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος τῆς ἐ­πο­χῆς, τὴν «ποι­κί­λη γρα­φή» (p­o­i­k­i­l­ia) ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κουν οἱ c­o­l­l­e­c­t­a­n­ei s­c­r­i­p­t­o­r­es(2), τὴν κα­τα­γρα­φὴ τοῦ ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­του καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἀ­π’ ὅ­λες τὶς πε­ρι­ο­χὲς τῆς ζω­ῆς σὲ κα­τάλ­λη­λη, εὔ­κο­λα ἀ­να­γνώ­σι­μη μορ­φή. Γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη τοῦ 2ου αἰ­ώ­να αὐ­τὸ ση­μαί­νει σύν­το­μη καὶ μὲ σα­φῆ τρό­πο δο­μη­μέ­νη ἀ­φή­γη­ση: γε­νέ­θλιοι ὅ­ροι τοῦ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος. Οἱ συγ­γρα­φεῖς αὐ­τῆς τῆς τά­σης ἔ­χουν ἕ­να ἐ­πι­πρό­σθε­το κα­θῆ­κον: νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν ὡς πε­παι­δευ­μέ­νοι καὶ ‘δι­δα­κτι­κοὶ’ συγ­γρα­φεῖς. Ὁ G­e­l­l­i­us κρύ­βε­ται ἐ­πι­με­λῶς πί­σω ἀ­πὸ τὶς ὑ­πο­δεί­ξεις εἰς ἑ­αυ­τὸν γιὰ εὐ­λη­πτό­τη­τα, ποι­κι­λο­χρω­μί­α καὶ ψυ­χα­γω­γι­κὸ κλί­μα (δι­δα­κτι­κὴ ψυ­χα­γω­γί­α)(3). Ὁ ὅ­ρος τοῦ τί­τλου A­t­t­i­c­ae προ­δί­δει τὸ βλέμ­μα του στὸ δι­κό του ἐν Ἀ­θή­ναις πρό­γραμ­μα ἐκ­παί­δευ­σης, τὸν προ­ο­ρι­σμὸ ἑ­νὸς Ρω­μαί­ου τοῦ 2ου αἰ­ώ­να, τὴν κλί­ση στὸν σκε­πτι­κι­σμὸ καὶ ἀ­νορ­θο­λο­γι­σμό, στὸ (ἔν­δο­ξο) πα­ρελ­θόν, στὴν πιὸ ἰ­σχυ­ρὴ ἴ­σως κρί­ση ταυ­τό­τη­τας τῆς ἱ­στο­ρί­ας του. Τὸ δί­γλωσ­σο ἔρ­γο του (ὁ­λό­κλη­ρη ἡ λο­γο­τε­χνί­α τοῦ 2ου αἰ. εἶ­ναι δί­γλωσ­ση) μὲ ἄ­φθο­νες πα­ρα­πομ­πὲς σὲ ἑλ­λη­νι­κὰ πα­ρα­θέ­μα­τα στὸ πρω­τό­τυ­πο, μὲ ἀ­να­φο­ρές, λ.χ., στὴν με­τα­φρα­σι­μό­τη­τα τῶν πλα­τω­νι­κῶν δι­α­λό­γων, ἑ­νο­ποι­εῖ τὴν Ἑλ­λά­δα μὲ τὸ Λά­τιο.

       Ὁ δεύ­τε­ρος ὅ­ρος N­o­c­t­es γεν­νή­θη­κε, χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­πὸ τὸν ἰ­σχυ­ρὸ κλο­νι­σμὸ ποὺ ἔ­ζη­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας, ὅ­πως δι­η­γεῖ­ται, με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­πί­σκε­ψή του στὴν βί­λα τοῦ Ἡ­ρώ­δη Ἀτ­τι­κοῦ (τὸ γε­γο­νὸς λαν­θά­νει ἤ­δη στὸ A­t­t­i­c­ae). Οἱ Νύ­χτες εἶ­ναι «ἀ­γρυ­πνί­ες», «κομ­μά­τια κά­τω ἀ­π’ τὸ φῶς τῆς λάμ­πας»· ἀ­πάν­τη­ση στὴν ὀ­δυ­νη­ρὴ αἴ­σθη­ση ἀ­να­ξι­ό­τη­τας, τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας του νὰ συμ­με­τά­σχει σὲ μιὰ φι­λο­σο­φι­κὴ συ­ζή­τη­ση, ν’ ἀ­να­πτύ­ξει σω­στὰ μιὰν ἰ­δέ­α. Ἀ­κό­μη, εἶ­ναι ὁ πα­νι­κὸς τοῦ νε­α­ροῦ, μα­θη­τευ­ό­με­νου A­u­l­us μπρο­στὰ στὴν «γραμ­μα­τι­κὴ» τε­λει­ό­τη­τα τῆς πλα­τω­νι­κῆς γλώσ­σας. Οἱ Νύ­χτες συμ­βο­λί­ζουν τέ­λος τὴν γε­μά­τη βι­βλί­α, ἑρ­μη­τι­κὰ κλει­σμέ­νη κά­μα­ρα με­λέ­της. Ἡ δω­ρού­με­νη νύ­χτα τοῦ φι­λο­ξε­νού­με­νου στὴν ἀτ­τι­κὴ γῆ. Ἀ­ξί­ζει νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τὶ γρά­φει στὸν Πρό­λο­γό του (p­r­a­e­f­a­t­io):

       «Νύ­χτα. Στρο­φὴ στὸν ἴ­διο μου τὸν ἑ­αυ­τό. Ἡ­συ­χί­α καὶ εὐ­δαι­μο­νί­α τῆς σιω­πη­λῆς κά­μα­ρας. Ὅ,τι δια­ρκεῖ σὲ ἐν­τυ­πώ­σεις, ὅ,τι ἀ­πο­κτᾶ­ται σὲ σκέ­ψεις στὴ ζω­ή σου καὶ πρέ­πει νὰ πο­ρευ­θεῖ στὴ συ­νέ­χεια μα­ζί σου, ὅλ΄ αὐ­τὰ μπο­ροῦν τώ­ρα νὰ δι­α­σφα­λι­σθοῦν, τα­ξι­νο­μη­θοῦν καὶ ἐ­λεγ­χθοῦν· νὰ ἐ­πα­λη­θευ­θοῦν ἐ­πί­σης στὰ ὄ­μορ­φα βι­βλί­α [εἱ­λη­τά­ρια] ποὺ γε­μί­ζουν τὰ ρά­φια τῆς βι­βλι­ο­θή­κης τοῦ σπι­τιοῦ, ὅ­που φι­λο­ξε­νοῦ­μαι. Ἡ λάμ­ψη τῆς λάμ­πας φω­τί­ζει τὸν χῶ­ρο. Τὰ πορ­τραῖ­τα τῶν με­γά­λων φι­λο­σό­φων καὶ ποι­η­τῶν τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας Ἀ­θή­νας το­πο­θε­τη­μέ­να πε­ρι­με­τρι­κά, ρί­χνουν ἥ­σκιο μα­κρύ. Στε­νό­χω­ρη γιὰ μέ­να ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ κα­θή­κον­τος ποὺ πρέ­πει νὰ ἔ­χει ἕ­νας ἔ­σχα­τος σ’ αὐ­τὴ τὴν ἀ­ξι­ο­σέ­βα­στη σει­ρά: νὰ ἀ­ξι­ω­θῶ νὰ με­τα­φέ­ρω ἕ­να βῆ­μα τὴν δά­δα τῆς γνώ­σης, τῆς ζω­ῆς. Ὕ­στε­ρα ἔρ­χον­ται οἱ μνῆ­μες ἀ­πὸ τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα, καὶ οἱ ὀ­δυ­νη­ρὲς ἐ­πί­σης, ὅ­πως γιὰ κεῖ­νον τὸν ὑ­πε­ρο­πτι­κὰ φι­λι­κὸ συ­ζη­τη­τὴ ποὺ τὸ ἀ­πό­γευ­μα ἔ­θε­τε ἐ­ρω­τή­μα­τα, βέ­βαι­ον, δι­καί­ως δυ­στυ­χῶς, γιὰ τὴν ἄ­γνοι­ά σου. Αὐ­τοὶ οἱ ἀ­τέρ­μο­νοι πάν­το­τε αὐ­τά­ρε­σκοι μο­νό­λο­γοι —πό­σο συ­χνοὶ στοὺς νε­α­ροὺς Ἕλ­λη­νες ποὺ θέ­λουν νὰ περ­νι­οῦν­ται γιὰ φι­λό­σο­φοι—, ποὺ ὡ­στό­σο κα­τα­λή­γουν σ’ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα [­…­]. Κι ἐ­σὺ δὲν ἤ­ξε­ρες νὰ δώ­σεις κα­μιὰν ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­χες μό­νο τὴν σκο­τει­νὴ αἴ­σθη­ση μιᾶς ἄλ­λης συ­ζή­τη­σης [­…­]. Ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χες ἀ­παν­τή­σει, ἀλ­λὰ δὲν ἤ­σουν σὲ θέ­ση. Μό­λις τώ­ρα, βυ­θι­σμέ­νος στὴ σι­γὴ τῆς ἀ­νά­μνη­σης ἐ­κεί­νης τῆς νύ­χτας, μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῶν ‘βω­βῶν δα­σκά­λω­ν’, ὅ­πως ἐ­πί­σης βα­φτί­ζου­με τὰ βι­βλί­α, μό­λις τώ­ρα θὰ τὸ μπο­ροῦ­σες [­…­].

 

       Εἶ­ναι ἡ γε­νέ­θλια νύ­χτα τοῦ ἔρ­γου. Ἀ­κο­λού­θως ὁ G­e­l­l­i­us πε­ρι­γρά­φει ἀ­να­λυ­τι­κὰ τὶς ὑ­πο­δεί­ξεις τοῦ οἰ­κο­δε­σπό­τη γιὰ τὴν ‘τέ­χνη τῆς συγ­γρα­φῆ­ς’ ὡς κα­τα­γρα­φῆς ἡ­με­ρο­λο­για­κῶν ση­μει­ώ­σε­ων ἑ­νὸς σπου­δα­στῆ ποὺ θὰ πα­ρα­μεί­νει ἰ­σο­βί­ως σπου­δα­στής: ἀ­να­γνώ­σεις, ἀ­κού­σμα­τα καὶ σκέ­ψεις στὸ ἀ­παι­τη­τι­κὸ φίλ­τρο τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ἀ­ξι­ο­λό­γη­σης. Κα­τα­λή­γει: «Νύ­χτες ὅ­πως αὐ­τὴ ἡ πρώ­τη στὴν ἀτ­τι­κὴ γῆ. Κι αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι ἐ­πί­σης τὸ ὄ­νο­μα τοῦ βι­βλί­ου μου».

       400 μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα, σύν­το­μες ἀ­να­φο­ρές, βι­ω­μα­τι­κὰ σκί­τσα καὶ κρι­τι­κὰ ση­μει­ώ­μα­τα σὲ εἴ­κο­σι βι­βλί­α [l­i­b­ri] (Ι-ΧΧ) δι­αι­ρε­μέ­να σὲ ἰ­σά­ριθ­μα κε­φά­λαι­α [c­a­p­i­t­u­la] ἀ­ριθ­μη­μέ­να μὲ ἀ­ρα­βι­κοὺς ἀ­ριθ­μούς. Ὑ­πάρ­χουν κε­νὰ σὲ με­μο­νω­μέ­να κε­φά­λαι­α τῶν βι­βλί­ων ΧV 8,1, ΧΙΧ 1, 10, ΧΙΧ 10, 3 καὶ XX 5, 10 καὶ ΧΧ 10,10. Πρὸς δι­ευ­κό­λυν­ση τοῦ ἀ­να­γνώ­στη ὁ συγ­γρα­φέ­ας προ­τάσ­σει τῶν σκί­τσων Πρό­λο­γο, κα­τὰ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς Φυ­σι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Πλί­νιου. Ἀ­κο­λου­θοῦν ἀ­να­λυ­τι­κοὶ τί­τλοι – ἐ­πι­κε­φα­λί­δες τῶν κει­μέ­νων ποὺ τὰ ἀ­πο­δί­δουν ἐν πε­ρι­λή­ψει. Τὸ σῶ­μα αὐ­τὸ προ­τάσ­σε­ται ὡς Πί­να­κας πε­ρι­ε­χο­μέ­νων, και­νο­φα­νὴς στὴν ἐ­πο­χή του. Τὰ κε­φά­λαι­α συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πὸ Ἐ­πε­ξη­γή­σεις, ἀρ­κούν­τως ἀ­να­λυ­τι­κές, καὶ ἀ­πὸ πλη­ρο­φο­ρια­κὸ κα­τά­λο­γο τῶν ἀ­να­φε­ρο­μέ­νων προ­σώ­πων (I­n­d­ex).

       Ἕ­να ρω­μα­ϊ­κὸ βι­βλί­ο – κα­θρέ­φτης τοῦ δί­πο­λου Ἑλ­λά­δα-Ρώ­μη σ’ αὐ­τὸν τὸν αἰ­ώ­να. Πρώ­ι­μος ἐγ­κυ­κλο­παι­δι­κὸς ὁ­δη­γός; Ἐ­κλα­ϊ­κευ­μέ­νη λο­γο­τε­χνί­α; Ἀν­θο­λο­γί­α; Βρι­σκό­μα­στε στὴν ἐ­πο­χὴ τῶν a­e­m­u­l­a­t­o­r­um, τῶν μί­μων, τῆς μι­μη­τι­κῆς τέ­χνης καὶ λο­γο­τε­χνί­ας. Ὁ H. B­e­r­t­h­o­ld στὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νο ἐ­πί­με­τρο τῆς Ἀν­θο­λο­γί­ας τῶν N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae ποὺ με­τέ­φρα­σε καὶ ἐ­πι­με­λή­θη­κε (I­n­s­el V­e­r­l­ag, L­e­i­p­z­ig 1987), θέ­τει τὸ ζή­τη­μα τῆς εἰ­δο­λο­γι­κῆς κα­τά­τα­ξης τοῦ ἔρ­γου ἐ­πι­ση­μαί­νον­τας τὴν εὐ­με­νῆ ὑ­πο­δο­χή του, πρό­σφο­ρου, ὅ­πως φαί­νε­ται, στὸ ‘γοῦ­στο’ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ὁ G­e­l­l­i­us δὲν ἔ­χει τὴν πρό­θε­ση μιᾶς ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νης, ἱ­στο­ρι­κὰ τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νης, κα­τά­θε­σης, ἑ­πο­μέ­νως δὲν εἶ­ναι ἀν­θο­λό­γος οὔ­τε ἐγ­κυ­κλο­παι­δι­στής. Στό­χος του δὲν εἶ­ναι οὔ­τε ἡ ἱ­στο­ρι­κή, συ­στη­μα­τι­κὴ κα­τα­γρα­φή. Ὁ­μοί­ως ἐ­λέγ­χε­ται καὶ ἡ ἰ­δέ­α ἑ­νὸς δι­δα­κτι­κοῦ βι­βλί­ου. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας πε­ρι­φρο­νεῖ τὸ ντο­κου­μέν­το καὶ τὸ λο­γι­κὸ ἐ­πει­σό­διο. Ἡ δι­ή­γη­σή του εἶ­ναι μυ­θο­πλα­στι­κὴ καὶ κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση μό­νον ἱ­στο­ρι­κή· πα­ρά­δειγ­μα ὁ ἐν εἴ­δει πα­ρα­μυ­θιοῦ —μὲ αἴ­σιο τέ­λος— λυ­τρω­τι­κὸς ἐ­πί­λο­γος τῆς πο­λι­ορ­κί­ας τῶν Ρο­δί­ων τῇ ἀ­ρω­γῇ μά­λι­στα μιᾶς θαυ­μα­τουρ­γῆς, μὲ τὰ ση­με­ρι­νὰ μέ­τρα, εἰ­κό­νας, ἢ ἡ πα­ρά­λο­γη ἀ­να­μέ­τρη­ση τοῦ Μί­λω­νος μὲ τὸ φυ­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο, μυ­θο­λο­γι­κὸ μο­τί­βο τοῦ δι­α­με­λι­σμοῦ τοῦ ἥ­ρω­α κ.λπ. Τὸ ἔρ­γο τοῦ G­e­l­l­i­us, κα­τα­λή­γει ὁ B­e­r­t­h­o­ld, ἔ­χει ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες ποὺ δυ­σκο­λεύ­ουν τὴν κα­τά­τα­ξη. Αὐ­τὸς ὁ συγ­γρα­φέ­ας κοι­τά­ζει πί­σω, στὸ ἀ­πώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν, ἑ­στι­ά­ζον­τας στὸ γκρο­τέ­σκο καὶ τὸ πα­ρά­λο­γο, τὶς λη­σμο­νη­μέ­νες ρί­ζες τοῦ δρά­μα­τος, γιὰ νὰ τὸ φέ­ρει στὴν ἐ­πο­χή του τε­μα­χι­σμέ­νο, ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό. Ἕ­να σύν­το­μο πα­ρα­μύ­θι γιὰ τὸν Ρω­μαῖ­ο πο­λί­τη τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ., ποὺ βαυ­κα­λί­ζε­ται μὲ τὴν ἰ­δέ­α ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κέν­τρο τοῦ κό­σμου. Συν­θή­κη εὐ­νο­ϊ­κὴ γιὰ τὴν καλ­λι­έρ­γεια τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος καὶ δὴ νύ­κτωρ σὲ μιὰ γω­νιὰ τῆς ἀτ­τι­κῆς γῆς.

 

Ἡ εἰ­δο­λο­γι­κὴ κα­τά­τα­ξη τοῦ ἔρ­γου στὶς σύγ­χρο­νες ἀ­να­ζη­τή­σεις τῆς γρα­φῆς

 

Ὁ G­e­l­l­i­us ἀ­πο­δο­μεῖ τὴν παγ­κό­σμια ἱ­στο­ρί­α μὲ τρό­πο ἄ­ναρ­χο, χα­ο­τι­κό, χω­ρὶς κέν­τρο κι ἀρ­χή, ὑ­πο­νο­μεύ­ον­τας τὴν ἀ­λή­θεια, ἀ­φοῦ προ­βάλ­λει τὸ μυ­θο­λο­γι­κὸ στοι­χεῖ­ο σὲ βά­ρος τοῦ ντο­κου­μέν­του. Μὲ δι­ά­θε­ση σο­φι­στι­κὴ ἀμ­φι­σβη­τεῖ τὴν ὁ­λό­τη­τα, τὴν ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τη τά­ξη. Κα­τα­στρέ­φει τὶς ψη­φί­δες στὸ με­γά­λο μω­σα­ϊ­κὸ τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου καὶ τὶς ἐ­πα­να­το­πο­θε­τεῖ πεσ­σεύ­ων, ὅ­πως ρί­χνει κα­νεὶς τὰ ζά­ρια, δη­μι­ουρ­γών­τας ἕ­ναν πί­να­κα πα­ρά­λο­γο, ἀ­νι­στο­ρι­κό, ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό, χω­ρὶς θέ­μα, ἀλ­λό­κο­τα ὄ­μορ­φο. Εἶ­ναι ὁ ἐλ­λει­πτι­κὸς κό­σμος τῶν αὐ­το­κρα­το­ρι­κῶν χρό­νων, τῆς φθί­νου­σας πο­ρεί­ας· ἀ­πάν­τη­ση στὴν ἐ­ξα­φά­νι­ση τοῦ ἔ­πους καὶ τοῦ τρα­γι­κοῦ λό­γου, στὴν δί­γλωσ­ση, δι­φυ­ῆ, ἑρ­μα­φρό­δι­τη ρη­το­ρεί­α, τὸ ἀ­με­τά­φρα­στο-ἀ­με­τά­δο­το τῆς πλα­τω­νι­κῆς σκέ­ψης. Οἱ Ἀτ­τι­κὲς Νύ­χτες θέ­λουν νὰ ἐ­πι­σκιά­σουν τὸ χλο­μὸ πλέ­ον, φυ­μα­τι­κὸ ἀτ­τι­κὸ φῶς. Ὁ ἀρ­χαῖ­ος λό­γος πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται τώ­ρα σὲ μιὰν ὠ­χρὴ ἀν­τα­νά­κλα­ση ποὺ λέ­γε­ται ἀτ­τι­κι­σμός: λι­τό­τη­τα καὶ ὑ­πόρ­ρη­τος ἀκ­κι­σμός, δι­α­κε­κομ­μέ­νη, σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση πρὸς τέρ­ψιν τοῦ νέ­ου οἰ­κου­με­νι­κοῦ, καὶ ὡ­στό­σο ἀ­νέ­στιου, πο­λί­τη, ἀ­γύ­μνα­στου στὶς μα­κρο­σκε­λεῖς ἀ­φη­γή­σεις. Ἀ­πὸ τὴν αἰ­σχύ­λεια δι­α­δρο­μὴ τοῦ ‘Ἀ­γα­μέ­μνο­να’ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἔ­χει μό­νο τὸ ζε­στὸ λου­τρὸ ποὺ τοῦ ἑ­τοί­μα­σε ἡ Κλυ­ται­μή­στρα. Ἀ­πὸ τὸ πι­κάν­τι­κο, πα­ρά­λο­γο καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ νο­ση­ρὸ ὁ G­e­l­l­i­us προ­σπα­θεῖ νὰ πλη­σιά­σει τὸ πα­τρι­κό του πρό­τυ­πο· ἂν χρεια­στεῖ, καὶ διὰ τῆς πα­τρο­κτο­νί­ας.

       Ἐ­δῶ εἶ­ναι πα­ρόν­τες ὅ­λοι οἱ ὅ­ροι τοῦ ἀ­πο­δο­μι­σμοῦ, τῆς με­τα­μον­τέρ­νας γρα­φῆς τοῦ 20οῦαἰ­ώ­να, ποὺ ζή­τη­σε τὴν κα­τάρ­γη­ση τῶν δι­α­χω­ρι­στι­κῶν γραμ­μῶν ἀ­νά­με­σα στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη καὶ τὰ καλ­λι­τε­χνι­κὰ ρεύ­μα­τα: ὑ­βρι­δι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ πε­ζό­μορ­φη ποί­η­ση· μυ­θι­στό­ρη­μα πα­ρω­δί­α καὶ θρί­αμ­βος τοῦ τε­τριμ­μέ­νου (J­o­y­ce), χρο­νι­κό, ἡ­με­ρο­λό­γιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α, ρο­ὴ συ­νεί­δη­σης, συγ­χω­νευ­μέ­να ὅ­λα στὸ ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα, τὴν τυ­χαί­α ἔ­κρη­ξη. Ὁ B­o­r­g­es γρά­φει τὴν Παγ­κό­σμια ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀ­τι­μί­ας σὲ σύν­το­μα, με­μο­νω­μέ­να, σκο­πί­μως μυ­θο­ποι­η­μέ­να πε­ρι­στα­τι­κά. Στὸ βά­θος ἡ ἀ­που­σί­α θέ­μα­τος, τὸ ἀ­νερ­μά­τι­στο γέ­λιο γιὰ τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ ποὺ ἔ­χει χά­σει τὸν θρό­νο του. Ἡ ἀ­πο­δό­μη­ση αὐ­τὴ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν δι­ά­ψευ­ση τῶν ἐ­πι­τα­γῶν τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ, τὸν θό­ρυ­βο τῆς μη­χα­νῆς ὡς ἐκ­κω­φαν­τι­κῆς ἀ­πο­σύν­θε­σης τοῦ βι­ο­μη­χα­νι­κοῦ κό­σμου. Ὅ­ροι ἀ­νά­λο­γοι μὲ τὴν αὔ­ξου­σα πα­ρακ­μὴ τοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ κό­σμου καὶ τὴν ἐκ­κω­φαν­τι­κὴ σι­ω­πὴ τοῦ ἀρ­χαί­ου θε­ά­τρου (H­ö­l­d­e­r­l­in). Ὁ G­e­l­l­i­us συ­ναν­τᾶ­ται μὲ τὸν ‘ὁ­μό­γλωσ­σό’ του B­o­r­g­es, δη­λα­δὴ μὲ τὸν με­τα­μον­τερ­νι­σμό, στὴν ξαφ­νι­κὴ λαμ­πη­δό­να τῆς σύν­το­μης ἀ­φή­γη­σης ποὺ ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ προ­κα­λέ­σει —ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἀ­πά­τη τῆς παγ­κό­σμιας γρα­φῆς— ἀ­να­ρίθ­μη­τες γα­λα­ξια­κὲς ἐ­κλάμ­ψεις (D­e­r­r­i­da). Ὁ χρό­νος τοῦ προ­σέ­δω­σε ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρη αἴ­γλη. Σή­με­ρα τὸν δι­α­βά­ζου­με ὄ­χι ὡς δι­δα­κτι­κὸ μυ­θο­πλά­στη καὶ ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φο ἀλ­λὰ τολ­μη­ρό, ἀ­κρι­βο­λό­γο ὑ­πο­νο­μευ­τὴ τῆς θε­μα­τι­κῆς μα­κρό­πνο­ης ἀ­φή­γη­σης, ποὺ πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ ἄ­νε­ση ἀ­νά­με­σα στὴν ἀ­να­πα­ρά­στα­ση καὶ τὴν λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­ρε­τή.

 

Τὸ ἔρ­γο στὸ με­τα­ξὺ δὲν βρῆ­κε ἀν­τά­ξιο δι­ά­δο­χο(4). Δι­έ­τρε­ξε μό­νο του τοὺς αἰ­ῶ­νες μέ­χρι τὴν Ἀ­να­γέν­νη­ση πα­ράλ­λη­λα μὲ τὰ ἀ­νή­συ­χα πνεύ­μα­τα ποὺ τὴν ἑ­τοί­μα­σαν. Τὸ δι­ά­βα­σαν καὶ τὸ σχο­λί­α­σαν μὲ τὸν τρό­πο τους ὁ A­m­n­i­a­n­us M­a­r­c­e­l­l­i­n­us, ὁ Ma­cro­bi­us καὶ ὁ Αὐ­γου­στῖ­νος· τὸν 12ον αἰ. ὁ Ἰ­ω­άν­νης τοῦ S­a­l­i­s­b­u­ry, καὶ στὸν δρό­μο πρὸς τὴν Ἀ­να­γέν­νη­ση ὁ L­a­u­r­e­n­t­i­us V­a­l­la, ὁ An­ge­lus P­o­l­i­t­i­a­n­us καὶ ὁ Ἔ­ρα­σμος. Βο­ή­θη­σε τοὺς Οὑ­μα­νι­στὲς στὴν ἀ­να­ζή­τη­ση καὶ δι­όρ­θω­ση ἀρ­χαί­ων χει­ρο­γρά­φων. Τὸ δι­ά­βα­σαν καὶ τὸ ὑ­πέ­δει­ξαν ὁ M­o­n­t­a­i­g­ne, ὁ F­r­a­n­c­is B­a­c­on. Τὸν 18ον αἰ. βά­δι­σε πα­ράλ­λη­λα μὲ τὸ θε­ω­ρη­τι­κὸ-παι­δα­γω­γι­κὸ σχῆ­μα: ρη­τὸ/μότ­το – πα­ρα­στα­τι­κὴ δι­ή­γη­ση/πε­ρι­γρα­φή. Δια­ρκὴς φό­ρος τι­μῆς σ’ ἕ­ναν συγ­γρα­φέ­α ποὺ δί­στα­σε ἀ­νά­με­σα στὸν δη­μι­ουρ­γὸ καὶ τὸν με­σο­λα­βη­τή.

       Ἡ με­τά­φρα­ση (5) ἀ­να­με­τρή­θη­κε μὲ τὴν σει­ρά της μὲ τὴν ‘ποι­κι­λό­χρω­μη λι­τό­τη­τα’. Μὲ τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες αὐ­τὲς ὁ G­e­l­l­i­us ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­χρι σή­με­ρα στα­θε­ρὸ καὶ προ­σφι­λὲς ἀ­νά­γνω­σμα τῶν με­λε­τη­τῶν καὶ σπου­δα­στῶν τῆς λα­τι­νι­κῆς φι­λο­λο­γί­ας.

  

ΣΗ­ΜΕΙ­Ω­ΣΕΙΣ

 

(1) Ὁ G­e­l­l­i­us χρη­σι­μο­ποι­εῖ συ­χνὰ τὸν ὅ­ρο με­τα­φρά­ζον­τας τοὺς ἑλ­λη­νι­κοὺς ὅ­ρους ὑ­πο­μνή­μα­τα ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα.

(2) Ἄ­τυ­πο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος. Τὸ ἀ­να­φέ­ρει ὁ H. H­e­l­ms προ­λο­γί­ζον­τας τὸ ἔρ­γο τοῦ Αἰ­λια­νοῦ Va­ria H­i­s­t­o­r­ia [Ποι­κί­λη ἱ­στο­ρί­α] (L­e­i­p­z­ig, 1990). Ὁ Αἰ­λια­νὸς (C­l­a­u­d­i­us A­e­l­i­a­n­us) ποὺ γεν­νή­θη­κε τὸ 170 μ.Χ., δι­ά­βα­σε νω­ρὶς τὸ N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae καὶ προ­σα­να­τό­λι­σε ἀ­να­λό­γως τὰ θέ­μα­τα καὶ τὸ ὕ­φος του. Ὁ Νέ­πως συμ­πλη­ρώ­νει τὴν βα­σι­κὴ τριά­δα τῆς ἄ­τυ­πης σχο­λῆς.

(3) Οἱ συγ­γρα­φεῖς τῶν δύ­ο πρώ­των αἰ­ώ­νων ἔ­χουν δύ­ο, κυ­ρί­ως, στό­χους: τὸν παι­δα­γω­γι­κὸ-ἠ­θι­κὸ [a­d­m­o­n­i­t­io] (C­e­l­s­us, S­e­n­e­ca, P­l­i­n­i­us) καὶ τὸν τυ­πι­κὸ-λο­γο­τε­χνι­κό, ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Μέ­νιπ­πο καὶ τοὺς πλα­τω­νι­κοὺς δι­α­λό­γους.

(4) J­e­ns-O­l­af L­i­n­d­e­m­a­nn, A­u­l­us G­e­l­l­i­us N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, B­u­ch 9, W­e­i­ß­e­n­s­ee V­e­r­l­ag, B­e­r­l­in 2006, σ. 28.

(5) Ἡ ἐ­πι­λο­γὴ καὶ ἀ­πό­δο­ση τῶν ἀ­πο­σπα­σμά­των ἔ­γι­νε ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E T­y­p­o­g­r­a­p­h­eo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. Δὲν τη­ρή­θη­κε ἡ δι­άρ­θρω­ση τῶν κει­μέ­νων σὲ πα­ρα­γρά­φους, καὶ —ὁ­ρι­σμέ­νως— ἡ στί­ξη, ὅ­πως ὑ­πο­δει­κνύ­ε­ται στὴν ἔκ­δο­ση τοῦ λα­τι­νι­κοῦ κει­μέ­νου.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση

 

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).