Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius): Ἀττικὲς Nύχτες – Τί παρήγγειλαν οἱ Ρόδιοι στὸν Δημήτριο

 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius)

 

Ἀττικὲς Nύχτες

(Atticae Noctes)

 

Τί πα­ρήγ­γει­λαν οἱ Ρό­διοι στὸν Δη­μή­τριο, τὸν στρα­τη­γὸ τῶν ­χθρῶν, ­ταν ­πει­λή­θη­κε ­παὐ­τὸν ­κεῖ­νος πε­ρί­φη­μος πί­να­κας τοῦ ­ά­λυ­σου.

 

Ο ΠΑΛΑΙΟΘΕΝ πε­ρί­φη­μο νη­σὶ τῆς Ρό­δου μα­ζὶ μὲ τὴν λαμ­πρή, ὡ­ραί­α πρω­τεύ­ου­σά του δο­κι­μά­στη­κε καὶ πο­λι­ορ­κή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Δη­μή­τριο, ἕ­ναν ὀ­νο­μα­στὸ στὴν ἐ­πο­χή του στρα­τη­γό, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ πρα­κτι­κὴ καὶ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά του νὰ με­τα­χει­ρί­ζε­ται τὶς ἀ­νε­πτυγ­μέ­νες γιὰ ἐ­πέμ­βα­ση ἐ­ναν­τί­ον ὀ­χυ­ρω­μέ­νων πό­λε­ων πο­λι­ορ­κη­τι­κὲς μη­χα­νές, τοῦ προ­σέ­δω­σαν τὴν προ­σω­νυ­μί­α Πο­λι­ορ­κη­τής.

       Κα­τὰ τὴν διά­ρκεια ἐ­κεί­νης τῆς πο­λι­ορ­κί­ας, λοι­πόν, ἄρ­χι­σε προ­ε­τοι­μα­σί­ες γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση ἐ­ναν­τί­ον ἑ­νὸς ἐ­κτὸς τοῦ τεί­χους τῆς πό­λε­ως, ἐ­λά­χι­στα προ­στα­τευ­μέ­νου δη­μό­σιου κτη­ρί­ου, μὲ στό­χο νὰ τὸ κα­τα­στρέ­ψει καὶ πυρ­πο­λή­σει.

       Στὸ κτή­ριο αὐ­τὸ βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ­νος ὁ ξα­κου­στὸς ζω­γρα­φι­κὸς πί­να­κας μὲ τὴν προ­σω­πο­γρα­φί­α τοῦ ἡ­γε­μό­να Ἰ­ά­λυ­σου διὰ χει­ρὸς τοῦ φη­μι­σμέ­νου Πρω­το­γέ­νους, γιὰ τοῦ ὁ­ποί­ου πί­να­κα τὴν ὀ­μορ­φιὰ καὶ ὑ­ψη­λὴ ἀ­ξί­α ἐ­κεῖ­νος μέ­σα στὸ μί­σος του φθο­νοῦ­σε τοὺς Ρο­δί­ους. Οἱ Ρό­διοι στέλ­νουν στὸν Δη­μή­τριο δι­α­πραγ­μα­τευ­τὲς ποὺ τοῦ με­τα­φέ­ρουν αὐ­τὰ τὰ λό­για: «Ποι­ό στ’ ἀ­νά­θε­μα λό­γο ἔ­χεις, νὰ θέ­λεις πυρ­πο­λών­τας, ξε­θε­με­λι­ώ­νον­τας ἐ­κεῖ­νο τὸ σπί­τι, πραγ­μα­τι­κὰ νὰ κα­τα­στρέ­ψεις αὐ­τὸν τὸν πί­να­κα; Ἐ­πει­δή, ἂν κα­τα­βά­λεις τὴν ἀν­τί­στα­ση ὅ­λων μας καὶ κυ­ρι­εύ­σεις τὴν πό­λη μας ὁ­λό­κλη­ρη, τό­τε μα­ζὶ μὲ τὴ νί­κη πέ­φτει στὰ χέ­ρια σου κι αὐ­τὸς ὁ πί­να­κας, καὶ μά­λι­στα σῶ­ος καὶ ἀ­βλα­βή­ς· ἂν ὅ­μως δὲν κα­τορ­θώ­σεις νὰ μᾶς κυ­ρι­εύ­σεις, τό­τε σκέ­ψου, σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με, τί ντρο­πὴ γιὰ σέ­να ποὺ δὲν κα­τόρ­θω­σες μὲ πό­λε­μο νὰ κα­τα­βά­λεις <τοὺς ἐν ζω­ῇ> Ρο­δί­ους, νὰ δι­ε­ξά­γεις τὸν πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ νε­κροῦ Πρω­το­γέ­νους.»

       Μό­λις τὸ ἄ­κου­σε αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὸ στό­μα τῶν ἀ­πε­σταλ­μέ­νων, <ὁ Δη­μή­τριος> ἔ­λυ­σε τὴν πο­λι­ορ­κί­α καὶ κα­τέ­λι­πε πί­να­κα καὶ πό­λη <σώ­ους καὶ ἀ­βλα­βεῖς>.

  

 

Πηγή: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E Ty­po­gra­pheo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. (Βι­βλί­ο XV, Κεφ. 31)

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius) (περ. 125-με­τὰ τὸ 180). Λα­τί­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου ποὺ σπού­δα­σε στὴν Ἀ­θή­να. Βλ. ἐ­δῶ: Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ, «A­u­l­us G­e­l­l­i­us – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).