Κασσιανὴ Καγκουρίδη: Ἀπρόοπτο


Kagkouridi,Kassiani-Aproopto-Eikona-01

Κασσιανὴ Καγκουρίδη


Ἀ­πρό­ο­πτο


10-Taph-Chronica_Polonorum_TΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΠΗΚΕ στὸ δω­μά­τιο, ἄ­να­ψε τὴ μι­κρὴ ἐ­πι­τρα­πέ­ζια Γκα­λὲ σὲ σχῆ­μα μα­νι­τα­ριοῦ μὲ χα­μη­λὸ πό­δι, καὶ ἔ­σκυ­ψε ψα­χου­λεύ­ον­τας τὴν τσάν­τα της. Ὁ Σερ­γκέ­ι Ντοῦ­σα ἄ­φη­σε τὸ βλέμ­μα του νὰ γλυ­στρήσει, πά­νω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιὰ πρε­σβυ­ω­πί­ας, στὸ κε­νὸ ἀ­νά­με­σα στὴ μπλού­ζα καὶ τὸ τζίν της. Ἐ­κεί­νη ση­κώ­θη­κε κρα­τών­τας ἕ­να πο­λυ­χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­νο ἀν­τί­τυ­πο τῶν ἐν­τυ­πώ­σε­ων τοῦ Blowitz ἀ­πὸ τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τοῦ 1884, χώ­θη­κε στὴν πο­λυ­θρό­να ἀ­κουμ­πών­τας μὲ τὴν πλά­τη στὸ ἕ­να μπρά­τσο καὶ ἅ­πλω­σε τὰ πό­δια της στὸ ἄλ­λο. Πρὶν ξε­κι­νή­σει τὸ δι­ά­βα­σμα ἔπια­σε νω­χε­λι­κὰ μιὰ τού­φα ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά της μὲ τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι καὶ μὲ τὸ δε­ξὶ ἄγ­γι­ξε τὶς ἄ­κρες ἐ­πι­θε­ω­ρών­τάς τες. Κρά­τη­σε μιὰ τρί­χα καὶ ἔ­κο­ψε τὸ φθαρ­μέ­νο τμῆ­μα της μὲ μιὰ ἀ­πό­το­μη κί­νη­ση.

       Ἡ ἄ­νοι­ξη ἔ­φτα­νε στὸ τέ­λος της, ἀλ­λὰ τὰ ἄν­θη στὸ βι­ο­λε­τί τῆς Πάρ­μας γέ­μι­ζαν ἀ­κό­μη τὰ δέν­τρα στὴν ἀ­σι­α­τι­κὴ πλευ­ρὰ τοῦ Βο­σπό­ρου. Ξα­πλω­μέ­νος σὲ ἕ­να κρε­βά­τι, δι­α­γώ­νια το­πο­θε­τη­μέ­νο στὸ με­γά­λο κα­θι­στι­κὸ μιᾶς πα­ρα­θα­λάσ­σιας ἔ­παυ­λης κά­ποι­ων φί­λων, ἔ­νι­ω­θε πό­νο καὶ ἀ­νί­α. Τὰ σεν­τό­νια δὲν ἔ­χα­ναν πο­τὲ μιὰ ἀ­νε­παί­σθη­τη ὑ­γρα­σί­α, τὸ στρῶ­μα ἀ­νέ­δι­δε μί­α μυ­ρω­διὰ βρεγ­μέ­νων μαλ­λι­ῶν ἀ­πὸ πρό­βα­τα, τὰ ἔ­πι­πλα ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­να μὲ λευ­κὰ ὑ­φά­σμα­τα· ἀ­νά­με­σά τους ἔ­στε­καν, πα­ρά­ται­ρα ἀ­κά­λυ­πτοι, ὁ ἴ­διος στὴ μπρού­τζι­νη κο­κέ­τα, ἕ­να κο­μο­δί­νο, μί­α ρο­τόν­τα ἀ­πὸ τρι­αν­τα­φυλ­λιά, καὶ ἡ πε­ρι­στα­σια­κή του νο­σο­κό­μα στὴν πο­λυ­θρό­να. Μιὰ ἀ­κα­θό­ρι­στη ἐ­χθρό­τη­τα τὸν ἔ­σπρω­ξε νὰ τὴν οἰ­κτί­ρει νο­ε­ρὰ ποὺ σπού­δα­ζε ξε­να­γὸς μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ μοι­ρά­ζει ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὲς κάρ­τες μὲ τὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α νὰ γυ­α­λί­ζει στὰ χρώ­μα­τα τῆς ἴ­ρι­δας δη­μι­ουρ­γών­τας μί­α ψευ­δαί­σθη­ση τρισ­δι­ά­στα­του. Νὰ τὴν χλευά­ζει ποὺ τὸ τσά­ι της ἔ­μοια­ζε μὲ φαρ­μα­κε­ρὸ σι­ρό­πι. Νὰ τὴ θε­ω­ρεῖ ὑ­παί­τια ποὺ αὐ­τός, ὁ ἄλ­λο­τε προ­σω­πο­γρά­φος τοῦ ἀ­πρό­ο­πτου, δὲν εἶ­χε γρά­ψει οὔ­τε ἕ­να στί­χο. Νὰ θέ­λει νὰ δρα­πε­τεύ­σει. Τη­λε­φώ­νη­σε στὸ για­τρὸ καὶ ἐ­πέ­μει­νε νὰ τὸν συ­ναν­τή­σει τὴν ἑ­πο­μέ­νη.

       Πρέ­πει νὰ ἦ­ταν στὶς πρῶ­τες πρω­ι­νὲς ὧ­ρες, ὅ­ταν ἀ­κού­στη­κε ἕ­νας ἐκ­κω­φαν­τι­κὸς θό­ρυ­βος ἀ­πὸ τὴ γει­το­νι­κὴ βί­λα. Κά­ποι­ος ἔ­σπα­σε τὸ τζά­μι τῆς μπαλ­κο­νό­πορ­τας καὶ ἔ­πε­σε στὴ θά­λασ­σα. Ἀ­κο­λού­θη­σε ἀ­να­τα­ρα­χή, πνι­χτὲς φω­νές, ἐ­νῶ ἡ μου­σι­κὴ στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα. Ἡ πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου του, ἔ­τρι­ξε. Ὁ ποι­η­τὴς μι­σο­έ­κλει­σε τὰ μά­τια, ὅ­πως συ­νή­θι­ζε, ὥ­στε νὰ φαί­νε­ται ὅ­τι κοι­μᾶ­ται ἀλ­λά, ὡς ἀ­ό­ρα­τος πα­ρα­τη­ρη­τής, νὰ μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει μὲ ἄ­νε­ση ὅ,τι συμ­βαί­νει. Τὴν εἶ­δε ποὺ τρά­βη­ξε τὴ ρόμ­πα του ἀ­πὸ τὰ πό­δια τοῦ κρε­βα­τιοῦ, τὴν ἔ­ρι­ξε στοὺς ὤ­μους, ἄ­νοι­ξε ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο στὸ ξύ­λι­νο σα­χνί­σι καὶ ἔ­σκυ­ψε νὰ δεῖ τί συμ­βαί­νει. Σὲ λί­γο τὸ ἔ­κλει­σε ἀ­θό­ρυ­βα, προ­χώ­ρη­σε πρὸς τὴν πόρ­τα, ἀλ­λὰ κον­το­στά­θη­κε στιγ­μια­ῖα. Πῆ­ρε τὸ μπλόκ του ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο, ξε­φύλ­λι­σε τὶς κε­νὲς σε­λί­δες, τὸ ἄ­φη­σε γυ­ρί­ζον­τάς το ἀ­νά­πο­δα, καὶ βγῆ­κε ἀ­χνο­πα­τών­τας. Ὁ Ντοῦ­σα ξα­γρύ­πνη­σε.

       Ὁ για­τρὸς ἦλ­θε τὸ με­ση­μέ­ρι, ὅ­ταν ἐ­κεί­νη ἔ­λει­πε, καὶ ὁ ἄρ­ρω­στος ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ κα­τέ­βει στὸ ἰ­σό­γει­ο νὰ τοῦ ἀ­νοί­ξει. Με­τὰ τὴ δι­α­βε­βαί­ω­ση ὅ­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σχε­διά­σει τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σή του ἄρ­χι­σε νὰ ρί­χνει σὲ μιὰ τσάν­τα που­κά­μι­σα, παν­τε­λό­νια, τὸ ση­μει­ω­μα­τά­ριό του, τὰ γυα­λιά του, τέσ­σε­ρα βι­βλί­α, μί­α φω­το­γρα­φι­κὴ μη­χα­νή, τὸν κα­πνό του, καὶ ὅ,τι ἔ­φτα­νε στὴν ἀ­κτί­να ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ πιά­σει τὸ χέ­ρι του. Ἕ­τοι­μος νὰ φύ­γει χω­ρὶς νὰ τὸν πά­ρει εἴ­δη­ση κα­νείς. Πῆ­γε στὸ δω­μά­τιό της καὶ ἔ­ψα­ξε μὲ τὸ βλέμ­μα. Ἕ­να ἀ­νε­παί­σθη­το ἄ­ρω­μα ὕ­πνου ἀ­πὸ τὸ ξέ­στρω­το κρε­βά­τι, ἕ­να μαῦ­ρο λι­νὸ μαν­τή­λι προί­κας μὲ πο­λύ­χρω­μα σταμ­πω­τὰ λου­λού­δια στὸ πό­μο­λο τῆς πόρ­τας, ἕ­νας ὑ­φα­σμά­τι­νος σω­ρὸς στὸ μπλέ τοῦ λα­ζου­ρί­τη στὸ πά­τω­μα. Τοῦ φά­νη­κε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ρόμ­πα του καὶ αὐ­θόρ­μη­τα ἔ­σκυ­ψε νὰ τὴ ση­κώ­σει. Ἕ­νας ὀ­ξὺς πό­νος στὴ σπον­δυ­λι­κὴ στή­λη σὰν μί­α με­γά­λη βε­λό­να νὰ σφη­νώ­θη­κε στὸ κέν­τρο τῆς μέ­σης του τὸν ἔ­ρι­ξε στὰ γό­να­τα. Με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρα ἄρ­χι­σε νὰ σέρ­νε­ται μὲ τὶς πα­λά­μες ἀ­νοι­χτὲς πά­νω στὸ πά­τω­μα, νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ με­τα­κι­νή­σει τὸ ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα του χι­λι­ο­στὸ-χι­λι­ο­στό.

       Ἔ­τσι τὸν βρῆ­κε. Ἔ­σκυ­ψε πο­λὺ κον­τὰ σχε­δὸν ἀγ­γί­ζον­τας μὲ τὴ μύ­τη της τὴ δι­κή του. Στὸ ἐ­ρω­τη­μα­τι­κὸ βλέμ­μα της ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα ἀλ­λὰ τὸ ἔ­κλει­σε ἀ­πὸ πεῖ­σμα ἀ­να­κα­τε­μέ­νο μὲ πό­θο καὶ πα­ραί­τη­ση. Ἡ με­λα­χρι­νὴ κο­κα­λιά­ρα μά­γισ­σα, μὲ τὸ ἔν­το­νο πε­ρί­γραμ­μα γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ σκο­τει­νὰ συ­ρια­κά της μά­τια, τὸν τύ­λι­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὰ ἴ­δια σεν­τό­νια στὰ ὁ­ποῖα ξά­πλω­νε σὰν πα­νάρ­χαι­α μού­μια ἐ­δῶ καὶ δέ­κα μέ­ρες. Με­τὰ στε­ρέ­ω­σε τὴ ρόμ­πα του σὲ ἕ­να κι­νέ­ζι­κο κρε­μα­στή­ρι ἀ­πὸ μαύ­ρη λά­κα μὲ ἔν­θε­το φίλ­ντι­σι, τη­λε­φώ­νη­σε στὸ για­τρὸ καὶ ἔ­φυ­γε κλεί­νον­τας βι­α­στι­κὰ τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα.

       Γύ­ρι­σε μὲ τὸ μού­χρω­μα, μπῆ­κε μέ­σα στὸ δω­μά­τιο, καὶ ἄ­νοι­ξε τὸ φῶς.

       — Αὔ­ριο ὁ για­τρὸς θὰ στεί­λει μί­α ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α νο­σο­κό­μα νὰ σὲ προ­σέ­χει. Θὰ σοῦ δώ­σω, ὅ­μως, κά­τι γιὰ νὰ ἀν­τέ­ξεις τὸν πό­νο. Σὲ πει­ρά­ζει νὰ μεί­νεις μό­νος σὲ ἕ­να ἄ­δει­ο σπί­τι;

       Ὁ ποι­η­τὴς συγ­κα­τά­νευ­σε ἀ­δύ­να­μα. Καὶ ὅ­ταν ἐ­κεί­νη ἔ­φυ­γε, ὅ­ταν στὴν ἀ­πό­λυ­τη σι­γὴ οἱ αἰ­σθή­σεις του ἄρ­χι­σαν νὰ ὀ­ξύ­νον­ται καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ ἀμ­βλύ­νον­ται στὴν ἀ­χλὴ τοῦ ὀ­πι­ώ­δους μείγ­μα­τος, ἔ­πια­σε τὸ ἄ­δει­ο ση­μει­ω­μα­τά­ριο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ γρά­φει. Εἶ­χε στὴ δι­ά­θε­σή του μό­λις μί­α νύ­χτα νὰ τὸ γε­μί­σει.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Κασ­σια­νὴ Καγ­κου­ρί­δη (1976) Σπού­δα­σε Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α στὸ Α.Π.Θ. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λή­τρια στὸ Μου­σεῖ­ο Ἀ­σι­α­τι­κῆς Τέ­χνης­ στην Κέρ­κυ­ρα, ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ ἐκ­θέ­σεις καὶ δί­γλωσ­σες ἐκ­δό­σεις.