Κασσιανὴ Καγκουρίδη
Ἀπρόοπτο
Ο ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΠΗΚΕ στὸ δωμάτιο, ἄναψε τὴ μικρὴ ἐπιτραπέζια Γκαλὲ σὲ σχῆμα μανιταριοῦ μὲ χαμηλὸ πόδι, καὶ ἔσκυψε ψαχουλεύοντας τὴν τσάντα της. Ὁ Σεργκέι Ντοῦσα ἄφησε τὸ βλέμμα του νὰ γλυστρήσει, πάνω ἀπὸ τὰ γυαλιὰ πρεσβυωπίας, στὸ κενὸ ἀνάμεσα στὴ μπλούζα καὶ τὸ τζίν της. Ἐκείνη σηκώθηκε κρατώντας ἕνα πολυχρησιμοποιημένο ἀντίτυπο τῶν ἐντυπώσεων τοῦ Blowitz ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τοῦ 1884, χώθηκε στὴν πολυθρόνα ἀκουμπώντας μὲ τὴν πλάτη στὸ ἕνα μπράτσο καὶ ἅπλωσε τὰ πόδια της στὸ ἄλλο. Πρὶν ξεκινήσει τὸ διάβασμα ἔπιασε νωχελικὰ μιὰ τούφα ἀπὸ τὰ μαλλιά της μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ μὲ τὸ δεξὶ ἄγγιξε τὶς ἄκρες ἐπιθεωρώντάς τες. Κράτησε μιὰ τρίχα καὶ ἔκοψε τὸ φθαρμένο τμῆμα της μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση.
Ἡ ἄνοιξη ἔφτανε στὸ τέλος της, ἀλλὰ τὰ ἄνθη στὸ βιολετί τῆς Πάρμας γέμιζαν ἀκόμη τὰ δέντρα στὴν ἀσιατικὴ πλευρὰ τοῦ Βοσπόρου. Ξαπλωμένος σὲ ἕνα κρεβάτι, διαγώνια τοποθετημένο στὸ μεγάλο καθιστικὸ μιᾶς παραθαλάσσιας ἔπαυλης κάποιων φίλων, ἔνιωθε πόνο καὶ ἀνία. Τὰ σεντόνια δὲν ἔχαναν ποτὲ μιὰ ἀνεπαίσθητη ὑγρασία, τὸ στρῶμα ἀνέδιδε μία μυρωδιὰ βρεγμένων μαλλιῶν ἀπὸ πρόβατα, τὰ ἔπιπλα ἦταν καλυμμένα μὲ λευκὰ ὑφάσματα· ἀνάμεσά τους ἔστεκαν, παράταιρα ἀκάλυπτοι, ὁ ἴδιος στὴ μπρούτζινη κοκέτα, ἕνα κομοδίνο, μία ροτόντα ἀπὸ τριανταφυλλιά, καὶ ἡ περιστασιακή του νοσοκόμα στὴν πολυθρόνα. Μιὰ ἀκαθόριστη ἐχθρότητα τὸν ἔσπρωξε νὰ τὴν οἰκτίρει νοερὰ ποὺ σπούδαζε ξεναγὸς μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μοιράζει ἐπαγγελματικὲς κάρτες μὲ τὴν Ἁγία Σοφία νὰ γυαλίζει στὰ χρώματα τῆς ἴριδας δημιουργώντας μία ψευδαίσθηση τρισδιάστατου. Νὰ τὴν χλευάζει ποὺ τὸ τσάι της ἔμοιαζε μὲ φαρμακερὸ σιρόπι. Νὰ τὴ θεωρεῖ ὑπαίτια ποὺ αὐτός, ὁ ἄλλοτε προσωπογράφος τοῦ ἀπρόοπτου, δὲν εἶχε γράψει οὔτε ἕνα στίχο. Νὰ θέλει νὰ δραπετεύσει. Τηλεφώνησε στὸ γιατρὸ καὶ ἐπέμεινε νὰ τὸν συναντήσει τὴν ἑπομένη.
Πρέπει νὰ ἦταν στὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες, ὅταν ἀκούστηκε ἕνας ἐκκωφαντικὸς θόρυβος ἀπὸ τὴ γειτονικὴ βίλα. Κάποιος ἔσπασε τὸ τζάμι τῆς μπαλκονόπορτας καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Ἀκολούθησε ἀναταραχή, πνιχτὲς φωνές, ἐνῶ ἡ μουσικὴ σταμάτησε ἀπότομα. Ἡ πόρτα τοῦ δωματίου του, ἔτριξε. Ὁ ποιητὴς μισοέκλεισε τὰ μάτια, ὅπως συνήθιζε, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι κοιμᾶται ἀλλά, ὡς ἀόρατος παρατηρητής, νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει μὲ ἄνεση ὅ,τι συμβαίνει. Τὴν εἶδε ποὺ τράβηξε τὴ ρόμπα του ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ κρεβατιοῦ, τὴν ἔριξε στοὺς ὤμους, ἄνοιξε ἕνα παράθυρο στὸ ξύλινο σαχνίσι καὶ ἔσκυψε νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Σὲ λίγο τὸ ἔκλεισε ἀθόρυβα, προχώρησε πρὸς τὴν πόρτα, ἀλλὰ κοντοστάθηκε στιγμιαῖα. Πῆρε τὸ μπλόκ του ἀπὸ τὸ κομοδίνο, ξεφύλλισε τὶς κενὲς σελίδες, τὸ ἄφησε γυρίζοντάς το ἀνάποδα, καὶ βγῆκε ἀχνοπατώντας. Ὁ Ντοῦσα ξαγρύπνησε.
Ὁ γιατρὸς ἦλθε τὸ μεσημέρι, ὅταν ἐκείνη ἔλειπε, καὶ ὁ ἄρρωστος ἀναγκάστηκε νὰ κατέβει στὸ ἰσόγειο νὰ τοῦ ἀνοίξει. Μετὰ τὴ διαβεβαίωση ὅτι σὲ λίγες μέρες θὰ μποροῦσε νὰ σχεδιάσει τὴν ἀναχώρησή του ἄρχισε νὰ ρίχνει σὲ μιὰ τσάντα πουκάμισα, παντελόνια, τὸ σημειωματάριό του, τὰ γυαλιά του, τέσσερα βιβλία, μία φωτογραφικὴ μηχανή, τὸν καπνό του, καὶ ὅ,τι ἔφτανε στὴν ἀκτίνα ποὺ μποροῦσε νὰ πιάσει τὸ χέρι του. Ἕτοιμος νὰ φύγει χωρὶς νὰ τὸν πάρει εἴδηση κανείς. Πῆγε στὸ δωμάτιό της καὶ ἔψαξε μὲ τὸ βλέμμα. Ἕνα ἀνεπαίσθητο ἄρωμα ὕπνου ἀπὸ τὸ ξέστρωτο κρεβάτι, ἕνα μαῦρο λινὸ μαντήλι προίκας μὲ πολύχρωμα σταμπωτὰ λουλούδια στὸ πόμολο τῆς πόρτας, ἕνας ὑφασμάτινος σωρὸς στὸ μπλέ τοῦ λαζουρίτη στὸ πάτωμα. Τοῦ φάνηκε ὅτι ἦταν ἡ ρόμπα του καὶ αὐθόρμητα ἔσκυψε νὰ τὴ σηκώσει. Ἕνας ὀξὺς πόνος στὴ σπονδυλικὴ στήλη σὰν μία μεγάλη βελόνα νὰ σφηνώθηκε στὸ κέντρο τῆς μέσης του τὸν ἔριξε στὰ γόνατα. Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἄρχισε νὰ σέρνεται μὲ τὶς παλάμες ἀνοιχτὲς πάνω στὸ πάτωμα, νὰ ἀγωνίζεται νὰ μετακινήσει τὸ ὑπόλοιπο σῶμα του χιλιοστὸ-χιλιοστό.
Ἔτσι τὸν βρῆκε. Ἔσκυψε πολὺ κοντὰ σχεδὸν ἀγγίζοντας μὲ τὴ μύτη της τὴ δική του. Στὸ ἐρωτηματικὸ βλέμμα της ἄνοιξε τὸ στόμα ἀλλὰ τὸ ἔκλεισε ἀπὸ πεῖσμα ἀνακατεμένο μὲ πόθο καὶ παραίτηση. Ἡ μελαχρινὴ κοκαλιάρα μάγισσα, μὲ τὸ ἔντονο περίγραμμα γύρω ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ συριακά της μάτια, τὸν τύλιξε ἀποφασιστικὰ στὰ ἴδια σεντόνια στὰ ὁποῖα ξάπλωνε σὰν πανάρχαια μούμια ἐδῶ καὶ δέκα μέρες. Μετὰ στερέωσε τὴ ρόμπα του σὲ ἕνα κινέζικο κρεμαστήρι ἀπὸ μαύρη λάκα μὲ ἔνθετο φίλντισι, τηλεφώνησε στὸ γιατρὸ καὶ ἔφυγε κλείνοντας βιαστικὰ τὴν ἐξώπορτα.
Γύρισε μὲ τὸ μούχρωμα, μπῆκε μέσα στὸ δωμάτιο, καὶ ἄνοιξε τὸ φῶς.
— Αὔριο ὁ γιατρὸς θὰ στείλει μία ἐπαγγελματία νοσοκόμα νὰ σὲ προσέχει. Θὰ σοῦ δώσω, ὅμως, κάτι γιὰ νὰ ἀντέξεις τὸν πόνο. Σὲ πειράζει νὰ μείνεις μόνος σὲ ἕνα ἄδειο σπίτι;
Ὁ ποιητὴς συγκατάνευσε ἀδύναμα. Καὶ ὅταν ἐκείνη ἔφυγε, ὅταν στὴν ἀπόλυτη σιγὴ οἱ αἰσθήσεις του ἄρχισαν νὰ ὀξύνονται καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀμβλύνονται στὴν ἀχλὴ τοῦ ὀπιώδους μείγματος, ἔπιασε τὸ ἄδειο σημειωματάριο καὶ ἄρχισε νὰ γράφει. Εἶχε στὴ διάθεσή του μόλις μία νύχτα νὰ τὸ γεμίσει.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Κασσιανὴ Καγκουρίδη (1976) Σπούδασε Ἀρχαιολογία στὸ Α.Π.Θ. Εἶναι ἐπιμελήτρια στὸ Μουσεῖο Ἀσιατικῆς Τέχνης στην Κέρκυρα, ἔχει ἐπιμεληθεῖ ἐκθέσεις καὶ δίγλωσσες ἐκδόσεις.
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Ηλικίες,Καγκουρίδη Κασσιανή,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Τέχνη | Tagged: Διήγημα,Κασσανή Καγκουρίδη,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Κασσιανὴ Καγκουρίδη: Ἀπρόοπτο ἔχουν κλείσει