Μαίρη Ρόμπισον (Mary Robison): Δικά σου

 

.

Robison,Mary-DikaSou-Eikones-01

.

ΜαίρηΡόμπισον (Mary Robison)

 

Δι­κά σου

(Y­o­u­rs)

 

04-Htta ΑΛΙΣΟΝ ΠΑΛΕΨΕ νὰ βγεῖ ἀ­π’ τὸ ἄ­σπρο της Ρε­νό, κου­τσαί­νον­τας ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῆς τε­λευ­ταί­ας κο­λο­κύ­θας. Βρῆ­κε τὸν Κλὰρκ στὸ μι­σο­σκό­τα­δο, στὴν βε­ράν­τα στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ σπι­τιοῦ ποὺ ἦ­ταν στρω­μέ­νη μὲ κλα­διὰ καὶ φύλ­λα.

       Φο­ροῦ­σε μιὰ μάλ­λι­νη σάρ­πα. Πή­γαι­νε μπρὸς-πί­σω, σὲ μιὰ ἐ­πεν­δυ­μέ­νη πο­λυ­θρό­να, ποὺ ἔ­σπρω­χνε μὲ τὶς κλει­δώ­σεις τοῦ παν­το­φλο­φο­ρε­μέ­νου πο­διοῦ του.

       Ἡ Ἄ­λι­σον κα­τέ­βα­σε μιὰ με­γά­λη κο­λο­κύ­θα, καὶ τὴν ἄ­φη­σε πά­νω στὶς πλα­τι­ὲς σα­νί­δες τοῦ πα­τώ­μα­τος.

       Ὁ Κλὰρκ ἦ­ταν πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρος, ἑ­βδο­μήν­τα ὀ­κτώ, ἐ­νῶ ἡ Ἄ­λι­σον τριά­ντα πέν­τε. Ἦ­ταν παν­τρε­μέ­νοι. Ἦ­ταν καὶ οἱ δυ­ὸ ἀρ­κε­τὰ ψη­λοὶ καὶ ἔ­μοια­ζαν κά­πως με­τα­ξύ τους στὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ προ­σώ­που. Ἡ Ἄ­λι­σον φο­ροῦ­σε μιὰ πε­ρού­κα ἀ­πὸ φυ­σι­κὴ τρί­χα. Ἦ­ταν πυ­κνὴ καὶ ξαν­θὴ σὰν κου­κού­λα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πό της. Φο­ροῦ­σε ἕ­να ἀ­νοι­χτό­χρω­μο τζὶν σή­με­ρα. Συ­νή­θως φο­ροῦ­σε ἀν­θε­κτι­κὰ ροῦ­χα, για­τί τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα πρό­σφε­ρε ἐ­θε­λον­τι­κὴ βο­ή­θεια στὸν παι­δι­κὸ σταθ­μό.

       Το­πο­θέ­τη­σε μιὰ ἀ­πὸ τὶς μι­κρό­τε­ρες κο­λο­κύ­θες στὴν μα­κριὰ πο­διὰ τοῦ Κλάρκ. «Τώ­ρα, τί­πο­τα σου­ρε­α­λι­στι­κό», τοῦ εἶ­πε. «Ἁ­πλὰ χά­ρα­ξε ἕ­να κα­νο­νι­κὸ πρό­σω­πο. Αὐ­τὰ εἶ­ναι γιὰ παι­διά.»

       Στὸ φου­α­γι­έ, πά­νω στὸ γρα­φεῖ­ο μάρ­κας H­e­p­p­l­e­w­h­i­te, ἡ Ἄ­λι­σον βρῆ­κε τὴ λί­στα τῆς ὑ­πη­ρέ­τριας μὲ τὶς δου­λει­ὲς τοῦ σπι­τιοῦ μὲ σβη­σμέ­να αὐ­τὰ ποὺ εἶ­χε ἤ­δη κά­νει, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καὶ τὸ δεῖ­πνο τοῦ Κλάρκ. Ἡ Ἄ­λι­σον κοί­τα­ξε γρή­γο­ρα τὴν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α τῆς ἡ­μέ­ρας: ἕ­να φαν­τα­χτε­ρὸ πα­κέ­το μὲ κου­πό­νια, ἕ­νας λο­γα­ρια­σμὸς ἀ­πὸ τὰ Οἰ­νο­πνευ­μα­τώ­δη Τζέ­ιμ­στα­ουν, ὁ τη­λε­ο­πτι­κὸς ὁ­δη­γὸς Νο­εμ­βρί­ου τῆς συν­δρο­μη­τι­κῆς τη­λε­ό­ρα­σης, καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο, τὸ πιὸ ἀ­στεῖ­ο, ἕ­να ἤ­δη ἀ­νοιγ­μέ­νο καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἀ­γε­νὲς γράμ­μα, ἀ­πὸ τοὺς συγ­γε­νεῖς τοῦ Κλὰρκ στὰ Βό­ρεια. «Εἶ­σαι ἕ­νας ἀ­νό­η­τος γέ­ρος», δι­ά­βα­σε ἡ Ἄ­λι­σον, καί, «Σ’ ἐ­ξα­πα­τοῦν ἀ­πάν­θρω­πα.» Ὑ­πῆρ­χε μιὰ ἐ­σώ­κλει­στη δω­ρο­ε­πι­τα­γὴ γιὰ τὸν Κλάρκ, ἀλ­λὰ δὲν ἦ­ταν ἐ­ξαρ­γυ­ρώ­σι­μη, ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν ὑ­πο­γε­γραμ­μέ­νη, «Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός».

       Ἀρ­γά, ἀρ­γὰ τὴ νύ­χτα αὐ­τή, ἡ Ἄ­λι­σον καὶ ὁ Κλὰρκ ξε­κοί­λια­σαν καὶ χά­ρα­ξαν τὶς κο­λο­κύ­θες μα­ζί, πά­νω σε ἕ­να πα­λιὸ τρα­πέ­ζι στη­μέ­νο στὴν πί­σω αὐ­λή, πά­νω σε ἐ­φη­με­ρί­δες πά­νω ἀ­πὸ μου­σκε­μέ­νες ἐ­φη­με­ρί­δες, μὲ μα­χαι­ρά­κια καὶ κου­τά­λια καὶ μὲ ἕ­να ἑλ­βε­τι­κὸ μα­χαί­ρι στρα­τοῦ ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ὁ Κλὰρκ γιὰ νὰ σχη­μα­τί­ζει μὲ ἀ­κρί­βεια τὰ δόν­τια, τὰ μά­τια καὶ τὰ ρου­θού­νια. Ὁ Κλὰρκ ὑ­πῆρ­ξε για­τρός, πα­θο­λό­γος, ἀλ­λὰ καὶ ζω­γρά­φος τὶς Κυ­ρια­κές. Οἱ τέσ­σε­ρις κο­λο­κύ­θες του ἦ­ταν ἐκ­φρα­στι­κὲς καὶ ἔ­ξυ­πνα σχε­δι­α­σμέ­νες. Τὰ χα­ραγ­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ταί­ρια­ζαν στὸ μέ­γε­θος καὶ τὸ σχῆ­μα τῶν κο­λο­κύ­θων. Οἱ δύ­ο φαί­νον­ταν ἄ­γρι­ες καὶ ἀ­κα­νό­νι­στα αἰχ­μη­ρές. Ἡ μία ἔ­δει­χνε ἔκ­πλη­ξη. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἦ­ταν γα­λή­νια καὶ φω­τει­νή.

       Τὰ τέσ­σε­ρα πρό­σω­πα ποὺ ἔ­φτια­ξε ἡ Ἄ­λι­σον ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο ἐ­πι­δέ­ξια φτι­αγ­μέ­να, μὲ σχι­σμὲς καὶ πα­ρα­μορ­φω­μέ­να ση­μεῖ­α. Εἶ­χε κό­ψει τρί­γω­να γιὰ μύ­τες καὶ μά­τια. Τὰ στό­μα­τα ποὺ εἶ­χε φτιά­ξει ἦ­ταν ἁ­πλὰ κομ­μά­τια πα­τά­τες – δύ­ο γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω καὶ δύ­ο γυ­ρι­σμέ­νες κά­τω.

       Μέ­χρι τὶς μί­α τὸ πρω­ὶ εἶ­χαν τε­λει­ώ­σει. Ὁ Κλάρκ, ποὺ εἶ­χε λυ­γί­σει τὸ κορ­μί του πρὸς τὰ ἐμ­πρὸς γιὰ νὰ δου­λέ­ψει, ἔ­γει­ρε πί­σω στὴν πο­λυ­θρό­να καὶ κοί­τα­ξε νυ­σταγ­μέ­να στὸ κε­νό. Ὅ­λα τὰ φῶ­τα ἦ­ταν σβη­στὰ ἀ­πέ­ναν­τι στὴ ρε­μα­τιά.

       Ὁ Κλὰρκ στα­μά­τη­σε. Γιὰ τὴν ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν ὥ­ρα, ἡ νύ­χτα στὴ Βιρ­τζί­νια ἦ­ταν ζε­στή. Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα φύλ­λα εἶ­χαν ἤ­δη πέ­σει καὶ σκορ­πί­σει στὸν ἄ­νε­μο, καὶ τὰ δέν­τρα ἔ­στε­καν ἀ­νε­νό­χλη­τα. Τὸ φεγ­γά­ρι ὁ­λό­γι­ο­μο ἀ­πὸ πά­νω τους.

       Ἡ Ἄ­λι­σον συ­γύ­ρι­σε τὴν ἀ­κα­τα­στα­σί­α.

       «Τὰ δι­κά σου φα­νά­ρια ἀ­πὸ κο­λο­κύ­θα εἶ­ναι πο­λύ, πο­λὺ πιὸ κα­λὰ ἀ­πὸ τὰ δι­κά μου», τῆς εἶ­πε ὁ Κλάρκ.

       «Οὔ­τε γιὰ ἀ­στεῖ­ο», εἶ­πε ἡ Ἄ­λι­σον.

       «Κοί­τα με», εἶ­πε ὁ Κλάρκ, καὶ ἡ Ἄ­λι­σον τὸν κοί­τα­ξε.

       Αὐ­τὴ κρα­τοῦ­σε μιὰ μου­σκε­μέ­νη δέ­σμη ἐ­φη­με­ρί­δες. Οἱ ἐ­φη­με­ρί­δες βρο­μοῦ­σαν γλυ­κὰ μα­ζὶ μὲ τὴν μυ­ρω­διὰ ἀ­π’ τὴν ψί­χα τῆς κο­λο­κύ­θας.

       «Τὰ δι­κά σου εἶ­ναι πο­λὺ πιὸ κα­λά», εἶ­πε αὐ­τός.

       «Κά­νεις λά­θος. Θὰ δεῖς ὅ­ταν θ’ ἀ­νά­ψουν», εἶ­πε ἡ Ἄ­λι­σον.

       Πῆ­γε μέ­σα, κι ἦρ­θε πί­σω κρα­τών­τας κί­τρι­να κε­ριά. Τῆς πῆ­ρε λί­γη ὥ­ρα νὰ τα­κτο­ποι­ή­σει ὅ­λα τα κε­ριά, καὶ με­τὰ νὰ πα­ρα­τά­ξει τὸ τε­λι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα σὲ μιὰ σει­ρὰ πά­νω στὰ κάγ­κε­λα τῆς βε­ράν­τας. Προ­χώ­ρη­σε καὶ ἄ­να­ψε ὅ­λα τα κε­ριὰ καὶ στε­ρέ­ω­σε κα­λά τα κα­πά­κια τῶν κο­λο­κύ­θων πά­νω ἀ­πὸ τὶς μι­κρὲς φλό­γες.

       «Βλέ­πεις;» τοῦ εἶ­πε.

       Ἔ­μει­ναν μα­ζὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ καὶ κοι­τοῦ­σαν τὰ πορ­το­κα­λιὰ πρό­σω­πα.

       «Εἴ­μα­στε ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νοι. Εἶ­ναι ὥ­ρα γιὰ κα­λη­νύ­χτα», εἶ­πε ἡ Ἄ­λι­σον. «Μὴν σβή­σεις τὰ κε­ριά. Θὰ βά­λω και­νούρ­για αὔ­ριο.»

       Ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα, στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρά τους, με­ρι­κὲς βδο­μά­δες νω­ρί­τε­ρα στὴ ζω­ή της ἀ­π’ ὅ­,τι εἶ­χαν προ­βλέ­ψει, ἡ Ἄ­λι­σον ἄρ­χι­σε νὰ ἀρ­γο­πε­θαί­νει. «Μὴ μὲ κοι­τά­ξεις ἂν βγεῖ ἡ πε­ρού­κα μου», εἶ­πε στὸν Κλάρκ. «Σὲ πα­ρα­κα­λῶ.»

       Ὁ σφυγ­μός της φτε­ρού­γι­ζε κά­τω ἀ­πὸ τὰ δά­χτυ­λά του. Σή­κω­σε τὰ γό­να­τά της καὶ κλώ­τση­σε πί­σω το πά­πλω­μα. Εἶ­πε κά­τι στὸν Κλὰρκ σχε­τι­κὰ μὲ τὸ κλεί­δω­μα τοῦ γκα­ράζ.

       Μι­λών­τας στὸ τη­λέ­φω­νο, ὁ Κλὰρκ εἶ­χε ξε­κά­θα­ρη θέ­α πί­σω στὴ βε­ράν­τα. Ἤ­θε­λε νὰ με­θύ­σει μα­ζὶ μὲ τὴ γυ­ναί­κα του ἀ­κό­μα μιὰ φο­ρά. Ἤ­θε­λε νὰ τῆς πεῖ, λό­γῳ τῆς πιὸ σφαι­ρι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης ποὺ εἶ­χε, ὅ­τι τὸ νὰ κα­τέ­χεις μό­νο ἕ­να μι­κρὸ τα­λέν­το, σὰν τὸ δι­κό του, ἦ­ταν ἕ­να ἀ­παί­σιο καὶ κα­τα­στρο­φι­κὸ πράγ­μα, ὅ­τι τὸ νὰ εἶ­σαι ἁ­πλὰ λί­γο ξε­χω­ρι­στὸς σή­μαι­νε πὼς πε­ρί­με­νες πά­ρα πολ­λά, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, καὶ πο­λὺ λί­γο σοῦ ἄ­ρε­σε ὁ ἑ­αυ­τός σου. Ἤ­θε­λε νὰ τὴν δι­α­βε­βαι­ώ­σει πὼς δὲν εἶ­χε χά­σει τί­πο­τα.

       Μι­λοῦ­σε στὸ τη­λέ­φω­νο τώ­ρα. Ἔ­βλε­πε τὰ φα­νά­ρια ἀ­πὸ κο­λο­κύ­θα. Τὰ φα­νά­ρια ἀ­πὸ κο­λο­κύ­θα ἔ­βλε­παν ἐ­κεῖ­νον.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992.

 

Robison,Mary-Eikona-02ΜαίρηΡό­μπι­σον (Mary Robison) (Οὐάσινγκτον, 1949). Διή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Δη­μοσί­ευ­σε τέσ­σε­ρις συλ­λογὲς δι­η­γημά­των καὶ τέσ­σε­ρα μυ­θι­στορή­μα­τα. Ἔλα­βε πολ­λὲς δια­κρί­σεις γιὰ τὸ ἔργο της καὶ θε­ω­ρεῖται ἀπὸ τοὺς κύ­ριους εἰση­γητὲς τῆς μι­νι­μα­λι­στικῆς γραφῆς. Ἔ­χει δι­δά­ξει σὲ πολ­λὰ πα­νε­πι­στή­μια καὶ ἡ δου­λειά της ἔ­χει ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ δι­ε­θνῶς.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Κων­σταν­τί­να Διά­κου. Φοι­τή­τρια τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.