.
.
ΜαίρηΡόμπισον (Mary Robison)
Δικά σου
(Yours)
ΑΛΙΣΟΝ ΠΑΛΕΨΕ νὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ ἄσπρο της Ρενό, κουτσαίνοντας ἀπὸ τὸ βάρος τῆς τελευταίας κολοκύθας. Βρῆκε τὸν Κλὰρκ στὸ μισοσκόταδο, στὴν βεράντα στὸ πίσω μέρος τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἦταν στρωμένη μὲ κλαδιὰ καὶ φύλλα.
Φοροῦσε μιὰ μάλλινη σάρπα. Πήγαινε μπρὸς-πίσω, σὲ μιὰ ἐπενδυμένη πολυθρόνα, ποὺ ἔσπρωχνε μὲ τὶς κλειδώσεις τοῦ παντοφλοφορεμένου ποδιοῦ του.
Ἡ Ἄλισον κατέβασε μιὰ μεγάλη κολοκύθα, καὶ τὴν ἄφησε πάνω στὶς πλατιὲς σανίδες τοῦ πατώματος.
Ὁ Κλὰρκ ἦταν πολὺ μεγαλύτερος, ἑβδομήντα ὀκτώ, ἐνῶ ἡ Ἄλισον τριάντα πέντε. Ἦταν παντρεμένοι. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ ἀρκετὰ ψηλοὶ καὶ ἔμοιαζαν κάπως μεταξύ τους στὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου. Ἡ Ἄλισον φοροῦσε μιὰ περούκα ἀπὸ φυσικὴ τρίχα. Ἦταν πυκνὴ καὶ ξανθὴ σὰν κουκούλα γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό της. Φοροῦσε ἕνα ἀνοιχτόχρωμο τζὶν σήμερα. Συνήθως φοροῦσε ἀνθεκτικὰ ροῦχα, γιατί τὰ ἀπογεύματα πρόσφερε ἐθελοντικὴ βοήθεια στὸν παιδικὸ σταθμό.
Τοποθέτησε μιὰ ἀπὸ τὶς μικρότερες κολοκύθες στὴν μακριὰ ποδιὰ τοῦ Κλάρκ. «Τώρα, τίποτα σουρεαλιστικό», τοῦ εἶπε. «Ἁπλὰ χάραξε ἕνα κανονικὸ πρόσωπο. Αὐτὰ εἶναι γιὰ παιδιά.»
Στὸ φουαγιέ, πάνω στὸ γραφεῖο μάρκας Hepplewhite, ἡ Ἄλισον βρῆκε τὴ λίστα τῆς ὑπηρέτριας μὲ τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ μὲ σβησμένα αὐτὰ ποὺ εἶχε ἤδη κάνει, συμπεριλαμβανομένου καὶ τὸ δεῖπνο τοῦ Κλάρκ. Ἡ Ἄλισον κοίταξε γρήγορα τὴν ἀλληλογραφία τῆς ἡμέρας: ἕνα φανταχτερὸ πακέτο μὲ κουπόνια, ἕνας λογαριασμὸς ἀπὸ τὰ Οἰνοπνευματώδη Τζέιμσταουν, ὁ τηλεοπτικὸς ὁδηγὸς Νοεμβρίου τῆς συνδρομητικῆς τηλεόρασης, καὶ τὸ χειρότερο, τὸ πιὸ ἀστεῖο, ἕνα ἤδη ἀνοιγμένο καὶ ἐξαιρετικὰ ἀγενὲς γράμμα, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τοῦ Κλὰρκ στὰ Βόρεια. «Εἶσαι ἕνας ἀνόητος γέρος», διάβασε ἡ Ἄλισον, καί, «Σ’ ἐξαπατοῦν ἀπάνθρωπα.» Ὑπῆρχε μιὰ ἐσώκλειστη δωροεπιταγὴ γιὰ τὸν Κλάρκ, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐξαργυρώσιμη, ἔτσι ὅπως ἦταν ὑπογεγραμμένη, «Ἰησοῦς Χριστός».
Ἀργά, ἀργὰ τὴ νύχτα αὐτή, ἡ Ἄλισον καὶ ὁ Κλὰρκ ξεκοίλιασαν καὶ χάραξαν τὶς κολοκύθες μαζί, πάνω σε ἕνα παλιὸ τραπέζι στημένο στὴν πίσω αὐλή, πάνω σε ἐφημερίδες πάνω ἀπὸ μουσκεμένες ἐφημερίδες, μὲ μαχαιράκια καὶ κουτάλια καὶ μὲ ἕνα ἑλβετικὸ μαχαίρι στρατοῦ ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ Κλὰρκ γιὰ νὰ σχηματίζει μὲ ἀκρίβεια τὰ δόντια, τὰ μάτια καὶ τὰ ρουθούνια. Ὁ Κλὰρκ ὑπῆρξε γιατρός, παθολόγος, ἀλλὰ καὶ ζωγράφος τὶς Κυριακές. Οἱ τέσσερις κολοκύθες του ἦταν ἐκφραστικὲς καὶ ἔξυπνα σχεδιασμένες. Τὰ χαραγμένα χαρακτηριστικὰ ταίριαζαν στὸ μέγεθος καὶ τὸ σχῆμα τῶν κολοκύθων. Οἱ δύο φαίνονταν ἄγριες καὶ ἀκανόνιστα αἰχμηρές. Ἡ μία ἔδειχνε ἔκπληξη. Ἡ τελευταία ἦταν γαλήνια καὶ φωτεινή.
Τὰ τέσσερα πρόσωπα ποὺ ἔφτιαξε ἡ Ἄλισον ἦταν λιγότερο ἐπιδέξια φτιαγμένα, μὲ σχισμὲς καὶ παραμορφωμένα σημεῖα. Εἶχε κόψει τρίγωνα γιὰ μύτες καὶ μάτια. Τὰ στόματα ποὺ εἶχε φτιάξει ἦταν ἁπλὰ κομμάτια πατάτες – δύο γυρισμένες πάνω καὶ δύο γυρισμένες κάτω.
Μέχρι τὶς μία τὸ πρωὶ εἶχαν τελειώσει. Ὁ Κλάρκ, ποὺ εἶχε λυγίσει τὸ κορμί του πρὸς τὰ ἐμπρὸς γιὰ νὰ δουλέψει, ἔγειρε πίσω στὴν πολυθρόνα καὶ κοίταξε νυσταγμένα στὸ κενό. Ὅλα τὰ φῶτα ἦταν σβηστὰ ἀπέναντι στὴ ρεματιά.
Ὁ Κλὰρκ σταμάτησε. Γιὰ τὴν ἐποχὴ καὶ τὴν ὥρα, ἡ νύχτα στὴ Βιρτζίνια ἦταν ζεστή. Τὰ περισσότερα φύλλα εἶχαν ἤδη πέσει καὶ σκορπίσει στὸν ἄνεμο, καὶ τὰ δέντρα ἔστεκαν ἀνενόχλητα. Τὸ φεγγάρι ὁλόγιομο ἀπὸ πάνω τους.
Ἡ Ἄλισον συγύρισε τὴν ἀκαταστασία.
«Τὰ δικά σου φανάρια ἀπὸ κολοκύθα εἶναι πολύ, πολὺ πιὸ καλὰ ἀπὸ τὰ δικά μου», τῆς εἶπε ὁ Κλάρκ.
«Οὔτε γιὰ ἀστεῖο», εἶπε ἡ Ἄλισον.
«Κοίτα με», εἶπε ὁ Κλάρκ, καὶ ἡ Ἄλισον τὸν κοίταξε.
Αὐτὴ κρατοῦσε μιὰ μουσκεμένη δέσμη ἐφημερίδες. Οἱ ἐφημερίδες βρομοῦσαν γλυκὰ μαζὶ μὲ τὴν μυρωδιὰ ἀπ’ τὴν ψίχα τῆς κολοκύθας.
«Τὰ δικά σου εἶναι πολὺ πιὸ καλά», εἶπε αὐτός.
«Κάνεις λάθος. Θὰ δεῖς ὅταν θ’ ἀνάψουν», εἶπε ἡ Ἄλισον.
Πῆγε μέσα, κι ἦρθε πίσω κρατώντας κίτρινα κεριά. Τῆς πῆρε λίγη ὥρα νὰ τακτοποιήσει ὅλα τα κεριά, καὶ μετὰ νὰ παρατάξει τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα σὲ μιὰ σειρὰ πάνω στὰ κάγκελα τῆς βεράντας. Προχώρησε καὶ ἄναψε ὅλα τα κεριὰ καὶ στερέωσε καλά τα καπάκια τῶν κολοκύθων πάνω ἀπὸ τὶς μικρὲς φλόγες.
«Βλέπεις;» τοῦ εἶπε.
Ἔμειναν μαζὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ κοιτοῦσαν τὰ πορτοκαλιὰ πρόσωπα.
«Εἴμαστε ἐξουθενωμένοι. Εἶναι ὥρα γιὰ καληνύχτα», εἶπε ἡ Ἄλισον. «Μὴν σβήσεις τὰ κεριά. Θὰ βάλω καινούργια αὔριο.»
Ἐκείνη τὴ νύχτα, στὴν κρεβατοκάμαρά τους, μερικὲς βδομάδες νωρίτερα στὴ ζωή της ἀπ’ ὅ,τι εἶχαν προβλέψει, ἡ Ἄλισον ἄρχισε νὰ ἀργοπεθαίνει. «Μὴ μὲ κοιτάξεις ἂν βγεῖ ἡ περούκα μου», εἶπε στὸν Κλάρκ. «Σὲ παρακαλῶ.»
Ὁ σφυγμός της φτερούγιζε κάτω ἀπὸ τὰ δάχτυλά του. Σήκωσε τὰ γόνατά της καὶ κλώτσησε πίσω το πάπλωμα. Εἶπε κάτι στὸν Κλὰρκ σχετικὰ μὲ τὸ κλείδωμα τοῦ γκαράζ.
Μιλώντας στὸ τηλέφωνο, ὁ Κλὰρκ εἶχε ξεκάθαρη θέα πίσω στὴ βεράντα. Ἤθελε νὰ μεθύσει μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του ἀκόμα μιὰ φορά. Ἤθελε νὰ τῆς πεῖ, λόγῳ τῆς πιὸ σφαιρικῆς ἀντίληψης ποὺ εἶχε, ὅτι τὸ νὰ κατέχεις μόνο ἕνα μικρὸ ταλέντο, σὰν τὸ δικό του, ἦταν ἕνα ἀπαίσιο καὶ καταστροφικὸ πράγμα, ὅτι τὸ νὰ εἶσαι ἁπλὰ λίγο ξεχωριστὸς σήμαινε πὼς περίμενες πάρα πολλά, τὶς περισσότερες φορές, καὶ πολὺ λίγο σοῦ ἄρεσε ὁ ἑαυτός σου. Ἤθελε νὰ τὴν διαβεβαιώσει πὼς δὲν εἶχε χάσει τίποτα.
Μιλοῦσε στὸ τηλέφωνο τώρα. Ἔβλεπε τὰ φανάρια ἀπὸ κολοκύθα. Τὰ φανάρια ἀπὸ κολοκύθα ἔβλεπαν ἐκεῖνον.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James, Denise Thomas and Tom Hazuka, eds., Flash Fiction – 72 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 1992.
ΜαίρηΡόμπισον (Mary Robison) (Οὐάσινγκτον, 1949). Διήγημα, μυθιστόρημα. Δημοσίευσε τέσσερις συλλογὲς διηγημάτων καὶ τέσσερα μυθιστορήματα. Ἔλαβε πολλὲς διακρίσεις γιὰ τὸ ἔργο της καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς κύριους εἰσηγητὲς τῆς μινιμαλιστικῆς γραφῆς. Ἔχει διδάξει σὲ πολλὰ πανεπιστήμια καὶ ἡ δουλειά της ἔχει ἀναγνωριστεῖ διεθνῶς.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Κωνσταντίνα Διάκου. Φοιτήτρια τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20οῦ αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης.
Filed under: Αγγλικά,Διάκου Κωνσταντίνα,Θάνατος,Νοσήματα,Ρεαλισμός,Ψυχογραφία,Robison Mary | Tagged: Αγγλόφωνο διήγημα,Κωνσταντίνα Διάκου,Λογοτεχνία,Mary Robison | Τὰ σχόλια στὸ Μαίρη Ρόμπισον (Mary Robison): Δικά σου ἔχουν κλείσει