Νιόβη Κώστογλου: Γάτος στὸ χιόνι



Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου


Γά­τος στὸ χι­ό­νι


Στὸν Hendrix

ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἀ­νά­με­σα στοὺς βρά­χους εἶ­ναι στρω­μέ­νος μὲ ἕ­να ἀ­φρᾶ­το χα­λὶ ἀ­πὸ χι­ό­νι. Πλη­σιά­ζεις καὶ βλέ­πεις πὼς κι οἱ ψη­λοὶ αὐ­τοὶ βρά­χοι δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τε­ρά­στιοι στα­λαγ­μῖ­τες σχη­μα­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ πά­γο. Προ­χω­ρᾶς στὸν χι­ο­νι­σμέ­νο δι­ά­δρο­μο ἀ­νά­με­σά τους καὶ κα­θρε­φτί­ζε­σαι στὰ πα­γω­μέ­να τεί­χη ποὺ χτί­ζον­ται ἀ­κό­μα – μιὰ στα­γό­να τὴ φο­ρά. Δί­πλα σου, κα­θρε­φτί­ζε­ται καὶ μιὰ ὁ­λό­μαυ­ρη γά­τα ποὺ σὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ἐ­δῶ καὶ ἀρ­κε­τὸ και­ρό. Ὅ­σο πη­γαί­νεις πρὸς τὰ μέ­σα, ὁ ἀ­έ­ρας σφυ­ρί­ζει μιὰ δι­α­κρι­τι­κὴ με­λω­δί­α. Τὰ πό­δια σου βου­λιά­ζουν στὸ χι­ό­νι καὶ κρα­τοῦν τὸν ρυθ­μὸ στὸ σφύ­ριγ­μα, σπά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να ἀ­μέ­τρη­τες, μο­να­δι­κὲς χιο­νο­νι­φά­δες. Τὰ βή­μα­τα τῆς γά­τας δὲν ἀ­κού­γον­ται κα­θό­λου, εἶ­ναι τό­σο ἐ­λα­φρὺ τὸ πά­τη­μά της ποὺ ἴ­σα ποὺ ἀ­φή­νει με­ρι­κὰ χνά­ρια στὸ χι­ό­νι. Μό­νο ἡ ἀν­τα­νά­κλα­ση στὸν πά­γο θυ­μί­ζει τὴν ὕ­παρ­ξή της. Στὸ τέ­λος τοῦ δι­α­δρό­μου, οἱ στα­λαγ­μῖ­τες ἔ­χουν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν θό­λο ποὺ μοιά­ζει μὲ με­γά­λη σπη­λιά. Μπαί­νεις μέ­σα κι ἀλ­λά­ζει ὁ ρυθ­μός, τώ­ρα ἀ­κοῦς τὰ βή­μα­τά σου νὰ τρί­ζουν τα­ρά­ζον­τας τὸ χῶ­μα καὶ τὶς πέ­τρες. Ἡ γά­τα, ἀ­κό­μα ἀ­θό­ρυ­βη. Στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς βρί­σκε­ται ἕ­να κου­τί, τὸ πε­ρι­ερ­γά­ζε­σαι καὶ φαί­νε­ται ὅ­τι τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του λεί­πει ἀ­πὸ και­ρό. Τὸ γυ­ρί­ζεις ἀ­νά­πο­δα καὶ πέ­φτει σκό­νη. Τί­πο­τα καὶ στὸ κά­τω μέ­ρος, εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλὸ ξύ­λι­νο κου­τί. Τὸ ἀ­φή­νεις ξα­νὰ κά­τω. Ἡ γά­τα πλη­σιά­ζει γιὰ νὰ τὸ πε­ρι­ερ­γα­στεῖ. Τὸ κε­νό του τὴν τρα­βά­ει σὰν μα­γνή­της, πα­τά­ει τὸ ἕ­να της πό­δι καὶ βε­βαι­ώ­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι στα­θε­ρό. Μὲ μιὰ γρή­γο­ρη κί­νη­ση μπαί­νει μέ­σα, ἀ­φή­νει ἕ­να κε­λα­η­δι­στὸ νι­α­ού­ρι­σμα χα­ρᾶς καὶ στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται. Τώ­ρα, τὸ μό­νο ποὺ ἀ­κού­γε­ται εἶ­ναι τὸ γουρ­γου­ρη­τό της.


Κα­μί­α γά­τα δὲν ἀν­τι­στέ­κε­ται σὲ ἕ­να ἄ­δει­ο κου­τί, ἀ­κό­μα κι ἂν αὐ­τὸ εἶ­ναι τό­σο-δά-μι­κρὸ καὶ ἐ­κεί­νη θε­ό­χον­τρη. Οἱ γά­τες ἔ­χουν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ὅ­ρα­ση, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὸ ἴ­διο ἄ­δει­ο κου­τὶ μὲ τὸ σκι­ε­ρὸ κε­νὸ μέ­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Εἰ­δι­κὰ σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ συμ­πα­θοῦν. Ἂν ἀρ­ρω­στή­σει ὁ ἄν­θρω­πός τους ἢ πλη­γω­θεῖ, ἐ­κεῖ­νες βλέ­πουν ἕ­να ἀ­δεια­νὸ κου­τὶ μέ­σα στὸ σῶ­μα του. Βρί­σκε­ται ἄλ­λο­τε στὴν κοι­λιά, ἄλ­λο­τε στὴν καρ­διὰ κι ἄλ­λο­τε στὸ κε­φά­λι, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ εἶ­δος τοῦ λα­βώ­μα­τος ἢ τῆς ἀ­σθέ­νειας. Τὸ κε­νὸ τοῦ κου­τιοῦ τὶς προ­κα­λεῖ ὅ­σο τί­πο­τα ἄλ­λο καὶ τρέ­χουν νὰ τὸ γε­μί­σουν. Πη­δοῦν καὶ κουρ­νιά­ζουν ἐ­πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο καὶ βυ­θί­ζουν στὸ ἄ­δει­ο του κου­τὶ τὴ γουρ­γου­ρι­στή τους ὕ­παρ­ξη. Ξε­χνοῦν νὰ παί­ξουν ἢ νὰ κυ­νη­γή­σουν ζω­ύ­φια, μό­νο κά­θον­ται μὲ τὶς ὧ­ρες καὶ ζυ­μώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὰ μπρο­στι­νά τους πό­δια. Τό­τε, τὸ κε­νὸ γε­μί­ζει μὲ τὴν ἁ­πα­λή τους γού­να καὶ ἡ κρύ­α σκιὰ τῆς ἀ­δει­ο­σύ­νης ξε­χει­λί­ζει μὲ γα­τί­σια ζε­στα­σιά.


* * *


Τὸ τρα­γού­δι σώ­πα­σε, ἡ γά­τα κοι­μή­θη­κε μέ­σα στὸ κου­τί. Τὸ κοι­τᾶς καὶ φαί­νε­ται πά­λι ἄ­δει­ο. Τὸ ση­κώ­νεις καὶ τὸ γυρ­νᾶς ἀ­νά­πο­δα, πέ­φτουν με­ρι­κὲς μαῦ­ρες τρί­χες. Ἦ­ταν με­γά­λο τὸ κε­νὸ ποὺ εἶ­χε νὰ γε­μί­σει καὶ δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ σὲ ἀ­κο­λου­θή­σει στὴν ἐ­πι­στρο­φή. Πιά­νεις μιὰ πέ­τρα καὶ σκα­λί­ζεις μιὰ γά­τα ἐ­πά­νω στὸ ξύ­λο τοῦ κου­τιοῦ. Τὸ το­πο­θε­τεῖς προ­σε­κτι­κὰ στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς καὶ γυρ­νᾶς νὰ φύ­γεις. Ἔ­χεις πολ­λὲς μο­να­δι­κὲς χι­ο­νο­νι­φά­δες νὰ σπά­σεις στὴ δι­α­δρο­μή. Ἴ­σως κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς νὰ ἔ­χει καὶ σχῆ­μα γά­τας.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου (Ἀ­θή­να, 1983). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δι­α­φή­μι­ση καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ συγ­γρα­φὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ποι­η­μά­των. Ἔρ­γα της ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ στὴ συλ­λο­γὴ Σὰν βγῶ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ φυ­λα­κή ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γρα­φή, στὴ συλ­λο­γὴ Δώ­μα­τα μὲ θέ­α ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες καὶ ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Κώστογλου Νιόβη: Ἐπίπεδο ρολόι


Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου


Ἐ­πί­πε­δο: Ρο­λό­ϊ


ΟΥ ΑΡΕΣΕΙ νὰ κοι­τά­ζεις τὸ πρω­ϊ­νὸ φῶς νὰ δι­α­θλᾶ­ται ἀ­πὸ τὸ τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου καὶ νὰ χρω­μα­τί­ζει τὸ δω­μά­τιο μὲ τὸ θα­λασ­σί τῆς κουρ­τί­νας. Ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, σοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ κά­νεις με­γά­λες βόλ­τες μὲ τὸ πο­δή­λα­το καὶ νὰ νι­ώ­θεις τὸν ἄ­νε­μο νὰ σοῦ παίρ­νει τὰ μαλ­λιά. Βέ­βαι­α, ζεῖς πά­νω σε ἕ­να ρο­λό­ι καὶ χρει­ά­ζε­ται νὰ προ­σέ­χεις δια­ρκῶς γιὰ νὰ μὴν σὲ φτά­σουν οἱ δεῖ­κτες του καὶ σοῦ κό­ψουν τὸ κε­φά­λι.

        Θυ­μᾶ­σαι μιὰ ὄ­μορ­φη κο­πέ­λα ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σε κι ἀ­νέ­μι­ζε τὸ μα­κρὺ φου­λά­ρι της ἀ­πὸ τὸ ξε­σκέ­πα­στο αὐ­το­κί­νη­το. Ὅ­ταν τὴν ἔ­φτα­σε ὁ δεί­κτης, δὲν τὸν εἶ­δε. Κι αὐ­τός, τύ­λι­ξε στὴ ρό­δα τὸ φου­λά­ρι καὶ τὴν ἔ­πνι­ξε. Με­τά, ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος ὁ εὐ­φυ­ὴς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας ποὺ ἔ­χτι­σε στὴν πό­λη του πο­λύ­χρω­μα κτί­ρια γιὰ νὰ τὰ θαυ­μά­ζει στὸν πε­ρί­πα­τό του. Αὐ­τόν, μό­λις τὸν ἔ­φτα­σε ὁ δεί­κτης, ἔ­φε­ρε μπρο­στά του ἕ­να τρὰμ καὶ τὸν πά­τη­σε.

        Ἴ­σως πιὸ τυ­χε­ρὸς νὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος ὁ κω­μι­κὸς μὲ τὸ βρώ­μι­κο χι­οῦ­μορ ποὺ μιὰ μέ­ρα τοῦ εἶ­παν ἕ­να τό­σο προ­σβλη­τι­κὸ ἀ­στεῖ­ο γιὰ τὴν ἀ­δερ­φή του κι ἐ­κεῖ­νος ἄρ­χι­σε νὰ γε­λά­ει ἀ­στα­μά­τη­τα. Τό­τε τὸν βρῆ­κε ὁ δεί­κτης, ἔ­σπρω­ξε τὴν κα­ρέ­κλα καὶ με­τὰ τὸν γδοῦ­πο ποὺ ἔ­κα­νε τὸ κε­φά­λι του στὸ πά­τω­μα, τοῦ κό­πη­κε τὸ γέ­λιο γιὰ πάν­τα. Κι ἄς μὴν εἶ­χε κὰν ἀ­δερ­φή.

        Ἐ­σὺ ἔ­χεις σί­γου­ρα τὸ μυ­στι­κό σου. Τρέ­χεις πά­νω στὸ ἐ­πί­πε­δο ρο­λόϊ κι ὅ­ταν φτά­νει κον­τά σου ὁ δεί­κτης, μὲ μι­σὸ ἅλ­μα, χω­ρί­ζεις τὸ σῶ­μα σου στὰ δύ­ο γιὰ νὰ πε­ρά­σει ἀ­νά­με­σα καὶ νὰ τὴ γλι­τώ­σεις. Ὅ­μως, κά­θε φο­ρά, ὁ ὕ­που­λος λε­πτο­δεί­κτης σοῦ κό­βει μιὰ φλού­δα καὶ σὲ λι­γο­στεύ­ει.

        Θὰ ἦ­ταν πιὸ πρα­κτι­κὸ ἂν εἶ­χες βρεῖ τρό­πο νὰ φτιά­χνεις ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα σου ὅ­πο­τε περ­νοῦν ἀ­πὸ κον­τά σου οἱ δεῖ­κτες. Τό­τε, θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ τὸ ἀ­φή­νεις πί­σω καὶ νὰ κρύ­βε­σαι σὲ μιὰ γω­νιὰ γιὰ νὰ δεῖς τί θὰ τὸ κά­νουν. Ἴ­σως νὰ πε­τοῦ­σαν τὸ πο­δή­λα­το στὴ θά­λασ­σα καὶ νὰ φρόν­τι­ζαν νὰ κα­τα­πι­εῖς μιὰ με­γά­λη πο­σό­τη­τα ἀ­πὸ μι­κρὰ ψά­ρια γιὰ νὰ πνι­γεῖς ἢ νὰ ἔ­ρι­χναν τὸ τα­βά­νι στὸ κε­φά­λι σου, ἐ­νῶ χα­ζεύ­εις τὸ πρω­ϊ­νὸ φῶς ποὺ μπαί­νει ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἴ­σως καὶ νὰ γε­λοῦ­σαν «τὶκ-τὰκ-τὶκ-τάκ».



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου (Ἀ­θή­να, 1983). Σπού­δα­σε Δι­α­φή­μι­ση καὶ Δη­μό­σι­ες Σχέ­σεις στὴν Ἀ­θή­να, ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δι­α­φή­μι­ση καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ συγ­γρα­φὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ποι­η­μά­των. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔντυ­πα καὶ ἠ­λεκτρο­νικὰ περι­οδι­κά. Ἔχει συμμετάσχει στὴ συλλογικὴ ἔκδοση διη­γημάτων Δώ­μα­τα μὲ θέα (Παρά­ξε­νες Μέρες, 2020).