Μὶκ Τζάκσον (Mick Jackson)
Περνώντας τὸ ποτάμι
(Crossing the river)
«ΝΕΚΡΟΦΟΡΑ» βασικὰ εἶναι ἕνα εὐρύχωρο μαῦρο αὐτοκίνητο, ποὺ χρησιμεύει στὸ πέρασμα τῶν νεκρῶν ἀπὸ ἕναν τόπο σὲ ἄλλο, μὲ μεγάλα παράθυρα κι ἀπ’ τὶς δυὸ πλευρές, ὥστε νὰ φαίνεται τὸ φέρετρο, καὶ μερικοὺς ἄνδρες μὲ μαῦρα κοστούμια, ποὺ κάθονται στητοὶ καὶ τοῦ κρατοῦν συντροφιά.
Οἱ νεκροφόρες συνήθως πᾶνε πολὺ ἀργά. Οἱ νεκροφόρες κατὰ κάποιο τρόπο ἁπλῶς, γλιστροῦν. Καθὼς λοιπὸν περνοῦν στὸ δρόμο φέρνουν μαζί τους κι ἕναν ἀέρα μελαγχολίας, σὰν ἕνα μεγάλο, μαῦρο σύννεφο ποὺ σκεπάζει τὸν ἥλιο.
Θεωρεῖται ἀπρέπεια ἀπὸ τὰ ἄλλα αὐτοκίνητα νὰ κορνάρουν ἢ νὰ ἀνάβουν τοὺς προβολεῖς τους στὶς νεκροφόρες γιὰ νὰ τὶς ὑποχρεώσουν νὰ προχωρήσουν, ὅπως θεωρεῖται ἀπρέπεια καὶ τὸ νὰ χτυπάει κανεὶς ἡλικιωμένες κυρίες ἢ νὰ γελάει δυνατὰ μέσα σὲ βιβλιοθῆκες. Ἂν δεῖ κανεὶς νεκροφόρα μὲ φέρετρο συνήθως βγάζει τὸ καπέλο του καὶ στέκεται προσοχὴ ὥσπου αὐτὴ νὰ περάσει. Ἂν πάλι δὲν φοράει καπέλο, τότε σκύβει τὸ κεφάλι. Αὐτὸ ὀνομάζεται «δεῖγμα σεβασμοῦ πρὸς τὸ νεκρό», ἀλλά, στὴ πραγματικότητα, εἶναι δεῖγμα σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.
Οἱ Γούντραφ ἦταν οἱ ἀπολύτως κατάλληλοι νεκροθάφτες. Τὸ πρόσωπο τοῦ γερο-Γούντραφ ἔμοιαζε μὲ λαγωνικοῦ καὶ οἱ τρεῖς γιοί του —ὁ Βέρνον, ὁ Ἒρλ καὶ ὁ Λέναρντ — ἦταν τόσο θλιβεροί, ὅσο θὰ περίμενε κανείς.
Καταρχήν, οἱ Γούντραφ δὲν ἦταν καὶ ἡ εὐτυχέστερη οἰκογένεια. Ὕστερα ἡ Λίλιαν Γούντραφ, σύζυγος καὶ μητέρα, πέθανε πρὶν ἀκόμα οἱ γιοί της μεγαλώσουν, πράγμα ποὺ ἔκανε μιὰ δύσκολη ζωὴ ἀκόμα δυσκολοτερη ἀφήνοντας ἕνα στίγμα λύπης καὶ στοὺς τέσσερις ἄνδρες.
Τοῦ γερο-Γούντραφ τοῦ ἄρεσε νὰ κάθεται στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ. Τὸ θεωροῦσε δικαίωμά του, ἀφοῦ ἦταν ὁ γηραιότερος τῆς οἰκογένειας καὶ πίστευε ὅτι ἡ κατηφὴς συμπεριφορά του βοηθοῦσε στὴν ἀπόδοση τοῦ κλίματος γενικά. Τοὺς γιούς του δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἰδιαίτερα τὸ ποῦ θὰ καθίσουν, ἂν καὶ ὁ Βέρνον σχεδὸν πάντα ὁδηγοῦσε, ποὺ σήμαινε ὅτι ὁ Ἒρλ κι ὁ Λέναρντ συνήθως κατέληγαν πίσω.
Ὅταν κυκλοφοροῦσαν μὲ τὸ αὐτοκίνητο, ἡ γενικὴ αἴσθηση ἦταν ὅτι ἔπρεπε νὰ κοιτάζουν ἴσια μπροστὰ καὶ νὰ μένουν ὅσο τὸ δυνατὸν ἀπαθεῖς. Τὸ ξύσιμο τῆς μύτης, τὸ χαμόγελο, τὸ χασμουρητὸ καὶ οἱ γκριμάτσες, ὅλα θεωροῦνταν ἀνάρμοστα. Ἂν προσπερνοῦσαν κάποιο παλιόφιλο στὸ δρόμο, ἀρκοῦνταν σὲ κοφτὸ γνέψιμο τοῦ κεφαλιοῦ ἢ σὲ διακριτικὸ κλείσιμο τοῦ ματιοῦ καὶ κάθε συζήτηση μέσα στὴ νεκροφόρα γινόταν μὲ τὴν ἄκρη τοῦ στόματος καὶ μὲ ἐλάχιστες ἐκφράσεις.
Σίγουρα οἱ Γούντραφ ἤξεραν τί ἔκαναν. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια θὰ πρέπει νὰ εἶχαν παραδώσει ἀρκετὲς ἑκατοντάδες, ἂν ὄχι χιλιάδες, πτώματα στὸν τελικὸ τόπο ἀναπαύσεώς τους. Μόλις οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν αἰφνιδίως μὲ ἕνα πτῶμα στὴ κατοχή τους, οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους συνήθως τηλεφωνοῦσαν ἦταν οἱ Γούντραφ. Σὲ ὁρισμένες περιστάσεις, λίγη κατήφεια ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ μιὰ τέτοια φήμη δὲν ἀνακούφισε τὸν γερο-Γούντραφ ἐκείνη τὴν μοιραία Παρασκευή, ὅταν μεταφέροντας κάποιον ἡλικιωμένο γιὰ τὴν κηδεία του, πέρα στὴν ἐξοχή, ὁ Βέρνον, κοίταξε στὸν καθρέφτη καὶ δὲν εἶδε, ὅπως θά ‘πρεπε, τὸ αὐτοκίνητο μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ ἡλικιωμένου νὰ ἀκολουθεῖ.
« Χμμ», εἶπε ὁ Βέρνον.
«Τί ἐννοεῖς – χμμ;» τὸν ρώτησε ὁ πατέρας του.
«Οἱ πενθοῦντες», εἶπε ὁ Βέρνον. «Δὲν φαίνονται πουθενά.»
Ἂν δὲν εἶχαν τὴν ἐμπειρία τόσων χρόνων, ὁ Ἒρλ κι ὁ Λέναρντ μπορεῖ καὶ νὰ ἔμπαιναν στὸ μεγάλο πειρασμὸ νὰ κοιτάξουν πίσω τους, ἀλλὰ κι οἱ τέσσερις Γούντραφ συνέχισαν νὰ κοιτάζουν μπροστά, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν τοὺς ἔβλεπε κανείς. Ὁ Βέρνον σταμάτησε ἁπαλὰ τὴ νεκροφόρα καὶ κοίταξε μὲ ἐλπίδα στὸν καθρέφτη, ἀλλὰ τὸ αὐτοκίνητο μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ δὲν ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του.
«Βλάκα», εἶπε ὁ Λέναρντ ἀπὸ τὸ πίσω κάθισμα. «Πῶς μπόρεσες νὰ τοὺς χάσεις;»
Ὁ Βέρνον δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ἰδέα.
«Μπορεῖ νὰ ἔστριψαν σὲ λάθος στροφή», εἶπε.
Ὁ πατέρας τους κουνοῦσε σοβαρὸς τὸ κεφάλι του.
«Εἶναι μιὰ κακὴ μέρα», εἶπε. «Πολὺ κακή. Τὸ ἤξερα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι.»
Οἱ Γούντραφ στάθηκαν καὶ περίμεναν σ’ ἐκεῖνον τὸν ἐξοχικὸ δρόμο γιὰ πέντε ὁλόκληρα λεπτά, μὰ κανένα ἄλλο ὄχημα δὲν φάνηκε στὸ ὀπτικό τους πεδίο. Ἡ μόνη τους συντροφιὰ ἦταν δυὸ ἀγελάδες ποὺ πλησίασαν ἀργόσυρτα καὶ χώσανε τὰ κεφάλια τους μέσα ἀπὸ τὴν πρασιά, στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, νὰ δοῦν τί γίνεται.
Στὸ τέλος ὁ γερο-Γούντραφ ξέσπασε.
«Αὐτὸ εἶναι ἐξωφρενικό», εἶπε καὶ ἔδωσε ὁδηγίες στὸν Βέρνον νὰ ξεκινήσει. «Ἴσα-ἴσα θὰ τοὺς προλάβουμε στὴν ἐκκλησία.»
Ἔτσι λοιπὸν περνοῦσαν βιαστικὰ μέσα ἀπὸ στενοὺς δρόμους ποὺ ὅλο καὶ στένευαν, καὶ συνέχιζαν σὲ δρομάκια τόσο κακοτράχαλα καὶ γεμάτα λακκοῦβες, ποὺ δὲν ἄξιζαν κὰν νὰ λέγονται δρομάκια. Στὰ μισὰ ἑνὸς ἀπότομου λόφου μιὰ ἀπὸ τὶς ρόδες τῆς νεκροφόρας ἔπεσε σὲ λακκούβα μὲ τέτοια δύναμη ποὺ τὸ φέρετρο ἀναπήδησε, σὰν ὁ νεκρὸς νὰ ξανασκέφτηκε τὸ θέμα περὶ ταφῆς καὶ νὰ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἀκυρώσει. Ὁ Ἒρλ καὶ ὁ Λέναρντ δὲν ἀνησύχησαν καθόλου. Εἶχαν πέσει καὶ σὲ μεγαλύτερες λακκοῦβες στὸ παρελθὸν καί, χωρὶς λέξη, σήκωσαν ταυτόχρονα ἕνα καθησυχαστικὸ χέρι πάνω ἀπὸ τὸν ὦμο τους καὶ κράτησαν τὸ φέρετρο ὥστε νὰ πάψει νὰ τοὺς χτυπάει πίσω στὸ κεφάλι.
Χοντροὶ θάμνοι ἔγδερναν μὲ στριγκοὺς ἤχους τὰ πλάγια της νεκροφόρας. Ὁ γερο-Γούντραφ κουνοῦσε ξανὰ τὸ κεφάλι.
«Ἔπρεπε νὰ ἔχουμε ἐλέγξει τὸ δρομολόγιο», εἶπε μὲ ἔμφαση. «Ἔπρεπε νὰ πηγαίνουμε μόνο στὶς ἐκκλησίες ποὺ γνωρίζουμε.»
Ἡ αὐτοπεποίθηση τοῦ Βέρνον, γιὰ τὸ ποῦ βρίσκονταν καὶ ποῦ πήγαιναν, ἀνέβαινε καὶ κατέβαινε ὅπως καὶ τὰ δρομάκια ποὺ ἀκολουθοῦσαν. Ἐπίσης, κάποιες περίεργες στιγμὲς παραδέχτηκε (ἂν καὶ μόνο στὸν ἑαυτό του) ὅτι δὲν εἶχε ἰδέα γιὰ τὸ ποῦ μπορεῖ νὰ ἦταν. Θὰ εἶχε περισσότερες ἐλπίδες νὰ βρεθεῖ σὲ κάποιο δρόμο ποὺ μποροῦσε νὰ ἀναγνωρίσει, ἂν ὁδηγοῦσε ἕνα πιὸ εὐέλικτο αὐτοκίνητο.
Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πρασιὲς εἶχαν τρία μέτρα ὕψος τὸν ἐμπόδιζε νὰ προσανατολιστεῖ κι ἁπλὰ χειροτέρευε τὰ πράγματα.
Ἀφοῦ περιπλανήθηκαν στὰ δαιδαλώδη δρομάκια γιὰ ἄλλα εἴκοσι λεπτά, βρέθηκαν τελικὰ σὲ ἕνα ξέφωτο στὴ πλαγιὰ τοῦ λόφου. Ὁ Βέρνον φρέναρε. Κάτω δεξιά τους ἔβλεπαν τὸ μεγάλο, φαρδὺ ποτάμι. Μακρύτερα διέκριναν τὶς στέγες ἑνὸς χωριοῦ, καὶ στὴ μέση, τὸ καμπαναριὸ τῆς ἐκκλησίας ποὺ ἔδειχνε πρὸς τὰ οὐράνια.
«Νά ‘το», εἶπε ὁ Βέρνον. «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐκκλησία ποὺ ψάχνουμε.»
Στὴ νεκροφόρα ἁπλώθηκε σιγὰ-σιγὰ μιὰ δυσοίωνη σιωπή.
«Ποῦ εἶναι ἡ γέφυρα»; ρώτησε ὁ Λέν.
Ὁ Βέρνον, ἔδειξε μὲ τὸν ἀντίχειρα πάνω ἀπὸ τὸν ἀριστερό του ὦμο καὶ εἶπε βιαστικά: «γύρω στὰ δέκα μίλια πρὸς τὰ ἐκεῖ.»
Ὁ γερο-Γούντραφ, ποὺ μόλις εἶχε συνέλθει, κατέρρευσε ξανά. Ρίχνοντας τὸ κεφάλι στὰ χέρια του ἄρχισε νὰ γκρινιάζει μελαγχολικά. Ὁ Ἔρλ, πραγματικὰ ἄρρωστος ἀπὸ τὴν ἀσταμάτητη ἐπίκριση καὶ τὴ γκρίνια τοῦ μπαμπᾶ του, ἦταν ἕτοιμος νὰ τοῦ πεῖ νὰ συμμαζευτεῖ, ὅταν ὁ Λέναρντ εἶδε ἕνα καλύβι κοντὰ στὸ ποτάμι.
«Λοιπόν», εἶπε. «Ὅλοι ἔξω.»
Ὁ Χάρολντ Ντίγκμπυ μόλις εἶχε ἀποφάει ἕνα πιάτο μὲ ζαμπόν, αὐγὰ καὶ τρεῖς φέτες ψωμὶ μὲ βούτυρο καὶ καθόταν στὴν ἀγαπημένη του καρέκλα μὲ μιὰ κούπα τσάι στὸ χέρι. Ἀνυπομονοῦσε νὰ πάρει ἕναν ὑπνάκο, ἀφοῦ τὸ ἔπινε. Τοῦ ἄρεσε νὰ λαγοκοιμᾶται μετὰ ἀπὸ τὸ φαγητό. Κάποτε εἶχε κλείσει τὰ μάτια γύρω στὶς δώδεκα καὶ μισὴ καὶ δὲν συνῆλθε παρὰ στὶς τρεῖς, καὶ πάνω ποὺ ἀναρωτιόταν τί πιθανότητες εἶχε, ἐτοῦτο τὸ ἀπόγευμα, νὰ σπάσει τὸ ρεκὸρ τῆς σιέστας του, κάποιος ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ βαράει τὴ μπροστινὴ πόρτα.
«Κλασικὰ ἐκνευριστικό!» μονολόγησε ὁ Χάρολντ.
Ἀκούμπησε κάτω τὴ κούπα μὲ τὸ τσάι καὶ σηκώθηκε. Ἴσιωσε τὰ μαλλιά του, μήπως κι ἦταν κάποιος σπουδαῖος καὶ ἀνοίγοντας τὴ πόρτα ἀντίκρισε τέσσερις δυσοίωνους τύπους ποὺ φοροῦσαν μαῦρα κοστούμια κι εἶχαν ἕνα φέρετρο ἀκουμπισμένο στοὺς ὤμους τους.
«Ἐσὺ εἶσαι ὁ περαματάρης;» τὸν ρώτησε ὁ πιὸ γέρος.
Ὁ καημένος ὁ Χάρολντ ἔνιωσε νὰ λιποθυμάει. Νόμισε ὅτι ὁ Θάνατος τὸν καλοῦσε. Ὅτι σκόπευε νὰ τὸν ρίξει στὸ φέρετρό του καὶ νὰ τὸν πάρει μακριά.
Κατάπιε μὲ δυσκολία. Κατάλαβε ὅτι δὲν εἶχε νόημα νὰ πεῖ ψέματα. «Ἐγὼ εἶμαι», εἶπε.
«Ὡραῖα», εἶπε ὁ γέρος. «Θέλουμε νὰ περάσεις κάτι ἀπέναντι.»
Ὁ Χάρολντ ἔνιωσε μεγάλη ἀνακούφιση, ποὺ οἱ μέρες του στὴ γῆ δὲν εἶχαν ἀκόμα τελειώσει καὶ ποὺ εἶχε κάποια χρόνια ἀκόμα, γιὰ νὰ ἐπανορθώσει. Παρ’ ὅλα αὐτά, τοὺς γνωστοποίησε ὅτι ἦταν κάθε ἄλλο παρὰ εὐχαριστημένος ποὺ θὰ ἔβαζε ἕνα πτῶμα στὴ βάρκα του, ἀκόμα κι ἂν ἦταν πτῶμα πακεταρισμένο σὲ ξύλινο κιβώτιο.
«Συνήθως, τέσσερις εἶναι τὸ ὅριο», εἶπε, καθὼς ὁδηγοῦσε τοὺς Γούντραφ καὶ τὸ φέρετρό τους πρὸς τὴν ξεχαρβαλωμένη παλιὰ ἀποβάθρα ὅπου εἶχε δεμένη τὴ βάρκα του.
«Φαντάσου τον σὰν ἀποσκευή», εἶπε ὁ Ἔρλ, πράγμα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ πάψει γιὰ λίγο.
Τὸ νὰ βάλουν τὸ φέρετρο στὴ βάρκα δὲν ἦταν πρόβλημα. Τὸ πρόβλημα ἦταν νὰ βρεῖ ὁ καθένας θέση νὰ καθίσει. Τὸ φέρετρο χωροῦσε ἀρκετὰ ἄνετα κατὰ μῆκος τῆς βάρκας, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἦταν ἀρκετὰ φαρδιά, κι ἔτσι ὁ μόνος τρόπος νὰ ἐπιβιβαστοῦν ὅλοι ἦταν νὰ στριμωχτοῦν γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρο καὶ νὰ κρεμαστοῦν στὰ πλάγια.
Ὁ γερο-Γούντραφ ἐπέμεινε νὰ κάτσει μπροστά, ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὸ αὐτοκίνητο. Οἱ ὑπόλοιποι δοκίμασαν, χωρὶς ἐπιτυχία, νὰ διαμοιραστοῦν στὴ βάρκα μὲ διάφορους τρόπους. Κι ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ μπαμπάς τους συνέχιζε νὰ λέει ὅτι εἶχαν ἀργήσει κι ὅτι ὁ κόσμος θὰ περίμενε, μέχρι ποὺ τελικὰ ὁ Χάρολντ Ντίγκμπυ πῆρε τὴν κατάσταση στὰ χέρια του καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι ἐκεῖνος ἔπρεπε νὰ καθίσει καβάλα στὸ φέρετρο γιὰ νὰ κωπηλατεῖ, γιὰ αὐτό, τὸ πιὸ λογικὸ θὰ ἦταν καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ κάνουν τὸ ἴδιο.
Ἔτσι λοιπὸν ἔβαλαν πλώρη κι οἱ πέντε τους καβάλα στὸ φέρετρο, σὰν μιὰ μακάβρια βαρκάδα σὲ πανηγύρι. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄφησαν τὴν προκυμαία, ὅλοι σώπασαν. Οἱ Γούντραφ ἦταν ὅσο πιὸ πολὺ μποροῦσαν συγκεντρωμένοι. Ἡ ὅλη σύνθεση εἶχε κάπως ψηλὸ κέντρο βάρους, ἀλλὰ ὁ κύριος Ντίγκμπυ τοὺς διαβεβαίωνε ὅτι ἂν ἔμεναν ἀπολύτως ἀκίνητοι, θὰ τοὺς περνοῦσε στὴν ἄλλη ὄχθη σὲ ἐλάχιστο χρόνο.
Τὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ ὣς τὰ μισά της διαδρομῆς, καθὼς ὁ κύριος Ντίγκμπυ κωπηλατοῦσε κοιτάζοντας πρὸς τὰ πίσω στὸ καλύβι του καὶ οἱ Γούντραφ πρὸς τὰ ἐμπρός. Προχωροῦσαν τὸ ἴδιο ἁπαλὰ καὶ σιωπηλὰ ὅπως ἔκαναν καὶ στὴ νεκροφόρα τους ὅταν ὁ Λέναρντ ἄρχισε νὰ μετακινεῖται νευρικά.
«Τί γίνεται ἐκεῖ πίσω;» ρώτησε ὁ γερο-Γούντραφ.
«Τὸ σώβρακό μου», εἶπε ὁ Λέναρντ. «Μὲ ἐνοχλεῖ.».
Ὅλοι τοῦ εἶπαν νὰ κάτσει ἀκίνητος μέχρι νὰ φτάσουν στὸν προορισμό τους. Μὰ ὁ Λέναρντ δὲν μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ τίποτα ἄλλο. Σήκωσε τελείως τὰ ὀπίσθιά του ἀπὸ τὸ φέρετρο, ἅρπαξε μὲ τὸν ἀντίχειρα τὸ ἐνοχλητικὸ κομμάτι τοῦ σώβρακου καὶ τραβώντας το ἀπότομα, τὸ ἐλευθέρωσε. Ἀλλὰ ὅταν ξανακάθισε δὲν ὑπολόγισε σωστὰ τὸ ζύγισμά του καὶ γλίστρησε —ἀρκετὰ ἀπότομα— πρὸς τὰ δεξιά. Οἱ ὑπόλοιποι ἔγειραν πρὸς τὰ ἀριστερά, προσπαθώντας νὰ ἀντισταθμίσουν, ἀλλὰ τὸ παράκαναν. Ἡ βάρκα ἔγειρε ἀπὸ τὴ μιά, μετὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ μὲ κάθε ταλάντωση ἔπαιρνε φόρα, μέχρι ποὺ τελικὰ ἀναποδογύρισε καὶ «ἄδειασε» τοὺς Γούντραφ, τὸν Χάρολντ Ντίγκμπυ καὶ τὸ φέρετρο μέσα στὸ ποτάμι.
Φοβεροὶ παφλασμοὶ καὶ χτυπήματα ἐπακολούθησαν, καθὼς ὁ καθένας πάλευε νὰ κρατήσει τὸ κεφάλι του ἔξω ἀπὸ τὸ νερό. Ἀλλὰ ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ κάθε ναυαγοσώστης ἄξιος της φήμης του, ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ κολυμπάει κανεὶς φορώντας μόνο ἕνα μαγιὸ κι ἄλλο νὰ εἶναι τελείως ντυμένος. Ὁ Λέναρντ, ὁ Ἒρλ κι ὁ Βέρνον δὲν ἦταν ἰδιαίτερα καλοὶ κολυμβητές. Ἀκόμα κι ὁ κύριος Ντίγκμπυ δὲν ἦταν τόσο καλός, ὅσο θὰ περίμενε κανείς. Μὰ ὁ γερο-Γούντραφ δὲν ἤξερε καθόλου κολύμπι καὶ τὸ μόνο ποὺ σκέφτηκε νὰ κάνει ἦταν νὰ κλοτσάει τὰ πόδια του καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἁρπάξει τὸ νερό.
«Ὅπως τὰ σκυλιά... ὅπως τὰ σκυλιά», φώναξε δυνατά, γιὰ νὰ ἐμψυχώσει τὸν ἑαυτό του.
Ἡ ἀναποδογυρισμένη βάρκα ἦταν ἤδη εἴκοσι μέτρα μακριά τους. Τὸ μόνο ποὺ ἐπέπλεε καὶ ἀπὸ ὅπου μποροῦσαν νὰ κρατηθοῦν ἦταν τὸ φέρετρο καὶ μόλις τὸ ἔπιασαν, δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ τὸ ἀφήσουν.
Καθὼς ἕνας-ἕνας περνοῦσε τὸ χέρι του γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρο, αὐτὸ κλυδωνίστηκε καὶ τινάχτηκε ἀπειλητικά, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀπογοήτευσε. Ἀφοῦ πιὰ εἶχαν κρατηθεῖ καὶ οἱ πέντε, τοὺς πῆρε λίγη ὥρα νὰ καθαρίσουν τὰ πνευμόνια τους καὶ νὰ πάρουν μιὰ ἀνάσα.
«Εἶσαι ἐντάξει, μπαμπά;» ρώτησε ὁ Λέναρντ.
Ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἐντάξει, ἀλλὰ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ νερὸ τὸ γρηγορότερο δυνατόν. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ προτείνει κάποιος ἰδιαίτερα ἕνας-δυὸ ἄρχισαν νὰ χτυπᾶνε τὰ πόδια τους, καὶ σύντομα κι οἱ πέντε ἔσπρωχναν ἀργὰ τὸ φέρετρο, στὸ ὑπόλοιπο τῆς διαδρομῆς.
«Νὰ κλοτσᾶτε», εἶπε ὁ γερο-Γούντραφ, ποὺ ἔγινε ξαφνικὰ ἔμπειρος κολυμβητής. «Νὰ κλοτσᾶτε μὲ τὰ πόδια σας.»
Ὅταν ἔφτασαν στὴν ἄλλη ὄχθη, στάθηκαν ἕνα γύρο γιὰ λίγο, βλαστημώντας καὶ στάζοντας. Καὶ ἀφοῦ οἱ Γούντραφ συμφώνησαν τελικὰ σὲ κάποιου εἴδους ἀποζημίωση μὲ τὸν κύριο Ντίγκμπυ κι ἔκαναν τὸ πᾶν νὰ δείχνουν κάπως εὐπρεπεῖς, σήκωσαν τὸ φέρετρο στοὺς ὤμους τους καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὸ λόφο.
Τοὺς περίμενε ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο πλῆθος. Καθὼς πλησίαζαν στὴν ἐκκλησία, μιὰ ἡλικιωμένη κυρία ποὺ φαινόταν πολὺ ἀνήσυχη καὶ ποὺ ἔπρεπε λογικὰ νὰ εἶναι ἡ χήρα τοῦ νεκροῦ, προχώρησε πρὸς τὸ μέρος τους. Σταμάτησαν στὴ πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα τοὺς κοίταξε ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω. Τὰ κοστούμια τους μούσκεμα καὶ τὰ μαλλιά τους κολλημένα στὸ κεφάλι. Ὅσο στέκονταν ἐκεῖ, μικρὲς λιμνοῦλες σχηματίζονταν γύρω ἀπὸ τὰ πόδια τους.
«Ποῦ στὴν εὐχὴ ἤσασταν;» ρώτησε τὸν γερο-Γούντραφ.
Ἐκεῖνος καθάρισε τὸ λαιμό του καὶ ἐπιστράτευσε ὅσο κύρος τοῦ εἶχε μείνει κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες.
«Ἐλέγξαμε τὰ ἀρχεῖα, κυρία», εἶπε, «καὶ δὲν βρήκαμε πιστοποιητικὸ βαφτίσεως. Σκεφτήκαμε λοιπὸν —γιὰ νὰ εἴμαστε σίγουροι— ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα νὰ τὸν βαφτίσουμε.»
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Δέκα Μαῦρες Ἱστορίες (Ten Sorry Tales (ἔκδ. Faber and Faber Limited, 2005).
Μὶκ Τζάκσον (Mick Jackson, 1960). Βρεττανὸς συγγραφέας ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, πολὺ γνωστὸς γιὰ τὸ μυθιστόρημά του The Underground Man (1998· ἑλληνικά: Κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἔκδ. Νεφέλη, 1998, μτφ.: Λητὼ Σεϊζάνη). Ὁ Τζάκσον ἐργάστηκε στὸ τοπικὸ θέατρο, σπούδασε Θεατρικὲς Τέχνες στὸ Ντάρτινγκτον καὶ ἔπαιξε στὸ ρὸκ συγκρότημα «The Screaming Abdabs». Τὸ 1990 παρακολούθησε ἕνα τμῆμα δημιουργικῆς γραφῆς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Νέας Ἀγγλίας καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται τὸ Κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ἀπὸ τὸ 1995 ἀσχολεῖται ἀποκλειστικὰ μὲ τὸ γράψιμο.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἀγγλικά:
Ἑλένη Μουσαμᾶ (Ἀθήνα, 1960). Σπούδασε στὸ Παρίσι Ψυχολογία στὸ Paris XIII καὶ ὕστερα Τουριστικὰ στὴν Ecole du Tourisme στὸ Neuilly, Paris. Ἐργάστηκε στὸν τουριστικὸ κλάδο, σὲ ξενοδοχειακὴ μονάδα τῆς Ἀθήνας καὶ σὲ ἰδιόκτητο πρακτορεῖο ταξιδίων. Παρακολούθησε σεμινάριο μετάφρασης τοῦ ΕΚΕΜΕΛ, στὸ Ἀγγλικὸ τμῆμα. Διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Δέκατα. Ἀσχολεῖται ἐπίσης μὲ τὸ γράψιμο παιδικῶν βιβλίων.
Εἰκόνα: David Roberts (ἀπὸ τὴν εἰκονογράφηση τοῦ βιβλίου Ten Sorry Tales)
Filed under: Αγγλικά,Θάνατος,Κωμικό,Κοινωνικοί κώδικες,Μουσαμά Ελένη,Jackson Mick | Tagged: Αγγλικό διήγημα,Ελένη Μουσαμά,Λογοτεχνία,Mick Jackson | Τὰ σχόλια στὸ Μὶκ Τζάκσον (Mick Jackson): Περνώντας τὸ ποτάμι ἔχουν κλείσει