Μὶκ Τζάκσον (Mick Jackson): Περνώντας τὸ ποτάμι

 

 

 

 

Μὶκ Τζάκσον (Mick Jackson)

 

Περ­νών­τας τὸ πο­τά­μι

(Crossing the river)

 

«ΝΕΚΡΟΦΟΡΑ» βα­σι­κὰ εἶ­ναι ἕ­να εὐ­ρύ­χω­ρο μαῦ­ρο αὐ­το­κί­νη­το, ποὺ χρη­σι­μεύ­ει στὸ πέ­ρα­σμα τῶν νε­κρῶν ἀ­πὸ ἕ­ναν τό­πο σὲ ἄλ­λο, μὲ με­γά­λα πα­ρά­θυ­ρα κι ἀ­π’ τὶς δυὸ πλευ­ρές, ὥ­στε νὰ φαί­νε­ται τὸ φέ­ρε­τρο, καὶ με­ρι­κοὺς ἄν­δρες μὲ μαῦ­ρα κο­στού­μια, ποὺ κά­θον­ται στη­τοὶ καὶ τοῦ κρα­τοῦν συν­τρο­φιά.

       Οἱ νε­κρο­φό­ρες συ­νή­θως πᾶ­νε πο­λὺ ἀρ­γά. Οἱ νε­κρο­φό­ρες κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο ἁ­πλῶς, γλι­στροῦν. Κα­θὼς λοι­πὸν περ­νοῦν στὸ δρό­μο φέρ­νουν μα­ζί τους κι ἕ­ναν ἀ­έ­ρα με­λαγ­χο­λί­ας, σὰν ἕ­να με­γά­λο, μαῦ­ρο σύν­νε­φο ποὺ σκε­πά­ζει τὸν ἥ­λιο.

       Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πρέ­πεια ἀ­πὸ τὰ ἄλ­λα αὐ­το­κί­νη­τα νὰ κορ­νά­ρουν ἢ νὰ ἀ­νά­βουν τοὺς προ­βο­λεῖς τους στὶς νε­κρο­φό­ρες γιὰ νὰ τὶς ὑ­πο­χρε­ώ­σουν νὰ προ­χω­ρή­σουν, ὅ­πως θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πρέ­πεια καὶ τὸ νὰ χτυ­πά­ει κα­νεὶς ἡ­λι­κι­ω­μέ­νες κυ­ρί­ες ἢ νὰ γε­λά­ει δυ­να­τὰ μέ­σα σὲ βι­βλι­ο­θῆ­κες. Ἂν δεῖ κα­νεὶς νε­κρο­φό­ρα μὲ φέ­ρε­τρο συ­νή­θως βγά­ζει τὸ κα­πέ­λο του καὶ στέ­κε­ται προ­σο­χὴ ὥ­σπου αὐ­τὴ νὰ πε­ρά­σει. Ἂν πά­λι δὲν φο­ρά­ει κα­πέ­λο, τό­τε σκύ­βει τὸ κε­φά­λι. Αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­ζε­ται «δεῖγ­μα σε­βα­σμοῦ πρὸς τὸ νε­κρό», ἀλ­λά, στὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶ­ναι δεῖγ­μα σε­βα­σμοῦ πρὸς τὸν ἴ­διο τὸ θά­να­το.

       Οἱ Γούν­τραφ ἦ­ταν οἱ ἀ­πο­λύ­τως κα­τάλ­λη­λοι νε­κρο­θά­φτες. Τὸ πρό­σω­πο τοῦ γε­ρο-Γούν­τραφ ἔ­μοια­ζε μὲ λα­γω­νι­κοῦ καὶ οἱ τρεῖς γιοί του —ὁ Βέρ­νον, ὁ Ἒρλ καὶ ὁ Λέ­ναρντ — ἦ­ταν τό­σο θλι­βε­ροί, ὅ­σο θὰ πε­ρί­με­νε κα­νείς.

       Κα­ταρ­χήν, οἱ Γούν­τραφ δὲν ἦ­ταν καὶ ἡ εὐ­τυ­χέ­στε­ρη οἰ­κο­γέ­νεια. Ὕ­στε­ρα ἡ Λί­λιαν Γούν­τραφ, σύ­ζυ­γος καὶ μη­τέ­ρα, πέ­θα­νε πρὶν ἀ­κό­μα οἱ γιοί της με­γα­λώ­σουν, πράγ­μα ποὺ ἔ­κα­νε μιὰ δύ­σκο­λη ζω­ὴ ἀ­κό­μα δυ­σκο­λο­τε­ρη ἀ­φή­νον­τας ἕ­να στίγ­μα λύ­πης καὶ στοὺς τέσ­σε­ρις ἄν­δρες.

       Τοῦ γε­ρο-Γούν­τραφ τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ κά­θε­ται στὴ θέ­ση τοῦ συ­νο­δη­γοῦ. Τὸ θε­ω­ροῦ­σε δι­καί­ω­μά του, ἀ­φοῦ ἦ­ταν ὁ γη­ραι­ό­τε­ρος τῆς οἰ­κο­γέ­νειας καὶ πί­στευ­ε ὅ­τι ἡ κα­τη­φὴς συμ­πε­ρι­φο­ρά του βο­η­θοῦ­σε στὴν ἀ­πό­δο­ση τοῦ κλί­μα­τος γε­νι­κά. Τοὺς γιούς του δὲν τοὺς ἔ­νοια­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸ ποῦ θὰ κα­θί­σουν, ἂν καὶ ὁ Βέρ­νον σχε­δὸν πάν­τα ὁ­δη­γοῦ­σε, ποὺ σή­μαι­νε ὅ­τι ὁ Ἒρλ κι ὁ Λέ­ναρντ συ­νή­θως κα­τέ­λη­γαν πί­σω.

       Ὅ­ταν κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το, ἡ γε­νι­κὴ αἴ­σθη­ση ἦ­ταν ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ κοι­τά­ζουν ἴ­σια μπρο­στὰ καὶ νὰ μέ­νουν ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν ἀ­πα­θεῖς. Τὸ ξύ­σι­μο τῆς μύ­της, τὸ χα­μό­γε­λο, τὸ χα­σμου­ρη­τὸ καὶ οἱ γκρι­μά­τσες, ὅ­λα θε­ω­ροῦν­ταν ἀ­νάρ­μο­στα. Ἂν προ­σπερ­νοῦ­σαν κά­ποι­ο πα­λι­ό­φι­λο στὸ δρό­μο, ἀρ­κοῦν­ταν σὲ κο­φτὸ γνέ­ψι­μο τοῦ κε­φα­λιοῦ ἢ σὲ δι­α­κρι­τι­κὸ κλεί­σι­μο τοῦ μα­τιοῦ καὶ κά­θε συ­ζή­τη­ση μέ­σα στὴ νε­κρο­φό­ρα γι­νό­ταν μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ στό­μα­τος καὶ μὲ ἐ­λά­χι­στες ἐκ­φρά­σεις.

       Σί­γου­ρα οἱ Γούν­τραφ ἤ­ξε­ραν τί ἔ­κα­ναν. Ὅ­λ’ αὐ­τὰ τὰ χρό­νια θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­χαν πα­ρα­δώ­σει ἀρ­κε­τὲς ἑ­κα­τον­τά­δες, ἂν ὄ­χι χι­λιά­δες, πτώ­μα­τα στὸν τε­λι­κὸ τό­πο ἀ­να­παύ­σε­ώς τους. Μό­λις οἱ ἄν­θρω­ποι βρί­σκον­ταν αἰφ­νι­δί­ως μὲ ἕ­να πτῶ­μα στὴ κα­το­χή τους, οἱ πρῶ­τοι στοὺς ὁ­ποί­ους συ­νή­θως τη­λε­φω­νοῦ­σαν ἦ­ταν οἱ Γούν­τραφ. Σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­στά­σεις, λί­γη κα­τή­φεια ἦ­ταν ὅ,τι ἔ­πρε­πε. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ μιὰ τέ­τοι­α φή­μη δὲν ἀ­να­κού­φι­σε τὸν γε­ρο-Γούν­τραφ ἐ­κεί­νη τὴν μοι­ραί­α Πα­ρα­σκευ­ή, ὅ­ταν με­τα­φέ­ρον­τας κά­ποι­ον ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο γιὰ τὴν κη­δεί­α του, πέ­ρα στὴν ἐ­ξο­χή, ὁ Βέρ­νον, κοί­τα­ξε στὸν κα­θρέ­φτη καὶ δὲν εἶ­δε, ὅ­πως θά ‘πρε­πε, τὸ αὐ­το­κί­νη­το μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νου νὰ ἀ­κο­λου­θεῖ.

        « Χμμ», εἶ­πε ὁ Βέρ­νον.

        «Τί ἐν­νο­εῖς – χμμ;» τὸν ρώ­τη­σε ὁ πα­τέ­ρας του.

        «Οἱ πεν­θοῦν­τες», εἶ­πε ὁ Βέρ­νον. «Δὲν φαί­νον­ται που­θε­νά.»

       Ἂν δὲν εἶ­χαν τὴν ἐμ­πει­ρί­α τό­σων χρό­νων, ὁ Ἒρλ κι ὁ Λέ­ναρντ μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἔμ­παι­ναν στὸ με­γά­λο πει­ρα­σμὸ νὰ κοι­τά­ξουν πί­σω τους, ἀλ­λὰ κι οἱ τέσ­σε­ρις Γούν­τραφ συ­νέ­χι­σαν νὰ κοι­τά­ζουν μπρο­στά, πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι δὲν τοὺς ἔ­βλε­πε κα­νείς. Ὁ Βέρ­νον στα­μά­τη­σε ἁ­πα­λὰ τὴ νε­κρο­φό­ρα καὶ κοί­τα­ξε μὲ ἐλ­πί­δα στὸν κα­θρέ­φτη, ἀλ­λὰ τὸ αὐ­το­κί­νη­το μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ νε­κροῦ δὲν ἔ­κα­νε τὴν ἐμ­φά­νι­σή του.

        «Βλά­κα», εἶ­πε ὁ Λέ­ναρντ ἀ­πὸ τὸ πί­σω κά­θι­σμα. «Πῶς μπό­ρε­σες νὰ τοὺς χά­σεις;»

       Ὁ Βέρ­νον δὲν εἶ­χε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰ­δέ­α.

        «Μπο­ρεῖ νὰ ἔ­στρι­ψαν σὲ λά­θος στρο­φή», εἶ­πε.

       Ὁ πα­τέ­ρας τους κου­νοῦ­σε σο­βα­ρὸς τὸ κε­φά­λι του.

        «Εἶ­ναι μιὰ κα­κὴ μέ­ρα», εἶ­πε. «Πο­λὺ κα­κή. Τὸ ἤ­ξε­ρα ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ση­κώ­θη­κα ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι.»

        Οἱ Γούν­τραφ στά­θη­καν καὶ πε­ρί­με­ναν σ’ ἐ­κεῖ­νον τὸν ἐ­ξο­χι­κὸ δρό­μο γιὰ πέν­τε ὁ­λό­κλη­ρα λε­πτά, μὰ κα­νέ­να ἄλ­λο ὄ­χη­μα δὲν φά­νη­κε στὸ ὀ­πτι­κό τους πε­δί­ο. Ἡ μό­νη τους συν­τρο­φιὰ ἦ­ταν δυ­ὸ ἀ­γε­λά­δες ποὺ πλη­σί­α­σαν ἀρ­γό­συρ­τα καὶ χώ­σα­νε τὰ κε­φά­λια τους μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πρα­σιά, στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, νὰ δοῦν τί γί­νε­ται.

       Στὸ τέ­λος ὁ γε­ρο-Γούν­τραφ ξέ­σπα­σε.

        «Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἐ­ξω­φρε­νι­κό», εἶ­πε καὶ ἔ­δω­σε ὁ­δη­γί­ες στὸν Βέρ­νον νὰ ξε­κι­νή­σει. «Ἴ­σα-ἴ­σα θὰ τοὺς προ­λά­βου­με στὴν ἐκ­κλη­σί­α.»

       Ἔ­τσι λοι­πὸν περ­νοῦ­σαν βι­α­στι­κὰ μέ­σα ἀ­πὸ στε­νοὺς δρό­μους ποὺ ὅ­λο καὶ στέ­νευ­αν, καὶ συ­νέ­χι­ζαν σὲ δρο­μά­κια τό­σο κα­κο­τρά­χα­λα καὶ γε­μά­τα λακ­κοῦ­βες, ποὺ δὲν ἄ­ξι­ζαν κὰν νὰ λέ­γον­ται δρο­μά­κια. Στὰ μι­σὰ ἑ­νὸς ἀ­πό­το­μου λό­φου μιὰ ἀ­πὸ τὶς ρό­δες τῆς νε­κρο­φό­ρας ἔ­πε­σε σὲ λακ­κού­βα μὲ τέ­τοι­α δύ­να­μη ποὺ τὸ φέ­ρε­τρο ἀ­να­πή­δη­σε, σὰν ὁ νε­κρὸς νὰ ξα­να­σκέ­φτη­κε τὸ θέ­μα πε­ρὶ τα­φῆς καὶ νὰ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ τὴν ἀ­κυ­ρώ­σει. Ὁ Ἒρλ καὶ ὁ Λέ­ναρντ δὲν ἀ­νη­σύ­χη­σαν κα­θό­λου. Εἶ­χαν πέ­σει καὶ σὲ με­γα­λύ­τε­ρες λακ­κοῦ­βες στὸ πα­ρελ­θὸν καί, χω­ρὶς λέ­ξη, σή­κω­σαν ταυ­τό­χρο­να ἕ­να κα­θη­συ­χα­στι­κὸ χέ­ρι πά­νω ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο τους καὶ κρά­τη­σαν τὸ φέ­ρε­τρο ὥ­στε νὰ πά­ψει νὰ τοὺς χτυ­πά­ει πί­σω στὸ κε­φά­λι.

       Χον­τροὶ θά­μνοι ἔ­γδερ­ναν μὲ στριγ­κοὺς ἤ­χους τὰ πλά­για της νε­κρο­φό­ρας. Ὁ γε­ρο-Γούν­τραφ κου­νοῦ­σε ξα­νὰ τὸ κε­φά­λι.

        «Ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χου­με ἐ­λέγ­ξει τὸ δρο­μο­λό­γιο», εἶ­πε μὲ ἔμ­φα­ση. «Ἔ­πρε­πε νὰ πη­γαί­νου­με μό­νο στὶς ἐκ­κλη­σί­ες ποὺ γνω­ρί­ζου­με.»

       Ἡ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τοῦ Βέρ­νον, γιὰ τὸ ποῦ βρί­σκον­ταν καὶ ποῦ πή­γαι­ναν, ἀ­νέ­βαι­νε καὶ κα­τέ­βαι­νε ὅ­πως καὶ τὰ δρο­μά­κια ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Ἐ­πί­σης, κά­ποι­ες πε­ρί­ερ­γες στιγ­μὲς πα­ρα­δέ­χτη­κε (ἂν καὶ μό­νο στὸν ἑ­αυ­τό του) ὅ­τι δὲν εἶ­χε ἰ­δέ­α γιὰ τὸ ποῦ μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν. Θὰ εἶ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐλ­πί­δες νὰ βρε­θεῖ σὲ κά­ποι­ο δρό­μο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει, ἂν ὁ­δη­γοῦ­σε ἕ­να πιὸ εὐ­έ­λι­κτο αὐ­το­κί­νη­το.

       Τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ πρα­σι­ὲς εἶ­χαν τρία μέ­τρα ὕ­ψος τὸν ἐμ­πό­δι­ζε νὰ προ­σα­να­το­λι­στεῖ κι ἁ­πλὰ χει­ρο­τέ­ρευ­ε τὰ πράγ­μα­τα.

       Ἀ­φοῦ πε­ρι­πλα­νή­θη­καν στὰ δαι­δα­λώ­δη δρο­μά­κια γιὰ ἄλ­λα εἴ­κο­σι λε­πτά, βρέ­θη­καν τε­λι­κὰ σὲ ἕ­να ξέ­φω­το στὴ πλα­γιὰ τοῦ λό­φου. Ὁ Βέρ­νον φρέ­να­ρε. Κά­τω δε­ξιά τους ἔ­βλε­παν τὸ με­γά­λο, φαρ­δὺ πο­τά­μι. Μα­κρύ­τε­ρα δι­έ­κρι­ναν τὶς στέ­γες ἑ­νὸς χω­ριοῦ, καὶ στὴ μέ­ση, τὸ καμ­πα­να­ριὸ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ ἔ­δει­χνε πρὸς τὰ οὐ­ρά­νια.

        «Νά ‘το», εἶ­πε ὁ Βέρ­νον. «Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἐκ­κλη­σί­α ποὺ ψά­χνου­με.»

       Στὴ νε­κρο­φό­ρα ἁ­πλώ­θη­κε σι­γὰ-σι­γὰ μιὰ δυ­σοί­ω­νη σι­ω­πή.

        «Ποῦ εἶ­ναι ἡ γέ­φυ­ρα»; ρώ­τη­σε ὁ Λέν.

       Ὁ Βέρ­νον, ἔ­δει­ξε μὲ τὸν ἀν­τί­χει­ρα πά­νω ἀ­πὸ τὸν ἀ­ρι­στε­ρό του ὦ­μο καὶ εἶ­πε βι­α­στι­κά: «γύ­ρω στὰ δέ­κα μί­λια πρὸς τὰ ἐ­κεῖ.»

       Ὁ γε­ρο-Γούν­τραφ, ποὺ μό­λις εἶ­χε συ­νέλ­θει, κα­τέρ­ρευ­σε ξα­νά. Ρί­χνον­τας τὸ κε­φά­λι στὰ χέ­ρια του ἄρ­χι­σε νὰ γκρι­νιά­ζει με­λαγ­χο­λι­κά. Ὁ Ἔρλ, πραγ­μα­τι­κὰ ἄρ­ρω­στος ἀ­πὸ τὴν ἀ­στα­μά­τη­τη ἐ­πί­κρι­ση καὶ τὴ γκρί­νια τοῦ μπαμ­πᾶ του, ἦ­ταν ἕ­τοι­μος νὰ τοῦ πεῖ νὰ συμ­μα­ζευ­τεῖ, ὅ­ταν ὁ Λέ­ναρντ εἶ­δε ἕ­να κα­λύ­βι κον­τὰ στὸ πο­τά­μι.

        «Λοι­πόν», εἶ­πε. «Ὅ­λοι ἔ­ξω.»

 

       Ὁ Χά­ρολντ Ντίγ­κμπυ μό­λις εἶ­χε ἀ­πο­φά­ει ἕ­να πιά­το μὲ ζαμ­πόν, αὐ­γὰ καὶ τρεῖς φέ­τες ψω­μὶ μὲ βού­τυ­ρο καὶ κα­θό­ταν στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του κα­ρέ­κλα μὲ μιὰ κού­πα τσά­ι στὸ χέ­ρι. Ἀ­νυ­πο­μο­νοῦ­σε νὰ πά­ρει ἕ­ναν ὑ­πνά­κο, ἀ­φοῦ τὸ ἔ­πι­νε. Τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ λα­γο­κοι­μᾶ­ται με­τὰ ἀ­πὸ τὸ φα­γη­τό. Κά­πο­τε εἶ­χε κλεί­σει τὰ μά­τια γύ­ρω στὶς δώ­δε­κα καὶ μι­σὴ καὶ δὲν συ­νῆλ­θε πα­ρὰ στὶς τρεῖς, καὶ πά­νω ποὺ ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν τί πι­θα­νό­τη­τες εἶ­χε, ἐ­τοῦ­το τὸ ἀ­πό­γευ­μα, νὰ σπά­σει τὸ ρε­κὸρ τῆς σι­έ­στας του, κά­ποι­ος ἄρ­χι­σε ξαφ­νι­κὰ νὰ βα­ρά­ει τὴ μπρο­στι­νὴ πόρ­τα.

        «Κλα­σι­κὰ ἐ­κνευ­ρι­στι­κό!» μο­νο­λό­γη­σε ὁ Χά­ρολντ.

       Ἀ­κούμ­πη­σε κά­τω τὴ κού­πα μὲ τὸ τσά­ι καὶ ση­κώ­θη­κε. Ἴ­σι­ω­σε τὰ μαλ­λιά του, μή­πως κι ἦ­ταν κά­ποι­ος σπου­δαῖ­ος καὶ ἀ­νοί­γον­τας τὴ πόρ­τα ἀν­τί­κρι­σε τέσ­σε­ρις δυ­σοί­ω­νους τύ­πους ποὺ φο­ροῦ­σαν μαῦ­ρα κο­στού­μια κι εἶ­χαν ἕ­να φέ­ρε­τρο ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στοὺς ὤ­μους τους.

        «Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ πε­ρα­μα­τά­ρης;» τὸν ρώ­τη­σε ὁ πιὸ γέ­ρος.

       Ὁ κα­η­μέ­νος ὁ Χά­ρολντ ἔ­νι­ω­σε νὰ λι­πο­θυ­μά­ει. Νό­μι­σε ὅ­τι ὁ Θά­να­τος τὸν κα­λοῦ­σε. Ὅ­τι σκό­πευ­ε νὰ τὸν ρί­ξει στὸ φέ­ρε­τρό του καὶ νὰ τὸν πά­ρει μα­κριά.

       Κα­τά­πι­ε μὲ δυ­σκο­λί­α. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι δὲν εἶ­χε νό­η­μα νὰ πεῖ ψέ­μα­τα. «Ἐ­γὼ εἶ­μαι», εἶ­πε.

        «Ὡ­ραῖ­α», εἶ­πε ὁ γέ­ρος. «Θέ­λου­με νὰ πε­ρά­σεις κά­τι ἀ­πέ­ναν­τι.»

       Ὁ Χά­ρολντ ἔ­νι­ω­σε με­γά­λη ἀ­να­κού­φι­ση, ποὺ οἱ μέ­ρες του στὴ γῆ δὲν εἶ­χαν ἀ­κό­μα τε­λει­ώ­σει καὶ ποὺ εἶ­χε κά­ποι­α χρό­νια ἀ­κό­μα, γιὰ νὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σει. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, τοὺς γνω­στο­ποί­η­σε ὅ­τι ἦ­ταν κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ποὺ θὰ ἔ­βα­ζε ἕ­να πτῶ­μα στὴ βάρ­κα του, ἀ­κό­μα κι ἂν ἦ­ταν πτῶ­μα πα­κε­τα­ρι­σμέ­νο σὲ ξύ­λι­νο κι­βώ­τιο.

        «Συ­νή­θως, τέσ­σε­ρις εἶ­ναι τὸ ὅ­ριο», εἶ­πε, κα­θὼς ὁ­δη­γοῦ­σε τοὺς Γούν­τραφ καὶ τὸ φέ­ρε­τρό τους πρὸς τὴν ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νη πα­λιὰ ἀ­πο­βά­θρα ὅ­που εἶ­χε δε­μέ­νη τὴ βάρ­κα του.

        «Φαν­τά­σου τον σὰν ἀ­πο­σκευ­ή», εἶ­πε ὁ Ἔρλ, πράγ­μα ποὺ τὸν ἔ­κα­νε νὰ πά­ψει γιὰ λί­γο.

       Τὸ νὰ βά­λουν τὸ φέ­ρε­τρο στὴ βάρ­κα δὲν ἦ­ταν πρό­βλη­μα. Τὸ πρό­βλη­μα ἦ­ταν νὰ βρεῖ ὁ κα­θέ­νας θέ­ση νὰ κα­θί­σει. Τὸ φέ­ρε­τρο χω­ροῦ­σε ἀρ­κε­τὰ ἄ­νε­τα κα­τὰ μῆ­κος τῆς βάρ­κας, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως δὲν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ φαρ­διά, κι ἔ­τσι ὁ μό­νος τρό­πος νὰ ἐ­πι­βι­βα­στοῦν ὅ­λοι ἦ­ταν νὰ στρι­μω­χτοῦν γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ φέ­ρε­τρο καὶ νὰ κρε­μα­στοῦν στὰ πλά­για.

       Ὁ γε­ρο-Γούν­τραφ ἐ­πέ­μει­νε νὰ κά­τσει μπρο­στά, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως καὶ στὸ αὐ­το­κί­νη­το. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι δο­κί­μα­σαν, χω­ρὶς ἐ­πι­τυ­χί­α, νὰ δι­α­μοι­ρα­στοῦν στὴ βάρ­κα μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους. Κι ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα ὁ μπαμ­πάς τους συ­νέ­χι­ζε νὰ λέ­ει ὅ­τι εἶ­χαν ἀρ­γή­σει κι ὅ­τι ὁ κό­σμος θὰ πε­ρί­με­νε, μέ­χρι ποὺ τε­λι­κὰ ὁ Χά­ρολντ Ντίγ­κμπυ πῆ­ρε τὴν κα­τά­στα­ση στὰ χέ­ρια του καὶ ἀ­να­κοί­νω­σε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ἔ­πρε­πε νὰ κα­θί­σει κα­βά­λα στὸ φέ­ρε­τρο γιὰ νὰ κω­πη­λα­τεῖ, γιὰ αὐ­τό, τὸ πιὸ λο­γι­κὸ θὰ ἦ­ταν καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­ποι νὰ κά­νουν τὸ ἴ­διο.

       Ἔ­τσι λοι­πὸν ἔ­βα­λαν πλώ­ρη κι οἱ πέν­τε τους κα­βά­λα στὸ φέ­ρε­τρο, σὰν μιὰ μα­κά­βρια βαρ­κά­δα σὲ πα­νη­γύ­ρι. Ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἄ­φη­σαν τὴν προ­κυ­μαί­α, ὅ­λοι σώ­πα­σαν. Οἱ Γούν­τραφ ἦ­ταν ὅ­σο πιὸ πο­λὺ μπο­ροῦ­σαν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι. Ἡ ὅ­λη σύν­θε­ση εἶ­χε κά­πως ψη­λὸ κέν­τρο βά­ρους, ἀλ­λὰ ὁ κύ­ριος Ντίγ­κμπυ τοὺς δι­α­βε­βαί­ω­νε ὅ­τι ἂν ἔ­με­ναν ἀ­πο­λύ­τως ἀ­κί­νη­τοι, θὰ τοὺς περ­νοῦ­σε στὴν ἄλ­λη ὄ­χθη σὲ ἐ­λά­χι­στο χρό­νο.

       Τὰ πή­γαι­ναν πο­λὺ κα­λὰ ὣς τὰ μι­σά της δι­α­δρο­μῆς, κα­θὼς ὁ κύ­ριος Ντίγ­κμπυ κω­πη­λα­τοῦ­σε κοι­τά­ζον­τας πρὸς τὰ πί­σω στὸ κα­λύ­βι του καὶ οἱ Γούν­τραφ πρὸς τὰ ἐμ­πρός. Προ­χω­ροῦ­σαν τὸ ἴ­διο ἁ­πα­λὰ καὶ σι­ω­πη­λὰ ὅ­πως ἔ­κα­ναν καὶ στὴ νε­κρο­φό­ρα τους ὅ­ταν ὁ Λέ­ναρντ ἄρ­χι­σε νὰ με­τα­κι­νεῖ­ται νευ­ρι­κά.

        «Τί γί­νε­ται ἐ­κεῖ πί­σω;» ρώ­τη­σε ὁ γε­ρο-Γούν­τραφ.

        «Τὸ σώ­βρα­κό μου», εἶ­πε ὁ Λέ­ναρντ. «Μὲ ἐ­νο­χλεῖ.».

       Ὅ­λοι τοῦ εἶ­παν νὰ κά­τσει ἀ­κί­νη­τος μέ­χρι νὰ φτά­σουν στὸν προ­ο­ρι­σμό τους. Μὰ ὁ Λέ­ναρντ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ σκε­φτεῖ τί­πο­τα ἄλ­λο. Σή­κω­σε τε­λεί­ως τὰ ὀ­πί­σθιά του ἀ­πὸ τὸ φέ­ρε­τρο, ἅρ­πα­ξε μὲ τὸν ἀν­τί­χει­ρα τὸ ἐ­νο­χλη­τι­κὸ κομ­μά­τι τοῦ σώ­βρα­κου καὶ τρα­βών­τας το ἀ­πό­το­μα, τὸ ἐ­λευ­θέ­ρω­σε. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν ξα­να­κά­θι­σε δὲν ὑ­πο­λό­γι­σε σω­στὰ τὸ ζύ­γι­σμά του καὶ γλί­στρη­σε —ἀρ­κε­τὰ ἀ­πό­το­μα— πρὸς τὰ δε­ξιά. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἔ­γει­ραν πρὸς τὰ ἀ­ρι­στε­ρά, προ­σπα­θών­τας νὰ ἀν­τι­σταθ­μί­σουν, ἀλ­λὰ τὸ πα­ρά­κα­ναν. Ἡ βάρ­κα ἔ­γει­ρε ἀ­πὸ τὴ μιά, με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη καὶ μὲ κά­θε τα­λάν­τω­ση ἔ­παιρ­νε φό­ρα, μέ­χρι ποὺ τε­λι­κὰ ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σε καὶ «ἄ­δεια­σε» τοὺς Γούν­τραφ, τὸν Χά­ρολντ Ντίγ­κμπυ καὶ τὸ φέ­ρε­τρο μέ­σα στὸ πο­τά­μι.

       Φο­βε­ροὶ πα­φλα­σμοὶ καὶ χτυ­πή­μα­τα ἐ­πα­κο­λού­θη­σαν, κα­θὼς ὁ κα­θέ­νας πά­λευ­ε νὰ κρα­τή­σει τὸ κε­φά­λι του ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρό. Ἀλ­λὰ ὅ­πως θὰ ἔ­λε­γε καὶ κά­θε ναυ­α­γο­σώ­στης ἄ­ξιος της φή­μης του, ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι νὰ κο­λυμ­πά­ει κα­νεὶς φο­ρών­τας μό­νο ἕ­να μα­γιὸ κι ἄλ­λο νὰ εἶ­ναι τε­λεί­ως ντυ­μέ­νος. Ὁ Λέ­ναρντ, ὁ Ἒρλ κι ὁ Βέρ­νον δὲν ἦ­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­λοὶ κο­λυμ­βη­τές. Ἀ­κό­μα κι ὁ κύ­ριος Ντίγ­κμπυ δὲν ἦ­ταν τό­σο κα­λός, ὅ­σο θὰ πε­ρί­με­νε κα­νείς. Μὰ ὁ γε­ρο-Γούν­τραφ δὲν ἤ­ξε­ρε κα­θό­λου κο­λύμ­πι καὶ τὸ μό­νο ποὺ σκέ­φτη­κε νὰ κά­νει ἦ­ταν νὰ κλο­τσά­ει τὰ πό­δια του καὶ νὰ προ­σπα­θεῖ νὰ ἁρ­πά­ξει τὸ νε­ρό.

        «Ὅ­πως τὰ σκυ­λιά.­.. ὅ­πως τὰ σκυ­λιά», φώ­να­ξε δυ­να­τά, γιὰ νὰ ἐμ­ψυ­χώ­σει τὸν ἑ­αυ­τό του.

       Ἡ ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη βάρ­κα ἦ­ταν ἤ­δη εἴ­κο­σι μέ­τρα μα­κριά τους. Τὸ μό­νο ποὺ ἐ­πέ­πλε­ε καὶ ἀ­πὸ ὅ­που μπο­ροῦ­σαν νὰ κρα­τη­θοῦν ἦ­ταν τὸ φέ­ρε­τρο καὶ μό­λις τὸ ἔ­πι­α­σαν, δὲν εἶ­χαν σκο­πὸ νὰ τὸ ἀ­φή­σουν.

       Κα­θὼς ἕ­νας-ἕ­νας περ­νοῦ­σε τὸ χέ­ρι του γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ φέ­ρε­τρο, αὐ­τὸ κλυ­δω­νί­στη­κε καὶ τι­νά­χτη­κε ἀ­πει­λη­τι­κά, ἀλ­λὰ δὲν τοὺς ἀ­πο­γο­ή­τευ­σε. Ἀ­φοῦ πιὰ εἶ­χαν κρα­τη­θεῖ καὶ οἱ πέν­τε, τοὺς πῆ­ρε λί­γη ὥ­ρα νὰ κα­θα­ρί­σουν τὰ πνευ­μό­νια τους καὶ νὰ πά­ρουν μιὰ ἀ­νά­σα.

        «Εἶ­σαι ἐν­τά­ξει, μπαμ­πά;» ρώ­τη­σε ὁ Λέ­ναρντ.

       Ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι ἦ­ταν ἐν­τά­ξει, ἀλ­λὰ ὅ­τι θὰ ἔ­πρε­πε νὰ βγοῦν ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ τὸ γρη­γο­ρό­τε­ρο δυ­να­τόν. Καὶ χω­ρὶς νὰ τὸ προ­τεί­νει κά­ποι­ος ἰ­δι­αί­τε­ρα ἕ­νας-δυ­ὸ ἄρ­χι­σαν νὰ χτυ­πᾶ­νε τὰ πό­δια τους, καὶ σύν­το­μα κι οἱ πέν­τε ἔ­σπρω­χναν ἀρ­γὰ τὸ φέ­ρε­τρο, στὸ ὑ­πό­λοι­πο τῆς δι­α­δρο­μῆς.

        «Νὰ κλο­τσᾶ­τε», εἶ­πε ὁ γε­ρο-Γούν­τραφ, ποὺ ἔ­γι­νε ξαφ­νι­κὰ ἔμ­πει­ρος κο­λυμ­βη­τής. «Νὰ κλο­τσᾶ­τε μὲ τὰ πό­δια σας.»

       Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὴν ἄλ­λη ὄ­χθη, στά­θη­καν ἕ­να γύ­ρο γιὰ λί­γο, βλα­στη­μών­τας καὶ στά­ζον­τας. Καὶ ἀ­φοῦ οἱ Γούν­τραφ συμ­φώ­νη­σαν τε­λι­κὰ σὲ κά­ποι­ου εἴ­δους ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση μὲ τὸν κύ­ριο Ντίγ­κμπυ κι ἔ­κα­ναν τὸ πᾶν νὰ δεί­χνουν κά­πως εὐ­πρε­πεῖς, σή­κω­σαν τὸ φέ­ρε­τρο στοὺς ὤ­μους τους καὶ κα­τευ­θύν­θη­καν πρὸς τὸ λό­φο.

       Τοὺς πε­ρί­με­νε ἕ­να ἀρ­κε­τὰ με­γά­λο πλῆ­θος. Κα­θὼς πλη­σί­α­ζαν στὴν ἐκ­κλη­σί­α, μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη κυ­ρί­α ποὺ φαι­νό­ταν πο­λὺ ἀ­νή­συ­χη καὶ ποὺ ἔ­πρε­πε λο­γι­κὰ νὰ εἶ­ναι ἡ χή­ρα τοῦ νε­κροῦ, προ­χώ­ρη­σε πρὸς τὸ μέ­ρος τους. Στα­μά­τη­σαν στὴ πόρ­τα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἡ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη γυ­ναί­κα τοὺς κοί­τα­ξε ἀ­πὸ πά­νω μέ­χρι κά­τω. Τὰ κο­στού­μια τους μού­σκε­μα καὶ τὰ μαλ­λιά τους κολ­λη­μέ­να στὸ κε­φά­λι. Ὅ­σο στέ­κον­ταν ἐ­κεῖ, μι­κρὲς λι­μνοῦ­λες σχη­μα­τί­ζον­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους.

        «Ποῦ στὴν εὐ­χὴ ἤ­σα­σταν;» ρώ­τη­σε τὸν γε­ρο-Γούν­τραφ.

       Ἐ­κεῖ­νος κα­θά­ρι­σε τὸ λαι­μό του καὶ ἐ­πι­στρά­τευ­σε ὅ­σο κύ­ρος τοῦ εἶ­χε μεί­νει κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες.

        «Ἐ­λέγ­ξα­με τὰ ἀρ­χεῖ­α, κυ­ρί­α», εἶ­πε, «καὶ δὲν βρή­κα­με πι­στο­ποι­η­τι­κὸ βα­φτί­σε­ως. Σκε­φτή­κα­με λοι­πὸν —γιὰ νὰ εἴ­μα­στε σί­γου­ροι— ὅ­τι θὰ ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα νὰ τὸν βα­φτί­σου­με.»

  

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Δέ­κα Μαῦ­ρες Ἱ­στο­ρί­ες (T­en S­o­r­ry T­a­les (ἔκδ. F­a­b­er a­nd F­a­b­er L­i­m­i­t­ed, 2005).

 

Μὶκ Τζάκ­σον (M­i­ck J­a­c­k­s­on, 1960). Βρετ­τα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλία, πολὺ γνω­στὸς γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του T­he U­n­d­e­r­g­r­o­u­nd M­an (1998· ἑλ­λη­νι­κά: Κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ, ἔκδ. Νε­φέ­λη, 1998, μτφ.: Λη­τὼ Σε­ϊ­ζά­νη). Ὁ Τζάκ­σον ἐρ­γά­στη­κε στὸ το­πι­κὸ θέ­α­τρο, σπού­δα­σε Θε­α­τρι­κὲς Τέ­χνες στὸ Ντάρ­τιν­γκτον καὶ ἔ­παι­ξε στὸ ρὸκ συγ­κρό­τη­μα «T­he S­c­r­e­a­m­i­ng A­b­d­a­bs». Τὸ 1990 πα­ρα­κο­λού­θη­σε ἕ­να τμῆ­μα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Νέ­ας Ἀγ­γλί­ας καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ἐρ­γά­ζε­ται τὸ Κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ. Ἀ­πὸ τὸ 1995 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ τὸ γρά­ψι­μο.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἀγ­γλι­κά:

Ἑ­λέ­νη Μου­σα­μᾶ (Ἀ­θή­να, 1960). Σπού­δα­σε στὸ Πα­ρί­σι Ψυ­χο­λο­γί­α στὸ P­a­ris X­I­II καὶ ὕ­στε­ρα Του­ρι­στι­κὰ στὴν E­c­o­le du T­o­u­r­i­s­me στὸ N­e­u­i­l­ly, P­a­r­is. Ἐρ­γά­στη­κε στὸν του­ρι­στι­κὸ κλά­δο, σὲ ξε­νο­δο­χεια­κὴ μο­νά­δα τῆς Ἀ­θή­νας καὶ σὲ ἰ­δι­ό­κτη­το πρα­κτο­ρεῖ­ο τα­ξι­δί­ων. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε σε­μι­νά­ριο με­τά­φρα­σης τοῦ Ε­ΚΕ­ΜΕΛ, στὸ Ἀγ­γλι­κὸ τμῆ­μα. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Δέ­κα­τα. Ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­πί­σης μὲ τὸ γρά­ψι­μο παι­δι­κῶν βι­βλί­ων.

 

Εἰκόνα: David Roberts (ἀπὸ τὴν εἰκονογράφηση τοῦ βιβλίου T­en S­o­r­ry T­a­les)

 

Μὶκ Τζάκσον (Mick Jackson): Οἱ ἀδελφὲς Πήρς

 

 

 

Μὶκ Τζάκ­σον (M­i­ck J­a­c­k­s­on)

 

Οἱ ­δελ­φὲς Πήρς

(T­he P­e­a­r­ce s­i­s­t­e­rs)

 

ΛΟΛ ΚΑΙ Η ΕΝΤΝΑ ΠΗΡΣ κρα­τοῦ­σαν συν­τρο­φιὰ ἡ μιὰ στὴν ἄλ­λη, κι ἦ­ταν ἐν­τά­ξει μιὰ ποὺ ὁ κον­τι­νό­τε­ρος γεί­το­νας ἔ­με­νε δε­κα­τέσ­σε­ρα χι­λι­ό­με­τρα μα­κριά. Ἡ πα­λιὰ καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν και­ρὸ κα­λύ­βα τους βρι­σκό­ταν κολ­λη­μέ­νη στὴ ρί­ζα τῶν βρά­χων, κον­τὰ στὰ βό­τσα­λα. Κά­θε δω­μά­τιο κρο­τά­λι­ζε ἀ­πὸ τὰ δι­κά του ἰ­δι­αί­τε­ρα ρεύ­μα­τα καὶ τοὺς ἀ­έ­ρη­δες καὶ ὅ­ταν εἶ­χε πα­λίρ­ροι­α τὰ κύ­μα­τα χτυ­ποῦ­σαν τὴν πόρ­τα. Κά­θε τό­σο ὅ­μως ἔ­σκα­γε ὁ ἥ­λιος πί­σω ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα, ἡ βρο­χὴ κό­πα­ζε καὶ ὁ ἄ­νε­μος ἔ­πε­φτε στὰ 5 ἢ 6 μπο­φόρ. Οἱ ἀ­δερ­φὲς τό­τε πε­ρι­δι­ά­βαι­ναν τὴν ἀ­κτὴ ψά­χνον­τας τυ­χὸν ξε­βρα­σμέ­να ξύ­λα ποὺ τὰ ἔ­σερ­ναν πί­σω, γιὰ νὰ τα­ΐ­σουν τὴ ξυ­λό­σομ­πα καὶ νὰ μπα­λώ­σουν τὴν κα­λύ­βα τους ἐ­κεῖ ἀ­πὸ ὅ­που ἔ­λει­παν κομ­μά­τια.

       Ἔ­κα­ναν ὅ,τι μπο­ροῦ­σαν καὶ ἴ­σα ποὺ κα­τά­φερ­ναν νὰ ζοῦν ἀ­πὸ τὴν κρυ­φὴ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α τῆς θά­λασ­σας. Ἕ­ξι μέ­ρες τὴν ἑ­βδο­μά­δα ἔ­βγα­ζαν τὴ βάρ­κα τους στὰ ἀ­νοι­χτὰ καὶ σή­κω­ναν τὰ δί­χτυ­ά τους νὰ δοῦν τί ἔ­χουν πιά­σει. Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα, τὰ ἔ­τρω­γαν· τὰ ὑ­πό­λοι­πα τὰ κρε­μοῦ­σαν στὸ εἰ­δι­κὸ μέ­ρος ποὺ εἶ­χαν γιὰ νὰ γί­νουν κα­πνι­στά. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γες μέ­ρες μέ­σα σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ μαῦ­ρο μέ­ρος, ἀ­κό­μα καὶ ἡ λευ­κό­τε­ρη σάρ­κα γι­νό­ταν κι­τρι­νω­πή, λι­πα­ρὴ καὶ ἄρ­χι­ζε νὰ ἀ­να­δί­νει τὸν πλού­σιο, γλυ­κὸ ἀ­χνὸ τῆς πίσ­σας. Καὶ κά­θε δε­κα­πέν­τε μέ­ρες οἱ ἀ­δελ­φὲς Πὴρς τύ­λι­γαν τὶς κα­πνι­στὲς ρέγ­κες τους καὶ τὰ κα­πνι­στὰ σκουμ­πριὰ καὶ τοὺς βα­κα­λά­ους σὲ πα­λι­ὲς ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πή­γαι­ναν στὴν πό­λη, προ­σπα­θών­τας νὰ ἐ­ξοι­κο­νο­μή­σουν ἀρ­κε­τὰ χρή­μα­τα γιὰ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν μιὰ ἢ δυ­ὸ μι­κρὲς πο­λυ­τέ­λει­ες τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως ψω­μί, ἁ­λά­τι ἢ τσά­ι.

      Μιὰ κρύ­α, βρο­χε­ρὴ Πα­ρα­σκευ­ή, ἡ Λὸλ βρι­σκό­ταν πά­νω στὴ σκε­πή, καρ­φώ­νον­τας ἕ­να κομ­μά­τι ξύ­λο σὲ μιὰ τρύ­πα ἀ­π’ ὅ­που ἔμ­παι­νε ἐ­νο­χλη­τι­κὰ ἡ βρο­χὴ καὶ ἡ Ἔν­τνα ἦ­ταν πί­σω ἀ­πὸ τὴν κα­λύ­βα, ξε­κοι­λι­ά­ζον­τας καὶ κα­θα­ρί­ζον­τας τὴν πρω­ι­νὴ ψα­ριά. Ἡ Λὸλ κάρ­φω­σε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο καρ­φί, γύ­ρι­σε νὰ πά­ει πρὸς τὴ σκά­λα καὶ τυ­χαῖ­α κοί­τα­ξε πρὸς τὸν ὅρ­μο. Σπά­νια ὑ­πῆρ­χε κά­τι ἀ­νά­με­σα στὴν ἀ­κτὴ καὶ τὸν ὁ­ρί­ζον­τα, ὅ­μως ἐ­κεί­νη τὴν κρύ­α, βρο­χε­ρὴ Πα­ρα­σκευ­ὴ νό­μι­ζε ὅ­τι κά­τι ἔ­πια­σε τὸ μά­τι της ἀ­νά­με­σα στὰ κύ­μα­τα. Στα­μά­τη­σε καὶ πε­ρί­με­νε τὴ θά­λασ­σα νὰ χα­μη­λώ­σει τοὺς μύ­ες της. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο εἶ­δε μὲ σι­γου­ριὰ αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χε πιά­σει τὸ μά­τι της μό­λις πρίν – ἕ­να μπα­τα­ρι­σμέ­νο σκά­φος ἐν­νέ­α μέ­τρων, καὶ κά­ποι­ον τα­λαί­πω­ρο ἄν­θρω­πο ἀγ­κι­στρω­μέ­νο πά­νω του μὲ ὅ­λη του τὴ δύ­να­μη.

      «Ἔν­τνα» φώ­να­ξε στὴν ἀ­δερ­φή της, «φέ­ρε τὴ βάρ­κα».

      Ἡ Λὸλ καὶ ἡ Ἔν­τνα ἦ­ταν σκλη­ροὶ γε­ρό­λυ­κοι —κου­βα­λοῦ­σαν συ­χνὰ κου­βά­δες καὶ σκά­φες μὲ ἀ­στα­κοὺς πά­νω κά­τω στὴν πε­ρι­ο­χὴ— καὶ σὲ λί­γα λε­πτὰ εἶ­χαν κα­τε­βά­σει τὴ βάρ­κα τους κά­τω στὴν ἀ­κτή, στὸ νε­ρὸ καὶ μὲ τὰ με­γά­λα, δυ­να­τά τους χέ­ρια τρα­βοῦ­σαν κου­πί.

      Ἡ Λὸλ κοί­τα­ζε τὴν τσα­κι­σμέ­νη βάρ­κα πά­νω ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο της κα­θὼς ἐ­κεί­νη κλυ­δω­νι­ζό­ταν καὶ μιὰ φαι­νό­ταν καὶ μιὰ ὄ­χι.

      «Νο­μί­ζεις ὅ­τι πνί­γη­κε κι­ό­λας;» τῆς φώ­να­ξε ἡ Ἔν­τνα.

      «Ὄ­χι τε­λεί­ως» εἶ­πε ἡ Λόλ.

      Πέ­ρα­σαν πά­νω κι ἀ­πὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κύ­μα τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ βάρ­κα ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σε καὶ ἄρ­χι­σε νὰ γλι­στρά­ει ἀρ­γὰ πρὸς τὸν ὑ­δά­τι­νο τά­φο της. Ὁ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος της ἰ­δι­ο­κτή­της τὴν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἀ­πὸ κον­τά. Βού­λια­ξε δυ­ὸ φο­ρὲς κι ἦ­ταν ἕ­τοι­μος νὰ βου­λιά­ξει καὶ τρί­τη φο­ρά – κλο­τσοῦ­σε καὶ χτυ­πι­ό­ταν μέ­χρι τὴν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή. Τὰ μά­τια του γύ­ρι­σαν ἀ­νά­πο­δα, τὸ στό­μα του ἄ­νοι­ξε καὶ μὲ μιὰ τε­λευ­ταῖ­α κλο­τσιὰ καὶ γρο­θιὰ βυ­θί­στη­κε κά­τω ἀ­πὸ τὰ κύ­μα­τα.

      Οἱ Πὴρς ἔ­φτα­σαν στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­που τὸν εἶ­χαν δεῖ τε­λευ­ταῖ­α φο­ρὰ καὶ ἡ Λὸλ βού­τη­ξε βι­α­στι­κὰ τὸ χέ­ρι της στὴ θά­λασ­σα καὶ ἔ­ψα­ξε. Κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι της στὴν Ἔν­τνα καὶ σή­κω­σε τὸ μα­νί­κι της μέ­χρι τὸν ὦ­μο. Με­τὰ ξα­νάρ­χι­σε τὸ ψά­ξι­μο, πῆ­γε ἀ­κό­μα πιὸ βα­θιὰ καὶ στὸ τέ­λος, ὅ­ταν κά­θι­σε πί­σω καὶ τρά­βη­ξε τὸ χέ­ρι τῆς ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ κρα­τοῦ­σε τὸν μι­σο­πνιγ­μέ­νο ἄν­δρα ἀ­πὸ τὸν σβέρ­κο.

      Τὸν ἔ­βγα­λαν στὴν ἀ­κτή, τὸν πέ­τα­ξαν πά­νω στὰ βό­τσα­λα καὶ ἄρ­χι­σαν τὴ δου­λειά. Πρέ­πει νὰ ἔ­βγα­λαν σχε­δὸν τέσ­σε­ρα κι­λὰ θα­λασ­σό­νε­ρο ἀ­πὸ μέ­σα του. Ὕ­στε­ρα ἡ Λὸλ τὸν σή­κω­σε, τὸν πέ­τα­ξε πά­νω στὸν ὦ­μο της καὶ μπῆ­καν μέ­σα κι οἱ τρεῖς τους.

      Σκέ­φτη­καν ὅ­τι συ­νο­λι­κὰ εἶ­χε ἀ­πο­δε­κτὸ πα­ρου­σι­α­στι­κό, εἶ­χε ὅ­λα του τὰ δόν­τια καὶ συμ­πα­θη­τι­κὸ κα­στα­νὸ κε­φά­λι. Μὲ λί­γα λό­για, τὸ εἶ­δος τοῦ ἄν­δρα ποὺ οἱ ἀ­δελ­φὲς Πὴρς σπά­νια ἔ­βλε­παν ἀ­πὸ τό­σο κον­τά, ἔ­τσι τὸν πε­ρι­ερ­γά­στη­καν λε­πτο­με­ρῶς ὅ­σο μπο­ροῦ­σαν κα­θὼς ἦ­ταν ἀ­ναί­σθη­τος. Κρέ­μα­σαν τὰ μου­σκε­μέ­να του ροῦ­χα δί­πλα στὴ φω­τιὰ καὶ τὸν ἔ­τρι­ψαν μὲ μιὰ πα­λιὰ κου­ρε­λι­α­σμέ­νη πε­τσέ­τα. Με­τὰ τὸν τύ­λι­ξαν μὲ τὴν ρὸζ ρόμ­πα τῆς Ἔν­τνα καὶ τοῦ φό­ρε­σαν ἕ­να πα­λιὸ ζευ­γά­ρι κάλ­τσες τῆς Λὸλ γιὰ νὰ τὸν ζε­στά­νουν.

      Σκού­πι­σαν τὸ μέ­τω­πό του κα­θὼς ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος στὸν κα­να­πέ τους. Χτέ­νι­σαν τὰ μαλ­λιά του, σὰν νὰ ἦ­ταν κού­κλα. Καὶ ἔ­μει­ναν κι οἱ δυ­ὸ δί­πλα του νὰ τὸν κοι­τά­ζουν ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ ἔ­βη­ξε καὶ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια του.

      Λοι­πόν, δὲν ἀρ­νεῖ­ται κα­νεὶς ὅ­τι ἡ Λὸλ καὶ ἡ Ἔν­τνα Πὴρς εἶ­χαν πε­ρά­σει τὴ νι­ό­τη τους λί­γα χρό­νια πρίν. Οἱ δυ­ό τους εἶ­χαν ζή­σει ἀρ­κε­τὰ δύ­σκο­λη ζω­ή. Τὰ μά­γου­λά τους ἦ­ταν φα­γω­μέ­να ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα καὶ τὸν ἄ­νε­μο, τὰ χέ­ρια τους ἄ­γρια, τὰ μαλ­λιά τους μπερ­δε­μέ­να. Τὰ ροῦ­χα τους ἦ­ταν ζα­ρω­μέ­να καὶ λι­γδια­σμέ­να ἀ­πὸ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ ψά­ρια ποὺ εἶ­χαν τρι­φτεῖ ἐ­πά­νω τους. Ἔ­τσι ὅ­ταν ὁ μι­σο­πνιγ­μέ­νος ἄν­δρας ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια του πρέ­πει νὰ τα­ρά­χτη­κε ἀρ­κε­τὰ βλέ­πον­τας καὶ τὶς δυ­ὸ Πὴρς νὰ τὸν καρ­φώ­νουν μὲ τὸ βλέμ­μα, ὅ­ταν, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε δί­και­οι, ἀ­κό­μα καὶ ἡ μιά τους θὰ ἦ­ταν ὑ­πε­ραρ­κε­τή.

      «Ἔ­πρε­πε νὰ βγά­λου­με τὸ νε­ρὸ ἀ­πὸ μέ­σα σου» εἶ­πε ἡ Ἔν­τνα, καὶ τοῦ χά­ρι­σε ἕ­να ξε­δον­τι­ά­ρι­κο χα­μό­γε­λο.

      Τὰ μά­τια τοῦ ἀν­θρώ­που πε­τά­ρι­ζαν δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά. Ἔ­μοια­ζε μὲ πα­γι­δευ­μέ­νο ζῶ­ο – μὲ λα­γὸ πι­α­σμέ­νο σὲ πα­γί­δα. Κοι­τά­χτη­κε καὶ εἶ­δε πὼς ἦ­ταν ντυ­μέ­νος μὲ τὴν πα­λιὰ ρόμ­πα τῆς Ἔν­τνα. Κοί­τα­ξε ξα­νὰ τὶς ἀ­δελ­φὲς καὶ ἔ­βγα­λε μιὰ στριγ­γιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή.

      Δι­και­ο­λο­γη­μέ­να ἴ­σως για­τὶ ἦ­ταν ἀ­κό­μα λί­γο ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος – ἀ­κό­μα ζα­λι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ μπό­λι­κο ἁ­λα­τό­νε­ρο μέ­σα στὸ κε­φά­λι του. Ση­κώ­θη­κε ἀ­πό­το­μα ἀ­πὸ τὸν κα­να­πέ, προ­χώ­ρη­σε πρὸς τὴν πόρ­τα καὶ πα­ρα­λί­γο νὰ τὴν ξε­ρι­ζώ­σει ἀ­πὸ τοὺς μεν­τε­σέ­δες της. Με­τὰ ξε­κί­νη­σε – γιὰ τὴν πα­ρα­λί­α, περ­πα­τών­τας μὲ δυ­σκο­λί­α στὰ βό­τσα­λα, πα­ρα­πα­τών­τας καὶ σκον­τά­φτον­τας στὴ βι­α­σύ­νη του νὰ φύ­γει μα­κριά.

      Οἱ ἀ­δερ­φὲς στά­θη­καν στὸ κα­τώ­φλι καὶ κοι­τοῦ­σαν κα­τά­πλη­κτες. Καὶ θὰ τε­λεί­ω­νε ἐ­κεῖ ἄν, ὁ ἄν­θρω­πος, χω­ρὶς νὰ στα­μα­τή­σει, σὲ ἀ­πό­στα­ση ποὺ ἐ­σφαλ­μέ­να θε­ω­ροῦ­σε ἀ­σφα­λῆ, φο­ρών­τας ἀ­κό­μα τὴ ρόμ­πα τῆς Ἔν­τνα, δὲν σή­κω­νε ἕ­να κα­τη­γο­ρη­τι­κὸ δά­χτυ­λο πρὸς τὴν γυ­ναί­κα ποὺ μό­λις τοῦ εἶ­χε σώ­σει τὴ ζω­ή. Ἕ­νας πο­τα­μὸς βλα­στή­μι­ες ξε­χύ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του – μιὰ πι­κρό­χο­λη βω­μο­λο­χί­α, τό­σο ὠ­μὴ καὶ πρό­στυ­χη ὥ­στε ὅ­λοι οἱ γλά­ροι (ποὺ δὲν φη­μί­ζον­ται κι­ό­λας γιὰ τὴ σε­μνό­τη­τά τους) κρέ­μα­σαν τὰ κε­φά­λια τους ἀ­πὸ ντρο­πή. Με­τὰ ὁ ἄν­θρω­πος γύ­ρι­σε ξα­νὰ καὶ σκον­τά­φτον­τας συ­νέ­χι­σε γιὰ τὴν ἀ­κτή.

      Δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἔκ­πλη­ξη τὸ ὅ­τι ἡ Λὸλ καὶ ἡ Ἔν­τνα Πὴρς ἦρ­θαν σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση ἀ­πὸ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ νε­α­ροῦ ἄν­δρα, μὰ ἡ Λὸλ θί­χτη­κε ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­θὼς ἐ­κεί­νη τὸν εἶ­χε δεῖ καὶ ἐ­κεί­νη τὸν ἔ­βγα­λε ἔ­ξω. Ἔ­νι­ω­σε τὸ στῆ­θος της νὰ φου­σκώ­νει ἀ­πὸ δί­και­η ἀ­γα­νά­κτη­ση. Ἴ­σι­ω­σε τὴ ζα­κέ­τα της καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ τὸν προ­λά­βει.

      Πρέ­πει νὰ ἄ­κου­σε βή­μα­τα πά­νω στὰ χα­λί­κια. Πρέ­πει νὰ τὴν ἄ­κου­σε νὰ πλη­σιά­ζει. Μπο­ρεῖ νὰ εἶ­χε καὶ χρό­νο νὰ με­τα­νιώ­σει γιὰ τὸ μι­κρό του ξέ­σπα­σμα. Τὸ βέ­βαι­ο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ Λὸλ Πὴρς περ­πα­τοῦ­σε κα­λύ­τε­ρα πά­νω στὶς κρο­κά­λες καὶ σὲ λί­γα λε­πτὰ τὸν εἶ­χε προ­λά­βει. Τὸν ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο, τὸν γύ­ρι­σε πρὸς τὸ μέ­ρος της καὶ τὸν ξυ­λο­κό­πη­σε. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­πε­σε κά­τω χω­ρὶς νὰ δεί­ξει ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ ση­κω­νό­ταν ξα­νά.

      Ἡ Λὸλ στά­θη­κε ἀ­πὸ πά­νω του σὰν πρω­τα­θλη­τὴς τοῦ μπὸξ καὶ φώ­να­ξε τὴν ἀ­δελ­φή της.

      «Φέ­ρε τὴν βάρ­κα» τῆς εἶ­πε.

      Τὸν ἔ­ρι­ξαν ξα­νὰ ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ ποὺ τὸν εἶ­χαν βρεῖ. Με­τὰ κω­πη­λά­τη­σαν τὰ σχε­δὸν τε­τρα­κό­σια μέ­τρα ὣς τὴν ἀ­κτή. Γιὰ νὰ ποῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια, δὲν τὸν ξα­να­σκέ­φτη­καν πα­ρὰ μιὰ-δυ­ὸ μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν χτέ­νι­ζαν τὴν πα­ρα­λί­α γιὰ ξε­βρα­σμέ­να ξύ­λα καὶ τὸν βρῆ­καν ξα­πλω­μέ­νο στὴν ἀ­κρο­θα­λασ­σιά, ἐ­νῶ ἡ πα­λιὰ ρόμ­πα τῆς Ἔν­τνα ἦ­ταν ἁ­πλω­μέ­νη γύ­ρω του ἀ­κό­μα καὶ κουμ­πω­μέ­νη ὣς τὸ λαι­μό. Στα­μά­τη­σαν καὶ τὸν κοί­τα­ξαν γιὰ λί­γο. Φαι­νό­ταν πο­λὺ γα­λή­νιος. Δὲν συ­ζή­τη­σαν κα­θό­λου γιὰ τὸ τί θὰ τὸν ἔ­κα­ναν. Ἁ­πλῶς, πα­ρά­τη­σαν τὰ ξύ­λα τους, τὸν σή­κω­σαν ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια καὶ τὸν με­τέ­φε­ραν προ­σε­χτι­κὰ πί­σω στὸ κα­λύ­βι τους.

      Γιὰ δυ­ὸ ὧ­ρες ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νος σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς κα­ρέ­κλες στὴ βε­ράν­τα σὰν νὰ χα­λά­ρω­νε με­τὰ ἀ­πὸ βα­ρὺ γεῦ­μα. Με­τὰ ἡ Λὸλ πρό­τει­νε νὰ τὸν με­τα­φέ­ρουν μέ­σα, μὴν τύ­χει καὶ τὸν δεῖ κα­νείς. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο τὸ ση­μεῖ­ο καὶ ἔ­πει­τα ἔ­γι­νε μό­νι­μη πα­ρου­σί­α. Κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀν­ταλ­λά­ξουν γιὰ ὅ­λο τὸ τσά­ι τῆς Κί­νας ἢ ὅ­λα τὰ ψά­ρια τῆς θά­λασ­σας.

      Βρῆ­καν τὰ ροῦ­χα ποὺ εἶ­χε ἀ­φή­σει κα­τὰ τὴν προ­η­γού­με­νη ἐ­πί­σκε­ψή του καὶ τὸν ἔν­τυ­σαν. Με­τὰ τὸν κά­θι­σαν σὲ μιὰ ἀ­να­παυ­τι­κὴ κα­ρέ­κλα. Ἔ­μοια­ζε πο­λὺ εὐ­τυ­χι­σμέ­νος νὰ κοι­τά­ζει τὴ φω­τιά, καὶ ἡ Λὸλ καὶ ἡ Ἔν­τνα συμ­φώ­νη­σαν ὅ­τι δὲν ἔ­τρε­χε πά­νω-κά­τω καὶ γε­νι­κὰ δὲν προ­κα­λοῦ­σε φα­σα­ρί­α καὶ ἦ­ταν ὑ­πό­δειγ­μα κα­λῆς συν­τρο­φιᾶς.

      Πέ­ρα­σαν μιὰ-δυ­ὸ μέ­ρες. Οἱ ἀ­δερ­φὲς συ­νέ­χι­σαν τὶς ἀ­σχο­λί­ες τους. Καὶ τὰ βρά­δια κά­θον­ταν κι οἱ τρεῖς μπρο­στὰ στὸ τζά­κι. Ἡ Ἔν­τνα εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν πο­λὺ εὐ­χά­ρι­στο νὰ ἔ­χουν ἕ­ναν ἄν­τρα στὸ σπί­τι. Ἡ Λὸλ συμ­φώ­νη­σε, ἀλ­λὰ πρό­σθε­σε ὅ­τι ἂν ἤλ­πι­ζαν νὰ τὸν κρα­τή­σουν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ σκε­φτοῦν πῶς θὰ τὸν ἐμ­πό­δι­ζαν νὰ φύ­γει.

      Τοῦ ξα­να­έ­βγα­λαν τὰ ροῦ­χα, τὸν με­τέ­φε­ραν στὸ πί­σω μέ­ρος καὶ τὸν ξά­πλω­σαν στὴν ἴ­δια πέ­τρι­νη πλά­κα ὅ­που ἑ­τοί­μα­ζαν τοὺς βα­κα­λά­ους καὶ τὰ σκουμ­πριά. Ἡ Ἔν­τνα ἀ­κό­νι­σε τὸ μα­χαί­ρι της, τὸν ἄ­νοι­ξε στὴ μέ­ση, καὶ ἡ Λὸλ τὴ βο­ή­θη­σε νὰ βγά­λει τὰ ἐν­τό­σθιά του. Πῆ­ραν τὸ σπάγ­κο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ον συ­νή­θως μπά­λω­ναν τὰ δί­χτυ­α καὶ τὸν ἔ­ρα­ψαν. Με­τά, τὸν κρέ­μα­σαν στὸ μέ­ρος γιὰ τὰ κα­πνι­στὰ γιὰ μιὰ βδο­μά­δα πε­ρί­που, περ­νών­τας πό­τε-πό­τε, νὰ δοῦν πῶς τὰ πά­ει, μέ­χρι ποὺ βε­βαι­ώ­θη­καν ὅ­τι ἦ­ταν ἕ­τοι­μος.

      Τὶς δυ­ὸ πρῶ­τες βδο­μά­δες τὸν κά­θι­ζαν στὴν πο­λυ­θρό­να. Με­τὰ τὸν στε­ρέ­ω­σαν σὲ ἕ­να σκα­μνά­κι, μὲ τὰ χέ­ρια ἀ­κουμ­πι­σμέ­να στὰ πλῆ­κτρα τοῦ πα­λιοῦ ὄρ­θιου πιά­νου ποὺ συ­νή­θι­ζε νὰ παί­ζει ἡ μη­τέ­ρα τους ὅ­σο ζοῦ­σε. Εἶ­χε φα­γω­θεῖ ἐ­δῶ καὶ πο­λὺ και­ρὸ ἀ­πὸ τὸν ἁλ­μυ­ρὸ ἀ­έ­ρα ἀλ­λὰ τὸ ἀ­γα­ποῦ­σαν καὶ οἱ δυ­ὸ καὶ τοὺς ἄ­ρε­σε ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸν ἄν­τρα κα­θι­σμέ­νο μπρο­στά, σὰν νὰ ἦ­ταν ἕ­τοι­μος νὰ παί­ξει κά­ποι­ο πα­λιὸ ἐ­λα­φρὺ τρα­γου­δά­κι.

      Ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ ἦρ­θε νὰ τοῦ κρα­τή­σει συν­τρο­φιὰ ἦ­ταν ἕ­νας τύ­πος ἀ­πὸ τὸ το­πι­κὸ συμ­βού­λιο ποὺ χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα τους γιὰ νὰ ρω­τή­σει ἂν εἶ­χαν τὴν κα­τάλ­λη­λη ἄ­δεια κα­τα­σκευ­ῆς γιὰ ὅ­λα τὰ ὑ­πό­στε­γα καὶ τὶς αὐ­το­σχέ­δι­ες ἐ­πε­κτά­σεις ποὺ εἶ­χαν κά­νει στὸ σπί­τι τους. Ἡ Λὸλ καὶ ἡ Ἔν­τνα πῆ­ραν τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὴ βάρ­κα τους γιὰ νὰ τοῦ δεί­ξουν πῶς φαί­νον­ταν τὰ πράγ­μα­τα ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση καὶ μὲ μιὰ μι­κρὴ σπρω­ξιὰ ἐ­κεῖ­νος βρέ­θη­κε ἀ­π’ ἔ­ξω. Ἀρ­κε­τὰ βέ­βαι­ες, μιὰ-δυ­ὸ μέ­ρες με­τά, τὸν βρῆ­καν ξε­βρα­σμέ­νο, κά­που ἑ­κα­τὸ μέ­τρα μα­κρύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­χε βγεῖ ὁ πρῶ­τος. Ἔ­λει­παν τὰ γυα­λιά του μὰ τὸ κου­στού­μι του ἦ­ταν σχε­δὸν ἄ­θι­κτο.

      Ὁ τρί­τος τους ἐ­πι­σκέ­πτης ἦ­ταν ἕ­νας ἁ­πλὸς πε­ρί­ερ­γος ποὺ ἔ­τυ­χε νὰ περ­νά­ει ἀ­πὸ τὸ κα­λύ­βι τους καὶ κα­τη­φό­ρι­σε τὸ μο­νο­πά­τι γιὰ νὰ ρί­ξει μιὰ μα­τιά. Αὐ­τὸς δὲν ἔ­κα­νε κὰν τὴ βόλ­τα στὴ θά­λασ­σα πρὶν κα­τα­λή­ξει κα­πνι­στός. Εἶ­χε πλη­σιά­σει ἀ­θό­ρυ­βα στὸ κα­λύ­βι καὶ εἶ­χε κολ­λή­σει τὴ μύ­τη του στὸ πα­ρά­θυ­ρο τῆς κου­ζί­νας ὅ­ταν ἡ πόρ­τα ἄ­νοι­ξε ἀ­πό­το­μα. Ἡ Λὸλ τὸν ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τὸ πέ­το τοῦ σα­κα­κιοῦ του, τὸν ἔ­συ­ρε μέ­σα καὶ τὸν βού­τη­ξε στὴ σα­που­νά­δα. Γιὰ κά­ποι­ον ποὺ εἶ­χε τό­ση τά­ξη στὸ νοι­κο­κυ­ριό του αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ πιὸ ἀ­να­ξι­ο­πρε­πὴς τρό­πος νὰ φύ­γει.

      Τὸ τέ­ταρ­το θύ­μα ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­θῶ­ος πε­ρι­πα­τη­τὴς ποὺ ἔ­κα­νε τὸ μοι­ραῖ­ο λά­θος νὰ χτυ­πή­σει τὴν πόρ­τα τῶν Πὴρς γιὰ νὰ ζη­τή­σει ὁ­δη­γί­ες. Εἶ­χε ἕ­να μι­κρὸ μού­σι, πράγ­μα ποὺ δὲν εὐ­χα­ρί­στη­σε πο­λὺ τὶς ἀ­δελ­φές, ἀλ­λὰ εἶ­χαν ἀ­πελ­πι­στεῖ, καὶ ἤ­θε­λαν νὰ βροῦν ἄλ­λον ἕ­ναν ἄν­τρα νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν τὸ κα­ρέ. Τὸν ὁ­δή­γη­σαν στὴ θά­λασ­σα γιὰ νὰ τοῦ δεί­ξουν τὸν δρό­μο ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρει, καὶ κα­θὼς στέ­κον­ταν οἱ δυ­ό τους στὸ νε­ρὸ ὣς τοὺς γο­φοὺς καὶ τὸν κρα­τοῦ­σαν ἀ­πὸ κά­τω, πα­ρα­κο­λού­θη­σαν τὸν χάρ­τη του τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ὑ­πη­ρε­σί­ας Χαρ­το­γρά­φη­σης νὰ πα­ρα­δέρ­νει καὶ νὰ στρι­φο­γυ­ρί­ζει ἀρ­γὰ ὣς τὴν ἀ­κτή.

      Τὸν ξύ­ρι­σαν πρὶν τὸν κά­νουν κα­πνι­στό. Τώ­ρα κά­θε­ται στὸ σα­λό­νι τῶν Πήρς, μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους τρεῖς. Δι­α­βά­ζουν τὰ βι­βλί­α τους, παί­ζουν χαρ­τιὰ καὶ κά­θον­ται στὸ πιά­νο, σὰν ἐκ­θέ­μα­τα σὲ πα­ρά­ξε­νο μου­σεῖ­ο. Τέσ­σε­ρις πνιγ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι, κα­λοὶ καὶ ἥ­συ­χοι, περ­νοῦν τὴν ὥ­ρα τους μὲ τὴ Λὸλ καὶ τὴν Ἔν­τνα Πήρς.

 

  

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Δέ­κα Μαῦ­ρες Ἱ­στο­ρί­ες (T­en S­o­r­ry T­a­les·ἔκδ. F­a­b­er a­nd Faber L­i­m­i­t­ed, 2005).

 

Μὶκ Τζάκ­σον (M­i­ck J­a­c­k­s­on, 1960). Βρετ­τα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλία, πολὺ γνω­στὸς γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του T­he U­n­d­e­r­g­r­o­u­nd M­an (1998· ἑλ­λη­νι­κά: Κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ, ἔκδ. Νε­φέ­λη, 1998, μτφ.: Λη­τὼ Σε­ϊ­ζά­νη). Ὁ Τζάκ­σον ἐρ­γά­στη­κε στὸ το­πι­κὸ θέ­α­τρο, σπού­δα­σε Θε­α­τρι­κὲς Τέ­χνες στὸ Ντάρ­τιν­γκτον καὶ ἔ­παι­ξε στὸ ρὸκ συγ­κρό­τη­μα «T­he S­c­r­e­a­m­i­ng A­b­d­a­bs». Τὸ 1990 πα­ρα­κο­λού­θη­σε ἕ­να τμῆ­μα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Νέ­ας Ἀγ­γλί­ας καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ἐρ­γά­ζε­ται τὸ Κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ. Ἀ­πὸ τὸ 1995 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ τὸ γρά­ψι­μο.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἀγ­γλι­κά:

Ἑ­λέ­νη Μου­σα­μᾶ (Ἀ­θή­να, 1960). Σπού­δα­σε στὸ Πα­ρί­σι Ψυ­χο­λο­γί­α στὸ P­a­ris X­I­II καὶ ὕ­στε­ρα Του­ρι­στι­κὰ στὴν E­c­o­le du T­o­u­r­i­s­me στὸ N­e­u­i­l­ly, P­a­r­is. Ἐρ­γά­στη­κε στὸν του­ρι­στι­κὸ κλά­δο, σὲ ξε­νο­δο­χεια­κὴ μο­νά­δα τῆς Ἀ­θή­νας καὶ σὲ ἰ­δι­ό­κτη­το πρα­κτο­ρεῖ­ο τα­ξι­δί­ων. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε σε­μι­νά­ριο με­τά­φρα­σης τοῦ Ε­ΚΕ­ΜΕΛ, στὸ Ἀγ­γλι­κὸ τμῆ­μα. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Δέ­κα­τα. Ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­πί­σης μὲ τὸ γρά­ψι­μο παι­δι­κῶν βι­βλί­ων.

 

Εἰκόνα: David Roberts (ἀπὸ τὴν εἰκονογράφηση τοῦ βιβλίου T­en S­o­r­ry T­a­les)