Πὸλ Καβάνα (Paul Kavanagh)
Ἀντουὰν ντὲ Σὲντ Ἐξιπερί
(Antoine de Saint-Exupery)
ΗΡΑΜΕ τὴν ἀπόφαση νὰ κρεμάσουμε τὸν Ἄλφρεντ. Ἡ Βὶβ πῆγε νὰ φέρει σκοινί. Ὁ Τὸμ πῆγε νὰ φέρει καρέκλα. Ἐγὼ κάθισα καὶ περίμενα καὶ κουβέντιαζα μὲ τὸν Ἄλφρεντ. Κουβεντιάσαμε γιὰ διαστημόπλοια καὶ διαστημανθρώπους. Ὁ Ἄλφρεντ ἦταν περίεργος νὰ μάθει ἐὰν οἱ διαστημάνθρωποι ρωτᾶνε: «Κοντεύουμε; Φτάνουμε;». Ὁ Ἄλφρεντ πάντοτε ρωτοῦσε: «Κοντεύουμε; Φτάνουμε;». Ὁ Τὸμ ἐπέστρεψε μὲ μιὰ καρέκλα. Ἦταν μιὰ παλιὰ βικτωριανὴ καρέκλα. Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἀνῆκε στὸν προπάππου τοῦ Τόμ. Ὁ Ἄλφρεντ ἔκανε δοκιμὲς μὲ τὴν καρέκλα. Χοροπηδοῦσε πάνω κάτω στὴν καρέκλα. Ἡ καρέκλα ἦταν γερή. Ἡ Βὶβ ἐπέστρεψε μὲ ἕνα κομμάτι μάλλινο νῆμα, δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ καθόλου σκοινί. Ὁ Ἄλφρεντ δοκίμασε τὸ νῆμα. Αὐτὸ κόπηκε. Ὁ Τὸμ ξεστόμισε στὴ Βὶβ μιὰ βρισιά. Ἡ Βὶβ ἀπείλησε ὅτι θὰ βάλει τὰ κλάματα. Προτοῦ ἐκείνη κατορθώσει νὰ γεμίσει τὸ δωμάτιο μὲ λυγμούς, ὁ Ἄλφρεντ εἶπε ὅτι ξέρει ποῦ ἔχει σκοινί. Ἡ Βὶβ χαμογέλασε καὶ πῆρε τὸν Ἄλφρεντ ἀγκαλιά. Ἡ Βὶβ ἦταν πολὺ χαρούμενη. Ὁ Ἄλφρεντ βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο. «Χρειαζόμαστε μιὰ Βίβλο», εἶπε ἡ Βίβ. Οἱ γονεῖς τοῦ Ἔλιοτ καὶ τῆς Βὶβ ἦταν ἄθεοι κι ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπῆρχε περιθώριο γιὰ καμιὰ Βίβλο στὸ σπίτι. «Κάτι ἔχω στὴν κρεβατοκάμαρά μου», εἶπε ἡ Βίβ. Τῆς εἴπαμε νὰ πάει. Ἡ Βὶβ ἐπέστρεψε μὲ τὸν Μικρὸ πρίγκιπα. Χαρήκαμε πολὺ μὲ τὸν Μικρὸ πρίγκιπα. Εἶπα νὰ διάβαζα κάτι ἀπὸ τὸν Μικρὸ πρίγκιπα τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἄλφρεντ θὰ ἔσπρωχνε μὲ τὸ πόδι μακριὰ τὴν καρέκλα. Ὁ Ἄλφρεντ ἐπέστρεψε. Βαστοῦσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ μπόλικο γερὸ σκοινί. Ὁ Ἔλιοτ –ξέροντας καλὰ ἀπὸ κόμπους– ἔφτιαξε μιὰ θηλιά. Τοποθέτησε τὴ θηλιὰ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Ἄλφρεντ. Ἔμοιαζε νὰ εἶναι πολὺ ἐπαγγελματική. Ὁ Ἄλφρεντ ρύθμισε ἐκ νέου τὴ θηλιά· ἦταν ὑπερβολικὰ σχολαστικός. Ὁ Τὸμ βοήθησε τὸν Ἄλφρεντ νὰ ἀνεβεῖ πάνω στὴν καρέκλα. Ὁ Ἄλφρεντ πέταξε τὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ πάνω ἀπὸ τὸν πολυέλαιο. Ὁ Τὸμ ἔπιασε τὸ σκοινὶ καὶ ἔδεσε τὸ σκοινὶ στὸ πόμολο τῆς πόρτας. Ὁ Ἄλφρεντ τράβηξε τὸ σκοινὶ γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸ σκοινί, ἦταν γερό, θὰ κράταγε. Ἡ Βὶβ ἄγγιξε τὸν Ἄλφρεντ στὸ γόνατο, στοργικά. Ἐκεῖνος χαμήλωσε τὸ βλέμμα καὶ χαμογέλασε. Ξεκίνησα νὰ διαβάζω ἀπὸ τὸν Μικρὸ πρίγκιπα.
Πηγή: http://flashfiction.net/2016/04/05/flash-reprint-paul-kavanaghs-antoine-de-saint-exupery/ (Πρώτη δημοσίευση: Nano Fiction Volume 6 Number 2.)
Πὸλ Καβάνα (Paul Kavanagh) (Ἀγγλία, 1971). Ζεῖ στὸ Σάρλοτ τῆς Βόρειας Καρολίνας τῶν ΗΠΑ. Ἔχει δημοσιεύσει ποιήματα καὶ μικρὰ πεζὰ σὲ πλῆθος περιοδικῶν, ἐνῶ ἔχει ἐκδώσει καὶ τὶς νουβέλες The killing of a Bank Manager (2011) καὶ Iceberg (2012).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ ἀλλοῦ.
Filed under: Αποσκίτης Γ.,Αγγλικά,Διακειμενικότητα,Επέκεινα,Ηλικίες,Θρίλερ,Θάνατος,Περιγραφή,Τέχνη,Kavanagh Paul | Tagged: Αγγλόφωνο διήγημα,Γιώργος Αποσκίτης,Paul Kavanagh | Τὰ σχόλια στὸ Πὸλ Καβάνα (Paul Kavanagh): Ἀντουὰν ντὲ Σὲντ Ἐξιπερί ἔχουν κλείσει