Τομάζο Λαντόλφι (Tommaso Landolfi)
Ὁ κλέφτης
(Il ladro)
ΔΩ ΚΑΙ ΔΥΟ ΩΡΕΣ, κρυμμένος στὸ κελάρι, ὁ κλέφτης ἄκουγε ἐκεῖνα τὰ βήματα νὰ πηγαινοέρχονται μετρώντας ἀδυσώπητα τὰ πάνω δωμάτια, τραντάζοντας τὰ παλιὰ δοκάρια, κάνοντάς τα νὰ τρίζουν, ξεκολλώντας κάθε τόσο μικρὰ κομμάτια σοβά. Μὰ καλά δὲν πήγαιναν ποτέ γιὰ ὕπνο αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Συχνὰ μάλιστα, μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας, ἔφταναν στ’ αὐτιά του ἀπότομα ξεσπάσματα ἀπὸ φωνές, ὀργισμένες ἢ κοροϊδευτικές. Κι ἔπειτα ἀπὸ μεγάλες παύσεις, ἀκούγονταν δυνατὰ καὶ ἀλλόκοτα γέλια, ποὺ σοῦ πάγωναν τὸ αἷμα.
Ὁ κλέφτης ἦταν πρωτάρης, ἤθελε νὰ ἀποφύγει τὸ σκάνδαλο ἢ τὴ βία. Ἤλπιζε μόνο νὰ βρεῖ σ’ αὐτὸ τὸ παλιὸ σπίτι κανένα μαγειρικὸ σκεῦος ή καὶ τρόφιμα, πράγματα ἀσήμαντα κατὰ βάθος γιὰ τὸν πλούσιο ἰδιοκτήτη του, ποὺ ὅμως θὰ εξασφάλιζαν προσωρινά τον επιούσιο στὸν κλέφτη καὶ τὴν ὀλιγομελῆ οἰκογένειά του. Νὰ ποῦ εἶχε καταντήσει τώρα ποὺ εἶχαν ἀσπρίσει τὰ μαλλιά του! Κι ἦταν τόσο πρωτάρης ποὺ χρειάστηκε δύο ὧρες γιὰ νὰ καταλάβει πὼς ἐκεῖνα τὰ βήματα ἐκεῖ πάνω ἦταν τὰ βήματα ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου, τοῦ κυρίου βέβαια. Μὲ ποιόν ὅμως μιλοῦσε ἐκεῖνος, ἄραγε θύμωνε ἢ γελοῦσε;
Ἐκεῖνος ὁ ρυθμικὸς καὶ συνεχὴς βηματισμὸς ἄρχιζε νὰ κάνει τὸν κλέφτη νὰ ἀγωνιᾶ. Ποῦ νὰ πάρει, καθόταν στριμωγμένος ἀνάμεσα σὲ δύο βαρέλια, σ’ ἕνα σπίτι ποὺ δὲν ἦταν δικό του… Ἦταν ντροπαλὸς καὶ καλός, ἦταν φανερό. Κι ἔπειτα αὐτὲς οἱ φωνὲς μὲς στὴ νύχτα ἦταν στ’ ἀλήθεια τρομακτικές. Ἄσε δέ τὰ γέλια! Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀνυπόφορα. Ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἀναλάβει δράση παρὰ μόνο ὅταν ὅλοι στὸ σπίτι ἔπεφταν σὲ βαθὺ ὕπνο, ἐπιχείρησε νὰ πάει νὰ δεῖ μὲ προσοχὴ τί συνέβαινε. Ἐξάλλου τὸν ἔσπρωχνε μιὰ ἀλλόκοτη, τρομακτικὴ περιέργεια, τὴν ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ χαλιναγωγήσει.
Δὲ γνώριζε καὶ πολὺ καλὰ τὸ σπίτι. Γεμάτος ρίγη ξεπρόβαλε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ βαρέλια, καὶ ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ σκάλα ἔφτασε στὴν αὐλή. Ἀπὸ μιὰ γυάλινη πόρτα ἔβγαινε ἕνα ἀδύναμο φῶς. Ὁ κλέφτης ἤθελε νὰ πλησιάσει, ἀλλὰ οἱ φωνὲς ξέσπασαν καὶ πάλι, αὐτὴ τὴ φορὰ πιὸ δυνατές. Ἢ μᾶλλον ὁ ἔντονος διάλογος. Ἀπὸ ἐδῶ ἀκουγόταν καλύτερα: ὁ ἄντρας συνέχιζε νὰ συνομιλεῖ ἀδιάλειπτα, ἢ νὰ λογομαχεῖ μὲ κάποιον (ὁ κλέφτης μάλιστα νόμιζε ὅτι ἄκουγε, ἀνὰ διαστήματα, καὶ μιὰν ἄλλη φωνὴ, λίγο πιὸ μειλίχια ὅμως)· μιλοῦσε καὶ ὁ τόνος τῆς φωνῆς του ἄλλαζε, ἄλλοτε ἦταν ψηλὸς ἄλλοτε χαμηλός, ἄλλοτε ἔμοιαζε νὰ σφυρίζει ἄλλοτε μουρμούριζε, ἦταν πάντα ὅμως ταραγμένος. Σαρκαστικὰ γέλια ξεσποῦσαν κάθε τόσο καὶ διέκοπταν τὴ συζήτηση. Οἱ ἐκρήξεις ὅμως αὐτὲς ἦταν σίγουρα τοῦ κύριου ὁμιλητῆ, τοῦ πιὸ ὀξύθυμου· καὶ μὲς στὴ νύχτα αὐτὲς κυρίως ἦταν οἱ πιὸ τρομακτικές. Στὸ τέλος ὁ κλέφτης βρῆκε τὸ θάρρος καὶ μὲ γατίσιο βῆμα, προστατευμένος ἀπὸ τὸ σκοτάδι ποὺ τὸν περιέβαλλε, πλησίασε στὴν πόρτα· τὰ τζάμια ξεκινοῦσαν ἀπὸ ψηλὰ καί, πεσμένος στὰ τέσσερα, μποροῦσες νὰ κοιτάξεις μέσα χωρὶς νὰ σὲ δοῦν. Ὁ κλέφτης λοιπὸν κοίταξε.
Στὴν κουζίνα (γιατὶ ἐκεῖνο τὸ δωμάτιο ἦταν μιὰ εὐρύχωρη κουζίνα) ἔκαιγε μιὰ σκονισμένη λάμπα, διαχέοντας ἕνα κιτρινωπὸ φῶς. Τὸ τζάκι ἦταν σβηστὸ καὶ καταλάβαινες πὼς εἶχε σβήσει ἀπὸ μόνο του. Μπροστὰ ἀπὸ τὶς ἑστίες πηγαινοερχόταν ἕνας ἄντρας μὲ μαλλιὰ γκρίζα σὰν κι αὐτὰ τοῦ κλέφτη. Αὐτὸ ὅμως ποὺ στ’ ἀλήθεια σ’ ἔκανε νὰ ἀνατριχιάζεις ἦταν τὸ ἀλλόκοτο περπάτημα αὐτοῦ τοῦ διπλωμένου στὰ δύο ἄντρα, ὅπως ὁρισμένες μαϊμοῦδες ποὺ τὶς βλέπεις μὲ τὰ χέρια νὰ κρέμονται ἄψυχα, τὰ πόδια ἀνοιχτὰ καὶ τὶς ἄκρες στραμμένες πρὸς τὰ ἔξω. Τὰ μάτια του, σκοτεινιασμένα κάτω ἀπὸ τὰ πυκνὰ φρύδια, κοίταζαν συχνὰ μακριά, πρὸς τὸν κλέφτη, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν βλέπουν. Και τοῦτος ὁ ἄντρας σέ μια τέτοια στάση μίλαγε ἀδιάκοπα.
Μιὰ τρομερὴ ὑποψία διαπέρασε τὸν κλέφτη κι ἀναζήτησε μὲ τὰ μάτια τὸν συνομιλητή, χωρὶς νὰ τὸν βρεῖ. Μέχρις ὅτου, ἀκινητοποιημένος ἀπὸ τὸ φόβο, κατάλαβε πὼς ὁ ἄντρας μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀλλάζοντας φωνὴ κάθε τόσο, σχεδὸν σὰν νὰ συνομιλοῦσε μὲ κάποιον. Στὴν ἄδεια κουζίνα μὲ τὸ χλομὸ φῶς, μπροστὰ στὸ σβηστὸ τζάκι, διπλωμένος στὰ δύο, ὁ ἄντρας περπατοῦσε καὶ μιλοῦσε ἀσταμάτητα, ἀσθμαίνοντας.
Ἒ λοιπόν, ἔλεγε, τώρα πιὰ αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ βολικὴ θέση γιὰ σένα, φίλε μου. Γέρασες, κακομοίρη μου (συνέχιζε ἀλλάζοντας ἔκφραση)· τί ἄλλο περιμένεις; Τὸ σπίτι σου εἶναι ἄδειο, τὸ τζάκι σου σβηστό, στριφογυρίζεις, μάλιστα κύριε, στριφογυρίζετε ἐδῶ μέσα σὰν νὰ ἤσασταν μέσα στὸ μνῆμα, νεκρὸς μέσα στὸν τάφο σας, δηλαδὴ ἀκόμη ζωντανὸς κι ἤδη μέσα στὸν τάφο… Τέρμα τὰ λόγια, νὰ πᾶνε στὸ διάολο! (φώναζε κυριευμένος ἀπὸ ὀργή). Σιωπή, σιωπή, σιωπὴ εἰς τὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα (σιγοψιθύριζε τονίζοντας ρυθμικὰ τὶς συλλαβές). Ἐσεῖς, ἀγαπητέ μου κύριε, εἶστε ἀγαπητὸς καὶ σεβαστός, ἀλλὰ σᾶς φοβοῦνται πολλοί, ναὶ μάλιστα, σᾶς τὸ ἐγγυῶμαι. Κι ἐξάλλου τὰ πλούτη σας, κι ἂν δὲ θέλουμε νὰ ποῦμε πλούτη, ἡ εὐχέρεια…χμ χμ… Μὲ μιὰ λέξη τὰ ἀξιοσέβαστα γηρατειά σας εἶναι ἐξασφαλισμένα ἐνάντια… καὶ τὰ λοιπὰ καὶ τὰ λοιπά. Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέτε, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; (ξεσποῦσε ὀργισμένα). Οἱ συγγενεῖς. Οἱ συγγενεῖς (ἐπαναλάμβανε μουρμουρίζοντας). Ὁ γιός. Χὰ χὰ χά! (νάτο πάλι ξαφνικὰ ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ ἠχηρὰ γέλια ποὺ σοῦ πάγωναν τὸ αἷμα). Καὶ ποῦ εἶναι ὁ γιὸς μου; Μὲ ποιό τρόπο, διερωτῶμαι (ἔλεγε ὅντως διερωτῶμαι), νοιάζεται ἢ μπορεῖ νὰ νοιαστεῖ, ἀκόμα κι ἂν τὸ θελήσει, γιὰ μένα; Μὲ φοβοῦνται, μάλιστα μὲ φοβοῦνται (κι ἔπιανε τὸ μοτίβο ἑνὸς χυδαίου μαθητικοῦ τραγουδιοῦ). Μὲ φοβοῦνται ὅπως τὸν ψωρίλα, τὸ ψοφίμι, τὴ σαπίλα! (οὔρλιαζε μὲ ὅση δύναμη εἶχε μέσα του). Ζήτω ἡ ρίμα, ἡ καλή μας ρίμα (συνέχιζε μὲ ἀλλοπρόσαλλη ἐλαφρότητα). Ἔτσι ἀπὸ δῶ ἔτσι ἀπὸ κεῖ (ἄρχισε πάλι νὰ λέει σχεδὸν χωρὶς διακοπή), ἔτσι ἀπὸ ἐδῶ ἔτσι ἀπὸ κεῖ, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἐδῶ κι ἐκεῖ (κι ἔμοιαζε τήν ἵδια στιγμή νὰ σκέφτεται ἔντονα), καὶ πάλι: ἐδῶ κι ἐκεῖ, τρὰ λὰ λά, τρὰ λὰ λά…
Ὁ ἄντρας συνέχιζε νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς ἀσύνδετες λεξοῦλες καὶ νὰ περπατᾶ μανιασμένα· ἐνῶ πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα μιὰ μεγάλη θλίψη βάραινε τον κλέφτη κι ἔτρεμε τὸ φυλλοκάρδι του. Εἶχε πάψει νὰ σκέφτεται τὸ σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψής του σ’ ἐκεῖνο τὸ σπίτι, εἶχε ξεχάσει τὴ δική του ἀνέχεια, καὶ ἤθελε νὰ βοηθήσει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάσει.
Ἔκανε μιὰ κίνηση ἀπερισκεψίας καὶ ἀναστέναξε. Τότε ὁ ἄντρας ὀρθώθηκε ἀπότομα, ἔπεσε πάνω στὴν πόρτα, τὴν ἄνοιξε μουρμουρίζοντας «εἶναι τὸ γέρικο σκυλί, μονάχα τὸ γέρικο σκυλί». Ὁ κλέφτης ἔμεινε ἐκτεθειμένος μέσα στὸ ἀχνὸ φῶς καί, στὰ τέσσερα ὅπως ἦταν, κοίταξε τὸν κύριο. Ἐσύ, ἐσύ… εἶπε αὐτὸς κάπως σαστισμένος, ἀλλὰ χωρὶς ὀργή, μᾶλλον λυπημένα. Τί θέλεις ἐσύ; Ὁ κλέφτης δὲν ἀπάντησε καὶ σηκώθηκε ἀργά. Νὰ κλέψεις ἤθελες, ἔ; συνέχισε ὁ ἄλλος, ὄχι ὅμως εἰρωνικά, ἀλλὰ μὲ μιὰ μελαγχολικὴ σχεδὸν εὐθυμία. Καὶ τὸν περιεργαζόταν μὲ τὸ σκοτεινό του βλέμμα. Τὰ μάτια τοῦ κλέφτη ἀντίθετα ἔλαμπαν βουρκωμένα· ἔτρεμε λιγάκι καὶ δεν κουνιόταν. Πέρασε ἀγαπητέ μου, εἶπε ὁ κύριος ξαφνικά, μπὲς στὸ σπίτι μου. Εἶσαι φτωχός; (συνέχισε σοβαρός). Μήπως ἡ γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε; Ἔλα λοιπόν. Καὶ τὸν τράβηξε ἀπὸ τὸ μπράτσο γιὰ νὰ μπεῖ μέσα.
Στὸ θαμπὸ φῶς οἱ δύο ἄντρες κοιτάζονταν βαθιὰ μὲς στὰ μάτια. Τὰ μάτια τοῦ κυρίου γέμισαν κι αὐτὰ δάκρυα. Μετὰ χαμογέλασε γλυκά. Ὁ ἕνας ἅπλωσε τὰ χέρια, ὁ ἄλλος ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά του χωρὶς δισταγμό. Ὁ κύριος καὶ ὁ κλέφτης ἀγκαλιάστηκαν κλαίγοντας σὰ μικρὰ παιδιά, ξεσπώντας σὲ ἀναφιλητά. Καὶ τὰ δάκρυα ἐκεῖνα δὲν ἔλεγαν νὰ τελειώσουν, κυλοῦσαν ἀσταμάτητα, καὶ ξέπλεναν τὰ πρόσωπά τους, ἦταν παρηγοριὰ γιὰ τὶς καρδιές τους.
Πηγή: Tommaso Landolfi, Le più belle pagine (scelte da Italo Calvino), BUR, Milano, 1989, σσ. 168-170.
Tommaso Landolfi (Pico, 1908-Ronciglione, 1979). Ἰταλὸς συγγραφέας, ποιητὴς καὶ μεταφραστής. Μολονότι ἐλάχιστα γνωστὸς στὸ εὐρὺ κοινό, μὲ ἰδιαίτερα ἐξεζητημένη, μπαρὸκ γλώσσα, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους Ἰταλοὺς συγγραφεῖς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Γνωστότερο ἔργο του: Racconto d’autunno (Μιὰ φθινοπωρινὴ ἱστορία, 1947).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Μαρία Σπυριδοπούλου (Ἀθήνα, 1961). Σπούδασε γαλλικὴ καὶ ἰταλικὴ φιλολογία. Διδάσκει στὸ Τμῆμα Θεατρικῶν Σπουδῶν τοῦ Παν/μίου Πελοποννήσου στὸ Ναύπλιο. Πρώτη της μετάφραση, Ἡ σειρήνα καὶ ἄλλα διηγήματα τοῦ Τομάζι ντὶ Λαμπεντούζα (1993) καὶ ἡ πιὸ πρόσφατη, Ἕνα σύντομο αἰσθηματικὸ ταξίδι τοῦ Ἴταλο Σβέβο (2007).
Εἰκόνα: Ἰταλικὸ γραμματόσημο ἀφιερωμένο στὸν Τομάζο Λαντόλφι, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 2008 γιὰ τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του.
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ιταλικά,Παραβατικότητα,Ρεαλισμός,Σπυριδοπούλου Μαρία,Landolfi Tommaso | Tagged: Ιταλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μαρία Σπυριδοπούλου,Tommaso Landolfi | Leave a comment »