Ἰάκωβος Ἀνυφαντάκης
Ὁ ἄσωτος ἀδελφὸς
ΛΙΑ οὔτε ποὺ τὸν πρόσεξε μπαίνοντας. Κάτι γύρισε νὰ πεῖ στὸν Τάκη καὶ τότε εἶδε τὸν Τζένι ποὺ ἦταν ἀκόμη κάτω. Κούνησε τὸ κεφάλι της καὶ ἔφυγε. Μετὰ ἀπὸ λίγο γύρισε ὁ Τάκης μὲ τὸ τσαντάκι του στὸ χέρι. Ἔβγαλε ἀπὸ μέσα εἴκοσι, σαράντα εὐρώ. «Γιὰ νὰ μὴ μὲ πρήζεις.» Ὁ Τζένι ἔτριψε τὸ σημάδι ποὺ τοῦ εἶχε μείνει ἀπὸ τὸ σχῆμα τοῦ πλακακιοῦ. Ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας φαινόταν ἡ Λία ποὺ ἔβγαζε τὰ ροῦχα της. Ἔριξε μιὰ μπουνιὰ καὶ τὸ ποτήρι μὲ τὸν φραπὲ ἔγινε θρύψαλα στὸν τοῖχο. Στὸ ὑπνοδωμάτιο ἀκούστηκε ἕνα ἐλαφρὺ μουρμουρητό.
Εἶχε προσπαθήσει νὰ μιλήσει πάλι στὸν Τάκη γιὰ τὰ λεφτά. Τὸ δικό του μερίδιο ἀπὸ τὸ περίπτερο. Ἢ νὰ τὸ ἔπαιρνε ὁ Τάκης ἢ νὰ τὸ πουλοῦσε ἀλλοῦ. Θὰ ἔφτιαχνε ἕνα δικό του μαγαζί. Ροῦχα, κυριλὲ καὶ κάζουαλ. Ὁ χῶρος ἦταν ἕτοιμος, τὸν περίμενε. Ὁ Τάκης οὔτε νὰ τὸν ἀκούσει. «Δὲν ξέρεις νὰ σκουπίσεις τὸν κῶλο σου καὶ θ’ ἀνοίξεις μαγαζί;» Ἀπ’ ὅταν πέθανε ὁ πατέρας τους δούλευαν αὐτοὶ τὸ περίπτερο. Οἱ δυό τους καὶ ἡ μάνα τους. Τὶς ἀποφάσεις τὶς ἔπαιρνε ὁ Τάκης. Αὐτὸς ἔπαιζε τὸν ρόλο τοῦ μαλάκα ποὺ συμφωνοῦσε. Σήμερα πῆγε μὲ μιὰ μπλόφα γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ τὸ συζητήσει. Ὅτι εἶχε βρεῖ κάποιον νὰ πάρει τὸ δικό του μισό. Ἀφοῦ δὲ δεχόταν ὁ Τάκης θὰ τὸ ἔδινε ἀλλοῦ. Τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τὸν κόλλησε στὸν τοῖχο. Θὰ τὸν σκότωνε, ἅμα τὸ ξανάλεγε. Μόλις πῆγε νὰ μιλήσει τὸν ἔριξε κάτω καὶ τὸν ἄρχισε στὰ χαστούκια.
Ἅρπαξε τὸ τσαντάκι τοῦ Τάκη καὶ τὸ ἔτριψε πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη τοῦ καφέ. Μετὰ τὸ ξανασκέφτηκε. Ἔψαξε τὶς θῆκες. Πορτοφόλι, κινητό, κλειδιά. Στὸ ὑπνοδωμάτιο τὸ ζευγαράκι γαμιόταν μὲ θόρυβο. Μέτρησε τὰ λεφτά. Τράβηξε ἕνα ἀπ’ τὰ τρία πενηντάρικα ποὺ ἦταν μέσα καὶ δυὸ δεκάρικα. Ἄφησε τὰ ὑπόλοιπα ὅπως ἦταν. Κοίταξε τὴν κλειστὴ πόρτα, ἔπιπλα σέρνονταν στὸ πάτωμα. Ἔπιασε τὸ κινητό. Στὴν ὀθόνη, ἡ Λία, χαμογελοῦσε. Τράβηξε τὴν κάρτα μνήμης καὶ ἔφυγε στὸ δωμάτιό του.
Ἡ φωνὴ τῆς Λίας περνοῦσε ξέπνοη ἀπὸ τὴν μεσοτοιχία τῶν δύο δωματίων. Στὸ βίντεο ποὺ ἔβλεπε μπροστά του τσιμπούκωνε γονατιστὴ τὸν Τάκη. Δὲν εἶχε ἦχο. Ἔπειτα ἡ γκόμενα σηκώθηκε ξαναμμένη, στήθηκε στὰ τέσσερα καὶ ὁ Τάκης τὴν καβάλησε ἀπὸ πίσω. Εἶχε ἕνα σημάδι ψηλὰ στὸ γοφό, σὰν μικρὸ κακοσχηματισμένο νησί. Τελειώνοντας, ὁ γαμιὰς ἄδειασε ὅλο τὸ σπέρμα πάνω του καὶ τὸ ἔσβησε. Τὸ βίντεο ἔκλεινε μὲ τὸν Τάκη νὰ ἑστιάζει στὸ ξυρισμένο μουνί της. Τελειώνοντας τὴν ἀντιγραφὴ ὁ Τζένι γύρισε γρήγορα τὴν κάρτα μνήμης στὸ κινητό. Ἀπὸ τὸ ὑπνοδωμάτιο ἀκουγόταν ἕνας μονότονος γδοῦπος.
Μὲ ἕνα κομμάτι βρεγμένο χαρτὶ σκούπισε τὸ τσαντάκι καὶ τὸ ἀκούμπησε ἐκεῖ ποὺ τὸ εἶχε βρεῖ. Πέταξε τὰ σπασμένα γυαλιὰ στὰ σκουπίδια. Μὲ τὸ σφουγγάρι καθάρισε τὸν καφὲ ἀπὸ τὸν τοῖχο καὶ τὸ τραπέζι. Δὲν ἔμεινε τίποτα. Συνέχισε νὰ τρίβει. Ἡ φασαρία εἶχε σταματήσει. Ἡ ὄξινη μυρωδιὰ τοῦ καφὲ τὸν χτυποῦσε στὴ μύτη. Πῆγε στὸ δωμάτιό του, ντύθηκε καὶ ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει. Κάθισε μιὰ στιγμὴ στὸν ὑπολογιστὴ ὅμως μετὰ ἄλλαξε γνώμη καὶ τὸν ἔκλεισε. Τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν δίπλα πόρτα ἐμφανίστηκε ἡ Λία. Φοροῦσε ἕνα μπλουζάκι τοῦ Τάκη, τὰ πόδια της ἦταν ἄσπρα καὶ λεπτά. Καλοφτιαγμένα. Κούνησε τὸ κεφάλι της νὰ τὸν ἀποχαιρετήσει. Τὸ σημάδι δὲ φαινόταν ἀλλὰ ὁ Τζένι ἤξερε ἀκριβῶς ποὺ ἦταν.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Ἰάκωβος Ἀνυφαντάκης (Ἡράκλειο Κρήτης 1983). Σπούδασε Κοινωνικὴ Θεολογία στὸ Πανεπιστημίο Ἀθηνῶν καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὸ στὴν Σύγχρονη Ἱστορία στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευθεῖ στὸ περιοδικό Ἐντευκτήριο καὶ στὸν συλλογικὸ τόμο Εἴμαστε ὅλοι μετανάστες (ἐκδ. Πατάκης).
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ανυφαντάκης Ιάκωβος,Ερωτας,Ελληνικά,Καθημερινά,Νατουραλισμός,Οικογένεια | Tagged: Διήγημα,Ιάκωβος Ανυφαντάκης,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Ἰάκωβος Ἀνυφαντάκης: Ὁ ἄσωτος ἀδελφὸς ἔχουν κλείσει