Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: Εὔ­ξαι ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ, πά­τερ



Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Εὔ­ξαι ­πὲρ ­μοῦ, πά­τερ


ΔΙΗΓΗΣΑΤΟ τις τῶν πα­τέ­ρων ἡ­μῖν ἐν Θε­ου­πό­λει, λέ­γων, ὅ­τι.

       Ἀ­νήλ­θο­μεν ἐν μιᾷ εἰς τὸ ὄ­ρος τὸ Ἀ­μα­νόν, διά τι­να χρεί­αν, καὶ εὗ­ρον σπή­λαι­ον καὶ εἰ­σελ­θὼν εὑ­ρί­σκω ἀ­να­χω­ρη­τὴν κλί­ναν­τα μὲν τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ, τὰς δὲ χεῖ­ρας ἐ­κτε­τα­μέ­νας ἔ­χον­τα εἰς τὸν οὐ­ρα­νόν, ἔ­χον­τα δὲ καὶ τὰς τρί­χας τῆς κε­φα­λῆς ἕ­ως ἐ­δά­φους. Ἐ­γὼ δὲ νο­μί­σας αὐ­τὸν ζῇν, ἔ­βα­λον αὐ­τῷ με­τά­νοι­αν, λέ­γων.

       «Εὔ­ξαι ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ, πά­τερ.»

       Ὡς οὖν οὐ­δὲν ἀ­πε­κρί­θη μοι, ἐ­γερ­θεὶς ἀ­πῆλ­θον πλη­σί­ον αὐ­τοῦ ἀ­σπά­ζε­σθαι αὐ­τὸν καὶ κρα­τή­σας αὐ­τὸν εὗ­ρον αὐ­τὸν νε­κρὸν καὶ ἐ­ά­σας ἐ­ξῆλ­θον. Ἀ­πελ­θὼν ὀ­λί­γον, θε­ω­ρῶ ἄλ­λο σπή­λαι­ον καὶ εἰ­σελ­θών, εὗ­ρον γέ­ρον­τα. Ὁ δὲ λέ­γει μοι.

       «Κα­λῶς ἦλ­θες, ἀ­δελ­φέ· εἰ­σῆλ­θες εἰς τὸ ἄλ­λο σπή­λαι­ον τοῦ γέ­ρον­τος;»

       Ἐ­γὼ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πον αὐ­τῷ.

       «Ναί, πά­τερ.»

       Καὶ λέ­γει μοι.

       «Μή τι ἐ­κεῖ­θεν ἔ­λα­βες;»

       Καὶ εἶ­πον.

       «Οὔ.»

       Τό­τε λέ­γει μοι.

       «Φύ­σει, ἀ­δελ­φέ, ἔ­χει ὁ γέ­ρων τε­λει­ω­θεὶς ἔ­τη δε­κα­πέν­τε.»

       Οὕ­τω δὲ ἦν ὡς πρὸ μιᾶς ὥ­ρας κοι­μη­θεὶς καὶ ποι­ή­σαν­τός μοι τοῦ γέ­ρον­τος εὐ­χήν, ἀ­νε­χώ­ρη­σα δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν.


Εὐ­χή­σου καὶ γιὰ μέ­να, πά­τερ

ΚΑΠΟΙΟΣ ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες στὴν Θε­ού­πο­λη μᾶς δι­η­γή­θη­κε λέ­γον­τάς μας τὰ ἑ­ξῆς:

       Ἀ­νε­βή­κα­με μιὰ φο­ρὰ στὸ Ἀ­μια­νὸ ὄ­ρος γιὰ κά­ποι­ο λό­γο, καὶ βρῆ­κα ἕ­να σπή­λαι­ο. Μπαί­νω μέ­σα καὶ βρί­σκω ἕ­ναν ἀ­να­χω­ρη­τὴ νὰ ἔ­χει πέ­σει στὰ γό­να­τα, νἄ­χει ἁ­πλώ­σει τὰ χέ­ρια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τὰ μαλ­λιὰ τῆς κε­φα­λῆς του νὰ φτά­νουν μέ­χρι τὸ ἔ­δα­φος. Κι ἐ­γὼ ποὺ νό­μι­σα ὅ­τι ζεῖ τοῦ βά­ζω με­τά­νοι­α καὶ τοῦ λέ­ω:

       «Εὐ­χή­σου καὶ γιὰ μέ­να, πά­τερ.»

       Κα­θὼς λοι­πὸν δὲν μοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε τί­πο­τα, ση­κώ­θη­κα πῆ­γα κον­τά του νὰ τὸν ἀ­σπα­στῶ κι ὅ­πως τὸν ἔ­πια­σα τὸν βρῆ­κα νε­κρὸ καὶ τὸν ἄ­φη­σα κι ἔ­φυ­γα. Κι ἀ­φοῦ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κα λί­γο, βλέ­πω ἄλ­λο σπή­λαι­ο. Μπαί­νω μέ­σα καὶ βλέ­πω ἄλ­λον γέ­ρον­τα. Καὶ μοῦ λέ­ει:

        «Κα­λῶς ἦρ­θες, ἀ­δελ­φέ. Μπῆ­κες στὸ ἄλ­λο σπή­λαι­ο, τοῦ γέ­ρον­τος;»

       Κι ἐ­γὼ τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κα καὶ τοῦ εἶ­πα:

       «Ναί, πά­τερ.»

       Καὶ μοῦ λέ­ει:

       «Μή­πως πῆ­ρες τί­πο­τα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ;»

       Καὶ εἶ­πα:

       «Ὄ­χι.»

       Τό­τε μοῦ λέ­ει:

       «Ἀ­δελ­φέ, ὁ γέ­ρων φύ­σει ἔ­χει τε­λευ­τή­σει ἐ­δῶ καὶ δε­κα­πέν­τε χρό­νια.»

       Κι ἦ­ταν ἔ­τσι σὰ νὰ ἐ­κοι­μή­θη πρὶν ἀ­πὸ μιὰ ὥ­ρα, κι ἀ­φοῦ μοὔ­δω­σε ὁ γέ­ρον­τας εὐ­χὴ ἔ­φυ­γα δο­ξά­ζον­τας τὸν Θε­ό.

[Μετάφραση: Ἄγγελος Καλογερόπουλος]


Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Πνευ­μα­τι­κὸς Λει­μών. Με­τά­φρα­ση: Χρῆ­στος Μή­τσιου, Πα­τε­ρι­καὶ Ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1987, σς 172-173.

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης. [Βλ. Εἰ­σα­γω­γι­κὸ κεί­με­νο καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγ­γρα­φὴ 25.11.2019.]


			

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: Ἀ­νέ­γνων καὶ δι­ορ­θω­σά­μην!



Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Ἀ­νέ­γνων καὶ δι­ορ­θω­σά­μην!


ΙΗΓΗΣΑΤΟ ἡ­μῖν καὶ τοῦ­το ὁ ἀβ­βᾶς Μη­νᾶς, ὁ κοι­νο­βιά­ρχης τοῦ αὐ­τοῦ κοι­νο­βί­ου, ὅ­τι ἀ­κη­κό­ει τοῦ αὐ­τοῦ ἀβ­βᾶ Εὐ­λο­γί­ου πά­πα Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, λέ­γον­τος, ὅ­τι:

       «Ἀ­νελ­θὼν ἐν Κων­σταν­τι­νου­πό­λει τῷ ἀρ­χι­δι­α­κό­νῳ Ρώ­μης τῷ κυ­ρῷ Γρη­γο­ρί­ῳ ἀν­δρὶ ἐ­να­ρέ­τῳ, δι­η­γή­σα­τό μοι πε­ρὶ τοῦ ἁ­γι­ω­τά­του καὶ μα­κα­ρι­ω­τά­του Λέ­ον­τος τοῦ πά­πα Ρώ­μης, ὅ­τι ἐμ­φέ­ρε­ται ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ Ρώ­μης ἐγ­γρά­φως. Γρά­ψας τὴν ἐ­πι­στο­λὴν πρὸς τὸν ἐν ἁ­γί­οις Φλα­βια­νὸν τὸν πα­τριά­ρχην Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­τὰ Εὐ­τυ­χέ­ως καὶ Νε­στο­ρί­ου τῶν δυ­σω­νύ­μων, τέ­θη­κεν αὐ­τὴν ἐν τῷ τά­φῳ τοῦ κο­ρυ­φαί­ου τῶν ἀ­πο­στό­λων Πέ­τρου καὶ δε­ή­σε­σι καὶ νη­στεί­αις καὶ χα­μευ­νί­αις σχο­λά­σας ἐ­δέ­ε­το τοῦ πρω­το­στά­του τῶν μα­θη­τῶν, λέ­γων:

      »“Ὅ,τι ὡς ἄν­θρω­πος πα­ρέ­λει­ψα, αὐ­τὸς ὡς πε­πι­στευ­μέ­νος τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν καὶ τὸν θρό­νον πα­ρὰ τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ καὶ Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι­όρ­θω­σαι.”

       »Με­τὰ τεσ­σα­ρά­κον­τα ἡ­μέ­ρας ὤ­φθη αὐ­τῷ ὁ ἀ­πό­στο­λος εὐ­χο­μέ­νῳ καὶ λέ­γει αὐ­τῷ:

       “Ἀ­νέ­γνων καὶ δι­ορ­θω­σά­μην.”

       »Καὶ ὡς λα­βὼν τὴν ἐ­πι­στο­λὴν ἐκ τοῦ τά­φου τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου, ἀ­νέ­πτυ­ξε καὶ εὗ­ρε χει­ρὶ τοῦ ἀ­πο­στό­λου δι­ορ­θω­θεῖ­σαν.»


Τὸ δι­ά­βα­σα καὶ τὸ δι­όρ­θω­σα!

Ὁ ἀβ­βᾶς Μη­νᾶς, ὁ κοι­νο­βιά­ρχης τοῦ ἴ­διου κοι­νο­βί­ου, μᾶς δι­η­γή­θη­κε καὶ τοῦ­το, πὼς δη­λα­δὴ εἶ­χε ἀ­κού­σει ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν ἀβ­βᾶ Εὐ­λό­γιο, τὸν ἐ­πί­σκο­πο Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ποὺ ἔ­λε­γε:

       «Πῆ­γα στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη στὸν ἀρ­χι­δι­ά­κο­νο τῆς Ρώ­μης τὸν κυ­ρὸ Γρη­γό­ριο, ἄν­δρα ἐ­νά­ρε­το, καὶ μᾶς δι­η­γή­θη­κε γιὰ τὸν ἁ­γι­ό­τα­το καὶ μα­κα­ρι­ό­τα­το Λέ­ον­τα, τὸν πά­πα τῆς Ρώ­μης, ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται γρα­πτῶς σ’ ἐ­πι­στο­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρώ­μης. Ὅ­ταν ἔ­γρα­ψε τὴν ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν Φλα­βια­νὸ τὸν πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­ναν­τί­ον τῶν κα­κω­νύ­μων Εὐ­τυ­χέ­ως καὶ Νε­στο­ρί­ου, ἔ­βα­λε αὐ­τὸ τὸ γράμ­μα στὸν τά­φο τοῦ κο­ρυ­φαί­ου τῶν ἀ­πο­στό­λων Πέ­τρου καὶ μὲ δε­ή­σεις καὶ νη­στεῖ­ες καὶ ὕ­πνους κα­τα­γῆς πα­ρα­κα­λοῦ­σε τὸν πρω­το­στά­τη τῶν μα­θη­τῶν, λέ­γον­τας:

       “Σὰν ἄν­θρω­πος πα­ρέ­λει­ψα, ἐ­σὺ ὅ­μως ποὺ σοῦ ἔ­χει ἐμ­πι­στευ­θεῖ ὁ Κύ­ριος καὶ Θε­ὸς καὶ Σω­τή­ρας μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸν θρό­νο, δι­όρ­θω­σέ το.”

       »Με­τὰ σα­ράν­τα μέ­ρες ἐμ­φα­νί­σθη­κε σ’ αὐ­τὸν ὁ ἀ­πό­στο­λος καὶ τοῦ λέ­ει:

       “Τὸ δι­ά­βα­σα καὶ τὸ δι­όρ­θω­σα.”

       »Πράγ­μα­τι ἀ­φοῦ πῆ­ρε τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πὸ τὸν τά­φο τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου, τὴν ἄ­νοι­ξε καὶ τὴν βρῆ­κε δι­ορ­θω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τοῦ ἀ­πο­στό­λου.»



Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Πνευ­μα­τι­κὸς Λει­μών. Με­τά­φρα­ση: Χρῆ­στος Μή­τσιου, Πα­τε­ρι­καὶ Ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1987, σς 266-267.

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης. [Βλ. Εἰ­σα­γω­γι­κὸ κεί­με­νο καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγ­γρα­φὴ 25.11.2019.]


Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: Σαρακηνός τις Ἕλλην



Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Σαρακηνός τις Ἕλλην


ΔΙΗΓΗΣΑΤΟ Σα­ρα­κη­νός τις Ἕλ­λην εἰς τὸ Κλῖ­σμα τοῖς πο­λι­τευ­ο­μέ­νοις καὶ ἡ­μῖν λέ­γων, ὅ­τι.

       Ἀ­πῆλ­θον ἐ­πὶ τὸ ὄ­ρος τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀν­τω­νί­ου, ἵ­να θη­ρεύ­σω. Ὡς οὖν ὑ­πή­γα­γον, θε­ω­ρῶ εἰς ὄ­ρος μο­να­χὸν κα­θή­με­νον, κρα­τοῦν­τα βι­βλί­ον καὶ ἀ­να­γι­νώ­σκον­τα. Ἀ­νῆλ­θον οὖν πρὸς αὐ­τόν, σί­ναι αὐ­τόν, τά­χα δὲ καὶ φο­νεῦ­σαι. Ὡς ἦλ­θον πλη­σί­ον αὐ­τοῦ, ἐ­ξέ­τει­νε τὴν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ τὴν δε­ξιὰν πρός με, εἰ­πών.

       «Στῆ­θι.»

       Ἐ­ποί­η­σα δύ­ο νυ­χθή­με­ρα, μὴ δυ­νη­θεὶς ὅ­που κι­νη­θῆ­ναι ἀ­πὸ τοῦ τό­που. Τό­τε λέ­γω αὐ­τῷ.

       «Τὸν Θε­όν, ὃν σέ­βεις, ἀ­πό­λυ­σόν με.»

       Ὁ δὲ λέ­γει μοι.

       «Πο­ρεύ­ου εἰς εἰ­ρή­νην.»

       Καὶ οὕ­τως ἠ­δυ­νή­θην ἀ­να­χω­ρῆ­σαι ἀ­πὸ τοῦ τό­που, οὗ ἦν.


Κά­ποι­ος Σα­ρα­κη­νὸς εἰ­δω­λο­λά­τρης

Κά­ποι­ος Σα­ρα­κη­νὸς εἰ­δω­λο­λά­τρης στὸ Κλί­σμα δι­η­γή­θη­κε σὲ κο­σμι­κοὺς καὶ σὲ μᾶς καὶ μᾶς εἶ­πε:

       Ἀ­νέ­βη­κα στὸ βου­νὸ τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀν­τω­νί­ου γιὰ νὰ κυ­νη­γή­σω. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σα ἐ­κεῖ, βλέ­πω πά­νω στὸ βου­νὸ νὰ κά­θε­ται ἕ­νας μο­να­χός, νὰ κρα­τᾶ ἕ­να βι­βλί­ο καὶ νὰ δι­α­βά­ζει. Πλη­σί­α­σα λοι­πὸν πρὸς αὐ­τὸν γιὰ νὰ τὸν πει­ρά­ξω, ἴ­σως καὶ νὰ τὸν σκο­τώ­σω. Μό­λις τὸν πλη­σί­α­σα, ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι του τὸ δε­ξὶ πρὸς ἐ­μέ­να καὶ μοῦ εἶ­πε:

       «Στά­σου.»

       Ἔ­με­να δύ­ο ἡ­με­ρό­νυ­χτα μὴ μπο­ρών­τας νὰ κου­νη­θῶ ἀ­πὸ τὸν τό­πο. Τό­τε τοῦ λέ­γω:

       «Στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ ποὺ σέ­βε­σαι, ἄ­φη­σέ με νὰ φύ­γω.»

       Καὶ αὐ­τὸς μοῦ λέ­ει:

       «Πή­γαι­νε ἐν εἰ­ρή­νῃ.»

       Ἔ­τσι μπό­ρε­σα νὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸν τό­πο ποὺ ἤ­μουν.


Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Πνευ­μα­τι­κὸς Λει­μών. Με­τά­φρα­ση: Χρῆ­στος Μή­τσιου, Πα­τε­ρι­καὶ Ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1987, σς 262-263.

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης. [Βλ. Εἰ­σα­γω­γι­κὸ κεί­με­νο καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγ­γρα­φὴ 25.11.2019.]



		

	

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: Οἱ πέντε φυγόκεντρες παρθένες



Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Οἱ πέντε φυγόκεντρες παρθένες


ΑΡΕΒΑΛΟΜΕΝ* εἰς τὴν μο­νὴν τῶν Εὐ­νού­χων εἰς τὸν ἅ­γιον Ἰ­ορ­δά­νην, ἐ­γώ τε καὶ ἀ­δελ­φὸς Σω­φρό­νιος καὶ δι­η­γή­σα­το ἡ­μῖν ὁ ἀβ­βᾶς Νι­κό­λα­ος, ὁ πρε­σβύ­τε­ρος τοῦ αὐ­τοῦ μο­να­στη­ρί­ου, λέ­γων, ὅ­τι.

       «Ἐν τῇ χώ­ρᾳ μου (ἦν δὲ Λύ­κιος) μο­να­στή­ριόν ἐ­στι παρ­θέ­νων ὡς ὀ­νο­μά­των τεσ­σα­ρά­κον­τα*. Ἐν τού­τῳ οὖν τῷ μο­να­στη­ρί­ῳ ἐ­βου­λεύ­σαν­το πέν­τε παρ­θέ­νοι φυ­γεῖν νυ­κτὸς ἐκ τοῦ μο­να­στη­ρί­ου καὶ λα­βεῖν ἑ­αυ­ταῖς ἄν­δρας. Ἐν μιᾷ οὖν νυ­κτί, πα­σῶν τῶν μο­να­στρι­ῶν κα­θευ­δου­σῶν, βου­λο­μέ­νων αὐ­τῶν λα­βεῖν τὰ ἱ­μά­τια αὑ­τῶν καὶ φυ­γεῖν, πα­ρα­χρῆ­μα αἱ πέν­τε ἐ­δαι­μο­νί­σθη­σαν. Τού­του γε­νο­μέ­νου οὐκ ἔ­τι ἐ­ξῆλ­θον ἐκ τοῦ μο­να­στη­ρί­ου, ἀλ­λ’ ηὐ­χα­ρί­στουν τῷ Θε­ῷ καὶ ἐ­ξω­μο­λο­γοῦν­το τὰς ἁ­μαρ­τί­ας αὑ­τῶν, λέ­γου­σαι.

       “Εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν τῷ με­γα­λο­δώ­ρῳ Θε­ῷ τῷ ἐ­πά­γον­τι ἡ­μῖν τὴν παι­δεί­αν ταύ­την*, ἵ­να μὴ αἱ ψυ­χαὶ ἡ­μῶν ἀ­πό­λων­ται.”»


πα­ρε­βά­λο­μεν: φτά­σα­με.
ὀ­νο­μά­των τεσ­σα­ρά­κον­τα: σα­ράν­τα προ­σώ­πων.
τῷ ἐ­πά­γον­τι ἡ­μῖν τὴν παι­δεί­αν ταύ­την: ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε αὐ­τὴ τὴν τι­μω­ρί­αν.


Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Πνευ­μα­τι­κὸς Λει­μών. Με­τά­φρα­ση: Χρῆ­στος Μή­τσιου, Πα­τε­ρι­καὶ Ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1987, σς 266-267.

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης. [Βλ. Εἰ­σα­γω­γι­κὸ κεί­με­νο καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγ­γρα­φὴ 25.11.2019.]

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: Γιὰ ἕ­να μο­να­χὸ ὁ ὁ­ποῖ­ος σύ­χνα­ζε στὰ κα­πη­λειά



Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Γιὰ ἕ­να μο­να­χὸ ὁ ὁ­ποῖ­ος σύ­χνα­ζε στὰ κα­πη­λειά


ΑΠΟΙΟΣ γέ­ρον­τας ὁ ὁ­ποῖ­ος ἡ­σύ­χα­ζε στὴ Σκή­τη ἀ­νέ­βη­κε στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια νὰ που­λή­σει τὸ ἐρ­γό­χει­ρό του· καὶ βλέ­πει ἕ­να νέ­ο μο­να­χὸ νὰ μπαί­νει στὸ κα­πη­λει­ό. Στε­νο­χω­ρή­θη­κε γι’ αὐ­τὸ ὁ γέ­ρον­τας καὶ πε­ρί­με­νε ἔ­ξω, γιὰ νὰ τὸν συ­ναν­τή­σει, ὅ­ταν θὰ βγεῖ, πράγ­μα ποὺ ἔ­γι­νε. Ὅ­ταν λοι­πὸν βγῆ­κε ὁ νέ­ος, τὸν πῆ­ρε ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι ὁ γέ­ρον­τας, τὸν πῆ­γε κά­που ἰ­δι­αι­τέ­ρως καὶ τοῦ λέ­ει: «Κύ­ρι­ε ἀ­δελ­φέ, δὲν ξέ­ρεις ὅ­τι φο­ρᾶς τὸ ἅ­γιο σχῆ­μα; δὲν ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­σαι νέ­ος; δὲν ξέ­ρεις ὅ­τι πολ­λὲς εἶ­ναι οἱ πα­γί­δες τοῦ δι­α­βό­λου; δὲν ξέ­ρεις ὅ­τι κι ἀ­πὸ τὰ μά­τια κι ἀ­πὸ τὴν ἀ­κο­ὴ κι ἀ­π’ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες βλά­πτον­ται οἱ μο­να­χοί, ὅ­ταν ζοῦν στὶς πό­λεις; Ἐ­σὺ ὅ­μως,  μπαί­νον­τας χω­ρὶς φό­βο στὰ κα­πη­λειά, κι ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲν θέ­λεις ἀ­κοῦς κι ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲν θέ­λεις βλέ­πεις καὶ συ­να­να­στρέ­φε­σαι κι ἄ­σε­μνα μὲ γυ­ναῖ­κες. Μή, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, ἀλ­λὰ πή­γαι­νε στὴν ἔ­ρη­μο, ὅ­που μπο­ρεῖς νὰ σω­θεῖς, ὅ­πως τὸ θέ­λεις.» Τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ νέ­ος: «Πή­γαι­νε, κα­λό­γε­ρε, ὁ Θε­ὸς δὲν θέ­λει τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ “καρ­δί­αν κα­θα­ράν”.» Τό­τε ὁ γέ­ρον­τας σή­κω­σε τὰ χέ­ρια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: «Δό­ξα Σοι ὁ Θε­ός, ἐ­πει­δὴ ἔ­χω στὴ Σκή­τη πε­νήν­τα χρό­νια κι ἀ­κό­μα δὲν ἀ­πό­κτη­σα “καρ­δί­αν κα­θα­ράν”. Κι αὐ­τὸς γυ­ρί­ζον­τας στὰ κα­πη­λειά, ἀ­πό­κτη­σε “καρ­δί­αν κα­θα­ράν”». Καὶ στρά­φη­κε στὸν ἀ­δελ­φὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: «Ὁ Θε­ὸς κι ἐ­σέ­να νὰ σώ­σει καὶ νὰ μὴ δι­α­ψεύ­σει τὴ δι­κή μου ἐλ­πί­δα.»



Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Λει­μω­νά­ριον, μτφ. Μο­να­χοῦ Θε­ο­λό­γου Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νοῦ, ἔκδ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα, Ἅ­γιον Ὄ­ριος 1986, σ. 222.

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης. [Βλ. Εἰ­σα­γω­γι­κὸ κεί­με­νο καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγ­γρα­φὴ 25.11.2019.]

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: Γιὰ ἕ­να λη­στὴ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε μο­να­χός



Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Γιὰ ἕ­να λη­στὴ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε μο­να­χός


ΛΕΓΕ ὁ ἀβ­βᾶς Σαβ­βά­τιος: «Ὅ­ταν ἡ­σύ­χα­ζα στὴ λαύ­ρα τοῦ ἀβ­βᾶ Φιρ­μί­νου, ἦρ­θε κά­ποι­ος λη­στὴς στὸν ἀβ­βᾶ Ζώ­σι­μο τὸν Κί­λι­κα καὶ πα­ρα­κα­λοῦ­σε τὸ γέ­ρον­τα κι ἔ­λε­γε: “Κά­νε ἀ­γά­πη, γιὰ τὸ Θε­ό, για­τὶ εἶ­μαι ὑ­πεύ­θυ­νος πολ­λῶν φό­νων. Κά­νε με μο­να­χό, γιὰ νὰ ἡ­συ­χά­σω στὸ ἑ­ξῆς ἀ­πὸ τὰ κα­κά μου”. Ὁ γέ­ρον­τας τό­τε τὸν νου­θέ­τη­σε καὶ τὸν ἔ­κα­νε μο­να­χὸ δί­νον­τάς του καὶ τὸ ἅ­γιο σχῆ­μα. Με­τὰ λί­γες μέ­ρες ὅ­μως τοῦ λέ­ει ὁ γέ­ρον­τας: “Πί­στε­ψέ με, παι­δί μου, δὲν μπο­ρεῖς νὰ μεί­νεις ἐ­δῶ, για­τὶ, ἂν τὸ ἀ­κού­σει ὁ ἄρ­χον­τας, θὰ σὲ πιά­σει. Τὸ ἴ­διο κι οἱ ἐ­χθροί σου θὰ ἔρ­θουν καὶ θὰ σὲ σκο­τώ­σουν. Ὅ­μως ἄ­κου­σέ με καὶ σὲ στέλ­νω σὲ κοι­νό­βιο μα­κριὰ ἀ­πὸ ἐ­δῶ.” Καὶ τὸν ἔ­φε­ρε στὸ κοι­νό­βιο τοῦ ἀβ­βᾶ Δω­ρο­θέ­ου κον­τὰ στὴ Γά­ζα καὶ στὸ Μα­ϊ­ου­μᾶ. Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε ἐ­κεῖ ἐν­νιὰ χρό­νια κι ἔ­μα­θε τὸ Ψαλ­τή­ρι κι ὅ­λη τὴ μο­να­χι­κὴ πο­λι­τεί­α, ἀ­νε­βαί­νει ξα­νὰ στὴ λαύ­ρα τοῦ Φιρ­μί­νου πρὸς τὸν γέ­ρον­τα καὶ τοῦ λέ­ει: “Κύ­ρι­ε ἀβ­βᾶ, κά­νε ἔ­λε­ος σὲ μέ­να, δῶ­σ’ μου τὰ ροῦ­χα μου τὰ κο­σμι­κὰ καὶ πά­ρε τὰ μο­να­χι­κά”. Ὁ γέ­ρον­τας τό­τε λέ­ει λυ­πη­μέ­νος πρὸς αὐ­τόν: “Για­τί παι­δί μου;” Ἀ­πο­κρί­θη­κε καὶ εἶ­πε: “Νά, ὅ­πως ξέ­ρεις, πά­τερ, ἔ­χω ἐν­νιὰ χρό­νια στὸ κοι­νό­βιο καὶ νή­στε­ψα κι ἐγ­κρα­τεύ­τη­κα ὅ­σο μπο­ροῦ­σα καὶ ἔ­ζη­σα μὲ πολ­λὴ ἡ­συ­χί­α καὶ φό­βο Θε­οῦ ‘ἐν ὑ­πο­τα­γῇ’ καὶ γνω­ρί­ζω κα­λὰ ὅ­τι ἡ ἀ­γα­θό­τη­τά Του μοῦ συγ­χώ­ρη­σε τὰ πολ­λά μου κα­κά, ἀλ­λὰ βλέ­πω κά­θε τό­σο ἕ­να παι­δὶ νὰ μοῦ λέ­ει: ‘Για­τί μὲ σκό­τω­σες;’ Αὐ­τὸ βλέ­πω στὸν ὕ­πνο καὶ στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ στὴν τρά­πε­ζα νὰ μοῦ λέ­ει αὐ­τὰ καὶ δὲν μ’ ἀ­φή­νει οὔ­τε ὥ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ λοι­πόν, πά­τερ, θέ­λω νὰ φύ­γω, γιὰ νὰ πε­θά­νω ὑ­πὲρ τοῦ παι­διοῦ, για­τὶ σκό­τω­σα τὸ παι­δὶ χω­ρὶς λό­γο.” Πῆ­ρε λοι­πὸν τὰ ροῦ­χα, τὰ φό­ρε­σε, βγῆ­κε ἀ­πὸ τὴ λαύ­ρα καὶ πῆ­γε στὴ Δι­ό­σπο­λη, ὅ­που τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸν ἔ­πια­σαν καὶ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν.»



Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Λει­μω­νά­ριον, μτφρ. Μο­να­χοῦ Θε­ο­λό­γου Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νοῦ, ἐκδ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα, Ἅ­γιον Ὄ­ριος 1986, σς 181-182.

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης. [Βλ. Εἰ­σα­γω­γι­κὸ κεί­με­νο καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγ­γρα­φὴ 25.11.2019.]



		

	

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: Ἡ μεταστραφεῖσα πόρνη



Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Ἡ μεταστραφεῖσα πόρνη


ΥΟ ΤΙΝΕΣ τῶν γε­ρόν­των ἀ­πήρ­χον­το ἀ­πὸ Αἰ­γῶν εἰς Ταρ­σὸν τῆς Κι­λι­κί­ας καὶ ἐλ­θόν­τες εἰς παν­δο­χεῖ­ον κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν Θε­οῦ, ἐ­φ’ ᾧ ἀ­να­πα­ῆ­ναι αὐ­τούς (ἦν γὰρ καύ­σων), εὗ­ρον ἐ­κεῖ τρεῖς νε­ω­τέ­ρους ἀ­περ­χο­μέ­νους εἰς Αἴ­γας, ἔ­χον­τας με­θ’ ἑ­αυ­τῶν μί­αν πόρ­νην. Οἱ οὖν γέ­ρον­τες ἐ­κά­θι­σαν κα­τ’ ἰ­δί­αν. Λα­βὼν δὲ ὁ εἷς γέ­ρων ἐκ τοῦ πη­ρί­ου αὐ­τοῦ τὸ ἅ­γιον Εὐ­αγ­γέ­λιον, ἀ­νε­γί­νω­σκεν. Ἡ δὲ πόρ­νη ἡ οὖ­σα με­τὰ τῶν νε­ω­τέ­ρων, ὡς εἶ­δε τὸν γέ­ρον­τα ἀ­να­γι­νώ­σκον­τα, κα­τα­λεί­ψα­σα τοὺς νε­ω­τέ­ρους, ἐλ­θοῦ­σα ἐ­κά­θι­σεν πλη­σί­ον τοῦ γέ­ρον­τος. Ὁ δὲ γέ­ρων ἀ­πο­τι­να­ξά­με­νος αὐ­τῇ λέ­γει.

       «Πο­λὺ φαί­νει, ὦ ἀ­θλί­α, ἀ­ναι­δής· οὐκ ᾐ­δέ­σθης πλη­σί­ον ἡ­μῶν ἐλ­θεῖν καὶ κα­θί­σαι;»

       Ἡ δὲ ἀ­πε­κρί­θη λέ­γου­σα.

       «Μή, πά­τερ, μὴ βδε­λύ­ξῃ με. Εἰ γὰρ καὶ πε­πλη­ρω­μέ­νη ὑ­πάρ­χω πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλ­λ’ οὖν οὐκ ἀ­πώ­σα­το τὴν προ­σελ­θοῦ­σαν αὐ­τῷ πόρ­νην ὁ Δε­σπό­της τῶν ἁ­πάν­των ὁ Κύ­ριος καὶ Θε­ὸς ἡ­μῶν.»

       Ὁ δὲ γέ­ρων ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῇ.

       «Ἀλ­λ’ ἡ πόρ­νη ἐ­κεί­νη οὐ­κέ­τι ἔ­μει­νε πόρ­νη.»

       Ἡ δὲ λέ­γει αὐ­τῷ.

       «Ἐλ­πί­ζω εἰς τὸν Υἱ­ὸν τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος, ὅ­τι ἀ­πὸ τῆς σή­με­ρον οὐ­δὲ ἐ­γὼ με­νῶ ἐν τῇ ἁ­μαρ­τί­ᾳ ταύ­τῃ.»

       Καὶ κα­τα­λι­ποῦ­σα τοὺς νε­ω­τέ­ρους καὶ τὰ αὑ­τῆς πάν­τα, ἠ­κο­λού­θη­σε τοῖς γέ­ρου­σιν, καὶ ἔ­βα­λον αὐ­τὴν εἰς μο­να­στή­ριον, πλη­σί­ον Αἰ­γῶν, τὸ λε­γό­με­νον τοῦ Νακ­κι­βᾶ. Ταύ­την κἀ­γὼ ἑ­ώ­ρα­κα γραῦν, πολ­λῇ συ­νέ­σει δι­ά­γου­σαν, καὶ πα­ρ’ αὐ­τὴν ἀ­κή­κο­α ταῦ­τα.


Γιὰ μιὰ πόρ­νη ποὺ με­τα­στρά­φη­κε

Δυ­ὸ γέ­ρον­τες φεύ­γα­νε ἀ­π’ τὶς Αἰ­γὲς γιὰ τὴν Ταρ­σὸ τῆς Κι­λι­κί­ας καὶ φθά­σα­νε σ’ ἕ­να παν­δο­χεῖ­ο κα­τὰ τὴν οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ ἀ­να­παυ­θοῦ­νε, για­τὶ εἶ­χε καύ­σω­να, καὶ βρῆ­καν ἐ­κεῖ τρεῖς νε­α­ροὺς ποὺ εἶ­χαν μα­ζί τους μιὰ πόρ­νη. Οἱ γέ­ρον­τες λοι­πὸν κά­θι­σαν κά­που ἀ­πό­με­ρα. Κι ὁ ἕ­νας γέ­ρον­τας ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὸν σάκ­κο του τὸ ἅ­γιο Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ δι­ά­βα­ζε. Καὶ ἡ πόρ­νη ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τοὺς νε­α­ροὺς μό­λις τὸν εἶ­δε νὰ δι­α­βά­ζει, ἄ­φη­σε τοὺς νε­α­ροὺς κι ἦρ­θε καὶ κά­θι­σε δί­πλα στὸν γέ­ρον­τα. Κι αὐ­τὸς τὴν ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πὸ κον­τά του καὶ τῆς λέ­ει:

       «Ἄ­θλια, μοῦ φαί­νε­σαι πο­λὺ ἀ­ναι­δής. Δὲν ντρά­πη­κες νὰ ‘ρθεῖς καὶ νὰ κα­θί­σεις κον­τά μας;»

       Κι αὐ­τὴ τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε καὶ τοῦ λέ­ει:

       «Μή, πά­τερ, μὴ μὲ ἀ­πο­παίρ­νεις. Μπο­ρεῖ νὰ εἶ­μαι βου­τηγ­μέ­νη ὅ­λη μὲς στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­δι­ω­ξε τὴν πόρ­νη ποὺ πῆ­γε κον­τά του ὁ Δε­σπό­της τῶν ὅ­λων ὁ Κύ­ριος καὶ Θε­ός μας.»

       Κι ὁ γέ­ρον­τας τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε:

       «Ναί, ἀλ­λὰ ἡ πόρ­νη ἐ­κεί­νη δὲν ἔ­μει­νε πιὰ πόρ­νη.»

       Καὶ τοῦ λέ­ει ἐ­κεί­νη:

       «Ἐλ­πί­ζω στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος, ὅ­τι ἀ­πὸ σή­με­ρα οὔ­τε ἐ­γὼ θὰ μεί­νω σ’ αὐ­τὴ τὴν ἁ­μαρ­τί­α.»

       Κι ἄ­φη­σε τοὺς νε­α­ροὺς καὶ τὰ δι­κά της ὅ­λα, ἀ­κο­λού­θη­σε τοὺς γέ­ρον­τες καὶ τὴν ἔ­βα­λαν σ’ ἕ­να μο­να­στή­ρι, κον­τὰ στὶς Αἰ­γές, ποὺ τὸ λέ­γα­νε Νακ­κι­βᾶ. Αὐ­τὴν κι ἐ­γὼ τὴν εἶ­δα γριά, νὰ ζεῖ μὲ με­γά­λη σύ­νε­ση καὶ ἀ­π’ αὐ­τὴν τὰ ἄ­κου­σα αὐ­τά. [Μετάφραση: Ἄγγελος Καλογερόπουλος]



Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Πνευ­μα­τι­κὸς Λει­μών. Με­τά­φρα­ση: Χρῆ­στος Μή­τσιου, Πα­τε­ρι­καὶ Ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1987, σς 60-63.

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης. [Βλ. Εἰ­σα­γω­γι­κὸ κεί­με­νο καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγ­γρα­φὴ 25.11.2019.]



		

	

Ἰωάννης Μόσχος: [Οὐκ ἐᾷ ἐπάνω αὐτοῦ γυναῖκα ταφῆναι]

 

 

Ἰ­ω­άν­νης Μό­σχος

 

[Οὐκ ἐ­ᾷ ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ γυ­ναῖ­κα τα­φῆ­ναι]

 

Ν ΘΕΟΥΠΟΛΕΙ πα­ρα­γε­νο­μέ­νων ἡ­μῶν, πρε­σβύ­τε­ρός τις τῆς ἐκ­κλη­σί­ας δι­η­γή­σα­το ἡ­μῖν πε­ρί τι­νος ἀβ­βᾶ Θω­μᾶ, ὅ­τι.

          Ἀ­πο­κρι­σά­ριος ἦν κοι­νο­βί­ου τῶν με­ρῶν Ἀ­πα­μεί­ας. Ἦλ­θεν οὖν ἐν Θε­ου­πό­λει διὰ χρεί­ας τοῦ μο­να­στη­ρί­ου καὶ ὡς ἐ­χρό­νι­σεν ἐν­ταῦ­θα, ἐ­τε­λεύ­τη­σεν ἐν Δάφ­νῃ ἐν τῷ να­ῷ τῆς Ἁ­γί­ας Εὐ­φη­μί­ας. Οἱ οὖν τοῦ τό­που κλη­ρι­κοί, ὡς ξέ­νον ἔ­θα­ψαν αὐ­τὸν ἐν τῷ ξε­νο­τα­φί­ῳ. Τῇ οὖν ἄλ­λῃ ἡ­μέ­ρᾳ θά­πτου­σι γυ­ναῖ­κα καὶ τι­θέ­α­σιν αὐ­τὴν ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ. Ἦν δὲ ὡ­σεὶ ὥ­ρα δευ­τέ­ρᾳ· καὶ πε­ρὶ ὥ­ραν ἐ­νά­την ἀ­νέ­βρα­σεν αὐ­τὴν ἡ γῆ. Οἱ δὲ τοῦ τό­που ἰ­δόν­τες τὸ γε­γο­νός, ἐ­θαύ­μα­σαν· εἶ­τα πά­λιν εἰς ἑ­σπέ­ραν ἔ­θα­ψαν αὐ­τὴν εἰς τὸ αὐ­τὸ μνη­μεῖ­ον καὶ τῇ ἑ­ξῆς ἡ­μέ­ρᾳ εὗ­ρον τὸ λεί­ψα­νον ἐ­πά­νω τοῦ τά­φου. Ἔ­λα­βον οὖν τὸ σῶ­μα καὶ ἔ­θα­ψαν αὐ­τὸ εἰς ἄλ­λο μνη­μεῖ­ον. Με­τὰ οὖν ὀ­λί­γας ἡ­μέ­ρας πά­λιν ἔ­θα­ψαν γυ­ναῖ­κα καὶ ἔ­θη­καν ἐ­πά­νω τοῦ μο­να­χοῦ· μὴ νο­μί­σαν­τες ὅ­τι οὐκ ἐ­ᾷ ἀ­πά­νω αὐ­τοῦ γυ­ναῖ­κα τα­φῆ­ναι. Ὡς οὖν καὶ ταύ­την ἀ­νέ­βρα­σεν ἡ γῆ, τό­τε ἔ­γνω­σαν, ὅ­τι ὁ γέ­ρων οὐ πα­ρα­δέ­χε­ται γυ­ναῖ­κα τα­φῆ­ναι ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ. Τό­τε οὖν ἀ­νή­γα­γον τῷ πα­τριά­ρχῃ Δο­μνί­νῳ καὶ ἐ­ποί­η­σε πᾶ­σαν τὴν πό­λιν με­τὰ κη­ρῶν ἐλ­θεῖν εἰς Δάφ­νην καὶ με­τὰ ψαλ­μῳ­δί­ας κα­τα­γα­γεῖν τὸ λεί­ψα­νον τοῦ ἁ­γί­ου ἀν­δρὸς ἐ­κεί­νου· καὶ ἀ­πέ­θη­καν αὐ­τὸ ἐν τῷ κοι­μη­τη­ρί­ῳ, ἔν­θα πολ­λὰ λεί­ψα­να ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων κεῖ­ται, ποι­ή­σας ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ καὶ εὐ­κτή­ριον μι­κρόν.

 

 

Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Πνευ­μα­τι­κὸς λει­μών, Εἰ­σα­γω­γή, κεί­με­νο, με­τά­φρα­ση, σχό­λια: Χρῆ­στος Μή­τσιου, Ἐκδ. «Τὸ Βυ­ζάν­τιον», Ἐλ. Με­ρε­τά­κη, Πα­τε­ρι­καὶ ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1987.

 

Ἰ­ω­άν­νης Μό­σχος ὁ Εὐ­κρα­τᾶς (Κι­λι­κί­α, 540/550-619). Μο­να­χὸς καὶ συγ­γρα­φέ­ας. Στὰ χρό­νια τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Τι­βε­ρί­ου (578-582) πε­ρι­η­γή­θη­κε τὰ ἐ­ρη­μη­τή­ρια τῆς ἀ­να­το­λῆς, μα­ζὶ μὲ τὸν φί­λο του Σω­φρό­νιο (με­τέ­πει­τα πα­τριά­ρχη Ἰ­ε­ρο­σο­λύ­μων) συλ­λέ­γον­τας ὑ­λι­κὸ γιὰ τὸ ἔρ­γο του Λει­μὼν, ἢ Λει­μω­νά­ριο (P­r­a­t­um s­p­i­r­i­t­u­a­le).