Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη: Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη

 

Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ δύ­σκο­λα. Ὁ δι­κη­γό­ρος εἶ­πε ὅ­τι ἂν δὲν κα­τα­φέ­ρουν νὰ μποῦ­νε στὸ νό­μο Κα­τσέ­λη, οἱ τρά­πε­ζες θὰ εἶ­ναι μὲ λυ­μέ­να τὰ χέ­ρια. Θὰ βγά­λουν τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο σὲ πλει­στη­ρια­σμό. Στὰ νύ­χια στέ­κον­ται. Ἂν τὰ χρέ­η εἶ­χαν πρω­το­εμ­φα­νι­στεῖ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν μνη­μο­νί­ων, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος γύ­ρι­σε ἀ­νά­πο­δα τό­τε. Ἀλ­λὰ ἐ­δῶ τὰ χρέ­η ξε­κί­νη­σαν τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ δέ­να­νε τὰ σκυ­λιὰ μὲ τὰ λου­κά­νι­κα, ὁ­πό­τε κλά­φ’­τα.

        «Ἐν­τά­ξει ρὲ Θέ­μη, πὲς ὅ­τι δὲν ἔ­κα­να κα­λὴ δι­α­χεί­ρι­ση. Πρέ­πει νὰ τὰ χά­σω ὅ­λα; Ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα χρω­στά­ει, μό­νο ἐ­γὼ εἶ­μαι;»

       «Ἠ­λί­α, δὲν ἔ­χει ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα ξε­νο­δο­χεῖ­ο στὴ Σαν­το­ρί­νη. Ἐ­γὼ θὰ κά­νω ὅ,τι μπο­ρῶ, ἀλ­λὰ ὁ δι­κα­στὴς δὲν εἶ­ναι χα­ζός».

        «Φέ­τος τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο θὰ δου­λέ­ψει. Θὰ δου­λέ­ψει κα­λά. Ἔ­φε­ρα hotel manager ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χω ξε­κι­νή­σει καὶ σὲ ψυ­χί­α­τρο στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο. Θὰ βά­λω ἕ­να τέ­λος στὴν κα­τρα­κύ­λα. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, βο­ή­θη­σέ με νὰ τὸ σώ­σου­με».

        Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­γό­ρα­σε τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο πρὶν 20 χρό­νια. Τὴ χρο­νιὰ ποὺ γνώ­ρι­σε τὴ Βα­σι­λι­κή. Πού­λη­σε τὸ ἀρ­γυ­ρο­χο­εῖ­ο ποὺ τοῦ ἄ­φη­σε ὁ πα­τέ­ρας του στὰ Γι­άν­νε­να καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ νη­σὶ ὅ­που γνω­ρί­στη­καν καὶ ἐ­ρω­τεύ­τη­καν. Ἔ­κα­ναν τέσ­σε­ρα ἀ­γό­ρια. Τὸ ἕ­να πί­σω ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο. Ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶ­χε ἀ­δέρ­φια καὶ ἤ­θε­λε με­γά­λη οἰ­κο­γέ­νεια.

      Τὸν πρῶ­το και­ρὸ ζοῦ­σαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Στὸ πρῶ­το τη­λε­φώ­νη­μα ἀ­πὸ τὴν εἰ­σπρα­κτι­κή, ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἦ­ταν βέ­βαι­η ὅ­τι κά­ποι­ο λά­θος εἶ­χε γί­νει. Ὅ­ταν πῆ­γε στὴν τρά­πε­ζα νὰ ση­κώ­σει χρή­μα­τα καὶ εἶ­δε ὅ­τι ὁ κοι­νός τους λο­γα­ρια­σμὸς ἦ­ταν ἄ­δει­ος, ἔ­χα­σε τὴ γῆ κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Πῆ­γε στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο καὶ χί­μη­ξε κα­τὰ πά­νω του μπρο­στὰ στοὺς πε­λά­τες. «Ἀ­λι­τή­ρι­ε, δὲν σκέ­φτη­κες τὰ παι­διά σου». Τὸν ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι θὰ τὰ πά­ρει καὶ θὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Τὴν ἄ­κου­σαν ὅ­λα τὰ Φη­ρά.

        Τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἔμ­πλε­ξε μὲ πα­ρέ­α. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­παι­ζαν μιὰ στὸ τό­σο. Ὅ­μως ἐ­πί­α­νε χαρ­τιὰ στὸ χέ­ρι καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ἕ­να ἀ­κα­τα­μά­χη­το γαρ­γα­λη­τὸ στὰ σω­θι­κά του. Ἔ­χα­νε καὶ ξα­να­έ­χα­νε καὶ συ­νέ­χι­ζε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ση­κω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι για­τί ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ θὰ κερ­δί­σει. Τε­λι­κὰ ση­κω­νό­ταν κα­τα­χρε­ω­μέ­νος. Εἶ­χε πά­ρει τρί­α δά­νεια γιὰ ἐ­πι­σκευ­ὲς καὶ ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. Ὅ­λα φα­γω­μέ­να στὰ χαρ­τιά.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ τε­λι­κὰ δὲν ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ποῦ νὰ πά­ει μὲ τέσ­σε­ρα παι­διὰ χω­ρὶς δε­κά­ρα; Συ­νέ­χι­σαν νὰ ζοῦν σὰν ξέ­νοι κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια στέ­γη. Τὸν τι­μω­ροῦ­σε μὲ τὴ σι­ω­πὴ της σκά­βον­τας ὅ­λο καὶ πιὸ βα­θιὰ τὴν τά­φρο τοῦ χω­ρι­σμοῦ τους.

        Ὁ δι­κη­γό­ρος τοῦ ἔ­δω­σε ραν­τε­βοὺ γιὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη στὶς ὀ­κτώ­μι­ση ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ εἰ­ρη­νο­δι­κεῖ­ο. Τοῦ εἶ­πε νὰ ξυ­ρι­στεῖ καὶ νὰ φο­ρέ­σει κο­στού­μι. Ἂν οἱ ἐ­ρω­τή­σεις τῶν δι­κη­γό­ρων τῆς τρά­πε­ζας τὸν ζο­ρί­σουν, νὰ κοι­τά­ζει στὰ μά­τια τὸν δι­κα­στὴ καὶ ὄ­χι αὐ­τούς.

        Ὁ Ἠ­λί­ας κα­τη­φό­ρι­σε πρὸς τὸ σπί­τι. Εἶ­δε στὸ δρό­μο ἕ­να ζευ­γά­ρι Κι­νέ­ζων, νε­ό­νυμ­φοι, νὰ φω­το­γρα­φί­ζον­ται μὲ θέ­α τὴν Καλ­ντέ­ρα. Θυ­μή­θη­κε τὸ τα­ξί­δι τοῦ μέ­λι­τος μὲ τὴ Βα­σι­λι­κή. Πό­σο τὴ λά­τρευ­ε. Πό­σα ἀ­πὸ ὅ­σα τῆς ὑ­πο­σχέ­θη­κε μπό­ρε­σε τε­λι­κὰ νὰ τῆς δώ­σει; Ἔ­πει­τα συλ­λο­γί­στη­κε τὰ ἀ­γό­ρια του. Ὁ με­γά­λος τέ­λει­ω­νε φέ­τος τὸ λύ­κει­ο. Τί μέλ­λον μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει; Μέλ­λον ὑ­πο­θη­κευ­μέ­νο ὅ­πως τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο.

        Ἔ­φτα­σε σπί­τι. Ἡ Βα­σι­λι­κὴ κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας καὶ ἔ­τρω­γε μό­νη.

        «Τὰ παι­διὰ εἶ­ναι ἔ­ξω;»

        Δὲν πῆ­ρε ἀ­πάν­τη­ση. Πῆ­γε καὶ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τί της στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Βα­σι­λι­κή, θέ­λω νὰ σοῦ ζη­τή­σω μιὰ χά­ρη. Αὔ­ριο εἶ­ναι τὸ δι­κα­στή­ριο. Αὔ­ριο στὶς ἐν­νιά το πρω­ί. Μπο­ρεῖς νὰ ἔρ­θεις μα­ζί μου σὲ πα­ρα­κα­λῶ;» εἶ­πε χα­μη­λό­φω­να.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἄ­φη­σε τὸ κου­τά­λι. Ἔ­βα­λε τὶς πα­λά­μες ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Τί μὲ θές, Ἠ­λί­α; Νὰ φα­νοῦ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε ζευ­γά­ρι; Νὰ μοι­ρα­στοῦ­με τὴν ντρο­πὴ πού ἔ­φε­ρες στὸ σπί­τι μας; Τί μὲ θὲς ἐ­μέ­να, μοῦ λές;»

        Ὁ Ἠ­λί­ας χα­μή­λω­σε τὸ βλέμ­μα. Κόμ­πια­σε. Ἅ­πλω­σε τὸ δε­ξὶ χέ­ρι καὶ τὴν ἐ­πί­α­σε ἀ­πὸ τὸν καρ­πό. Τὴν ἔσφι­ξε.

        «Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι, Βα­σι­λι­κή. Χω­ρὶς ἐ­σέ­να φο­βᾶ­μαι θὰ δι­α­λυ­θῶ. Στε­νεύ­ει ὁ κό­σμος καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ πά­ρω ἀ­νά­σα. Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι».

        Τὸν κοί­τα­ξε γιὰ λί­γο.

        «Ἠ­λί­α, βγά­λ’ τὰ πέ­ρα μό­νος σου». Ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να.

        Ὁ Ἠ­λί­ας ξά­πλω­σε στὸν κα­να­πέ, ὅ­πως κά­θε βρά­δυ. Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε τὰ ξη­με­ρώ­μα­τα. Ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ ξυ­πνη­τή­ρι, ἔ­βλε­πε στὸν ὕ­πνο του ὅ­τι ἦ­ταν παι­δά­κι καὶ βρι­σκό­ταν στὴν αὐ­λὴ τοῦ πα­τρι­κοῦ του στὰ Γι­άν­νε­να, μὲ τὴ μά­να του νὰ τὸν μα­λώ­νει για­τί ἔ­κο­βε τὰ ἄν­θη ἀ­πὸ τὶς τρι­αν­τα­φυλ­λι­ὲς τοῦ κή­που.

        Ξύ­πνη­σε ἀ­λα­φι­α­σμέ­νος. Ἔ­ρι­ξε νε­ρὸ στὸ πρό­σω­πό του καὶ ντύ­θη­κε ἄ­ρον ἄ­ρον. Πῆ­γε στὴν κου­ζί­να νὰ πά­ρει τὸ χά­πι γιὰ τὴν πί­ε­ση. Βρῆ­κε τὴ Βα­σι­λι­κὴ νὰ κά­θε­ται στὸ τρα­πέ­ζι. Μό­λις τὸν εἶ­δε, ση­κώ­θη­κε.

        «Πᾶ­με;» τοῦ εἶ­πε.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη (Πρέ­βε­ζα, 1983). Ἀ­πό­φοι­τη Νο­μι­κῆς Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης.


Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος: Ἡ λι­τα­νεί­α


Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος

 

Ἡ λι­τα­νεί­α

 

ΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 195Χ, ὁ μή­νας Αὔ­γου­στος στὴν ἀρ­χή του, ἄ­νυ­δρη χρο­νιά, μῆ­νες εἶ­χε νὰ φα­νεῖ σύν­νε­φο στὸν οὐ­ρα­νό, ὁ ἥ­λιος ἀ­πὸ εὐ­ερ­γέ­της, δυ­νά­στης, ἀ­νε­λέ­η­τος καύ­σω­νας, ἔ­­λι­ω­νε τὸ βό­λι πέ­ρα στὰ στουρ­νά­ρια. Καὶ δὲν ἔ­φτα­ναν ὅ­λα αὐ­τά, ἀν­τὶ νὰ φα­νοῦν σύν­νε­φα βρο­χῆς, σύν­νε­φα ἀ­πὸ ἀ­κρί­δες κά­λυ­ψαν τὸν οὐ­ρα­νό, ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­κρί­δες πει­να­σμέ­νες, λὲς καὶ τὶς γεν­νοῦ­σε ἡ γῆ, ρο­κά­νι­ζαν ὅ,τι φυλ­λα­ρά­κι πρά­σι­νο ἔ­βρι­σκαν μπρο­στά τους, μέ­ρα καὶ νύ­χτα, ἀ­στα­μά­τη­τα. Τὰ σπαρ­τά, τὰ κη­πευ­τι­κά, τὰ λου­λού­δια, τὰ δέν­δρα ἀ­φα­νί­ζον­ταν, σή­με­ρα τὸ κτῆ­μα τοῦ ἑ­νός, αὔ­ριο τὸ χω­ρά­φι τοῦ ἄλ­λου, λὲς καὶ εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει ἔρ­γο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­κτε­λοῦ­σαν μὲ σύ­στη­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι βρί­σκον­ταν σὲ ἀ­πό­γνω­ση, σὲ ἀ­πελ­πι­σί­α, ὁ λι­μὸς θὰ τοὺς ἀ­φά­νι­ζε κι αὐ­τούς. Πολ­λοὶ μι­λοῦ­σαν γιὰ ὀρ­γὴ θε­οῦ, ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν ὑ­πο­μο­νή, ἄλ­λοι σι­χτί­ρι­ζαν, ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν προ­σευ­χές.

        Ἦ­ταν Κυ­ρια­κὴ πρω­ί, ὅ­ταν ὅ­λοι μα­ζεύ­τη­καν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ Πα­πα­γι­ώρ­γης στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα τὴ λει­τουρ­γί­α, ξε­σκέ­πα­σε τὴν ἁ­γί­α τρά­πε­ζα, δί­πλω­σε μὲ εὐ­λά­βεια τὸ ἀν­τι­τρα­πέ­ζιο καὶ τὸ ἔ­χω­σε στὸν κόρ­φο του, πῆ­ρε μὲ τὰ δυ­ό του χέ­ρια τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὸ ἀ­κούμ­πη­σε στὸ στῆ­θος του, βγῆ­κε πρῶ­τος ἔ­ξω στὸ δρό­μο καὶ μπῆ­κε μπρο­στά. Ἀ­πὸ κον­τά το ἐκ­κλη­σί­α­σμα ἀ­κο­λου­θοῦ­σε σὰν πο­τά­μι. Ἡ πομ­πὴ πῆ­γε πρὸς τὸν κάμ­πο, σὲ μιὰ το­πο­θε­σί­α ποὺ τὴν ἔ­λε­γαν Κα­ροῦ­λες. Κα­τα­με­σὶς σ’ ἕ­να χω­ρά­φι στά­θη­κε ὁ πα­πάς, ἦρ­θε κι ὁ κό­σμος, ἔ­κα­ναν ὅ­λοι ἕ­να κύ­κλο γύ­ρω του. Ξε­δί­πλω­σε αὐ­τὸς τὸ ὑ­φα­σμα­τά­κι τῆς ἁ­γί­ας τρά­πε­ζας καὶ τὸ ἔ­στρω­σε κά­τω στὸ χῶ­μα. «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ πα­τρός, τοῦ υἱ­οῦ καὶ τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος», ἀ­κού­στη­κε ἡ βρον­τε­ρὴ φω­νή του, «ἀ­μήν», ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν. Ἔ­ψα­λαν τὸ, «Σῶ­σον κύ­ρι­ε τὸν λα­όν σου», τὸ «πά­σα πνο­ὴ αἰ­νε­σά­τω τὸν κύ­ριον» καὶ πο­λὺ κα­τα­νυ­κτι­κά τὸ, «κα­τευ­θυν­θή­τω ἡ προ­σευ­χή μου ὡς θυ­μί­α­μα». Στὸ «πά­τερ ἠ­μῶν» ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὸ «δὸς ἠ­μὶν σή­με­ρον τὰ ὠ­φε­λή­μα­τα ἠ­μῶν» γο­νά­τι­σαν ὅ­λοι στὴ γῆ καὶ προ­σευ­χή­θη­καν. Ὁ πα­πὰς ἀ­νέ­γνω­σε τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο κι ἔ­δω­σε τὴν ἀ­πό­λυ­ση μὲ τὸ «δὶ’ εὐ­χῶν». Ἄ­ξαφ­να ὁ οὐ­ρα­νὸς γέ­μι­σε ἀ­πὸ μαῦ­ρα σύν­νε­φα, πρὶν προ­λά­βουν νὰ φτά­σουν ξα­νὰ στὰ σπί­τια ἐ­πί­α­σε δυ­να­τὴ βρο­χή, κα­τα­κλυ­σμός, πνί­γη­κε ὁ τό­πος. Μα­ζὶ πνί­γη­καν καὶ τὰ λε­φού­σια οἱ ἀ­κρί­δες ποὺ ρή­μα­ζαν κι ἀ­φά­νι­ζαν τὰ σπαρ­τά, ἀ­παλ­λά­χτη­κε ὁ τό­πος.

        Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­κρί­δες, ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­λο­καί­ρι, ἐ­κεῖ­νο κι ὄ­χι ἄλ­λο, κα­θώς μοῦ ἔ­λε­γαν οἱ πα­λι­ό­τε­ροι, ἔρ­χον­ταν κύ­μα­τα κύ­μα­τα καὶ ρο­κά­νι­ζαν τὰ σπαρ­τά, τὰ κη­πευ­τι­κά, τὰ δέν­τρα, τὰ λου­λού­δια, τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­ρα καὶ νύ­χτα. Ρή­μα­ζαν τὶς σο­δι­ές, ἔ­φερ­ναν τὴ φτώ­χεια καὶ τὴν ἀ­νέ­χεια στὰ σπί­τια.

        Ὁ Πα­πα­γι­ώρ­γης συμ­μά­ζε­ψε τὸ ἀν­τι­τρα­πέ­ζιο ἀ­πὸ τὴ γῆ, τὸ δί­πλω­σε εὐ­λα­βι­κά, τὸ ἀ­σπά­στη­κε, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­σπά­ζον­ταν τὴν ἁ­γί­α τρά­πε­ζα κά­θε Κυ­ρια­κή, καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν κόρ­φο του. Ἔ­βα­λε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο κά­τω ἀ­πὸ τὸ ρά­σο γιὰ νὰ μὴν βρα­χεῖ. Πῆ­ρε τὸ δρό­μο κι αὐ­τὸς γιὰ τὸ σπί­τι του τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­π’ ὅ­λους, χω­ρὶς νὰ βι­ά­ζε­ται. Τὸ νε­ρὸ τῆς δυ­να­τῆς βρο­χῆς τοῦ ἔ­λου­ζε τὰ μαλ­λιὰ καὶ τὰ γέ­νια. «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ πα­τρὸς καὶ τοῦ υἱ­οῦ καὶ τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος», τὸν ἄ­κου­σαν νὰ μο­νο­λο­γεῖ, κα­θὼς πλα­τσού­ρι­ζε μέ­σα στὰ νε­ρά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος (1955, Αἰ­τω­λί­α). Σπού­δα­σε οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ ἐρ­γά­στη­κε στὸν τρα­πε­ζι­κὸ χῶ­ρο. Συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του μὲ τὸν τί­τλο, Ἐξ ἀ­δι­α­θέ­του, ἐκ­δό­θη­κε τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2020 ἀ­πὸ τὶς Ἐκ­δό­σεις «Ἀ­λε­ξάν­δρεια».


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Τά­κης Σι­μώ­τας: Λοιπὸς ὁ­πλί­της


Τά­κης Σι­μώ­τας


Λοι­πός ὁ­πλί­της


Ὁ τα­χύ­τα­τος Ἀ­χιλ­λέ­ας δὲν θὰ προ­φθά­σει πο­τέ τὴν χε­λώ­να ποὺ κυ­νη­γά­ει για­τὶ, κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, θὰ πρέ­πει κά­θε φο­ρά νὰ φθά­νει πρῶ­τα στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ χε­λώ­να εἶ­χε ξε­κι­νή­σει κι ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἤ­δη φύ­γει, ἑ­φό­σον ἐν τῷ με­τα­ξύ συ­νε­χί­ζει κι αὐ­τή νὰ κι­νεῖ­ται.
Ζή­νων ὁ Έ­λε­ά­της

Ο ΑΛΦΑΜΙΤΗΣ στὴν πύ­λη μὲ κοι­τά­ζει εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

       «Τί συμ­βαί­νει φί­λε;»

       Τὴν πά­τη­σα καὶ πά­λι ὅ­πως κά­θε φο­ρά στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Βλέ­πω τὴν στά­ση νὰ πλη­σιά­ζει καὶ δὲν λέ­ω νὰ κου­νη­θῶ ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου. Σκέ­πτο­μαι πὼς ἔ­χω ἑ­κα­τό ὁ­λό­κλη­ρα μέ­τρα ἀ­κό­μα καὶ με­τά ἄλ­λα ὀ­γδόν­τα, ἄλ­λα εἴ­κο­σι, ἄλ­λα δέ­κα, ἄλ­λα πέν­τε κτλ., κτλ., μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸ ΦΣΣΣΤ τῆς πόρ­τας νὰ μὲ αἰφ­νι­διά­ζει. Καὶ ἄν­τε με­τά, ἄν δὲν εἶ­ναι ἤ­δη πο­λύ ἀρ­γά, νὰ τσα­λα­πα­τά­ω ἄ­ρον ἄ­ρον τοὺς ἐ­πι­βὰ­τες.

        Κι ὅ­μως, γιὰ ποι­ό λό­γο ὁ χῶ­ρος νὰ μὴν δι­αι­ρεῖ­ται ἐ­π’ ἄ­πει­ρον σὲ ὅ­λο καὶ πιὸ μι­κρά κομ­μα­τά­κια; Τὸ χω­ρὶς καμ­μιά δι­ά­στα­ση ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ πιὸ χον­δρο­ει­δὴς αὐ­θαι­ρε­σί­α τῆς γε­ω­με­τρί­ας. Δὲν ὑ­πάρ­χει τὲ­τοι­ο πράγ­μα μέ­σα στὸ σύμ­παν.

        …Εἶ­ναι ἡ προ­κα­τα­κλυ­σμια­ία αὐ­τα­πά­τη ποὺ μᾶς κά­νει χει­ρό­τε­ρους κι ἀ­πὸ τὸν Ζή­νω­να. Ξέ­ρου­με ὅ­τι κά­πο­τε θὰ μη­δε­νι­στεῖ ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας ποὺ μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὰ πά­σης φύ­σε­ως ἰ­κρι­ώ­μα­τα. Αὐ­τό ὅ­μως δὲν θὰ συμ­βεῖ ΤΩΡΑ, ἄ­ρα δὲ θὰ γί­νει καὶ πο­τέ ἀ­φοῦ ἡ ὕ­παρ­ξη εἶ­ναι ἕ­να τώ­ρα ποὺ τραι­νά­ρει, κι­νού­με­νη σὰν τὴ χε­λώ­να, σὰν τὸν Ἀ­χιλ­λέ­α ἤ σὰν τὸν κά­βου­ρα. Ναί· τὰ πό­δια τοῦ μελ­λο­θά­να­του ἀγ­κυ­λώ­νουν στὸ τε­λευ­ταῖ­ο βῆ­μα καὶ ὁ ὑ­πο­ψή­φιος αὐ­τό­χει­ρας ἀ­να­βάλ­λει του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὴν αὐ­το­κτο­νί­α για­τὶ κα­τὰ βά­θος, δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει πο­τέ ὅ­τι θα ’ρ­χό­ταν ἡ ὥ­ρα…

        «Μη­δέ­νι­σα τὴν ἀ­πό­στα­ση», τοῦ ἀ­παν­τά­ω καὶ τὴν στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἔ­λη­γε ἡ προ­θε­σμί­α κα­τα­τά­ξε­ως κά­νω ἀ­κό­μα ἕ­να βῆ­μα μπαί­νον­τας γιὰ τὰ κα­λὰ στὸ στρα­τό­πε­δο.



Πηγή: Λοι­πός ὁ­πλί­της (ἐκδ. Χειρόγραφα, 1991)

Τά­κης Σι­μώ­τας γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που καὶ κα­τοι­κεῖ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ δο­κί­μια Ἡ κρί­ση τῆς ἐ­πι­κῆς συ­νεί­δη­σης (Ἑ­ξάν­τας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1973), Ὁ κυ­νη­γὸς (Ἑ­ξάν­τας, Ἀ­θή­να 1982), Πε­ρὶ φαν­τα­σί­ας (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να, 2009), Ἡ­ρό­δο­τος-Θου­κυ­δί­δης: Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὡς θέ­α­μα καὶ ὡς ὄρ­γα­νο πο­λι­τι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ, (Σμί­λη, 2016), τὴ συλ­λο­γὴ ποι­η­μά­των καὶ πε­ζῶν Λοι­πὸς ὁ­πλί­της (Χει­ρό­γρα­φο, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1991) καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ὁ λάκ­κος (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να 1997). Εἶ­ναι ὁ στι­χουρ­γὸς πολ­λῶν ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν τρα­γου­δι­ῶν τοῦ Νί­κου Πα­πά­ζο­γλου (Ρα­γί­ζει ἀ­πό­ψε ἡ καρ­διά, Γι­α­γιά­κα, Βα­ριὰ βα­λί­τσα, κλπ.).



		

	

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.



		

	

Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης: Ὁ πα­τέ­ρας



Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης


Ὁ πα­τέ­ρας


ΕΣΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ βα­σι­λι­κός. Τὸ φύλ­λω­μά του ἔ­χει ἀ­ραι­ώ­σει, πολ­λὰ φύλ­λα του ἔ­χουν μα­ρα­θεῖ. Ἕ­να σύν­νε­φο ἀ­πὸ πρά­σι­να μι­κρο­σκο­πι­κὰ μυ­γά­κια ση­κώ­νε­ται ὅ­ταν ἀ­να­μο­χλεύ­ω τὰ κλα­διά του. Μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ σά­πιο χῶ­μα μέ­νει στὰ χέ­ρια μου. Ψά­χνω στὸ ἴν­τερ­νετ γιὰ λύ­ση. Μᾶλ­λον με­λίγ­κρα, κα­τα­λή­γω, καὶ τὸν ψε­κά­ζω ἕ­να αὐ­το­σχέ­διο μεῖγ­μα μὲ σα­πού­νι καὶ νε­ρό. Μαύ­ρη ἐ­πί­στρω­ση κα­λύ­πτει κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ κλω­νά­ρια του. Μύ­κη­τας τῆς κα­πνιᾶς, ἀ­π’ ὅ­τι δι­α­βά­ζω. Τὸν πα­ρα­τη­ρῶ ἀ­δύ­να­μο καὶ κα­τσού­φη. Χα­ϊ­δεύ­ω τὰ φύλ­λα του ποὺ τρί­βον­ται σὰν τσι­γα­ρό­χαρ­τα. Πό­σα πράγ­μα­τα δὲν ξέ­ρω γι’ αὐ­τόν. Ἔ­πρε­πε ν’ ἀρ­ρω­στή­σει γιὰ νὰ ἀ­σχο­λη­θῶ. Τί ρά­τσα νὰ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε; Σγου­ρός, πλα­τύ­φυλ­λος, τζε­νο­βέζ, νυ­χά­τος, κόκ­κι­νος (μᾶλ­λον ὄ­χι), ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κος, δεν­τρο­βα­σι­λι­κός; Πῶς νὰ πεῖ κα­νεὶς στὰ χά­λια ποὺ εἶ­ναι; Εἶ­ναινὰ τὸν λυ­πᾶ­σαι.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κη­ς ζεῖ στὴ Ση­τεί­α μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Παι­δί­α­τρος. Εἶ­ναι φα­να­τι­κὸς ἀ­να­γνώ­στης.



		

	

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Ἕ­να πι­κρὸ τέ­λος εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο

                                         ἀ­πὸ μιὰ πί­κρα χω­ρὶς τέ­λος.

 ΓΥΝΑΙΚΑ, προ­αι­σθα­νό­με­νη τὸ μέλ­λον, δι­α­βά­ζει τὸ Χρο­νι­κὸ ἑ­νὸς προ­α­ναγ­γελ­θέν­τος θα­νά­του, ἐ­νῶ ὁ ἄν­τρας, βυ­θι­σμέ­νος στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ξέ­νου, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὰ σκο­τά­δια τῆς ὕ­παρ­ξης. Ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ δοῦν συν­τρο­φιὰ τὴν ται­νί­α Ση­μα­σί­α ἔ­χει ν’ ἀ­γα­πᾶς.

        Ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια, παν­τρε­μέ­νη μὲ κά­ποι­ον ποὺ τῆς στε­ρεῖ τὴν ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­πα­φή, συγ­χέ­ει τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ τὸ πλα­τὸ καὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ πεῖ «σ’ ἀ­γα­πῶ» στὸν παρ­τε­νέρ της ποὺ «πε­θαί­νει» στὴν ὀ­θό­νη. Ὅ­ταν ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν ἄν­τρα τοῦ ὑ­πο­κό­σμου, βι­ώ­νει τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς σκη­νὴ κα­θὼς ὁ ἐ­ρα­στὴς της ξε­ψυ­χᾶ στὴν ἀγ­κα­λιά της. Μό­νον τό­τε, κυ­ρι­ο­λε­κτοῦν στὰ χεί­λη της οἱ λέ­ξεις.

        Τὸ ἔρ­γο τε­λει­ώ­νει τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸ ζευ­γά­ρι ἐ­πι­στρέ­φει στὴ σι­ω­πή.



Πη­γή: Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη, Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, Ἄ­γρα (2023).

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις “Ἄ­γρα”. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.



		

	

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυ­ρί­α X κα­τέ­βη­κε πα­νέ­τοι­μη στὴν πα­ρα­λί­α. Ψά­θι­νη τσάν­τα, κα­πε­λά­κι, γυα­λιὰ ἡ­λί­ου, κα­ρε­κλά­κι, πε­τσε­τού­λα, ὀμ­πρε­λί­τσα, κα­φε­δά­κι, νε­ρά­κι, βι­βλί­ο. Τὸ μα­γιὸ τὸ φο­ροῦ­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       Πρῶ­τα δο­κί­μα­σε τὴν ἄμ­μο. Ζε­στὴ τό­σο ὅ­σο. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ μπρο­στά της. Ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ θά­λασ­σα συ­ναν­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ ἔ­λε­γαν ὅ­πως πάν­τα. Κου­βέν­τες σὲ μπλὲ ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ Κυ­ρί­α X χα­μο­γέ­λα­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­λα ἦ­ταν ὅ­πως ἔ­πρε­πε.

       Ἔ­στη­σε τὴν ὀμ­πρε­λί­τσα της. Πρά­σι­νη στὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­λιᾶς. Με­τὰ ξε­δί­πλω­σε τὴν κα­ρε­κλί­τσα της. Κί­τρι­νη σὰν τὸ λε­μό­νι. Τέ­λος, ἔ­στρω­σε τὴν πε­τσε­τού­λα της. Κόκ­κι­νη τῆς φω­τιᾶς. Ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­να­στε­ναγ­μὸ ἀ­πό­λαυ­σης καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τη­ρά­κι τοῦ θερ­μὸς μὲ κα­φέ. Ζε­στὸ γαλ­λι­κὸ μὲ λί­γο γά­λα. Πα­ρα­φω­νί­α, θὰ σκε­φτεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἐν μέ­σω θέ­ρους. Ὅ­μως, γοῦ­στα εἶ­ναι αὐ­τά. Πλα­τά­γι­σε ἡ­δο­νι­κὰ τὰ χεί­λη της. Ὁ κα­φὲς ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας της, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀρ­χί­σει.

       Στὴν πα­ρα­λί­α μιὰ ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια. Κό­σμος σὲ κα­λο­και­ρι­νὴ δι­ά­θε­ση. Ἁ­πλω­μέ­να κορ­μιὰ σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­χαύ­νω­σης κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, μα­μά­δες τρο­χο­νό­μοι, ἡ γνω­στὴ για­γιὰ ποὺ μά­λω­νε καὶ σή­με­ρα τὸν μα­κά­ριο κου­φὸ παπ­πού, ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ποὺ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­δι­ά­λει­πτα ἁλ­μυ­ρὲς θω­πεῖ­ες.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α τῶν εἰ­ω­θό­των, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν ψά­θι­νη τσάν­τα της τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρό. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Γαλ­λι­κὸ καὶ αὐ­τό. Ἀ­σορ­τὶ μὲ τὸν κα­φέ της. Τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette.

       Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νά­γνω­σμά της πά­ραυ­τα. Τό­σο ὥ­στε νὰ αἰφ­νι­δια­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μπα­λά­κι τοῦ τέ­νις ποὺ προ­σγει­ώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀ­πὸ ποῦ τῆς ἦρ­θε, καὶ ἀν­τί­κρι­σε ἕ­ναν νε­α­ρὸ ἄν­τρα νὰ τὴν πλη­σιά­ζει καὶ νὰ τῆς λέ­ει εὐ­γε­νι­κά: «Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη.» Πρὶν τοῦ ἀ­παν­τή­σει νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ, αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν, ἄ­κου­σε μιὰ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νή: «Ντίκ, ζε­στά­θη­κα. Θέ­λω λί­γη σαμ­πά­νια.» «Ἔρ­χο­μαι, ντάρ­λινγκ» τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεῖ­νος καὶ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἡ Κυ­ρία X δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ τοῦ ρί­ξει μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της. Ὁ Ντὶκ φο­ροῦ­σε ἕ­να θα­λασ­σὶ ὁ­λό­σω­μο μα­γιὸ μὲ ἄ­σπρες ρί­γες. Ἀ­πό­ρη­σε κι ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν «ντάρ­λινγκ», γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τί γι­νό­ταν. Τὴν εἶ­δε στὴν ἀμ­μου­διὰ νὰ τοῦ γνέ­φει μὲ νά­ζι. Κον­τὸ μαλ­λά­κι μὲ βάγκ, κορ­δέ­λα πρά­σι­νη, με­τα­ξω­τὸ φό­ρε­μα ἐ­κροὺ καὶ ξυ­πό­λυ­τη.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­κά­θι­σε νευ­ρι­κὰ στὴν πτυσ­σό­με­νη κα­ρε­κλί­τσα της. Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρα. Στὶς γει­το­νι­κὲς ὀμ­πρέ­λες ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν τά­ξη καὶ ἀ­σφά­λεια. «Τέ­λος πάν­των» μουρ­μού­ρι­σε, ἐ­νῶ ὁ ἥ­λιος δυ­νά­μω­νε καὶ ἡ θά­λασ­σα ἄρ­χι­ζε τὰ κα­λέ­σμα­τα. Ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ξα­πλώ­νει ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­σκα­γε τὸ κύ­μα.

       Αὐ­τὸ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ τὴν ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πὸ τὸ προ­σφι­λές της πλα­τσού­ρι­σμα: «Συγ­γνώ­μη, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὸ μα­γιό μου;» Ἡ Κυ­ρί­α X, πρὶν ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός τῆς ἀ­πεύ­θυ­νε τὸν λό­γο, εἶ­δε τὰ πα­πού­τσια «του», ἢ μᾶλ­λον «της». Ἄ­σπρα μπο­τά­κια μὲ ρὸζ κορ­δέ­λες. Πε­τά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον μιᾶς ὄ­μορ­φης γυ­ναί­κας μὲ θλιμ­μέ­νο χα­μό­γε­λο, ντυ­μέ­νης στὶς δαν­τέ­λες καὶ μὲ ἕ­να ὀμ­πρε­λί­νο ἀ­νοι­χτὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι. Φο­ροῦ­σε καὶ γάν­τια. Λευ­κά! «Κυ­ρί­α μου…» ψέλ­λι­σε ἔν­τρο­μη ἡ Κυ­ρί­α X καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. «Ἔμ­μα μὲ λέ­νε» τῆς ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἄ­γνω­στη καὶ ἡ Κυ­ρί­α X ἔ­νι­ω­σε μιὰ θο­λού­ρα. Πρὶν προ­λά­βει νὰ λι­πο­θυ­μή­σει, τὶς πλη­σί­α­σε ἕ­νας κύ­ριος ντυ­μέ­νος κι ἐ­κεῖ­νος στὰ λευ­κά. Κο­στού­μι λι­νό, πα­πι­γιόν, κα­πέ­λο ψά­θι­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας, μο­κα­σί­νια, μπα­στού­νι μὲ ἀ­ση­μέ­νια λα­βή.

       «Ἔμ­μα, ἀ­γα­πη­τή μου! Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη! Κι ἐ­σεῖς ἐ­δῶ;» «Ὤ! Φίλ­τα­τε Ἄ­σεν­μπαχ! Ἦρ­θα γιὰ νὰ ξε­σκά­σω λι­γά­κι. Πλήτ­τω. Πλήτ­τω ἀ­φό­ρη­τα. Ἐ­σεῖς; Πῶς καὶ ἀ­φή­σα­τε τὴ Βε­νε­τί­α;» «Πα­ρά­τα­ση ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τή μου Ἔμ­μα. Ἐ­δῶ, ξα­να­ζῶ, ὅ­πως κι ἐ­σεῖς, ἐ­ξάλ­λου.» Χα­μο­γέ­λα­σαν μὲ νό­η­μα, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σαν νω­χε­λι­κὰ τὴν Κυ­ρί­α X καὶ συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια βόλ­τα τους. Ἡ Ἔμ­μα μά­ζευ­ε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὸ δαν­τε­λέ­νιο φου­στά­νι της, ποὺ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν συ­νε­χῶς μὲ τὴν ἄμ­μο. Ἄ­βο­λο, εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ στη­ρι­ζό­ταν στὸ λευ­κό του μπα­στού­νι, ἐ­νῶ σκού­πι­ζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ κά­τα­σπρο μαν­τί­λι του.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἦ­ταν ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ βγά­λει ἄ­κρη μὲ τὰ πα­ρά­δο­ξα. Τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σε. Δι­α­κρι­τι­κά. Τοὺς εἶ­δε νὰ χα­ρι­εν­τί­ζον­ται καὶ νὰ πλη­σιά­ζουν ὁ­λο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Ντίκ. «Ἐ­λᾶ­τε, ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη σαμ­πά­νια γιὰ ὅ­λους» τοὺς φώ­να­ξε ἡ «ντάρ­λινγκ», μᾶλ­λον ἐ­λα­φρῶς με­θυ­σμέ­νη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τῆς ἔ­δι­νε καυ­τὰ φι­λιὰ στὸ στό­μα. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ δέ­χτη­καν μὲ κομ­ψὸ δι­σταγ­μὸ τὴ σαμ­πά­νια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ραν. Τὴ γεύ­τη­καν μὲ ἐμ­φα­νὴ εὐ­φο­ρί­α.

       «Στὴν ὑ­γειά μας…» εἶ­παν καὶ ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τὰ κο­λο­νά­τα πο­τή­ρια τους. Ἤ­πιαν μιὰ με­γά­λη, χορ­τα­στι­κὴ γου­λιά.

       Ξαφ­νι­κά, μιὰ δυ­να­τὴ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νὴ ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ ὀμ­πρέ­λα ἔ­μελ­λε νὰ τοὺς χα­λά­σει τὴν ἀ­πό­λαυ­ση: «Γι­αν­νά­κη­η­η, τὰ κου­βα­δά­κια σου καὶ φύ­γα­με!».

       Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» θο­ρυ­βή­θη­καν. «Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με, ἀ­γα­πη­τοί μου! Φεύ­γουν…» εἶ­παν καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ουν βι­α­στι­κά τὸ κα­λά­θι μὲ τὴ σαμ­πά­νια καὶ τὰ πο­τή­ρια. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ τοὺς κοί­τα­ξαν τρυ­φε­ρὰ καὶ μὲ κα­τα­νό­η­ση. «Φεύ­γου­με κι ἐ­μεῖς, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ ὅ­λους μας.»

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα μά­τια, αὐ­τιὰ καὶ στό­μα. «Νὰ φύ­γουν, νὰ πᾶ­νε ποῦ καὶ μὲ ποι­ούς» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε.

       Στὸ με­τα­ξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο φι­λί, τί­να­ξαν τὴν ἄμ­μο ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους καὶ χώ­θη­καν στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου Τρυ­φε­ρὴ εἶ­ναι ἡ νύ­χτα, πρὶν τὸ κλεί­σει ἡ μα­μὰ τοῦ Γι­αν­νά­κη. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ πλεύ­ρι­σε ἕ­ναν κύ­ριο στὴν ξα­πλώ­στρα ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸν Θά­να­το στὴ Βε­νε­τί­α. Ὅ­σο γιὰ τὴν Ἔμ­μα, μά­ζε­ψε τὶς δαν­τέ­λες της, ἔ­κλει­σε τὸ ὀμ­πρε­λί­νο της, ἄ­φη­σε ἕ­να βα­θὺ σκο­τει­νὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ  ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἄ­ναυ­δη, ἔ­τρε­ξε νὰ ξε­φυλ­λί­σει τὸ δι­κό της βι­βλί­ο, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ ἥ­ρω­ές της ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἀ­φοῦ σι­γου­ρεύ­τη­κε, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ ἐ­πι­στρέ­φει, γιὰ νὰ συ­νέλ­θει.

       Λί­γα βή­μα­τα πιὸ κά­τω, «σκόν­τα­ψε» στὸ λευ­κὸ μαν­τί­λι τοῦ Ἄ­σεν­μπαχ.



Πη­γή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα) Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.



		

	

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς: Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς


Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


ΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ facebook, μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ κά­ποι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἕ­να χρό­νο με­τὰ ποὺ ἔ­χα­σε τὴ γυ­ναί­κα του, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πη­γαί­νει τα­κτι­κὰ στὸν τά­φο της καὶ νὰ τῆς δι­α­βά­ζει λο­γο­τε­χνί­α.

        Πρώ­τ’ ἂ­π’ ὅ­λα στά­θη­κα στὴ δυ­να­τή, τὴ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πό του.

        Εἶ­χα ἀ­κού­σει γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι μι­λοῦν στοὺς δι­κούς τους ποὺ ἔ­χουν «φύ­γει», τοὺς λὲν πό­σο τοὺς ἀ­γα­ποῦν ἀ­κό­μα, καὶ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ δι­κά τους, τὰ προ­σω­πι­κά, ἀλ­λὰ καὶ προ­πάν­των γιὰ τὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὰ παι­διά τους. Γιὰ τὰ θε­τι­κά τους –φαν­τά­ζο­μαι– μό­νο,  ἀ­φοῦ κά­ποι­οι ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν σὲ κά­τι ἀρ­νη­τι­κό, μὴ στε­να­χω­ρή­σουν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους στὸν τά­φο.

        Γιὰ τὴν κα­τα­φυ­γὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­θρώ­που, ὅ­μως, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­κα­να δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις:  ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἶ­χαν κοι­νὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, ἤ, ἔ­στω, ὅ­τι αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ τὶς προ­τι­μή­σεις της. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει δη­λα­δὴ στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι, εἴ­τε νὰ τῆς ξα­να­δι­α­βά­ζει ἀ­γα­πη­μέ­να της ἔρ­γα ἢ νὰ τῆς συ­στή­νει νέ­ες ἐκ­δό­σεις, δι­α­βά­ζον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἢ ἐ­ξο­λο­κλή­ρου –σὲ συ­νέ­χει­ες– προ­κει­μέ­νου νὰ τῆς προ­σφέ­ρει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἀ­κό­μα, ἴ­σως, καὶ κά­ποι­ες κρι­τι­κές, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦν συ­ζή­τη­ση. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γι’ αὐ­τὲς ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐκ­φέ­ρει καὶ τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ποὺ δὲν μὲ ἄ­φη­σε νὰ ἡ­συ­χά­σω εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σὲ τέ­τοι­ες σπά­νι­ες ἀ­κό­μα πε­ρι­στά­σεις. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι μᾶλ­λον κα­τέ­φυ­γε σ’ αὐ­τήν,  ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζει καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ καὶ τὴ σύν­τρο­φό του. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ βι­βλί­ο, τὸν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, για­τί τῆς μι­λᾶ μέ­σω ἄλ­λων, τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ κά­θε ἔρ­γου. Σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη γνω­ρί­ζει νέ­ους χα­ρα­κτῆ­ρες, ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­φω­νεῖ μα­ζί τους, κρί­νει τὸν συγ­γρα­φέ­α, λει­τουρ­γεῖ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνί­α ὀ­νο­μά­ζου­με προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη.

        Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος λό­γος τοῦ συγ­κλο­νι­σμοῦ μου ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν κά­ποι­α συ­νά­φεια αὐ­τῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου «Ἀ­θα­λάσ­σα», ποὺ  ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α του συ­νέ­πε­σε πε­ρί­που μὲ τὸν θά­να­το τῆς ἐν λό­γω γυ­ναί­κας. Σ’ αὐ­τό, ὁ κύ­ριος ἥ­ρω­ας ἐγ­κλεί­ε­ται ἐ­θε­λον­τι­κὰ στὸ ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα, γιὰ νὰ εἶ­ναι κον­τὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του. Μιὰ ἀ­γά­πη, δη­λα­δή, ἀ­νά­λο­γα δυ­να­τὴ μ’ αὐ­τὴν ποὺ εἶ­χε καὶ ἔ­χει πάν­τα ὁ σύ­ζυ­γος τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου γιὰ τὴ γυ­ναί­κα του. «Λο­γι­κά», θὰ  βροῦν καὶ οἱ δύ­ο τὸ θέ­μα μου στὰ δι­κά τους ἀ­συ­νή­θι­στα μέ­τρα.

        Φαν­τά­ζο­μαι, ἔ­τσι, τὸν σύ­ζυ­γο νὰ δι­α­βά­ζει στὴ χα­μέ­νη του ἀ­γά­πη τὸ βι­βλί­ο μου.

        Καί, βέ­βαι­α, μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν δι­ά­φο­ρα πε­ρί­ερ­γα: Θὰ τῆς τὸ δι­α­βά­σει μὲ τὴ σω­στὴ ἐκ­φο­ρά; Ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τέ­τοι­ο θέ­μα, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν ξε­χω­ρι­στὸν αὐ­τὸν ἀ­πο­δέ­χτη, πρέ­πει νὰ φτά­σει κον­τά του, μὲ τὸν πλέ­ον ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τρό­πο. Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πό­σο θ’ ἀ­ρέ­σει στὸν ἴ­διο. Θὰ ἔ­χω δη­λα­δή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, πρῶ­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση, τὴ δι­κή του προ­σέγ­γι­ση τῆς δου­λειᾶς μου.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, αὐ­τό, βε­βαί­ως, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῆς νε­κρῆς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κώ­στας Λυμ­που­ρῆς  (Λευ­κω­σί­α, 1950) Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ ’74 στὸ κα­τε­χό­με­νο Κά­τω Δί­κω­μο τῆς ἐ­παρ­χί­ας Κε­ρύ­νειας. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση τῆς Κύ­πρου. Εἶ­χε πλού­σια δρά­ση στὴ συν­δι­κα­λι­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν κα­θη­γη­τῶν (ΟΕΛΜΕΚ) καὶ στὸν Σύν­δε­σμο Ἑλ­λή­νων Κυ­πρί­ων Φι­λο­λό­γων, στὴν προ­ε­δρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιὰ ἑ­φτὰ χρό­νια. Ἀ­πὸ τὸ 2000 συ­νεκ­δί­δει μὲ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς ἀ­πὸ τὴν Κύ­προ καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ὑλαν­τρον. Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Ὑ­λαν­τρον, Πόρ­φυ­ρας, Ἡ λέ­ξη και Νέ­α Εὐ­θύ­νη. Βι­βλί­α του: Προ­σω­ρι­νὰ κλει­στὸ (δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2006). Τῶν ἡ­με­τέ­ρων ἄλ­λων (Πα­ρά­κεν­τρον, 2014) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, κ.ἀ.