Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(5/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

 

­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου

(Instrucciones para mi entierro)


ΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ προ­σευ­χὲς στὴν τα­φή μου, μό­νο οἱ ἀρ­χαῖ­οι ψαλ­μοὶ ποὺ ἐ­πι­συ­νά­πτω σὲ αὐ­τὸ τὸ γράμ­μα. Οὔτε καὶ ἱ­κε­σί­ες, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦν νὰ ἔρ­χον­ται οἱ βα­σι­λιά­δες καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς νὰ κλά­ψουν γιὰ μέ­να. Θέ­λω ἕ­να μαρ­μά­ρι­νο πάν­θε­ον, χω­ρὶς εἰ­κό­νες οὔ­τε ἐ­πι­γρα­φές, μὲ τὸν τά­φο μου στὸ κέν­τρο. Θέ­λω τρα­γού­δια ὅ­ταν φτά­νει χει­μώ­νας. Θέ­λω μυ­ρω­διὰ λι­βα­νιοῦ μὲ ἄ­ρω­μα μό­σχου. Θέ­λω δε­κα­τρί­α κε­ριὰ γύ­ρω μου, πάν­τα νὰ καῖ­νε. Θέ­λω τὶς πιὸ ὄ­μορ­φες κο­πέ­λες τοῦ να­οῦ νὰ ξε­νυ­χτοῦν τὸ φέ­ρε­τρό μου, μὲ βάρ­δι­ες γιὰ νὰ ὑ­πάρ­χει πάν­τα στὸ πάν­θε­όν μου κά­ποι­α παρ­θέ­να. Καὶ τὸ κα­πά­κι νὰ ἀ­νοί­γει ἀ­πὸ μέ­σα, γιὰ ὅ­πο­τε πει­νά­ω.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


			

Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς: Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς


Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


ΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ facebook, μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ κά­ποι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἕ­να χρό­νο με­τὰ ποὺ ἔ­χα­σε τὴ γυ­ναί­κα του, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πη­γαί­νει τα­κτι­κὰ στὸν τά­φο της καὶ νὰ τῆς δι­α­βά­ζει λο­γο­τε­χνί­α.

        Πρώ­τ’ ἂ­π’ ὅ­λα στά­θη­κα στὴ δυ­να­τή, τὴ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πό του.

        Εἶ­χα ἀ­κού­σει γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι μι­λοῦν στοὺς δι­κούς τους ποὺ ἔ­χουν «φύ­γει», τοὺς λὲν πό­σο τοὺς ἀ­γα­ποῦν ἀ­κό­μα, καὶ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ δι­κά τους, τὰ προ­σω­πι­κά, ἀλ­λὰ καὶ προ­πάν­των γιὰ τὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὰ παι­διά τους. Γιὰ τὰ θε­τι­κά τους –φαν­τά­ζο­μαι– μό­νο,  ἀ­φοῦ κά­ποι­οι ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν σὲ κά­τι ἀρ­νη­τι­κό, μὴ στε­να­χω­ρή­σουν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους στὸν τά­φο.

        Γιὰ τὴν κα­τα­φυ­γὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­θρώ­που, ὅ­μως, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­κα­να δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις:  ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἶ­χαν κοι­νὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, ἤ, ἔ­στω, ὅ­τι αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ τὶς προ­τι­μή­σεις της. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει δη­λα­δὴ στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι, εἴ­τε νὰ τῆς ξα­να­δι­α­βά­ζει ἀ­γα­πη­μέ­να της ἔρ­γα ἢ νὰ τῆς συ­στή­νει νέ­ες ἐκ­δό­σεις, δι­α­βά­ζον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἢ ἐ­ξο­λο­κλή­ρου –σὲ συ­νέ­χει­ες– προ­κει­μέ­νου νὰ τῆς προ­σφέ­ρει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἀ­κό­μα, ἴ­σως, καὶ κά­ποι­ες κρι­τι­κές, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦν συ­ζή­τη­ση. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γι’ αὐ­τὲς ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐκ­φέ­ρει καὶ τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ποὺ δὲν μὲ ἄ­φη­σε νὰ ἡ­συ­χά­σω εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σὲ τέ­τοι­ες σπά­νι­ες ἀ­κό­μα πε­ρι­στά­σεις. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι μᾶλ­λον κα­τέ­φυ­γε σ’ αὐ­τήν,  ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζει καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ καὶ τὴ σύν­τρο­φό του. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ βι­βλί­ο, τὸν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, για­τί τῆς μι­λᾶ μέ­σω ἄλ­λων, τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ κά­θε ἔρ­γου. Σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη γνω­ρί­ζει νέ­ους χα­ρα­κτῆ­ρες, ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­φω­νεῖ μα­ζί τους, κρί­νει τὸν συγ­γρα­φέ­α, λει­τουρ­γεῖ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνί­α ὀ­νο­μά­ζου­με προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη.

        Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος λό­γος τοῦ συγ­κλο­νι­σμοῦ μου ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν κά­ποι­α συ­νά­φεια αὐ­τῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου «Ἀ­θα­λάσ­σα», ποὺ  ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α του συ­νέ­πε­σε πε­ρί­που μὲ τὸν θά­να­το τῆς ἐν λό­γω γυ­ναί­κας. Σ’ αὐ­τό, ὁ κύ­ριος ἥ­ρω­ας ἐγ­κλεί­ε­ται ἐ­θε­λον­τι­κὰ στὸ ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα, γιὰ νὰ εἶ­ναι κον­τὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του. Μιὰ ἀ­γά­πη, δη­λα­δή, ἀ­νά­λο­γα δυ­να­τὴ μ’ αὐ­τὴν ποὺ εἶ­χε καὶ ἔ­χει πάν­τα ὁ σύ­ζυ­γος τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου γιὰ τὴ γυ­ναί­κα του. «Λο­γι­κά», θὰ  βροῦν καὶ οἱ δύ­ο τὸ θέ­μα μου στὰ δι­κά τους ἀ­συ­νή­θι­στα μέ­τρα.

        Φαν­τά­ζο­μαι, ἔ­τσι, τὸν σύ­ζυ­γο νὰ δι­α­βά­ζει στὴ χα­μέ­νη του ἀ­γά­πη τὸ βι­βλί­ο μου.

        Καί, βέ­βαι­α, μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν δι­ά­φο­ρα πε­ρί­ερ­γα: Θὰ τῆς τὸ δι­α­βά­σει μὲ τὴ σω­στὴ ἐκ­φο­ρά; Ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τέ­τοι­ο θέ­μα, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν ξε­χω­ρι­στὸν αὐ­τὸν ἀ­πο­δέ­χτη, πρέ­πει νὰ φτά­σει κον­τά του, μὲ τὸν πλέ­ον ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τρό­πο. Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πό­σο θ’ ἀ­ρέ­σει στὸν ἴ­διο. Θὰ ἔ­χω δη­λα­δή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, πρῶ­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση, τὴ δι­κή του προ­σέγ­γι­ση τῆς δου­λειᾶς μου.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, αὐ­τό, βε­βαί­ως, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῆς νε­κρῆς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κώ­στας Λυμ­που­ρῆς  (Λευ­κω­σί­α, 1950) Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ ’74 στὸ κα­τε­χό­με­νο Κά­τω Δί­κω­μο τῆς ἐ­παρ­χί­ας Κε­ρύ­νειας. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση τῆς Κύ­πρου. Εἶ­χε πλού­σια δρά­ση στὴ συν­δι­κα­λι­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν κα­θη­γη­τῶν (ΟΕΛΜΕΚ) καὶ στὸν Σύν­δε­σμο Ἑλ­λή­νων Κυ­πρί­ων Φι­λο­λό­γων, στὴν προ­ε­δρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιὰ ἑ­φτὰ χρό­νια. Ἀ­πὸ τὸ 2000 συ­νεκ­δί­δει μὲ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς ἀ­πὸ τὴν Κύ­προ καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ὑλαν­τρον. Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Ὑ­λαν­τρον, Πόρ­φυ­ρας, Ἡ λέ­ξη και Νέ­α Εὐ­θύ­νη. Βι­βλί­α του: Προ­σω­ρι­νὰ κλει­στὸ (δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2006). Τῶν ἡ­με­τέ­ρων ἄλ­λων (Πα­ρά­κεν­τρον, 2014) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, κ.ἀ.


Ἀν­τώ­νης Σκια­θᾶς: Σά­πια ψά­ρια


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Σά­πια ψά­ρια


 ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΑΣ μί­α δε­ξιά, μί­α ἀ­ρι­στε­ρά, ἔ­σερ­νε δυ­σο­σμί­α σφαγ­μέ­νης θά­λασ­σας ἀ­πὸ και­ρό. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα τοῦ τέ­ταρ­του ὀ­ρό­φου, στὴν πε­ρι­φρού­ρη­ση πο­λυ­κα­τοι­κι­ῶν τῆς ἀν­τι­πα­ρο­χῆς. Ὁ ἀ­κά­λυ­πτος γε­μά­τος δέν­δρα κι ἄ­κλη­ρες φω­λι­ὲς χε­λι­δο­νι­ῶν. Στὰ κάγ­κε­λα κρε­μα­σμέ­να σεν­τό­νια, ἐ­σώ­ρου­χα γυ­ναι­κὼν με­γά­λης ἡ­λι­κί­ας καὶ λά­βα­ρα πο­δο­σφαι­ρι­κῶν ὁ­μά­δων ποὺ τὰ ἕ­λι­ω­νε ὁ ἥ­λιος.

        Οἱ χα­ρὲς τῶν ἐ­νοί­κων στὸ τσι­μέν­το. Σπιρ­τό­κου­τα χω­ρὶς σπίρ­τα τὸ ἕ­να πά­νω στὸ ἄλ­λο τὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα.

        Στὸ μπαλ­κό­νι τοῦ τέ­ταρ­του ὀ­ρό­φου τὸ λι­βα­νι­στή­ρι στὴν ἄ­κρη, στὸ πρε­βά­ζι μὲ τὰ σύ­νερ­γα ψα­ρι­κῆς νὰ χά­σκουν στὸ κε­νό.

        Οἱ χω­ρο­φύ­λα­κες ἔ­σπα­σαν τὴν πόρ­τα, ἀ­μέ­τρη­τα μάν­τα­λα καὶ κλει­δα­ρι­ές. Ὁ ἀ­νε­μι­στή­ρας καὶ πά­λι μί­α δε­ξιά, μί­α ἀ­ρι­στε­ρά, τὸ δω­μά­τιο γε­μά­το φα­νέ­λες μὲ ἱ­δρώ­τα καὶ λε­κέ­δες ἀ­πὸ ἀγ­κί­στρια.

        Ὁ ἰ­χθυ­έμ­πο­ρας ἀ­κί­νη­τος στὴν πο­λυ­θρό­να μπρο­στὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση, μὲ μα­θη­τευ­ό­με­νους μά­γει­ρες νὰ κό­βουν κρέ­ας. Στὰ χέ­ρια του μιὰ ἀρ­μα­θιὰ κοκ­κι­νό­ψα­ρα, μὲ χι­λιά­δες μύ­γες νὰ γε­μί­ζουν αὐ­γὰ τὰ μά­τια του, τὰ αὐ­τιά του, τὸ στό­μα του καὶ τὶς οὐ­ρὲς τῶν χε­λι­δο­νό­ψα­ρων τῆς τε­λευ­ταί­ας ἁ­λι­εί­ας.

        Στὸν ἀ­κά­λυ­πτο ἀ­κού­γον­ταν τὸ μοι­ρο­λό­ι μὲ τὴν φω­νὴ τοῦ λα­ϊ­κοῦ ἀ­οι­δοῦ Στυ­λια­νοῦ Κα­ζαν­τζί­δη ποὺ λα­λοῦ­σε τὴν ξε­νι­τιὰ τῆς μο­να­ξιᾶς, ἀ­πὸ τὸ τραν­ζι­στο­ρά­κι τῶν φοι­τη­τῶν τοῦ δευ­τέ­ρου ὀ­ρό­φου, κα­θὼς τὸν σή­κω­ναν ἀ­πὸ τὶς μα­σχά­λες νὰ τὸν ντύ­σουν.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Α­θή­να 1960) Ζει στην Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κός Μη­χα­νι­κός με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στην Συν­τή­ρη­ση Έρ­γων Τέ­χνης και στη Δη­μι­ουρ­γι­κή Γρα­φή. Έ­χουν εκ­δο­θεί 12 ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και άλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του έ­χουν με­τα­φρα­στεί σε 15 γλώσ­σες, ε­νώ έ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεί σε αν­θο­λο­γί­ες στην Ελ­λά­δα και στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Άρ­θρα και δο­κί­μιά του για την ποί­η­ση, την ι­στο­ρί­α και την εκ­παί­δευ­ση έ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεί σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε το λο­γο­τε­χνι­κό πε­ρι­ο­δι­κό «Ε­λί­τρο­χος» στη δε­κα­ε­τί­α του ’90. Στη συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε και δια – χει­ρί­ζε­ται το Patras World Poetry Festival, το «Γρα­φεί­ον Ποι­ή­σε­ως», τα Βρα­βεί­α Ποί­η­σης «Z­αν M­ο­ρε­άς», το Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Το 2020 τι­μή­θη­κε α­πό τον φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμού στην Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Έ­νω­ση EUNIC να εκ­προ­σω­πή­σει την Ελ­λά­δα ως ποι­η­τής στο Η­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στο Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κό Με­τα­πτυ­χια­κό Τμή­μα Δη­μι­ουρ­γι­κής Γρα­φής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας και του Α­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εί­ναι μέ­λος της Ε­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, του Κύ­κλου Ποι­η­τών και πρό­ε­δρος της Greek Library of London.


 

Χρῖ­στος Δάλ­κος: Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη



Χρῖ­στος Δάλ­κος


Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη


ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ μιὰν εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη: Ἕ­νας ἀ­νό­η­τος ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ση­μά­δε­ψε κά­ποι­ο δε­κα­ο­χτά­χρο­νο παι­δί -ἄ­γνω­στο τ᾿ ὄ­νο­μά του- μὲ δα­κρυ­γό­νο στὸν μη­ρό. Τὸ ἄ­τυ­χο, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο θύ­μα χα­ρο­πα­λεύ­ει στὴν ἐν­τα­τι­κή.

       Ὄ­χι, δὲν κά­η­κε ἡ χώ­ρα, ἡ χρό­νια τώ­ρα ἀ­νά­πη­ρη. Ἔ­γι­ναν ἀ­να­λύ­σεις αἵ­μα­τος ἀπ᾿ τοὺς ἁρ­μό­διους θε­ρά­πον­τες ἰα­τροὺς καὶ βρέ­θη­κε πὼς τὰ αἱ­μο­σφαί­ρια τοῦ ὡς ἄ­νω δὲν ἤ­τα­νε ἀρ­κούν­τως ἀν­τε­ξου­σι­α­στι­κά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς τρα­γω­δί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019). Ἐκδίδει τὰ Ἐνδο­συγκρι­τικά, ἑ­ξαμη­νιαῖο βιβλι­οπεριο­δικὸ γλωσ­σικῆς, ἐθνι­κῆς καὶ πο­λιτι­σμι­κῆς αὐ­τοσυ­νειδη­σίας, ἐκδ. Δί­αυ­λος.

Εἰκόνα: «Πέθανε ο α­στυ­νομι­κός που είχε χτυ­πη­θεί από φω­το­βο­λί­δα στου Ρέν­­τη»



		

	

Δημήτρης Τούλιος: Τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας υἱ­ό, ἀ­δελ­φό, θεῖ­ο καὶ κου­νιά­δο


Δη­μή­τρης Τού­λιος


Τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας υἱ­ό, ἀ­δελ­φό, θεῖ­ο καὶ κου­νιά­δο


ΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ἀν­τι­λη­πτὸ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ἕ­να νευ­ρό­σπα­στο πιά. Ὁ γαμ­πρός του καὶ τ’ ἀ­νί­ψια του, μὰ προ­πάν­των ἡ ἀ­δερ­φή του βρί­σκον­ταν κα­θη­με­ρι­νὰ στὸ στό­χα­στρο. Κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ κά­νει τὴν πα­ρα­μι­κρὴ κί­νη­ση δί­χως νὰ νι­ώ­σει τὸ βα­ρύ του πά­τη­μα πί­σω του. Τὸ ἀ­νά­θε­μά του δὲν ἀρ­γοῦ­σε νὰ πέ­σει πά­νω τους μὲ ἐ­κεί­νη τὴ μπά­σα ὅ­λο γρύ­λι­σμα, φω­νή του: Πῶς κό­βεις ἔ­τσι τὸ καρ­πού­ζι; Πυ­ρα­μι­δω­τό, πρέ­πει, μά­λω­νε τὴν ἀ­δελ­φή του. Για­τί ξέ­χα­σες τὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἀ­νοι­χτή; στὸ γαμ­πρό. Σύ­ρε νὰ φέ­ρεις νε­ρὸ στὴ για­γιά, κο­πρό­σκυ­λο, στὸν ἀ­νι­ψιό. Πῶς ντύ­θη­κες ἔ­τσι σὰν Κα­ραγ­κι­ό­ζω; Θὰ μὲ κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν ὄ­ξω στὰ κα­φε­νεῖ­α, σύ­ρε σπί­τι σου νὰ κά­νεις μα­σκαρ­λί­κια, τὸ τερ­μά­τι­σε μὲ τὴ μι­κρὴ ἀ­νι­ψιά του.

        Κα­νεὶς δὲν ἀν­τι­δροῦ­σε, ἦ­ταν ἡ για­γιὰ στὴ μέ­ση, μὴν τὴ στε­νο­χω­ρή­σουν. Κα­θό­τι ὁ Σω­τή­ρης ἀ­νύ­παν­τρος ἐ­ξην­τά­ρι­ζε καὶ τό ‘­χε κα­η­μό, τώ­ρα πιά, τί κα­η­μό, εἶ­χε κα­εῖ ὁ­λό­κλη­ρη, νὰ παν­τρευ­τεῖ κά­ποι­α μέ­ρα.

        Μέ­χρι ποὺ ὁ Σω­τή­ρης ἔ­πα­θε μι­κρὸ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ ἐ­πα­νῆλ­θε. Κι ἐ­κεῖ ποὺ ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν μπὰς κι ἀλ­λά­ξει στά­ση ζω­ῆς, ἐ­κεῖ, ὁ Σω­τή­ρης, ἀ­με­τα­κί­νη­τος. Καὶ ὁ­λο­έ­να πιὸ συν­τη­ρη­τι­κός. Ἔ­χω ἀρ­χὲς ἐ­γώ, τί τὸ πέ­ρα­σες ἀ­δελ­φή; Εἶ­στε φι­λο­ξε­νού­με­νοι ἐ­δῶ! Μα­ζέψ­τε τὰ μπο­γα­λά­κια σας καὶ δρό­μο, ἂν δὲν σᾶς ἀ­ρέ­γει!

        Τε­λευ­ταί­α του ἐ­πι­τυ­χί­α, ὅ­ταν τοὺς ἔ­φε­ρε «τὴν κα­λύ­τε­ρη πί­τσα τῆς χώ­ρας!» καὶ τοὺς τὴ μοί­ρα­ζε κομ­μά­τι-κομ­μά­τι μέ­σα ἀ­πὸ κλει­στὰ κου­τιά. Ἐ­σὺ δι­και­οῦ­σαι αὐ­τό, ἐ­σὺ ἐ­κεῖ­νο. Τοὺς ἔ­κα­νε νὰ χά­σκουν σὰ σκυ­λά­κια. Μὲ τὸ στα­γο­νό­με­τρο. Ξε­φτί­λα, σα­δι­σμός. Ἔτσι ξε­χεί­λι­σε τὸ πο­τή­ρι καὶ χώ­ρι­σαν οἱ δρό­μοι τους. «Σω­τή­ρη, φεύ­γου­με, ἔ­τσι ποὺ τά ‘κά­νες» τοῦ δή­λω­σε ἡ ἀ­δελ­φή του τὴν ἑ­πο­μέ­νη.

        Ὁ Σω­τή­ρης μῆ­τε ποὺ τοὺς χαι­ρέ­τη­σε. Νὰ φύ­γε­τε! Γά­βγι­σε. Συ­νέ­χι­σε ἀ­κά­θε­κτος πρὸς τὸ χω­ρά­φι νὰ πά­ει νὰ κλεί­σει τὶς κό­τες, νὰ τα­ΐ­σει τὸ σκύ­λο καὶ νὰ κα­μα­ρώ­σει τὶς πορ­το­κα­λι­ές. Δώ­δε­κα στρέμ­μα­τα ἦ­ταν αὐ­τά, τοῦ τὰ ἔ­γρα­ψε ὅ­λα ὁ πα­τέ­ρας του μπὰς καὶ παν­τρευ­τεῖ καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τί­πο­τα. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε νὰ τὰ φά­ει ὅ­λα, ἔ­θι­μο, λέ­ει, τὸ παι­δὶ ὅ­λα, τὸ κο­ρί­τσι τί­πο­τα. Ὁ γαμ­πρός του σι­χτί­ρι­ζε σὲ ὅ­λο το δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ἀλ­λὰ κι εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν ἀ­να­κου­φι­σμέ­νος ποὺ τε­λεί­ω­σε μὲ τὸν φα­τα­ού­λα.

        Ὁ Σω­τή­ρης ἀγ­κά­λια­σε τὸ σκύ­λο κλαί­γον­τας καὶ βλα­στη­μών­τας. Δὲν ἔ­πρε­πε κα­νεὶς νὰ τὸν δεῖ καὶ πρὸς Θε­οῦ, νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἔ­χει εὐ­αι­σθη­σί­ες γυ­ναι­κου­λί­στι­κες καὶ τέ­τοι­α. Στοὺς βα­τρα­χαν­θρώ­πους ὑ­πη­ρέ­τη­σε!

        Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε πο­τὸ στὴ γνω­στὴ κα­φε­τέ­ρια μὲ τὸ φί­λο του ποὺ τὸν κα­τα­λά­βαι­νε: Κα­λά τοὺς ἔ­κα­νες, μάγ­κα! Πά­λι τοὺς ἔ­φται­γαν οἱ με­τα­νά­στες καὶ οἱ ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι. Με­θυ­σμέ­νος γύ­ρι­σε νὰ πι­εῖ καὶ τὰ χά­πια του. Αὐ­τὰ δὲν χω­νεύ­ον­ταν μὲ τί­πο­τα, ὅ­πως κι ἐ­κεῖ­νος ὁ πα­λι­ο­τεμ­πέ­λα­ρος, ὁ γαμ­πρός του ποὺ ἤ­θε­λε νὰ τρώ­ει καὶ νὰ πί­νει τζάμ­πα στὸ χω­ριὸ καὶ νὰ κά­θε­ται νὰ δι­α­βά­ζει δῆ­θεν μὲ τὶς ὧ­ρες βι­βλί­α. Κι ἔ­σβη­σε τὴν ἀ­δελ­φή του ἀ­πὸ τὶς ἐ­πα­φές, σὰν νὰ ἦ­ταν κε­ρά­κι ἀ­νά­βον­τας ταυ­τό­χρο­να τὴν τη­λε­ό­ρα­ση.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Δη­μή­τρης Τού­λιος (Πά­τρα, 1966). Ἐρ­γά­ζεται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός.Ἔ­χει συμ­με­τάσχει σὲ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα ποί­η­σης καὶ δι­η­γή­μα­τος. Πρῶτο του βι­βλίο Πα­θη­τι­κὸ κά­θι­σμα (ποί­η­ση, Χα­ρα­μά­δα, 2018).



		

	

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 6/6)


Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ


Ε ΤΑ ΞΕΦΩΝΗΤΑ του ἀ­να­τί­να­ξε τὸν πιὸ γλυ­κό μου ὕ­πνο. Ἴ­σως κά­τι νὰ στρά­βω­σε στὰ σω­θι­κά του. Τὸ κο­πά­νη­σα ἀ­λύ­πη­τα μ’ ἕ­να σφυ­ρί. Ἔ­λα ὅ­μως πού, ἂν καὶ πτῶ­μα, οὔρ­λια­ζε ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως καὶ πρίν… Στὰ πρό­θυ­ρα τῆς τρέ­λας ξε­ρί­ζω­σα μιὰ τού­φα ἀ­π’ τὰ μαλ­λιά μου. Καὶ τό­τε μό­νο εἶ­δα ποιός πα­ρα­λη­ροῦ­σε. Ἦ­ταν τὸ ἄ­θλιο Deluxe. Μ’ ἕ­να τι­πο­τέ­νιο κλὶκ τοῦ βού­λω­σα τὸ στό­μα. Ἀλ­λὰ ποι­ό τὸ ὄ­φε­λος; Ἡ σκέ­ψη τοῦ ἀ­δι­κο­σκο­τω­μέ­νου Casio ἐ­ξα­φά­νι­σε ὁ­λο­σχε­ρῶς τὸν ὕ­πνο μου. Κάλ­λιο νὰ εἶ­χα πνί­ξει τὸν Ἰ­ά­γο ἢ τὸν Ὀ­θέλ­λο.



Πη­γή: Ἄ­χθος Ἀ­ρού­ρης (Ποι­ή­μα­τα-Πε­ζὰ 2011-2013, Ἀ­θή­να, 2014).

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).

Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ: Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου



Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου


ΙΣΤΕΥΕ ὅ­τι ἦ­ταν πα­σι­φί­στρια, ὅ­τι κα­τα­δί­κα­ζε κά­θε μορ­φὴ βί­ας. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τῆς Χα­μᾶς στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, πρῶ­τα σκέ­φτη­κε τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Γο­λιὰθ —μό­νο ποὺ ὁ Γολιὰθ ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν ἦ­ταν Ἰσ­ρα­η­λί­της— με­τὰ ἄ­κου­σε κραυ­γὲς καὶ ἀ­λα­λαγ­μούς, κα­τό­πιν εἶ­δε τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α, τὸ μί­σος, τοὺς νε­κρούς, καὶ ἀ­μέ­σως ἦρ­θαν οἱ φω­νὲς τῶν Φι­λι­σταί­ων καὶ ἡ ἐκ­δί­κη­ση τοῦ ἀ­νί­κη­του Γο­λιάθ. Τό­τε ἡ φω­νὴ βο­ῶν­τος στὴν ἔ­ρη­μο τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πεί­λη­σε νὰ τὶς σπά­σει τὰ τύμ­πα­να. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­νά­πο­δα.

       Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες καὶ τοὺς Σου­λι­ῶ­τες. Τὴν εἶ­χαν πο­λὺ προ­βλη­μα­τί­σει στὸ Γυ­μνά­σιο. Αὐ­τὴ θὰ ἔ­ρι­χνε τὰ παι­διά της στὸ γκρε­μό; Τί εἴ­δους ἡ­ρω­ι­σμὸς ἦ­ταν αὐ­τός; Πῶς ἀ­πο­φά­σι­ζαν γιὰ αὐ­τά; Μιὰ χα­νού­μι­σα ἡ ἕ­νας γε­νί­τσα­ρος δὲν ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να παι­δὶ νε­κρὸ μὲ ἐ­κτε­λε­στῆ τὸν ἴ­διο του τὸν γο­νιό; Δὲν θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε προ­βάλ­λει ἀν­τίρ­ρη­ση στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ δὲν δέ­χτη­κε τὴν ἐ­πί­ση­μη ἐκ­δο­χή. Ἴ­σως γιὰ αὐ­τὸ οἱ Σου­λι­ῶ­τες τῆς ἔ­γι­ναν γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Θρύ­λος, ξε­θρύ­λος, αὐ­τὴ δὲν θὰ χό­ρευ­ε τὸν χο­ρό. Θὰ ἔ­δι­νε τὸ παι­δί της στοὺς Τούρ­κους. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ ἡ­ρω­ι­σμός; Τε­λι­κὰ τὶς ξέ­χα­σε. Ἄλ­λα αἰ­νίγ­μα­τα, πι­ε­στι­κὰ καὶ αὐ­τά, πῆ­ραν τὴν θέ­ση τους. Οὔ­τε χρει­ά­στη­κε βέ­βαι­α νὰ τὶς θυ­μη­θεῖ. Προ­στα­τευ­τι­κὸς καὶ ὁ πα­σι­φι­σμός.

       Μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες στὸ μυα­λὸ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­κε­λει­ό. Στὴν Γά­ζα ὅ­λοι χό­ρευ­αν τὸν χο­ρό. Ἤ­θε­λαν, δὲν ἤ­θε­λαν. Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­σπα­γαν οἱ πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι τὸν κλοι­ό. Χο­ρεύ­ον­τας στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε καὶ τὸν Σο­λω­μό. Ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χε νὰ τὸν δι­α­βά­σει. Ἔ­τρε­φε κά­ποι­α προ­κα­τά­λη­ψη γιὰ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς ποι­η­τές. Νὰ σκο­νί­ζε­ται τὸν ἄ­φη­σε πί­σω στὸ πα­τρι­κό της σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ τὴν αἰφ­νι­δί­α­σαν. Μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες ἔ­κα­ναν ἕ­φο­δο στὸ μυα­λό της. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ στὸν τύ­πο χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­ρεί­πια καὶ ἡ ἀ­λή­θεια. Βομ­βάρ­δι­σαν καὶ τὴν δι­κή της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).



		

	

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ: Τὰ γυαλιά



Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


Τὰ γυα­λιά


ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΔΕΙ αὐ­τὰ τὰ γυα­λιά! Βι­βλί­α, σχο­λεῖ­α, πρό­σω­πα, ὅ­λα ὅ­σα ἔ­βλε­πε ἡ Τα­σού­λα, φι­λό­λο­γος κλα­σι­κῆς εἰ­δί­κευ­σης, τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ποὺ τὴ βρῆ­κε ἡ πρε­σβυ­ω­πί­α μέ­σα ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε· μα­ζί τους. Καὶ τὰ μα­κρὰ τὰ ἀ­τε­λεί­ω­τα τὰ κα­λο­καί­ρια τῶν δι­α­κο­πῶν ποὺ τὰ περ­νοῦ­σε μό­νη στὸ ἐ­ξο­χι­κὸ τὰ φο­ροῦ­σε, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­χει μὴν τυ­χὸν καὶ πά­ει κά­ποι­ο μυρ­μηγ­κά­κι στὸ φα­γη­τό. Καὶ τὰ βρα­χέ­α τὰ ἐ­πει­σό­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­τα­σης φο­ρών­τας τὰ μα­το­γυά­λια της τὰ ζοῦ­σε – μα­το­γυά­λια τὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζε χα­ρι­το­λο­γών­τας ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε Πλά­τω­να, ἐ­πει­δὴ θό­λω­ναν καὶ αὐ­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­λα­φρη μέν, πλὴν ὅ­μως ὑ­γρὴ συγ­κί­νη­ση τοῦ στο­χα­σμοῦ. Καὶ τὰ δί­χρο­να τὰ ὄ­νει­ρα, μι­σά τῶν σφα­λι­στῶν βλε­φά­ρων καὶ μι­σά τῶν ἀ­νοι­χτῶν ὀ­φθαλ­μῶν μὲ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε, ἀ­φοῦ μ’ αὐ­τὰ στε­ρε­ω­μέ­να στὴ μύ­τη ἀ­πο­κοι­μι­ό­ταν ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ στὴ με­γά­λη πο­λυ­θρό­να τοῦ σα­λο­νιοῦ, μ’ αὐ­τὰ καὶ ξη­με­ρω­νό­ταν μὲ τὴν πρώ­τη ἀ­χτί­δα τοῦ ἥ­λιου – πῶς μπερ­δευ­ό­ταν γλυ­κὰ τὸ ὄ­νει­ρο μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κά­θε μέ­ρα ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λύ…

       Καὶ νὰ τώ­ρα, σὲ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο μέ­σα, ποὺ ἔ­σπα­σαν καὶ οἱ κρυ­στάλ­λι­νοι φα­κοὶ καὶ ὁ σκε­λε­τὸς ποὺ τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε. Μιὰ ξαφ­νι­κὴ ἀ­να­στά­τω­ση ἀ­πὸ ἕ­να παν­τζού­ρι ποὺ ἔ­κλει­σε μὲ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα, ἕ­να ἀ­πό­το­μο τί­ναγ­μα τοῦ κε­φα­λιοῦ καὶ νὰ ποὺ ἔ­πε­σαν τὰ «δεύ­τε­ρα μά­τια» της στὸ μάρ­μα­ρο τῆς σκά­λας καὶ ἔ­γι­ναν θρύ­ψα­λα – τί­πο­τα ἄ­θραυ­στο σ’ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο, ὅ­ποι­α ἐγ­γύ­η­ση καὶ νὰ τὸ συ­νο­δεύ­ει, τί­πο­τα.

       Γο­νά­τι­σε ἡ Τα­σού­λα πά­νω στὸ σκα­λο­πά­τι κι ἄρ­χι­σε νὰ μα­ζεύ­ει συν­τε­τριμ­μέ­νη τὰ κομ­μα­τά­κια τῶν σπα­σμέ­νων γυ­α­λι­ῶν – ὅ­σα μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει. Σφιγ­μέ­νο τὸ στό­μα, στο­μω­μέ­νη ἡ ψυ­χή της. Τί θὰ ἔ­κα­νε τώ­ρα χω­ρὶς αὐ­τά; Τὰ γυα­λιὰ ἦ­ταν τὸ στή­ριγ­μά της· ὁ φρά­χτης τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας ποὺ κα­ρα­δο­κοῦ­σε στὸν ἄ­χα­ρο χει­μώ­να τῆς ὑ­πε­ρή­λι­κης μο­να­ξιᾶς. Κι ἂς εἶ­χε δια­βεῖ ὅ­λη της τὴ ζω­ὴ ἡ φι­λό­λο­γος ἀ­νά­με­σα στὸ πο­λύ­χρω­μο πε­τά­ρι­σμα τῶν παι­δι­ῶν. Τί ση­μα­σί­α εἶ­χε ποὺ δὲν εἶ­χε δι­κή της οἰ­κο­γέ­νεια; Δι­κά της ἦ­ταν ὅ­λα τὰ μα­θη­τού­δια τοῦ σχο­λεί­ου, συ­νή­θι­ζε νὰ λέ­ει πα­λιά, πρὶν βγεῖ στὴ σύν­τα­ξη. Τὰ παι­διὰ ὅ­μως εἶ­ναι που­λιά, ἔρ­χε­ται ἡ στιγ­μὴ ποὺ πε­τοῦν, πε­τοῦν καὶ φεύ­γουν· χά­νον­ται γιὰ ἐ­κεί­νους ποὺ τὰ πῆ­ραν ἀ­π’ τὸ χέ­ρι καὶ τὰ περ­πά­τη­σαν βῆ­μα βῆ­μα πά­νω στὰ Γράμ­μα­τα.

       Γο­να­τι­σμέ­νη ἡ γη­ραι­ὰ γυ­ναί­κα εἶ­δε τὸν ἑ­αυ­τὸ της νέ­ο —παι­δὶ σχε­δόν— νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται μὲ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὰ κά­τω· νὰ ἵ­πτα­ται ξυ­πό­λη­τη, μὲ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά, μιὰ ἀγ­κα­λιὰ βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας καὶ γυα­λιὰ ἀ­πα­στρά­πτον­τα, σὲ κρε­μα­στὸ λι­βά­δι μὲ πα­πα­ροῦ­νες καὶ χα­μο­μή­λια ρι­ζω­μέ­να πά­νω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Κι ὅ­λο νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὴ γῆ, νὰ τα­ξι­δεύ­ει…

       Ἡ Τα­σού­λα ἔ­βγα­λε μὲ μιὰ μα­κρό­συρ­τη ἐκ­πνο­ὴ ὅ­λο τὸν ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὰ πνευ­μό­νια της, ἄ­δεια­σε ἐν­τε­λῶς καὶ ἄ­φη­σε τὸ ἀ­δύ­να­μο χέ­ρι της ποὺ κρα­τοῦ­σε τὴν κου­πα­στὴ νὰ γλι­στρή­σει σι­γὰ σι­γὰ πρὸς τὰ κά­τω. Κε­νὸ εἴ­δω­λο πλέ­ον σω­ρι­ά­στη­κε, ἔ­πε­σε πά­νω στὰ σκα­λιὰ μὲ τὰ γυα­λιά· ἔ­σπα­σε ὅ­μως – πάν­τα ἀ­μεί­λι­κτη ἡ ὀ­στε­ο­πό­ρω­ση. Ἔ­σπα­σε ὁ­ρι­στι­κὰ γι’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο, ἀλ­λὰ μπρο­στά της ἄ­νοι­ξε εὐ­θὺς ἕ­νας ἄλ­λος, ποὺ πε­ρί­με­νε τὴν Ἀ­να­στα­σί­α νὰ τὸν δι­α­σχί­σει μὲ τ’ ἀ­χώ­ρι­στα πιὰ ἀ­κό­μα καὶ στὴν ἰ­δε­α­τὴ συν­θή­κη γυ­α­λά­κια της· μα­ζί τους.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ. Γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο: Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020), Πῶς τὰ πᾶς μὲ τὴν ἀ­πώ­λεια; (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2018), Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου (Γρά­φη­μα, 2009), Ἡ Φω­νὴ τοῦ Νε­ροῦ (Ἄ­χθος, 2001) κ.ἄ. Συ­νερ­γα­σί­ες μὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ λό­γου καὶ τέ­χνης (Ἕ­νε­κεν, Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων Πό­λις, Θεῦθ, Κα­ρυ­ο­θραύ­στις, Τὸ Νό­η­μα, Πα­ρέμ­βα­ση, Ὀ­ρο­πέ­διο, Τὸ κο­ράλ­λι, Χάρ­της). Blog: «Προ­σμο­νά­ριος ἀ­φή­γη­σης»

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/)


Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης­: Ἄσχημος καιρός



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης­ (Ἀφιέρωμα: 1/6)


Ἄ­σχη­μος και­ρός


Ε ΘΥΜΑΜΑΙ πῶς βρέ­θη­κα κά­τω ἀ­π’ τὸ χῶ­μα. Φο­ροῦ­σα μιὰ χλαί­νη χρώ­μα­τος χα­κί, ραμ­μέ­νη στὴν τρί­χα. Μὲ τὸ δί­κο­πο μα­χαί­ρι ἔ­κο­βα φέ­τες φέ­τες τὴ λά­σπη. Δὲν εἶ­χε προ­λά­βει νὰ φέ­ξει. Κι ἂν ἔ­φεγ­γε τί θὰ ἔ­βλε­πα; Κά­ποι­ος φώ­να­ζε, κά­ποι­ος βογ­κοῦ­σε. Μή­πως ὁ Ἀν­τρέ­ας; Αὐ­τὸν τὸν συ­νέ­λα­βαν στὸ δι­ά­δρο­μο μὲ τὶς πόρ­νες. Ἔ­παι­ζε ζά­ρια μὲ τὸ νο­μι­κὸ σύμ­βου­λο τοῦ Κρά­τους. «Τρὶκ τρὰκ» ἔ­κα­ναν τὰ ζά­ρια καὶ τὸν πρό­δω­σαν. Ἔξω ἡ νύ­χτα ἔ­μοια­ζε τρο­μα­κτι­κή. Βυ­θι­ζό­μουν.



Πη­γή: Τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ τὸ ἄ­λο­γο (Ποι­ή­μα­τα 1989-2009, Θερ­μα­ϊ­κὸς ἐκ­δό­σεις, Θεσ­σα­λο­νί­κη,  2011).

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

 

Νίκος Κατσαλίδας: Συναξάρι τῆς ὀργῆς


Νίκος Κατσαλίδας


Συναξάρι τῆς ὀργῆς


Στὸν Κώ­στα Μίσ­σιο, στὴ μνή­μη τοῦ πα­τέ­ρα του


ΜΟΥΝ τρι­ῶν χρο­νῶν στὴν ἡ­λι­κί­α ποὺ μό­λις εἶ­χα ἀ­φή­σει τὴν κού­νια, σχε­δὸν στὴ θη­λὴ τῆς μά­νας μου, παί­ζον­τας μὲ τὰ γα­τά­κια καὶ τα­ΐ­ζον­τας στὸ κα­λύ­βι τὸν πι­στὸ σκύ­λο τοῦ σπι­τιοῦ μου πού ’­γλει­φε τὰ χέ­ρια μου, μέ­χρι ἐ­κεί­νη τὴ μαύ­ρη φαρ­μα­κε­ρὴ Δευ­τέ­ρα τοῦ Αὐ­γού­στου, ποὺ πά­γω­σε τὸ χα­μό­γε­λό μου καὶ ἀν­τι­στρά­φη­κε ἡ προ­στα­σί­α, ἦ­ταν ἡ γά­τα τό­τε κι ὁ σκύ­λος, αὐ­τὰ τὰ δυ­ὸ νο­η­τὰ κα­τοι­κί­δια, ποὺ νι­ώ­θον­τας τὸν πό­νο μου μὲ πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζα­νε σὰν γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση κου­νών­τας τὴν οὐ­ρά τους καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν μὲ ἀν­θρω­πιὰ νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σουν μὲ τὰ χά­δια τους. Κα­τα­κα­λό­και­ρο ποὺ φλέ­γε­ται καὶ βρά­ζει τὸ χῶ­μα ἀ­πὸ τὴ ζέ­στη καὶ μ’ εἶ­χε στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ μὲ φί­λα­γε ὁ πα­τέ­ρας, ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­στη­καν κά­τι ἴ­σκιοι σὰν δαι­μο­νι­κὰ ποὺ ἡ μά­να μου ἀρ­γό­τε­ρα τὰ ὀ­νό­μα­σε σκυ­λιὰ κι εἶ­χα πει­σμώ­σει για­τὶ τὸ συλ­λά­βαι­να σὰν ὑ­πο­τί­μη­ση σά­μα­τι προ­σβαλ­λό­τα­νε ὁ πι­στὸς σκύ­λος μας ποὺ κα­μιὰ σχέ­ση δὲν εἶ­χε ὁ κα­η­μέ­νος μὲ τὰ σκύ­βα­λα, μὲ τὰ λυσ­σα­σμέ­να σκυ­λιὰ γιὰ αἷ­μα, ἀ­γρί­μια ποὺ μά­ζε­ψαν εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις ἄν­τρες συγ­χω­ρια­νοὺς μα­ζὶ καὶ τὸν πα­τέ­ρα καὶ τοὺς ἔ­βα­λαν μπρο­στὰ γιὰ τὰ Κα­μί­νια. Ἐ­νῶ ὣς τό­τε τρα­γου­δοῦ­σα μὲ τὰ που­λά­κια ποὺ κε­λα­η­δοῦ­σαν ἀ­πὸ τὰ βα­θιὰ χα­ρά­μα­τα στὴν περ­γου­λιὰ τῆς αὐ­λῆς μας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ μού­χρω­σε, σκο­τά­δια­σε καὶ ἀν­τά­ρια­σε γύ­ρω μου. Κι ἂς ἦ­ταν πά­λι τὰ που­λά­κια ἔ­ξω στὴν περ­γου­λιά μας, ἐ­μέ­να μοῦ φαι­νό­τα­νε ὅ­τι δὲν κε­λα­η­δοῦ­σαν πιά, ὅ­τι μό­νο θρη­νοῦ­σαν, ὥ­σπου ἡ ὀ­πτα­σί­α ποὺ ἀ­πὸ τό­τε καὶ πέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ τὸ γύ­ρι­ζε σὲ σκοῦ­ρο καὶ μουν­τό, καὶ τὰ που­λά­κια τὰ εἶ­χε με­τα­τρέ­ψει σὲ μαῦ­ρα κο­ρά­κια. Ὅ­λα αὐ­τὴ ἡ με­τα­μόρ­φω­ση ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν κα­κιὰ ὥ­ρα τοῦ μα­ζι­κοῦ σκο­τω­μοῦ καὶ τῆς χα­ρι­στι­κῆς βο­λῆς στὰ μη­νίγ­για στὰ κε­φά­λια τῶν σκο­τω­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς δή­μιους, ὅ­ταν ὅ­λες οἱ γυ­ναῖ­κες μα­ζί τους καὶ ἡ για­γιά μου, ἡ μά­να μου κι οἱ θεῖ­ες μου, γύ­ρι­ζαν κα­τὰ τὸ ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα σὰν οἱ Ἀν­τι­γό­νες ἄλ­λες μὲ τοὺς νε­κροὺς στοὺς ὤ­μους καὶ ἄλ­λες ζα­λω­μέ­νες. Ἀ­νέ­βα­σαν τὸν πα­τέ­ρα στὴν πέ­τρι­νη σκά­λα, σὰν νὰ κα­τέ­βα­ζαν τὸν κρε­μα­σμέ­νο Ἰ­η­σοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό του, τὸν ξά­πλω­σαν, τὸν ἔ­πλυ­ναν στὴ μέ­ση στὸ δω­μά­τιο, σκέ­πα­σαν τὸ κου­φά­ρι, τὸ τύ­λι­ξαν στὰ σά­βα­να καὶ γο­νά­τι­σαν τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λεί­ψα­νο κυρ­τω­μέ­νες σὰν μυ­ρο­φό­ρες στὴν ἄ­δεια θέ­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ, ἀ­φοῦ δὲν ὑ­πῆρ­χε πιὰ ἐ­κεῖ το κε­φά­λι τοῦ πα­τέ­ρα καὶ ἄρ­χι­σαν τὸ μοι­ρο­λό­ι τους. Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ὀ­πτι­κὴ εἰ­κό­να βα­θιὰ μέ­σα μου, ἐ­νῶ ἡ ἀ­κου­στι­κὴ ποὺ θυ­μᾶ­μαι κα­λὰ καὶ μὲ συ­νο­δεύ­ει ὁ­λο­ζω­ῆς ἦ­ταν τὰ πο­νε­μέ­να λό­για ἀ­πὸ τὸν θρῆ­νο τῆς μά­νας: Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου καὶ λε­βέν­τη μου, πῶς τό ’­κα­μες αὐ­τὸ καὶ μᾶς ἔ­φυ­γες τό­σο νι­ού­τσι­κος; Τί μοῦ ’­κα­μες ἐ­μέ­να τῆς μαύ­ρης; Πῶς μ’ ἄ­φη­σες μὲ δυ­ὸ ὀρ­φα­νὰ παι­δά­κια. Καὶ τὰ ἄλ­λα τὰ φαρ­μα­κε­ρὰ τῆς ἀ­πα­ρη­γό­ρη­της για­γιᾶς μου: Ἄχ, Βαγ­γέ­λη μου, ψυ­χού­λα μου, καρ­δού­λα μου καὶ μά­τια μου, ποι­ός τό ’­λε­γε, ἐ­γὼ ἡ μαύ­ρη ἡ μά­να, νὰ μά­ζευ­α τὰ πε­ταγ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ σκορ­πι­σμέ­να κομ­μά­τια τοῦ κε­φα­λιοῦ σου στὴν πο­διά μου. Κα­τα­ρα­μέ­να τέ­ρα­τα ποὺ νὰ φᾶ­τε τὸ κε­φά­λι σας ἀ­να­με­τα­ξύ σας νὰ φᾶ­τε. Τί σᾶς ἔ­φται­γαν τὰ παι­διά μας, μω­ρὲ γουρ­σού­ζι­κα, ποὺ κοι­τοῦ­σαν σὰν νοι­κο­κυ­ραῖ­οι τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους καὶ τὰ σπί­τια τους; Καὶ ὅ­πως τά ’­χε τυ­λιγ­μέ­να τὰ χυ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ κομ­μά­τια δε­μέ­να στὴν πο­διά της, τὰ το­πο­θέ­τη­σε στὸ φέ­ρε­τρο. Τὰ μοι­ρο­λό­για ρά­γι­σαν τὸν κάμ­πο κι ἔ­σκι­σαν τὴ γῆ ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Οἱ ἀν­τί­λα­λοι τοῦ θρή­νου γύ­ρι­ζαν μέ­ρα-νύ­χτα μὲ τοὺς βο­ριά­δες μέ­σα μου πά­νω ἀ­πὸ τὰ μα­τω­μέ­να Κα­μί­νια. Ποῦ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γιό­ν­ταν κεῖ­νες τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες μὲ τέ­ρα­τα καὶ φο­νιά­δες οἱ γυ­ναῖ­κες; Σὲ ποι­όν νὰ λέ­γα­νε τὸν πό­νο τους γο­να­τι­σμέ­νες πά­νω στοὺς τά­φους τους; Μᾶς ἕ­σφιγ­γαν δυ­να­τὰ στὴν ἀγ­κα­λιά τους, ἐ­μέ­να καὶ τὸν ἀ­δερ­φού­λη μου, σὰν νὰ μᾶς ἔ­κρυ­βαν ἀ­πὸ τὸν χά­ρον­τα ποὺ τρι­γύ­ρι­ζε καὶ βο­λι­δο­σκο­ποῦ­σε πο­δο­πα­τών­τας τὴν κα­τα­μα­τω­μέ­νη γῆ μας. Ἡ μό­νη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη τῶν γυ­ναι­κῶν ποὺ εἶ­χαν κου­βα­λή­σει ζα­λω­μέ­νους στοὺς ὤ­μους τοὺς ἀ­δι­κο­χα­μέ­νους ἦ­ταν ἡ ὁρ­κω­μο­σί­α τους πά­νω στὸ Βαγ­γέ­λιο καὶ στὴ γα­λα­νό­λευ­κη ποὺ βγά­ζα­νε καὶ φι­λού­σα­νε σι­ω­πη­λὰ μὲ τὶς ἐλ­πί­δες ὅ­τι θὰ βγεῖ κά­ποι­ος καὶ γιὰ αὐ­τοὺς νὰ τοὺς προ­στα­τέ­ψει, τοὺς ζων­τα­νοὺς καὶ τοὺς πε­θα­μέ­νους καὶ κα­νέ­νας δὲν ἄ­κου­γε τὰ μοι­ρο­λό­για τους καὶ κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε νὰ τὶς πα­ρη­γο­ρή­σει στοὺς μα­νι­α­σμέ­νους βο­ριά­δες. Μό­νο τὰ πι­στὰ σκυ­λιὰ θρη­νοῦ­σαν κι οὔρ­λια­ζαν πέν­θι­μα στὶς αὐ­λὲς ὅ­ταν ἔ­παυ­αν αὐ­τὲς οἱ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες γυ­ναῖ­κες τὰ μοι­ρο­λό­για νὰ ξε­κου­ρα­στοῦν καὶ νὰ ξα­ναρ­χί­σουν τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες στὰ Ψυ­χο­σάβ­βα­τα γιὰ τὶς ψυ­χές τους. Κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε στὸν λάκ­κο. Μό­νο ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ πά­νω κοι­τοῦ­σε κι ἔ­τρι­βε κι αὐ­τὸς μὲ ἀ­πο­ρί­α τὰ μά­τια του σὰν νά ’­λε­γε: Ἐ­σέ­να Ἀ­δάμ, ποὺ σ’ ἔ­πλα­σα μὲ τὰ χέ­ρια μου, δὲν σ’ ἔ­κα­μα νὰ γεν­νή­σεις οὔ­τε ἐγ­κλη­μα­τί­ες καὶ οὔ­τε τέ­ρα­τα. Τί εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ τε­ρα­τούρ­γη­μα ποὺ ἔ­κα­μες καὶ γέν­νη­σες τέ­τοι­ους Βα­ραβ­βά­δες; Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­μει κι αὐ­τὸς ἐ­κεῖ­νες τὶς εὐ­αί­σθη­τες στιγ­μὲς ἦ­ταν νὰ στεί­λει ἕ­να πε­ρα­στι­κὸ σύν­νε­φο καὶ ἔ­ρι­ξε μιὰ πε­ρί­ερ­γη βρο­χὴ στὸ κα­τα­με­σή­με­ρο νὰ πλύ­νει τὸ χυ­μέ­νο ἀ­θῶ­ο ἄ­λι­κο αἷ­μα νὰ μὴν τό ’­βλε­πε ὁ κό­σμος καὶ ντρε­πό­τα­νε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τοῦ­το τὸ ἀ­βυσ­σα­λέ­ο τε­ρα­τούρ­γη­μα. Κι ἄ­να­ψε κε­ριὰ στὸ κη­ρο­πή­γιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ χά­θη­καν προ­σω­ρι­νὰ οἱ βρι­κό­λα­κες στὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας. Καὶ κά­θε τό­σο ἀ­κού­γε­ται ἕ­να πο­λυ­φω­νι­κὸ τρα­γού­δι ἀ­πὸ τὸν δί­σκο μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» καὶ με­τα­τρέ­πε­ται μοι­ρο­λό­ι, για­τὶ ἀ­πὸ τοὺς πέν­τε ποὺ πῆ­γαν κι ἠ­χο­γρά­φη­σαν τὸ τρα­γού­δι στὴν Ἀ­θή­να τὸ 1935, οἱ τρεῖς σβαρ­νί­στη­καν κι ἔ­μει­ναν ἐ­δῶ σκο­τω­μέ­νοι κι ὅ­πως εἶ­ναι καὶ νε­κροὶ ἀ­κό­μα τρα­γου­δᾶ­νε τὸν θρῆ­νο τῆς φυ­λῆς τους. Κι ὁ δί­σκος παί­ζει με­ρό­νυ­χτα καὶ ἀ­χεῖ, ἀν­τι­λα­λεῖ στὸν λάκ­κο τῆς ἱ­στο­ρί­ας γιὰ πεῖ­σμα τοῦ χρό­νου ποὺ θέ­λει νὰ τοὺς ξε­χά­σει, νὰ τ’ ἀ­κού­σει ὁ κό­σμος καὶ νὰ μεί­νει στὴ μνή­μη ὅ­λης της οἰ­κου­μέ­νης ποὺ κου­φαί­νει. Ἐ­νῶ κά­τω καί­γον­ται ἀ­κό­μα τὰ σπί­τια ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ χρό­νια καὶ μυ­ρί­ζει θά­να­το καὶ μαυ­ρί­ζει συ­νέ­χεια ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξα­στε­ρώ­σει. Κι οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ ψυ­χὲς αἰ­ω­ροῦν­ται νω­πὲς καὶ γυ­ρο­φέρ­νουν στὴν κοι­λά­δα νὰ ἐ­λέγ­ξουν τὴ γῆ τους καὶ τὰ χώ­μα­τά τους καὶ νὰ δοῦ­νε τί γί­νε­ται καὶ ἂν θὰ πά­ψει πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νος ὁ χρό­νος, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ση­μεί­ω­νε 2 Αὐ­γού­στου 1943. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὸ κλα­ρί­νο τοῦ Μπέ­κα­ρη πί­σω ἀ­πὸ τὸ Δελ­βι­νά­κι ποὺ δὲν πι­στεύ­ει ὅ­τι ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τοῦ κό­σμου σφά­ζον­ται ἀ­κό­μα τὰ ἀ­δέρ­φια τους καὶ δὲν ἀ­κού­γε­ται οὔ­τε φω­νὴ κι οὔ­τε μι­λιὰ γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση καὶ θά­βον­ται λε­βέν­τες καὶ κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὶς πα­τρί­δες. Κι ὁ δί­σκος μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» πό­τε γί­νε­ται ἥ­λιος φλε­γό­με­νος, στρογ­γυ­λός, πό­τε φεγ­γά­ρι ἀρ­γυ­ρό, μὰ πο­τὲ δὲν λευ­κάν­θη­κε οὔ­τε στὸν ἥ­λιο οὔ­τε στὸ φεγ­γά­ρι στὸν λάκ­κο στὰ Κα­μί­νια, τί ὥ­ρα τοῦ χρό­νου εἶ­ναι, νύ­χτα ἢ μέ­ρα κι οὔ­τε ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν χάρ­τη τὸ φι­δί­σιο μο­νο­πά­τι ποὺ σὲ πά­ει στὴ φω­λιὰ τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος. Καὶ βγαί­νει συ­νέ­χεια μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σκο­τά­δια, σὰν ἀ­πὸ ἀ­σπρό­μαυ­ρη ται­νί­α λί­γο πρὶν φέ­ξει ἕ­να κα­ρα­βά­νι μὲ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ νε­κροὺς φορ­τω­μέ­νους. Καὶ μπρο­στά τους βα­δί­ζει ὁ πά­πα-Γραμ­μα­τι­κὸς μὲ τὸ τρυ­πη­μέ­νο κι αὐ­τὸς ρά­σο καὶ τὸ κα­τα­μα­τω­μέ­νο Εὐ­αγ­γέ­λιο στὰ χέ­ρια του ρί­χνον­τας τρι­σά­γιο γιὰ ὅ­λους, συμ­πε­ρι­λα­βαί­νον­τας καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ μά­να τρα­βά­ει φορ­τω­μέ­νο στὸν γάϊ­δα­ρό της ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ τὸν σκο­τω­μέ­νο ἄν­τρα της κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τὸν κα­τα­κρε­ουρ­γη­μέ­νο γιό της. Καὶ πλά­ι της βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸν λάκ­κο περ­νών­τας τὸ δι­ά­ρα­χο συ­νέ­χεια γυ­ναῖ­κες μὲ τοὺς ἄν­τρες τους καὶ τὰ παι­διά τους κου­βα­λών­τας γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Καὶ ἀ­νά­με­σά τους ἡ γυ­ναί­κα καὶ ἡ ἀ­δερ­φὴ τοῦ Βαγ­γέ­λη ζα­λω­μέ­νες τὸν νε­κρό τους καὶ πί­σω ἡ μά­να του κρα­τών­τας δε­μέ­να στὴν πο­διά της τὰ χυ­μέ­να μυα­λά του καὶ τὸ θρυμ­μέ­νο καύ­κα­λό του. Καὶ ἐ­νῶ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­δῶ πά­νω φυ­σᾶ­νε μό­νο βο­ριά­δες καὶ δὲν φυ­τρώ­νει κλω­νὶ χορ­τά­ρι, τὴ νύ­χτα βγαί­νουν πρῶ­τοι καὶ στέ­κουν κα­ρα­ού­λι στὸ ἀ­φο­ρε­σμέ­νο μο­νο­πά­τι τῆς ἱ­στο­ρί­ας οἱ τρεῖς μάρ­τυ­ρες τοῦ δί­σκου τῆς Columbia, ὁ Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της πάρ­της, ὁ Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης ἰ­σο­κρά­της καὶ ὁ Σπυ­ρί­δω­νας Τσέ­λιος κλώ­στης. Καὶ μα­ζί τους ση­κώ­νον­ται ὅ­λοι, οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτά, ἀ­πὸ τὰ δε­κα­ο­χτὼ μέ­χρι τὰ εἴ­κο­σι πέν­τε, ἂν καὶ μα­τω­μέ­νοι καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι, καὶ τρα­γου­δᾶ­νε καὶ τὸ τρα­γού­δι γί­νε­ται πο­λυ­φω­νι­κὸς τρα­γι­κὸς σύγ­χρο­νος θρῆ­νος αἵ­μα­τος ποὺ ρα­γί­ζει τὰ βου­νά, τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ κα­τα­ρά­χια: Κλαῖ­ν’ οἱ πέ­τρες τὰ λι­θά­ρια, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό, ὤ, κλαῖ­νε το, μώ­ρ’, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό. Μώρ’, κλαί­ω κι ἐ­γὼ ὁ κα­η­μέ­νος τὸν ξε­χω­ρι­σμό, ὤ, τὸν ξε­χω­ρι­σμό, τὸν ξε­χω-μώ­ρ’-τὸν ξε­χω­ρι­σμό. Ὤ, ν’ ἔρ­θε, μω­ρὲ ν’ ἐρ­θέ, ἐρ­θὲ και­ρὸς νὰ φύ­γο­με, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, και­ρὸς νὰ χω­ρι­στοῦ­με. Ὤ, χω­ρὶ-μω­ρὲ χω­ρί, χω­ρί­ζει ἡ μά­να τὸ παι­δί, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, καὶ τὸ παι­δὶ τὴ μά­να, ὤ, χω­ρὶ-μω­ρέ, χω­ρὶ-χω­ρί­ζον­ται τ’ ἀν­τρό­γυ­να, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να.

Ἀ­θή­να, 02.12.2021

«Πέντε Γλυνιῶτες»


https://www.youtube.com/watch?v=Jker0UYgXhI

Οἱ Πέν­τε φη­μι­σμέ­νοι νέ­οι ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Γλύ­να. Κα­τα­γρα­φὴ τοῦ 1935. Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της, Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης, Σπυ­ρί­δων Τσέ­λιος, Ἀ­να­στά­σης Τά­κος καὶ Εὐ­άγ­γε­λος Μπα­τζέ­λης, Οἱ τρεῖς πρῶ­τοι ἔ­γι­ναν ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρες, ὅ­ταν ἐ­κτε­λέ­στη­καν μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες στὶς 3 Αὐ­γού­στου 1943, ἀ­πὸ Ἀλ­βα­νοὺς παρ­τι­ζά­νους (μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τοῦ Γερ­μα­νι­κοῦ στρα­τοῦ) μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες. Στὸ ἔγ­κλη­μα τῆς Γλύ­νας στὶς 2 Αὐ­γού­στου 1943. Οἱ ἄλ­λοι δύ­ο πα­ρό­τι βρι­σκό­ταν στὸ χω­ριὸ ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα γλί­τω­σαν τὴν ἐ­κτέ­λε­ση. Στὸ κλα­ρί­νο ὁ Π. Μπέ­κα­ρης


Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022).

Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῷ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.

Εἰκόνα: Τὸ μνημεῖο τῶν σφα­για­σθέν­των Ἑλ­λή­νων Βο­ρει­ο­η­πει­ρω­τῶν στὴ Γλύ­να τῆς Ἀλ­βα­νίας, στὶς 3 Αὐ­γού­στου 1943.