Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ: Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου



Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου


ΙΣΤΕΥΕ ὅ­τι ἦ­ταν πα­σι­φί­στρια, ὅ­τι κα­τα­δί­κα­ζε κά­θε μορ­φὴ βί­ας. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τῆς Χα­μᾶς στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, πρῶ­τα σκέ­φτη­κε τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Γο­λιὰθ —μό­νο ποὺ ὁ Γολιὰθ ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν ἦ­ταν Ἰσ­ρα­η­λί­της— με­τὰ ἄ­κου­σε κραυ­γὲς καὶ ἀ­λα­λαγ­μούς, κα­τό­πιν εἶ­δε τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α, τὸ μί­σος, τοὺς νε­κρούς, καὶ ἀ­μέ­σως ἦρ­θαν οἱ φω­νὲς τῶν Φι­λι­σταί­ων καὶ ἡ ἐκ­δί­κη­ση τοῦ ἀ­νί­κη­του Γο­λιάθ. Τό­τε ἡ φω­νὴ βο­ῶν­τος στὴν ἔ­ρη­μο τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πεί­λη­σε νὰ τὶς σπά­σει τὰ τύμ­πα­να. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­νά­πο­δα.

       Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες καὶ τοὺς Σου­λι­ῶ­τες. Τὴν εἶ­χαν πο­λὺ προ­βλη­μα­τί­σει στὸ Γυ­μνά­σιο. Αὐ­τὴ θὰ ἔ­ρι­χνε τὰ παι­διά της στὸ γκρε­μό; Τί εἴ­δους ἡ­ρω­ι­σμὸς ἦ­ταν αὐ­τός; Πῶς ἀ­πο­φά­σι­ζαν γιὰ αὐ­τά; Μιὰ χα­νού­μι­σα ἡ ἕ­νας γε­νί­τσα­ρος δὲν ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να παι­δὶ νε­κρὸ μὲ ἐ­κτε­λε­στῆ τὸν ἴ­διο του τὸν γο­νιό; Δὲν θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε προ­βάλ­λει ἀν­τίρ­ρη­ση στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ δὲν δέ­χτη­κε τὴν ἐ­πί­ση­μη ἐκ­δο­χή. Ἴ­σως γιὰ αὐ­τὸ οἱ Σου­λι­ῶ­τες τῆς ἔ­γι­ναν γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Θρύ­λος, ξε­θρύ­λος, αὐ­τὴ δὲν θὰ χό­ρευ­ε τὸν χο­ρό. Θὰ ἔ­δι­νε τὸ παι­δί της στοὺς Τούρ­κους. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ ἡ­ρω­ι­σμός; Τε­λι­κὰ τὶς ξέ­χα­σε. Ἄλ­λα αἰ­νίγ­μα­τα, πι­ε­στι­κὰ καὶ αὐ­τά, πῆ­ραν τὴν θέ­ση τους. Οὔ­τε χρει­ά­στη­κε βέ­βαι­α νὰ τὶς θυ­μη­θεῖ. Προ­στα­τευ­τι­κὸς καὶ ὁ πα­σι­φι­σμός.

       Μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες στὸ μυα­λὸ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­κε­λει­ό. Στὴν Γά­ζα ὅ­λοι χό­ρευ­αν τὸν χο­ρό. Ἤ­θε­λαν, δὲν ἤ­θε­λαν. Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­σπα­γαν οἱ πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι τὸν κλοι­ό. Χο­ρεύ­ον­τας στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε καὶ τὸν Σο­λω­μό. Ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χε νὰ τὸν δι­α­βά­σει. Ἔ­τρε­φε κά­ποι­α προ­κα­τά­λη­ψη γιὰ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς ποι­η­τές. Νὰ σκο­νί­ζε­ται τὸν ἄ­φη­σε πί­σω στὸ πα­τρι­κό της σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ τὴν αἰφ­νι­δί­α­σαν. Μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες ἔ­κα­ναν ἕ­φο­δο στὸ μυα­λό της. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ στὸν τύ­πο χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­ρεί­πια καὶ ἡ ἀ­λή­θεια. Βομ­βάρ­δι­σαν καὶ τὴν δι­κή της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).


			

Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ: Ἡ ταράτσα


Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ἡ Τα­ρά­τσα


 ΦΙΛΗ ΜΟΥ ἡ Ἀγ­γε­λι­κὴ ἦ­ταν μα­χη­τι­κὴ καὶ ἐγ­κε­φα­λι­κὴ λε­σβί­α. Εὔ­κο­λα μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν φαν­τα­στῶ πά­νω σ’ ἕ­να ἅρ­μα στὸ gay pride μὲ τὴν προ­το­μὴ τῆς Σαπ­φῶς στὰ χέ­ρια. Τὸ λό­γο της τὸν δι­έ­κρι­νε μιὰ ἔν­το­νη ἀ­γά­πη γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες, γιὰ τὴν Γυ­ναί­κα, μὲ ἕ­να γά­μα κε­φα­λαῖ­ο καὶ καλ­λι­γρα­φι­κό. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη, δι­α­νο­η­τι­κή, αἰ­σθη­σια­κὴ καὶ ἐκ βα­θέ­ων μὲ συγ­κι­νοῦ­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα, για­τὶ δὲν τὴν εἶ­χα συ­ναν­τή­σει πο­τὲ σὲ ἄν­τρα, μο­λο­νό­τι ἡ ἐ­ρω­τι­κή μου ζω­ὴ ὑ­πῆρ­ξε ποι­κί­λη καὶ δυ­να­τή. Ἄρ­χι­σα μά­λι­στα νὰ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι ἂν οἱ ἄν­τρες καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες δὲν προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σουν ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς πλα­νῆ­τες, ὄ­χι ἀ­πα­ραί­τη­τα ἀ­πὸ τὴν Ἀ­φρο­δί­τη καὶ τὸν Ἄ­ρη, ὅ­πως λέ­ει ὁ Τζὸν Γκρέ­ι.

        Ὅ­ταν ἕ­νας ὑ­ψη­λὰ ἱ­στά­με­νος κύ­ριος ρώ­τη­σε τὴν Ἀγ­γε­λι­κὴ τί ἔ­κα­νε στὰ γε­νέ­θλιά της, ἐ­κεί­νη τοῦ ἀ­πάν­τη­σε, ὁ­λο­νύ­χτιο ἔ­ρω­τα σὲ μιὰ τα­ρά­τσα. Γέ­λα­σα βέ­βαι­α για­τὶ φαν­τά­στη­κα τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ κυ­ρί­ου.

        Ἡ Ἀγ­γε­λι­κὴ εἶ­χε φά­ει ξύ­λο κι ὄ­χι μό­νο μιὰ φο­ρά. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο ἀ­στεῖ­ο καὶ προ­τί­μη­σα ν’ ἀ­φή­σω τὴν φαν­τα­σί­α μου ἥ­συ­χη (δι­α­φο­ρε­τι­κὰ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πά­ω κι ἐ­γὼ στὴν πα­ρέ­λα­ση μὲ προ­το­μὲς καὶ πορ­τραί­τα).

        Ὅ­ταν ὅ­μως μοῦ δι­η­γή­θη­κε πὼς τῆς ἔ­κα­νε ἔ­ξω­ση ἡ σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά της, δὲν μπό­ρε­σα νὰ συγ­κρα­τη­θῶ μο­λο­νό­τι εἶ­δα τὴ σκιὰ στὸ πρό­σω­πο τῆς Ἀγ­γε­λι­κῆς πού μοῦ εἶ­πε προ­στα­κτι­κά, μὴ γε­λᾶς.  Πῶς νὰ μὴν γε­λά­σω ὅ­μως; Πῶς νὰ μὴν ἀ­φή­σω τὴν φαν­τα­σί­α μου νὰ ὀρ­γιά­σει; (Ἄλ­λω­στε δὲν ἀ­νη­συ­χοῦ­σα γι’ αὐ­τήν, ἦ­ταν ἀ­μα­ζό­να.)

        Ὁ μό­νος χῶ­ρος ποὺ ἡ  Ἀγ­γε­λι­κὴ μπό­ρε­σε νὰ βρεῖ γιὰ τὸ θε­α­τρι­κὸ ἔρ­γο ποὺ σκη­νο­θε­τοῦ­σε, Τὰ Μαῦ­ρα Πρό­βα­τα, ἦ­ταν ἡ τα­ρά­τσα τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας ὅ­που ἔ­με­νε. Ἡ σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά της ἀ­νέ­βη­κε κα­τὰ κα­κὴ τύ­χη ν’ ἁ­πλώ­σει ροῦ­χα καὶ βρῆ­κε τὸν θί­α­σο ἁ­πλω­μέ­νο, ὅ­λο γυ­ναῖ­κες, με­ρι­κὲς ἡ­μί­γυ­μνες, ἐ­πὶ σκη­νῆς (Ἡ  Ἀγ­γε­λι­κὴ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ λύ­σει τὸ πρό­βλη­μα τῆς πα­ρου­σί­α­σης τῆς ἐ­ρω­τι­κῆς πρά­ξης στὸ θέ­α­τρο.) Πῶς νὰ μὴν κο­κα­λώ­σει ἡ γυ­ναί­κα μπρο­στὰ στὸ ἀ­νί­ε­ρο θέ­α­μα, πὼς νὰ μὴ φαν­τα­στεῖ τί Γό­μορ­ρα γί­νον­ταν πά­νω ἀ­πὸ τὴν σκε­πή της; Ἐ­φευ­ρε­τι­κὴ ὅ­μως σὰν τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α βρῆ­κε τὴν λύ­ση: ἔ­δι­ω­ξε τὴν  Ἀγ­γε­λι­κὴ καὶ ἔ­φε­ρε τὸν πα­πὰ νὰ κά­νει ἁ­για­σμὸ στὴν τα­ρά­τσα, στοὺς κοι­νοὺς χώ­ρους, καὶ στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς λε­σβί­ας. Ὁ χῶ­ρος ἐ­ξα­γνί­στη­κε καὶ ἡ ὀρ­γὴ τοῦ θε­οῦ κό­πα­σε. Πῶς νὰ μὴ φαν­τα­στῶ τὸν κα­η­μέ­νο τὸν πα­πὰ μὲ τὸν βα­σι­λι­κὸ στὰ χέ­ρια νὰ ἐ­ξορ­κί­ζει τὰ  δαι­μό­νια τὶς ἀ­μα­ζό­νες;

              Ἄ­σε με νὰ γε­λά­σω, τῆς εἶ­πα, πρέ­πει νὰ μά­θου­με νὰ γε­λᾶ­με. Τὸ εἶ­πε καὶ ὁ Ζα­ρα­τού­στρα ἂν καὶ δὲν εἶ­χε τὴν τύ­χη ν’ ἀ­νέ­βει σὲ τα­ρά­τσα, μό­νο σὲ βου­νό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).


Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ: Τὸ φιλὶ τοῦ συγγραφέα


Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Τὸ φι­λὶ τοῦ συγ­γρα­φέ­α

 

ΙΧΕ ΧΡΟΝΙΑ νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν ἀ­κού­σει, τέσ­σε­ρα, πέν­τε, ἴ­σως καὶ πα­ρα­πά­νω. Στὸ με­τα­ξὺ ἔ­γρα­ψε ἀ­κό­μα δύ­ο βι­βλί­α ποὺ ἐ­κεί­νη δὲν πρό­λα­βε νὰ δι­α­βά­σει. Ὅ­πως καὶ δὲν πρό­λα­βε νὰ πά­ει νὰ τὸν δεῖ. Τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ μι­λή­σα­νε, τῆς εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χε προ­βλή­μα­τα ὑ­γεί­ας καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ βγεῖ.

        Τί νὰ πρω­το­κά­νει καὶ τί νὰ πρω­το­δι­α­βά­σει; Προ­σπα­θοῦ­σε νὰ γρά­ψει, ἄ­καρ­πες προ­σπά­θει­ες ποὺ τὴν ἐ­ξου­θέ­νω­ναν ἠ­θι­κὰ καὶ σω­μα­τι­κά. Τῆς τὰ εἶ­χε στεί­λει ὅ­μως καὶ μὲ ἀ­φι­έ­ρω­ση καὶ μὲ τὸ δι­κό του σῆ­μα κα­τα­τε­θέν, ἕ­να σχέ­διο μὲ μο­λύ­βι. Ὅ­πως εἶ­χε κά­νει ὅ­ταν τὸν πλη­σί­α­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸ βι­βλι­ο­πω­λί­ο γιὰ νὰ τοῦ ζη­τή­σει συ­νέν­τευ­ξη γιὰ τὸ μι­κρὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ ποὺ δη­μο­σί­ευ­ε τὰ δο­κί­μιά της. Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸν σύ­νο­δό της, τὸν ζύ­γι­σε, τῆς ἔ­γρα­ψε μιὰ ἀ­συ­νή­θι­στη ἀ­φι­έ­ρω­ση στὸ βι­βλί­ο ποὺ μό­λις εἶ­χε πα­ρου­σιά­σει, μὲ τὴν ἀ­γά­πη μου, σχε­δί­α­σε ἕ­ναν ἄν­τρα καὶ μιὰ γυ­ναί­κα μ’­ἕ­να ἀ­γε­φύ­ρω­το χά­σμα ἀ­νά­με­σά τους καὶ μιὰ κραυ­γὴ ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρά του, Je t’aime, καὶ τοῦ ἔ­κα­νε ἕ­να σχό­λιο ποὺ δὲν ἦ­ταν πο­λι­τι­κὰ ὀρ­θό, αὐ­τὸς εἶ­σαι ἐ­σύ. Καὶ μά­λι­στα στὸν ἑ­νι­κό, προ­σβλη­τι­κὸ γιὰ Γάλ­λους. Ἀ­κρι­βῶς στὸ στό­χο. Εἶ­δε τὸ πρό­σω­πο τοῦ συ­νο­δοῦ της νὰ ξαφ­νι­ά­ξε­ται, νὰ σκο­τει­νιά­ζει γιὰ μιὰ στιγ­μη· εἰ­σέ­σπρα­ξε ὅ­μως τὴν ἐ­νό­ρα­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ χα­μο­γέ­λα­σε εὐ­γε­νι­κά.

       Δέ­χτη­κε τὴν συν­τέν­τευ­ξη καὶ τῆς ἔ­δω­σε τὸ νού­με­ρό του μο­λο­νό­τι ὅ­ταν δυ­ὸ μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα βρέ­θη­κε στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά του δὲν θυ­μό­ταν πιὰ γιὰ πιὸ λό­γο τὴν εἶ­χε κα­λέ­σει. Τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἔ­μοια­ζε σὰν φοι­τή­τρια κι ὄ­χι σὰν κα­θη­γή­τρια. Κά­θη­σε λα­χα­νι­σμέ­νη ἀ­κό­μα, πέν­τε πα­τώ­μα­τα χω­ρὶς ἀν­σα­σέρ, στὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ δυ­ὸ κι­βώ­τια ποὺ χρη­σί­μευ­αν γιὰ κα­ρέ­κλες, στὸ πιὸ μι­κρὸ στούν­τιο ποὺ εἶ­δε στὴ ζω­ή της. Δὲν ὑ­πῆρ­χαν ροῦ­χα, ἀν­τι­κεί­με­να, ἢ βι­βλί­α. Chambre de bonne, λέ­νε οἱ Γάλ­λοι, για­τί ὄ­χι ὅ­μως de bohème; Ἡ μπο­έ­μι­κη ζω­ὴ τοῦ συγ­γρα­φέ­α τὴν αἰφ­νι­δί­α­σε. Ἦ­ταν ἡ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ ποὺ τὴν αἰφ­νι­δί­α­ζε. Ἐ­κεί­νη δὲν θὰ ἔ­κα­νε πο­τὲ τέ­τοι­ες θυ­σί­ες. Ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ γρά­ψει.

       Τῆς ἔ­δω­σε τὴν συν­τέν­τευ­ξη μὲ ὅ­λους τοὺς τύ­πους καὶ τὴν κά­λε­σε γιὰ φα­γη­τό, φα­κὲς τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του πιά­το, ποὺ σέρ­βι­ρε στὸ τρί­το κι­βώ­τιο ποὺ χρη­σί­μευ­ε γιὰ τρα­πέ­ζι. Ἔ­κα­νε μιὰ πε­ρι­ε­κτι­κὴ πε­ρί­λη­ψη τῆς ζω­ῆς του: ἔ­βγαι­νε σπά­νια, ὄ­χι ἐ­πει­δὴ δὲν τοῦ ἄ­ρε­ζε, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ γρά­φει. Δὲν ὑ­πῆρ­χε χρό­νος γιὰ σύν­τρο­φο, κά­ποι­α στιγ­μὴ ἴ­σως, ἀ­νά­με­σά σὲ δυ­ὸ βι­βλί­α… Τὸν φαν­τά­στη­κε νὰ περ­πα­τά­ει ὧ­ρες ἀ­τέ­λει­ω­τες γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ κι­βώ­τια, στὸ χῶ­ρο ποὺ ξαφ­νι­κὰ με­τα­μορ­φώ­θη­κε σὲ κε­λὶ μο­να­χοῦ μο­λο­νό­τι τὴν ἀγ­κά­λια­σε ἀ­πὸ τὴν μέ­ση πά­νω στὴν ξύ­λι­νη σκά­λα ποὺ ἀ­νέ­βη­κε μα­ζί της γιὰ νὰ τῆς δεί­ξει τὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρά του (φαι­νό­ταν καὶ ἀ­πὸ κά­τω), ἕ­να στρῶ­μα ποὺ κά­λυ­πτε ὅ­λο το χῶ­ρο τοῦ ἡ­μι­ώ­ρο­φου. Φι­λο­γύ­νης. Ὄ­χι, τοῦ εἶ­πε. Τῆς ἔ­φε­ρε ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, ἄ­σε με νὰ σὲ φι­λή­σω, δὲν θέ­λεις νὰ ἔ­χεις ὑ­λι­κὸ γιὰ νὰ γρά­ψεις; Τοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι προ­σπα­θοῦ­σε νὰ γρά­ψει. Δὲν ἦ­ταν τὸ ὑ­λι­κὸ ποὺ τῆς ἔ­λει­πε. Τί τῆς ἔ­λει­πε; Τοῦ δι­η­γή­θη­κε μιὰ ἱ­στο­ρί­α τῆς ζω­ῆς της ποὺ ἤ­θε­λε νὰ γρά­ψει, ποὺ δὲν τὴν εἶ­χε πεῖ σὲ κα­νέ­να. Φά­νη­κε συγ­κι­νη­μέ­νος. Τῆς βρῆ­κε καὶ τὸν τί­τλο. Τῆς ἄ­ρε­σε. Θὰ τὸν κρα­τοῦ­σε. Θὰ τοῦ ἀ­φι­έ­ρω­νε τὸ βι­βλί­ο.

       Ἡ ἐ­πι­μο­νή του δὲν τὴν ἐ­νο­χλοῦ­σε. Στὰ βι­βλί­α του εἶ­χε δι­α­κρί­νει μιὰ σε­μνό­τη­τα μὲ τὶς λέ­ξεις ποὺ ἀν­τα­να­κλοῦ­σε ἐ­πά­νω του. Πῶς πά­ει τὸ γρά­ψι­μο; τὴν ρω­τοῦ­σε. Τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του δὲν ἦ­ταν βέ­βαι­α ἀ­φι­λο­κερ­δές. Ἔ­γρα­φε πάν­τα κά­τι ψι­λο­κρι­τι­κὲς βι­βλί­ων. Ἔ­τσι τοῦ ἔ­με­ναν ἐλ­πί­δες. Ἕ­να φι­λὶ γιὰ ἕ­να βι­βλί­ο, τὸ ἐ­πί­δο­ξο βι­βλί­ο της βέ­βαι­α, ἔ­γι­νε τὸ συ­νω­μο­τι­κὸ μο­τί­βο στὶς σπά­νι­ες συ­ναν­τή­σεις τους ἀ­νά­με­σα στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Πα­ρί­σι. Στὸ ὑ­πό­γει­ο δι­α­μέ­ρι­σμά του στὸ κέν­τρο τῆς Ἀ­θή­νας, τὴν κυ­νή­γη­σε γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πὶνγκ-πὸνγκ (εἶ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρο χῶ­ρο στὴν Ἀ­θή­να). Ἦ­ταν καὶ πε­ρί­ο­δος ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ βι­βλί­α. Δὲν τὴν ἐ­νό­χλη­σε. Ὑ­πῆρ­χαν κά­τι ἐ­κλε­κτι­κὲς συγ­γέ­νει­ες με­τα­ξύ τους καὶ ἄς μὴν ἔ­γρα­φε ἐ­κεί­νη. Ἐ­κτί­μη­ση, στορ­γή, ὑ­πε­ρά­νω πο­λι­τι­κῆς. Ἄ­σε τὶς φί­λες της τὶς φε­μι­νί­στρι­ες νὰ ὠ­ρύ­ον­ται. Δὲν πί­στευ­ε ὅ­τι τὶς προ­δι­δε. Καὶ ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη γιὰ τὸ τρί­το κύ­μα. Ἕ­να φι­λὶ γιὰ ἕ­να βι­βλί­ο. Αὐ­τὰ συ­νέ­βαι­ναν βέ­βαι­α στὰ πα­ρα­μύ­θια.

       Δι­ά­βα­σε τοὺς ἐ­πι­κή­δει­ους στὸν τύ­πο καὶ ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὸ φι­λὶ τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ἔ­γρα­φε ἀ­κό­μα δο­κί­μια καὶ κρι­τι­κὲς γιὰ τὸ ἴ­διο πε­ρι­ο­δι­κό. Τὰ βι­βλί­α τῶν ἄλ­λων τὴν πα­ρη­γο­ροῦ­σαν. Τὴν θώ­πευ­αν. Κά­που κά­που προ­σπα­θοῦ­σε ἀ­κό­μα. Κοί­τα­ξε τὰ βι­βλί­α του. Θυ­μή­θη­κε τὸν τί­τλο ποὺ τῆς χά­ρι­σε. Ἕ­νας τί­τλος ποὺ ζη­τοῦ­σε συγ­γρα­φέ­α. Για­τί δὲν τὸν ἄ­φη­σε νὰ τὴ φι­λή­σει; Ἴ­σως εἶ­χε δί­κιο. Ἴ­σως νὰ τὰ εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει. Τώ­ρα πιὰ ἦ­ταν ἀρ­γά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).


Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ: Ἰδανικὴ αυτόχειρας


Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ


Ἰ­δα­νι­κὴ αὐ­τό­χει­ρας


στὴ μνή­μη τῆς Σο­φού­λας

 

ἄλ­λό­θι που

 

n’importe où… hors de ce monde

Baudelaire


ΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ, μιὰ συ­νά­δελ­φός μου στὸ τμῆ­μα Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Ξέ­νων Γλωσ­σῶν ἔ­δω­σε τὸ ἑ­ξῆς θέ­μα ἔκ­θε­σης σὲ πρω­το­ε­τεῖς, Αὐ­το­χει­ρί­α: θάρ­ρος ἤ δει­λί­α; Δὲν τὸ θέ­τεις σὲ σω­στοὺς ὅ­ρους τὸ θέ­μα, τῆς εἶ­πα. Σὲ τί ὅ­ρους θὰ ἔ­πρε­πε νὰ τὸ θέ­σω, μὲ ρώ­τη­σε. Δὲν εἴ­χα­με χρό­νο γιὰ φι­λο­σο­φι­κὴ συ­ζή­τη­ση, ὁ­πό­τε δὲν τῆς ἀ­πάν­τη­σα. Στὸ με­τα­ξὺ ἔ­χα­σα τὴν Αἰ­κα­τε­ρί­νη, ὁ­πό­τε δὲν μπο­ρῶ ἀ­κό­μα νὰ τῆς ἀ­παν­τή­σω.

        Ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη τὰ πρό­βλε­ψε ὅ­λα στὴν ἐν­τέ­λεια. Ἀ­νε­λέ­η­τη ἐν­τέ­λεια. Δὲν εἶ­χε πιὰ πε­ρι­θώ­ρια γιὰ λά­θος. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρά, κα­νέ­νας δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὴν βγά­λει ἀ­πὸ τὸ ψυ­χι­α­τρεῖ­ο ὅ­που στὰ σί­γου­ρα θὰ τὴν ἔ­κλει­ναν, ἂν καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς πῆ­γε ἀ­πὸ μό­νη της γιὰ νὰ ἔ­χει πα­ρέ­α.

        Πά­νω στὸ κο­μο­δί­νο ἀ­πὸ μπαμ­ποὺ ποὺ κά­πο­τε εἴ­χα­με ἀ­γο­ρά­σει μα­ζὶ βρῆ­καν καμ­μιὰ δω­δε­κά­δα κου­τιὰ ζά­ναξ, ἕ­να σύν­το­μο ση­μεί­ω­μα καὶ τὰ ροῦ­χα γιὰ τὴν κη­δεί­α κα­λο­σι­δε­ρω­μέ­να (πρέ­πει νὰ τὰ εἶ­χε δώ­σει στὸ κα­θα­ρι­στή­ριο για­τὶ εἶ­χε στα­μα­τή­σει πιὰ νὰ σι­δε­ρώ­νει). Δὲν ἦ­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα κο­κέ­τα, ἀλ­λὰ ἤ­θε­λε νὰ φύ­γει κα­λον­τυ­μέ­νη. Πε­ρί­ερ­γο για­τὶ τὰ τε­λευ­ταῖ­α δέ­κα χρό­νια ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη εἶ­χε μό­νο μί­α ἐ­πι­θυ­μί­α, νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει. Πρέ­πει νά ‘­ταν τὸ ἄ­με­σο ἀγ­κά­λια­σμα τοῦ θα­νά­του. Τὸ κά­λε­σμα τῆς ἀ­νυ­παρ­ξί­ας. Τὸ ἄ­κου­σε ὁ Ἰ­σμα­ὴλ στὸ Μόμ­πι Ντίκ, σκαρ­φα­λω­μέ­νος στὸ πιὸ ψη­λὸ κα­τάρ­τι σὰν που­λὶ στὴν κούρ­νια του, ἀλ­λὰ ἀν­τι­στά­θη­κε. Τὸ ἄ­κου­σα κι ἐ­γώ, δε­μέ­νη ὅ­μως σὰν τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α. Τὸ ἀ­κοῦ­νε καὶ ἄλ­λοι. Στα­τι­στι­κά εἶναι τὸ εἴκοσι δύο τοῖς ἑ­κα­τὸ τῶν δι­πο­λι­κῶν ποὺ κα­τα­φέρ­νουν καὶ φεύ­γουν. Ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη ἐμ­πλου­τί­ζει τὶς στα­τι­στι­κές. Εἶ­χε στα­μα­τή­σει νὰ ἀν­τι­στέ­κε­ται. Τῆς πῆ­ραν καὶ τὴ μα­νί­α. Μὲ τὴν κρί­ση ἔ­χα­σε τὴν δου­λειά της. Τὸ δι­α­μέρι­σμά της τὸ πε­ρί­με­ναν οἱ τρά­πε­ζες. Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψε. Ὅ­σο γιὰ συν­τρό­φους, προ­σω­ρι­νοὺς ἤ μό­νι­μους, τὸ εἶ­χε πά­ρει πιὰ ἀ­πό­φα­ση. Ἦ­ταν καὶ θά ‘με­νε μό­νη.

        Τὰ τε­λευ­ταῖ­α δέ­κα χρό­νια, συ­χνὰ ἔ­πι­α­να τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ προ­σπα­θεῖ νὰ μὴν τὴν σκέ­φτε­ται. Με­τροῦ­σα τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α της, ἀ­πύθ­με­νη, καὶ αὐ­τὸ ξε­περ­νοῦ­σε τὶς ἀν­το­χές μου. Ὄ­χι πὼς ἤ­μουν ἡ κα­λύ­τε­ρη γε­ω­μέ­τρης τοῦ μυα­λοῦ ἤ μᾶλ­λον τῆς ψυ­χῆς τῆς Αἰ­κα­τε­ρί­νης (τὸ μυα­λὸ τὸ κα­τά­στρε­ψαν τὰ ψυ­χο­φάρ­μα­κα), ἀλ­λὰ ποι­ὸς ἄλ­λος τὴν ἤ­ξε­ρε κα­λύ­τε­ρα;

        Τὴν Δευ­τέ­ρα ἔ­θα­ψε τὴ μα­μά της. Ἀ­φο­σι­ω­μέ­νη κό­ρη. Τὴν εἶ­χε φρον­τί­σει ὅ­σο τὸ ἐ­πέ­τρε­παν οἱ δυ­νά­μεις ποὺ δὲν εἶ­χε. Ἡ μα­μὰ ἔ­κα­νε ὑ­πο­μο­νή. Ἀλ­λὰ δὲν πή­γαι­νε ἄλ­λο. Κόν­τευ­ε τὰ ἑ­κα­τὸ ἡ γυ­ναί­κα. Τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ τὴν ἀ­κο­λού­θη­σε. Πρέ­πει νὰ εἶ­χε ἀ­κό­μα κά­τι ἐ­κρεμ­μό­τη­τες. Ὑ­λι­κὰ πράγ­μα­τα. Τὴν ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τῆς ζω­ῆς της τὴν εἶ­χε ἤ­δη κά­νει. Ἀ­νῆ­κε στοὺς ἀ­τά­λαν­τους. Δὲν συμ­φω­νῶ. Ἡ μα­μὰ της ἔ­λε­γε ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­πὸ τοὺς ἄ­τυ­χους. Δὲν πί­στευ­α πο­τὲ στὴν τύ­χη, ἀλ­λὰ ἀ­να­θε­ω­ρῶ. Πα­ρά­τη­σα καὶ τὸν Κα­μὺ καὶ τοὺς ἡ­ρω­ι­σμούς τους. Εἶ­χα κά­που μιὰ δε­κα­ε­τί­α νὰ τὴν δῶ νὰ γε­λά­ει καὶ τῆς τό­ ‘πα καὶ μα­ζὶ ἀ­να­ρω­τη­θή­κα­με ἂν θὰ ξα­να­γε­λοῦ­σε πο­τέ. Ἡ ἀ­κο­ή μου ἔ­χει κά­πως πέ­σει ἀλ­λὰ φο­βᾶ­μαι ὅ­τι δὲν θὰ στα­μα­τή­σω πο­τὲ ν’ ἀ­κού­ω τὶς σι­ω­πη­λὲς κραυ­γὲς τῆς Αἰ­κα­τε­ρί­νης γιὰ βο­ή­θεια. Δὲν νο­μί­ζω ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ πρό­βλε­ψε. Πα­ρα­μέ­νει ὅ­μως ἰ­δα­νι­κή. Μᾶλ­λον ἔ­τσι θὰ ἔ­θε­τα τὸ θέ­μα, Αὐ­το­χει­ρί­α: ἐ­λευ­θε­ρί­α ἤ δυ­στυ­χί­α;



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).



		

	

Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ: Ἡ οὐλὴ

Triantafyllidou-Trendel,Aristi-IOuli-Eikona-01


Ἀ­ρί­στη Τρι­α­ντα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ


Ἡ οὐλή


02-TaphΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΟΙ νὰ πε­θαί­νουν. Γνω­στοὶ κι ἄ­γνω­στοι, κολ­λη­τοὶ κι ἄ­σχε­τοι. Ρι­ζο­σπα­στι­κὴ ἀλ­λα­γὴ στὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τε­λευ­ταῖ­α ἄλ­λα­ζε κι αὐ­τή. Ἀρ­γὰ ἀλ­λὰ στα­θε­ρά. Τε­λευ­ταῖ­α ἄρ­χι­σε νὰ μὴν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν ἑ­αυ­τό της. Σὰ νὰ μὴν ἦ­ταν ἡ ἴ­δια πιά, σὰ νὰ ἔ­χα­νε τὸν ἔ­λεγ­χο τοῦ ποι­ά ἦ­ταν. Τυ­χαῖα ἔ­μα­θε γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Ἀ­να­μα­ρί­α Μαν­τοῦ­ρο. Εἶ­χε χρό­νια νὰ τὴ δεῖ. Κι ὅ­ταν τὴν ἔ­ψα­ξε στὸ δι­α­δύ­κτιο δὲν ἦ­ταν κὰν γι’ αὐ­τὴν ἀλ­λὰ γιὰ ἕ­να χα­ϊ­κοὺ ποὺ κά­πο­τε ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α εἶ­χε γρά­ψει καὶ θέ­λη­σε νὰ τὸ ξα­να­δι­α­βά­σει.Ἔ­τσι γί­νε­ται μὲ τὴν ποί­η­ση. Τὰ ποι­ή­μα­τα μέ­νουν. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­να­χω­ροῦν. Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α δὲν ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς ποι­ή­τρια ἀλ­λὰ σί­γου­ρα ἰ­δι­αί­τε­ρος ἄν­θρω­πος. Ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ ἡ πο­λυ­μά­θεια ἀν­τὶ νὰ τοὺς προ­βάλ­λει, τοὺς χαν­τα­κώ­νει. Ζοῦ­σε σὲ δέ­κα τε­τρα­γω­νι­κά, σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς τρι­το­κο­σμι­κὲς συ­νοι­κί­ες τοῦ Πα­ρι­σιοῦ ποὺ δὲν κυ­κλο­φο­ρεῖς μό­νος σου τὸ βρά­δυ. Ἡ κα­τα­γω­γή της κά­που ἀ­πὸ τὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ εἶ­χε σπου­δά­σει δι­εύ­θυν­ση ὀρ­χή­στρας σὲ ὀ­νο­μα­στὴ σχο­λὴ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη ἀλ­λά, χρό­νια ἄ­νερ­γη, ζοῦ­σε ἀ­πὸ τὰ ἐ­πι­δό­μα­τα τοῦ γεν­ναι­ό­δω­ρου Γαλ­λι­κοῦ κρά­τους. Τὴν συ­νάν­τη­σε στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ Shakespeare & Co καὶ ἦ­ταν ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α ποὺ τῆς σύ­στη­σε τὸν ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο ἰ­δι­ο­κτή­τη τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ βι­βλι­ο­πω­λεί­ου.

         «Νό­μι­σα ὅ­τι εἶ­χε πε­θά­νει», τῆς εἶ­πε.

         «Ὅ­πως βλέ­πεις, ζεῖ καὶ βα­σι­λεύ­ει», τῆς ἀ­πάν­τη­σε (στὸ με­τα­ξὺ πά­ει βέ­βαι­α κι αὐ­τός).

         Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὴν οὐ­λὴ ποὺ εἶ­χε στὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ καρ­πό. Μὰ ποῦ τὴν πρό­σε­ξε! Ἔ­χει τὸ σχῆ­μα ἑ­νὸς που­λιοῦ, ἴ­σως γε­ρα­νοῦ, σχο­λί­α­σε, κι ἤ­θε­λε νὰ μά­θει τὴν ἱ­στο­ρί­α της. Ἔ­νι­ω­σε κά­πως ἀ­μή­χα­να. Δὲν εἶ­χε κά­ποι­α ἱ­στο­ρί­α πά­θους νὰ τῆς δι­η­γη­θεῖ γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν οὐ­λή, ὅ­τι στὰ δε­κα­τέσ­σε­ρα ἄ­νοι­ξε τὶς φλέ­βες της για­τί ἔ­βρι­σκε τὴ ζω­ὴ ἀ­φό­ρη­τη, ἢ ὅ­τι ἔ­σπα­σε τζά­μια ἀ­πὸ ἀ­βά­στα­χτο κα­η­μὸ γιὰ ἕ­να πρό­ω­ρο χα­μὸ σὰν τὸν μι­κρὸ τοῦ Σά­λιν­τζερ στὸ «Φύ­λα­κα στὴ σί­κα­λη», ἢ γιὰ ἕ­να ἀ­πελ­πι­σμέ­νο ἔ­ρω­τα στὰ δε­κα­ο­χτώ. Ὄ­χι πὼς δὲν εἶ­χε τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, κά­θε ἄλ­λο, ἀλ­λὰ δὲν σχε­τί­ζον­ταν μὲ τὴν οὐ­λή.

         «Πέ­ρα­σα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ τζα­μό­πορ­τα ὅ­ταν ἤ­μουν τρι­ῶν χρο­νῶν», τῆς εἶ­πε.

         Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α τῆς δι­η­γή­θη­κε τοὺς πρό­σφα­τους ἔ­ρω­τές της, γιὰ τὴ βι­βλι­ο­θη­κά­ριο τῆς δα­νει­στι­κῆς της βι­βλι­ο­θή­κης ποὺ τῆς φε­ρό­ταν στορ­γι­κὰ καὶ γιὰ τὸν πα­θο­λό­γο ποὺ ἔ­βλε­πε ὅ­λο καὶ πιὸ συ­χνὰ γιὰ τὶς ἀ­ϋ­πνί­ες της. Καὶ οἱ δυ­ὸ χω­ρὶς ἀν­τα­πό­κρι­ση. Βολ­τά­ρα­νε μα­ζὶ γιὰ ἕ­να φεγ­γά­ρι στὴν Ἀ­ρι­στε­ρὴ Ὄ­χθη φι­λο­λο­γών­τας γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς Ἀ­ρι­στε­ρῆς Ὄ­χθης. Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α εἶ­χε δι­α­βά­σει ὅ­λους τους ἐκ­πα­τρι­σμέ­νους συγ­γρα­φεῖς τοῦ με­σο­πο­λέ­μου, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὶς γυ­ναῖ­κες (δὲν ἦ­ταν τυ­χαῖ­ο ὅ­τι τὸ Shakespeare & Co ἔ­γι­νε τὸ λη­μέ­ρι της) καὶ οἱ ἐ­κλε­κτι­κὲς συγ­γέ­νει­ες ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­να τοὺς ἔ­δι­ναν σάρ­κα καὶ ὀ­στά. Σὰν νὰ περ­πα­τοῦ­σαν χέ­ρι-χέ­ρι μὲ τὴν Γερ­τρού­δη Στά­ιν καὶ τὴν Μί­να Λό­υ.

         Με­τὰ ἔ­χα­σε τὰ ἴ­χνη της. Καὶ κα­νέ­να ἴ­χνος ἀ­πὸ τὸ χα­ϊ­κοὺ ποὺ ἔ­ψα­χνε. Σὲ ἕ­να μπλὸγκ ποί­η­σης βρῆ­κε ὅ­μως ἕ­να ἄλ­λο ποί­η­μά της ποὺ δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μα δι­α­βά­σει. Εἶ­χε τί­τλο «Ἡ Γυ­ναί­κα τῆς ἀ­ρι­στε­ρῆς ὄ­χθης» καὶ μι­λοῦ­σε γιὰ μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ ἡ ποι­ή­τρια εἶ­χε πολ­λὰ χρό­νια νὰ δεῖ ἀλ­λὰ θὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζε αὐ­το­στιγ­μεί, ἀ­πὸ τὴν οὐ­λὴ στὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ καρ­πὸ ποὺ εἶ­χε σχῆ­μα γε­ρα­νοῦ καὶ τὴν ἔ­κα­νε νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται ἀ­στε­ρι­σμούς. Τὸ ποί­η­μα εἶ­χε δι­α­βα­στεῖ σὲ μιὰ ἀγ­γλό­φω­νη ὁ­μά­δα ποί­η­σης ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἀ­πὸ τοὺς μπο­έ­μι­κους κύ­κλους τοῦ Πα­ρι­σιοῦ, ὅ­που σύ­χνα­ζε ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α, καὶ εἶ­χε ἀ­ναρ­τη­θεῖ γιὰ τὴ μνή­μη της.Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὴν οὐ­λή. Χρό­νια εἶ­χε νὰ τὴν κοι­τά­ξει. Δὲν πέ­ρα­σε μέ­ρα πά­νω της. Ἀ­ναλ­λοί­ω­τη. Ἔ­μει­νε τρι­ῶν χρο­νῶν. Στ’ ἀ­λή­θεια ἔ­μοια­ζε μὲ γε­ρα­νό. Ἄγ­γι­ξε τὴν οὐ­λὴ σὰν φυ­λα­κτό.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της  One Solar Year (Outskirtspress, 2012).

Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ: Ἐθνικὸς ὕμνος


Trendel,Aristi-EthnikosYmnos-Eikona-04


Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ἐθνικός ὕμνος


ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ συ­νό­δευ­σε τὴν δε­κα­ε­φτά­χρο­νη ἀ­νι­ψιά της στὸ Λύ­κει­ο ὅ­που ἡ μι­κρὴ θὰ ‘παιρ­νε ἔ­παι­νο. Ἤ­ξε­ρε­ ὅ­τι­ αὐ­τὸς ὁ ἔ­παι­νο­ς θώ­πευ­ε κά­πως τὴν ἐ­φη­βι­κή της με­λαγ­χο­λί­α καὶ ὅ­τι ἡ πα­ρου­σί­α της στὴ σχο­λι­κὴ­ γι­ορ­τὴ ἦ­ταν ἕ­να εἶ­δος ἀ­να­γνώ­ρι­σης. Πρώ­τη στὴ τά­ξη της καὶ τρί­τη στὸ σχο­λεῖ­ο. Ὁ ση­μαι­ο­φό­ρος, ἕ­να ἀ­δύ­να­το ἀ­γό­ρι, μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας φορ­τω­νό­ταν τὴ ση­μαί­α. Εἴκοσι ὀκτὼ Ὀ­κτω­βρί­ου καὶ οἱ ση­μαῖ­ες ξε­ση­κω­μέ­νες, οὔ­τε ἐ­πα­νά­στα­ση νὰ ἤ­τα­νε. Σὰν κα­λὴ μα­θή­τρια πα­ρα­κο­λού­θη­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ χει­ρο­κρό­τη­σε θερ­μά. Καὶ στὸ τέ­λος κά­τι ποὺ δὲν πε­ρί­με­νε, κά­τι ποὺ εἶ­χε ξε­χά­σει, μιὰ φω­νὴ ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θὸν ποὺ εἶ­χε σω­πά­σει. Σὰν ν’ ἀ­να­σται­νό­ταν κά­τι ποὺ εἶ­χε θά­ψει. Ξαφ­νι­κὰ βρῆ­κε τὸν ἑ­αυ­τό της νὰ τρα­γου­δά­ει πα­ρά­φω­να τὸν ἐ­θνι­κὸ ὕ­μνο. Θυ­μό­ταν τοὺς στί­χους. Συγ­κι­νή­θη­κε κι­ό­λας. Μιὰ Τρί­τη συ­νό­δευ­σε τὸν ἄν­τρα της στὴ δι­α­δή­λω­ση κα­τὰ τοῦ και­νού­ργιου νο­μο­σχε­δί­ου τῆς γαλ­λι­κῆς κυ­βέρ­νη­σης ποὺ προ­έ­βλε­πε τὴν ἀ­να­δι­ορ­γά­νω­ση­ τῶν πε­ρι­ο­χῶν. «Θέ­λουν νὰ ἐ­ξο­λο­θρέ­ψουν τὴν ἀλ­σα­τι­κὴ κουλ­τού­ρα οἱ Ἰ­α­κω­βί­νοι», τῆς εἶ­πε ἐ­ξορ­γι­σμέ­νος. Συμ­φώ­νη­σε. Εἶ­χε σπου­δά­σει­ Το­πι­κὲς Γλῶσ­σες καὶ Κουλ­τοῦ­ρες στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Στρα­σβούρ­γου. Ἀ­γα­ποῦ­σε τὴν πε­ρι­ο­χή. «Μή­πως θέ­λεις νὰ φο­ρέ­σω φι­όγ­κο», τὸν ρώ­τη­σε. Δὲν ἦ­ταν ἡ μό­νη ποὺ τὸ σκέ­φτη­κε. Ὅ­μως οἱ ἄλ­λες δὲν ἀ­στει­εύ­ον­ταν. Πολ­λὲς γυ­ναῖ­κες εἶ­χαν ντυ­θεῖ ἀλ­σα­τι­κά. Χρό­νια στὴν Ἀλ­σα­τί­α, ἀλ­λὰ πρώ­τη φο­ρὰ­ ἔ­βλε­πε ἀλ­σα­τι­κὴ ση­μαί­α. Ἡ δί­χρω­μη κυ­μά­τι­ζε σὰν γα­λα­νό­λευ­κη. Πρώ­τη φο­ρὰ ἄ­κου­γε τὸν ἀλ­σα­τι­κὸ ὕ­μνο. Πα­ρά­φω­να μὲ τὰ σπα­σμέ­να γερ­μα­νο­αλ­σα­τι­κὰ της προ­σπά­θη­σε νὰ τρα­γου­δή­σει κι αὐ­τή.

       Με­τά ἦρ­θε ὁ Charlie. Ὄ­χι πὼς ἦ­τα­ν Charlie, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη τὴν Τε­τάρ­τη —κα­τὰ τύ­χη— ἔ­γι­νε. Βρι­σκό­ταν στὸ με­τρό, ὅ­ταν τὸ ἔ­μα­θε. Δὲν ἔ­κα­νε στά­ση στὴν Place de la Republique. Κα­τέ­βη­κε στὴν ἑ­πό­με­νη κι ἔ­συ­ρε τὴ βα­λί­τσα της μέ­χρι τὴν Πλα­τεί­α, ὅ­που γι­νό­ταν ἡ συγ­κέν­τρω­ση. Εἶ­χε κά­τι νὰ μοι­ρα­στεῖ μὲ τὸ­ πλῆ­θος ποὺ δὲν ἤ­ξε­ρε. Καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη στὴν ἴ­δια Πλα­τεί­α τρα­γού­δη­σε καὶ τὴ­ν Marseillaise, μο­λο­νό­τι­ ἔ­βρι­σκε τοὺς στί­χους βάρ­βα­ρους.

       Τό βρά­δυ ἔ­κα­νε ἕ­να μπά­νιο μὲ ἄ­φθο­νο ἀ­φρό­λου­τρο καὶ Μπε­τό­βεν. Ἡ κλα­σι­κὴ μου­σι­κὴ τὴν βο­η­θοῦ­σε νὰ ξε­χνά­ει τὰ ἐγ­κό­σμια. Ὁ «Ὕ­μνος τῆς χα­ρᾶς» βρόν­τη­σε­ στὸ μι­κρὸ δι­α­μέ­ρι­σμα. Δὲν ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ ποὺ ἤ­θε­λε ν΄ ἀ­κού­σει, ἀλ­λὰ κα­λὴ προ­θέρ­μαν­ση γιὰ τὴν δου­λειὰ ποὺ τὴν πε­ρί­με­νε. Σι­γο­τρα­γου­δοῦ­σε καὶ τὶς νό­τες μὲ το κομ­πιοῦ­τερ ἤ­δη ἀ­νοι­χτὸ καὶ τὸ κεί­με­νο αρ­χι­νι­σμέ­νο, «Οἱ πιὸ Εὐ­ρω­παῖ­οι Ἀ­με­ρι­κά­νοι συγ­γρα­φεῖς …»

       Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ὶ μπρο­στὰ στὴν ὀ­θό­νη κά­ποι­α στιγ­μὴ θυ­μή­θη­κε ὅ­τι ὀ­νει­ρεύ­τη­κε τὴν ἀ­με­ρι­κά­νι­κη ση­μαί­α μὲ ση­μαι­ο­φό­ρο τὸν Μί­κυ Μά­ους.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικά καὶ στὰ αγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της  One Solar Year (Outskirtspress, 2012).


Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ: Ἡ ἀναγνώστρια

.

Triantafyllidi-Trendel,Aristi-IAnagnostria-Eikona-01

.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ

 
«I’ve not only lived my life for nothing, but I’ve told it for nothing»
Djuna Barnes, Nightwood

 

Ἡ ἀ­να­γνώ­στρια

 

06-Delta-Chronica_Polonorum_DΙΑΒΑΣΕ ΜΟΥ μιὰ ἱ­στο­ρί­α». Παπ­πούς, για­γιά, μα­μά, μπαμ­πάς, θεῖ­ες καὶ θεῖ­οι, φί­λες καὶ φί­λοι, πε­ρα­στι­κοὶ ἢ με­γά­λοι ἔ­ρω­τες, ὅ­λοι καὶ ὅ­λες, με­τρι­ο­πα­θεῖς ἤ πα­θια­σμέ­νοι ἀ­να­γνῶ­στες, ἀ­κό­μα καὶ ὁ ἑρ­μα­φρό­δι­τος Τει­ρε­σί­ας ποὺ ἦ­ταν ἀλ­λερ­γι­κὸς στὶς λέ­ξεις, ἀ­πάν­τη­σαν στὴν πα­ρά­κλη­σή μου. Συ­νε­χὴς ἀν­τί­λα­λος φω­νῶν στὸ μυα­λό μου.

       Ἡ για­γιὰ μοῦ δι­ά­βα­σε τὸν Ἄν­τερ­σεν. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε σὲ κεῖ­νο τὸ ἐ­πει­σό­διο, ὅ­που ἡ μη­τέ­ρα τοῦ ἄρ­ρω­στου παι­διοῦ δί­νει τὰ μά­τια της στὴν πα­γω­μέ­νη λί­μνη μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ τὸ σώ­σει, καυ­τὰ δά­κρια, τὰ πρῶ­τα ποὺ χά­ρι­σα σὲ μιὰ ἱ­στο­ρί­α, κύ­λι­σαν στὰ μά­γου­λά μου. Ὁ μπαμ­πὰς μοῦ δι­ά­βα­σε τοὺς Ἀ­θλί­ους. Ἡ φω­νή του παλ­λό­ταν μὲ ὀρ­γὴ καὶ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀλ­λό­τριας δυ­στυ­χί­ας. Ὄ­χι ἡ ὀρ­γή του, ἀλ­λὰ ἡ συ­ναί­σθη­σή του (μο­λο­νό­τι δὲν ξε­περ­νοῦ­σε τὰ βι­βλί­α) μὲ τά­ρα­ξε. Ὁ Στά­θης τὸν Σε­φέ­ρη. «Ὅ­που κι ἂν πά­ω ἡ Ἑλ­λά­δα μὲ πλη­γώ­νει», μοῦ ψι­θύ­ρι­σε. Ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ δὲν μ’ ἀ­κο­λού­θη­σε. Ἐ­γὼ ὅ­μως κα­τά­φε­ρα νὰ τοὺς ξε­χά­σω. Τὸ σθέ­νος τῆς λή­θης μὲ στή­ρι­ζε. Ὁ Ἀ­λέ­κος τὸν Νί­τσε. Τὰ μά­τια του, ὅ­ταν ἀ­πάγ­γελ­νε τὸν Ζα­ρα­τού­στρα, ἔ­παιρ­ναν μιὰ ἀλ­λό­κο­τη, ἐμ­πρη­στι­κὴ λάμ­ψη ποὺ μὲ γο­ή­τευ­ε καὶ μὲ φό­βι­ζε. Ἔ­μα­θα ὅ­τι τὸν ἔ­κλει­σαν σὲ ἄ­συ­λο. Δὲν πῆ­γα πο­τὲ νὰ τὸν δῶ, νὰ τὸν εὐ­χα­ρι­στή­σω γιὰ τὴν ἀ­νά­γνω­ση. Ἄλ­λη μιὰ ἐ­νο­χή. Ἔ­πα­ψα νὰ τὶς με­τρά­ω. Ὁ Πι­ὲρ τὸν Πε­λο­πον­νη­σια­κὸ πό­λε­μο στὸ ἀρ­χαῖ­ο κεί­με­νο κά­νον­τας σχό­λια στὰ γαλ­λι­κὰ (τὰ νε­ο­ελ­λη­νι­κά του δὲν ἔ­φτα­ναν) δα­νει­σμέ­να ἀ­πὸ τὴν Ζα­κλὶν ντὲ Ρο­μι­γύ. Δὲν τοῦ εἶ­πα ὅ­τι δὲν κα­τα­λά­βαι­να. Ἀ­γό­ρα­σα μιὰ δί­γλωσ­ση ἔκ­δο­ση γιὰ νὰ τὸν πα­ρα­κο­λου­θή­σω. Ἀρ­γά, μα­κριά, ἀ­να­κά­λυ­ψα τὸν Θου­κυ­δί­δη. Δὲν ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὴν ἀ­νά­γνω­ση. Βρῆ­κε ἄλ­λη ἀ­γα­πη­μέ­νη (ἀλ­λὰ ὄ­χι ἀ­κρο­ά­τρια). Ὁ Ρω­μα­νὸς τὸν Ἐ­ρα­στὴ τῆς Λαί­δης Τσά­τερ­λι. Ἐ­γὼ τοῦ ἔ­μα­θα νὰ δι­α­βά­ζει. Ἡ Μα­ρί­να Τὸ Πη­γά­δι τῆς Μο­να­ξιᾶς. Ἡ φω­νή της ἔ­σπα­σε στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­που ἡ Στῆ­βεν Γκόρ­ντον δι­εκ­δι­κεῖ τὴν δι­α­­φο­ρε­τι­κό­τη­τά της. Σή­κω­σε τὰ μά­τια της καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ἐ­ρω­τι­κή της ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ τὴν ἄ­κου­σα ἁ­πλὰ (ἀλ­λὰ εὐ­λα­βι­κά) σὰν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Ἡ Ἕλ­λη Λαμ­πέ­τη τὰ μο­νό­πρα­κτα. Δὲν ἦ­ταν ἡ μο­να­δι­κὴ φω­νὴ πού μοῦ φά­νη­κε πιὸ ση­μαν­τι­κὴ ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ δι­ά­βα­ζε.

       Ἡ ἀ­να­γνώ­στριά μου ἦ­ταν ἐ­πί­σης μιὰ τέ­τοι­α φω­νὴ μο­λο­νό­τι μᾶς δι­ά­βα­σε τὰ σο­νέ­τα τοῦ Σαίξ­πηρ. Ἤ­μα­σταν ὁ­λό­κλη­ρο γκρούπ, ἀλ­λὰ προ­τί­μη­σα νὰ πι­στέ­ψω ὅ­τι δι­ά­βα­ζε μό­νο γιὰ μέ­να. Ἴ­σως ἐ­πει­δὴ κά­θε φο­ρὰ ποὺ σή­κω­νε τὰ μά­τια της ἀ­πὸ τὸ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο ἀ­πὸ τὴ χρή­ση βι­βλί­ο συ­ναν­τοῦ­σε τὰ δι­κά μου. Ἦ­ταν εἰ­δή­μων ἀ­να­γνώ­στρια, ἰ­δα­νι­κή.

       «Δι­ά­βα­σε τὴν ἱ­στο­ρί­α μου», τῆς εἶ­πα. Δὲν μπο­ρῶ νὰ τὴ γρά­ψω χω­ρὶς τὰ μά­τια σου. Μοῦ θύ­μι­ζαν τὴν πα­γω­μέ­νη λί­μνη τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. Μέ­σα τους εἶ­δα ὅ­λες τὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν ἀ­να­γνώ­στη. Δὲν ἀρ­νή­θη­κε. Ἡ ζω­ή μου ἐν τά­φῳ.

       «Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ἀ­να­σταί­νον­ται σὰν τὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τοὺς πι­στούς», μοῦ ἐμ­πι­στεύ­τη­κε.

       Δὲν ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὴν ἀ­νά­γνω­ση. Ἔ­μα­θα πὼς πρῶ­τα τυ­φλώ­θη­κε. Ἡ εἰ­ρω­νεί­α τοῦ πε­πρω­μέ­νου. Ἦ­ταν εἰ­δή­μων καὶ τῆς εἰ­ρω­νεί­ας. Μᾶς εἶ­χε ἐ­ξη­γή­σει καὶ τὴν Σω­κρα­τι­κή. Ἂν τὸ ἤ­ξε­ρα θὰ τῆς εἶ­χα δώ­σει τὰ μά­τια μου.

       Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ὅ­ταν ὁ ἀν­τί­λα­λος τῶν φω­νῶν ξε­μα­κραί­νει καὶ σβή­νει στὸ μυα­λό μου, πιά­νω τὸν ἑ­αυ­τό μου ἀ­με­τα­νό­η­τη, ἄ­πι­στη, ἀ­νέλ­πι­δη Μα­γδα­λη­νὴ μπρο­στὰ στὸν ἄ­δει­ο τά­φο, νὰ μι­λά­ει μὲ τὸν κη­που­ρό.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικά καὶ στὰ αγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της  One Solar Year (Outskirtspress, 2012).

 

Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου Τρεντέλ: Ἑλληνικός

 

 

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου Τρεν­τὲλ

 

Ἑλ­λη­νι­κός

 

ΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΪ, Πα­ρα­σκευ­ή, μι­σο­κοι­μι­σμέ­νη ἀ­κό­μα, ἔ­πια­σα τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ ἀ­να­ρω­τι­έ­ται ἂν ἤ­ξε­ρα νὰ κά­νω τούρ­κι­κο. Ξαφ­νι­κὰ θυ­μή­θη­κα ὅ­τι πά­ει και­ρὸς ποὺ τὸν λέ­με ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ ἕ­να τέ­τοι­ο ἱ­στο­ρι­κὸ λά­θος μ’ ἔ­κα­νε νὰ ξυ­πνή­σω τε­λεί­ως .

       Στὸ βά­θος τοῦ ντου­λα­πιοῦ πί­σω ἀ­πὸ τὰ κου­τιὰ κα­φὲ καὶ τσά­ι βρῆ­κα κά­τι ἀ­το­μι­κὲς δό­σεις ἑλ­λη­νι­κοῦ κα­φὲ ποὺ εἶ­χε φέ­ρει ἡ μα­μά, ὅ­ταν ἦρ­θε γιὰ ἐ­πί­σκε­ψη πέρ­σι τὸ κα­λο­καί­ρι, «Δὲν ἔ­χε­τε τέ­τοι­ο κα­φὲ ἐ­δῶ στὴ Γαλ­λία». Εἶ­χε φέ­ρει καὶ ἕ­να μπρί­κι ἀλ­λὰ δὲν μπό­ρε­σα νὰ τὸ βρῶ καὶ πῆ­ρα ἕ­να κα­τσα­ρο­λά­κι νὰ ψή­σω τὸν κα­φὲ νι­ώ­θον­τας τε­λεί­ως αἱ­ρε­τι­κή. Ἡ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ εἶ­χα πι­εῖ ἑλ­λη­νι­κὸ ἦ­ταν ὅ­ταν μοῦ τὸν ἔ­φτια­χνε ἡ για­γιά μου, γιὰ πρω­ι­νὸ μὲ φέ­τα καὶ τρα­χα­νὰ προ­τοῦ πά­ω σχο­λεῖο.

       Ἔ­βα­λα τὸν κα­φὲ νὰ γί­νε­ται καὶ ἀ­πάν­τη­σα τὸ τη­λέ­φω­νο, ὅ­ταν ὅ­μως τό ‘κλει­σα, ὁ κα­φὲς εἶ­χε χυ­θεῖ.

       Ἐ­κεῖ πά­νω τὸ θυ­μή­θη­κα, τὸ ὄ­νει­ρο μὲ τὸν κα­φέ. Εἶ­χα δεῖ στὸν ὕ­πνο μου τὴ φί­λη μου τὴν Ντο­μι­νὶκ ἀ­πὸ τὸ Πα­ρί­σι ποὺ εἶ­ναι φι­λέλ­λην καὶ ἔ­χει ἀ­γο­ρά­σει ἕ­να πε­λώ­ριο κτῆ­μα στὰ Κύ­θη­ρα («ζούγ­κλα εἶ­ναι» μοῦ λέ­ει ὅ­τι τῆς λέ­νε) καὶ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει (ἔ­τσι τὸ λέ­ει) βο­τα­νι­κὸ κῆ­πο. Μοῦ θυ­μί­ζει τὸν Fitzcarroldo τοῦ Werner Herzog, ἀλ­λὰ δὲν τῆς τὸ λέ­ω. Δη­μι­ούρ­γη­σε τῆς λέ­ω συ­νω­μο­τι­κά, ἴ­σως συμ­πο­νε­τι­κά. Ξέ­ρω ἀ­πὸ τέ­τοι­ες δη­μι­ουρ­γί­ες. (Ἦρ­θα στὴ Γαλ­λί­α νὰ σπου­δά­σω κι­νη­μα­το­γρά­φο στὴ FEMIS ἀλ­λὰ τὰ πα­ρά­τη­σα.)

       Στ’ ὄ­νει­ρό μου ἀ­κό­μα πρό­σφε­ρα νὰ κά­νω στὴν Ντο­μι­νὶκ ἑλ­λη­νι­κὸ κα­φὲ καὶ μιὰ καὶ μι­λά­ει κά­τι σπα­στὰ ἑλ­λη­νι­κά, στά­θη­κα δί­πλα στὸ μπρί­κι ποὺ εἶ­χε φέ­ρει ἡ μα­μά μου καὶ ἄρ­χι­σα νὰ τῆς ἐ­ξη­γῶ πῶς νὰ πε­τύ­χει τὸν κα­φὲ μὲ κα­ϊ­μά­κι. «Μό­λις ἀρ­χί­σει νά…» ἐ­κεῖ πά­νω στα­μά­τη­σα για­τὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ θυ­μη­θῶ τὴν κα­τάλ­λη­λη λέ­ξη. Μέ­χρι νὰ πά­ω νὰ πά­ρω τὸ λε­ξι­κὸ γιὰ νὰ βρῶ τὸ ρῆ­μα ποὺ πε­ρι­γρά­φει τὴν κί­νη­ση τοῦ κα­φὲ ὅ­ταν εἶ­ναι ἕ­τοι­μος γιὰ σερ­βί­ρι­σμα, ὁ κα­φὲς εἶ­χε χυ­θεῖ.

       Σή­με­ρα Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ὴ ὁ ἄν­δρας καὶ ἡ κό­ρη μου πῆ­γαν νὰ δοῦν τὸν ἐ­πι­τά­φιο στὴν γει­το­νι­κὴ ἑλ­λη­νι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ ἄν­δρας μου εἶ­ναι πι­στὸς κα­θο­λι­κός, ἀλ­λὰ βρί­σκει στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α τὸ μυ­στή­ριο ποὺ οἱ κα­θο­λι­κοὶ ἔ­χουν ξε­χά­σει (οἱ ἀ­κραῖ­οι ἐ­ξαι­ροῦν­ται).

       Ἐ­γὼ πῆ­γα στὴν πι­σί­να. «Ἀν­τί­χρι­στη» μὲ λέ­ει καὶ βλέ­πω νο­ε­ρὰ τὴν μα­μά μου νὰ σταυ­ρο­κο­πι­έ­ται καὶ νὰ ἐ­πι­κρο­τεῖ. Κά­πο­τε μὲ φώ­να­ζε καὶ ἀ­πά­τρι­δη (τὴ λέ­ξη τὴν εἶ­χα ἀ­κού­σει σὲ σχέ­ση μὲ ἕ­ναν κα­τά­σκο­πο, δι­πλὸ ἢ τρι­πλό, ποὺ τὴν ξε­σή­κω­σε), ἀλ­λὰ στα­μά­τη­σε ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πῆ­ρα τὴ γαλ­λι­κὴ ὑ­πη­κο­ό­τη­τα.

       Στὴν πι­σί­να, στὸν τεσ­σα­ρα­κο­στὸ γύ­ρο ἕ­νας συγ­κο­λυμ­βη­τής μου ποὺ προ­σπά­θη­σε μᾶλ­λον νὰ μοῦ κά­νει κα­μά­κι ἔ­βγα­λε τὰ γυα­λιά του καὶ μοῦ ‘πε. «Εἶ­ναι σο­βα­ρό», ἐν­νο­οῦ­σε τὸ κο­λύμ­πι.

       Στὸν πεν­τη­κο­στὸ γύ­ρο σὰν ἕ­να πρό­σω­πο τοῦ James Joyce ποὺ δέ­χε­ται τὴν θε­ο­φά­νεια ἢ σὰν ἀρ­χαί­α τρα­γι­κὴ ἡ­ρω­ί­δα χω­ρὶς προ­σω­πί­δα ἔ­πια­σα τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ κά­νει ἕ­ναν πα­ραλ­λη­λι­σμό: Ἡ Ντο­μι­νὶκ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται βο­τα­νι­κοὺς κή­πους καὶ ἐ­γὼ χυ­μέ­νους κα­φέ­δες.

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958) Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της ἡ συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010).