Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.


			

Νών­τας Τσίγ­κας: Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


Νών­τας Τσίγ­κας


Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


…νὰ ἰ­δῶ τοὺς ποι­η­τὲς πρό­λα­βα ἐ­γώ.

Δ. Σαβ­βό­που­λος


ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ἐ­ξα­δέλ­φη κά­πο­τε μοῦ εἶ­πε: «κον­τὰ στὴν Πέ­τρου Συν­δί­κα, μέ­νει ἡ Ζω­ὴ Κα­ρέλ­λη. Τὴ βλέ­πω καμ­μιὰ φο­ρά.» Ἔ­μοια­ζε νὰ μοῦ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται, ὑ­πε­ρη­φά­νως, πὼς μιὰ ἀ­πλη­σί­α­στη στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­φα­νὴς στὸ φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας ἔ­λα­φος, τι­μη­τι­κὰ καὶ χα­ρι­στι­κῶς πως, ζοῦ­σε στὴν ἴ­δια σχε­δὸν γει­το­νιὰ μ’­ ἐ­κεί­νη.

        Ἕ­νας ἄλ­λος ντό­πιος, γε­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, χρό­νια φευ­γά­τος στὴν Ἀ­θή­να, ἐ­πέ­στρε­ψε γιὰ νὰ τα­φεῖ στὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α τῆς «πό­λης τῶν προ­σφύ­γων», καὶ ὄ­χι στὴ «με­γα­λο­πρε­πὴ τούρ­τα» τῆς Μη­τρό­πο­λής της, μιὰ βρο­χε­ρὴ μέ­ρα τοῦ Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1985. Στὸ κα­τό­πι πῆ­ραν νὰ φυλ­λορ­ρο­οῦν ἕ­νας-ἕ­νας: Κα­ζαν­τζῆς, Ἀσ­λά­νο­γλου, Πεν­τζί­κης, Βαρ­βι­τσι­ώ­της, Θέ­με­λης, Μπα­κό­λας, Μο­σκώφ… Σὰν τὸν πνιγ­μέ­νο, ποὺ πι­ά­νε­ται ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά του, πά­σχι­ζα φο­ρὲς νὰ δι­α­κρί­νω τὸ μαῦ­ρο θο­λω­τὸ κα­πέ­λο τοῦ Κώ­στα Λα­χᾶ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος ἢ τὴν κα­παρ­ντί­να τοῦ πι­κρό­στο­μου Χρι­στι­α­νό­που­λου, μὲ τὸν ἴ­διο μέ­σα της, νὰ πε­ρι­μέ­νει στὴ στά­ση τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου γιὰ τὶς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­γει­ο πλέ­ον βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Ρα­γιᾶ στὴν Ἑρ­μοῦ. Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­χα δεῖ τὸν Τη­λέμα­χο Ἀ­λα­βέ­ρα νὰ βα­δί­ζει μὲ μιὰ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐ­πι­τή­δευ­ση στὸ δρό­μο. Σὰν νὰ ἀ­πό­φευ­γε τὶς πλά­κες τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου ἢ ἄλ­λα ἀ­ό­ρα­τα ἐμ­πό­δια ποὺ ὑ­πῆρ­χαν κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια του… Λὲς κι ἔ­πλε­ε μέ­σα σὲ μιὰ ζε­λε­δέ­νια λί­μνη καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ χω­ρὶς νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ ἡ πε­ρι­ρέ­ου­σα πη­κτω­μα­τώ­δης οὐ­σί­α. Λί­γο με­τὰ χά­θη­κε κι ἐ­κεῖ­νος. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια θαρ­ρεῖς κι ἔ­γι­νε ἐ­πέ­λα­ση σὲ χάρ­τι­νο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ σκη­νι­κὸ καὶ ἀ­φα­νί­στη­καν μὲ μιᾶς τὰ το­πό­ση­μα τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ μας προ­σα­να­το­λι­σμοῦ: βι­βλι­o­πω­λεῖ­α, κα­φε­νεῖ­α, τα­βερ­νά­κια καὶ λοι­ποὶ θύ­λα­κες φι­λό­τη­τας τῆς πό­λης μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­μιὰ φο­ρὰ βλέ­πω τὴν ἀ­ση­μέ­νια χαί­τη τοῦ Ἠ­λί­α Κου­τσού­κου κα­θὼς αὐ­τὸς ἀ­νε­βαί­νει βα­ρύ­θυ­μος κα­τὰ τὴν Ἀ­χει­ρο­ποί­η­το ἢ τὸν Θω­μᾶ Κο­ρο­βί­νη, εὐ­θυ­τε­νῆ μὲ μὼβ-μπορ­ντὸ φου­λά­ρι, νὰ προ­βαί­νει στὴν Τσι­μι­σκῆ τὸ πρω­ί. Εἶ­ναι κά­ποι­α πα­ρη­γο­ριὰ ὅ­σο νά ’­ναι.

        Ὅ­μως, οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως, ὅ­πως καὶ οἱ ἀρ­χές, ἀ­δη­μο­νοῦν γιὰ τὸ ἂν καὶ πό­τε θὰ ἐλ­λι­με­νι­σθοῦν τὰ θη­ρι­ώ­δη πλέ­ον­τα ξε­νο­δο­χεῖ­α ποὺ θὰ ἀ­πο­βι­βά­σουν τοὺς τρι­σχι­λί­ους των. Ἐ­κεῖ­νοι θὰ βη­μα­τί­σουν χα­ρί­εν­τες στὸ πα­ρά­λιο μέ­τω­πο μὲ ἐ­λά­χι­στη ἔν­δον κί­νη­ση αἰ­σθη­μά­των. Τοὺς πα­ρα­κο­λου­θῶ πε­ρι­δε­ὴς μέ­σα στὴν ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τή τους κα­τά­στα­ση. Για­τί οἱ του­ρί­στες δὲν πο­νοῦν. Ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χουν χά­σει τί­πο­τα ἐ­δῶ…


 Ἰ­ού­νιος 2023



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πέρ. Τύρ­βη, ἀρ. 21, Κα­λο­καί­ρι 2023.

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμου­ς (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι«Δι­­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­α­ς (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ό δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙἩ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Εἰκόνα: Ζωῆς Καρέλλη 2, Θεσσαλονίκη. Φωτογραφία: Google, Αὔγουστος 2022.


Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης: Ὁ πα­τέ­ρας



Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης


Ὁ πα­τέ­ρας


ΕΣΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ βα­σι­λι­κός. Τὸ φύλ­λω­μά του ἔ­χει ἀ­ραι­ώ­σει, πολ­λὰ φύλ­λα του ἔ­χουν μα­ρα­θεῖ. Ἕ­να σύν­νε­φο ἀ­πὸ πρά­σι­να μι­κρο­σκο­πι­κὰ μυ­γά­κια ση­κώ­νε­ται ὅ­ταν ἀ­να­μο­χλεύ­ω τὰ κλα­διά του. Μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ σά­πιο χῶ­μα μέ­νει στὰ χέ­ρια μου. Ψά­χνω στὸ ἴν­τερ­νετ γιὰ λύ­ση. Μᾶλ­λον με­λίγ­κρα, κα­τα­λή­γω, καὶ τὸν ψε­κά­ζω ἕ­να αὐ­το­σχέ­διο μεῖγ­μα μὲ σα­πού­νι καὶ νε­ρό. Μαύ­ρη ἐ­πί­στρω­ση κα­λύ­πτει κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ κλω­νά­ρια του. Μύ­κη­τας τῆς κα­πνιᾶς, ἀ­π’ ὅ­τι δι­α­βά­ζω. Τὸν πα­ρα­τη­ρῶ ἀ­δύ­να­μο καὶ κα­τσού­φη. Χα­ϊ­δεύ­ω τὰ φύλ­λα του ποὺ τρί­βον­ται σὰν τσι­γα­ρό­χαρ­τα. Πό­σα πράγ­μα­τα δὲν ξέ­ρω γι’ αὐ­τόν. Ἔ­πρε­πε ν’ ἀρ­ρω­στή­σει γιὰ νὰ ἀ­σχο­λη­θῶ. Τί ρά­τσα νὰ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε; Σγου­ρός, πλα­τύ­φυλ­λος, τζε­νο­βέζ, νυ­χά­τος, κόκ­κι­νος (μᾶλ­λον ὄ­χι), ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κος, δεν­τρο­βα­σι­λι­κός; Πῶς νὰ πεῖ κα­νεὶς στὰ χά­λια ποὺ εἶ­ναι; Εἶ­ναινὰ τὸν λυ­πᾶ­σαι.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κη­ς ζεῖ στὴ Ση­τεί­α μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Παι­δί­α­τρος. Εἶ­ναι φα­να­τι­κὸς ἀ­να­γνώ­στης.



		

	

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Ἰ­ωάν­να Φλε­ρια­νοῦ: Fathercare

 

Ἰ­ωάν­να Φλε­ρια­νοῦ


Fathercare


ΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, κά­θε­ται δί­πλα του καὶ τοῦ λέ­ει:

Κοί­τα νὰ δεῖς, δὲν θέ­λω νὰ σὲ θί­ξω, ἀλ­λὰ σὰν πα­τέ­ρας πρέ­πει νὰ στὰ πῶ:

      Εἶ­σαι βρω­μύ­λος καὶ ἀ­τη­μέ­λη­τος κι ἔ­τσι ποὺ πᾶς δὲν θὰ σταυ­ρώ­σεις γκό­με­να.

        Κι ἄς λέ­ει ἡ μά­να σου, ὅ­τι ἔ­χεις ἐ­πι­τυ­χί­ες μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες, καὶ ὅ­τι μὲ τὸ ποὺ τοὺς σκᾶς ἕ­να χα­μό­γε­λο, τὶς ρί­χνεις κα­τευ­θεί­αν. Δὲ τὴν πι­στεύ­ω μὲ τί­πο­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν εἶ­σαι καὶ πο­λὺ ὁ­μι­λη­τι­κός, δὲν τὸ ‘χεις μὲ τὴ κου­βέν­τα.

        Καὶ σ’ ἔ­χω δεῖ φί­λε. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ κρυ­φτεῖς κα­θό­λου. Ὅ­λο στὸ βυ­ζὶ τὶς κοι­τᾶς.

        Λοι­πὸν γιὰ νὰ τε­λει­ώ­νου­με: Τοὺς φί­λους σου δὲν θὰ τοὺς πει­ρά­ζει νὰ φο­ρᾶς λε­ρω­μέ­να καὶ ἱ­δρω­μέ­να μπλου­ζά­κια, ἀλ­λὰ τὰ κο­ρί­τσια ἔ­χουν ραν­τάρ, μὲ τὸ ποὺ θὰ δοῦν τέ­τοι­α ἐμ­φά­νι­ση τε­λεί­ω­σες, ἔ­χουν γί­νει κα­πνός.

        Νὰ ‘ταν ὅ­μως μό­νο αὐ­τό;  Καὶ σ’ ἄλ­λα θέ­μα­τα δὲν συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι σω­στά.  Τὸ βρί­σκεις λο­γι­κὸ ἄς ποῦ­με νὰ ξε­νυ­χτᾶς συ­νέ­χεια καὶ τὸ πρω­ὶ ν’ ἀ­ρά­ζεις καὶ  νὰ κοι­μᾶ­σαι;

        Τὸ μό­νο ποὺ φαί­νε­ται νὰ σὲ νοιά­ζει ἐ­δῶ πέ­ρα εἶ­ναι ἡ ξά­πλα καὶ τὸ φαΐ τῆς μά­να σου.

        Τί κόλ­λη­μα κι αὐ­τὸ μὲ τὸ φα­γη­τό της.

        Δὲν σὲ κα­τα­λα­βαί­νω κα­θό­λου, τοῦ εἶ­πε μὲ αὐ­στη­ρὸ ὕ­φος.

        Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως δὲν ἔ­λε­γε τί­πο­τα, μό­νο γε­λοῦ­σε.

       Τὸν κοί­τα­ζε γι’ ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­ζε νὰ γε­λά­ει.

        Τὸ γέ­λιο του ἦ­ταν με­τα­δο­τι­κό, λί­γο ἔ­λει­ψε ν’ ἀρ­χί­σει νὰ γε­λά­ει κι αὐ­τός.

        Ἐ­γὼ πάν­τως ὅ,τι εἶ­χα νὰ σοῦ πῶ, στὸ εἶ­πα.

        Κά­νε ὅ,τι νο­μί­ζεις, τοῦ λέ­ει στὸ τέ­λος.

        Ἔ­πει­τα τὸν ση­κώ­νει ἀ­πὸ τὴν κού­νια του καὶ τὸν ἀ­κουμ­πά­ει προ­σε­κτι­κὰ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς μά­νας του.


        Ἦ­ταν ὥ­ρα νὰ τὸν θη­λά­σει.



Πηγή: Πρώτη δημοσέυση.

Ιωάννα Φλε­ρια­νοῦ (Ἀ­θή­να).  Σπού­δα­σε γερ­μα­νι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὴ Γερ­μα­νί­α καὶ στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν δι­δα­κτι­κή τῆς γερ­μα­νι­κῆς γλώσ­σας στὴν Ἀ­θή­να. Ἐρ­γά­ζεται ὡς κα­θη­γή­τρια γερ­μα­νι­κῆς φι­λο­λο­γί­ας στὴν δη­μό­σια ἐκ­παί­δευ­ση.


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς: Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς


Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


ΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ facebook, μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ κά­ποι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἕ­να χρό­νο με­τὰ ποὺ ἔ­χα­σε τὴ γυ­ναί­κα του, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πη­γαί­νει τα­κτι­κὰ στὸν τά­φο της καὶ νὰ τῆς δι­α­βά­ζει λο­γο­τε­χνί­α.

        Πρώ­τ’ ἂ­π’ ὅ­λα στά­θη­κα στὴ δυ­να­τή, τὴ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πό του.

        Εἶ­χα ἀ­κού­σει γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι μι­λοῦν στοὺς δι­κούς τους ποὺ ἔ­χουν «φύ­γει», τοὺς λὲν πό­σο τοὺς ἀ­γα­ποῦν ἀ­κό­μα, καὶ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ δι­κά τους, τὰ προ­σω­πι­κά, ἀλ­λὰ καὶ προ­πάν­των γιὰ τὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὰ παι­διά τους. Γιὰ τὰ θε­τι­κά τους –φαν­τά­ζο­μαι– μό­νο,  ἀ­φοῦ κά­ποι­οι ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν σὲ κά­τι ἀρ­νη­τι­κό, μὴ στε­να­χω­ρή­σουν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους στὸν τά­φο.

        Γιὰ τὴν κα­τα­φυ­γὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­θρώ­που, ὅ­μως, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­κα­να δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις:  ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἶ­χαν κοι­νὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, ἤ, ἔ­στω, ὅ­τι αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ τὶς προ­τι­μή­σεις της. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει δη­λα­δὴ στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι, εἴ­τε νὰ τῆς ξα­να­δι­α­βά­ζει ἀ­γα­πη­μέ­να της ἔρ­γα ἢ νὰ τῆς συ­στή­νει νέ­ες ἐκ­δό­σεις, δι­α­βά­ζον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἢ ἐ­ξο­λο­κλή­ρου –σὲ συ­νέ­χει­ες– προ­κει­μέ­νου νὰ τῆς προ­σφέ­ρει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἀ­κό­μα, ἴ­σως, καὶ κά­ποι­ες κρι­τι­κές, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦν συ­ζή­τη­ση. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γι’ αὐ­τὲς ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐκ­φέ­ρει καὶ τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ποὺ δὲν μὲ ἄ­φη­σε νὰ ἡ­συ­χά­σω εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σὲ τέ­τοι­ες σπά­νι­ες ἀ­κό­μα πε­ρι­στά­σεις. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι μᾶλ­λον κα­τέ­φυ­γε σ’ αὐ­τήν,  ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζει καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ καὶ τὴ σύν­τρο­φό του. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ βι­βλί­ο, τὸν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, για­τί τῆς μι­λᾶ μέ­σω ἄλ­λων, τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ κά­θε ἔρ­γου. Σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη γνω­ρί­ζει νέ­ους χα­ρα­κτῆ­ρες, ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­φω­νεῖ μα­ζί τους, κρί­νει τὸν συγ­γρα­φέ­α, λει­τουρ­γεῖ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνί­α ὀ­νο­μά­ζου­με προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη.

        Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος λό­γος τοῦ συγ­κλο­νι­σμοῦ μου ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν κά­ποι­α συ­νά­φεια αὐ­τῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου «Ἀ­θα­λάσ­σα», ποὺ  ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α του συ­νέ­πε­σε πε­ρί­που μὲ τὸν θά­να­το τῆς ἐν λό­γω γυ­ναί­κας. Σ’ αὐ­τό, ὁ κύ­ριος ἥ­ρω­ας ἐγ­κλεί­ε­ται ἐ­θε­λον­τι­κὰ στὸ ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα, γιὰ νὰ εἶ­ναι κον­τὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του. Μιὰ ἀ­γά­πη, δη­λα­δή, ἀ­νά­λο­γα δυ­να­τὴ μ’ αὐ­τὴν ποὺ εἶ­χε καὶ ἔ­χει πάν­τα ὁ σύ­ζυ­γος τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου γιὰ τὴ γυ­ναί­κα του. «Λο­γι­κά», θὰ  βροῦν καὶ οἱ δύ­ο τὸ θέ­μα μου στὰ δι­κά τους ἀ­συ­νή­θι­στα μέ­τρα.

        Φαν­τά­ζο­μαι, ἔ­τσι, τὸν σύ­ζυ­γο νὰ δι­α­βά­ζει στὴ χα­μέ­νη του ἀ­γά­πη τὸ βι­βλί­ο μου.

        Καί, βέ­βαι­α, μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν δι­ά­φο­ρα πε­ρί­ερ­γα: Θὰ τῆς τὸ δι­α­βά­σει μὲ τὴ σω­στὴ ἐκ­φο­ρά; Ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τέ­τοι­ο θέ­μα, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν ξε­χω­ρι­στὸν αὐ­τὸν ἀ­πο­δέ­χτη, πρέ­πει νὰ φτά­σει κον­τά του, μὲ τὸν πλέ­ον ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τρό­πο. Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πό­σο θ’ ἀ­ρέ­σει στὸν ἴ­διο. Θὰ ἔ­χω δη­λα­δή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, πρῶ­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση, τὴ δι­κή του προ­σέγ­γι­ση τῆς δου­λειᾶς μου.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, αὐ­τό, βε­βαί­ως, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῆς νε­κρῆς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κώ­στας Λυμ­που­ρῆς  (Λευ­κω­σί­α, 1950) Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ ’74 στὸ κα­τε­χό­με­νο Κά­τω Δί­κω­μο τῆς ἐ­παρ­χί­ας Κε­ρύ­νειας. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση τῆς Κύ­πρου. Εἶ­χε πλού­σια δρά­ση στὴ συν­δι­κα­λι­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν κα­θη­γη­τῶν (ΟΕΛΜΕΚ) καὶ στὸν Σύν­δε­σμο Ἑλ­λή­νων Κυ­πρί­ων Φι­λο­λό­γων, στὴν προ­ε­δρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιὰ ἑ­φτὰ χρό­νια. Ἀ­πὸ τὸ 2000 συ­νεκ­δί­δει μὲ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς ἀ­πὸ τὴν Κύ­προ καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ὑλαν­τρον. Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Ὑ­λαν­τρον, Πόρ­φυ­ρας, Ἡ λέ­ξη και Νέ­α Εὐ­θύ­νη. Βι­βλί­α του: Προ­σω­ρι­νὰ κλει­στὸ (δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2006). Τῶν ἡ­με­τέ­ρων ἄλ­λων (Πα­ρά­κεν­τρον, 2014) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, κ.ἀ.



		

	

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


ΑΡΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ξη­με­ρώ­σει ἀ­κό­μη γιὰ τὰ κα­λὰ (μό­λις ποὺ ἄρ­χι­ζε νὰ δι­α­κρί­νε­ται πρὸς ἀ­να­το­λὰς τὸ γα­λα­κτῶ­δες φῶς τῆς αὐ­γῆς) τὸ εἶ­δα σχε­τι­κὰ ἔγ­και­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ κα­θρέ­φτη.

        Ἡ με­γά­λη εὐ­θεί­α ἐ­ξα­σφά­λι­ζε στὰ ἔμ­πει­ρα μά­τια μου (δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα στὸ τι­μό­νι) τὸν ἀ­πό­λυ­το ἔ­λεγ­χο τῆς κί­νη­σης. Τῆς «ἔλ­λει­ψης κί­νη­σης» στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ἀ­φοῦ δὲν δι­α­κρι­νό­ταν κα­νέ­να ὄ­χη­μα σὲ κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις.

        Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, βρι­σκό­μουν σὲ συ­νε­χῆ ἐ­γρή­γορ­ση κι ἔ­τσι τὸ εἶ­δα (σὲ οὐ­δέ­τε­ρο, ἀ­φοῦ δὲν ἤ­ξε­ρα τί ἦ­ταν) ἀ­πὸ με­γά­λη ἀ­πό­στα­ση. Ἕ­νας πε­ρί­ερ­γος σκο­τει­νὸς ὄγ­κος ποὺ κι­νοῦν­ταν μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα κά­που στὸ ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο πί­σω μου.

        «Ὁ μα­λά­κας πά­ει χω­ρὶς φῶ­τα», πρό­λα­βα νὰ μο­νο­λο­γή­σω δευ­τε­ρό­λε­πτα πρὶν τὸ ἀ­πό­κο­σμο ὃν μὲ προ­σπε­ρά­σει ἀ­πὸ ἀ­ρι­στε­ρὰ μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα. «Ἕ­νας τυ­ραν­νό­σαυ­ρος στὴν Ἀ­θη­νῶν – Λα­μί­ας!!!», μο­νο­λό­γη­σα ξα­νά. Τὸ ὀγ­κῶ­δες κε­φά­λι, ὁ κον­τὸς μυ­ώ­δης λαι­μός, τὰ με­γά­λα ὀ­πί­σθια ἄ­κρα, ἡ μα­κριὰ καὶ βα­ριὰ οὐ­ρὰ χά­θη­καν στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα στὸ ἄ­ψε σβῆ­σε.

        Ὅ­ταν συ­νῆλ­θα (λέ­με τώ­ρα) ἀ­πὸ τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἡ κο­ρυ­φο­γραμ­μὴ τοῦ Παρ­νασ­σοῦ δι­α­γρα­φό­ταν πλέ­ον πεν­τα­κά­θα­ρα στὰ δε­ξιά μου καὶ μιὰ κα­τά­φω­τη ντα­λί­κα, μ’ ἕ­να εὐ­τυ­χι­σμέ­νο ἀν­θρω­πά­κι Michelin στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς καμ­πί­νας, κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὸ ἀν­τί­θε­το ρεῦ­μα.

        «Ἥ­μαρ­τον, Θε­έ μου», δι­πλο­σταυ­ρο­κο­πή­θη­κα, παίρ­νον­τας γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή μου καὶ τὰ δυ­ό μου χέ­ρια ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι, «Τζου­ρά­σικ Πὰρκ γί­να­με!»



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου: βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον



Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου


βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον


ΚΑΠΟΤΕ –καὶ πό­τε ἦ­ταν;– δι­α­βά­ζον­τας τὴν Φό­νισ­σα ση­μεί­ω­να σὲ ἕ­να φύλ­λο χαρ­τὶ (ἀ­πὸ πεν­τά­γραμ­μο) τὰ το­πω­νύ­μια. Ἀ­νὰ κε­φά­λαι­ο, γέ­μι­ζε σι­γὰ-σι­γὰ το λευ­κό, ὁ­δοι­πο­ρῶν­τας τὴν ὕ­παρ­ξη, ρί­χνον­τας τὸν κου­βᾶ στὰ βα­θιά, τὰ δύ­σκο­λα. «Σκιὰν ἀν­τὶ φω­τὸς» γρά­φω στὴν ἀρ­χή. Εὐ­τυ­χῶς τὸ βρῆ­κα δι­πλω­μέ­νο στὰ σκι­α­θί­τι­κα ρά­φια. Μὲ τὸν και­ρό, τὰ χρό­νια, τὶς ἔ­γνοι­ες, τὰ χαρ­τιὰ με­γα­λώ­νουν, πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται, χά­νον­ται, σβή­νουν μέ­σα σὲ ρωγ­μὲς κρυ­φές. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­λη­θι­νὰ τὰ χρεια­στεῖς ἔρ­χον­ται καὶ σὲ βρί­σκουν, σὲ πιά­νουν κου­βέν­τα, ἴ­σως νὰ σοῦ ψή­σουν καὶ κα­φέ. Τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, τῶν τό­πων εἶ­ναι τὸ πιὸ δυ­να­τὸ χαρ­τί. Σα­ρώ­νει φι­λο­σο­φί­ες καὶ κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ες (ἀ­πα­ραί­τη­τες ἀλ­λὰ ἀ­νε­παρ­κεῖς οἱ κα­η­μέ­νες) καὶ μᾶς πιά­νουν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, μο­λο­γῶν­τας ἀ­λή­θει­ες, ὀ­δύ­νες, χα­ρές, λε­πτὲς σκι­ὲς καὶ πε­τά­με­να φῶ­τα καὶ ἄν­τε κυ­νή­γη­σέ τα. Ἀν­τι­γρά­φω ὀ­λί­γα, πα­τή­μα­τα στὸν χάρ­τη τῆς ζω­ῆς: κο­ρυ­φὴν τ’ Ἅ­ϊ-Θα­να­σοῦ, ὁ πεῦ­κος τοῦ Μω­ρα­ΐ­τη, χω­ρά­φι στὸ Στοι­βω­τό, ἀμ­πέ­λι στὴν Ἀμ­μου­διά, κα­τὰ τὰ Πη­γά­δια, Μα­μοῦς τὸ ρέ­μα, Κο­νό­μου τὰ ρόγ­για, Μι­κρὸν Ἀ­νάρ­γυ­ρον, τὰ Κο­τρώ­νια, Λε­χού­νι, στὸ Κλῆ­μα στὸ μο­νο­πά­τι, Κα­κό­ρεμ­μα, Γλυ­φο­νέ­ρι, τοῦ Που­λιοῦ τὴ Βρύ­ση, τὸν ἁ­λί­κτυ­πον βρά­χον (Ἁγ. Σώ­ζον­τος).



Πη­γή: Χρο­νι­κὰ Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας, φ. 1045,01.12.2023.

Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου (Γρε­βε­νά, 1969). Ζεῖ στὰ Γρε­βε­νά. Συ­νερ­γά­ζε­ται στὴν ἔκ­δο­ση τῆς Ἑ­βδο­μα­δια­ίας Ἐ­φη­με­ρί­δα­ς Χρο­νι­κὰ Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­α­ς καὶ δι­δά­σκει ἀγ­γλι­κά. Τυ­πώ­νει τὸ ἑ­ξα­μη­νια­ῖο μο­νό­φυλ­λο ΤΥΡΒΗ. Βι­βλί­ο του: Λό­για Ρι­ζω­μέ­να (manifesto, 2017).


Χρῖ­στος Δάλ­κος: Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη



Χρῖ­στος Δάλ­κος


Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη


ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ μιὰν εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη: Ἕ­νας ἀ­νό­η­τος ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ση­μά­δε­ψε κά­ποι­ο δε­κα­ο­χτά­χρο­νο παι­δί -ἄ­γνω­στο τ᾿ ὄ­νο­μά του- μὲ δα­κρυ­γό­νο στὸν μη­ρό. Τὸ ἄ­τυ­χο, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο θύ­μα χα­ρο­πα­λεύ­ει στὴν ἐν­τα­τι­κή.

       Ὄ­χι, δὲν κά­η­κε ἡ χώ­ρα, ἡ χρό­νια τώ­ρα ἀ­νά­πη­ρη. Ἔ­γι­ναν ἀ­να­λύ­σεις αἵ­μα­τος ἀπ᾿ τοὺς ἁρ­μό­διους θε­ρά­πον­τες ἰα­τροὺς καὶ βρέ­θη­κε πὼς τὰ αἱ­μο­σφαί­ρια τοῦ ὡς ἄ­νω δὲν ἤ­τα­νε ἀρ­κούν­τως ἀν­τε­ξου­σι­α­στι­κά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς τρα­γω­δί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019). Ἐκδίδει τὰ Ἐνδο­συγκρι­τικά, ἑ­ξαμη­νιαῖο βιβλι­οπεριο­δικὸ γλωσ­σικῆς, ἐθνι­κῆς καὶ πο­λιτι­σμι­κῆς αὐ­τοσυ­νειδη­σίας, ἐκδ. Δί­αυ­λος.

Εἰκόνα: «Πέθανε ο α­στυ­νομι­κός που είχε χτυ­πη­θεί από φω­το­βο­λί­δα στου Ρέν­­τη»



		

	

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου: Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου


Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να

 

ΗΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΕΚΕΙ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου. Βρέ­χει συ­χνά σοῦ λέ­ω. Ὑ­πέρ­βα­ρο τὸ σύν­νε­φο ποὺ κα­τε­βαί­νει φο­βε­ρὸ ἀ­π’ τὸ τα­βά­νι. Βρέ­χει συ­χνά. Βρέ­χει ρα­γδαί­α. Ἄλ­λο­τε δά­κρυ­α ἀ­π’ τὰ πολ­λὰ κρεμ­μύ­δια. Τὸ στι­φά­δο θέ­λει δάφ­νη. Δὲν πῆ­γα φέ­τος τῶν Βα­γι­ῶν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Τὸν ἀ­γα­πῶ, ἀλ­λὰ κου­ρά­στη­κα στὴ ρά­χη νὰ τὸν φέ­ρω. Ὄ­χι, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸ βά­ρος του τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο, ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τὸ ἀ­σή­κω­το τῆς γνώ­σης. Δῶ­σε μου τώ­ρα δάφ­νη ἀ­π’ τὴ δι­κή σου. Αὐ­τὴ ποὺ ἔ­χεις φυ­λαγ­μέ­νη καὶ μα­σᾶς γιὰ τοὺς χρη­σμοὺς καὶ γιὰ τοὺς γρί­φους σου. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει δά­χτυ­λα ποὺ ἀρ­νή­θη­καν σὲ μούν­τζα νὰ ἀ­νοί­ξουν. Ἀγ­κυ­λω­μέ­να, σὲ γρο­θιὰ σφιγ­μέ­να. Τὰ κό­βου­με σὲ σχῆ­μα κύ­βου στὸ ξύ­λο κο­πῆς. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει ὄ­νει­ρα μα­ται­ω­μέ­να. Γλά­σο σο­κο­λά­τας μπί­τερ γιὰ τὸ κέ­ικ. Ἄλ­λο­τε ὑ­πο­σχέ­σεις καὶ ὅρ­κους ποὺ προ­δό­θη­καν. Πέ­φτει ἡτ­τη­μέ­νο τὸ σου­φλέ σου. Ἄλ­λο­τε ἀ­παι­τή­σεις καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις καὶ ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις. Χα­λα­ζό­πτω­ση. Ἅ­πλω­σε μὲ προ­σο­χὴ τὸ χέ­ρι νὰ πέ­σει τὸ πα­γά­κι στὸ πο­τή­ρι. Μὴν πί­νεις σκέ­το τὸ πο­τό σου. Τί θὰ φᾶ­με; Ἡ μι­κρὴ δη­λώ­νει χορ­το­φά­γος κι ὁ ἀ­θλη­τὴς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πρω­τε­ΐ­νη. Ἄλ­λο­τε φτε­ρὰ δι­α­με­λι­σμέ­να πέ­φτουν μὲς στὴν κα­τσα­ρό­λα. Σού­πα πτή­σης. Τὸ χά­δι τοῦ ἀ­νέ­μου μὲς στὰ πού­που­λα θέ­λει νὰ βρά­σει ὧ­ρες μέ­χρι νὰ πά­ψει πιὰ ν’ ἀ­κού­γε­ται. Ἄλ­λο­τε στή­θη ἀ­τμί­ζον­ται. Ὑ­γεί­α πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα. Ἄλ­λο­τε μπού­τια ξε­κλει­δώ­νον­ται καὶ ρί­γες ἀ­πο­κτοῦν στὶς σχά­ρες. Μώ­λω­πες. Ὅ­λως ἐ­λα­φρὰ ἡ κά­κω­ση. Ἄλ­λο­τε λι­α­νί­ζον­ται πλευ­ρά. Δὲν πρό­σε­ξες, τὸ πά­τω­μα ἦ­ταν βρεγ­μέ­νο. Ἄλ­λο­τε ψι­λο­κό­βον­ται ἐν­τό­σθια. Νε­φροί, καρ­δι­ές, πνευ­μό­νια.

        Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να σοῦ λέ­ω.

        Κι αὐ­τὲς τὶς νύ­χτες ποὺ τρυ­πώ­νει ἐ­κεῖ τὸ κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι καὶ τὸ σύν­νε­φο τὸ βά­φει καὶ τὸ πυ­ρα­κτώ­νει μὲ τὰ γοῦ­στα του, τό­τε γί­νε­ται αἱ­μά­τι­νη ἡ βρο­χή. Ἔ­τσι ὅ­πως σι­γο­βρά­ζει κά­τι, κά­τι γί­νε­ται, κά­τι μι­κρὸ κι ἀ­σή­μαν­το, ἕ­να πο­τή­ρι σπά­ει, ἄς ποῦ­με, ἢ πέ­φτει ἀ­πὸ τὸ ντου­λά­πι ἕ­να βά­ζο ζά­χα­ρη, κι ἐ­κρή­γνυ­ται. Ἐ­λατ­τω­μα­τι­κὸς ὁ θερ­μο­στά­της. Συμ­βαί­νει… στὴν κου­ζί­να ἑ­δρεύ­ουν ὅ­λα τὰ ἐ­νερ­γεια­κὰ βαμ­πίρ.

        Μὴν μπαί­νεις ἐ­κεῖ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου.

        Ἂν εἶ­ναι ἄ­σχη­μη ἡ­μέ­ρα, ἂν ἡ κα­κιὰ στιγ­μὴ μὲ τὰ βα­ριά της παν­τε­λό­νια μπῆ­κε νὰ πά­ρει μυ­ρω­διὰ τί μα­γει­ρεύ­ε­ται ἐ­κεῖ μέ­σα, φό­ρα καὶ σω­σί­βιο.

      Κι ὅ­ταν κο­πά­σει ἡ μπό­ρα, μὴν ξε­χά­σεις νὰ πε­τά­ξεις τὰ σκου­πί­δια.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.