Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυ­ρί­α X κα­τέ­βη­κε πα­νέ­τοι­μη στὴν πα­ρα­λί­α. Ψά­θι­νη τσάν­τα, κα­πε­λά­κι, γυα­λιὰ ἡ­λί­ου, κα­ρε­κλά­κι, πε­τσε­τού­λα, ὀμ­πρε­λί­τσα, κα­φε­δά­κι, νε­ρά­κι, βι­βλί­ο. Τὸ μα­γιὸ τὸ φο­ροῦ­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       Πρῶ­τα δο­κί­μα­σε τὴν ἄμ­μο. Ζε­στὴ τό­σο ὅ­σο. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ μπρο­στά της. Ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ θά­λασ­σα συ­ναν­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ ἔ­λε­γαν ὅ­πως πάν­τα. Κου­βέν­τες σὲ μπλὲ ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ Κυ­ρί­α X χα­μο­γέ­λα­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­λα ἦ­ταν ὅ­πως ἔ­πρε­πε.

       Ἔ­στη­σε τὴν ὀμ­πρε­λί­τσα της. Πρά­σι­νη στὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­λιᾶς. Με­τὰ ξε­δί­πλω­σε τὴν κα­ρε­κλί­τσα της. Κί­τρι­νη σὰν τὸ λε­μό­νι. Τέ­λος, ἔ­στρω­σε τὴν πε­τσε­τού­λα της. Κόκ­κι­νη τῆς φω­τιᾶς. Ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­να­στε­ναγ­μὸ ἀ­πό­λαυ­σης καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τη­ρά­κι τοῦ θερ­μὸς μὲ κα­φέ. Ζε­στὸ γαλ­λι­κὸ μὲ λί­γο γά­λα. Πα­ρα­φω­νί­α, θὰ σκε­φτεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἐν μέ­σω θέ­ρους. Ὅ­μως, γοῦ­στα εἶ­ναι αὐ­τά. Πλα­τά­γι­σε ἡ­δο­νι­κὰ τὰ χεί­λη της. Ὁ κα­φὲς ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας της, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀρ­χί­σει.

       Στὴν πα­ρα­λί­α μιὰ ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια. Κό­σμος σὲ κα­λο­και­ρι­νὴ δι­ά­θε­ση. Ἁ­πλω­μέ­να κορ­μιὰ σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­χαύ­νω­σης κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, μα­μά­δες τρο­χο­νό­μοι, ἡ γνω­στὴ για­γιὰ ποὺ μά­λω­νε καὶ σή­με­ρα τὸν μα­κά­ριο κου­φὸ παπ­πού, ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ποὺ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­δι­ά­λει­πτα ἁλ­μυ­ρὲς θω­πεῖ­ες.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α τῶν εἰ­ω­θό­των, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν ψά­θι­νη τσάν­τα της τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρό. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Γαλ­λι­κὸ καὶ αὐ­τό. Ἀ­σορ­τὶ μὲ τὸν κα­φέ της. Τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette.

       Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νά­γνω­σμά της πά­ραυ­τα. Τό­σο ὥ­στε νὰ αἰφ­νι­δια­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μπα­λά­κι τοῦ τέ­νις ποὺ προ­σγει­ώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀ­πὸ ποῦ τῆς ἦρ­θε, καὶ ἀν­τί­κρι­σε ἕ­ναν νε­α­ρὸ ἄν­τρα νὰ τὴν πλη­σιά­ζει καὶ νὰ τῆς λέ­ει εὐ­γε­νι­κά: «Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη.» Πρὶν τοῦ ἀ­παν­τή­σει νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ, αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν, ἄ­κου­σε μιὰ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νή: «Ντίκ, ζε­στά­θη­κα. Θέ­λω λί­γη σαμ­πά­νια.» «Ἔρ­χο­μαι, ντάρ­λινγκ» τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεῖ­νος καὶ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἡ Κυ­ρία X δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ τοῦ ρί­ξει μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της. Ὁ Ντὶκ φο­ροῦ­σε ἕ­να θα­λασ­σὶ ὁ­λό­σω­μο μα­γιὸ μὲ ἄ­σπρες ρί­γες. Ἀ­πό­ρη­σε κι ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν «ντάρ­λινγκ», γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τί γι­νό­ταν. Τὴν εἶ­δε στὴν ἀμ­μου­διὰ νὰ τοῦ γνέ­φει μὲ νά­ζι. Κον­τὸ μαλ­λά­κι μὲ βάγκ, κορ­δέ­λα πρά­σι­νη, με­τα­ξω­τὸ φό­ρε­μα ἐ­κροὺ καὶ ξυ­πό­λυ­τη.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­κά­θι­σε νευ­ρι­κὰ στὴν πτυσ­σό­με­νη κα­ρε­κλί­τσα της. Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρα. Στὶς γει­το­νι­κὲς ὀμ­πρέ­λες ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν τά­ξη καὶ ἀ­σφά­λεια. «Τέ­λος πάν­των» μουρ­μού­ρι­σε, ἐ­νῶ ὁ ἥ­λιος δυ­νά­μω­νε καὶ ἡ θά­λασ­σα ἄρ­χι­ζε τὰ κα­λέ­σμα­τα. Ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ξα­πλώ­νει ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­σκα­γε τὸ κύ­μα.

       Αὐ­τὸ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ τὴν ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πὸ τὸ προ­σφι­λές της πλα­τσού­ρι­σμα: «Συγ­γνώ­μη, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὸ μα­γιό μου;» Ἡ Κυ­ρί­α X, πρὶν ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός τῆς ἀ­πεύ­θυ­νε τὸν λό­γο, εἶ­δε τὰ πα­πού­τσια «του», ἢ μᾶλ­λον «της». Ἄ­σπρα μπο­τά­κια μὲ ρὸζ κορ­δέ­λες. Πε­τά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον μιᾶς ὄ­μορ­φης γυ­ναί­κας μὲ θλιμ­μέ­νο χα­μό­γε­λο, ντυ­μέ­νης στὶς δαν­τέ­λες καὶ μὲ ἕ­να ὀμ­πρε­λί­νο ἀ­νοι­χτὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι. Φο­ροῦ­σε καὶ γάν­τια. Λευ­κά! «Κυ­ρί­α μου…» ψέλ­λι­σε ἔν­τρο­μη ἡ Κυ­ρί­α X καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. «Ἔμ­μα μὲ λέ­νε» τῆς ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἄ­γνω­στη καὶ ἡ Κυ­ρί­α X ἔ­νι­ω­σε μιὰ θο­λού­ρα. Πρὶν προ­λά­βει νὰ λι­πο­θυ­μή­σει, τὶς πλη­σί­α­σε ἕ­νας κύ­ριος ντυ­μέ­νος κι ἐ­κεῖ­νος στὰ λευ­κά. Κο­στού­μι λι­νό, πα­πι­γιόν, κα­πέ­λο ψά­θι­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας, μο­κα­σί­νια, μπα­στού­νι μὲ ἀ­ση­μέ­νια λα­βή.

       «Ἔμ­μα, ἀ­γα­πη­τή μου! Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη! Κι ἐ­σεῖς ἐ­δῶ;» «Ὤ! Φίλ­τα­τε Ἄ­σεν­μπαχ! Ἦρ­θα γιὰ νὰ ξε­σκά­σω λι­γά­κι. Πλήτ­τω. Πλήτ­τω ἀ­φό­ρη­τα. Ἐ­σεῖς; Πῶς καὶ ἀ­φή­σα­τε τὴ Βε­νε­τί­α;» «Πα­ρά­τα­ση ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τή μου Ἔμ­μα. Ἐ­δῶ, ξα­να­ζῶ, ὅ­πως κι ἐ­σεῖς, ἐ­ξάλ­λου.» Χα­μο­γέ­λα­σαν μὲ νό­η­μα, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σαν νω­χε­λι­κὰ τὴν Κυ­ρί­α X καὶ συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια βόλ­τα τους. Ἡ Ἔμ­μα μά­ζευ­ε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὸ δαν­τε­λέ­νιο φου­στά­νι της, ποὺ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν συ­νε­χῶς μὲ τὴν ἄμ­μο. Ἄ­βο­λο, εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ στη­ρι­ζό­ταν στὸ λευ­κό του μπα­στού­νι, ἐ­νῶ σκού­πι­ζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ κά­τα­σπρο μαν­τί­λι του.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἦ­ταν ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ βγά­λει ἄ­κρη μὲ τὰ πα­ρά­δο­ξα. Τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σε. Δι­α­κρι­τι­κά. Τοὺς εἶ­δε νὰ χα­ρι­εν­τί­ζον­ται καὶ νὰ πλη­σιά­ζουν ὁ­λο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Ντίκ. «Ἐ­λᾶ­τε, ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη σαμ­πά­νια γιὰ ὅ­λους» τοὺς φώ­να­ξε ἡ «ντάρ­λινγκ», μᾶλ­λον ἐ­λα­φρῶς με­θυ­σμέ­νη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τῆς ἔ­δι­νε καυ­τὰ φι­λιὰ στὸ στό­μα. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ δέ­χτη­καν μὲ κομ­ψὸ δι­σταγ­μὸ τὴ σαμ­πά­νια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ραν. Τὴ γεύ­τη­καν μὲ ἐμ­φα­νὴ εὐ­φο­ρί­α.

       «Στὴν ὑ­γειά μας…» εἶ­παν καὶ ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τὰ κο­λο­νά­τα πο­τή­ρια τους. Ἤ­πιαν μιὰ με­γά­λη, χορ­τα­στι­κὴ γου­λιά.

       Ξαφ­νι­κά, μιὰ δυ­να­τὴ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νὴ ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ ὀμ­πρέ­λα ἔ­μελ­λε νὰ τοὺς χα­λά­σει τὴν ἀ­πό­λαυ­ση: «Γι­αν­νά­κη­η­η, τὰ κου­βα­δά­κια σου καὶ φύ­γα­με!».

       Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» θο­ρυ­βή­θη­καν. «Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με, ἀ­γα­πη­τοί μου! Φεύ­γουν…» εἶ­παν καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ουν βι­α­στι­κά τὸ κα­λά­θι μὲ τὴ σαμ­πά­νια καὶ τὰ πο­τή­ρια. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ τοὺς κοί­τα­ξαν τρυ­φε­ρὰ καὶ μὲ κα­τα­νό­η­ση. «Φεύ­γου­με κι ἐ­μεῖς, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ ὅ­λους μας.»

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα μά­τια, αὐ­τιὰ καὶ στό­μα. «Νὰ φύ­γουν, νὰ πᾶ­νε ποῦ καὶ μὲ ποι­ούς» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε.

       Στὸ με­τα­ξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο φι­λί, τί­να­ξαν τὴν ἄμ­μο ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους καὶ χώ­θη­καν στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου Τρυ­φε­ρὴ εἶ­ναι ἡ νύ­χτα, πρὶν τὸ κλεί­σει ἡ μα­μὰ τοῦ Γι­αν­νά­κη. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ πλεύ­ρι­σε ἕ­ναν κύ­ριο στὴν ξα­πλώ­στρα ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸν Θά­να­το στὴ Βε­νε­τί­α. Ὅ­σο γιὰ τὴν Ἔμ­μα, μά­ζε­ψε τὶς δαν­τέ­λες της, ἔ­κλει­σε τὸ ὀμ­πρε­λί­νο της, ἄ­φη­σε ἕ­να βα­θὺ σκο­τει­νὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ  ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἄ­ναυ­δη, ἔ­τρε­ξε νὰ ξε­φυλ­λί­σει τὸ δι­κό της βι­βλί­ο, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ ἥ­ρω­ές της ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἀ­φοῦ σι­γου­ρεύ­τη­κε, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ ἐ­πι­στρέ­φει, γιὰ νὰ συ­νέλ­θει.

       Λί­γα βή­μα­τα πιὸ κά­τω, «σκόν­τα­ψε» στὸ λευ­κὸ μαν­τί­λι τοῦ Ἄ­σεν­μπαχ.



Πη­γή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα) Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.


			

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.


Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(5/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

 

­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου

(Instrucciones para mi entierro)


ΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ προ­σευ­χὲς στὴν τα­φή μου, μό­νο οἱ ἀρ­χαῖ­οι ψαλ­μοὶ ποὺ ἐ­πι­συ­νά­πτω σὲ αὐ­τὸ τὸ γράμ­μα. Οὔτε καὶ ἱ­κε­σί­ες, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦν νὰ ἔρ­χον­ται οἱ βα­σι­λιά­δες καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς νὰ κλά­ψουν γιὰ μέ­να. Θέ­λω ἕ­να μαρ­μά­ρι­νο πάν­θε­ον, χω­ρὶς εἰ­κό­νες οὔ­τε ἐ­πι­γρα­φές, μὲ τὸν τά­φο μου στὸ κέν­τρο. Θέ­λω τρα­γού­δια ὅ­ταν φτά­νει χει­μώ­νας. Θέ­λω μυ­ρω­διὰ λι­βα­νιοῦ μὲ ἄ­ρω­μα μό­σχου. Θέ­λω δε­κα­τρί­α κε­ριὰ γύ­ρω μου, πάν­τα νὰ καῖ­νε. Θέ­λω τὶς πιὸ ὄ­μορ­φες κο­πέ­λες τοῦ να­οῦ νὰ ξε­νυ­χτοῦν τὸ φέ­ρε­τρό μου, μὲ βάρ­δι­ες γιὰ νὰ ὑ­πάρ­χει πάν­τα στὸ πάν­θε­όν μου κά­ποι­α παρ­θέ­να. Καὶ τὸ κα­πά­κι νὰ ἀ­νοί­γει ἀ­πὸ μέ­σα, γιὰ ὅ­πο­τε πει­νά­ω.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἰ­ωάν­να Φλε­ρια­νοῦ: Fathercare

 

Ἰ­ωάν­να Φλε­ρια­νοῦ


Fathercare


ΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, κά­θε­ται δί­πλα του καὶ τοῦ λέ­ει:

Κοί­τα νὰ δεῖς, δὲν θέ­λω νὰ σὲ θί­ξω, ἀλ­λὰ σὰν πα­τέ­ρας πρέ­πει νὰ στὰ πῶ:

      Εἶ­σαι βρω­μύ­λος καὶ ἀ­τη­μέ­λη­τος κι ἔ­τσι ποὺ πᾶς δὲν θὰ σταυ­ρώ­σεις γκό­με­να.

        Κι ἄς λέ­ει ἡ μά­να σου, ὅ­τι ἔ­χεις ἐ­πι­τυ­χί­ες μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες, καὶ ὅ­τι μὲ τὸ ποὺ τοὺς σκᾶς ἕ­να χα­μό­γε­λο, τὶς ρί­χνεις κα­τευ­θεί­αν. Δὲ τὴν πι­στεύ­ω μὲ τί­πο­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν εἶ­σαι καὶ πο­λὺ ὁ­μι­λη­τι­κός, δὲν τὸ ‘χεις μὲ τὴ κου­βέν­τα.

        Καὶ σ’ ἔ­χω δεῖ φί­λε. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ κρυ­φτεῖς κα­θό­λου. Ὅ­λο στὸ βυ­ζὶ τὶς κοι­τᾶς.

        Λοι­πὸν γιὰ νὰ τε­λει­ώ­νου­με: Τοὺς φί­λους σου δὲν θὰ τοὺς πει­ρά­ζει νὰ φο­ρᾶς λε­ρω­μέ­να καὶ ἱ­δρω­μέ­να μπλου­ζά­κια, ἀλ­λὰ τὰ κο­ρί­τσια ἔ­χουν ραν­τάρ, μὲ τὸ ποὺ θὰ δοῦν τέ­τοι­α ἐμ­φά­νι­ση τε­λεί­ω­σες, ἔ­χουν γί­νει κα­πνός.

        Νὰ ‘ταν ὅ­μως μό­νο αὐ­τό;  Καὶ σ’ ἄλ­λα θέ­μα­τα δὲν συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι σω­στά.  Τὸ βρί­σκεις λο­γι­κὸ ἄς ποῦ­με νὰ ξε­νυ­χτᾶς συ­νέ­χεια καὶ τὸ πρω­ὶ ν’ ἀ­ρά­ζεις καὶ  νὰ κοι­μᾶ­σαι;

        Τὸ μό­νο ποὺ φαί­νε­ται νὰ σὲ νοιά­ζει ἐ­δῶ πέ­ρα εἶ­ναι ἡ ξά­πλα καὶ τὸ φαΐ τῆς μά­να σου.

        Τί κόλ­λη­μα κι αὐ­τὸ μὲ τὸ φα­γη­τό της.

        Δὲν σὲ κα­τα­λα­βαί­νω κα­θό­λου, τοῦ εἶ­πε μὲ αὐ­στη­ρὸ ὕ­φος.

        Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως δὲν ἔ­λε­γε τί­πο­τα, μό­νο γε­λοῦ­σε.

       Τὸν κοί­τα­ζε γι’ ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­ζε νὰ γε­λά­ει.

        Τὸ γέ­λιο του ἦ­ταν με­τα­δο­τι­κό, λί­γο ἔ­λει­ψε ν’ ἀρ­χί­σει νὰ γε­λά­ει κι αὐ­τός.

        Ἐ­γὼ πάν­τως ὅ,τι εἶ­χα νὰ σοῦ πῶ, στὸ εἶ­πα.

        Κά­νε ὅ,τι νο­μί­ζεις, τοῦ λέ­ει στὸ τέ­λος.

        Ἔ­πει­τα τὸν ση­κώ­νει ἀ­πὸ τὴν κού­νια του καὶ τὸν ἀ­κουμ­πά­ει προ­σε­κτι­κὰ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς μά­νας του.


        Ἦ­ταν ὥ­ρα νὰ τὸν θη­λά­σει.



Πηγή: Πρώτη δημοσέυση.

Ιωάννα Φλε­ρια­νοῦ (Ἀ­θή­να).  Σπού­δα­σε γερ­μα­νι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὴ Γερ­μα­νί­α καὶ στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν δι­δα­κτι­κή τῆς γερ­μα­νι­κῆς γλώσ­σας στὴν Ἀ­θή­να. Ἐρ­γά­ζεται ὡς κα­θη­γή­τρια γερ­μα­νι­κῆς φι­λο­λο­γί­ας στὴν δη­μό­σια ἐκ­παί­δευ­ση.


Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(4/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α

(Demonios en paro)

 

ΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ ὁ Πά­πας δή­λω­σε ὅ­τι ἡ Κό­λα­ση ἦ­ταν μό­νο μιὰ με­τα­φο­ρά, οἱ δαί­μο­νες ἔ­μει­ναν χω­ρὶς δου­λειὰ ἀ­νά­με­σα σὲ κα­ζά­νια καὶ τρί­αι­νες. Ἀλ­λὰ κα­θὼς οἱ δι­ά­βο­λοι ἄλ­λα θέ­μα­τα μᾶλ­λον ἔ­χουν, ἀλ­λὰ χα­ζοὶ δὲν εἶ­ναι, κα­τά­φε­ραν ὅ­λοι νὰ βροῦν δου­λειά, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας σὲ ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες. Αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς ταί­ρια­ζε ἡ δρά­ση καὶ ἡ φυ­σι­κὴ ἄ­σκη­ση ἔμ­πλε­καν μὲ τοὺς κλέ­φτες ἢ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες ἢ τοὺς ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ δο­λο­φό­νους. Ἄλ­λοι προ­τι­μοῦ­σαν νὰ παί­ζουν μὲ τὶς λέ­ξεις γιὰ νὰ τὶς με­τα­τρέ­ψουν σὲ δη­λη­τή­ρια καὶ γί­νον­ταν ἐκ­φω­νη­τὲς ρα­δι­ο­φώ­νου ἢ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἢ ἐ­ξα­πα­τοῦ­σαν γρι­οῦ­λες ἢ πα­ρί­στα­ναν τοὺς πα­πά­δες ἥ τους προ­φῆ­τες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

 



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(1/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

(La gripe equina)


ΤΑΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων ἔ­πα­ψαν νὰ μι­λᾶν γιὰ τὴ γρί­πη τῶν πον­τι­κῶν, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως αὐ­τὴ εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὴ γρί­πη τῶν χοί­ρων στὰ πρω­το­σέ­λι­δα· καὶ ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, ἡ γρί­πη τῶν χοί­ρων ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὴ γρί­πη τῶν πτη­νῶν. Τώ­ρα ὄ­χι μό­νο συ­νι­στοῦν τὴ χρή­ση μα­σκῶν, ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­α μα­γνη­τι­κὰ βρα­χι­ό­λια κα­τα­σκευ­ῆς τοῦ κου­νιά­δου τοῦ προ­έ­δρου. Ἀλ­λὰ ὁ κό­σμος πιὰ δὲ φο­βᾶ­ται πιὰ τό­σο ὅ­σο πρὶν μὴν μο­λυν­θεῖ· ἐ­δῶ καὶ χρό­νια, γιὰ κά­θε ἐν­δε­χό­με­νο, κα­νεὶς δὲν βγαί­νει ἔ­ξω καὶ οἱ ἐ­πα­φὲς πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται στὸν κυ­βερ­νο­χῶ­ρο. Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, ἀλ­λὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἐ­πι­μέ­νουν νὰ μὴν ἔ­χου­με καμ­μιὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη καὶ νὰ φο­ρᾶ­με τὰ βρα­χι­ό­λια.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


 

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


ΑΡΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ξη­με­ρώ­σει ἀ­κό­μη γιὰ τὰ κα­λὰ (μό­λις ποὺ ἄρ­χι­ζε νὰ δι­α­κρί­νε­ται πρὸς ἀ­να­το­λὰς τὸ γα­λα­κτῶ­δες φῶς τῆς αὐ­γῆς) τὸ εἶ­δα σχε­τι­κὰ ἔγ­και­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ κα­θρέ­φτη.

        Ἡ με­γά­λη εὐ­θεί­α ἐ­ξα­σφά­λι­ζε στὰ ἔμ­πει­ρα μά­τια μου (δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα στὸ τι­μό­νι) τὸν ἀ­πό­λυ­το ἔ­λεγ­χο τῆς κί­νη­σης. Τῆς «ἔλ­λει­ψης κί­νη­σης» στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ἀ­φοῦ δὲν δι­α­κρι­νό­ταν κα­νέ­να ὄ­χη­μα σὲ κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις.

        Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, βρι­σκό­μουν σὲ συ­νε­χῆ ἐ­γρή­γορ­ση κι ἔ­τσι τὸ εἶ­δα (σὲ οὐ­δέ­τε­ρο, ἀ­φοῦ δὲν ἤ­ξε­ρα τί ἦ­ταν) ἀ­πὸ με­γά­λη ἀ­πό­στα­ση. Ἕ­νας πε­ρί­ερ­γος σκο­τει­νὸς ὄγ­κος ποὺ κι­νοῦν­ταν μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα κά­που στὸ ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο πί­σω μου.

        «Ὁ μα­λά­κας πά­ει χω­ρὶς φῶ­τα», πρό­λα­βα νὰ μο­νο­λο­γή­σω δευ­τε­ρό­λε­πτα πρὶν τὸ ἀ­πό­κο­σμο ὃν μὲ προ­σπε­ρά­σει ἀ­πὸ ἀ­ρι­στε­ρὰ μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα. «Ἕ­νας τυ­ραν­νό­σαυ­ρος στὴν Ἀ­θη­νῶν – Λα­μί­ας!!!», μο­νο­λό­γη­σα ξα­νά. Τὸ ὀγ­κῶ­δες κε­φά­λι, ὁ κον­τὸς μυ­ώ­δης λαι­μός, τὰ με­γά­λα ὀ­πί­σθια ἄ­κρα, ἡ μα­κριὰ καὶ βα­ριὰ οὐ­ρὰ χά­θη­καν στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα στὸ ἄ­ψε σβῆ­σε.

        Ὅ­ταν συ­νῆλ­θα (λέ­με τώ­ρα) ἀ­πὸ τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἡ κο­ρυ­φο­γραμ­μὴ τοῦ Παρ­νασ­σοῦ δι­α­γρα­φό­ταν πλέ­ον πεν­τα­κά­θα­ρα στὰ δε­ξιά μου καὶ μιὰ κα­τά­φω­τη ντα­λί­κα, μ’ ἕ­να εὐ­τυ­χι­σμέ­νο ἀν­θρω­πά­κι Michelin στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς καμ­πί­νας, κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὸ ἀν­τί­θε­το ρεῦ­μα.

        «Ἥ­μαρ­τον, Θε­έ μου», δι­πλο­σταυ­ρο­κο­πή­θη­κα, παίρ­νον­τας γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή μου καὶ τὰ δυ­ό μου χέ­ρια ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι, «Τζου­ρά­σικ Πὰρκ γί­να­με!»



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Τζί­μης Πα­νού­σης: Γράμμα ἀπὸ τὸ μέτωπο



Τζί­μης Πα­νού­σης (ἀφιέρωμα, 6/6)


Γράμ­μα ἀ­πὸ τὸ μέ­τω­πο


ΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ τὴν Ἀγ­γλί­α, ἀ­πὸ τὴν πρω­τεύ­ου­σα τῆς ἀ­σχή­μιας, για­τί τὸ Ἀγ­γλί­α βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ ἄγ­γλι, ποὺ ση­μαί­νει ἄ­σχη­μο. Δὲν ἔ­χει σχῆ­μα, δη­λα­δή, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ δι­κό μας τὸ λε­κα­νο­πέ­διο ποὺ ἔ­χει τὸ σχῆ­μα τῆς λε­κά­νης —τῆς παι­δι­κῆς λε­κά­νης, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πιὸ σα­φεῖς—, τὸ γνω­στὸ γκιὸ-γκιὸ, γι­ο­μά­το μὲ ἀ­χνι­στὰ παι­δι­κὰ κό­πρα­να. Ἔ­χου­με καὶ κα­ζα­νά­κι χα­λα­σμέ­νο ἀ­πὸ πά­νω μας στὸ βρά­χο τῆς Ἀ­κρό­πο­λης, ποὺ φαν­τά­ζει πα­ρά­ται­ρο ἐ­ξάμ­βλω­μα κα­τα­με­σῆς της ἄ­ναρ­χης δό­μη­σης τῶν ἐρ­γο­λά­βων τοῦ Κα­ρα­μαν­λῆ. Εὐ­τυ­χῶς ποὺ βά­λα­νε τὶς σκα­λω­σι­ὲς γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν να­ὸ τῆς παρ­θέ­νας νο­νᾶς καὶ δὲν κλο­τσά­ει τό­σο κραυ­γα­λέ­α το ἀρ­χαῖ­ο μνη­μεῖ­ο τῆς ἀ­γά­μη­της πνευ­μα­τι­κῆς μας μη­τέ­ρας. Δὲν εἶ­ναι μύ­θος, ἀ­ρά­πη μου, εἶ­ναι γε­γο­νός! Τὰ που­λιὰ δὲν πε­τᾶ­νε πά­νω ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κρό­πο­λη, τὴν πα­ρα­κάμ­πτου­νε ἀ­πὸ σε­βα­σμό, ἐ­νῶ τὴ Βου­λή, ἂς ποῦ­με, τὴν ἔ­χου­νε πνί­ξει στὴν κου­τσου­λιά. Ὁ­τι­δή­πο­τε φύ­γει ἀ­πὸ ἐ­δῶ, πά­ει ἔ­ξω καὶ μᾶς ξα­νάρ­θει, τὸ ἴ­διο πράγ­μα, φαν­τά­ζει ἀλ­λι­ῶς, γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λοι ψά­χνον­ται με­τὰ μα­νί­ας γιὰ δι­ε­θνῆ κα­μα­ρι­έ­ρα. Ἀ­πὸ φι­λιπ­πι­νέ­ζα μά­να καὶ ἀλ­βα­νὸ πα­τέ­ρα ὁ νέ­ος μεσ­σί­ας, μὲ σχι­στὰ μά­τια καὶ μα­κριὰ χέ­ρια, θὰ κλέ­ψει τὶς καρ­δι­ὲς τῶν νέ­ων Ἑλ­λή­νων στὸν με­τα­ο­λυμ­πια­κὸ χει­μώ­να μὲ τὶς ἄ­χρη­στες ἀ­νι­σό­πε­δες καὶ τὰ γή­πε­δα τοῦ ράγ­κμπι.

       Μαύ­ρη δι­α­σκέ­δα­ση, μαύ­ρη κω­μω­δί­α, εἶ­ναι ὅ­λα μαῦ­ρα ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ κα­τά­λευ­κο δι­κό σου ση­μαιά­κι, τῆς ἄ­νευ ὅ­ρων πα­ρά­δο­σης, ποὺ προσ­δί­δει τὸ ἄλ­λο χρῶ­μα στὴν ἀ­σπρό­μαυ­ρη ζω­ή μας. Πά­ρε χαρ­τὶ καὶ μο­λύ­βι καὶ ση­μεί­ω­νε: Ἀγ­γε­λό­που­λος, Μι­χα­λό­που­λος, Τρι­αν­τα­φυλ­λό­που­λος, ὅ­λοι σὲ -ό­που­λος.


Κα­κούρ­γα. Πε­λο­πόν­νη­σος,

μιὰ μούν­τζα εἶ­σαι στὸ χάρ­τη,

ὁ δι­ά­ο­λος σ’ τὴν ἔ­ρι­ξε,

κι ἐ­σύ, Ἑλ­λά­δα, πά­ρ’ τη.


Γιὰ νὰ τὰ πι­ά­σου­με ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή, ἡ Πε­λο­πόν­νη­σος, μὲ ἐ­πέμ­βα­ση τῶν βυ­ζαν­τι­νῶν χρι­στι­α­νι­κῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων ἔ­μει­νε ἀ­κα­τοί­κη­τη γιὰ πολ­λὰ χρό­νια, ἀ­φοῦ ἔ­στει­λαν τὸν βάρ­βα­ρο Ἀ­λά­ρι­χο νὰ ἀ­φα­νί­σει ὅ,τι ἀ­να­πνέ­ει. Με­τά, κά­ποι­α στιγ­μὴ (τὰ γρά­φω γρή­γο­ρα νὰ μὴ σὲ κου­ρά­ζω), φέ­ρα­νε ἐ­ποί­κους, τοῦ φυ­ρά­μα­τος τῶν κα­τα­δί­κων ποὺ ἐ­ποί­κη­σαν τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο καὶ τὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες. Τουρ­καλ­βα­νούς, κυ­ρί­ως, ἀ­εκ­τζῆ­δες, κολ­λη­μέ­να μυα­λά, χα­νού­μια, βά­ζε­λους, γαύ­ρους, χα­σι­σέμ­πο­ρους, ντα­βα­τζῆ­δες, δη­μο­σι­ο­γρά­φους, μπά­τσους, ὑ­πουρ­γούς, τὸν Πα­πα­δό­που­λο, τὸν Πα­παν­δρέ­ου, τοὺς πα­πά­δες… καὶ φτά­σα­με σ’ αὐ­τὸ τὸ χά­λι. Ἕ­να εἶ­ναι τὸ πρό­σω­πο ποὺ ξε­χω­ρί­ζει ἀ­π’ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν πε­λο­πον­νη­σια­κὴ λέ­ρα. Ὁ μο­να­χὸς Πα­που­λά­κος! Ποι­οὶ σκο­τει­νοὶ κύ­κλοι φρε­νά­ρουν τὴν ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου; Ὁ ἕλ­λη­νας πι­στὸς φο­ρο­λο­γού­με­νος δὲν μα­σά­ει. Ἀ­νή­κει σὲ ἄλ­λη φυ­λή, κά­τι σὰν πα­πού­α, μὲ τὸν ἅ­γιο Πα­που­λά­κο σὲ εἰ­κό­νι­σμα στὸ καν­τράν. Ντρέ­πο­μαι ποὺ τὸ λέ­ω, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ εἶ­μαι ὑ­πὲρ τῆς ἁ­γι­ο­ποί­η­σης τοῦ Πρό­δρο­μου Τσα­ου­σά­κη.

       Τὴν ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου ὑ­πο­στη­ρί­ζει ἐν­θέρ­μως καὶ ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος. Ἡ Μπέμ­πα δὲν ἔ­χει τσί­πα. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἁ­γι­ο­ποί­η­ση ποὺ ἔ­κα­με ἡ ἐκ­κλη­σί­α μας, εἶ­ναι αὐ­τὴ τοῦ Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ, μὲ τὶς πρω­το­πο­ρια­κὲς ἰ­δέ­ες σὲ σχέ­ση μὲ τὶς σε­ξου­α­λι­κὲς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ἕ­να βῆ­μα μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­ευ­νου­χι­σμὸ τοῦ πα­τέ­ρα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας, χαλ­κέν­τε­ρου Ὠ­ρι­γέ­νη. Ὅ,τι εἶ­ναι ὁ Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς γιὰ τὴ Βό­ρεια Ἑλ­λά­δα, Μα­κε­δο­νί­α, Σκό­πια, Ἀλ­βα­νι­κὴ Ἤ­πει­ρο, εἶ­ναι κι ὁ Πα­που­λά­κος ποὺ ἔ­δρα­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Κα­λα­βρύ­των καὶ προ­φή­τε­ψε τὰ ἀ­ε­ρο­πλά­να καὶ τὰ στα­θε­ρὰ τη­λέ­φω­να. Ὁ Πα­που­λά­κος εἶ­πε πρῶ­τος γιὰ τὰ ἱ­πτά­με­να μαῦ­ρα κο­ρά­κια καὶ γιὰ τὸ πε­ρί­φη­μο σύρ­μα ποὺ θὰ πε­ρι­κυ­κλώ­σει ὅ­λα τα κρά­τη καὶ τὰ σύμ­παν­τα.

       Για­τί κω­λυ­σι­ερ­γεῖ, ἑ­πο­μέ­νως, ἡ ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου; Ποι­οί ἑ­βραῖ­οι ἔ­χου­νε συμ­φέ­ρον νὰ μὴ γί­νει ἅ­γιος ὁ Πα­που­λά­κος;

       Μὲ τὸ ποὺ θ’ ἀ­νοί­ξει τὸ πα­γα­νι­στι­κὸ καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ τρι­ώ­διο, σὲ κα­λῶ, ἀ­ρά­πη μου, νὰ καυ­λώ­σου­με ποῦλ­μαν καὶ νὰ πᾶ­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς, οἱ ὀ­πα­δοὶ τῆς ἁ­γι­ο­ποί­η­σης Πα­που­λά­κου, στὸ χι­ο­νο­δρο­μι­κὸ στὰ Κα­λά­βρυ­τα καὶ νὰ κά­νου­με συμ­βο­λι­κὴ κα­τά­λη­ψη στὶς πί­στες. Ἐμ­πρὸς νὰ στε­ρή­σου­με ἀ­πὸ τὸν Ἕλ­λη­να τὸ σκί. Κι ὁ ἅ­γιος, φο­βέ­ρα θέ­λει!



Πη­γή: Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Ὁ Παπουλᾶκος (1770-1861) στὴ μοναδική του φωτογραφία. Βλ. καὶ ἄρθρο τῆς Μαίρης Παπαγιαννίδου στὸ Βῆμα:

https://www.tovima.gr/2009/12/20/books-ideas/agios-i-diabolos/



		

	

Βασίλης Γεργατσούλης: Δὲν ἔ­χει χρό­νο


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Δὲν ἔ­χει χρό­νο


ΩΤΗΣΑ ΕΝΑ φί­λο μου λο­γο­τέ­χνη ἂν γρά­φει μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα. Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε πὼς δὲν ἔ­χει χρό­νο, γι’ αὐ­τὸ γρά­φει μό­νο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ νου­βέ­λες.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ


Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ο/Γ ΜΗΛΟΣ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 5/6)


Ο/Γ ΜΗΛΟΣ


Ε ΧΟΡΤΑΙΝΑ νὰ τὴν κοι­τά­ζω. Ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νη ἀ­νά­σκε­λα στὸ κά­θι­σμά της. Μαλ­λιὰ ξαν­θω­πά. Νύ­χια ἄ­βα­φα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ λε­πτά. Στὸ μπρά­τσο κεν­τη­μέ­νη νε­κρο­κε­φα­λή. Μέ­ση ἡ­λι­ο­κα­μέ­νη. Μά­τια μι­σό­κλει­στα, στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ ὕ­πνου. Τώ­ρα ἀ­νοί­γουν δι­ά­πλα­τα. Τὸ κά­θι­σμα πρέ­πει νὰ τὸ μοι­ρα­στεῖ. Μα­ζεύ­ει τὰ πό­δια της. Πά­ει πε­ρί­πα­το ὁ ὕ­πνος της. Καὶ μ’ ἕ­να «γα­μῶ τὶς Ἑλ­λη­νί­δες», ἂν κι Ἑλ­λη­νί­δα, ἀ­πο­χω­ρεῖ. Νέ­ες ἀ­φί­ξεις καὶ κα­τα­λή­ψεις στοῦ κα­ρα­βιοῦ τὰ πέ­ριξ. «Νὰ μὴν κά­τσω; Θὰ κά­τσω. Ὁ δι­κός σας ἂς κά­τσει ἀλ­λοῦ.» Νεῦ­ρα καὶ στὶς του­α­λέ­τες. Κύ­ριος ἀ­νύ­πο­πτος εἰ­σέρ­χε­ται στὸ γυ­ναι­κών. Κυ­ρί­α φι­λύ­πο­πτος τὸν ἀ­πω­θεῖ. Ἀν­ταλ­λα­γὴ πυ­ρῶν. Τὸ Ο/Γ ρί­χνει ἄγ­κυ­ρα στὸ νη­σί. Καὶ ὁ πό­λε­μος ποὺ ἄρ­χι­σε θὰ δι­α­κο­πεῖ.



Πη­γή: Τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ τὸ ἄ­λο­γο (Ποι­ή­μα­τα 1989-2009, Θερ­μα­ϊ­κὸς ἐκ­δό­σεις, Θεσ­σα­λο­νί­κη,  2011).

 

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).