Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(4/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α

(Demonios en paro)

 

ΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ ὁ Πά­πας δή­λω­σε ὅ­τι ἡ Κό­λα­ση ἦ­ταν μό­νο μιὰ με­τα­φο­ρά, οἱ δαί­μο­νες ἔ­μει­ναν χω­ρὶς δου­λειὰ ἀ­νά­με­σα σὲ κα­ζά­νια καὶ τρί­αι­νες. Ἀλ­λὰ κα­θὼς οἱ δι­ά­βο­λοι ἄλ­λα θέ­μα­τα μᾶλ­λον ἔ­χουν, ἀλ­λὰ χα­ζοὶ δὲν εἶ­ναι, κα­τά­φε­ραν ὅ­λοι νὰ βροῦν δου­λειά, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας σὲ ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες. Αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς ταί­ρια­ζε ἡ δρά­ση καὶ ἡ φυ­σι­κὴ ἄ­σκη­ση ἔμ­πλε­καν μὲ τοὺς κλέ­φτες ἢ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες ἢ τοὺς ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ δο­λο­φό­νους. Ἄλ­λοι προ­τι­μοῦ­σαν νὰ παί­ζουν μὲ τὶς λέ­ξεις γιὰ νὰ τὶς με­τα­τρέ­ψουν σὲ δη­λη­τή­ρια καὶ γί­νον­ταν ἐκ­φω­νη­τὲς ρα­δι­ο­φώ­νου ἢ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἢ ἐ­ξα­πα­τοῦ­σαν γρι­οῦ­λες ἢ πα­ρί­στα­ναν τοὺς πα­πά­δες ἥ τους προ­φῆ­τες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


			

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

.

.

Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián)

(3/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

(Las mariposas sólo viven un día)


ΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΕ πρωῒ-πρωῒ τὴν πό­λη ἀ­να­ζη­τών­τας θλι­βε­ροὺς τοί­χους ποὺ πά­νω τους ἀ­να­πτύσ­σον­ταν ἀ­ναρ­ρι­χη­τι­κὰ φυ­τὰ καὶ σὲ αὐ­τοὺς ζω­γρά­φι­ζε δυ­ὸ πο­λύ­χρω­μες πε­τα­λοῦ­δες, ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς τε­λει­ό­τη­τας, ποὺ ἔ­μοια­ζαν νὰ πε­τοῦν ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὴν βλά­στη­ση. Πολ­λοὶ πέρ­να­γαν χω­ρὶς νὰ τὶς βλέ­πουν, βι­α­στι­κοὶ νὰ φτά­σουν στὰ σπί­τια τους ἢ στὰ γρα­φεῖ­α τους, ὅ­που δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται τὰ χρω­μα­τι­στὰ μο­λύ­βια. Ἄλ­λοι στα­μα­τοῦ­σαν νὰ τὶς κοι­τά­ξουν καὶ χα­μο­γε­λοῦ­σαν καὶ αὐ­τὴ ἡ μι­κρὴ εὐ­θυ­μί­α τοὺς συν­τρό­φευ­ε στὸ δρό­μο τους. Καὶ με­τὰ ἐρ­χό­ταν τὸ συ­νερ­γεῖ­ο τοῦ δή­μου, ποὺ πάλευε νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν πό­λη ὄ­μορ­φη καὶ κα­τέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὰ φορ­τη­γά­κια τους καὶ μὲ δυ­ὸ πι­νε­λι­ὲς γκρί­ζας μπο­γιᾶς σκό­τω­ναν τὶς πε­τα­λοῦ­δες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


Ζόρ­ντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Σφάλ­μα­τα προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ



Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián)

(1/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Σφάλ­μα­τα προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ

(Errores informáticos)


ΑΤΙ ΧΑΛΑΣΕ στὸν κεν­τρι­κὸ ὑ­πο­λο­γι­στὴ καὶ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἄρ­χι­σε νὰ πα­ρου­σιά­ζει ρωγ­μές. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­πα­ψαν νὰ φο­βοῦν­ται τὶς ἀ­λή­θει­ες, δὲν συμ­βι­βά­ζον­ταν πιὰ μὲ και­νούρ­για ψέ­μα­τα, ἀ­κό­μα καὶ ἂν τοὺς τὰ ἐ­ξι­στο­ροῦ­σαν μὲ πει­θὼ καὶ σα­γή­νη. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ση­μαῖ­ες καὶ το­τὲμ καὶ ὁ κό­σμος ἔ­ψα­ξε και­νούρ­γιους δρό­μους, μα­κριὰ ἀ­πὸ θε­οὺς καὶ με­τα­θα­νά­τι­ες ὑ­πο­σχέ­σεις. Οἱ που­ρι­τα­νοὶ ἔ­πα­ψαν νὰ τρώ­γον­ται μὲ τὴν ξέ­νη εὐ­τυ­χί­α, καὶ οἱ πα­πά­δες ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν τὰ ψέ­μα­τά τους. Ἄ­φη­ναν τὰ παι­διὰ νὰ μα­θαί­νουν ἀ­πὸ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἀ­πὸ τὸν φό­βο. Μέ­χρι ποὺ οἱ τε­χνι­κοὶ ἐ­πι­δι­όρ­θω­σαν τὴν βλά­βη, ἀ­πο­κα­τέ­στη­σαν τὴν προ­η­γού­με­νη κα­τά­στα­ση καὶ ὅ­λα ἔ­γι­ναν ἐκ νέ­ου ὅ­πως θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Αὔριο



­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 4/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Αὔριο

[Mañana]


ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ὅ­τι τὸ ζε­στὸ νε­ρὸ τὸν ἠ­ρε­μεῖ.

       Κα­νεὶς δὲν ξέ­ρει τί θὰ γι­νό­ταν χω­ρὶς αὐ­τὲς τὶς γου­λι­ές, μιᾶς καὶ μο­νί­μως εἶ­ναι τα­ραγ­μέ­νος.

       Ἔ­χει ἕ­να θερ­μὸς πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι, ἕ­να μαῦ­ρο σκεῦ­ος ποὺ ἀ­γό­ρα­σε σὲ ἐ­ξω­φρε­νι­κὴ τι­μὴ ἁ­πλῶς καὶ μό­νο γιὰ τὸ ντι­ζά­ιν. Καὶ ἕ­να γκρὶ κε­ρα­μι­κὸ πο­τή­ρι. Κά­θε τό­σο φέρ­νει τὸ πο­τή­ρι στὰ χεί­λη καὶ κοι­τά­ζει τὴν ὀ­θό­νη.

       Γρά­φει. Ἢ ἔ­τσι λέ­ει.

       Δι­ά­φο­ρα βι­βλί­α εἶ­ναι σκόρ­πια πά­νω στὸ γρα­φεῖ­ο. Ἄ­πει­ρα χαρ­τιά, ἀ­πο­κόμ­μα­τα ἀ­πὸ ἐ­φη­με­ρί­δες, κάρ­τες, ἕ­να ἡ­με­ρο­λό­γιο. Μιὰ χαρ­το­θή­κη ὅ­που στοι­βά­ζει λο­γα­ρια­σμούς, φα­κέ­λους, ἔν­τυ­πα, μὲ σκο­πὸ κά­ποι­α στιγ­μὴ νὰ τὰ τα­κτο­ποι­ή­σει.

       Αὔ­ριο.

       Στὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας, ὅ­ταν πέ­φτει ἡ νύ­χτα, δὲν γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λὰ τὸν λό­γο γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο βρί­σκε­ται ἐ­κεῖ, ποι­ό τε­λε­τουρ­γι­κὸ ἀ­κο­λου­θεῖ. Δι­α­βά­ζει ἐ­φη­με­ρί­δες, βυ­θί­ζε­ται στὶς σε­λί­δες τό­μων ἀ­να­ζη­τών­τας πλη­ρο­φο­ρί­ες, ση­μει­ώ­νει στοι­χεῖ­α, ἀ­να­φο­ρές.

       Γρά­φει. Ἢ ἔ­τσι τοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ πι­στεύ­ει.

       Ἐ­δῶ καὶ μιὰ βδο­μά­δα ἔ­χει πα­ραι­σθή­σεις. Βλέ­πει τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τὸ νὰ τὸν πα­ρα­τη­ρεῖ ἀ­πὸ μιὰ γω­νιὰ τοῦ δω­μα­τί­ου.

       Πέ­ρα­σαν τὰ χρό­νια, τί­πο­τα δὲν ὑ­πάρ­χει πιά, τί­πο­τα δὲν ἔ­μει­νε. Καὶ αὐ­τὸς ποὺ κοι­τά­ζει, τοῦ θυ­μί­ζει τὶς μέ­ρες ἐ­κεῖ­νες ποὺ νο­μί­ζει ὅ­τι γρά­φει.

       Τὸ αὔ­ριο πά­ει πέ­ρα­σε.



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμ­πέ­ρης, Alejandro Laguna López.



		

	

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Ὑβρίδιο



­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 3/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Ὑβρίδιο

[Híbrido]


ΑΠΟ ΤΟΤΕ ποὺ κοι­μᾶ­μαι μό­νη, μὲ συν­τρο­φεύ­ει τὶς νύ­χτες.

       Ξυ­πνά­ει ὅ­ταν ἀ­νοί­γω τὸν κα­να­πὲ γιὰ νὰ ξα­πλώ­σω, τὸ ἀ­κού­ω νὰ ἀ­να­στε­νά­ζει ἀ­νά­με­σα στὰ βι­βλί­α τῆς βι­βλι­ο­θή­κης, ἡ σκιά του γλι­στρά­ει καὶ τρί­βε­ται στὰ πό­δια τοῦ τρα­πε­ζιοῦ.

       Δι­α­κρι­τι­κό, δὲν παίρ­νει μορ­φή.

       Σὰν τὴν ἐ­πί­δρα­ση ἑ­νὸς κα­λοῦ κρα­σιοῦ, ἑ­νώ­νει τοὺς νευ­ρῶ­νες μου σὲ μιὰ ἄ­μορ­φη μά­ζα καὶ μὲ παίρ­νει ὁ ὕ­πνος.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ΐ, μό­νο τὰ ἀ­κα­τά­στα­τα χαρ­τιὰ στὸ γρα­φεῖ­ο μου θυ­μί­ζουν τὴν πα­ρου­σί­α του. Ὡ­στό­σο, τοῦ εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ ἀ­πο­δε­χτεῖ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α μου καὶ φαί­νε­ται ὅ­τι κά­τι τὸ ἀ­νη­συ­χεῖ.

       Στὴν ἀρ­χὴ φο­βό­μουν τὰ πλο­κά­μια του, τὴν ἐ­πι­μο­νή του, τὴν κολ­λώ­δη αἴ­σθη­ση τῆς ὕ­παρ­ξής του. Ἀλ­λὰ τὸ συ­νή­θι­σα.

       Τώ­ρα εἶ­ναι μό­νο μιὰ ἀ­νε­παί­σθη­τη δό­νη­ση στὸ πλά­ϊ μου, ποὺ ὅ­λο καὶ μει­ώ­νε­ται ὅ­πως ὁ ἐν­θου­σια­σμός μου.

       Ὅ­ταν σβή­νω τὸ φῶς, ἔ­χει ἤ­δη δι­α­λυ­θεῖ ἀ­νά­με­σα στὰ σεν­τό­νια.



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

 

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμ­πέ­ρης, Alejandro Laguna López.



		

	

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Τὸ πιὸ βαθὺ εἶναι τὸ δέρμα



­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 2/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Τὸ πιὸ βαθὺ εἶναι τὸ δέρμα

[Lo más profundo es la piel]


ΤΑΝ ΓΡΑΜΜΕΝΟ στὸ δέρ­μα μου ὅ­τι μιὰ μέ­ρα θὰ μὲ ἀ­να­κά­λυ­πταν. Αὐ­τοί, ὅ­μως, ἀ­νί­κα­νοι νὰ δι­α­βά­σουν τοὺς χάρ­τες, ἔ­κα­ναν χρό­νια νὰ κα­τα­λά­βουν ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ τρώ­γε­ται σ’ ἐ­μέ­να δὲν ἦ­ταν τὰ ἄν­θη, οὔ­τε τὰ φύλ­λα, οὔ­τε ὁ βλα­στός, ἀλ­λὰ ἡ ρί­ζα μου, ὁ κόν­δυ­λος. Ἀλ­λὰ τέ­λος πάν­των: ἦ­ταν Εὐ­ρώ­πη, καὶ ἐ­γὼ εἶ­χα κά­νει τὸ γύ­ρο τοῦ κό­σμου.

       Βα­σι­λιά­δες καὶ στρα­τοὶ πα­ρα­δό­θη­καν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὰ πό­δια μου, για­τὶ μό­νο γο­να­τι­στοὶ μὲ ἔ­φτα­ναν στὰ χω­ρά­φια. Οἱ Ἰν­διά­νοι γνώ­ρι­ζαν ὅ­λους τους συγ­γε­νεῖς μου, ἀρ­κε­τὲς ἑ­κα­τον­τά­δες καὶ ὅ­λων των χρω­μά­των καὶ τῶν γεύ­σε­ων, για­τὶ στὸ σπί­τι ἤ­μα­στε πάν­τα ἀ­τα­κτού­λη­δες, δό­ξα τῷ Θε­ῶ.

       Τώ­ρα ἡ τε­χνο­λο­γί­α θέ­λει νὰ μὲ πε­ρι­ο­ρί­σει σὲ κά­να-δυ­ὸ ξα­δέρ­φια, ἄ­νο­στα, μὲ δέρ­μα κι­τρι­νι­ά­ρι­κο καὶ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο, σὲ ἕ­να ἐρ­γα­στη­ρια­κὸ μον­τέ­λο. Ἐ­γὼ ὅ­μως, ποὺ ἔ­ζη­σα τὰ πάν­τα ἐ­δῶ κά­τω, ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι νὰ γνω­ρί­σω τὸ σύμ­παν καὶ δὲν πρό­κει­ται νὰ τοὺς κά­νω τὴ χά­ρη.

       Δὲν εἶ­μαι κα­νέ­νας πα­τα­το­κε­φτές.



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμ­πέ­ρης, Alejandro Laguna López.



		

	

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Ὁ λα­βύ­ριν­θος



Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 1/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Ὁ λα­βύ­ριν­θος

[El laberinto]


ΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ὅ­τι ἡ γά­τα μου ἀ­παι­τοῦ­σε νὰ γρά­ψω τὴν ἱ­στο­ρί­α της. Μὲ ἔ­βα­ζε σὲ ἕ­να παρ­κο­κρέ­βα­το μὲ τὸν ὑ­πο­λο­γι­στή μου, μοῦ πε­τοῦ­σε ἕ­να κου­βά­ρι κόκ­κι­νο μαλ­λὶ καὶ μὲ δι­έ­τα­ζε:

       «Γρά­φε!»

       Ἐ­γὼ σκέ­φτη­κα τὸ λα­βύ­ριν­θο. Νὰ ἦ­ταν ἄ­ρα­γε αὐ­τὴ ἡ πραγ­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἀ­ριά­δνης καὶ τοῦ κόκ­κι­νου μί­του; Κα­νεὶς δὲν μοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι ὁ Μι­νώ­ταυ­ρος ἦ­ταν γά­τα. Ρὲ λὲς ὁ Μι­νώ­ταυ­ρος νὰ ἦ­ταν τε­λι­κὰ Ψι­ψι­νό­ταυ­ρος;

       Ἡ γά­τα μου πη­δά­ει πά­νω στὸ πλη­κτρο­λό­γιο τοῦ ὑ­πο­λο­γι­στῆ μου, μὲ ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ πα­τή­σω στὰ κου­του­ροῦ σύμ­βο­λα ποὺ ἀ­γνο­ῶ, ἁρ­πά­ζει τὸ πον­τί­κι.

       Καὶ μὲ κοι­τά­ζει, μὲ κοι­τά­ζει ἐ­πί­μο­να.

       Ἀ­πὸ χθὲς ξέ­ρω αὐ­τὸ ποὺ θέ­λει. Ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν ξέ­ρω νὰ γρά­φω.

       Ἐ­κεί­νη μὲ κοι­τά­ζει καὶ γε­λά­ει. Ξέ­ρει ὅ­τι οὔ­τε νὰ τὴ δι­α­βά­σω μπο­ρῶ.


* * *


Ἡ γάτα στὸν Λαβύρινθο



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμπέ­ρης, Alejandro Laguna Lopez.


 

Rafael Barret: Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή



Ραφαὲλ Μπάρρετ (Rafael Barret)


Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή

(De cuerpo presente)


ΑΝΩ ΣΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ κρεβ­βά­τι βρι­σκό­ταν τὸ σῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα, θύ­μα­τος σα­ράν­τα χρό­νια κα­τσα­ρο­λι­ῶν καὶ σκού­πας. Στὸ μι­κρὸ δω­μά­τιο μπαι­νό­βγαι­ναν κλα­μέ­νες οἱ κό­ρες. Παι­δά­κια κά­θε ἡ­λι­κί­ας, σχε­δὸν κου­ρε­λι­ά­ρι­κα καὶ ξε­χτέ­νι­στα, ἔ­τρε­χαν πα­ρα­σύ­ρον­τας τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο, μιὰ κου­λου­ρι­α­σμέ­νη γριὰ κρα­τοῦ­σε ἕ­να κομ­πο­σκοί­νι ἀ­νά­με­σα στὰ ξυ­λώ­δη δά­χτυ­λά της. Ὁ θό­ρυ­βος τῆς πό­λης κα­τέ­φτα­νε σὰν τὸ συγ­κε­χυ­μέ­νο βου­η­τὸ ποὺ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πὸ κά­ποι­α ἄ­βυσ­σο καὶ τὸ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο φῶς, σκορ­πι­σμέ­νο ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πά­νω σὲ μι­σογ­κρε­μι­σμέ­νους τοί­χους, γλί­στρα­γε νω­θρὰ στὰ χι­λι­ο­χτυ­πη­μέ­να ἔ­πι­πλα.

       Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν κλί­ση τοῦ σπα­σμέ­νου πα­τώ­μα­τος, κυ­λοῦ­σαν ἀμ­φι­βό­λου σύ­στα­σης ὑ­γρά, νε­ρὰ βρώ­μι­κα. Ἕ­να τρα­πέ­ζι χω­ρὶς τρα­πε­ζο­μάν­τη­λο, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν μπου­κα­λά­κια ἀ­πὸ φάρ­μα­κα ἀ­να­κα­τε­μέ­να μὲ λι­γδι­α­σμέ­να πιά­τα, τα­ρα­κου­νι­ό­ταν στὸ διά­βα τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ ἔ­δει­χνε νὰ τρί­ζει καὶ νὰ βογ­κά­ει. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­τα­ξί­α καὶ μι­ζέ­ρια. Ἡ δό­να Φραν­θί­σκα, ἡτ­τη­μέ­νη, κει­τό­ταν ἀ­κί­νη­τη.

       Εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει δυ­να­τὴ καὶ θαρ­ρα­λέ­α. Εἶ­χε τρα­γου­δή­σει στὸν ἥ­λιο, πλέ­νον­τας κάλ­τσες καὶ που­κά­μι­σα. Εἶ­χε πλύ­νει πλά­κες, πι­ρού­νια, κου­τά­λια καὶ μα­χαί­ρια δη­μι­ουρ­γών­τας μιὰ ἀ­πο­λαυ­στι­κὴ σπι­τι­κιὰ φα­σα­ρί­α. Εἶ­χε σκου­πί­σει νι­κη­φό­ρα. Εἶ­χε θρι­αμ­βεύ­σει στὴν κου­ζί­να, μπρο­στά σε σει­ό­με­να τη­γά­νια, δί­νον­τας ξυ­λι­ὲς στὰ λαί­μαρ­γα παι­διά. Εἶ­χε γεν­νή­σει καὶ με­γα­λώ­σει γυ­ναῖ­κες σὰν αὐ­τή, πει­σμα­τά­ρες καὶ χα­ρού­με­νες. Εἶ­χε στὸ τέ­λος ὑ­πο­κύ­ψει, για­τί οἱ ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες μπρο­στὰ στὴν ἀ­δυ­σώ­πη­τη φύ­ση.

       Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς της ἡ δό­να Φραν­θί­σκα πά­χυ­νε καὶ πέ­τα­ξε μου­στά­κι. Ἕ­να μου­στα­κά­κι μαῦ­ρο καὶ στιλ­πνό, ποὺ προ­σέ­δι­δε στὸ γέ­λιο τῆς κα­λῆς γυ­ναί­κας κά­τι τὸ ψευ­το­τρο­μα­κτι­κὸ καὶ χα­ρι­τω­μέ­να πο­λε­μι­κό. Τὰ κόκ­κι­να καὶ κον­τό­χον­τρα χέ­ρια της, γε­ρὰ καὶ ἡ­λι­ο­κα­μέ­να, ἔ­γι­ναν πιὸ τρα­χιά. Ἡ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ νο­η­μο­σύ­νη της ἀμ­βλύν­θη­κε καὶ ἔ­γι­νε ἐ­πί­μο­νη. Καὶ μιὰ νύ­χτα ἔ­πε­σε ἀ­πὸ ἕ­να ἐγ­κε­φα­λι­κὸ ἐ­πει­σό­διο, ὅ­πως πέ­φτει ἕ­να βό­δι χτυ­πη­μέ­νο ἀ­πὸ ρό­πα­λο.

       Κα­θὼς κυ­λοῦ­σαν οἱ ἀ­τέ­λει­ω­τες μέ­ρες ποὺ ἀρ­γο­πέ­θαι­νε, τὸ ρά­ψι­μο ἐγ­κα­τα­λεί­φτη­κε, οἱ κό­ρες τρο­μαγ­μέ­νες δὲν ἀ­σχο­λοῦν­ταν πιὰ πα­ρὰ μό­νο μὲ τὸ νὰ πα­ρα­τη­ροῦν τὴν ὄ­ψη τῆς ἑ­τοι­μο­θά­να­της καὶ νὰ κα­τα­σκο­πεύ­ουν τὰ βή­μα­τα τοῦ θα­νά­του. Οἱ σκο­τει­νὲς ἐ­χθρι­κὲς δυ­νά­μεις τοῦ φτω­χοῦ, αὐ­τὲς οἱ κα­κό­βου­λες ποὺ κη­λι­δώ­νουν, ἀ­πο­δο­μοῦν καὶ προ­κα­λοῦν σή­ψη, αὐ­τὲς οἱ φορ­τι­κὲς καὶ ἐ­λε­ει­νές, κα­τέ­λα­βαν τὸ σπι­τι­κὸ καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν τὸ πτῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα.

       Οἱ ὧ­ρες, οἱ μο­νό­το­νες ὧ­ρες, ἀ­δι­ά­φο­ρες, ἴ­δι­ες, ἔ­φτα­ναν δι­α­δο­χι­κὰ καὶ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ μί­ζε­ρο δω­μα­τιά­κι, περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ πτῶ­μα τῆς δό­νια Φραν­θί­σκα καὶ ἐ­πέ­τρε­παν νὰ κυ­λή­σουν πά­νω σε ἐ­κεί­νη τὴ με­λαγ­χο­λί­α, ἡ με­λαγ­χο­λί­α τοῦ σού­ρου­που καὶ τὸ κου­βά­ρι ἀ­πὸ σκι­ὲς ποὺ δέ­νει τὸν ὕ­πνο μὲ τὴ λή­θη. Τὰ παι­δά­κια, χορ­τα­σμέ­να ἀ­πὸ παι­χνί­δι, σι­γὰ σι­γὰ κοι­μή­θη­καν. Οἱ γυ­ναῖ­κες, κα­θι­σμέ­νες στὶς γω­νι­ές, μᾶλ­λον προ­σεύ­χον­ταν. Ἡ γριά, πάν­τα κου­λου­ρι­α­σμέ­νη, ἦ­ταν στὸ σκο­τά­δι σὰν ἄλ­λο πτῶ­μα ποὺ εἶ­χε ἀ­νοι­χτά τα μά­τια.

       Μιὰ ἀ­πὸ τὶς γυ­ναῖ­κες ση­κώ­θη­κε σὲ λί­γο καὶ ἄ­να­ψε ἕ­να κε­ρί. Με­τὰ γύ­ρι­σε πρὸς τὴ νε­κρὴ καὶ κοκ­κά­λω­σε. Κά­τω ἀ­πὸ τὴν πλα­κου­τσω­τὴ μύ­τη τῆς δό­να Φραν­θί­σκα ἡ γραμ­μὴ τοῦ μου­στα­κιοῦ γι­νό­ταν ἐν­το­νό­τε­ρη. Τὸ μῆ­κος τῆς κά­θε τρί­χας εἶ­χε δι­πλα­σια­στεῖ καὶ με­ρι­κὲς ἄγ­γι­ζαν πιὰ τὰ πρα­σι­νω­πὰ μά­γου­λα τῆς γεν­ναι­ό­ψυ­χης μά­νας.

       — Στοὺς ἄν­δρες συ­νή­θως με­γα­λώ­νουν τὰ γέ­νια – μουρ­μού­ρι­σε ἡ γριά.

       Ἡ σι­ω­πὴ σκέ­πα­σε ξα­νὰ σὰν ἕ­να σά­βα­νο τὴ θλι­βε­ρὴ σκη­νή. Ἡ φλό­γα τοῦ κε­ριοῦ τρε­μό­παι­ζε ἀλ­λό­κο­τα κά­νον­τας συν­θέ­σεις ἀ­πὸ σκι­ὲς νὰ χο­ρεύ­ουν στοὺς τοί­χους τῆς κά­μα­ρας. Κου­βα­ρι­α­σμέ­νες καὶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες οἱ γυ­ναῖ­κες κοι­μόν­ταν, βυ­θί­ζον­τας τὰ μα­ρα­μέ­να μέ­τω­πά τους στὰ κύ­μα­τα τῆς νύ­χτας. Οἱ ὧ­ρες πέρ­να­γαν καὶ τὸ μου­στά­κι τῆς δό­να Φραν­θί­σκα συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει.

       Κά­που-κά­που ἀ­να­ση­κω­νό­ταν κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς κό­ρες καὶ ἐ­ξέ­τα­ζε προ­σε­κτι­κά τὸ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο πρό­σω­πο τῆς μη­τέ­ρας της ὅ­πως ἐ­ξε­τά­ζον­ται προ­σε­κτι­κά τὰ στοι­χειὰ ἑ­νὸς ἐ­φιά­λτη. Τὰ μι­κρά, μὲ φτε­ρου­γί­σμα­τα που­λι­ῶν ποὺ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται, τραν­τά­ζον­ταν ἀ­κα­τά­στα­τα. Τὸ κε­ρὶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ταν. Στὴν πρη­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­κρου­στι­κὴ δό­να Φραν­θί­σκα, συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει ἐ­κεῖ­νο τὸ φο­βε­ρὸ μου­στά­κι ποὺ με­τὰ τὸ θά­να­τό της τῆς ἄλ­λα­ζε τὸ φύ­λο.

       Ὅ­ταν ἡ χλω­μὴ καὶ πα­γω­μέ­νη αὐ­γὴ γλί­στρη­σε στὸ φτω­χι­κὸ δω­μά­τιο καὶ οἱ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ξύ­πνη­σαν ξυ­λι­α­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο, ἀν­τίκρυ­σαν πά­νω στὴν ἀ­πο­συν­θε­μέ­νη σάρ­κα τῆς δό­νας Φραν­θί­σκα κά­τι τε­ρά­στια γου­ρου­νί­σια καὶ μα­ρα­μέ­να μου­στά­κια ποὺ τῆς ἔ­δι­ναν μιὰ ὄ­ψη ἀ­πο­κε­φα­λι­σμέ­νου σὲ κέ­ρι­νο ὁ­μοί­ω­μα.

       Τό­τε τὸ μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ δι­α­βο­λά­κια ἔ­σκα­σε στὸ γέ­λιο, ἕ­να γέ­λιο τρε­λὸ ποὺ ξε­πή­δη­σε σὲ πί­δα­κα σὰν ἀ­πὸ μιὰ ἄ­γρια πη­γή· ἡ γριὰ ἀποκαλύφθηκε σὰν ἕ­να πλη­για­σ­μέ­νο ἀγρίμι καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες δὲν ἄν­τε­ξαν ἄλ­λο καὶ γέ­λα­σαν σὰν κά­ποι­ος ποὺ οὐρ­λιά­ζει καὶ ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα γέ­λια, ἀν­τη­χών­τας στὰ σω­θι­κὰ τοῦ πάμ­φτω­χου σπι­τι­κοῦ, προ­κα­λοῦ­σαν χα­μό­γε­λα σὲ αὐ­τοὺς ποὺ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ δρό­μο.



Πηγή: Cuentos breves, 1911:

https://ciudadseva.com/autor/rafael-barrett/cuentos/

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret). Γεν­νή­θη­κε στὴν Τορ­ρε­λα­βέγ­κα τῆς Καν­τά­βρια (Ἱ­σπα­νί­α) τὸ 1876 καὶ πέ­θα­νε στὴν Ἀρ­κα­σὸν (Γαλ­λί­α) τὸ 1910. Ὑ­πῆρ­ξε μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου πα­ρή­χθη στὴν Πα­ρα­γουά­η, για­υτὸ καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δι­α­κε­κρι­μέ­νη φι­γού­ρα τῆς πα­ρα­γουα­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του καὶ τὰ δο­κί­μιά του, βα­θέ­ως φι­λο­σο­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, πα­ρά­δειγ­μα ἑ­νὸς βι­τα­λι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο πρό­δρο­μος τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ. Γνω­στὲς εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ φι­λο­σο­φι­κὸ-πο­λι­τι­κές του θέ­σεις ὑ­πὲρ τοῦ ἀ­ναρ­χι­σμοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret): Κό­τες (ἕ­να ἀ­ναρ­χι­κὸ πα­ρα­μύ­θι)



Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret)


Κό­τες (ἕ­να ἀ­ναρ­χι­κὸ πα­ρα­μύ­θι)

Gallinas (un cuento anarquista)


ΣΟ ΔΕΝ ΕΙΧΑ στὴν κα­το­χή μου τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να κρεβ­βά­τι καὶ τὰ βι­βλί­α μου, ἤ­μουν εὐ­τυ­χής. Τώ­ρα ἔ­χω στὴν κα­το­χή μου ἐν­νιὰ κό­τες καὶ ἕ­ναν κό­κο­ρα καὶ ἡ ψυ­χή μου εἶ­ναι ἀ­νά­στα­τη.

       Ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α μὲ σκλή­ρυ­νε. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­γό­ρα­ζα μιὰ κό­τα τὴν ἔ­δε­να δυ­ὸ μέ­ρες σὲ ἕ­να δέν­τρο γιὰ νὰ τῆς ἐ­πι­βάλ­λω τὴν κα­τοι­κί­α μου, κα­τα­στρέ­φον­τας στὴν εὔ­θραυ­στη μνή­μη της τὴν ἀ­γά­πη γιὰ τὸν πα­λιό της τό­πο δι­α­μο­νῆς. Μπά­λω­σα τὸν φρά­χτη τῆς αὐ­λῆς μου, μὲ σκο­πὸ νὰ γλυ­τώ­σω τὴν ἀ­πό­δρα­ση τῶν που­λε­ρι­κῶν μου καὶ τὴν ἐ­πι­δρο­μὴ τε­τρά­πο­δων καὶ δί­πο­δων ἀ­λε­πού­δων. Ἀ­πο­μο­νώ­θη­κα, ἐ­νί­σχυ­σα τὸ σύ­νο­ρο, σχε­δί­α­σα μιὰ δι­α­βο­λι­κὴ γραμ­μὴ ἀ­νά­με­σα στὸν πλη­σί­ον καὶ ἐ­μέ­να. Δι­αί­ρε­σα τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα σὲ δυ­ὸ κα­τη­γο­ρί­ες: ἐ­γώ, ἀ­φέν­της τῶν κο­τῶν μου καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ποὺ μπο­ροῦ­σαν νὰ μοῦ τὶς πά­ρουν. Προσ­δι­ό­ρι­σα τὸ ἀ­δί­κη­μα. Ὁ κό­σμος γιὰ μέ­να γε­μί­ζει ἀ­πὸ ὑ­πο­τι­θέ­με­νους κλέ­φτες καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­ρι­ξα στὴν ἄλ­λη με­ριὰ τῆς πε­ρί­φρα­ξης μιὰ ἐ­χθρι­κὴ μα­τιά.

       Ὁ κό­κο­ράς μου ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ νε­α­ρός. Ὁ κό­κο­ρας τοῦ γεί­το­να πή­δη­ξε τὸ φρά­χτη καὶ βάλ­θη­κε νὰ φλερ­τά­ρει μὲ τὶς κό­τες μου καὶ νὰ κά­νει δύ­σκο­λη τὴ ζω­ὴ τοῦ δι­κοῦ μου κό­κο­ρα. Ἔ­δι­ω­ξα μὲ πε­τρι­ὲς τὸν πα­ρεί­σα­κτο, ἀλ­λὰ οἱ κό­τες πή­δα­γαν τὸν φρά­χτη καὶ ἔ­κα­ναν αὐ­γὰ στὸ σπί­τι τοῦ γεί­το­να. Ἀ­παί­τη­σα τὰ αὐ­γὰ καὶ ὁ γεί­το­νάς μου μὲ μί­ση­σε. Ἀ­πὸ τό­τε, ἔ­βλε­πα τὴ φά­τσα του πά­νω στὸ φρά­χτη, τὴν ἐ­χθρι­κὴ καὶ ἱ­ε­ρο­ε­ξε­τα­στι­κὴ μα­τιά του, ἴ­δια μὲ τὴν δι­κή μου. Τὰ κο­τό­που­λά του περ­να­γαν τὸν φρά­χτη καὶ κα­τα­βρό­χθι­ζαν τὸ μου­λι­α­σμέ­νο κα­λαμ­πό­κι ποὺ προ­ό­ρι­ζα γιὰ τὰ δι­κά μου. Τὰ ξέ­να κο­τό­που­λα μοῦ ἔ­μοια­ζαν ἐγ­κλη­μα­τί­ες. Τὰ κα­τα­δί­ω­ξα καὶ τυ­φλω­μέ­νος ἀ­πὸ λύσ­σα σκό­τω­σα ἕ­να. Ὁ γεί­το­νας προ­σέ­δω­σε τε­ρά­στια ση­μα­σί­α στὴν ἐ­πί­θε­ση. Δὲν θέ­λη­σε νὰ δε­χτεῖ μιὰ χρη­μα­τι­κὴ ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση. Τρά­βη­ξε μὲ σο­βα­ρό­τη­τα τὸ πτῶ­μα τοῦ κο­τό­που­λου καὶ ἀν­τὶ νὰ τὸ φά­ει, τὸ ἔ­δει­ξε στοὺς φί­λους του, γε­γο­νὸς μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄρ­χι­σε νὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ στὸ χω­ριὸ ὁ θρύ­λος τῆς ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κῆς μου κτη­νω­δί­ας. Ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­νι­σχύ­σω τὴν πε­ρί­φρα­ξη, νὰ ἐ­παυ­ξή­σω τὴν ἐ­πα­γρύ­πνη­ση, νὰ ἀ­νε­βά­σω μὲ μιὰ λέ­ξη, τὸν πο­λε­μι­κό μου προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό. Ὁ γεί­το­νας δι­έ­θε­τε ἕ­ναν σκύ­λο ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο γιὰ ὅ­λα· ἐ­γὼ σκέ­φτο­μαι νὰ ἀ­γο­ρά­σω ἕ­να πι­στό­λι.

       Ποῦ εἶ­ναι ἡ πα­λιά μου ἡ­συ­χί­α; Εἶ­μαι πο­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν κα­χυ­πο­ψί­α καὶ τὸ μί­σος. Τὸ πνεῦ­μα τοῦ κα­κοῦ μὲ ἔ­χει κα­τα­λά­βει. Πρὶν ἤ­μουν ἕ­νας ἄν­θρω­πος. Τώ­ρα εἶ­μαι ἕ­νας ἰ­δι­ο­κτή­της.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἰ­στο­σε­λί­δα El libertario.

Gallinas (un cuento anarquista) (periodicoellibertario.blogspot.com)

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret): Γεν­νή­θη­κε στὴν Τορ­ρε­λα­βέγ­κα τῆς Καν­τά­βρια (Ἱ­σπα­νί­α) τὸ 1876 καὶ πέ­θα­νε στὴν Ἀρ­κα­σὸν (Γαλ­λί­α) τὸ 1910. Ὑ­πῆρ­ξε μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου πα­ρή­χθη στὴν Πα­ρα­γουά­η, για­υτὸ καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δι­α­κε­κρι­μέ­νη φι­γού­ρα τῆς πα­ρα­γουα­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του καὶ τὰ δο­κί­μιά του, βα­θέ­ως φι­λο­σο­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, πα­ρά­δειγ­μα ἑ­νὸς βι­τα­λι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο πρό­δρο­μος τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ. Γνω­στὲς εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ φι­λο­σο­φι­κὸ-πο­λι­τι­κές του θέ­σεις ὑ­πὲρ τοῦ ἀ­ναρ­χι­σμοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez): Τὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα τὸν πα­ρέ­λα­βε ἀ­πὸ τὸ κε­λί…



Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez)


Τὰ πέν­τε πιὸ ὡ­ραῖ­α μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ κό­σμου (5/5)

(Los cinco cuentos cortos más bellos del mundo)


[V. Τὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα τὸν πα­ρέ­λα­βε ἀ­πὸ τὸ κε­λί…]

[V. El pelotón de fusilamiento lo sacó de su celda…]


Ο ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ τὸν πα­ρέ­λα­βε ἀ­πὸ τὸ κε­λὶ ἕ­να πα­γω­μέ­νο ξη­μέ­ρω­μα καὶ ὅ­λοι μα­ζὶ ἔ­πρε­πε νὰ δι­α­σχί­σουν μιὰ χι­ο­νι­σμέ­νη πε­ρι­ο­χὴ γιὰ νὰ φτά­σουν στὸ ση­μεῖ­ο τῆς ἐ­κτέ­λε­σης. Οἱ χω­ρο­φύ­λα­κες ἦ­ταν κα­λὰ προ­στα­τευ­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο μὲ πα­νω­φό­ρια, γάν­τια καὶ τρί­κο­χα, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ ἔ­τσι τουρ­τού­ρι­ζαν ἐν μέ­σῳ τῆς πα­γω­μέ­νης ἐ­ρη­μιᾶς. Ὁ κα­η­μέ­νος ὁ φυ­λα­κι­σμέ­νος, ποὺ φό­ρα­γε μό­νο μιὰ ζα­κέ­τα ἀ­πὸ ξε­φτι­σμέ­νο μαλ­λί, δὲν ἔ­κα­νε τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸ νὰ τρί­βει τὸ σχε­δὸν κοκ­κα­λω­μέ­νο σῶ­μα, ἐ­νῶ πα­ρα­πο­νι­ό­ταν δυ­να­τὰ γιὰ τὸ φο­νι­κὸ ψύ­χος. Κά­ποι­α στιγ­μή, ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τοῦ ἐ­κτε­λε­στι­κοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος, ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νος μὲ τὰ πα­ρά­πο­να, τοῦ φώ­να­ξε:

       — Δι­ά­ο­λε, πά­ψε νὰ κά­νεις τὸν μάρ­τυ­ρα μὲ τὸ σκα­το­κρύ­ο. Σκέ­ψου καὶ ἐ­μᾶς, ποὺ ἔ­χου­με καὶ νὰ γυ­ρί­σου­με.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Ciudad Seva, Casa digital del escritor Luis López Nieves:

Cuentos de Gabriel García Márquez – Ciudad Seva – Luis López Nieves

Γκαμπριὲλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez) (Κο­λομ­βί­α 1927-Με­ξι­κὸ 2014). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης λό­γους, ρε­πορ­τάζ, κρι­τι­κὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Ὑ­πῆρ­ξε γνω­στὸς σὰν Γκάμ­πο καὶ οἱ φί­λοι του τὸν φώ­να­ζαν Γκαμ­πί­το. Τὸ 1982 ἔ­λα­βε τὸ Νόμ­πελ τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας «γιὰ τὶς νου­βέ­λες του καὶ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ μπλέ­κον­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ φαν­τα­σί­α, ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὴν ζω­ὴ καὶ τὶς συγ­κρού­σεις μιᾶς ἠ­πεί­ρου». Συν­δέ­ε­ται ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν «μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ» καὶ τὸ πιὸ γνω­στό του ἔρ­γο, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἑ­κα­τὸ χρό­νια μο­να­ξιᾶς, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ρεύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι λό­γῳ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ ἔρ­γου, αὐ­τὸς ὁ ὅ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἄν­θι­σε στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ 2007 ἡ Βα­σι­λι­κὴ Ἱ­σπα­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α καὶ ἡ Ἑ­ται­ρί­α Ἀ­κα­δη­μι­ῶν τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Γλώσ­σας δη­μο­σί­ευ­σαν μιὰ ἀ­να­μνη­στι­κὴ ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ του ἔρ­γου, θε­ω­ρών­τας το μέ­ρος τῶν με­γά­λων ἱ­σπα­νό­φω­νων κλασ­σι­κῶν ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν. Ὁ Μάρ­κες ὑ­πῆρ­ξε δι­ά­ση­μος τό­σο γιὰ τo τα­λέν­το του ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κή του στά­ση. Ἡ φι­λί­α του μὲ τὸν κου­βα­νὸ ἡ­γέ­τη Φιν­τὲλ Κά­στρο εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ κό­σμο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.