Σίγκα Ναόγια (志賀 直哉)
Γκρίζο φεγγάρι
(灰色の月)
ΟΛΙΣ ΣΤΑΘΗΚΑ στὴν πλατφόρμα τοῦ σταθμοῦ τοῦ Τόκυο, μ’ ὅλο ποὺ ἀπὸ πάνω δὲν ὑπῆρχε πιὰ σκέπαστρο, ὁ ἀέρας σταμάτησε νὰ φυσάει. Ὡστόσο τὸ κρύο ἦταν παγερό. Εὐτυχῶς, σκέφτηκα, ποὺ ἔβαλα αὐτὸ τὸ παλτὸ ὅταν βγῆκα. Οἱ ἄλλοι δύο τῆς παρέας εἶχαν μπεῖ στὸ τραῖνο μὲ κατεύθυνση τὸ Οὐένο, ποὺ εἶχε ἔρθει πρῶτο, κι ἐγὼ μόνος τώρα, περίμενα τὸ ἄλλο, ποὺ ἔκανε τὸ γύρο ἀπὸ Σιναγκάουα.
Μέσα ἀπὸ τὴ λεπτὴ συννεφιὰ ποὺ κάλυπτε τὸν οὐρανό, ἕνα γκρίζο φεγγάρι, φώτιζε ἀχνὰ τὰ ἀποκαΐδια τῆς πλευρᾶς τοῦ Νιχόνμπασι. Τὸ φεγγάρι ἦταν περίπου δέκα ἡμερῶν. Φαινόταν χαμηλὸ καί, γιὰ κάποιο λόγο, κοντινό. Ἦταν περίπου ὀχτώμιση, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἦταν λιγοστοὶ καὶ ἡ σχεδὸν ἄδεια, φαρδιὰ πλατφόρμα, ἔμοιαζε ἀκόμα φαρδύτερη.
Ἀπὸ μακριὰ φάνηκαν τὰ μπροστινὰ φῶτα καί, πρὶν τὸ καταλάβω, τὸ τραῖνο βρέθηκε μπροστά μου. Μέσα δὲν ἦταν καὶ πολὺ γεμάτο κι ἔτσι μπόρεσα νὰ βρῶ μιὰ θέση, κοντὰ στὴν ἀπέναντι πόρτα. Δεξιά μου ἦταν μιὰ γυναίκα, κοντὰ στὰ πενήντα, ποὺ φοροῦσε μιὰ ἐργατικὴ φόρμα. Ἀριστερά, μὲ τὴν πλάτη γυρισμένη πρὸς ἐμένα, ἦταν ἕνα ἀγόρι ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἐργατόπαιδο. Τὸ κάθισμα δὲν εἶχε μπράτσο στὴν ἄκρη, κι ἔτσι εἶχε καθίσει μὲ τὸ πλάϊ ἐντελῶς πρὸς τὴν πόρτα.
Τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινα, τὸ μάτι μου ἔπεσε λίγο στὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ ἀγοριοῦ. Εἶχε τὰ μάτια κλειστὰ καὶ τὸ στόμα του ἔχασκε ἀνοιχτό. Τὸ πάνω μέρος τοῦ σώματός του ἔκανε συνέχεια μεγάλες ταλαντώσεις, μπρὸς-πίσω. Μᾶλλον ὄχι, δὲν ἔκανε ταλαντώσεις: τὸ σῶμα του ἔπεφτε πρὸς τὰ μπρὸς καὶ τὸ ἀγόρι τὸ σήκωνε, ξανάπεφτε, καὶ πάλι τὸ ἴδιο. Ἂν ἦταν ἀπὸ νύστα, τὸ συνεχὲς τοῦ πράγματος δημιουργοῦσε μιὰ ἀλλόκοτη αἴσθηση. Ἐγὼ κάθισα σὲ μιὰ μᾶλλον φυσικὴ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὸ τὸ παιδί.
Στὸ σταθμὸ τοῦ Γιουρακουτσὸ καὶ τοῦ Σίνμπασι τὸ βαγόνι σχεδὸν γέμισε ἀπὸ κόσμο. Κάμποσοι ἀπ’ τοὺς καινούργιους ἐπιβάτες ἔμοιαζε νὰ γυρίζουν ἀπὸ ἔξοδο γιὰ προμήθειες. Ἕνας στρογγυλοπρόσωπος, ροδαλὸς νεαρός, γύρω στὰ εἴκοσι πέντε-εἰκοσιέξι, ἔβαλε ἕναν ἰδιαίτερα ὀγκώδη σάκο ποὺ κουβαλοῦσε στὸν ὦμο δίπλα στὸ παιδὶ κι ἔκανε νὰ καθίσει. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἀπὸ πίσω, ἕνας περίπου σαραντάρης, ποὺ κουβαλοῦσε κι αὐτὸς ἕνα σάκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὸν ἔσπρωχναν, κάνοντας πὼς ρίχνει μιὰ βιαστικὴ ματιὰ στὸ μπροστινὸ νεαρό, εἶπε:
Νὰ τὸν βάλω ἀπὸ πάνω;
Καὶ χωρὶς νὰ περιμένει ἀπάντηση, ἄρχισε νὰ κατεβάζει τὸ σάκο ἀπ’ τὴν πλάτη του.
Περιμένετε, σᾶς παρακαλῶ! Ἂν τὸν βάλετε ἀπὸ πάνω, θά ‘χω πρόβλημα!
Εἶπε ὁ νέος στρεφόμενος πρὸς τὸν ἄντρα, ἐνῶ μὲ τὰ χέρια του ἔκανε νὰ προστατέψει τὰ δικά του πράγματα.
— Ἄ, καλά, συγγνώμη, εἶπε ὁ ἄντρας κι ἔριξε μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ πάνω, στὸ δίχτυ. Ὅμως, ἐπειδὴ οὔτε ἐκεῖ φαινόταν νὰ χωράει, συστρέφοντας τὸ σῶμα του μέσα στὸ στενὸ χῶρο, ξανάβαλε τὸ σάκο στὴν πλάτη του.
Ὁ νεαρός, δείχνοντας νὰ στενοχωρήθηκε, τοῦ πρότεινε νὰ τὸν βάλει ἔτσι, ποὺ ὁ μισὸς σάκος ν’ ἀκουμπάει μόνο στὸ πλάι τοῦ δικοῦ του.
— Ὄχι, ἐντάξει εἶμαι. Δὲν εἶναι καὶ τόσο βαρύς. Σκέφτηκα νὰ τὸν κατεβάσω ἀλλὰ ἄσ‘ το, δὲν πειράζει, μὴ σοῦ δημιουργῶ πρόβλημα, ἀπάντησε ὁ ἄντρας, σκύβοντας ἐλαφρὰ τὸ κεφάλι.
Ἐγὼ ποὺ ἔβλεπα αἰσθάνθηκα ὡραῖα. Πόσο ἔχουν ἀλλάξει τὰ αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ παλιά, σκέφτηκα.
Στὸ Χαμαμάτσου καὶ στὴ Σιναγκάουα κατέβηκαν κάμποσοι, ἀλλὰ ἀνέβηκαν περισσότεροι. Τὸ ἐργατόπαιδο, ἀκόμη καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, συνέχιζε τὶς ταλαντώσεις.
— Μὰ τί φάτσα εἶν’ αὐτή; ἀκούστηκε μιὰ φωνή. Αὐτὸς ποὺ τό’ πε ἦταν ἕνας σαρανταπεντάρης, ἀπὸ μιὰ παρέα τεσσάρων-πέντε ἀντρῶν, ποὺ ἔμοιαζαν προσωπικὸ ἑταιρείας. Ἡ παρέα γέλασε ὅλη μαζί. Ἀπ’ τὴ δική μου μεριὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐργατόπαιδου δὲν ἦταν ὁρατό. Ὅμως, ἐπειδὴ ὁ τρόπος ποὺ μίλησε ὁ ὑπάλληλος τῆς ἑταιρείας ἦταν περίεργος, ἴσως νά ‘δειχνε περίεργο. Μέσα στὸ βαγόνι δημιουργήθηκε γιὰ λίγο μιὰ ἀτμόσφαιρα εὐθυμίας.
Τότε ὁ στρογγυλοπρόσωπος νεαρός, κυττώντας πλάγια τὸν ἄντρα πίσω του καὶ χτυπώντας μὲ τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου τὸ στομάχι του εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:
— Στὸ παρὰ πέντε εἶναι, ἔ;
Ὁ ἄντρας, μὲ ὕφος λίγο σὰν νὰ ξαφνιάστηκε, κύτταξε τὸ ἐργατόπαιδο.
— Ἄ, ἔτσι; εἶπε.
Ἀλλὰ καὶ ἡ παρέα ποὺ γέλασε, ἄρχισε νὰ τὸ βρίσκει κι αὐτὴ παράξενο.
— Μὰ τί, ἄρρωστος εἶναι;
— Μπά, ζαλισμένος φαίνεται.
— Ὄχι, μᾶλλον ἄλλο εἶναι, ψιθύρισε τότε κάποιος.
Καὶ μ’ αὐτό, σὰν ξαφνικὰ ὅλοι νὰ κατάλαβαν, ἔπεσε σιωπή.
Τὸ φτηνὸ ὕφασμα τῆς ἐργατικῆς φόρμας εἶχε σκιστεῖ στοὺς ὤμους, κι ἀπὸ μέσα ἦταν κολλημμένο ἕνα μπάλωμα ἀπὸ πετσέτα. Κάτω ἀπ’ τὸ γεῖσο τοῦ στρατιωτικοῦ καπέλου, ποὺ τὸ φοροῦσε τὸ πίσω μπρός, ὁ λερωμένος σβέρκος ἔδειχνε θλιβερὰ ἰσχνός.
Τὸ ἐργατόπαιδο σταμάτησε νὰ κουνιέται. Μετά, γέρνοντας τὸ κεφάλι πάνω στὸ σανίδωμα, τριάντα πόντων περίπου, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα στὸ παράθυρο καὶ στὴν εἴσοδο, ἄρχισε νὰ τρίβει ἀργά, πάνω-κάτω, τὸ μάγουλό του. Ἦταν ἕνα θέαμα τόσο παιδιάστικο. Μὲ τὸ χαμένο του μυαλό, φαινόταν σὰ νὰ ὑπέθεσε ὅτι ἡ σανίδα εἶναι κάποιος, πάνω στὸν ὁποῖο χαϊδευόταν.
— Ἔ, ἐσύ! Πρὸς τὰ ποῦ πᾶς; Ρώτησε ὁ μεγάλος ἄντρας ποὺ στεκόταν μπροστά, βάζοντας τὸ χέρι του στὸν ὦμο τοῦ ἐργατόπαιδου. Τὸ ἀγόρι δὲν ἀπάντησε. Ὅταν ὅμως ὁ ἄντρας δευτέρωσε τὴν ἐρώτηση, — Μέχρι τὸ Οὐένο, εἶπε σὰν ἀποχαυνωμένος.
— Τί λές! Ἀνάποδα μπῆκες! Αὐτὸς ὁ συρμὸς πάει στὴ Σιμπούγια!
Τὸ ἐργατόπαιδο ἀνασηκώθηκε λίγο, κι ἔκανε νὰ κυττάξει ἔξω. Ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του καί, ξαφνικά, ἔγειρε πρὸς τὰ μένα. Ἦταν κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενα, κι ὅταν ἀργότερα τὸ σκεφτόμουνα, δὲν μποροῦσα νὰ ἐξηγήσω γιατὶ ἔκανα ἕνα τέτοιο πράγμα, ὅμως τότε, ἐντελῶς ἀνακλαστικά, ἔσπρωξα τὸ κορμὶ τοῦ παιδιοῦ, ποὺ ἔπεφτε πάνω μου, ἀπ’ τοὺς ὤμους πρὸς τὰ πίσω. Ἐπειδὴ αὐτὴ ἦταν μιὰ ἐνέργεια ποὺ πρόδιδε τὰ αἰσθήματά μου, ξαφνιάστηκα κι ὁ ἴδιος. Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ τὴν ἴδια στιγμὴ μοῦ προκάλεσε ἀκόμα περισσότερο πόνο, ἦταν πόσο πολὺ μικρὴ ἦταν ἡ ἀντίσταση ποὺ πρόβαλε αὐτὸ τὸ σῶμα. Τὸ βάρος μου ἔχει πέσει τώρα σὲ λιγότερο ἀπὸ πενήντα κιλά, ὅμως τὸ δικό του ἦταν πολὺ ἐλαφρότερο.
— Ἤσουν στὸ σταθμὸ τοῦ Τόκυο, ἄρα προσπέρασες τὸ σταθμό σου. Ἀπὸ ποῦ μπῆκες; Τὸν ρώτησα ἀπὸ πίσω.
Τὸ ἐργατόπαιδο, χωρὶς νὰ γυρίσει νὰ μὲ κυττάξει,
— Ἀπ’ τὴ Σιμπούγια, εἶπε.
— Ἀπ’ τὴ Σιμπούγια! Ἔκανες δηλαδὴ ὅλο τὸν κύκλο! Εἶπε κάποιος.
Τὸ ἐργατόπαιδο, κολλώντας τὸ μέτωπο στὸ τζάμι, ἔκανε νὰ κυττάξει ἔξω, ἀλλὰ τὰ παράτησε ἀμέσως καὶ μὲ φωνὴ χαμηλή, ποὺ μόλις ἀκούστηκε, ψιθύρισε:
— Τί σημασία ἔχει, ἀπ’ ὅπου κι ἂν εἶναι…
Αὐτὸς ὁ μονόλογος τοῦ ἐργατόπαιδου ἔμεινε πολὺ ὥρα μέσα στὴν καρδιά μου.
Ὅσοι ἐπιβάτες στέκονταν ἐκεῖ κοντὰ δὲν ξαναμίλησαν γι’ αὐτό. Φαντάζομαι, θὰ σκέφτονταν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς κι ἐγώ, εἶχα τὸ ἴδιο αἴσθημα, ὅτι δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἀπολύτως τίποτε. Ἂν εἶχα πάρει τίποτε φαῒ μαζί μου θὰ μποροῦσα νὰ τοῦ δώσω, ἔστω γιὰ νὰ ἡσυχάσω τὴ συνείδησή μου. Ἀλλὰ χρήματα, καὶ νὰ τοῦ ‘δινα, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ νὰ φάει ἀκόμη καὶ τὴ μέρα, πόσο λιγότερο τώρα, στὶς ἐννιὰ ἡ ὥρα τὴ νύχτα. Κατέβηκα ἀπ’ τὸ τραῖνο στὴ Σιμπούγια, γεμάτος μὲ ἕνα βαρύ, σκοτεινὸ συναίσθημα.
Συνέβη στὶς 16 Ὀκτωβρίου τοῦ 1945.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο 灰色の月-万暦赤絵 (Hai iro no tsuki – Banreki akae), ἔκδοση τσέπης τῆς Shincōsha, 1968.
Σίγκα Ναόγια (Ἰσινομάκι, Ἰαπωνία, 1883-Τόκιο, 1971). Ἰάπωνας διηγηματογράφος, ἰδιαίτερα γνωστὸς γιὰ τὸ μοναδικὸ μυθιστόρημά του An’ya kôro (Τὸ ταξίδι μιᾶς σκοτεινῆς νύχτας, 1921-1937). Διηγήματά του στὰ ἑλληνικὰ στὸ Πλανόδιον, ἀρ, 32, Ἰούνιος 2001 (μτφ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἰαπωνικά:
Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος (Ἀστακὸς Αἰτωλοακαρνανίας, 1951). Σπούδασε Θεολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ Θρησκειολογία στὴν Ἰαπωνία. Διδάσκει στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΕΚΠΑ Ἱστορία Θρησκευμάτων (Ἰαπωνικὸ βουδισμό). Ἔχει δημοσιεύσει πολλὲς μελέτες, δοκίμια, ἄρθρα καὶ μεταφράσεις ἀπὸ τὰ Ἰαπωνικά γιὰ τὸ περ. Πλανόδιον καὶ τὶς ἐκδόσεις Ἄγρα.
Filed under: Αυτοβιογραφία,Ιαπωνικά,Καθημερινά,Ναόγια Σίγκα,Παπαλεξανδρόπουλος Στέλιος | Tagged: Ιαπωνικό διήγημα,Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος,Σίγκα Ναόγια | Τὰ σχόλια στὸ Σίγκα Ναόγια: Γκρίζο φεγγάρι ἔχουν κλείσει