Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση: Μπά­ου Τρά­ϊμπ



Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση


Μπά­ου Τρά­ϊμπ


Α ΦΤΑΝΑΜΕ στὸ νησὶ μὲ τὰ κα­γιάκ. Χω­ρι­στή­κα­με σὲ ὁ­μά­δες, πε­ρι­ερ­γα­στή­κα­με τὰ πτε­ρύ­για τῶν κου­πι­ῶν μας, κά­να­με πλά­κα μὲ τὸ ποι­ός θὰ φτά­σει πρῶ­τος, λέ­γον­τας συν­θή­μα­τα. Μέ­σα στὸ νε­ρό, εἴ­δα­με τὰ ἀ­γό­ρια νὰ προ­πο­ρεύ­ον­ται, με­τρή­σα­με τὶς κου­πι­ές μας, «ἕ­να» «δύ­ο», «ἕ­να» «δύ­ο», «ἕ­να» «δύ­ο» καὶ βρή­κα­με πὼς εἴ­μα­στε κα­λοὶ στὸ συγ­χρο­νι­σμό, ξορ­κί­σα­με τὸν πό­νο στοὺς ὤ­μους καὶ τὸ πῶς θὰ βγά­λου­με αὔ­ριο τὴν ἐ­φη­με­ρί­α. Πι­ά­σα­με κου­βέν­τες γιὰ ροῦ­χα, ἕ­να δυ­ὸ μα­θη­τὲς ποὺ ἔ­χου­με κοι­νούς, καὶ —ὅ­ταν πιὰ φτά­σα­με στὰ βα­θιὰ— γιὰ φί­λους ποὺ μᾶς ἔ­χουν λεί­ψει, πό­τε θὰ μᾶς ἐ­πι­σκε­φτοῦν καὶ πό­σο δὲν θέ­λου­με νὰ γυ­ρί­σου­με στὴν Ἀ­θή­να. Ἡ στε­ριὰ τοῦ νη­σιοῦ φά­νη­κε πί­σω ἀ­πὸ τὰ βρά­χια ποὺ προ­σπε­ρά­σα­με. «Θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρου­με;» «Θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρου­με.»

       Ὁ Ἑλ­λη­νο­α­με­ρι­κά­νος ὁ­δη­γός μας, μό­λις τὰ κα­γιάκ μας σύρ­θη­καν στὴ στε­ριά, μοῦ τὸ εἶ­πε: «ΒΑΟU ΤRΙΒΕ». Τὸν ρώ­τη­σα δυ­ὸ τρεῖς φο­ρές, δὲν εἶ­χα κα­τα­λά­βει τὴ δεύ­τε­ρη λέ­ξη, πε­τσό­κο­βε τὸ «ρ» σὰν ὀρ­γι­σμέ­νος Γάλ­λος· κού­νη­σα τὸ κε­φά­λι πὼς δῆ­θεν κα­τα­λα­βαί­νω, προ­σπα­θών­τας νὰ βρῶ τὴ λέ­ξη ποὺ ἔ­χα­σα. «Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 80-90 ἔ­με­νε σὲ αὐ­τὸ τὸ νη­σὶ ἕ­να ρὸκ συγ­κρό­τη­μα μὲ αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα. Εἶ­ναι γραμ­μέ­νο καὶ μὲ βό­τσα­λα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι ποὺ ἔ­με­ναν.» Εἴ­χα­με στὰ πό­δια μιὰ και­νού­ρια στε­ριὰ τὴν ὁ­ποί­α πή­ρα­με νὰ ἀ­νε­βαί­νου­με.

       Προ­σεγ­γί­σα­με τὸ σπί­τι ἀ­πὸ τὸ πλά­ι. Κα­τε­βή­κα­με ἀ­πὸ τὸν λό­φο ποὺ ἦ­ταν τὸ ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, ὅ­που φά­γα­με τὸ κο­λα­τσιό μας, ρεμ­βά­ζον­τας τὴ θά­λασ­σα, λέ­γον­τας τρο­μα­κτι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο γλά­ρων. Τὸ σπί­τι δὲν θὰ ἔ­μοια­ζε που­θε­νὰ ἀ­ξι­ο­θέ­α­το, μὰ ἐ­δῶ, ἄ­σπρο καὶ γα­λα­νό, μο­να­δι­κὸ ση­μά­δι κα­τά­κτη­σης αὐ­τῆς τῆς βρα­χο­νη­σί­δας, τὸ ἔν­στι­κτο μᾶς ὠ­θοῦ­σε νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σου­με τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια τῶν προ­κα­τό­χων μας.

       Ἴ­χνη πα­λαι­ό­τε­ρης ζω­ῆς, εὐ­τυ­χι­σμέ­νης ζω­ῆς, ξε­πρό­βα­λαν γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, σκά­φες, πο­τι­στή­ρια, γυ­ά­λι­να μπου­κά­λια μπύ­ρες, μιὰ σκου­ρι­α­σμέ­νη μη­χα­νὴ πά­νω στὴ μάν­τρα. Πα­ρά­θυ­ρα ἀ­νοι­χτὰ καὶ σπα­σμέ­να, μὲ τὸ γα­λά­ζιο γύ­ρω ξε­φλου­δι­σμέ­νο χορ­τα­στι­κά, τσι­μέν­το καὶ δου­λει­ὲς μι­σο­τε­λει­ω­μέ­νες. Κά­τι στρώ­μα­τα κα­τε­στραμ­μέ­να ἀ­πὸ τὸ νε­ρό, τὴν ὑ­γρα­σί­α ξε­θη­κω­μέ­να ἀ­πὸ τὰ κρε­βά­τια, πε­τα­μέ­να κά­τω. Μέ­σα στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο μό­νο τὰ ξύ­λα τῶν κρε­βα­τι­ῶν, χω­ροῦ­σαν μέ­σα δύ­ο. Στοὺς τοί­χους πέ­τρες ποὺ προ­ε­ξεῖ­χαν, σὰν ρά­φια βι­βλι­ο­θή­κης καὶ χω­ροῦ­σαν βι­βλί­α, κά­δρα ἢ τὴν πλα­τιὰ βά­ση κά­ποι­ας λάμ­πας θυ­έλ­λης. Στὸ κα­τώ­φλι τοῦ σπι­τιοῦ μὲ πε­τρα­δά­κια τῆς θά­λασ­σας γραμ­μέ­νο «BA­OU TRI­BE». Εἰ­σερ­χό­μα­σταν στὸν κα­ταυ­λι­σμὸ μιᾶς φυ­λῆς τῆς ζούγ­κλας, οἱ αἰ­σθή­σεις μας ὀ­ξύ­νον­ταν, μό­νοι σὲ μιὰ και­νού­ρια στε­ριά, μιὰ μι­κρὴ στρα­τιὰ ξε­λο­γι­α­σμέ­νων νέ­ων.

       Ἀρ­χί­σα­με νὰ σκε­φτό­μα­στε πῶς θὰ ἦ­ταν νὰ ζοῦ­με σ’ αὐ­τὸ τὸ ρη­μαγ­μέ­νο σπί­τι. Νὰ ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σου­με τὴν κου­ζί­να, νὰ ρί­ξου­με ἕ­να κα­λὸ χέ­ρι κα­θά­ρι­σμα, νὰ με­τα­φέ­ρου­με τὰ κρε­βά­τια ἀ­πὸ τὴν αὐ­λὴ μέ­σα στὸ σπί­τι – ἴ­σως καὶ ὄ­χι. Κά­ποι­οι σή­κω­σαν ἀν­τι­κεί­με­να ἀ­πὸ τὶς γω­νι­ές, ἕ­να σκου­ρι­α­σμέ­νο ντέ­φι πά­νω ἀ­πὸ τὸ τζά­κι, ἕ­να πλα­κά­κι μὲ πε­ρί­τε­χνα σχέ­δια, σὰν πορ­το­γα­λι­κά, ἕ­να γα­λά­ζιο πάγ­κο φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ ξύ­λα οἰ­κο­δο­μῆς καὶ ἔ­βγα­ζαν φω­το­γρα­φί­ες. Κά­ποι­α κομ­μά­τια τοῦ σπι­τιοῦ ἦ­ταν μι­σο­τε­λει­ω­μέ­να, πα­ρά­θυ­ρα ποὺ δὲν εἶ­χαν κλεί­σει, ἡ πόρ­τα εἶ­χε πέ­σει ὁ­λό­κλη­ρη καὶ πα­τού­σα­με προ­σε­κτι­κὰ κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὰ τζά­μια της. Ἡ αὐ­λή, μὲ τὶς ἄ­σπρες πε­ζοῦ­λες χρει­α­ζό­ταν ἕ­να κα­λὸ ἀ­σβέ­στω­μα. Μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ τζά­κι κον­το­στα­θή­κα­με σὰν νὰ ἀ­να­πο­λοῦ­με πράγ­μα­τα ποὺ ζή­σα­με ἐ­κεῖ μέ­σα, ἀ­νά­με­σα στὰ μέ­λη τοῦ ρὸκ συγ­κρο­τή­μα­τος· με­θύ­σια, τζα­μα­ρί­σμα­τα, τρι­πα­ρί­σμα­τα, νη­φά­λια καὶ ὄ­χι με­ρό­νυ­χτα. Τὸ σπί­τι ἔ­γι­νε γιὰ λί­γο δι­κό μας καὶ ἄς μὴν τὸ εἴ­πα­με. Τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ ὑ­πνο­δω­μα­τί­ου δὲν εἶ­χε τζά­μια, οὔ­τε κὰν ξύ­λι­νη κά­σα, πα­ρὰ μό­νο ἕ­να ὀρ­θο­γώ­νιο σχῆ­μα καὶ μιὰ προ­ο­πτι­κή: ἡ ἄ­κρη τοῦ νη­σιοῦ, πέ­ρα τὸ βα­θὺ μπλέ τῆς θά­λασ­σας καὶ στὸ βά­θος ἡ Χώ­ρα.

       Ὅ­ταν πιὰ χορ­τά­σα­με νὰ κοι­τᾶ­με τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια αὐ­τῆς τῆς φυ­λῆς μεί­να­με λί­γο σι­ω­πη­λοὶ μέ­σα στὸ σπί­τι. Ἄλ­λοι βγῆ­καν ἔ­ξω στὴν αὐ­λὴ νὰ κά­νουν τσι­γά­ρο. Ἀ­να­ρω­τη­θή­κα­με, ἴ­σως, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα, πῶς νι­ώ­θα­με ὄ­μορ­φα μέ­σα στὰ συν­τρίμ­μια, σὲ ἕ­να ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο του­λά­χι­στον τριά­ντα χρό­νια κα­τα­φύ­γιο, δί­πλα σὲ ἕ­να νε­κρο­τα­φεῖ­ο γλά­ρων; Κά­ποι­οι σκέ­φτη­καν ἡ θά­λασ­σα, ποὺ ἡ θέ­α της χυ­νό­ταν μέ­σα στὸ σπί­τι ἀ­πὸ τὰ ὀρ­θά­νοι­χτα πα­ρά­θυ­ρα, χω­ρὶς νὰ τὴ συγ­κρα­τεῖ κα­νέ­να ἄλ­λο ἀν­θρώ­πι­νο κτί­σμα καὶ ὄγ­κος. Ἄλ­λων ἡ σκέ­ψη γλί­στρη­σε στὸ μυ­στι­κι­στι­κό: βι­ώ­να­με τὴν ἐ­νέρ­γεια τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ πέ­ρα­σαν, ρου­φή­ξα­με τὴν κά­πο­τε ὑ­παρ­κτὴ ζω­ὴ μέ­σα στὸ σπί­τι.

       Κα­τη­φο­ρί­ζον­τας πρὸς τὰ ἐ­κεῖ ποὺ εἴ­χα­με δέ­σει, μιὰ αἴ­σθη­ση πλη­ρό­τη­τας καὶ νο­σταλ­γί­ας μᾶς ἀ­κο­λού­θη­σε. Ἀ­φή­να­με πί­σω ἕ­να σπί­τι —τὸ δι­κό μας;— ἕ­να νε­κρο­τα­φεῖ­ο γλά­ρων καὶ μιὰ μη­χα­νὴ πά­νω στὴ μάν­τρα. Σ’ αὐ­τὸ τὸ νη­σί, ποὺ φτά­σα­με μὲ τὶς βάρ­κες, σὰν ἄλ­λοι κα­τα­κτη­τές, ἀ­να­ζη­τη­τὲς μιᾶς και­νού­ριας γῆς, τὸ ξέ­ρα­με. Μό­νοι ἐ­δῶ πά­νω ποὺ βρε­θή­κα­με —τὰ κό­κα­λά μας τὸ ἔ­νι­ω­σαν— γί­να­με γιὰ λί­γα λε­πτά, στὸ ὀ­νει­ρι­κὸ σύμ­παν, ποὺ οἱ αἰ­σθή­σεις πα­ρα­λη­ροῦν, μιὰ φυ­λή. Κά­που ἐ­κεῖ, σκέ­φτη­κα πὼς σὲ ἤ­θε­λα μό­νο γιὰ μέ­να. Νὰ σὲ φέ­ρω ἐ­δῶ πά­νω. Νὰ ζή­σου­με μα­ζὶ με­ρι­κὲς μέ­ρες. Νὰ κοι­τά­ζου­με τὴν ἀ­πέ­ναν­τι γῆ, σὰν κά­τι ποὺ δὲν μᾶς νοιά­ζει, πο­τὲ δὲν μᾶς ἔ­νοια­ζε, για­τί τώ­ρα ἔ­χου­με τὴν οὐ­σί­α, ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση (Πέ­ρα­μα, 1988). Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν πρω­το­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ἔ­χει με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴν Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ βι­βλί­α: Ἡ Νε­φέ­λη, ὁ κύ­ριος Μ καὶ τὰ Ρομ­πο­φρὶ­ξ1­81 (παι­δι­κό, ἐκδ. Πα­τά­κης) καὶ τὸ Ἐ­μεῖς (μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐκδ. Ὁ Μὼβ σκί­ου­ρος).


			

Εἰρήνη Γιαβάση: Παιδίσκη


Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση


Παι­δί­σκη


ΤΑΝΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ἀνοιξιάτικο, σὰν ὅ­λα ποὺ δι­α­βαί­να­νε ἀ­δι­ά­φο­ρα τοὺς τε­λευ­ταί­ους δύ­ο μῆ­νες. Τὸ ἀ­πό­γευ­μα πα­ρα­φυ­λοῦ­σε, ἴ­διο καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­κτο μὲ τὰ προ­η­γού­με­να· σι­ω­πη­λό, μὲ ἀ­νύ­παρ­κτες τη­λε­φώ­νου κλή­σεις, φυλ­λο­μέ­τρη­μα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς στὴν αὐ­λή, ἀ­πὸ τὴ συγ­κά­τοι­κο καὶ κη­δε­μό­να τοῦ σπι­τιοῦ για­γιά μου καὶ τὴν πι­θα­νὴ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νὴ ἔ­φο­δο-ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση τῆς θεί­ας μου. Ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν ἀρ­γὰ καὶ σι­ω­πη­λὰ σὲ αὐ­τὴ τὴν ἔ­ρη­μη —μοῦ φαι­νό­ταν— καὶ κά­πο­τε ἥ­συ­χη με­ριὰ τῆς πό­λης, ποὺ ταί­ρια­ζαν τὰ βι­α­στι­κὰ κα­λο­και­ρι­νὰ μπά­νια, ἀλ­λὰ κα­θό­λου ἡ με­λαγ­χο­λι­κὴ πε­ρί­ο­δος ποὺ θή­τευ­α τοὺς τε­λευ­ταί­ους δύ­ο μῆ­νες καὶ δε­κα­τέσ­σε­ρις μέ­ρες. Ἐ­κεῖ­νον τὸν και­ρὸ τρα­βοῦ­σα τοὺς με­ση­με­ρια­νοὺς ὕ­πνους, νὰ ξε­χει­λώ­σουν, νὰ συρ­ρι­κνω­θεῖ ὁ χρό­νος, νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ μπρο­στά μου ἠ­ρε­μό­τε­ρα, δί­χως κλά­μα­τα καὶ ἐ­σω­τε­ρι­κὲς σι­ω­πὲς – γιὰ κά­ποι­ο λό­γο ὁ κό­σμος μου ἦ­ταν ἐ­πι­κίν­δυ­νος καὶ τα­ρα­χώ­δης μό­νο στὶς σι­ω­πές. Ὁ χρό­νος ἔ­μοια­ζε ἀ­πει­λη­τι­κὰ μα­κρύς, ἀ­δι­ά­βα­τος, γε­λοῦ­σε μὲ τὰ πρη­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ κλά­μα μά­τια μου κι ἐγώ, γιὰ νὰ ἁ­πα­λύ­νω τὸν πό­νο μου, κοι­μό­μουν.

        Ἀ­κού­στη­κε τό­τε ἕ­να γρα­τζού­νι­σμα στὴν πόρ­τα. Ἄ­νοι­ξα καὶ εἶ­δα μὲ ἔκ­πλη­ξη —ὄ­χι γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α, ἀλ­λὰ γιὰ τὴν ὥ­ρα— τὴ μι­κρο­σκο­πι­κή, 80 ἑ­κα­το­στῶν μό­λις, καὶ ὀ­λι­γό­τρι­χη κα­στα­νό­ξαν­θη φι­γού­ρα τῆς Ἀγ­γε­λι­κού­λας. Ἡ μπέμ­πα γει­το­νο­πού­λα. Ἀ­πὸ μα­κριὰ φαι­νό­ταν ἡ μα­μά της νὰ προ­σπα­θεῖ μὲ μυ­στα­γω­γι­κὰ σή­μα­τα χε­ρι­ῶν ποὺ σκού­πι­ζαν τὸν ἀ­έ­ρα νὰ μὲ μυ­ή­σει σὲ νο­ή­μα­τα ὑ­ψη­λά: «Πέν­τε» σχη­μά­τι­ζε τὸ χέ­ρι της σὰν μούν­τζα, ἐν­νο­ών­τας αὐ­τὰ τὰ πέν­τε λε­πτὰ ποὺ θὰ πε­τα­γό­ταν γιὰ τὸν, μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­μᾶς καὶ με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν μπέμ­πα, Πα­να­γι­ώ­τη στὸ κο­λυμ­βη­τή­ριο. Δέ­χτη­κα καὶ τὴν ἔ­βα­λα στὴν αὐ­λή.

        Κα­θί­σα­με στὶς ἄ­σπρες πλα­στι­κὲς κα­ρέ­κλες. Τὸ ἐ­φή­με­ρο πλά­σμα στε­κό­ταν μπρο­στά μου σὰν μυ­στι­κό. Καὶ τώ­ρα; Κά­τι ἡ χρό­νϊα ἀ­που­σί­α ἐ­πα­φῆς μὲ μω­ρου­δια­κὲς ἡ­λι­κί­ες, κά­τι ἡ ἐ­σω­στρέ­φειά μου μὲ μαγ­κῶ­σαν. Στρα­βο­κα­τά­πια καὶ ἔ­στυ­ψα τὸ μυα­λό μου νὰ θυ­μη­θεῖ τρα­γου­δά­κια καὶ κολ­πά­κια δι­α­σκε­δα­στι­κά, ποὺ ται­ριά­ζουν σὲ αὐ­τὲς τὶς ἡ­λι­κί­ες. Ἔ­κα­να μιὰ ἀ­ψυ­χο­λό­γη­τη γκρι­μά­τσα. Ἡ μυ­τού­λα της μα­ζεύ­τη­κε ψη­λὰ καὶ τὰ δον­τά­κια —ὁ­λό­κλη­ρη γραμ­μα­το­σει­ρὰ— πε­τά­χτη­καν μπρο­στὰ σὰν ἄ­σπρες τσί­χλες. Χα­μο­γέ­λα­σα. Δὲν ἦ­ταν τό­σο δύ­σκο­λο. Μὲ κοί­τα­ξε ἐ­ρευ­νη­τι­κά, φαι­νό­ταν πε­ρί­ερ­γη. Μοῦ ‘ρθε στὸ στό­μα ξα­νὰ – δὲν τὸ ‘θε­λα – ἡ στι­φά­δα τῆς θλί­ψης μου. «Κού­κου- τσά» εἶ­πε ξαφ­νι­κά. Τὸ παι­χνί­δι της μὲ ξάφ­νια­σε. Ἔ­κρυ­βε τὰ μα­τά­κια πί­σω ἀ­πὸ τὰ φρα­τζο­λί­σια χε­ρά­κια καὶ ἄ­φη­νε προ­σε­κτι­κὰ μιὰ μι­κρὴ χα­ρα­μά­δα νὰ μὲ κοι­τά­ζει. Ξα­νὰ καὶ ξα­νά, τὰ χε­ρά­κια της πα­ρί­στα­ναν πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα ποὺ ἀ­νοίγαν καὶ κλεί­ναν, σὰν κα­λο­ρυθ­μι­σμέ­νη καρ­διά. Ἀ­κού­σια, τὰ χέ­ρια μου ἀγ­γί­ξαν τὸ πρό­σω­πό μου καὶ κά­να­νε τὸ ἴ­διο μὲ μιὰ ξε­χα­σμέ­νη χά­ρη. Τὰ γέ­λια της καὶ τὰ δι­κά μου ἀ­πρό­σμε­να γέ­λια χυ­θῆ­καν στὴν αὐ­λή.  Αὐ­τὸ τὸ πο­νη­ρὸ πλά­σμα ξε­γε­λοῦ­σε σὰν ἱ­κα­νὸς μα­έ­στρος τὴ θλί­ψη μου. Τὸ ἐ­λά­χι­στο ὕ­ψος του, τὸ κε­φα­λά­κι ἀ­πὸ χρυ­σὸ καὶ τὰ πο­νη­ρὰ μά­τια μ’ ἀ­­λά­φρω­ναν. Δὲν ξέ­ρω πό­ση ὥ­ρα κρυ­βό­μα­στε ἡ μί­α ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Πρό­σω­πο, χέ­ρια καὶ μύ­τες ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν καὶ κά­θε φο­ρά, ἡ ἔκ­πλη­ξη γιὰ τὸ ποι­ός θὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ πί­σω ἀ­πὸ τὰ δά­χτυ­λα με­γά­λω­νε. Ὁ χρό­νος στα­μά­τη­σε μὲ αὐ­τὸ τὸ πλά­σμα· ἠ­ρε­μοῦ­σα.

        Τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἡ για­γιὰ φώ­να­ξε ἀ­πὸ μέ­σα τὸ ὄ­νο­μά της. «Ἀγ­γε­λι­κού­λα». Ἡ μι­κρή, ἔ­χον­τας ἀ­δυ­να­μί­α στὴν ἀ­σπρο­μάλ­λα γυ­ναί­κα μὲ τὰ τρία ἐ­να­πο­μεί­ναν­τα δόν­τια καὶ τὴ μυ­ρω­διὰ ἱ­δρω­μέ­νης νι­βέ­α, πε­τά­χτη­κε πε­ρι­χα­ρῶς στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ σπι­τιοῦ. Μπρο­στὰ στὸ ἔκ­πλη­κτο βλέμ­μα μου καὶ στὰ χέ­ρια ποὺ πῆ­γαν νὰ τὴ στα­μα­τή­σουν μὴν τυ­χὸν καὶ χτυ­πή­σει, κα­τέ­βη­κε πη­δών­τας τὰ σκα­λο­πά­τια, δὲν πι­ά­στη­κε που­θε­νὰ νὰ στε­ρε­ώ­σει τὰ ἀ­δύ­να­μα βη­μα­τά­κια της καὶ ὅρ­μη­σε γε­λών­τας στὸ σα­λό­νι. Σὲ αὐ­τὰ τὰ δέ­κα δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ τὸ παιδάκι δι­έ­σχι­σε τρέ­χον­τας τὴν αὐ­λή, κά­τι μὲ δι­α­πέ­ρα­σε. Θὲς ἡ εὐ­θύ­νη, ἡ τα­χύ­τη­τα, τὸ βι­α­στι­κὸ τρέ­ξι­μο, ἡ ἀ­σφά­λεια αὐ­τοῦ τοῦ μι­κροῦ πλά­σμα­τος γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, οἱ μω­ρου­δια­κὲς πα­τοῦ­σες ποὺ ἀγ­γί­ζαν τὸ χῶ­μα καὶ πε­τι­όν­ταν πά­λι ἀ­νά­λα­φρες ψη­λά, μοῦ φά­νη­καν —ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ σκη­νή— ἡ πιὸ γεν­ναί­α πρά­ξη τῶν τε­λευ­ταί­ων δύ­ο μη­νῶν καὶ δε­κα­τεσ­σά­ρων ἡ­με­ρῶν· ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ και­ροῦ ποὺ περ­νοῦ­σα τὸ ἀ­δι­ά­λει­πτο καὶ ἀ­νοί­κει­ο βά­θος τοῦ χω­ρι­σμοῦ. Τὸ μω­ρό, εἶ­χε προ­λά­βει νὰ βου­τή­ξει μέ­σα στὸ κά­λε­σμα τῆς για­γιᾶς, μὲ τὴν τα­χύ­τη­τα τοῦ ἀ­νέ­μου, τὸ χα­μό­γε­λο τῆς εὐ­τυ­χί­ας, τὴ σι­γου­ριὰ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ πα­τᾶ γε­ρὰ στὰ πό­δια του. Σὲ αὐ­τὰ τὰ δέ­κα δευ­τε­ρό­λε­πτα, μοῦ φά­νη­κε πὼς με­γά­λω­σα ἐ­γὼ ἡ ἴ­δια.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση. Φοι­τή­τρια στὸ ΕΑΠ στὸ με­τα­πτυ­χια­κὸ Δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Δι­α­κρί­θη­κε στὸν 34ο δι­α­γω­νι­σμὸ τῆς Πα­νελ­λή­νιας Ἕ­νω­σης Λο­γο­τε­χνῶν στὴν κα­τη­γο­ρί­α νου­βέ­λα μὲ τὸ ἔρ­γο «Ρε­τά­λια ὕ­παρ­ξης».