Lena Komini: Tengo que salir de aquí



Lena Komini


Tengo que salir de aquí


UN ELEFANTE ha ocupado mi habitación. Es tan grande que no cabemos los dos.

       No le gusta la música que escucho, y me castiga dando golpes con sus patas y haciendo tanto ruido para que no pueda escuchar otra cosa.

       Come mucho, cantidades enormes. Ha almacenado en el lugar tanta comida que me da asco tan solo de verla. Sus cacas son montañas, y su orina ríos.

       No lo aguanto más. Lo empujo para que salga, pero no cabe por la puerta. No puedo comprender por dónde entró. No recuerdo cuándo entró, hace tiempo que vivimos así, yo y él. A lo mejor estaba aquí antes que yo.

       Sin embargo, esto tiene que acabar. Tengo que salir de aquí.

       Trato de llegar a la puerta, pero no puedo. Meto algo de ropa en un macuto y salto por la ventana. Me lastimo, me duele mucho.

       Sin embargo, estoy decidido. Me levanto. Mis piernas me so­sti­e­nen.

       Ya en la calle, me alejo. Cuando estoy lo suficientemente lejos, vuelvo la vista atrás.

       El elefante ha ocupado toda la casa. Sus ojos son las ventanas, su boca la puerta, su trompa es la chimenea. Miro hacia las ventanas. Grito fuerte.

       «No te preocupes, mamá. En cuanto me instale en la residencia de estudiantes, te llamo».



Fuente: Primera publicación blog Planodion – Historias Bonsái, 8 de febrero de 2018.

Lena Komini (Atenas, 1956), química con estudios de postgrado en París. Un cuento suyo ha sido incluido en el libro de la Sociedad de Autores Ioanis Zemenos, 1er Encuentro de Literatura Fantasiosa, ed. Eolos. Su obra óptico-acústica TOP 10, fue elegida por el Grupo Depression Era y se expuso en la bienal de Salónica en 2015.

Tra­duc­ción: Equipo Proyecto Grequerías: I­lek­tra A­na­gno­stou, So­fía Fer­taki, The­oni Kabra, María Karalí, Eduardo Lucena, María Malakata, Alicia Manolá, Kon­­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, Jaralambos Theodosis, Anto­nia Vla­chou. La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2018 hasta abril de 2019, Konstanti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.

 

Λένα Κομίνη: Πρέπει νὰ βγῶ ἀπὸ ἐδῶ μέσα


Λέ­να Κο­μί­νη


Πρέ­πει νὰ βγῶ ἀ­πὸ ἐ­δῶ μέ­σα


ΝΑΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ ἔ­χει κα­τα­λά­βει τὸ δω­μά­τιό μου. Εἶ­ναι τό­σο με­γά­λος ποὺ δὲν χω­ρᾶ­με καὶ οἱ δυ­ό.

Δὲν τοῦ ἀ­ρέ­σει ἡ μου­σι­κὴ ποὺ ἀ­κού­ω καὶ μὲ τι­μω­ρεῖ χτυ­πών­τας τὰ πό­δια του καὶ κά­νον­τας τό­σο θό­ρυ­βο ὥ­στε νὰ μὴν μπο­ρῶ νὰ ἀ­κού­σω τί­πο­τα ἄλ­λο.

        Τρώ­ει πο­λύ, τε­ρά­στι­ες πο­σό­τη­τες. Ἔ­χει ἀ­πο­θη­κεύ­σει στὸ χῶ­ρο τό­σο πο­λὺ φα­γη­τὸ ποὺ μὲ κά­νει νὰ ἀ­η­διά­ζω καὶ μό­νο ποὺ τὸ βλέ­πω. Τὰ κα­κά του εἶ­ναι βου­νὰ καὶ τὰ οὖ­ρα του πο­τά­μια.

        Δὲν τὸν μπο­ρῶ ἄλ­λο. Τὸν σπρώ­χνω νὰ βγεῖ ἀλ­λὰ δὲν χω­ρά­ει ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα. Δὲν μπο­ρῶ νὰ κα­τα­λά­βω ἀ­πὸ ποῦ μπῆ­κε. Δὲν θυ­μᾶ­μαι πό­τε μπῆ­κε, ἔ­χει πε­ρά­σει και­ρὸς ποὺ ζοῦ­με ἔ­τσι, ἐ­γὼ καὶ αὐ­τός. Μᾶλ­λον ἦ­ταν ἐ­δῶ πρὶν ἀ­πὸ ἐ­μέ­να.

        Ὅ­μως αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ τε­λει­ώ­σει. Πρέ­πει νὰ βγῶ ἀ­πὸ ἐ­δῶ μέ­σα.

        Προ­σπα­θῶ νὰ φτά­σω στὴν πόρ­τα ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρῶ. Βά­ζω δυ­ὸ τρί­α ροῦ­χα σὲ ἕ­να σὰκ βου­α­γι­ὰζ καὶ πη­δά­ω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Πλη­γώ­νο­μαι, πο­νά­ω πο­λύ.

        Ὅ­μως εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος. Ση­κώ­νο­μαι ὄρ­θιος. Στη­ρί­ζο­μαι στὰ πό­δια μου.

        Ἀ­πο­μα­κρύ­νο­μαι στὸ δρό­μο. Ὅ­ταν εἶ­μαι ἀρ­κε­τὰ μα­κριὰ κοι­τά­ζω πί­σω.

        Ὁ ἐ­λέ­φαν­τας ἔ­χει κα­τα­λά­βει ὅ­λο το σπί­τι. Τὰ μά­τια του εἶ­ναι τὰ πα­ρά­θυ­ρα, τὸ στό­μα του ἡ πόρ­τα, ἡ προ­βο­σκί­δα του εἶ­ναι ἡ κα­μι­νά­δα ἀ­π’ τὸ τζά­κι. Κοι­τά­ζω πρὸς τὰ πα­ρά­θυ­ρα. Φω­νά­ζω δυ­να­τά.

        «Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς μα­μά, μό­λις ἐγ­κα­τα­στα­θῶ στην φοι­τη­τι­κὴ ἑ­στί­α θὰ σοῦ τη­λε­φω­νή­σω».



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Λέ­να Κο­μί­νη ( Ἀ­θή­να 1956), Χη­μι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὸ Πα­ρί­σι. Δι­ή­γη­μά της ἔ­χει συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὸ βι­βλί­ο τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων Ἰ­ω­άν­νης Ζε­με­νός, Α’ Συ­νάν­τη­ση Φαν­τα­σια­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας, ἐκδ. Αἴ­ο­λος. To ὀ­πτι­κο­α­κου­στι­κό ἔρ­γο της, ΤΟP 10, ἐ­πι­λέ­χθη­κε ἀ­πὸ τὴν Ὁ­μά­δα Depression Era καὶ πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν Biennale Θεσ­σα­λο­νί­κης τὸ 2015.


Λένα Κομίνη: Τὸ ἄλογο


Λέ­να Κο­μί­νη

 

Τὸ ἄ­λο­γο


Ο ΑΛΟΓΟ ΑΓΚΟΜΑΧΟΥΣΕ ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τοῦ κά­ρου καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που.

            Προ­χω­ροῦ­σε μὲ σκυμ­μέ­νο κε­φά­λι ποὺ σχε­δὸν ἄγ­γι­ζε τὴ γῆ.

            Ὁ ἄν­τρας χω­μέ­νος μέ­σα στὸ παλ­τό του προ­σπα­θοῦ­σε νὰ προ­στα­τευ­τεῖ ἀ­πὸ τὸν πα­γω­μέ­νο ἀ­έ­ρα καὶ τὸ χι­ό­νι ποὺ τοὺς μα­στί­γω­νε.

            Κρα­τοῦ­σε τὰ γκέ­μια καὶ κά­πο­τε ἔ­δι­νε μιὰ κα­μου­τσιὰ στὰ ὀ­πί­σθια τοῦ ζώ­ου.

            Ἐ­κεῖ­νο ἔ­κα­νε προ­σπά­θεια νὰ τα­χύ­νει τὸ βη­μα­τι­σμό του.

            Ὁ δρό­μος ἦ­ταν ἀ­νη­φο­ρι­κός.

            Μέ­σα στὸ μι­σο­σκό­τα­δο οἱ δυ­ό τους ἔ­μοια­ζαν ἑ­νω­μέ­νοι, σὰν ἕ­νας μαυ­ρι­δε­ρὸς ὄγ­κος ποὺ κι­νι­ό­ταν ἀρ­γὰ ἀλ­λὰ στα­θε­ρὰ ἐ­νάν­τια στὴ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα καὶ τὸν κρύ­ο ἀ­έ­ρα ποὺ τοὺς δι­α­περ­νοῦ­σε.

            Τὸ ἄ­λο­γο ἔ­στρε­φε ποὺ καὶ ποὺ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ πλά­ι, σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ τὸν δεῖ, σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ τὸ δεῖ.

            Ἐ­κεῖ­νος κοι­τοῦ­σε μό­νο κά­τω, τὸ ἄ­λο­γο ἤ­ξε­ρε τὸν δρό­μο.

            Σκε­φτό­ταν πὼς δὲν ὑ­πῆρ­χε κα­νέ­να νό­η­μα σὲ αὐ­τὴ τὴν προ­σπά­θεια χω­ρὶς προ­ο­ρι­σμό.

            Δὲν εἶ­χαν νὰ πᾶ­νε που­θε­νά, δὲν ὑ­πῆρ­χε κα­νεὶς νὰ τοὺς πε­ρι­μέ­νει.

            Τὸ ἄ­λο­γο στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα. Λύ­γι­σε τὰ μπρο­στι­νά του πό­δια.

            Ὁ ἄν­τρας σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι του καὶ τὸ κοί­τα­ξε μὲ οἶ­κτο.

            Ἦ­ταν χρό­νια μα­ζί, σὲ κα­λοὺς και­ρούς, στὴ δου­λειά, στὴ βόλ­τα.

            Κα­τέ­βη­κε καὶ τὸ πλη­σί­α­σε.

            Γο­νά­τι­σε μέ­σα στὸ χι­ό­νι δί­πλα του καὶ τοῦ χά­ι­δε­ψε τὴ χαί­τη.

            Ἦ­ταν μό­νοι πιά.

            Ἔ­βγα­λε τὰ γάν­τια ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια του καὶ τὸ ἔ­λυ­σε ἀ­π’ τὸ ζυ­γό.

            Ἐ­κεῖ­νο ἔ­πε­σε στὸ πλά­ι.

            Ξά­πλω­σε δί­πλα του κά­τω ἀπ’ τὸ μουν­τὸ οὐ­ρα­νό.

            Ἄν­θρω­πος καὶ ζῶ­ο ἔμ­πλε­ξαν τὰ τέσ­σε­ρα ἄ­κρα τους καὶ ἔ­νι­ω­σαν τὴ ζε­στα­σιὰ ὁ ἕ­νας τοῦ ἄλ­λου.

            Τὸ ζῶ­ο τὸν κοι­τοῦ­σε στὰ μά­τια μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Τὸ ἴ­διο καὶ αὐ­τός.

            Ὁ πα­γω­μέ­νος ἀ­έ­ρας θέ­ρι­ζε τὰ κορ­μιά τους. Τὸ χι­ό­νι τοὺς σκέ­πα­ζε.

            Ἔ­μει­ναν ἀ­κί­νη­τοι νὰ κοι­τι­οῦν­ται μέ­σα στὸ λι­γο­στὸ φῶς .

            Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­νοι­ω­σε μέ­σα του κα­λά, ὅ­πως ὅ­ταν εἶ­σαι στὸ σπί­τι μὲ φί­λους.

            Εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ος τρό­πος νὰ πε­θαί­νεις, εἶ­πε στὸ ἄ­λο­γο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Λέ­να Κο­μί­νη ( Ἀ­θή­να 1956). Χη­μι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὸ Πα­ρί­σι. Δι­ή­γη­μά της ἔ­χει συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὸ βι­βλί­ο τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων Ἰ­ω­άν­νης Ζε­με­νός, Α΄ Συ­νάν­τη­ση Φαν­τα­σια­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας (ἐκδ. Αἴ­ο­λος, 2015). To ὀ­πτι­κο­α­κου­στι­κὸ ἔρ­γο της, ΤΟP 10, ἐ­πι­λέ­χθη­κε ἀ­πὸ τὴν Ὁ­μά­δα Depression Era καὶ πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν Biennale Θεσ­σα­λο­νί­κης τὸ 2015.

Εἰκόνα: Τὸ κάρο. Χιονοσκέπαστος δρόμος στὴν Ὀνφλέρ (1865) ἔργο τοῦ Κλώντ Μονέ.