Ντέιβ Ἔγκερς (Dave Eggers): Σχετικὰ μὲ τὸν ἄνδρα ποὺ ἄρχισε νὰ πετάει ὅταν τὴν γνώρισε

 

EggersDave-SchetikameTonAntra...-Eikona-03

 

Ντέ­ιβ Ἔγ­κερς (Dave Eggers)

 

Σχε­τι­κὰ μὲ τὸν ἄν­δρα ποὺ ἄρ­χι­σε νὰ πε­τά­ει

ὅ­ταν τὴν γνώ­ρι­σε

 

(About The Man Who Began Flying After Meeting Her)

 

O-Omikron-SomataΤΑΝ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΣΕ καὶ ἄ­ρε­σε τό­σο πο­λὺ ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λον, ἦ­ταν σὰν νὰ ἄ­κου­γε τὰ πάν­τα πιὸ κα­θα­ρὰ ἀ­πὸ πρίν, σὰν νά ’­βλε­πε πιὸ ἔν­το­νες τὶς γραμ­μὲς τοῦ κό­σμου γύ­ρω του. Συ­νε­χῶς ἦ­ταν σὲ ἐ­γρή­γορ­ση, ἔ­νι­ω­θε ἐ­ξυ­πνό­τε­ρος, σκε­φτό­ταν ὅ­λο και­νού­ρια πράγ­μα­τα γιὰ νὰ κά­νει στὸν ἐ­λεύ­θε­ρό του χρό­νο. Συλ­λο­γι­ζό­ταν δρα­στη­ρι­ό­τη­τες οἱ ὁ­ποῖ­ες νω­ρί­τε­ρα μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν ἀ­μυ­δρὰ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες, μὰ τώ­ρα ἔ­μοια­ζαν νὰ ἐ­πεί­γουν, καὶ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἔ­πρε­πε, ἐν­νο­εῖ­ται αὐ­τό, νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μὲ τὴ νέ­α του σύν­τρο­φο. Ἤ­θε­λε νὰ πε­τά­ξει μα­ζί της μέ­σα σὲ κεῖ­νες τὶς ἐ­λα­φρι­ὲς ἱ­πτά­με­νες κα­τα­σκευ­ές. Πάν­το­τε τὸν ἕλ­κυ­αν τὰ ἀ­νε­μό­πτε­ρα καὶ τὰ αἰ­ω­ρό­πτε­ρα, τὰ ἀ­λε­ξί­πτω­τα καὶ τὰ ἀ­νε­μο­πλά­να, καὶ πί­στευ­ε πὼς τώ­ρα αὐ­τὸ θὰ γι­νό­ταν μιὰ πλευ­ρὰ τῆς νέ­ας τους ζω­ῆς μα­ζί: θὰ ἦ­ταν τὸ ζευ­γά­ρι ἐ­κεῖ­νο ποὺ θὰ πε­τοῦ­σε σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα καὶ δι­α­κο­πές, ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, μέ­σα σὲ μι­κρὰ ἀ­ε­ρο­σκά­φη. Θὰ μά­θαι­ναν τὴν ὁ­ρο­λο­γί­α· θὰ γρά­φον­ταν μέ­λη σὲ λέ­σχες. Καὶ θὰ εἶ­χαν καὶ κά­ποι­ου εἴ­δους μπαγ­κα­ζι­έ­ρα, θὰ ὁ­δη­γοῦ­σαν ἕ­να με­γά­λο βὰν ἴ­σως, ὅ­που θὰ ἔμ­παι­ναν οἱ νέ­ες μη­χα­νὲς αὐ­τὲς μὲ τὰ εὐ­λύ­γι­στα, λε­πτὰ φτε­ρά τους δι­πλω­μέ­να, καὶ ἔ­τσι θὰ πή­γαι­ναν σὲ νέ­α μέ­ρη, γιὰ νὰ τὰ δοῦ­νε ἀ­πὸ ψη­λά. Τὸ εἶ­δος τῶν πτή­σε­ων ποὺ τὸν ἐν­δι­έ­φε­ρε ἦ­ταν κον­τὰ στὸ ἔ­δα­φος – λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ 300 μέ­τρα πά­νω ἀ­πὸ τὴν γῆ. Ἤ­θε­λε νὰ βλέ­πει τὰ πάν­τα νὰ κι­νοῦν­ται κά­τω του γορ­γά, ἤ­θε­λε νὰ μπο­ρεῖ νὰ χαι­ρε­τᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεῖ κά­τω, νὰ βλέ­πει νε­ρο­βού­βα­λους νὰ καλ­πά­ζουν, νὰ με­τρᾶ δελ­φί­νια κα­θὼς ἐ­κεῖ­να γλι­στροῦ­σαν πλά­ι στὶς ἀ­κτές. Καὶ ἤλ­πι­ζε πὼς τέ­τοι­ου εἴ­δους πτή­σεις θὰ τὶς ἤ­θε­λε κι ἐ­κεί­νη. Ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε τό­σο πο­λὺ στὴν ἰ­δέ­α αὐ­τή, ποὺ ἕ­νω­νε μιὰ ζω­ὴ τέ­τοι­α, καὶ τὶς πτή­σεις, καὶ μα­ζὶ ἐ­κεί­νη, ποὺ δὲν ἤ­ξε­ρε τί θά ’­κα­νε ἂν δὲν γί­νον­ταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐ­τό. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ πε­τά­ει μό­νος του, ἔ­τσι. Ἂν ὄ­χι μα­ζί της, τό­τε κα­λύ­τε­ρα κα­θό­λου. Ἀλ­λὰ ἂν τῆς ζη­τοῦ­σε νὰ πε­τά­ξει μα­ζί του καὶ ἐ­κεί­νη δί­στα­ζε ἢ δὲν ἐν­θου­σι­α­ζό­ταν ἀρ­κε­τά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νει μα­ζί της; Θὰ μπο­ροῦ­σε; Ἀ­πο­φα­σί­ζει πὼς ὄ­χι. Ἂν λοι­πὸν δὲν τὸν συ­νό­δευ­ε μέ­σα στὸ βὰν —ὅ­που τα φτε­ρὰ θὰ τὰ εἶ­χαν δι­πλώ­σει μὲ προ­σο­χὴ πο­λύ— τό­τε αὐ­τὸς ὄ­φει­λε νὰ φύ­γει, νὰ χα­μο­γε­λά­σει καὶ νὰ φύ­γει· καὶ με­τὰ θὰ ψά­ξει καὶ πά­λι. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν καὶ ἂν ἔ­βρι­σκε μιὰ σύν­τρο­φο ἄλ­λη, ἀ­πὸ τώ­ρα τό ’­ξέ­ρε πὼς τὰ σχέ­διά του δὲν θὰ ἔ­χουν νὰ κά­νου­νε μὲ πτή­σεις. Θὰ εἶ­ναι ἄλ­λα σχέ­δια, γιὰ ἕ­να ἄλ­λο πρό­σω­πο, για­τί ἂν εἶ­ναι νὰ πε­τά­ξει στὴ γῆ τό­σο κον­τά, θὰ εἶ­ναι μό­νο μα­ζί της.

  Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Πη­γή: http://www.guardian.co.uk/books/2004/mar/27/fiction.shortshortstories?INTCMP=SRCH

 

Ντέ­ιβ Ἔγ­κερς (DaveEggers) (Βοστώνη, ΗΠΑ, 1970). Σύγ­χρο­νος ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας ποὺ ἔ­γι­νε πρῶ­τα γνω­στὸς μὲ τὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κὸ βι­βλί­ο A Staggering Work of Heartbreaking Genius (2000). Ἀ­κο­λού­θη­σαν ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα ὅ­πως τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα You Shall Know Our Velocity (2002) καὶ ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των How We Are Hungry (2004), ἐ­νῶ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν τὰ Ὅ­ταν Σκο­τεί­νια­σε ὁ Οὐ­ρα­νὸς (2009· What is the What, 2006) καὶ Τὰ ἀ­γρί­μια (Τό­πος, 2011· The Wild Things, 2009). Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο βα­σί­ζε­ται στὸ κλα­σι­κὸ παι­δι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τοῦ Maurice Sendak, Where the Wild Things Are (1963) καὶ συ­νο­δεύ­ει τὸ σε­νά­ριο τῆς ὁ­μώ­νυ­μης ται­νί­ας ποὺ συ­νέ­γρα­ψε μὲ τὸν σκη­νο­θέ­τη Spike Jonze. Τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἔγ­κερς συ­χνὰ κι­νεῖ­ται ἀ­νά­με­σα στὴ μυ­θο­πλα­σί­α καὶ τὶς (αὐ­το)βι­ο­γρα­φι­κὲς ἀ­φη­γή­σεις. Ὁ ἴ­διος δι­α­κρί­νε­ται ἐ­πί­σης γιὰ τὸ ἐκ­δο­τι­κὸ καὶ κοι­νω­νι­κό του ἔρ­γο: ἔ­χει ἱ­δρύ­σει τὸν οἶ­κο McSweeney’s μὲ ἕ­δρα το Σὰν Φραν­σί­σκο (ὅ­που ἐκ­δί­δει ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λους τὸν Χα­βι­ὲρ Μα­ρί­ας, τὸν Μι­σὲλ Οὐ­ελ­μπὲκ καὶ τὸν Νὶκ Χόρν­μπι, τὸ τρι­μη­νια­ῖο πε­ρι­ο­δι­κὸ McSweeney’s Quarterly Concern ἀλ­λὰ καὶ τὸ μη­νια­ῖο The Believer), ἐ­νῶ δη­μι­ούρ­γη­μά του εἶ­ναι καὶ τὸ 826 Valencia, ἕ­να μὴ κερ­δο­σκο­πι­κὸ κέν­τρο ἐ­πι­μόρ­φω­σης, στὸ ὁ­ποῖ­ο μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἐ­θε­λον­τὲς δι­δά­σκει ἀγ­γλι­κά, λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ σὲ παι­διά.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Πα­σχά­λης Νι­κο­λά­ου (Ἀ­λε­ξαν­δρού­πο­λη, 1979). Δι­δά­κτο­ρας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου East Anglia μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Ὠ­νά­ση, καὶ δι­δά­σκων στὸ Τμῆ­μα Ξέ­νων Γλωσ­σῶν, Με­τά­φρα­σης καὶ Δι­ερ­μη­νεί­ας τοῦ Ἰ­ο­νί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Ἄρ­θρα, βι­βλι­ο­κρι­τι­κές, ποι­ή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις Ἑλ­λή­νων καὶ Ἀγ­γλό­φω­νων λο­γο­τε­χνῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ. Ἔ­χει συ­νε­πι­με­λη­θεῖ τὸν συλ­λο­γι­κὸ τό­μο Translating Selves: Experience and Identity between Languages and Literatures (Continuum, 2008) κα­θὼς καὶ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ ποι­η­μά­των τοῦ Νά­σου Βα­γε­νᾶ στὰ ἀγ­γλι­κὰ (The Perfect Order: Selected Poems 1974-2010, Anvil Press· στὴ μι­κρὴ λί­στα γιὰ τὸ βρα­βεῖ­ο Criticos).