.
.
Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba)
Τὸ διπλὸ φεγγάρι
(La luna doppia)
ΡΙΚΟ΄ εἶχε ἐλαττωματικὰ μάτια, τὰ ἔβλεπε ὅλα θολά, κάποιες φορὲς μάλιστα τὰ ἔβλεπε διπλά, κάθε τόσο χτύπαγε πάνω στὸν τοῖχο καὶ πότε σκόνταφτε πάνω σε κανένα ἄντρα καὶ πότε πάνω σε καμιὰ γυναίκα. Ὁ γιατρὸς τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι εἶχε μυωπία, πρεσβυωπία καὶ ἀστιγματισμό, ἐν ὀλίγοις εἶχε ὅλα τα πιθανὰ ἐλαττώματα τῆς ὅρασης. Εἶχε ἐπίσης ἐλαφρὺ στραβισμό.
«Καλὰ θὰ κάνεις νὰ βάλεις γυαλιὰ» τοῦ ἔλεγαν οἱ φίλοι.
Ὁ Ρικὸ δὲν ἤθελε οὔτε νὰ τ’ ἀκούει. Ὅταν κοιτοῦσε τὴ νύχτα τ’ ἀστέρια δὲν ἔβλεπε τὶς λαμπερὲς κουκκίδες ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ κάτι φωτάκια μ’ ἕνα στεφάνι ὁλόγυρα ἀπὸ μικρὲς ἀκτίνες ποὺ τρεμόπαιζαν.
«Ἐγὼ τ’ ἀστέρια τὰ βλέπω πολὺ πιὸ ὄμορφα ἀπ’ ὅτι ἐσεῖς» ἔλεγε ὁ Ρικὸ σὲ ὅσους τὸν συμβούλευαν νὰ βάλει γυαλιά.
Ὅταν πάλι τὸ βράδυ κοιτοῦσε τὰ φῶτα τοῦ χωριοῦ, συνέβαινε τὸ ἴδιο: δὲν ἦταν ἁπλοὶ ἀναμμένοι λαμπτῆρες, ἀλλὰ φῶτα μὲ πολλὲς λαμπερὲς ἀκτίνες, σὰν καὶ κεῖνες ποὺ ζωγραφίζουν οἱ ζωγράφοι γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι τῆς Παναγίας ἢ τῶν Ἁγίων. Τὰ πιὸ μεγάλα φῶτα τοῦ φαίνονταν λαμπεροὶ δίσκοι ρολογιῶν κι ὁ Ρικὸ ἔλεγε πὼς μποροῦσε ἀκόμα καὶ νὰ δεῖ τὴν ὥρα. Ἂν ἡ ὥρα ποὺ ἔβλεπε σ’ αὐτοὺς τοὺς ψεύτικους δίσκους δὲν ἀνταποκρινόταν στὴν ἀληθινή, ἐκεῖνον δὲν τὸν ἔνοιαζε καθόλου, ἔβλεπε τὴν ὥρα ποὺ τὸν βόλευε κι αὐτὸ τοῦ ἀρκοῦσε. Τὸ ἴδιο κι ὅταν ἀγόραζε ἐφημερίδα. Ὁ Ρικὸ διάβαζε τὰ νέα καὶ καθὼς ἡ ὅρασή του θόλωνε τὶς λέξεις, αὐτὸς μποροῦσε νὰ τὶς ἀλλάζει κατὰ πὼς τοῦ ἄρεσαν περισσότερο κι ἔτσι δὲν διάβαζε ποτὲ τὰ ἄσχημα νέα ποὺ διάβαζαν οἱ ἄλλοι καὶ ζοῦσε πολὺ πιὸ ἱκανοποιημένος.
Μιὰ μέρα ποὺ εἶχε χτυπήσει τὸ κεφάλι του πάνω σ’ ἕνα στύλο τοῦ ἠλεκτρικοῦ, ὁ Ρικὸ πῆγε στὴν ἀγορὰ κι ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι γυαλιά. Τὰ ἔβαλε μιὰ φορὰ καὶ τοῦ κακοφάνηκε. Τὰ φῶτα τοῦ χωριοῦ δὲν ἦταν τίποτ’ ἄλλο παρὰ ἀναμμένοι λαμπτῆρες, τ’ ἀστέρια δὲν εἶχαν πιὰ ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο φωτοστέφανο ποὺ ἔβλεπε χωρὶς γυαλιὰ καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ νέα τῶν ἐφημερίδων ἄρχισαν νὰ τὸν ἀνησυχοῦν.
Κοίταξε τὸ φεγγάρι, ποὺ πρὶν τὸ ἔβλεπε διπλὸ καὶ τὸ εἶδε μοναχό του στὴ μέση τ’ οὐρανοῦ. Μιὰ μεγάλη θλίψη ἄρχισε νὰ τὸν κυριεύει κι ἔτσι ἀποφάσισε νὰ πετάξει τὰ γυαλιὰ στὸ βάθος μιᾶς λίμνης. Ἕνα πολὺ σκοτεινὸ βράδυ πλησίασε στὴν ὄχθη, ἀλλὰ παραπάτησε κι ἔπεσε μέσα στὸ νερό. Δὲν ἤξερε κολύμπι καὶ κατάλαβε πὼς θὰ πνιγόταν, μὰ προτοῦ νὰ βουλιάξει στὸ βυθό, κοίταξε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ γεμάτα νερὸ μάτια του καὶ γιὰ τελευταία φορὰ εἶδε δυὸ φεγγάρια καὶ πολλὰ ἀστέρια μὲ φωτοστέφανο.
Πηγή: Luigi Malerba, Storiette e Storiette tascabili, MUP (Monte Universita Parma Editore) 2004.
Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba) (Berceto τῆς Πάρμας, 1927 – Ρώμη, 2008). Δημοσιογράφος, συγγραφέας καὶ σεναριογράφος. Πρῶτο του βιβλίο Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ἀλφαβήτου (La scoperta dell’ alfabeto, 1963). Ἄλλα γνωστά του βιβλία: Salto mortale, 1968 (βραβεῖο Medicis 1970), Le parole abbandonate, 1977, Il fuoco greco, 1990 (μεταφρασμένο στὰ Ἑλληνικά: Τὸ ὑγρὸ πῦρ), Che vergogna scrivere, 1996. Βλ. περισότερα ἐδῶ: Ἀντωνία Πασχαλίδου «Λουίτζι Μαλέρμπα. (Εἰσαγωγικὸ σημείωμα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του)».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ἀντωνία Πασχαλίδου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας καὶ Ἰταλικὴ Γλώσσα καὶ Μετάφραση στὸ Ἰταλικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς ἴδιας πόλης. Ἐπίσης Μετάφραση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ διετία 2004-2006. Ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση καὶ ὡς μεταφράστρια.
Filed under: Ιταλικά,Νοσήματα,Πασχαλίδου Αντωνία,Συμβολισμός,Malerba Luigi | Tagged: Αντωνία Πασχαλίδου,Ιταλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Luigi Malerba | Τὰ σχόλια στὸ Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba): Τὸ διπλὸ φεγγάρι ἔχουν κλείσει