Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba): Τὸ διπλὸ φεγγάρι

.

05-Malerba,Luigi-ToDiploFeggari-Eikona-03

.

Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba)

 

Τὸ διπλὸ φεγγάρι

(La luna doppia)

 

02-OmikronΡΙ­ΚΟ΄ εἶ­χε ἐ­λατ­τω­μα­τι­κὰ μά­τια, τὰ ἔ­βλε­πε ὅ­λα θο­λά, κά­ποι­ες φο­ρὲς μά­λι­στα τὰ ἔ­βλε­πε δι­πλά, κά­θε τό­σο χτύ­πα­γε πά­νω στὸν τοῖ­χο καὶ πό­τε σκόν­τα­φτε πά­νω σε κα­νέ­να ἄν­τρα καὶ πό­τε πά­νω σε κα­μιὰ γυ­ναί­κα. Ὁ για­τρὸς τοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι εἶ­χε μυ­ω­πί­α, πρε­σβυ­ω­πί­α καὶ ἀ­στιγ­μα­τι­σμό, ἐν ὀ­λί­γοις εἶ­χε ὅ­λα τα πι­θα­νὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τα τῆς ὅ­ρα­σης. Εἶ­χε ἐ­πί­σης ἐ­λα­φρὺ στρα­βι­σμό.

       «Κα­λὰ θὰ κά­νεις νὰ βά­λεις γυα­λιὰ» τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ φί­λοι.

      Ὁ Ρι­κὸ δὲν ἤ­θε­λε οὔ­τε νὰ τ’ ἀ­κού­ει. Ὅ­ταν κοι­τοῦ­σε τὴ νύ­χτα τ’ ἀ­στέ­ρια δὲν ἔ­βλε­πε τὶς λαμ­πε­ρὲς κουκ­κί­δες ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι, ἀλ­λὰ κά­τι φω­τά­κια μ’ ἕ­να στε­φά­νι ὁ­λό­γυ­ρα ἀ­πὸ μι­κρὲς ἀ­κτί­νες ποὺ τρε­μό­παι­ζαν.

      «Ἐ­γὼ τ’ ἀ­στέ­ρια τὰ βλέ­πω πο­λὺ πιὸ ὄ­μορ­φα ἀ­π’ ὅ­τι ἐ­σεῖς» ἔ­λε­γε ὁ Ρι­κὸ σὲ ὅ­σους τὸν συμ­βού­λευ­αν νὰ βά­λει γυα­λιά.

      Ὅ­ταν πά­λι τὸ βρά­δυ κοι­τοῦ­σε τὰ φῶ­τα τοῦ χω­ριοῦ, συ­νέ­βαι­νε τὸ ἴ­διο: δὲν ἦ­ταν ἁ­πλοὶ ἀ­ναμ­μέ­νοι λαμ­πτῆ­ρες, ἀλ­λὰ φῶ­τα μὲ πολ­λὲς λαμ­πε­ρὲς ἀ­κτί­νες, σὰν καὶ κεῖ­νες ποὺ ζω­γρα­φί­ζουν οἱ ζω­γρά­φοι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι τῆς Πα­να­γί­ας ἢ τῶν Ἁ­γί­ων. Τὰ πιὸ με­γά­λα φῶ­τα τοῦ φαί­νον­ταν λαμ­πε­ροὶ δί­σκοι ρο­λο­γι­ῶν κι ὁ Ρι­κὸ ἔ­λε­γε πὼς μπο­ροῦ­σε ἀ­κό­μα καὶ νὰ δεῖ τὴν ὥ­ρα. Ἂν ἡ ὥ­ρα ποὺ ἔ­βλε­πε σ’ αὐ­τοὺς τοὺς ψεύ­τι­κους δί­σκους δὲν ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν στὴν ἀ­λη­θι­νή, ἐ­κεῖ­νον δὲν τὸν ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου, ἔ­βλε­πε τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸν βό­λευ­ε κι αὐ­τὸ τοῦ ἀρ­κοῦ­σε. Τὸ ἴ­διο κι ὅ­ταν ἀ­γό­ρα­ζε ἐ­φη­με­ρί­δα. Ὁ Ρι­κὸ δι­ά­βα­ζε τὰ νέ­α καὶ κα­θὼς ἡ ὅ­ρα­σή του θό­λω­νε τὶς λέ­ξεις, αὐ­τὸς μπο­ροῦ­σε νὰ τὶς ἀλ­λά­ζει κα­τὰ πὼς τοῦ ἄ­ρε­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο κι ἔ­τσι δὲν δι­ά­βα­ζε πο­τὲ τὰ ἄ­σχη­μα νέ­α ποὺ δι­ά­βα­ζαν οἱ ἄλ­λοι καὶ ζοῦ­σε πο­λὺ πιὸ ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος.

      Μιὰ μέ­ρα ποὺ εἶ­χε χτυ­πή­σει τὸ κε­φά­λι του πά­νω σ’ ἕ­να στύ­λο τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ, ὁ Ρι­κὸ πῆ­γε στὴν ἀ­γο­ρὰ κι ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να ζευ­γά­ρι γυα­λιά. Τὰ ἔ­βα­λε μιὰ φο­ρὰ καὶ τοῦ κα­κο­φά­νη­κε. Τὰ φῶ­τα τοῦ χω­ριοῦ δὲν ἦ­ταν τί­πο­τ’ ἄλ­λο πα­ρὰ ἀ­ναμ­μέ­νοι λαμ­πτῆ­ρες, τ’ ἀ­στέ­ρια δὲν εἶ­χαν πιὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἐ­ξαί­σιο φω­το­στέ­φα­νο ποὺ ἔ­βλε­πε χω­ρὶς γυα­λιὰ καὶ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα τὰ νέ­α τῶν ἐ­φη­με­ρί­δων ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν ἀ­νη­συ­χοῦν.

      Κοί­τα­ξε τὸ φεγ­γά­ρι, ποὺ πρὶν τὸ ἔ­βλε­πε δι­πλὸ καὶ τὸ εἶ­δε μο­να­χό του στὴ μέ­ση τ’ οὐ­ρα­νοῦ. Μιὰ με­γά­λη θλί­ψη ἄρ­χι­σε νὰ τὸν κυ­ρι­εύ­ει κι ἔ­τσι ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ πε­τά­ξει τὰ γυα­λιὰ στὸ βά­θος μιᾶς λί­μνης. Ἕ­να πο­λὺ σκο­τει­νὸ βρά­δυ πλη­σί­α­σε στὴν ὄ­χθη, ἀλ­λὰ πα­ρα­πά­τη­σε κι ἔ­πε­σε μέ­σα στὸ νε­ρό. Δὲν ἤ­ξε­ρε κο­λύμ­πι καὶ κα­τά­λα­βε πὼς θὰ πνι­γό­ταν, μὰ προ­τοῦ νὰ βου­λιά­ξει στὸ βυ­θό, κοί­τα­ξε τὸν οὐ­ρα­νὸ μὲ τὰ γε­μά­τα νε­ρὸ μά­τια του καὶ γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ εἶ­δε δυ­ὸ φεγ­γά­ρια καὶ πολ­λὰ ἀ­στέ­ρια μὲ φω­το­στέ­φα­νο.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πη­γή: L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba, S­t­o­r­i­e­t­te e S­t­o­r­i­e­t­te t­a­s­c­a­b­i­li, M­UP (M­o­n­te U­n­i­v­e­r­s­i­ta P­a­rma E­di­to­re) 2004.

 

Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα (L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba) (B­e­r­c­e­to τῆς Πάρ­μας, 1927 – Ρώ­μη, 2008). Δη­μο­σι­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ ἀλ­φα­βή­του (La s­c­o­p­e­r­ta d­e­l­l’ a­l­f­a­b­e­to, 1963). Ἄλ­λα γνω­στά του βι­βλί­α: S­a­l­to m­o­r­t­a­le, 1968 (βρα­βεῖ­ο M­e­d­i­c­is 1970), Le p­a­r­o­le a­b­b­a­n­d­o­n­a­te, 1977, Il f­u­o­co g­r­e­co, 1990 (με­τα­φρα­σμέ­νο στὰ Ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ ὑ­γρὸ πῦρ­), C­he ve­r­g­o­g­na s­c­r­i­v­e­re, 1996. Βλ. πε­ρισ­ό­τε­ρα ἐ­δῶ: Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου «Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα. (Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του)».

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­τα­λι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το τῆς ἴ­διας πό­λης. Ἐ­πί­σης Με­τά­φρα­ση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ δι­ε­τί­α 2004-2006. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Πρω­το­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ὡς με­τα­φρά­στρια.

 

Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba): Ἡ γουρούνα

.

04-Malerba,Luigi-IGourouna-Eikona-01

.

Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba)

 

Ἡ γουρούνα

(La m­a­i­a­la)

 

04-Omikron­ΤΑΝ ΤΑ ΠΑΙ­ΔΙΑ ἔ­λε­γαν πὼς ἦ­ταν τί­γρης ἦ­ταν ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­ταν ἔ­λε­γαν πὼς ἦ­ταν ὀ­χιὰ τὸ ἴ­διο, κομ­μά­τι λι­γό­τε­ρο. Ὅ­ταν τὴν ἔ­λε­γαν γου­ρού­να, γι­νό­ταν ἔ­ξαλ­λη κι ἄρ­χι­ζαν νὰ πέ­φτουν τὰ τριά­ρια καὶ τὰ τεσ­σά­ρια βρο­χὴ στὸν κα­τά­λο­γο τῆς τά­ξης. Οἱ πιὸ κα­κό­βου­λοι ἔ­λε­γαν πὼς ἡ χει­ρό­τε­ρη προ­σβο­λὴ ἦ­ταν νὰ τὴν φω­νά­ζεις μὲ τ’ ὄ­νο­μά της: Μπου­τσί­κιο.

       Ἡ κα­θη­γή­τρια Μπου­τσί­κιο δί­δα­σκε Ἰ­τα­λι­κά, Λα­τι­νι­κά, Ἑλ­λη­νι­κά, Ἱ­στο­ρί­α καὶ Γε­ω­γρα­φί­α, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­δα­σκα­λί­α στὸ σχο­λεῖ­ο πή­γαι­νε γιὰ νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ. Ἔ­πρε­πε νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ γιὰ τὸν σύ­ζυ­γο ποὺ κά­θε κα­λο­καί­ρι τὴν κο­πά­να­γε μὲ τὴ γραμ­μα­τέ­α του, γιὰ τὴν κό­ρη ποὺ ἀ­πὸ τὰ δε­κά­ξι εἶ­χε φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, για­τὶ δὲν τὴν ἄν­τε­χε πιά, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ἔ­πρε­πε νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ, για­τὶ εἶ­χε γεν­νη­θεῖ ἄ­σχη­μη καὶ κα­κιά, μὲ κά­τι χει­λά­ρες καὶ μιὰ μύ­τη σὰν πα­τά­τα.

      «Δὲν φταί­ω ἐ­γὼ ποὺ εἶ­μαι κα­κιὰ» ἔ­λε­γε κά­θε φο­ρὰ ποὺ μο­νο­λο­γοῦ­σε μπρο­στὰ στὸν κα­θρέ­φτη.

      Κά­θε ἄλ­λο, αὐ­τὴ ἔ­φται­γε, τὸ ἔ­λε­γαν ὅ­λοι, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων καὶ τῶν ἄλ­λων κα­θη­γη­τῶν. Τὴ λυ­πόν­του­σαν, για­τὶ στὸ βά­θος, μὰ πο­λὺ στὸ βά­θος, ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη. Ὡ­στό­σο τὰ παι­διά, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, τὴν φο­βόν­του­σαν καὶ τὴν φώ­να­ζαν τί­γρη, ὀ­χιὰ καὶ γου­ρού­να. Αὐ­τὴν δὲν τὴν δυ­σα­ρε­στοῦ­σε νὰ τὴν φο­βοῦν­ται, για­τὶ πί­στευ­ε πὼς ἕ­νας ἐκ­παι­δευ­τι­κός, γιὰ νὰ εἶ­ναι κα­λὸς μὲ ὅ­λη τὴ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης, ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι καὶ κα­κὸς μὲ ὅ­λη τὴ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν κα­κί­α αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ κα­λύ­τε­ρη ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς ὅ­λου του σχο­λεί­ου καὶ ἴ­σως ὁ­λό­κλη­ρης τῆς Ρώ­μης.

      Πρὶν ἀ­πὸ τὶς δι­α­κο­πὲς τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ τοῦ Πά­σχα ἔ­δι­νε πάν­το­τε ἕ­να σω­ρὸ ἐρ­γα­σί­ες γιὰ τὸ σπί­τι, ἀ­πὸ φό­βο μπὰς καὶ τὰ παι­διὰ δι­α­σκέ­δα­ζαν. Καὶ στὸ τέ­λος τοῦ ἔ­τους σύ­στη­νε στοὺς μα­θη­τές της νὰ συγ­κεν­τρώ­σουν σ’ ἕ­να τε­τρά­διο ὅ,τι ἐ­κεί­νη ἀ­πο­κα­λοῦ­σε «τὴ φω­νὴ τῶν δι­α­κο­πῶν», μ’ ἄλ­λα λό­για ὅ,τι ὡ­ραῖ­ο ἀλ­λὰ καὶ ἄ­σχη­μο εἴ­χα­νε κά­νει στὴ διάρ­κεια τοῦ κα­λο­και­ριοῦ. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο πὼς ἡ φρά­ση «ἡ φω­νὴ τῶν δι­α­κο­πῶν» τῆς ἄ­ρε­σε πο­λύ, για­τί τὴν ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε ὅ­λα τα χρό­νια καὶ σ’ ὅ­λους τοὺς μα­θη­τές της. Ἀλ­λὰ πολ­λοὶ προ­τι­μοῦ­σαν νὰ κο­ποῦν κα­λύ­τε­ρα, πα­ρὰ νὰ εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ τὴν ξα­να­δοῦν τὴν ἑ­πό­με­νη χρο­νιά.

      Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἡ φου­κα­ριά­ρα πα­ρέ­με­νε στὴ Ρώ­μη, στὸ σπί­τι της στὰ πε­ρί­χω­ρα κι ἔ­πλητ­τε καὶ τὸν Ἰ­ού­λιο καὶ τὸν Αὔ­γου­στο. Στὶς ἀρ­χὲς τοῦ Σε­πτέμ­βρη πή­γαι­νε μιὰ ἑ­βδο­μά­δα δι­α­κο­πὲς γιὰ νὰ θε­ρα­πεύ­σει τοὺς ρευ­μα­τι­σμούς, τὸ λουμ­πάγ­κο καὶ τὴ με­λαγ­χο­λί­α, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως γιὰ νὰ μαυ­ρί­σει λι­γου­λά­κι, ἔ­τσι ὥ­στε νὰ μπο­ρεῖ νὰ λέ­ει πὼς εἶ­χε πά­ει κι αὐ­τὴ δι­α­κο­πές, ὅ­πως ὅ­λες οἱ ἄλ­λες κυ­ρί­ες. Κον­το­λο­γὶς ἔ­κα­νε μιὰ ζω­ὴ πο­λὺ θλι­βε­ρὴ καὶ πο­λὺ μί­ζε­ρη καὶ δὲν ἔ­βλε­πε τὴν ὥ­ρα νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸ σχο­λεῖ­ο γιὰ νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ γιὰ ὅ­λη τὴ μι­ζέ­ρια καὶ τὰ φαρ­μά­κια ποὺ εἶ­χε πιεῖ.

      Ἀ­νά­με­σα στοὺς μα­θη­τὲς τῆς κα­θη­γή­τριας Μπου­τσί­κιο ὑ­πῆρ­χε κι ἕ­νας πο­λὺ ψη­λός, ὁ πιὸ ψη­λὸς τῆς τά­ξης κι ὁ πιὸ ἀ­φη­ρη­μέ­νος, μὲ κά­τι με­γά­λα, τε­ρά­στια μά­τια κι ἕ­να χέ­ρι βα­ρύ­υ­υ­υ. Ὅ­ταν ἔ­γρα­φε τὶς ἀ­σκή­σεις στὴν τά­ξη, τρυ­ποῦ­σε πάν­τα τὰ φύλ­λα μὲ τὸ στυ­λὸ κι αὐ­τὸ τὴν ἐ­ξα­γρί­ω­νε σὰν τί­γρη, τὴν ἐ­ρέ­θι­ζε σὰν ὀ­χιά. Τὸν φώ­να­ζε στὴν ἕ­δρα καὶ τοῦ ἔ­κα­νε τὶς δυ­σκο­λο­τέ­ρες ἐ­ρω­τή­σεις γιὰ τὴν Ἰ­τα­λί­α, σὰν πραγ­μα­τι­κὴ γου­ρού­να.

      Αὐ­τὸ τὸ παι­δὶ τὴν ἔ­φερ­νε κά­θε φο­ρὰ σὲ ἀ­μη­χα­νί­α. Ἦ­ταν εὐ­γε­νι­κό, δὲν τὴν εἶ­χε πεῖ πο­τὲ γου­ρού­να οὔ­τε ὀ­χιὰ οὔ­τε καὶ τί­γρη. Ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ τὸ μι­σοῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τ’ ἄλ­λα ἢ ἴ­σως για­τὶ εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ πὼς στὴ διά­ρκεια τῶν μα­θη­μά­των της, ποὺ ἦ­ταν σκέ­τη βα­ρε­μά­ρα, ὁ νοῦς του τα­ξί­δευ­ε μα­κριὰ σὲ τό­πους φαν­τα­στι­κοὺς ποὺ σ’ ἐ­κεί­νη θὰ ἔ­με­ναν γιὰ πάν­τα ἄ­γνω­στοι. Πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­ό­ρι­στο ἢ τὸν ὑ­περ­συν­τέ­λι­κο δὲν εἶ­χε φτά­σει πο­τὲ ἡ φαν­τα­σί­α τῆς Μπου­τσί­κιο.

      Με­τὰ τὶς κα­λο­και­ρι­νὲς δι­α­κο­πὲς ἡ κα­θη­γή­τρια Μπου­τσί­κιο ἐ­πέ­στρε­φε στὸ σχο­λεῖ­ο μι­σο­μαυ­ρι­σμέ­νη καὶ δι­πλὰ κα­κι­ω­μέ­νη. Ἀ­μέ­σως μό­λις ἔ­παιρ­νε τὶς ἀ­που­σί­ες φώ­να­ζε στὴν ἕ­δρα με­ρι­κοὺς μα­θη­τὲς γιὰ νὰ τῆς ποῦν πε­ρι­λη­πτι­κὰ γιὰ «τὴ φω­νὴ τῶν δι­α­κο­πῶν». Τὰ παι­διὰ ἀ­φη­γοῦν­ταν γιὰ τὴ θά­λασ­σα, τὴν ἐ­ξο­χή, τὰ τα­ξί­δια, τὰ παι­γνί­δια, τὰ δι­α­βά­σμα­τα, τὰ θε­ά­μα­τα, τὶς συμ­πά­θει­ες, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ δὲν ἦ­ταν πο­τὲ ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη κι ἄρ­χι­ζε ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη κι­ό­λας μέ­ρα νὰ μοι­ρά­ζει τὰ τριά­ρια καὶ τὰ τεσ­σά­ρια στὰ ἰ­τα­λι­κά.

      Μιὰ μέ­ρα φώ­να­ξε στὴν ἕ­δρα ἐ­κεῖ­νο τὸν πα­νύ­ψη­λο μα­θη­τή της. Τὸ παι­δὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ θρα­νί­ο ἔ­χον­τας μα­ζί του ἕ­να με­γά­λο κογ­χύ­λι ἀν­τὶ γιὰ τὸ τε­τρά­διο μὲ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο. Εἶ­πε πὼς «ἡ φω­νὴ τῶν δι­α­κο­πῶν» ἦ­ταν ἐ­κεῖ μέ­σα. Τὴν εἶ­χαν ἀ­κού­σει καὶ οἱ συμ­μα­θη­τές του καὶ οἱ συμ­μα­θή­τρι­ές του. Ἕ­νας-ἕ­νας εἶ­χαν ἀ­κού­σει τὸν ἦ­χο τῆς θά­λασ­σας στὴν ἀ­κρο­για­λιά, τὸν ἦ­χο τῶν κυ­μά­των ποὺ σπᾶ­νε πά­νω στὶς ξέ­ρες, τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ ἀ­νέ­μου ἀ­νά­με­σα στὰ πεῦ­κα τῆς πα­ρα­λί­ας καὶ ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος ποὺ εἶ­χε ἀ­κού­σει ἀ­κό­μα καὶ τὴ φω­νὴ τῶν γλά­ρων τὸ ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα.

      Ἡ κα­θη­γή­τρια τὸν κοί­τα­ξε ἔκ­πλη­κτη καὶ συ­νά­μα ἐ­νο­χλη­μέ­νη, γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­νι­ω­σε σχε­δὸν τα­πει­νω­μέ­νη ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ ἀ­φη­ρη­μέ­νο καὶ συμ­πα­θη­τι­κὸ παι­δί. Τὸ παι­δὶ ἐ­πω­φε­λή­θη­κε ἀπ’ αὐ­τὸ τὸ στιγ­μια­ῖο σά­στι­σμα γιὰ νὰ τὴν προ­σκα­λέ­σει ν’ ἀ­κού­σει κι αὐ­τὴ τὴ φω­νὴ τῆς θά­λασ­σας καὶ τοῦ ἀ­νέ­μου καὶ τῶν γλά­ρων μέ­σα στὸ κογ­χύ­λι.

      Ἐ­πει­δὴ ἡ κα­θη­γή­τρια Μπου­τσί­κιο δὲν πε­ρί­με­νε κά­τι τέ­τοιο, δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ κά­νει, ἀλ­λὰ ντρε­πό­ταν νὰ πεῖ ὄ­χι σὲ μιὰ τό­σο ἀ­θώ­α πρό­σκλη­ση. Τε­λι­κὰ πῆ­ρε τὸ κογ­χύ­λι καὶ τὸ πλη­σί­α­σε στ’ αὐ­τί της. Πράγ­μα­τι κά­τι ἀ­κου­γό­ταν, σὰν μα­κρι­νοὶ ἦ­χοι, σὰν ἕ­να πα­ρά­ξε­νο βου­η­τό. Συ­νέ­χι­σε ν’ ἀ­κού­ει. Τῆς φά­νη­κε πὼς ἄ­κου­σε ἕ­να βη­χα­λά­κι, ἔ­πει­τα μιὰ εὐ­γε­νι­κὴ φω­νή, σὰν τὴ φω­νὴ τοῦ μα­θη­τῆ της ποὺ στε­κό­ταν ὄρ­θιος μπρο­στά της καὶ τὴν κοι­τοῦ­σε μὲ τὰ με­γά­λα, σα­στι­σμέ­να μά­τια του. Ἐν­τέ­λει ἡ κα­θη­γή­τρια Μπου­τσί­κιο ἄ­κου­σε νὰ ἔρ­χε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὸ κογ­χύ­λι κα­θα­ρά, πεν­τα­κά­θα­ρα μιὰ φω­νὴ ποὺ ἔ­λε­γε: «γου­ρού­να!»

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πη­γή: L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba, S­t­o­r­i­e­t­te e S­t­o­r­i­e­t­te t­a­s­c­a­b­i­li, M­UP (M­o­n­te U­n­i­v­e­r­s­i­ta P­a­rma E­di­to­re) 2004.

 

Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα (L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba) (B­e­r­c­e­to τῆς Πάρ­μας, 1927 – Ρώ­μη, 2008). Δη­μο­σι­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ ἀλ­φα­βή­του (La s­c­o­p­e­r­ta d­e­l­l’ a­l­f­a­b­e­to, 1963). Ἄλ­λα γνω­στά του βι­βλί­α: S­a­l­to m­o­r­t­a­le, 1968 (βρα­βεῖ­ο M­e­d­i­c­is 1970), Le p­a­r­o­le a­b­b­a­n­d­o­n­a­te, 1977, Il f­u­o­co g­r­e­co, 1990 (με­τα­φρα­σμέ­νο στὰ Ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ ὑ­γρὸ πῦρ­), C­he ve­r­g­o­g­na s­c­r­i­v­e­re, 1996. Βλ. πε­ρισ­ό­τε­ρα ἐ­δῶ: Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου «Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα. (Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του)».

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­τα­λι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το τῆς ἴ­διας πό­λης. Ἐ­πί­σης Με­τά­φρα­ση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ δι­ε­τί­α 2004-2006. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Πρω­το­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ὡς με­τα­φρά­στρια.

 

Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba): Ἡ τρύπα στὴ στέγη

.

03-Malerba,Luigi-ITrypaStiStegi-Eikona-02

.

Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba)

 

Ἡ τρύπα στὴ στέγη

(Il buco nel tetto)

 

02-Epsilon­ΝΑ ΦΤΩ­ΧΟΣ ΓΕ­ΡΟΣ ἦ­ταν κα­θη­λω­μέ­νος στὸ κρε­βά­τι τῆς πα­ράγ­κας του, για­τὶ ἐ­κτὸς ἀ­πὸ γέ­ρος ἦ­ταν κι ἄρ­ρω­στος. Κά­θε τό­σο, οἱ γεί­το­νες τοῦ ἔ­φερ­ναν κά­τι νὰ φά­ει καὶ πή­γαι­ναν νὰ τοῦ κρα­τή­σουν συν­τρο­φιά, ὡ­στό­σο κα­νέ­νας δὲν εἶ­χε πο­λὺ χρό­νο κι ἔ­τσι ὁ γέ­ρος ἔ­με­νε μό­νος πολ­λὲς ὧ­ρες τὴ μέ­ρα. Ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι κοι­τοῦ­σε τὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς πα­ράγ­κας, ἀλ­λὰ δὲν πα­ρου­σί­α­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον. Ἤ­δη ἤ­ξε­ρε ἀπ’ ἔ­ξω ὅ­λα τα ση­μά­δια τῆς ὑ­γρα­σί­ας, τὶς τρύ­πες ἀ­πὸ τὸ σα­ρά­κι στὰ δο­κά­ρια, τὰ ξε­φλου­δί­σμα­τα τοῦ σο­βᾶ.

       Μιὰ μέ­ρα ὁ γέ­ρος ση­κώ­θη­κε ὄρ­θιος καὶ μὲ πολ­λὴ προ­σπά­θεια κα­τά­φε­ρε νὰ κά­νει μιὰ τρύ­πα στὴν ὀ­ρο­φή, οὕ­τως ὥ­στε νὰ βλέ­πει ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι ἕ­να κομ­μα­τά­κι οὐ­ρα­νοῦ. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν τρύ­πα, μὲ λί­γη τύ­χη τὴ μέ­ρα μπο­ροῦ­σε νὰ βλέ­πει ἀ­ε­ρο­πλά­να ἢ που­λιά. Μιὰ μέ­ρα μά­λι­στα εἶ­δε ἕ­ναν με­γα­λο­σχή­μο­να τῶν Μ.Μ.Ε. καὶ χά­ρη­κε γι’ αὐ­τό. Ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τὶς νύ­χτες τῆς ἀ­ϋ­πνί­ας του αὐ­τὴ ἡ τρύ­πα τὸν δι­ευ­κό­λυ­νε, για­τὶ τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ βλέ­πει τ’ ἀ­στέ­ρια.

      Μιὰ μέ­ρα μιὰ γει­τό­νισ­σα, ποὺ εἶ­χε ἔρ­θει γιὰ νὰ πεῖ κα­μιὰ κου­βέν­τα μὲ τὸν γέ­ρο, ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι τὸ κομ­μα­τά­κι τ’ οὐ­ρα­νοῦ, ποὺ φαι­νό­ταν ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα, ἦ­ταν κα­θα­ρὸ καὶ ξά­στε­ρο ἀ­κό­μα κι’ ὅ­ταν ἔ­ξω ὁ οὐ­ρα­νὸς ἦ­ταν συν­νε­φι­α­σμέ­νος καὶ μαῦ­ρος ἀ­πὸ τὴν κα­ται­γί­δα. Δὲν τὸ εἶ­πε σὲ κα­νέ­ναν, ἀ­πὸ φό­βο μπὰς καὶ τοὺς πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ πὼς ὁ γέ­ρος ἦ­ταν ἅ­γιος. Ἐ­κεῖ­νος θί­χτη­κε καὶ γιὰ νὰ τὴν πι­κά­ρει ἄρ­χι­σε νὰ κά­νει θαύ­μα­τα.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πη­γή: L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba, S­t­o­r­i­e­t­te e S­t­o­r­i­e­t­te t­a­s­c­a­b­i­li, M­UP (M­o­n­te U­n­i­v­e­r­s­i­ta P­a­rma E­di­to­re) 2004.

 

Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα (L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba) (B­e­r­c­e­to τῆς Πάρ­μας, 1927 – Ρώ­μη, 2008). Δη­μο­σι­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ ἀλ­φα­βή­του (La s­c­o­p­e­r­ta d­e­l­l’ a­l­f­a­b­e­to, 1963). Ἄλ­λα γνω­στά του βι­βλί­α: S­a­l­to m­o­r­t­a­le, 1968 (βρα­βεῖ­ο M­e­d­i­c­is 1970), Le p­a­r­o­le a­b­b­a­n­d­o­n­a­te, 1977, Il f­u­o­co g­r­e­co, 1990 (με­τα­φρα­σμέ­νο στὰ Ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ ὑ­γρὸ πῦρ­), C­he ve­r­g­o­g­na s­c­r­i­v­e­re, 1996. Βλ. πε­ρισ­ό­τε­ρα ἐ­δῶ: Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου «Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα. (Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του)».

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­τα­λι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το τῆς ἴ­διας πό­λης. Ἐ­πί­σης Με­τά­φρα­ση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ δι­ε­τί­α 2004-2006. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Πρω­το­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ὡς με­τα­φρά­στρια.

 

Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba): Ἡ σκιὰ μὲ μορφὴ ἀλόγου

.

FRANCE-CULTURE-LIGHTS-FESTIVAL-LYON

.

Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba)

 

Ἡ σκιὰ μὲ μορφὴ ἀλόγου

(L’ ombra a forma di cavallo)

 

02-OmikronΠΡΟ­ΣΠΕ­ΡΟ­ΝΕ δού­λευ­ε ὡς ἀ­να­βά­της στὶς ἱπ­πο­δρο­μί­ες. Μιὰ μέ­ρα ἔ­σπα­σε τὸ ἕ­να του πό­δι καὶ τὸν ἀ­πέ­λυ­σαν. Δὲν εἶ­χε χρή­μα­τα γιὰ ν’ ἀ­γο­ρά­σει ἄ­λο­γο κι ἔ­τσι τρι­γυρ­νοῦ­σε μὲ τὰ πό­δια καὶ κού­τσαι­νε.

       Ὁ Προ­σπε­ρό­νε κα­τοι­κοῦ­σε σ’ ἕ­να σπι­τά­κι στὰ πε­ρί­χω­ρα τῆς Ρώ­μης κι εἶ­χε κι ἕ­ναν μπα­ξὲ ὅ­που καλ­λι­ερ­γοῦ­σε βρώ­μη καὶ γλυ­κὰ ρα­πά­νια γιὰ τ’ ἄ­λο­γα. Μ’ ἄλ­λα λό­για ὁ πρώ­ην ἀ­να­βά­της συ­νέ­χι­ζε νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται τὴν ἀ­πό­κτη­ση ἀ­λό­γου, για­τὶ βέ­βαι­α δὲν εἶ­χε καὶ σύ­ζυ­γο. Κι ἔ­τσι, κα­θὼς ἦ­ταν κου­τσός, τὰ κο­ρί­τσια δὲν ἤ­θε­λαν νὰ βγαί­νουν μα­ζί του, πό­σο μᾶλ­λον νὰ τὸν παν­τρευ­τοῦν. Ὁ φου­κα­ρὰς ὁ Προ­σπε­ρό­νε ἦ­ταν πο­λὺ δυ­στυ­χι­σμέ­νος .

      Μιὰ μέ­ρα ποὺ περ­πα­τοῦ­σε στὸν ἥ­λιο, ἀν­τι­λή­φθη­κε πὼς ἡ σκιά του εἶ­χε τὴ μορ­φὴ ἀ­λό­γου. Ὁ Προ­σπε­ρό­νε τρο­μο­κρα­τή­θη­κε. Φο­βή­θη­κε πὼς εἶ­χε πά­θει ἡ­λί­α­ση καὶ εἶ­χε τρε­λα­θεῖ. Συμ­βαί­νει συ­χνὰ καὶ τὸ δι­α­βά­ζου­με καὶ στὶς ἐ­φη­με­ρί­δες πώς, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἡ­λί­α­σης, μπο­ρεῖ νὰ τρε­λα­θεῖ κα­νεὶς καὶ νὰ βλέ­πει ὁ­ρά­μα­τα ἢ νὰ βγά­λει ὅ­λα του τὰ ροῦ­χα καὶ νὰ τρι­γυρ­νά­ει γυ­μνὸς ἕ­ως ὅ­του ἀ­ρι­βά­ρει ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α καὶ τὸν πά­ει στὸ τρε­λο­κο­μεῖ­ο. Ὡ­στό­σο ἡ πε­ρί­πτω­σή του ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κὴ καὶ οὔ­τε κὰν τοῦ εἶ­χε πε­ρά­σει ἀπ’ τὸ μυα­λὸ νὰ βγά­λει τὰ ροῦ­χα του, πα­ρό­λο ποὺ ἔ­κα­νε πολ­λὴ ζέ­στη. Κοί­τα­ξε γι’ ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ τὴ σκιά του καὶ εἶ­δε πὼς εἶ­χε πάν­τα τὴ μορ­φὴ ἀ­λό­γου, μὲ τὰ τέσ­σε­ρα πό­δια, τὸ μα­κρὺ κε­φά­λι καὶ τὸ τορ­νευ­τὸ σῶ­μα. Γιὰ νὰ ποῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια, ἀλ­λό­κο­το πράγ­μα. Δο­κί­μα­σε νὰ ἐ­πι­τα­χύ­νει τὸ βῆ­μα καὶ ἡ σκιὰ τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πάν­το­τε, δη­λα­δὴ βρι­σκό­ταν πάν­τα στὸ πλά­ι του. Κι ἐ­νῶ αὐ­τὸς κού­τσαι­νε, ἡ σκιὰ μὲ τὴ μορ­φὴ ἀ­λό­γου περ­πα­τοῦ­σε ἄ­ψο­γα καὶ μὲ τὰ τέσ­σε­ρα πό­δια κι ἄ­κου­γες τὸν ἦ­χο πο­δο­βο­λη­τοῦ.

      Γιὰ λί­γο ὁ Προ­σπε­ρό­νε ἔ­κα­νε τὴν πά­πια. Πή­γαι­νε κά­θε μέ­ρα νὰ κά­νει τὴ βόλ­τα του στὸν ἥ­λιο, ἔ­ρι­χνε ποῦ καὶ ποῦ κα­μιὰ ἀ­φη­ρη­μέ­νη μα­τιὰ στὴν ἀ­λο­γί­σια σκιά του καὶ προ­χω­ροῦ­σε σὰν νὰ μὴν ἔ­τρε­χε τί­πο­τα. Ὁ κό­σμος περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ δί­πλα του καὶ δὲν ἔ­παιρ­νε χαμ­πά­ρι αὐ­τὸ τὸ ἀλ­λό­κο­το φαι­νό­με­νο. Κα­λύ­τε­ρα ἔ­τσι, σκε­φτό­ταν ὁ Προ­σπε­ρό­νε ποὺ συ­νή­θι­ζε ἤ­δη τὴ σκιά του καὶ ἄρ­χι­ζε νὰ δέ­νε­ται μα­ζί της, ὅ­πως μ’ ἕ­να πραγ­μα­τι­κὸ ἄ­λο­γο ρά­τσας. Τῆς ἔ­δω­σε μά­λι­στα καὶ ὄ­νο­μα, τὴν ὀ­νό­μα­σε Ἥ­λιο, ὅ­πως ἕ­να ἄ­λο­γο χά­ρις στὸ ὁ­ποῖ­ο κά­πο­τε εἶ­χε κερ­δί­σει τὸ πρῶ­το βρα­βεῖ­ο στὶς ἱπ­πο­δρο­μί­ες, στὰ Κα­λυ­βά­κια. Τὸν ἔ­πι­α­σαν τὰ γέ­λια μό­λις σκέ­φτη­κε πὼς εἶ­χε δώ­σει τ’ ὄ­νο­μα Ἥ­λιος σὲ μιὰ σκιά.

      Ἕ­να πρω­ὶ νω­ρὶς-νω­ρὶς ὁ Προ­σπε­ρό­νε, ὡς συ­νή­θως, πῆ­γε νὰ κά­νει μιὰ βόλ­τα στὰ λι­βά­δια. Οἱ δρο­σο­στα­λί­δες ἔ­κα­ναν τὸ χορ­τά­ρι ν’ ἀ­στρά­φτει, κα­νέ­να σύν­νε­φο δὲν ἔ­κρυ­βε τὸν ἥ­λιο, ἀ­κό­μα κι ὁ ἀ­έ­ρας ἦ­ταν δρο­σε­ρός. Τοῦ φά­νη­κε πὼς ἡ σκιὰ ἔ­σκυ­βε γιὰ νὰ βο­σκή­σει τὸ χορ­τά­ρι κι ἀ­κό­μα τοῦ φά­νη­κε πὼς ἔ­δει­χνε κά­ποι­α ση­μά­δια ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­ας, για­τί κά­θε τό­σο σὰν νὰ τρό­χα­ζε. Ὁ Προ­σπε­ρό­νε, πα­ρὰ τὸ κου­τσό του πό­δι, σὰν ν’ ἄρ­χι­σε κι αὐ­τὸς νὰ βη­μα­τί­ζει πιὸ σβέλ­τα καὶ εἶ­δε πὼς ἡ σκιὰ βάλ­θη­κε ἀ­μέ­σως νὰ τρο­χά­ζει. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ὁ πρώ­ην ἀ­να­βά­της δὲν μπό­ρε­σε πιὰ ν’ ἀν­τι­στα­θεῖ: κα­βα­λί­κε­ψε τὰ κα­πού­λια τῆς σκιᾶς του κι ἄρ­χι­σε νὰ ἱπ­πεύ­ει στὸ λι­βά­δι, πῆ­ρε τὴν κα­τεύ­θυν­ση ποὺ τὸν ὁ­δη­γοῦ­σε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ Ρώ­μη, μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ σπι­τά­κι του στὰ πε­ρί­χω­ρα.

      Κά­ποι­ος ἀ­φη­γή­θη­κε πὼς εἶ­δε ἕ­ναν ἔ­φιπ­πο ἄν­τρα νὰ περ­νᾶ ἀ­πὸ τὸν λό­φο, καλ­πά­ζον­τας. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα, ὁ Προ­σπε­ρό­νε δὲν ἐ­πέ­στρε­ψε πιὰ στὸ σπί­τι καὶ κα­νεὶς ἀ­π’ ὅ­σους τὸν ἤ­ξε­ραν δὲν τὸν ξα­νά­δε.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πη­γή: L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba, S­t­o­r­i­e­t­te e S­t­o­r­i­e­t­te t­a­s­c­a­b­i­li, M­UP (M­o­n­te U­n­i­v­e­r­s­i­ta P­a­rma E­di­to­re) 2004.

 

Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα (L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba) (B­e­r­c­e­to τῆς Πάρ­μας, 1927 – Ρώ­μη, 2008). Δη­μο­σι­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ ἀλ­φα­βή­του (La s­c­o­p­e­r­ta d­e­l­l’ a­l­f­a­b­e­to, 1963). Ἄλ­λα γνω­στά του βι­βλί­α: S­a­l­to m­o­r­t­a­le, 1968 (βρα­βεῖ­ο M­e­d­i­c­is 1970), Le p­a­r­o­le a­b­b­a­n­d­o­n­a­te, 1977, Il f­u­o­co g­r­e­co, 1990 (με­τα­φρα­σμέ­νο στὰ Ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ ὑ­γρὸ πῦρ­), C­he ve­r­g­o­g­na s­c­r­i­v­e­re, 1996. Βλ. πε­ρισ­ό­τε­ρα ἐ­δῶ: Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου «Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα. (Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του)».

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­τα­λι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το τῆς ἴ­διας πό­λης. Ἐ­πί­σης Με­τά­φρα­ση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ δι­ε­τί­α 2004-2006. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Πρω­το­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ὡς με­τα­φρά­στρια.

 

Ἀντωνία Πασχαλίδου: Λουίτζι Μαλέρμπα

 

.

01-Paschalidou,Antonia-LuigiMalerba-Eikona-02

.

Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου

 

Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα

(Εἰ­σα­γω­γι­κὸ ση­μεί­ω­μα γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του)

 

12-Omikron-Hymnus_in_Romam_61_2ΛΟΥ­Ι­ΤΖΙ ΜΑ­ΛΕΡ­ΜΠΑ ( Μπερ­τσέ­το, Πάρ­μα, 11 Νο­εμ­βρί­ου 1927 – Ρώ­μη, 8 Μα­ΐ­ου 2008) ὑ­πῆρ­ξε συγ­γρα­φέ­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα ἦ­ταν τὸ ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Λου­ί­τζι Μπο­νάρ­ντι. Με­τὰ τὶς νο­μι­κὲς σπου­δές του στὴ Ρώ­μη, ἐρ­γά­στη­κε ὡς δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ πα­ράλ­λη­λα ἔ­γρα­ψε ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ κεί­με­να – κυ­ρί­ως δι­η­γή­μα­τα, ἐ­νῶ συ­νερ­γά­στη­κε στὴ συγ­γρα­φὴ σε­να­ρί­ων γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο καὶ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης πα­ρα­γω­γὸς στὸν χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης. Ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ τα­λαν­τοῦ­χος, πο­λυ­σχι­δὴς καὶ πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος στὴ χώ­ρα του (D­o­po il p­e­s­c­e­c­a­ne, δι­η­γή­μα­τα, ἐκ­δό­σεις B­o­m­p­i­a­ni, 1979, Βρα­βεῖ­ο B­r­a­n­c­a­ti 1979, T­e­s­ta d’ a­r­g­e­n­to, δι­η­γή­μα­τα, ἐκ­δό­σεις M­o­n­d­a­d­o­ri, 1988, Βρα­βεῖ­ο G­r­i­n­z­a­ne C­a­v­o­ur, 1989 κ.ἄ.) ἀλ­λὰ καὶ στὴ Γαλ­λί­α (S­a­l­to M­o­r­t­a­le, μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐκ­δό­σεις B­o­m­p­i­a­ni, 1968, P­r­ix M­e­d­i­c­is 1970). Ἦ­ταν συ­νι­δρυ­τὴς τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κι­νή­μα­τος Grup­po 63 (λο­γο­τε­χνι­κὸ κί­νη­μα τῆς n­e­o­a­v­a­n­g­u­a­r­d­ia ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὸ 1963 στὸ Πα­λέρ­μο ἀ­πο­τε­λού­με­νο ἀ­πὸ νέ­ους δι­α­νο­ού­με­νους —ποι­η­τές, συγ­γρα­φεῖς, κρι­τι­κοὺς κ.ἄ.— ποὺ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νὰ ἔρ­θουν σὲ ρή­ξη μὲ τὰ πα­ρα­δο­σια­κὰ σχή­μα­τα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’50). Τὰ γνω­στό­τε­ρα ἔρ­γα του εἶ­ναι: La s­c­o­p­e­r­ta d­e­l­l’ a­l­f­a­b­e­to (1963), Il s­e­r­p­e­n­te (1966), S­a­l­to m­o­r­t­a­le (1968), D­o­po il p­e­s­c­e­c­a­ne (1979), T­e­s­ta d’ a­r­g­e­n­to (1988), Il f­u­o­co g­r­e­co (1990· Τὸ ὑ­γρὸ πῦρ, με­τά­φρα­ση: Λέ­να Ταχ­μα­ζί­δου, Νε­φέ­λη 1991), Le p­i­e­t­re v­o­l­a­n­ti (1992) καὶ I­t­a­ca p­er s­e­m­p­re (1997· Ἰ­θά­κη γιὰ πάν­τα, με­τά­φρα­ση: Τό­τα-Τσά­κου Κον­βερ­τί­νο, Κέ­δρος 1999). Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης βι­βλί­α γιὰ παι­διά, τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Το­νί­νο Γκου­έ­ρα.

       Ὁ Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα ὑ­πῆρ­ξε «ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ δί­νει καὶ παίρ­νει χα­ρά. Ὁ Μα­λέρ­μπα εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος μὲ πε­ρι­έρ­γεια: πε­ρι­έρ­γεια γιὰ τὴ γλώσ­σα, τὴν ἱ­στο­ρί­α, τὰ ἤ­θη, τὰ μπλε­ξί­μα­τα καὶ τὶς πε­ρι­στά­σεις τῆς ζω­ῆς. Δὲν περ­νᾶ τυ­χαῖ­α ἀ­πὸ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα στὸ γλωσ­σι­κὸ δο­κί­μιο, στὰ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ καὶ τη­λε­ο­πτι­κὰ σε­νά­ρια, στὰ δι­η­γή­μα­τα γιὰ παι­διά»­.(1) «Πολ­λοὶ τὸν ἔ­χουν πα­ρο­μοιά­σει μὲ τοὺς με­τα­μον­τέρ­νους συγ­γρα­φεῖς. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ὁ ὁ­ρι­σμὸς ται­ριά­ζει μέ­χρις ἑ­νὸς ση­μεί­ου. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ S­a­l­to m­o­r­t­a­le ἐ­νερ­γεῖ πάν­τα μὲ τρό­πο σα­τα­νι­κὰ εἰ­ρω­νι­κό, μὲ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις καὶ ἀμ­φι­ση­μί­ες.»­(2)

      Ἐ­νῶ ὁ Βάλ­τερ Πεν­του­λὰ ἔ­γρα­ψε: «Ὁ Μα­λέρ­μπα φλερ­τά­ρει μὲ τὴ γλώσ­σα ὡς πα­ρά­γον­τα ἀ­νι­σορ­ρο­πί­ας κι αὐ­τὸ φαί­νε­ται νὰ εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ πι­θα­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.­ [­…] Αὐ­τὸ ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν Μα­λέρ­μπα εἶ­ναι ἡ ἀ­φαί­ρε­ση καὶ μ’ αὐ­τὴν “γε­μί­ζει τὸ ρε­ζερ­βου­άρ του”: ἐν ὀ­λί­γοις ἡ γλώσ­σα του εἶ­ναι παν­τοῦ μιὰ γλώσ­σα εὑ­ρη­μα­τι­κή.»(3)

      «Ὅ­ταν τὸν ρω­τοῦ­σαν ποι­ὸς ἦ­ταν ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος του ἥ­ρω­ας ἀ­παν­τοῦ­σε πὼς ἦ­ταν ἀ­ναμ­φί­βο­λα ὁ Δὸν Κι­χώ­της καὶ φυ­σι­κὰ τὸ μά­θη­μα τοῦ Θερ­βάν­τες, τὸ πα­ρά­δο­ξο παι­γνί­δι, ποὺ βλέ­πει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νὰ πα­ρα­μορ­φώ­νε­ται ὑ­πέρ­με­τρα καὶ ἴ­σως νὰ εἶ­ναι ὑ­πέρ­με­τρα πα­ρα­μορ­φω­μέ­νη, εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ λει­τουρ­γοῦ­σε πάν­τα στὴ γρα­φή του ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὰ δι­η­γή­μα­τα τῆς συλ­λο­γῆς S­c­o­p­e­r­ta d­e­l­l’ a­l­f­a­b­e­to τὸ μα­κρι­νὸ 1963.»(4)

      Στὸ ἔρ­γο του εἶ­ναι ἐμ­φα­νὴς ἡ τε­ρά­στια γκά­μα τῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των του, ὅ­πως τὸ πά­θος γιὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α, ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὶς δι­α­λέ­κτους καὶ τὶς ξε­χα­σμέ­νες γλῶσ­σες, ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος καὶ ἡ δι­α­φή­μι­ση καὶ τέ­λος τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιὰ τὰ παι­διά. Τὰ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μα­λέρ­μπα, με­τα­φρα­σμέ­να γιὰ τὸ Πλα­νό­διον, ἀ­νή­κουν στὴ συλ­λο­γὴ S­t­o­r­i­e­t­te e S­t­o­r­i­e­t­te t­a­s­c­a­b­i­li (E­i­n­a­u­di, 1994, M­o­n­te U­n­i­v­e­r­s­i­ta Par­ma, 2004). Ἡ συλ­λο­γὴ αὐ­τὴ ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρω­τί­στως σὲ παι­διὰ καὶ δευ­τε­ρευ­όν­τως σὲ ἐ­νη­λί­κους ποὺ συ­νο­μι­λοῦν ἀ­κό­μα μὲ τὸ παι­δὶ μέ­σα τους. Στὰ κεί­με­να αὐ­τὰ πρω­τα­γω­νι­στοῦν ἄν­θρω­ποι ἢ ζῶ­α. Ὁ Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα, ἔ­ξυ­πνος καὶ εἰ­ρω­νι­κός, παί­ζει μὲ τὶς λέ­ξεις, τὶς συλ­λα­βές, τοὺς ἤ­χους , κά­τι ποὺ κα­θι­στᾶ τὴ με­τά­φρα­ση κά­ποι­ων ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ δύ­σκο­λη, ἂν ὄ­χι ἀ­δύ­να­τη. Ἔ­τσι, τὸ παι­γνί­δι αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ ξα­να­γί­νει ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στὴ ἐκ νέ­ου, στὴ δι­κή του πιὰ γλώσ­σα. Κο­ριοὶ ποὺ δὲν ἀν­τέ­χουν τὴ βρῶ­μα τους («La c­i­m­i­ce»), σα­ραν­τα­πο­δα­ροῦ­σες ποὺ χρε­ώ­νον­ται γιὰ ν’ ἀ­γο­ρά­σουν πα­πού­τσια γιὰ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια («M­i­l­l­e­p­i­e­di e M­i­l­l­e­s­c­a­r­pe»), σαῦ­ρες ποὺ ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται τε­λι­κὰ κρο­κό­δει­λοι («La l­u­c­e­r­t­o­la e il g­a­t­t­i­no») καὶ πά­ει λέ­γον­τας. Στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ πρω­τα­γω­νι­στοῦν ἄν­θρω­ποι, αὐ­τοὶ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κοί, ἄρ­ρω­στοι, «ἐ­λατ­τω­μα­τι­κοί», ποὺ ὡ­στό­σο τὸ ἐ­λάτ­τω­μά τους , ἀν­τὶ νὰ τοὺς ἐμ­πο­δί­ζει, τοὺς δι­ευ­κο­λύ­νει νὰ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται ἐ­νῶ πνί­γον­ται («La l­u­na d­o­p­p­ia»), ἄλ­λες φο­ρὲς κα­βά­λα στὰ κα­πού­λια τῆς σκιᾶς τους(«L’ o­m­b­ra a f­o­r­ma di c­a­v­a­l­lo») κι ἄλ­λες πά­λι ἀ­νοί­γον­τας μιὰ τρύ­πα στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς πα­ράγ­κας τους («Il b­u­co n­el t­e­t­to»). Τέ­λος, ἄν­θρω­ποι κα­κοί, σχε­δὸν τε­ρα­τό­μορ­φοι, ποὺ εἶ­ναι κα­ταρ­χὴν θύ­μα­τα τῆς δι­κῆς τους κα­κί­ας καὶ μι­ζέ­ριας, ἐν συ­νε­χεί­ᾳ πέ­φτουν θύ­μα­τα τῆς δη­κτι­κῆς καὶ ἀ­νε­λέ­η­της πέ­νας τοῦ Μα­λέρ­μπα («La m­a­i­a­la»).

      Ὁ Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα παί­ζει μὲ τὶς λέ­ξεις καὶ τὶς φρά­σεις γιὰ νὰ μᾶς χα­ρί­σει ἐν­τέ­λει μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ σύν­το­μα, σχε­δὸν ἀ­στρα­πια­ῖα δι­η­γή­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτουν τὸ πῶς οἱ ἀμ­φι­ση­μί­ες τῆς γλώσ­σας μπο­ροῦν νὰ κρύ­ψουν ἕ­ναν ὁ­λό­κλη­ρο κό­σμο πα­ρά­λο­γων κα­τα­στά­σε­ων καὶ ξε­καρ­δι­στι­κῶν χα­ρα­κτή­ρων.

 

Υ­ΠΟ­ΣΗ­ΜΕΙ­Ω­ΣΕΙΣ

 

      (1) Z­i­l­i­o­t­to, «G­a­n­d­o­l­fi e A­l­l­e­g­ra» γιὰ τὸ βι­βλί­ο τοῦ Μα­λέρ­μπα T­e­s­ta d’ a­r­g­e­n­to, 1988, στὸ O­g­gi, il r­a­c­c­o­n­to (Σή­με­ρα, τὸ δι­ή­γη­μα),1990.

      (2) Ἄρ­θρο τοῦ Οὐμ­πέρ­το Ἔ­κο στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα La R­e­p­u­b­b­l­i­ca: «La g­e­n­i­a­le a­r­te d­e­l­la m­e­n­z­o­g­na» («Ἡ εὐ­φυ­ὴς τέ­χνη τοῦ ψεύ­δους»), 8 Ὀ­κτω­βρί­ου 2009.

      (3) Βάλ­τερ Πεν­του­λά, «M­a­l­e­r­ba fa il v­u­o­to» («Ὁ Μα­λέρ­μπα δη­μι­ουρ­γεῖ τὸ κε­νό») στὸ La n­a­r­r­a­t­i­va i­t­a­l­i­a­na c­o­n­t­e­m­p­o­r­a­n­ea 1940/1990 (Ἡ σύγ­χρο­νη ἰ­τα­λι­κὴ πε­ζο­γρα­φί­α 1940/1990), T­a­s­c­a­b­i­li E­c­o­n­o­m­i­ci N­e­w­ton, 1995.

      (4) Ἄρ­θρο τοῦ Πά­ο­λο Μά­ου­ρι στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα La R­e­p­u­b­b­l­i­ca «E m­o­r­to lo s­c­r­i­t­t­o­re L­u­i­gi M­a­l­e­r­ba m­a­e­s­t­ro di r­e­a­l­ta d­e­f­o­r­m­a­te» («Πέ­θα­νε ὁ συγ­γρα­φέ­ας Λου­ί­τζι Μα­λέρ­μπα μα­έ­στρος τῆς παραμορφωμένης πραγματικότητας»), 8 Μαΐου 2008.

 

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­τα­λι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το τῆς ἴ­διας πό­λης. Ἐ­πί­σης Με­τά­φρα­ση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ δι­ε­τί­α 2004-2006. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Πρω­το­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ὡς με­τα­φρά­στρια.