Stela Alexopulu: Café bizantino


Aleksopoulou,Stella-ByzantinosKafes-Eikona-01


Stela Alexopulu

 

Café bizantino

 

05-cUANDO LLEGABA COJEANDO, proyectaba una mala sombra imper­ce­pti­ble, a pesar de estar siempre sonriente, solícita y amable; por encima de todo «una señora». Exhalaba olor a jabón de Marsella, el brillo y el deterioro de pobreza llevada con dignidad con un barato vestido negro de algodón todo el verano –lo tenía como promesa, estaba de luto hasta el quince de agosto– y en invierno con una boina tejida puesta un poco ladeada en su inclinada cabeza, cada vez que, renqueando, iba a sus diversos quehaceres con lluvia, con frío, con calor.

       Era una cocinera excepcional; te tejía y te confeccionaba todos los encargos que le hicieras. Los sábados cuidaba a niños pequeños cuando sus padres en alguna ocasión trasnochaban y las amas de casa le pedían ayuda, pues era honrada, discreta, correcta en su trabajo, y cobraba poco. Cada domingo la veías subir, como un barco a punto de escorar, los peldaños de la iglesia, y luego la encontrabas sentada en la misma banca.

       Cuando trabajaba, siempre se tomaba un pequeño descanso, y se preparaba un café turco, como decíamos antes; ella, sin embargo, lo llamaba bizantino, y leía en el poso de tu taza que ibas a atravesar una puerta grande. Todo el año, de madrugada y a la medianoche, lo primero y lo último que hacía, rezaba sus oraciones, con el cuerpo vuelto hacia oriente. Así lo había aprendido de su madre en Esmirna, y cuando llegó a Mitilene en 1922, huérfana y lisiada –su fracturada cadera nunca fue operada correctamente–, se giraba hacia oriente, a la familia que le quedaba: a nuestro Señor Jesucristo y a nuestra Virgen Madre.

       En la época de la ocupación nazi, un soldado italiano fue el único que prestó atención a la niña coja. Le cantaba canciones italianas; se casaría con ella, se la llevaría a Italia, sin embargo, su barco se hundió con toda la tripulación. Nunca supo, pues, si habría mantenido o no su promesa. En su bolso llevaba una fotografía amarillenta abrazada a él – reflejaba una belleza inesperada.

       Se iba envejeciendo; no veía –problema de cataratas– y no tenía dinero, al igual que cuando era niña con su problema en la cadera, para ser operada. Una criatura de seis años, emigrante del Asia Menor, una más entre los tantos huérfanos del 22. Con «El fin de la historia», en 1992, una anciana más, expulsada de su viejísima casita, en la que había vivido durante cuarenta años, porque la echaban para construir un bloque de pisos. Dormía en cada casa donde aún le daban trabajo y, por lástima y medio de mala gana, le cedían un sofá por una noche, del cual se levantaba al amanecer, diríase que de prisa y con sentimiento de culpa. Causaba daños, no podía coser, no daba abasto con los niños. Poco a poco, nosotros también dejamos de darle trabajo – era  poco rentable.

       Bastante tiempo después, un poco antes de las Navidades del ’96, fui a encontarla cuando me dijeron que quería verme. La había recogido una parienta vieja. La hallé, arrugada, pálida, microscópica, en una cama de hierro. Sonriendo me dijo:

       ¿Recuerdas que te dije que en el poso de tu taza veía coronas nupciales?, ¿que se casaría contigo? ¿Por qué no te casaste con él, hija? Era una buena persona, Luciano. Él te quería y tú no le diste el sí. Se acabó. Murió.

       Ay, mi niña, ¿te duele la pierna? ¿Qué te ha pasado, mi niña? ¿Qué te hicieron esos tres veces malditos? Criatura tan pequeña, y les viste como lobos violar riéndose a tu madre muerta…

       Te recuerdo mi niña llorando:

       ¿Dónde está mi mamá? ¡ Quiero a mi mamá!! ¡Se han llevado a mi mamá!! ¿A dónde se la llevan?

      Pobrecita, lloraste durante toda la noche; nada te tranquilizaba, se me partía el co­ra­zón; hasta que te santigüé y te dije: Allí está el oriente, ¡allí está nuestro Dios Jesucristo y nuestra Madre, la Virgen!

       ¿Recuerdas, hija mía? ¿Lo recuerdas?

       Le dije que sí, que recordaba, y que dentro de poco se me­jo­ra­ría, que me prepararía el café bizantino y que me leería el fondo de la taza.

       Sonreía continuamente y me decía:

       Eras una buena muchacha, ¿qué te han hecho? ¡Tengo el co­ra­zón destrozado! ¿Por qué no te casaste con él, mi niña? ¿Por qué?

       Le cogí las manos un momento, le dije que volvería y así fue. Pocos días des­pués la vi en la iglesia, un día frío de enero. En su féretro. Estaba des­cu­bier­to, como requiere la tradición ortodoxa, y mi corazón se puso en su sitio, porque miraba hacia oriente.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Fuente: Primera publicación en el blog Planodion – Historias Bonsái (15 de novi­e­mbre de 2013).

Stela Alexopulu (Karatsi Pakistán, 1948). Estudió Filosofía y Filología Inglesas en la Facultad de Letras de la Universidad de Atenas. Realizó estudios de posgrado en Literatura y lingüística inglesas en las Universidades de Oxford, Lancaster e East Anglia en Inglaterra. Trabajó como profesora en la educación superior y como traductora.

Traducción: Marisol Fuentes

Revisión: Enrique Íñiguez Rodríguez – Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος


Στέλλα Ἀλεξοπούλου: Ὁ εἰσπράκτορας

.

bp2

.

Στέλλα Ἀλεξοπούλου

.

Ὁ εἰσπράκτορας

.

01-FiΟΙΤΗΤΡΙΑ ΗΜΟΥΝ στὰ χρόνια τῆς δικτατορίας καὶ μπῆκα σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς σακαράκες τῆς ἐποχῆς ποὺ παρίσταναν τὰ λεωφορεῖα. Οἱ ἐπιβάτες του ἦταν λίγες γυναῖκες κι ὁ εἰσπράκτορας τοῦ λεωφορείου, μουστάκι σπαθάτο, κεντοῦσε μὲς στὸ κουβούκλι του ἕνα σχέδιο δυσκολώτατο. Τὸν πείραζαν μιὰ παρέα γυναῖκες μέσης ἡλικίας:
– Ἄντρας νὰ κεντᾶ! Καὶ εἰσπράκτορας μάλιστα.
Ἀτάραχος αὐτὸς ὑποτονθόρησε:
– Τί τὸ παράξενο βλέπετε;
Αὐτὲς δῆθεν ἀθῶα καὶ γλυκὰ ἐν χορῷ:
– Τίποτε, τίποτε, ὑπάρχουν καὶ ἄνδρες ράφτες, μόδιστροι.
– Ναί, ἀλλὰ εἶναι συκιές. Συκιές! Ἡ ἀδελφή μου πάει σ’ ἕναν ἀπὸ δαύτους καὶ εἶναι μάλιστα ἀπὸ τὶς πιὸ κουνιστές! γρύλισε ὁ εἰσπράκτορας.
Κούνησαν συγκαταβατικὰ τὰ κεφάλια ὁ γυναικεῖος χορός:
– Βέβαια, κι ἂν ἐπιτρέπεται πῶς ἄρχισες;
Ἐκεῖνος μὲ μιὰ λάμψη στὸ βλέμμα, σχεδὸν τοὺς πέταξε:
– Ἂν ἡ γυναίκα μου ἦταν ἄξια νὰ περάσει κλωστὴ σὲ βελόνα, δὲν θὰ μὲ βλέπατε νὰ κεντῶ, ἀλλὰ οὔτε νὰ ράψει κουμπὶ μπορεῖ! Αὐτὸς πού μοῦ παρήγγειλε τοῦτο τὸ σχέδιο, μοῦ εἶπε, μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις. Καμμιὰ γυναίκα!
Συμφώνησε ὁ χορὸς σὰ νὰ κανάκευε κάποιο ἀφέντη:
– Σίγουρα ὑπάρχουν ἄντρες πολὺ νοικοκυραῖοι. Τί νὰ ποῦμε γιὰ κάτι γυναῖκες σουσουράδες, ἀνάξιες γιὰ τίποτε…
Ἐκεῖνος δὲν ἄφησε τὸ ὑπονοούμενο νὰ πέσει κάτω:
– Δὲν μπορῶ νὰ πῶ τίποτε γι’ αὐτήν. Εἶναι πολὺ καλὴ μητέρα.
Κούνησαν σοφὰ τὰ κεφάλια τους:
– Ἄ τότε…Ἀλλὰ ποῦ ἔμαθες νὰ κεντᾶς; Στὸ στρατό;
Γέλασε αὐτός:
– Στὸν στρατὸ οὔτε τὸ κρεβάτι μου δὲν ἔστρωνα. Τὰ στραβάδια, οἱ ψάρακες μοῦ τόστρωναν.Ἤμουν καταδρομέας.
Ἀπόρησε ὁ χορός:
– Τότε;
Ἐκεῖνος ἀπορροφημένος στὸ σχέδιό του:
– Στὴ φυλακή, ποῦ ἀλλοῦ; Μᾶς ἔμαθαν οἱ καλόγριες γιὰ νὰ μὴν τὸ ρίχνουμε στὸν καυγά.
Αὐτὲς μὲ κάποιο δέος:
– Παράξενο.
– Ποιό; Οἱ καλόγριες;
Ὁ χορὸς λίγο συνεσταλμένος τώρα καὶ μαζεμένος:
– Πῶς βρέθηκες στὴν φυλακή; Ἂν ἐπιτρέπεται;
Χαμογέλασε ὁ εἰσπάκτορας καὶ φάνηκε πόσο ἦταν ὄμορφο παλληκάρι:
– Γιὰ ἀπόπειρα φόνου.
Ὁ χορὸς αἰδημόνως σιωποῦσε.
– Ναί, ἀπόπειρα φόνου καὶ μέσα σὲ κόσμο βρισκόμουν μάλιστα. Κάποιος πείραξε τὴν γυναίκα μου κι ἐγὼ δὲν τὸν ἄφησα νὰ τοῦ περάσει.
Δῆθεν θαυμαστικὰ ὁ χορὸς ἀναφώνησε:
– Ἄ, ὧστε φόνος τιμῆς!
Ἥσυχα ὁ εἰσπράκτορας πάντα δοσμένος στὸ κέντημά του:
– Ὄχι, ἀπόπειρα γιὰ τὴν τιμή, μόνο ποὺ ἡ τιμὴ στάθηκε ἀκριβὴ γιὰ μένα.
Μετά μᾶς παράτησε σύξυλες, γιατί ἔμπαιναν καὶ νέοι ἐπιβάτες καὶ ἔπρεπε νὰ κόβει εἰσητήρια. Σ’ ὅλη τὴν διαδρομὴ τοῦ ἔριχνα κλεφτὲς ματιὲς γιατί ἦταν ὡραῖος ἄντρας καὶ μοῦ φαινόταν πὼς ἔφερνε πολύ τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

.

Στέλλα Ἀλεξοπούλου (Καράτσι Πακιστάν, 1948). Σπούδασε Φιλοσοφία καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὴν Φιλοσοφικὴ σχολὴ Ἀθηνῶν. Ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν Ἀγγλικὴ Λογοτεχνία καὶ Γλωσσολογία στὰ Πανεπιστήμια Oxford, Lancaster, καὶ East Anglia τῆς Ἀγγλίας. Ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴν τριτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Μετέφρασε γιὰ τὴ σειρὰ «Ἡ γλώσσα τῆς κριτικῆς» τὸ ἔργο Συμβολισμός τοῦ Chadwick (Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1978). Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς συλλογὲς Δωρεὰν διαδρομή (Ἐρμείας, Ἀθήνα 1991) καὶ Μουσῶν 9 (Πλανόδιον, Ἀθήνα 2002).

.

Στέλλα Ἀλεξοπούλου: Βυζαντινός καφές

.

Aleksopoulou,Stella-ByzantinosKafes-Eikona-01

.

Στέλ­λα Ἀ­λε­ξο­πού­λου

.

Βυ­ζαν­τι­νὸς κα­φές

.

02-OmikronΤΑΝ ΕΡΧΟΤΑΝ κου­τσαί­νον­τας, ἔρ­ρι­χνε ἀ­δι­ό­ρα­τη σκιά, πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ ἦ­ταν πάν­τα χα­μο­γε­λα­στή, πρό­θυ­μη, εὐ­γε­νι­κή, προ­πάν­των «κυ­ρί­α». Ἀ­πέ­πνε­ε πρά­σι­νο σα­πού­νι, τὴν γυ­α­λά­δα καὶ τὴν φθο­ρὰ φτώ­χειας ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς μ’ ἕ­να φτη­νὸ μαῦ­ρο, βαμ­βα­κε­ρὸ φό­ρε­μα ὅ­λο το κα­λο­καί­ρι —τό ’­χε τά­μα, πεν­θοῦ­σε μέ­χρι τὸν Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο— καὶ τὸν χει­μώ­να μ’ ἕ­ναν πλε­κτὸ μπε­ρὲ φο­ρε­μέ­νο στρα­βὰ στὸ λί­γο γερ­τὸ κε­φά­λι της κα­θώς, κου­τσαί­νον­τας, πή­γαι­νε στὶς δι­ά­φο­ρες δου­λει­ὲς μὲ βρο­χή, μὲ κρύ­ο, μὲ ζέ­στη.

       Ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ μα­γεί­ρισ­σα· σοῦ ἔ­πλε­κε καὶ σοῦ ἔρ­ρα­βε ὅ,τι πα­ράγ­γελ­νες· φύ­λα­γε τὰ μι­κρὰ παι­διὰ τὰ Σάβ­βα­τα ὅ­ταν καμ­μιὰ φο­ρὰ οἱ γο­νεῖς των ξε­νυ­χτοῦ­σαν καὶ οἱ νοι­κο­κυ­ρὲς τὴν κα­λοῦ­σαν γιὰ νὰ τὶς βο­η­θή­σει, για­τὶ ἦ­ταν τί­μια, δι­α­κρι­τι­κή, σω­στὴ στὴ δου­λειά της καὶ ἔ­παιρ­νε λί­γα. Κά­θε Κυ­ρια­κὴ τὴν ἔ­βλε­πες ν’ ἀ­νε­βαί­νει, σὰν πλοῖ­ο ἕ­τοι­μο νὰ μπα­τά­ρει, τὰ σκα­λο­πά­τια τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὴν ἔ­βρι­σκες με­τὰ κα­θι­σμέ­νη στὸ ἴ­διο στα­σί­δι.

      Πάν­τα ὅ­ταν δού­λευ­ε ἔ­κα­νε ἕ­να μι­κρὸ δι­ά­λειμ­μα καὶ ἔ­φτια­χνε τὸν τούρ­κι­κο κα­φέ, ὅ­πως τὸν λέ­γα­με τό­τε, ποὺ ἐ­κεί­νη, ὅ­μως, τὸν ἔ­λε­γε βυ­ζαν­τι­νό, καὶ δι­ά­βα­ζε στὸ φλι­τζά­νι σου πὼς με­γά­λη πόρ­τα θὰ δια­βεῖς. Χει­μώ­να-Κα­λο­καί­ρι, χα­ρά­μα­τα καὶ με­σά­νυ­χτα, πρῶ­το καὶ τε­λευ­ταῖ­ο, στρέ­φον­ταν στὴν Ἀ­να­το­λή, ἔ­λε­γε τὴν προ­σευ­χή της. Ἔ­τσι τὴν εἶ­χε μά­θει στὴν Σμύρ­νη ἡ μά­να της καὶ ὅ­ταν ἔ­φτα­σε τὸ ’22 στὴν Μυ­τι­λή­νη ὀρ­φα­νὸ σα­κα­τε­μέ­νο —πο­τὲ τὸν σπα­σμέ­νο γο­φό της δὲν τὸν χει­ρούρ­γη­σαν σω­στά— στὴν Ἀ­να­το­λὴ στρέ­φον­ταν στὴν ἐ­να­πο­μεί­να­σα οἰ­κο­γέ­νειά της: τὸν Κύ­ριον Ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τὴν Δέ­σποι­να μας Πα­να­γί­α.

      Στὴν Κα­το­χὴ ἕ­νας φαν­τά­ρος Ἰ­τα­λὸς ἦ­ταν ὁ μό­νος ποὺ πρό­σε­ξε τὸ κου­τσὸ κο­ρί­τσι. Τῆς τρα­γου­δοῦ­σε Ἰ­τα­λι­κὲς καν­σο­νέ­τες, θὰ τὴν παν­τρεύ­ον­ταν, θὰ τὴν ἔ­παιρ­νε στὴν Ἰ­τα­λί­α, τὸ πλοῖ­ο του ὅ­μως βυ­θί­στη­κε αὔ­ταν­δρο. Πο­τὲ δὲν ἔ­μα­θε λοι­πόν, ἂν θὰ κρα­τοῦ­σε τὴν ὑ­πό­σχε­σή του. Στὴν τσάν­τα της εἶ­χε μιὰ φω­το­γρα­φί­α κι­τρι­νι­σμέ­νη μα­ζί του ἀγ­κα­λιά – ἔ­δει­χνε ἀ­να­πάν­τε­χα ὄ­μορ­φη.

      Σι­γὰ-σι­γὰ γερ­νοῦ­σε, δὲν ἔ­βλε­πε – ἕ­νας κα­ταρ­ρά­χτης ποὺ δὲν εἶ­χε λε­φτά, ὅ­πως τό­τε, παι­δί, μὲ τὸν γο­φό της, νὰ τὸν χει­ρουρ­γή­σουν. Ἕ­να ἑ­ξά­χρο­νο προ­σφυ­γό­που­λο ἀ­πὸ τὴν Μι­κρα­σί­α στὰ τό­σα ὀρ­φα­νὰ τὸ ’22. Μὲ «Τὸ Τέ­λος τῆς Ἱ­στο­ρί­ας», τὸ 1992, μιὰ ἀ­κό­μη γριά, ποὺ τῆς ἔ­κα­ναν ἔ­ξω­ση ἀ­πὸ τὸ παμ­πά­λαι­ο σπι­τά­κι πού ’­με­νε σα­ράν­τα χρό­νια, για­τὶ τὸ ἔ­δι­ναν ἀν­τι­πα­ρο­χή. Κοι­μό­ταν σὲ ὅ­σα σπί­τια τῆς ἔ­δι­ναν ἀ­κό­μη δου­λειὰ καί, μὲ λύ­πη­ση καὶ μι­σο­κρυμ­μέ­νη δυ­σφο­ρί­α, τῆς πα­ρα­χω­ροῦ­σαν τὸν κα­να­πὲ γιὰ ἕ­να βρα­δὺ ἀ­π’­ὅ­που ση­κω­νό­ταν πρω­ὶ-πρω­ί, βι­α­στι­κά, ἔ­νο­χα, θαρ­ροῦ­σες. Ἔ­κα­νε ζη­μι­ές, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ρά­ψει, δὲν προ­λά­βαι­νε τὰ παι­δά­κια. Σι­γὰ-σι­γὰ στα­μα­τή­σα­με κι ἐ­μεῖς νὰ τὴν παίρ­νου­με γιὰ δου­λει­ὲς – ἦ­ταν ἀ­σύμ­φο­ρο.

      Ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἀρ­γό­τε­ρα, λί­γο πρὶν τὰ Χρι­στού­γεν­να τοῦ ’96, πῆ­γα νὰ τὴν δῶ, ὅ­ταν μου εἶ­παν πὼς μὲ ζή­τη­σε. Τὴν εἶ­χε πε­ρι­μα­ζέ­ψει μιὰ συγ­γε­νὴς γε­ρόν­τισ­σα. Τὴν βρῆ­κα ζα­ρω­μέ­νη σ’ ἕ­να σι­δε­ρέ­νιο κρε­βά­τι, πο­λὺ χλω­μή, μι­κρο­σκο­πι­κή. Χα­μο­γε­λών­τας μοῦ εἶ­πε:

      Θυ­μᾶ­σαι πὼς σοῦ ἔ­λε­γα ὅ­τι στὸ φλι­τζά­νι σου ἔ­βλε­πα στέ­φα­να, θὰ σὲ πά­ρει; Για­τί δὲν τὸν πῆ­ρες κό­ρη μου; Ἦ­ταν κα­λὸς ὁ Λου­τσιά­νο. Αὐ­τὸς σὲ ἤ­θε­λε κι ἐ­σὺ δὲν τοῦ εἶ­πες τὸ ναί. Κι αὐ­τὸς πά­ει. Πέ­θα­νε.

      Ἄχ, παι­δά­κι μου, πο­νά­ει τὸ πό­δι σου; Τί ἔ­πα­θες παι­δί μου! Τί σοῦ ’κα­ναν οἱ τρι­σκα­τά­ρα­τοι! Παι­δὶ πρά­μα καὶ τοὺς εἶ­δες λύ­κους τὴν μα­νού­λα σου γε­λών­τας νὰ βιά­ζουν πε­θα­μέ­νη…

      Σὲ θυ­μᾶ­μαι παι­δί μου νὰ κλαῖς:

      Ποῦ εἶ­ναι ἡ μα­μά μου; Θέ­λω τὴ μα­μά μου! Πῆ­ραν τὴν μα­μά μου! Ποῦ τὴν πά­νε;

      Ὅ­λη νύ­χτα ἔ­κλαι­γες τὸ κα­η­μέ­νο, δὲν ἔ­λε­γες νὰ ἡ­συ­χά­σεις, σπά­ρα­ξε ἡ καρ­διά μου, ὥ­σπου σὲ σταύ­ρω­σα ἐ­γὼ καὶ σοῦ εἶ­πα: Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ Ἀ­να­το­λή, ἐ­κεῖ εἶ­ναι ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς καὶ ἡ μά­να μας ἡ Πα­να­γί­α.

      Θυ­μᾶ­σαι παι­δί μου; Θυ­μᾶ­σαι;

      Τῆς εἶ­πα πὼς ναί θυ­μᾶ­μαι καὶ ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ γι­νό­ταν καλ­­λύ­τε­ρα καὶ θὰ μοῦ ’­φτια­χνε πά­λι τὸν βυ­ζαν­τι­νὸ κα­φέ της καὶ θὰ μοῦ τὸν δι­ά­βα­ζε.

      Χα­μο­γε­λοῦ­σε συ­νέ­χεια καὶ μοῦ­ ’­λέ­γε:

      Ἤ­σουν κα­λὸ παι­δά­κι καὶ τί σοῦ ’­κα­ναν! Μοῦ μαύ­ρι­σε ἡ καρ­διά! Για­τί δὲν τὸν πῆ­ρες κο­ρί­τσι μου; Για­τί;

      Τῆς κρά­τη­σα γιὰ λί­γο τὰ χέ­ρια, τῆς εἶ­πα ὅ­τι θὰ ξα­ναρ­χό­μουν καί, πράγ­μα­τι, λί­γες μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα τὴν εἶ­δα μιὰ πα­γε­ρὴ γε­να­ρι­ά­τι­κη μέ­ρα στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Στὸ φέ­ρε­τρό της. Ἦ­ταν ξέ­σκε­πο κα­τὰ τὸ ὀρ­θό­δο­ξο τυ­πι­κὸ καὶ ἡ καρ­διά μου πῆ­γε στὴ θέ­ση της, για­τὶ ἔ­βλε­πε στὴν Ἀ­να­το­λή.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση:

Στέλ­λα Ἀ­λε­ξο­πού­λου (Κα­ρά­τσι Πα­κι­στάν, 1948). Σπού­δα­σε Φι­λο­σο­φί­α καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Φι­λο­σο­φι­κὴ σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α καὶ Γλωσ­σο­λο­γί­α στὰ Πα­νε­πι­στή­μια Oxford, Lancaster, καὶ East Anglia τῆς Ἀγ­γλί­ας. Ἐρ­γά­σθη­κε ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὴν τρι­το­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση. Με­τέ­φρα­σε γιὰ τὴ σει­ρὰ «Ἡ γλώσ­σα τῆς κρι­τι­κῆς» τὸ ἔρ­γο Συμ­βο­λι­σμός τοῦ Chadwick (Ἑρ­μῆς, Ἀ­θή­να 1978). Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Δω­ρε­ὰν δι­α­δρο­μή (Ἐρ­μεί­ας, Ἀ­θή­να 1991) καὶ Μου­σῶν 9 (Πλα­νό­διον, Ἀ­θή­να 2002).