Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς: Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς


Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


ΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ facebook, μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ κά­ποι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἕ­να χρό­νο με­τὰ ποὺ ἔ­χα­σε τὴ γυ­ναί­κα του, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πη­γαί­νει τα­κτι­κὰ στὸν τά­φο της καὶ νὰ τῆς δι­α­βά­ζει λο­γο­τε­χνί­α.

        Πρώ­τ’ ἂ­π’ ὅ­λα στά­θη­κα στὴ δυ­να­τή, τὴ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πό του.

        Εἶ­χα ἀ­κού­σει γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι μι­λοῦν στοὺς δι­κούς τους ποὺ ἔ­χουν «φύ­γει», τοὺς λὲν πό­σο τοὺς ἀ­γα­ποῦν ἀ­κό­μα, καὶ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ δι­κά τους, τὰ προ­σω­πι­κά, ἀλ­λὰ καὶ προ­πάν­των γιὰ τὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὰ παι­διά τους. Γιὰ τὰ θε­τι­κά τους –φαν­τά­ζο­μαι– μό­νο,  ἀ­φοῦ κά­ποι­οι ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν σὲ κά­τι ἀρ­νη­τι­κό, μὴ στε­να­χω­ρή­σουν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους στὸν τά­φο.

        Γιὰ τὴν κα­τα­φυ­γὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­θρώ­που, ὅ­μως, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­κα­να δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις:  ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἶ­χαν κοι­νὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, ἤ, ἔ­στω, ὅ­τι αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ τὶς προ­τι­μή­σεις της. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει δη­λα­δὴ στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι, εἴ­τε νὰ τῆς ξα­να­δι­α­βά­ζει ἀ­γα­πη­μέ­να της ἔρ­γα ἢ νὰ τῆς συ­στή­νει νέ­ες ἐκ­δό­σεις, δι­α­βά­ζον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἢ ἐ­ξο­λο­κλή­ρου –σὲ συ­νέ­χει­ες– προ­κει­μέ­νου νὰ τῆς προ­σφέ­ρει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἀ­κό­μα, ἴ­σως, καὶ κά­ποι­ες κρι­τι­κές, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦν συ­ζή­τη­ση. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γι’ αὐ­τὲς ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐκ­φέ­ρει καὶ τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ποὺ δὲν μὲ ἄ­φη­σε νὰ ἡ­συ­χά­σω εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σὲ τέ­τοι­ες σπά­νι­ες ἀ­κό­μα πε­ρι­στά­σεις. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι μᾶλ­λον κα­τέ­φυ­γε σ’ αὐ­τήν,  ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζει καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ καὶ τὴ σύν­τρο­φό του. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ βι­βλί­ο, τὸν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, για­τί τῆς μι­λᾶ μέ­σω ἄλ­λων, τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ κά­θε ἔρ­γου. Σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη γνω­ρί­ζει νέ­ους χα­ρα­κτῆ­ρες, ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­φω­νεῖ μα­ζί τους, κρί­νει τὸν συγ­γρα­φέ­α, λει­τουρ­γεῖ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνί­α ὀ­νο­μά­ζου­με προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη.

        Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος λό­γος τοῦ συγ­κλο­νι­σμοῦ μου ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν κά­ποι­α συ­νά­φεια αὐ­τῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου «Ἀ­θα­λάσ­σα», ποὺ  ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α του συ­νέ­πε­σε πε­ρί­που μὲ τὸν θά­να­το τῆς ἐν λό­γω γυ­ναί­κας. Σ’ αὐ­τό, ὁ κύ­ριος ἥ­ρω­ας ἐγ­κλεί­ε­ται ἐ­θε­λον­τι­κὰ στὸ ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα, γιὰ νὰ εἶ­ναι κον­τὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του. Μιὰ ἀ­γά­πη, δη­λα­δή, ἀ­νά­λο­γα δυ­να­τὴ μ’ αὐ­τὴν ποὺ εἶ­χε καὶ ἔ­χει πάν­τα ὁ σύ­ζυ­γος τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου γιὰ τὴ γυ­ναί­κα του. «Λο­γι­κά», θὰ  βροῦν καὶ οἱ δύ­ο τὸ θέ­μα μου στὰ δι­κά τους ἀ­συ­νή­θι­στα μέ­τρα.

        Φαν­τά­ζο­μαι, ἔ­τσι, τὸν σύ­ζυ­γο νὰ δι­α­βά­ζει στὴ χα­μέ­νη του ἀ­γά­πη τὸ βι­βλί­ο μου.

        Καί, βέ­βαι­α, μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν δι­ά­φο­ρα πε­ρί­ερ­γα: Θὰ τῆς τὸ δι­α­βά­σει μὲ τὴ σω­στὴ ἐκ­φο­ρά; Ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τέ­τοι­ο θέ­μα, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν ξε­χω­ρι­στὸν αὐ­τὸν ἀ­πο­δέ­χτη, πρέ­πει νὰ φτά­σει κον­τά του, μὲ τὸν πλέ­ον ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τρό­πο. Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πό­σο θ’ ἀ­ρέ­σει στὸν ἴ­διο. Θὰ ἔ­χω δη­λα­δή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, πρῶ­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση, τὴ δι­κή του προ­σέγ­γι­ση τῆς δου­λειᾶς μου.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, αὐ­τό, βε­βαί­ως, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῆς νε­κρῆς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κώ­στας Λυμ­που­ρῆς  (Λευ­κω­σί­α, 1950) Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ ’74 στὸ κα­τε­χό­με­νο Κά­τω Δί­κω­μο τῆς ἐ­παρ­χί­ας Κε­ρύ­νειας. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση τῆς Κύ­πρου. Εἶ­χε πλού­σια δρά­ση στὴ συν­δι­κα­λι­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν κα­θη­γη­τῶν (ΟΕΛΜΕΚ) καὶ στὸν Σύν­δε­σμο Ἑλ­λή­νων Κυ­πρί­ων Φι­λο­λό­γων, στὴν προ­ε­δρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιὰ ἑ­φτὰ χρό­νια. Ἀ­πὸ τὸ 2000 συ­νεκ­δί­δει μὲ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς ἀ­πὸ τὴν Κύ­προ καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ὑλαν­τρον. Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Ὑ­λαν­τρον, Πόρ­φυ­ρας, Ἡ λέ­ξη και Νέ­α Εὐ­θύ­νη. Βι­βλί­α του: Προ­σω­ρι­νὰ κλει­στὸ (δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2006). Τῶν ἡ­με­τέ­ρων ἄλ­λων (Πα­ρά­κεν­τρον, 2014) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, κ.ἀ.



		

	

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 6/6)


Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ


Ε ΤΑ ΞΕΦΩΝΗΤΑ του ἀ­να­τί­να­ξε τὸν πιὸ γλυ­κό μου ὕ­πνο. Ἴ­σως κά­τι νὰ στρά­βω­σε στὰ σω­θι­κά του. Τὸ κο­πά­νη­σα ἀ­λύ­πη­τα μ’ ἕ­να σφυ­ρί. Ἔ­λα ὅ­μως πού, ἂν καὶ πτῶ­μα, οὔρ­λια­ζε ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως καὶ πρίν… Στὰ πρό­θυ­ρα τῆς τρέ­λας ξε­ρί­ζω­σα μιὰ τού­φα ἀ­π’ τὰ μαλ­λιά μου. Καὶ τό­τε μό­νο εἶ­δα ποιός πα­ρα­λη­ροῦ­σε. Ἦ­ταν τὸ ἄ­θλιο Deluxe. Μ’ ἕ­να τι­πο­τέ­νιο κλὶκ τοῦ βού­λω­σα τὸ στό­μα. Ἀλ­λὰ ποι­ό τὸ ὄ­φε­λος; Ἡ σκέ­ψη τοῦ ἀ­δι­κο­σκο­τω­μέ­νου Casio ἐ­ξα­φά­νι­σε ὁ­λο­σχε­ρῶς τὸν ὕ­πνο μου. Κάλ­λιο νὰ εἶ­χα πνί­ξει τὸν Ἰ­ά­γο ἢ τὸν Ὀ­θέλ­λο.



Πη­γή: Ἄ­χθος Ἀ­ρού­ρης (Ποι­ή­μα­τα-Πε­ζὰ 2011-2013, Ἀ­θή­να, 2014).

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).

Εἰρήνη Σκούρα: Πόσο διαρκεῖ τὸ πράσινο;


Εἰ­ρή­νη Σκού­ρα 


Πό­σο δια­ρκεῖ τὸ πρά­σι­νο;


Ε ΚΟΚΚΙΝΟ σὲ δι­ορ­θώ­νω. Χρη­σι­μο­ποι­ῶ πάν­τα στυ­λὸ δι­αρ­κεί­ας. Σβή­νω, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω, κά­νω βελ­τι­ώ­σεις. Τὸ κόκ­κι­νο εἶ­ναι γιὰ τὸ λά­θος, τὸ πρά­σι­νο γιὰ τὶς βελ­τι­ώ­σεις, τὸ κί­τρι­νο ση­μαί­νει πρέ­πει νὰ τὸ ξα­να­δῶ. Ὅ­μως, προ­σο­χή! Μπο­ρεῖ ξαφ­νι­κὰ νὰ γί­νει κι αὐ­τὸ κόκ­κι­νο. Μό­νο τὸ πρά­σι­νο νὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι.

        Τὸ ἔ­μα­θες πιά. Τὸ κόκ­κι­νο εἶ­ναι κίν­δυ­νος, μέ­νεις ἀ­κί­νη­τος. Τὸ κί­τρι­νο θέ­λει προ­σο­χή, κοι­τᾶς δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά. Πρέ­πει νὰ εἶ­σαι σύν­το­μος καὶ πάν­τα ἕ­τοι­μος, μή­πως ἀλ­λά­ξει κά­τι ξαφ­νι­κά. Μὲ τὸ πρά­σι­νο εἶ­σαι ἐν­τά­ξει. Ἀλ­λὰ καὶ πά­λι πρέ­πει νὰ μά­θεις πό­ση ὥ­ρα κρα­τά­ει.

        Λὲς Πρέ­πει νὰ φύ­γω… Ἀ­μέ­σως ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κόκ­κι­νο. Γιὰ ἔμ­φα­ση βά­ζω καὶ τρί­α θαυ­μα­στι­κά. Δὲν ξα­να­μι­λᾶς, πε­ρι­μέ­νεις. Σὲ βλέ­πω λυ­πη­μέ­νο, κά­νω τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες βελ­τι­ώ­σεις. Ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κόκ­κι­νο τὸ Λυ­πη­μέ­νος, τὸ κλεί­νω σὲ πα­ρεν­θέ­σεις γιὰ σι­γου­ριά. Γρά­φω δί­πλα μὲ πρά­σι­νο Χα­ρού­με­νος. Μιὰ χα­ρὰ ται­ριά­ζει, μιὰ μι­κρὴ ἀλ­λα­γὴ καὶ ὅ­λα φτιά­χνουν.

        Ὅ­ταν πιὰ ση­κώ­νε­σαι νὰ φύ­γεις, ὅ­λα γί­νον­ται κόκ­κι­να. Ὅ­ταν λὲς Θὰ ξα­νάρ­θω, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κί­τρι­νο. Τὸ κί­τρι­νο βα­σι­κὰ ση­μαί­νει Προ­σο­χὴ ! Τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κό. Ὅ­ταν μὲ ἀγ­κα­λιά­ζεις, ὅ­λα εἶ­ναι πρά­σι­να. Ὅ­ταν μὲ φι­λᾶς, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ πρά­σι­νο καὶ γρά­φω στὸ πε­ρι­θώ­ριο Μπρά­βο!Πο­λὺ κα­λά! Ἐν­θαρ­ρύ­νω τὴ σω­στὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

        Χρη­σι­μο­ποι­ῶ πάν­τα στυ­λὸ δι­αρ­κεί­ας.Τὸ μό­νο ποὺ δὲν ξέ­ρω εἶ­ναι πό­σο δια­ρκεῖ τὸ πρά­σι­νο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰ­ρή­νη Σκού­ρα (Ἀ­θή­να). Σπού­δα­σε ἑλ­λη­νι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας. Ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ δι­δα­κτο­ρι­κὴ δι­α­τρι­βὴ μὲ θέ­μα τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὴν ἀ­γω­γὴ εἰ­ρή­νης καὶ τὰ ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς κα­θη­γή­τρια καὶ ὡς σχο­λι­κὴ σύμ­βου­λος στὴ δη­μό­σια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἄρ­θρα, με­λέ­τες καὶ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες σὲ παι­δα­γω­γι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Γρά­φει μι­κρὲς καὶ πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες κα­θὼς καὶ σε­νά­ρια γιὰ μι­κροῦ μή­κους ται­νί­ες.



		

	

Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ: Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου



Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου


ΙΣΤΕΥΕ ὅ­τι ἦ­ταν πα­σι­φί­στρια, ὅ­τι κα­τα­δί­κα­ζε κά­θε μορ­φὴ βί­ας. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τῆς Χα­μᾶς στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, πρῶ­τα σκέ­φτη­κε τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Γο­λιὰθ —μό­νο ποὺ ὁ Γολιὰθ ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν ἦ­ταν Ἰσ­ρα­η­λί­της— με­τὰ ἄ­κου­σε κραυ­γὲς καὶ ἀ­λα­λαγ­μούς, κα­τό­πιν εἶ­δε τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α, τὸ μί­σος, τοὺς νε­κρούς, καὶ ἀ­μέ­σως ἦρ­θαν οἱ φω­νὲς τῶν Φι­λι­σταί­ων καὶ ἡ ἐκ­δί­κη­ση τοῦ ἀ­νί­κη­του Γο­λιάθ. Τό­τε ἡ φω­νὴ βο­ῶν­τος στὴν ἔ­ρη­μο τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πεί­λη­σε νὰ τὶς σπά­σει τὰ τύμ­πα­να. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­νά­πο­δα.

       Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες καὶ τοὺς Σου­λι­ῶ­τες. Τὴν εἶ­χαν πο­λὺ προ­βλη­μα­τί­σει στὸ Γυ­μνά­σιο. Αὐ­τὴ θὰ ἔ­ρι­χνε τὰ παι­διά της στὸ γκρε­μό; Τί εἴ­δους ἡ­ρω­ι­σμὸς ἦ­ταν αὐ­τός; Πῶς ἀ­πο­φά­σι­ζαν γιὰ αὐ­τά; Μιὰ χα­νού­μι­σα ἡ ἕ­νας γε­νί­τσα­ρος δὲν ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να παι­δὶ νε­κρὸ μὲ ἐ­κτε­λε­στῆ τὸν ἴ­διο του τὸν γο­νιό; Δὲν θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε προ­βάλ­λει ἀν­τίρ­ρη­ση στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ δὲν δέ­χτη­κε τὴν ἐ­πί­ση­μη ἐκ­δο­χή. Ἴ­σως γιὰ αὐ­τὸ οἱ Σου­λι­ῶ­τες τῆς ἔ­γι­ναν γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Θρύ­λος, ξε­θρύ­λος, αὐ­τὴ δὲν θὰ χό­ρευ­ε τὸν χο­ρό. Θὰ ἔ­δι­νε τὸ παι­δί της στοὺς Τούρ­κους. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ ἡ­ρω­ι­σμός; Τε­λι­κὰ τὶς ξέ­χα­σε. Ἄλ­λα αἰ­νίγ­μα­τα, πι­ε­στι­κὰ καὶ αὐ­τά, πῆ­ραν τὴν θέ­ση τους. Οὔ­τε χρει­ά­στη­κε βέ­βαι­α νὰ τὶς θυ­μη­θεῖ. Προ­στα­τευ­τι­κὸς καὶ ὁ πα­σι­φι­σμός.

       Μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες στὸ μυα­λὸ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­κε­λει­ό. Στὴν Γά­ζα ὅ­λοι χό­ρευ­αν τὸν χο­ρό. Ἤ­θε­λαν, δὲν ἤ­θε­λαν. Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­σπα­γαν οἱ πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι τὸν κλοι­ό. Χο­ρεύ­ον­τας στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε καὶ τὸν Σο­λω­μό. Ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χε νὰ τὸν δι­α­βά­σει. Ἔ­τρε­φε κά­ποι­α προ­κα­τά­λη­ψη γιὰ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς ποι­η­τές. Νὰ σκο­νί­ζε­ται τὸν ἄ­φη­σε πί­σω στὸ πα­τρι­κό της σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ τὴν αἰφ­νι­δί­α­σαν. Μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες ἔ­κα­ναν ἕ­φο­δο στὸ μυα­λό της. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ στὸν τύ­πο χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­ρεί­πια καὶ ἡ ἀ­λή­θεια. Βομ­βάρ­δι­σαν καὶ τὴν δι­κή της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).



		

	

Τζί­μης Πα­νού­σης: Φᾶ­τε μά­τια ψά­ρια



Τζί­μης Πα­νού­σης  (ἀφιέρωμα, 5/6) 


Φᾶ­τε μά­τια ψά­ρια


Ο ΖΕΣΤΟ  αὐ­γου­στι­ά­τι­κο βρά­δυ μὲ βρί­σκει ταμ­που­ρω­μέ­νο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὶς γρί­λι­ες ἑ­νὸς λου­τρο­καμ­πι­νὲ μιᾶς βί­λας στὴ Νέ­α Κη­φι­σιά. Τὸ ὀ­φθαλ­μο­φα­νές, ἐκ τῶν συμ­φρα­ζο­μέ­νων, τῆς ἰ­δι­ό­τη­τός μου, ἀ­πο­σα­φη­νί­ζε­ται πλή­ρως μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση στὸν ὑ­πὸ πα­ρα­τή­ρη­ση λου­τρο­καμ­πι­νὲ τῆς ἰ­δι­ο­κτή­τριας τῆς βί­λας. Προ­κε­ται πε­ρὶ γκο­με­νά­ρας, ἡ­μί­γυ­μνης, γύ­ρω στὰ τριά­ντα, μὲ τὶς βυ­ζά­ρες της ν’ ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν σὲ κά­θε της κί­νη­ση, χα­ρί­ζον­τάς μου ἕ­να θέ­α­μα ποὺ δι­και­ώ­νει ἀ­πό­λυ­τα τὴ δρά­ση τῆς συμ­πα­θοῦς τά­ξε­ως τῶν μπα­νι­στηρ­τζή­δων. Ἡ ἔ­ξα­ψή μου φτά­νει στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το ὅ­ταν ἡ γκο­με­νά­ρα, μὲ μιὰ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ κί­νη­ση, κα­τε­βά­ζει τὸ μο­να­δι­κὸ ἐ­σώ­ρου­χο ποὺ φο­ροῦ­σε ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τάς μου ἕ­να θε­σπέ­σιο καὶ ἡ­δο­νι­κὸ κω­λα­ρά­κι. Μὲ στα­θε­ρὲς κι­νή­σεις, ἡ ἀ­νυ­πο­ψί­α­στη ἰ­δι­ο­κτή­τρια ἀ­να­ση­κώ­νει τὸ κα­πά­κι τῆς του­α­λέ­τας, καὶ πρὶν προ­λά­βει κα­λὰ κα­λὰ νὰ κα­θί­σει ἀρ­χί­ζει νὰ κλά­νει, συ­νέ­χεια καὶ δυ­να­τά, ἐ­νῶ τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πλὰφ τῆς πρώ­της κου­ρά­δας ἔρ­χε­ται νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὸ ξάφ­νια­σμά μου. Ἡ μπό­χα τῆς σκα­τί­λας, ἀ­να­με­μιγ­μέ­νη μὲ τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ σκο­τω­μέ­νου αἵ­μα­τος τῆς πε­ρι­ό­δου, κα­θὼς καὶ ἡ θέ­α τῆς μα­τω­μέ­νης σερ­βι­έ­τας μπρο­στὰ στὰ πό­δια τῆς γκο­με­νά­ρας, ἔ­κα­νε ἀ­δύ­να­τη τὴ συ­νέ­χεια τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης. Κου­φά­λα δη­μι­ουρ­γέ, τὰ πάν­τα ἐν σο­φί­α ἐ­ποί­η­σες!



Πη­γή: Μι­κρο­α­στι­κὴ κα­τα­στρο­φή, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Ἀτ­τικὴ ἐ­ρυθρό­μορφη κύ­λι­κα, ποὺ ἀ­πο­δί­δε­ται στὸν ἀγ­γει­ο­γρά­φο Ἀμ­βρό­σιο, περ. 510-500 π.Χ. (Βο­στώ­νη, Μου­σεῖο Κα­λῶν Τε­χνῶν).



		

	

Γιούλη Χρονοπούλου: Ἡ συγ­χώ­ρε­ση


Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου


Ἡ συγ­χώ­ρε­ση


Στὴν Τα­σού­λα Α.


Ι ΕΣΥ, βρὲ Ἀ­νέ­στη, πῶς λύ­γι­σες τώ­ρα, ἐ­σὺ ποὺ ἄν­τε­ξες ὁ­λό­κλη­ρη Μα­κρό­νη­σο, ἀ­κό­μα κι ἐ­κεῖ­νο τὸ σα­κὶ μὲ τὴ γά­τα νὰ σὲ ξε­σκί­ζει στὸ νε­ρό, ποὺ ὑ­πέ­μει­νες ὅ­λους τους ἀ­σύλ­λη­πτους ἐ­φιά­λτες, ὅ­λες τὶς ἀ­πί­στευ­τες ἐ­πι­νο­ή­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­νάν­τια στὸν ἄν­θρω­πο, ἐ­σὺ ποὺ δὲν ὑ­πέ­γρα­ψες δή­λω­ση μέ­χρι τὸ τέ­λος κι ἂς ἦ­ταν πιὰ κα­τα­νο­η­τὸ ἀ­κό­μα κι ἂν τὸ ἔ­κα­νες, ἐ­σὺ ποὺ ἀ­νυ­πό­τα­χτα ὑ­πέ­φε­ρες τὰ βα­σα­νι­στή­ρια τοῦ ντό­πιου ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ τμή­μα­τος καὶ τοῦ ἐμ­πνευ­στῆ τους, αὐ­τοῦ τοῦ ἄ­θλιου τοῦ Βα­σί­λη, τοῦ βα­σι­λι­κοῦ, τοῦ βα­σα­νι­στῆ, τοῦ χω­ρια­νοῦ σου, ποὺ δὲν λό­για­σε οὔ­τε τὰ κοι­νά σας παι­δι­κὰ χρό­νια, τὰ παι­χνί­δια σας στὶς ροῦ­γες, τὰ ἀ­στεῖ­α σας καὶ τὰ κα­μώ­μα­τά σας, ποὺ μοιά­ζαν προ­ο­ρι­σμέ­να νὰ σᾶς ἑ­νώ­νουν γιὰ πάν­τα, αὐ­τοῦ ποὺ σοῦ ἔ­βα­ζε βρα­στὰ αὐ­γὰ στὶς μα­σχά­λες σου, ποὺ ἔ­σβη­νε τὰ τσι­γά­ρα του στὸ γυ­μνὸ κορ­μί σου, ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὅ,τι δι­έ­θε­τε γιὰ νὰ κα­τα­δώ­σεις τοὺς συν­τρό­φους σου, κλω­τσι­ές, βρι­σι­ές, τα­πει­νώ­σεις, προ­σβο­λές, ἀ­πει­λές, βα­σα­νι­στή­ρια, κι ἐ­σὺ ὑ­πο­μό­νε­ψες καὶ σ’ αὐ­τά, μὲ τὰ ση­μά­δια πά­νω σου γιὰ πάν­τα, ὑ­πεν­θυ­μί­σεις τῆς δι­κῆς του προ­δο­σί­ας, καὶ πε­ρή­φα­να τὰ ἔ­φε­ρες πα­ρά­ση­μα ἀν­το­χῆς καὶ καρ­τε­ρί­ας καὶ πί­στης σὲ κά­τι ποὺ ἀ­πὸ και­ρὸ εἶ­χε χα­θεῖ, ἐ­σύ, βρὲ Ἀ­νέ­στη, πῶς λύ­γι­σες στὸ πα­ρα­κα­λε­τό του καὶ πῆ­γες στὸ ψυ­χο­μα­χη­τό του καὶ τοῦ στά­θη­κες στὸ νε­κρο­κρέ­βα­το καὶ τοῦ ἔ­πι­α­σες τὸ χέ­ρι, ὅ­ταν, με­τὰ ἀ­πὸ μέ­ρες ποὺ ψυ­χο­μα­χοῦ­σε καὶ δὲν ἔ­λε­γε νὰ βγεῖ ἡ ψυ­χή του νὰ ἠ­ρε­μή­σει, σὲ ζή­τη­σε, πῶς λύ­γι­σες καὶ πῆ­γες νὰ τὸν βο­η­θή­σεις νὰ ἡ­συ­χά­σει ἀ­πὸ τὶς ἐ­νο­χές, βρὲ Ἀ­νέ­στη;



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ού­λη (Ἀγ­γε­λι­κὴ) Χρο­νο­πού­λου. Σπούδασε φιλολογία. Ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός, Σχο­λι­κὴ Σύμ­βου­λος καὶ Συν­το­νί­στρια Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Ἔρ­γου φι­λο­λό­γων. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Τμή­μα­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πανεπιστημί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου στὶς κλα­σι­κὲς σπου­δὲς ἀ­πὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λον­δί­νου καὶ δι­δά­κτωρ ΕΚΠΑ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ βι­βλί­ο Ὁ δρῶν λό­γος. Ρη­το­ρι­κὴ καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸν Σο­φο­κλῆ (Νῆ­σος), ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους, ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα, κα­θὼς καὶ κρι­τι­κὲς βι­βλί­ου καὶ τέ­χνης, ἐ­νῶ ἔ­χει λά­βει μέ­ρος καὶ στὴν πα­ρα­γω­γὴ ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν ται­νι­ῶν. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν φι­λο­ξε­νη­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (Χάρ­της, Φρέ­αρ).



		

	

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ



Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ

(Castle of the Snow Bride)


… ὅ,τι λεί­πει ἐ­δῶ εἶ­ναι πο­λὺ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἀ­κο­λου­θεῖ, δι­ό­τι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­που­σιά­ζει εἶ­ναι τὸ φι­νά­λε μιᾶς ἰ­α­πω­νι­κῆς τσόν­τας μὲ τί­τλο Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ἡ ται­νί­α ἦ­ταν ἀ­πί­στευ­τα αἰ­σθη­σια­κή. Ἔ­πει­τα ἀ­π’ τὴν πα­ρα­κο­λού­θη­ση λί­γων μό­νο σκη­νῶν, ἡ στύ­ση μου ἔ­μοια­ζε μὲ τὴ στύ­ση ἐ­φή­βου. Ἦ­ταν φλο­γε­ρὴ καὶ ἀ­κα­νό­νι­στη, τρε­μό­παι­ζε ὅ­πως το­πί­ο στὴν καυ­τὴ ἔ­ρη­μο.

       Οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ στὴν ται­νί­α ἦ­ταν ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της ὀ­μορ­φιᾶς, χά­ρης καὶ ἡ­δο­νῆς. Ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τα ὁ­λο­έ­να πιὸ πο­λύ­πλο­κα, ὁ­λο­έ­να πιὸ εὐ­φάν­τα­στα.

       Ἡ πί­ε­ση τῆς στύ­σης μου εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο σχε­δὸν νὰ μὲ πε­τᾶ πρὸς τὰ πί­σω, κόν­τευ­α νὰ ἐ­κτο­ξευ­θῶ ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου καὶ νὰ προ­σγει­ω­θῶ στὰ γό­να­τα τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ κα­θό­ταν πί­σω μου.

       Τὸ κορ­μί μου παλ­λό­ταν ἀ­π’ τὸν ἴ­λιγ­γο τοῦ σὲξ σὰν δί­νη σὲ τρο­πι­κὴ θά­λασ­σα καὶ ὁ νοῦς μου πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν σὰν τὸ χτύ­πη­μα πόρ­τας ποὺ δὲν στα­μα­τᾶ ν’ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει.

       Ἡ ται­νί­α προ­χω­ροῦ­σε ὅ­λο καὶ βα­θύ­τε­ρα σὲ πιὸ πε­ρί­τε­χνο καὶ φαν­τα­σμα­γο­ρι­κὸ σέξ, στὸ τα­ξί­δι αὐ­τὸ μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν πλέ­ον αἰ­σθη­σια­κὴ ἐμ­πει­ρί­α πού ’­χα δεῖ ἢ φαν­τα­στεῖ πο­τέ μου. Λί­γο ἀ­κό­μη καὶ ὅ­λη ἡ προ­η­γού­με­νη ἐμ­πει­ρί­α μου στὸ σὲξ θά ’­μοια­ζε λὲς κι εἶ­χα πε­ρά­σει ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ δου­λεύ­ω λο­γι­στὴς σὲ μι­κρὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ φτιά­χνει τοῦ­βλα καὶ πον­τι­κο­πα­γί­δες σὲ μιὰ πό­λη τό­σο ζο­φε­ρὴ καὶ μο­νό­το­νη, ποὺ δὲν ἔ­χει κὰν ὄ­νο­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ζοῦν ἐ­κεῖ ὅ­λο τὸ ἀ­να­βάλ­λουν καὶ πά­νω ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ χρό­νια δὲν τὴν ὀ­νο­μα­τί­ζουν.

       «Θὰ πρέ­πει νὰ ὀ­νο­μα­τί­σου­με τὴν πό­λη αὐ­τὴ τοῦ χρό­νου», ἔ­τσι κά­πως τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν κι ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς θά ’­μοια­ζε ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ συγ­κρι­νό­με­νη μὲ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας.

       Εἶ­χαν μεί­νει ἐν­νέ­α λε­πτὰ γιὰ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας. Εἶ­χα συγ­κρα­τή­σει τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­π’ τὸ γκι­σέ. Ἡ ται­νί­α θὰ τε­λεί­ω­νε στὶς ἑ­φτὰ καὶ ἐν­νέ­α λε­πτὰ καὶ τὸ ρο­λό­ι τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­δει­χνε ἑ­φτὰ ἀ­κρι­βῶς. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ θὰ περ­νοῦ­σε στὴν ἀ­φά­νεια, θὰ γι­νό­ταν μου­σεια­κὸ εἶ­δος.

       Οἱ ἐ­ρω­τι­κὲς πε­ρι­πτύ­ξεις τῶν γυ­ναι­κῶν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου ἄρ­χι­σαν τώ­ρα νὰ με­τα­τρέ­πουν τὰ κα­θί­σμα­τα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου σὲ ἀ­τμό. Ἦ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καὶ εὐ­χά­ρι­στη ἐμ­πει­ρί­α νὰ νι­ώ­θω τὸ κά­θι­σμά μου νὰ ἐ­ξα­τμί­ζε­ται ἀ­π’ τὴν ἡ­δο­νή.

       Τό­τε συ­νέ­βη κά­τι ποὺ μ’ ἔ­κα­νε νὰ ση­κω­θῶ καὶ νὰ βγῶ στὸ φουα­γιέ. Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ση­μαν­τι­κή. Ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­φύ­γω. Ἐ­κεῖ τα πράγ­μα­τα ἄρ­χι­σαν κά­πως νὰ πε­ρι­πλέ­κον­ται μὲς στὴν ἀ­σά­φειά τους.

       Ἴ­σως ση­κώ­θη­κα νὰ πά­ρω ἀ­να­ψυ­κτι­κὸ θε­ω­ρών­τας πὼς ἔ­χω ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ τὸ κά­νω καὶ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὴν αἴ­θου­σα προ­τοῦ ἀρ­χί­σει ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νή, μπο­ρεῖ ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο νὰ μὲ σή­κω­σε ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου.

       Μπο­ρεῖ νὰ θέ­λη­σα νὰ πά­ω στὴν του­α­λέ­τα ἢ νά ’­πρε­πε νὰ δώ­σω σὲ κά­ποι­ον ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γράμ­μα κι εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με στὸ φουα­γιὲ καὶ δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α πό­τε ξε­κι­νᾶ ἡ ται­νί­α ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴν πιὸ θε­σπέ­σια ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νὴ ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

       Τέ­λος πάν­των, ἔ­κα­να αὐ­τὸ πού ’­χα νὰ κά­νω στὸ φουα­γιὲ —ὅ,τι κι ἂν ἦ­ταν— κι ἔ­τρε­ξα μὲ φό­ρα στὴν αἴ­θου­σα γιὰ νὰ δῶ τὴν αὐ­λαί­α νὰ πέ­φτει στὸ τέ­λος τῆς ται­νί­ας μὲ τὸ μα­κρι­νὸ πλά­νο ἑ­νὸς κά­στρου τὴ δύ­ση πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νου ἀ­πὸ κο­ρά­κια.

       Τὰ φῶ­τα ἄ­να­ψαν γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­λα κι ἡ αἴ­θου­σα ἦ­ταν γε­μά­τη λι­πό­θυ­μους ἄν­τρες. Ὁ­ρι­σμέ­νοι ἦ­ταν σω­ρι­α­σμέ­νοι στοὺς δι­α­δρό­μους. Ὅ­λοι τους εἶ­χαν μιὰ ἔκ­φρα­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας ζω­γρα­φι­σμέ­νη στὰ πρό­σω­πά τους, λὲς κι ὁ ἄγ­γε­λος τῆς ἡ­δο­νῆς τοὺς εἶ­χε ἀγ­γί­ξει ὅ­σο ἔ­κα­να ὅ,τι ἔ­κα­να.

       Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως τὸ ἔρ­γο θὰ παι­ζό­ταν ἄλ­λη μιὰ μέ­ρα. Πῆ­γα στὸ σπί­τι ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ζών­τας τὴν κό­λα­ση ἐ­πὶ γῆς. Ἡ νύ­χτα κύ­λη­σε σὰν πα­γω­μέ­νο νε­ρὸ ποὺ πέ­φτει στα­γό­να-στα­γό­να σὲ μιὰ πυ­ρέσ­σου­σα στύ­ση ποὺ κρά­τη­σε ὅ­λο τὸ βρά­δυ στὸν ὕ­πνο μου, πα­γι­δεύ­ον­τάς με σ’ ἕ­να κα­θε­στὼς τρο­με­ροῦ πό­νου.

       Ἡ πρώ­τη προ­βο­λὴ τοῦ Κά­στρου τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ ἦ­ταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη γιὰ τὸ με­ση­μέ­ρι στὶς δώ­δε­κα καὶ ἕ­να λε­πτό. Τὸ πρω­ῒ πέ­ρα­σε σὰν μα­ϊ­μοὺ ποὺ πα­λεύ­ει νὰ χο­ρέ­ψει στὸν πά­γο.

       Ὅ­ταν πῆ­γα στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο στὶς δώ­δε­κα πα­ρὰ τέ­ταρ­το, ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Στὴ θέ­ση του ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ πάρ­κο μὲ παι­διὰ ποὺ παί­ζουν καὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους κα­θι­σμέ­νους σὲ παγ­κά­κια νὰ δι­α­βά­ζουν.

       Ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ ρω­τή­σω γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως κα­νεὶς ἐ­κεῖ δὲν μι­λοῦ­σε ἀγ­γλι­κά. Μό­λις βρέ­θη­κε ἐ­πι­τέ­λους κά­ποι­ος ποὺ γνώ­ρι­ζε ἀγ­γλι­κά, μοῦ ’­πε μὲ ὕ­φος ἀ­πο­λο­γη­τι­κὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς του­ρί­στας ἀ­π’ τὴν Ὀ­σά­κα, ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πρώ­τη φο­ρὰ τὸ Τό­κιο καὶ δὲν ξέ­ρει τί­πο­τε γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως τὸ πάρ­κο εἶ­ναι πα­νέ­μορ­φο. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ πού ’­χε τό­σα δέν­τρα.

       Ἀρ­γό­τε­ρα συ­νάν­τη­σα ἀν­θρώ­πους μὲ κα­λὴ γνώ­ση τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου. Τοὺς ρώ­τη­σα γιὰ τὸ Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δὲν τὸ εἶ­χαν ξα­να­κού­σει πο­τέ τους καὶ μὲ ρώ­τη­σαν ἂν εἶ­μαι σί­γου­ρος γιὰ τὸν τί­τλο.

       Ναί, ἤ­μουν σί­γου­ρος. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μό­νο ἕ­να Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δυ­στυ­χῶς δὲν μπό­ρε­σαν νὰ μὲ βο­η­θή­σουν. Ἰ­δοὺ λοι­πόν: Ὅ­λα εἶ­ναι ἐ­δῶ πέ­ρ’ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ λεί­πει.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός



Δημήτρης Κανελλόπουλος


Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός


ΠΙΝΑ τὸ ἐ­σπρε­σά­κι μου στὸ κα­φὲ «Πί­κο­λο», στὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ κέν­τρο «Ἰ­ου­λί­ους Μόλ», δι­α­βά­ζον­τας τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἦ­ταν τέ­λος Ὀ­κτώ­βρη, ἀλ­λὰ τὸ κλί­μα εἶ­χε ἀλ­λά­ξει. Δὲν ἦ­ταν βα­ρὺς ὁ χει­μώ­νας ὅ­πως πα­λιά. Εἶ­χε μιὰ λαμ­πε­ρὴ λι­α­κά­δα. Ἔ­πι­α­σα θέ­ση πλά­ι στὴν τζα­μα­ρί­α καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­να τὴν ὀ­μορ­φιὰ τῆς λί­μνης, μὲ τὰ κτί­ρια ποὺ εἶ­χαν φύ­τρω­σει γύ­ρω της. Ἔ­νι­ω­θα νο­σταλ­γί­α. Θυ­μό­μουν πα­λιὰ στὶς ὄ­χθες τῆς ἀ­πε­ρι­ποί­η­της λί­μνης τὸ μο­να­δι­κὸ κτί­ριο, ἕ­να πα­λιὸ ἐρ­γο­στά­σιο πά­γου, καὶ τὰ τα­πει­νὰ σπι­τά­κια γύ­ρω της. Ἐ­κεῖ, νω­ρὶς τὸ κα­λο­και­ρά­κι, ἀ­γο­ρά­ζα­με ντο­μά­τες, κα­στρα­βέ­τσια κι ἄλ­λα ζαρ­ζα­βα­τι­κὰ ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν οἱ κά­τοι­κοι, ὅ­ταν αὐ­τὰ ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ἀ­πὸ τὴν ἀ­γο­ρά. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια ὅ­λα εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει. Τώ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ λί­μνη εἶ­χαν χτι­στεῖ κα­λαί­σθη­τα με­σο­α­στι­κὰ σπί­τια στὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ στὶλ τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Στὸ βά­θος ὑ­πῆρ­χαν καὶ με­ρι­κὲς κομ­ψὲς πο­λυ­κα­τοι­κί­ες.

       Εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει κά­ποι­α βι­βλί­α τοῦ ποι­η­τῆ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου ἀ­πὸ τὸ πα­λαι­ο­πω­λεῖ­ο «Σώ­κρα­τες», ποὺ βρι­σκό­ταν στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ «Μόλ». Ἄ­φη­σα τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες κι ἄρ­χι­σα νὰ ξε­φυλ­λί­ζω τὶς κα­λαί­σθη­τες ἐκ­δό­σεις τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970. Ὑ­πο­ψι­α­ζό­μουν πὼς ὁ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου δὲν ἄ­φη­νε τὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν βι­βλί­ων του σὲ ἄλ­λους. Σκε­φτό­μουν πὼς αὐ­τὲς οἱ ἄρ­τι­ες, ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς, ἐκ­δό­σεις τῶν βι­βλί­ων του δὲν ἦ­ταν, προ­φα­νῶς, ἁ­πλὰ καὶ μο­νὸ ἐκ­δό­σεις φρον­τι­σμέ­νες ἀ­πὸ ἕ­ναν εὐ­φάν­τα­στο ἐ­πι­με­λη­τή, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γρα­φό­ταν στὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ταυ­τό­τη­τα τῶν βι­βλί­ων. Κι αὐ­τὸ για­τὶ τὰ βι­βλί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει ἦ­ταν τρί­α καὶ τὸ κα­θέ­να εἶ­χε ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο! Ἀλ­λὰ καὶ τὰ τρί­α ἔ­μοια­ζαν κα­τα­πλη­κτι­κὰ με­τα­ξύ τους ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς αἰ­σθη­τι­κῆς.

       Ξα­να­πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Ἀν­τε­βά­ρουλ (Ἡ Ἀ­λή­θεια). Αἴφ­νης ἡ μα­τιά μου ἔ­πε­σε σὲ ἕ­να ἄρ­θρο ποὺ ξε­κι­νοῦ­σε μὲ μιὰ ἄ­γνω­στη λέ­ξη. «Grofii unguruii primesc inapoi misiile.» [«Οἱ Οὖγ­γροι γαι­ο­κτή­μο­νες παίρ­νουν πί­σω τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους.»] Δι­α­βά­ζον­τάς το, κα­τά­λα­βα ὅ­τι μι­λοῦ­σε γιὰ τοὺς Οὔγ­γρους εὐ­γε­νεῖς ποὺ εἶ­χαν χά­σει τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους τὸ 1945-48. Δι­ά­βα­σα μο­νο­ρού­φι τὸ κεί­με­νο. Ἀ­να­φε­ρό­ταν στοὺς εὐ­γε­νεῖς ἐ­κεί­νους ποὺ θε­ω­ρή­θη­κε ὅ­τι συ­νερ­γά­στη­καν, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πο­λέ­μου, μὲ τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ οὐγ­γρι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα κα­το­χῆς τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Ἀλ­λὰ στὴ συ­νέ­χεια μι­λοῦ­σε καὶ γιὰ τὶς με­γά­λες ρου­μα­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἀ­κό­μη καὶ γιὰ ἐ­κεῖ­νες μὲ φα­να­ρι­ώ­τι­κη κα­τα­γω­γή. Ὀ­νό­μα­τα γνω­στὰ καὶ οἰ­κεί­α ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α περ­νοῦ­σαν μπρο­στά μου: Καν­τα­κου­ζη­νός, Γκί­κας, Σοῦ­τσος, Στούρ­τζας, Μαυ­ρο­γέ­νης… Ὅ­λοι αὐ­τοὶ κέρ­δι­ζαν τὶς ἀ­γω­γὲς ποὺ εἶ­χαν κά­νει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ρου­μα­νι­κοῦ κρά­τους κι ἔ­παιρ­ναν πί­σω πα­λά­τια, οἰ­κή­μα­τα γε­νι­κῶς, τε­ρά­στι­ες ἐ­κτά­σεις γῆς, δά­ση, ἀ­γρούς… Ἕ­νας ἐξ αὐ­τῶν πῆ­ρε πί­σω ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο χω­ριό, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο του.

       Τὸ θέ­μα μὲ εἶ­χε κα­θη­λώ­σει. Πα­ρήγ­γει­λα καὶ δεύ­τε­ρο ἐ­σπρέ­σο. Θυ­μή­θη­κα μί­αν ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­κού­σει τριά­ντα χρό­νια πρὶν ἀ­πὸ τὸν Φέ­ρι Μπά­τσι(1), τὸν κα­λο­κά­γα­θο γέ­ρον­τα φω­το­γρά­φο ποὺ ἔ­με­νε στὴν ὁ­δὸ Χαζ­ντέ­ου 16(2), στὴν πα­λιὰ μο­νο­κα­τοι­κί­α κά­τω ἀ­πὸ τὴ φοι­τη­τι­κὴ ἑ­στί­α. Ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, τοῦ ἰ­δι­ο­κτή­τη μιᾶς ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας στὸ Κλοὺζ(3).

       «Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἀ­γα­πη­τέ», ἔ­λε­γε ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, «εἶ­χε μιὰ μι­κρὴ ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α στὸ Γκε­ορ­γκέ­νι(4), λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ πα­λιὸ πα­γο­ποι­εῖ­ο, ἐ­νῶ στὴν Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι(5) δι­α­τη­ροῦ­σε ἕ­να ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­θε­τε καὶ πω­λοῦ­σε τὰ προ­ϊ­όν­τα του. Πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο ἦ­ταν τὸ σπί­τι του. Κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ μὲ τὴ σύ­ζυ­γο καὶ τὶς δύ­ο ὄ­μορ­φες κό­ρες του. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦ­ταν ἀ­πὸ τὶς πιὸ πα­λι­ὲς στὸ Κλοὺζ καί, πα­ρό­τι δὲν εἶ­χε με­γά­λους τί­τλους εὐ­γε­νεί­ας, ἦ­ταν ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς πό­λης σε­βα­στός, για­τὶ ἔ­κα­νε μὲ συ­νέ­πεια αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χαν ξε­κι­νή­σει οἱ προ­γο­νοί του ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες.

       »Μὲ τὸν νό­μο 119 τῆς 11ης Ἰ­ου­νί­ου 1948 γιὰ τὶς ἐ­θνι­κο­ποι­ή­σεις, αὐ­τὸς ὁ ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ φρόν­τι­ζε νὰ τρο­φο­δο­τεῖ μὲ ἀ­ρώ­μα­τα ὅ­λες τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς πό­λης, ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­δώ­σει στὸ κρά­τος τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κή του ἐ­πι­χεί­ρη­ση. Αὐ­τὸ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου! Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει τί δου­λειὰ θὰ ἔ­κα­νε καὶ πῶς θὰ ζοῦ­σε ἀ­πο­δῶ καὶ στὸ ἑ­ξῆς τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του… Δὲν ἦ­ταν νέ­ος, βά­δι­ζε στὸ 65ο ἔ­τος τῆς ἡ­λι­κί­ας του.

       »Τὸν ἐ­κνευ­ρι­σμό του ἐ­πέ­τει­νε ἡ ἔλ­λει­ψη ψυ­χραι­μί­ας τῆς συ­ζύ­γου του ἡ ὁ­ποί­α, και­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ νό­μου, ὅ­ταν στὴν ἀ­γο­ρὰ εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται τὰ τρό­φι­μα, τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε προ­βλή­μα­τα λὲς κι ἔ­φται­γε αὐ­τὸς γιὰ ὅ­λα: γιὰ τὸν πό­λε­μο, τοὺς βομ­βαρ­δι­σμοὺς ποὺ εἶ­χαν γί­νει πο­λὺ κον­τὰ στὸ σπί­τι τους, τὶς δι­α­κο­πὲς τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ ἀ­ε­ρί­ου, τὴν ἔλ­λει­ψη τρο­φί­μων, γιὰ ὅ­λα…

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι ἀ­να­ζη­τοῦ­σε δια­ρκῶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­πὸ τοὺς ἐ­πί­ση­μους φο­ρεῖς, ἀλ­λὰ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε χά­ος. Οἱ “ἐ­πί­ση­μοι” ἄλ­λα­ζαν σχε­δὸν κά­θε μέ­ρα. Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σει γιὰ τὸ τί πρέ­πει νὰ κά­νει. Τὰ πε­ρι­ου­σια­κὰ στοι­χεῖ­α ὅ­λων των ἑ­ται­ρει­ῶν περ­νοῦ­σαν στὸ κρά­τος! ὅ­πως καὶ τὰ χρή­μα­τα ποὺ αὐ­τὲς εἶ­χαν ὡς κα­τα­θέ­σεις στὶς τρά­πε­ζες. Ἔ­τσι, πε­ρί­με­νε ἄ­πρα­κτος ἀ­κο­λου­θών­τας τὴ μοί­ρα του. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι πο­τὲ δὲν εἶ­χε ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὴν πο­λι­τι­κή. Πάν­το­τε κοί­τα­ζε τὴ δου­λειά του καὶ τὸ χόμ­πι του: τὴ φω­το­γρα­φί­α! Ἦ­ταν κά­το­χος μιᾶς φω­το­γρα­φι­κῆς μη­χα­νῆς Leice O-Serie! Ἐ­μεῖς οἱ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες τὸν ζη­λεύ­α­με… Μα­ζί του, παι­δί μου, ἐ­γώ, ποὺ ἤ­μουν ἕ­νας τα­πει­νὸς νε­α­ρὸς φω­το­γρά­φος, εἶ­χα φω­το­γρα­φί­σει γυ­μνὲς τὶς 25 πιὸ ὄ­μορ­φες γυ­ναῖ­κες τοῦ Κλούζ, τὸ 1939. Ἕ­να χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο. Μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ μη­χα­νή…

       »Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α του ὑ­πο­λει­τουρ­γοῦ­σε ὅ­ταν τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 1948 ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴν εἴ­σο­δό της ἡ Κρα­τι­κὴ Ἐ­πι­τρο­πὴ ποὺ θὰ ἀ­να­λάμ­βα­νε τὴ δι­α­χεί­ρι­σή της. Χω­ρὶς πε­ρι­στρο­φὲς τοῦ ἔ­δω­σαν νὰ ὑ­πο­γρά­ψει κά­τι χαρ­τιά, τοῦ ζή­τη­σαν τὰ κλει­διὰ ὅ­λων των χώ­ρων τῆς πα­ρα­γω­γῆς καὶ τῶν γρα­φεί­ων καὶ τοῦ δή­λω­σαν ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὸν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ἡ πα­τρί­δα ἂν δε­χτεῖ νὰ συ­νερ­γα­στεῖ.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κού­νη­σε κα­τα­φα­τι­κά το κε­φά­λι, ὑ­πο­νο­ών­τας πὼς κα­τά­λα­βε καὶ κα­τό­πιν ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν ὁ­δη­γό του νὰ τὸν με­τα­φέ­ρει στὸ σπί­τι. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τό, τοῦ εἶ­πε:

       »— Τὸ ἀ­πό­γευ­μα κα­τὰ τὶς πέν­τε, ἔ­λα πά­λι, νὰ μὲ πᾶς πί­σω νὰ πά­ρω τὰ πράγ­μα­τά μου…

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, εἶ­πε ὁ ὁ­δη­γός.

       Στὴ γυ­ναί­κα καὶ στὶς κό­ρες του δὲν ἀ­νέ­φε­ρε τὸ πα­ρα­μι­κρό. Κλεί­στη­κε στὸ δω­μά­τιό του λέ­γον­τας νὰ μὴν τὸν ἐ­νο­χλή­σει κα­νείς. Κά­θι­σε στὸ γρα­φεῖ­ο του καὶ ἔ­γρα­ψε δύ­ο ἐ­πι­στο­λές. Μί­α πρὸς τὴ σύ­ζυ­γό του καὶ μί­α πρὸς τὶς θυ­γα­τέ­ρες του. Ὕ­στε­ρα ἄ­νοι­ξε τὸ βα­ρὺ ξυ­λό­γλυ­πτο ἐν­τοι­χι­σμέ­νο ντου­λά­πι, πῆ­ρε ἕ­ναν χον­τρὸ φά­κε­λο καὶ κά­θι­σε ἐ­πὶ ὧ­ρες μπρο­στά του, με­λε­τών­τας καὶ γρά­φον­τας. Ἐ­να­πό­θε­σε τὶς ἐ­πι­στο­λὲς πά­νω στὸ πρὲς πα­πι­ὲ καὶ κα­τό­πιν ξά­πλω­σε στὸ κρε­βά­τι του κοι­τά­ζον­τας τὸ τα­βά­νι. Ἔ­μει­νε ἔ­τσι ἀ­κί­νη­τος ὣς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀν­τε­λή­φθη ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ ἐρ­χό­ταν ὁ ὁ­δη­γός του γιὰ νὰ τὸν πά­ρει. Ση­κώ­θη­κε καὶ ἑ­τοι­μά­στη­κε βι­α­στι­κά.»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, ποὺ κα­θό­ταν πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο ὅ­ση ὥ­ρα μι­λοῦ­σε, ἔ­στρε­ψε δα­κρυ­σμέ­νος τὸ κε­φά­λι του στὸν λα­σπω­μέ­νο δρό­μο.

       «Ἔχ, τί χρό­νια κι αὐ­τά… Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε τί θὰ ξη­με­ρώ­σει…»

       Ἤ­πι­ε δυ­ὸ γου­λι­ὲς κα­φὲ κι ὕ­στε­ρα ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νὴ τῆς συ­ζύ­γου του ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να:

       «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ μὲ τὸν Ἕλ­λη­να; Ὅ­λο γιὰ τὶς πόρ­νες ποὺ γύ­ρι­ζες στὰ νιά­τα σου τοῦ λές;»

       «Ὁ ζό­νιατ πί­τσα­γιο»(6), ψι­θύ­ρι­σε σχε­δὸν μέ­σα ἀπ’ τὰ χεί­λη του ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι καὶ γυ­ρί­ζον­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου συ­νέ­χι­σε: «Στὶς πέν­τε ἡ ὥ­ρα ὁ ὁ­δη­γὸς του ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὴ σκά­λα στὴν ὥ­ρα του. Ἔ­κα­νε τὸν γύ­ρο τοῦ αὐ­το­κι­νή­του, ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα καὶ κά­θι­σε στὸ μπρο­στι­νὸ κά­θι­σμα.

       »— Πᾶ­με, παι­δί μου, εἶ­πε, δὲν θὰ σὲ κα­θυ­στε­ρή­σω… Ἐ­γὼ θὰ μεί­νω στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σει γιὰ σή­με­ρα.

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, ἀ­πάν­τη­σε ὁ ὁ­δη­γός.

       » Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, μὲ ἔκ­πλη­ξη εἶ­δαν μιὰ τε­ρά­στια ταμ­πέ­λα μὲ κόκ­κι­να γράμ­μα­τα στὴν πρό­σο­ψη. Ἐ­πι­κά­λυ­πτε τὴν ἐ­πω­νυ­μί­α ποὺ εἶ­χε μέ­χρι τὸ με­ση­μέ­ρι τὸ μι­κρὸ ἐρ­γο­στά­σιο. Ἐ­κεῖ ὅ­που βρι­σκό­ταν ἡ ἐ­πι­γρα­φὴ “Ὄλ­μα­σι, Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α”, τώ­ρα ἔ­γρα­φε: “Ἐρ­γο­στά­σιο Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας: Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν ὁ­δη­γὸ καὶ τοῦ εἶ­πε:

       »— Πή­γαι­νε, παι­δί μου, δὲν σὲ χρει­ά­ζο­μαι ἄλ­λο. «Ὕ­στε­ρα, βά­δι­σε πρὸς τὴν εἴ­σο­δο. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ κοι­τά­ξει κα­θό­λου πρὸς τὴν πρό­σο­ψη. Τὸν ἐ­νο­χλοῦ­σε πο­λὺ ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε τὸ ὄ­νο­μα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του ἐ­κεῖ. Ξε­κλεί­δω­σε τὴν πόρ­τα, μπῆ­κε μέ­σα στὸν χῶ­ρο πα­ρα­γω­γῆς καὶ ξα­να­κλεί­δω­σε πί­σω του.

       »Ξέ­χα­σα νὰ σοῦ πῶ πὼς ἦ­ταν σπου­δαῖ­ος χη­μι­κός. Εἶ­χε σπου­δά­σει στὴ Βι­έν­νη. Ἀ­ρι­στοῦ­χος! Ὁ ἴ­διος ὁ Φραγ­κί­σκος Ἰ­ω­σὴφ Α’ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ δί­πλω­μα καὶ ἕ­να χρυ­σὸ δα­χτυ­λί­δι μὲ τὸ μο­νό­γραμ­μά του…

       »Μπῆ­κε λοι­πὸν μέ­σα καὶ πῆ­γε κα­τευ­θεί­αν ἐ­κεῖ ποὺ βρί­σκον­ταν τὰ ντε­πό­ζι­τα μὲ τὶς πρῶ­τες ὕ­λες. Πῆ­ρε δύ­ο μπι­τό­νια γε­μά­τα βεν­ζί­νη καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὴ χύ­νει στὸν χῶ­ρο. Κυ­ρί­ως ἐ­κεῖ ὅ­που βρί­σκον­ταν οἱ δε­ξα­με­νὲς μὲ τὸ ὑ­γρὸ ἀ­πό­σταγ­μα τῆς ρη­τί­νης. Κα­τό­πιν ἔ­βα­λε φω­τιά. Μιὰ τε­ρά­στια μπλὲ φλό­γα ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει στὸ πά­τω­μα ἀρ­χι­κά, ὕ­στε­ρα ὑ­ψώ­θη­κε στὸν οὐ­ρα­νό, τὴν ὥ­ρα ποὺ σου­ρού­πω­νε, κι ἕ­νας δαι­μο­νι­κὸς θό­ρυ­βος δι­α­πέ­ρα­σε τὴν πό­λη ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ πρὸς τὴ Δύ­ση. Με­τά, ἦλ­θε μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀμ­μω­νί­ας καὶ ἐ­πι­κά­θι­σε γιὰ μέ­ρες πά­νω της. Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α, “Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”, ἔ­γι­νε στά­χτες κι ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἕ­νας ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ τὸ ἐ­πώ­νυ­μό του ἦ­ταν γνω­στὸ ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες στὴν πό­λη, δὲν βρέ­θη­κε πο­τὲ ὅ­ταν οἱ πυ­ρο­σβέ­στες κα­τά­φε­ραν νὰ σβή­σουν τὴ φω­τιά…»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, συγ­κι­νη­μέ­νος, κάρ­φω­σε τὸ βλέμ­μα του στὸν δρό­μο καὶ σι­ώ­πη­σε. Ἔ­ξω εἶ­χε πέ­σει σκο­τά­δι κι ἐ­γὼ κα­τά­λα­βα πὼς ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γω.

       Σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου καὶ κοί­τα­ξα τὰ γα­λή­νια νε­ρὰ τῆς λί­μνης. Τὸν κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νὸ πά­νω ἀ­πὸ τὶς ὄ­μορ­φες στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν καὶ σκέ­φτη­κα πῶς ἀλ­λά­ζουν τὰ πράγ­μα­τα ξαφ­νι­κὰ στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων. Πῶς ἡ μοί­ρα τους ἀλ­λά­ζει χω­ρὶς τὴ θέ­λη­σή τους. Μά­ζε­ψα τὰ βι­βλί­α καὶ τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες ποὺ εἶ­χα ἁ­πλώ­σει γύ­ρω καὶ κα­τέ­βη­κα στὸ ρε­στο­ρὰν «Τὸ Χά­νι τῶν Δρά­κων». Ἐ­κεῖ μὲ πε­ρί­με­νε ὁ φί­λος μου ὁ Ὀ­βίν­τιου, νὰ μοῦ κά­νει τὸ τρα­πέ­ζι.


(1) Φέ­ρι Μπά­τσι : Μπάρ­μπα-Φέ­ρι [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(2) ὁ­δὸς Χαζ­ντέ­ου : (ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὸν λό­γιο Μπογ­κντὰν Πε­τρι­τσέ­ι­κου Χαζ­ντέ­ου (1838-1907): ὁ δρό­μος ποὺ κα­τὰ πλά­τος του ἐ­κτεί­νον­ταν τὰ κτί­ρια τῶν φοι­τη­τι­κῶν ἑ­στι­ῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Κλούζ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(3) Κλούζ : ἡ πό­λη Κλοὺζ Νά­πο­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας, τὴν ὁ­ποί­α οἱ Οὖγ­γροι ἀ­πο­κα­λοῦν Κό­λοζ­βαρ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(4) Γκε­ορ­γκέ­νι : συ­νοι­κί­α τοῦ Κλούζ, ἡ ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1960 καὶ κα­τὰ τὰ ἔ­τη τῶν φοι­τη­τι­κῶν μου σπου­δῶν (1978-1983). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(5) Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι : Ἡ Πλα­τεί­α Μι­χά­ι Βι­τε­ά­ζουλ (Μι­χα­ὴλ τοῦ Γεν­ναί­ου). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(6) Ὄ ζό­νιατ πί­τσα­γιο : ρου­μα­νι­κὴ βρι­σιά, ἀν­τί­στοι­χη μὲ τὴν ἑλ­λη­νι­κή: τῆς μά­νας σου. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]


Πη­γή: Στὰ χρό­νια τοῦ κόκ­κι­νου Κό­μη (Ἱ­στο­ρί­ες, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­της, 2022).

Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος γεν­νή­θη­κε τὸ 1954 στὴ Νε­μού­τα Ἠ­λεί­ας, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐκ­πα­τρί­στη­κε τὸ 1958 ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπάμ­πες Μπό­για­ϊ στὴν πό­λη Κλοὺζ Να­πό­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τός του Ἱ­στο­ρι­κοῦ-Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κοῦ Τμή­μα­τος τοῦ ΕΚΠΑ. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἐκ­δο­τι­κοὺς οἴ­κους καὶ ὡς φι­λό­λο­γος στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ὁ­μί­χλη πέ­τρι­νη (Ἠ­ρι­δα­νός, 1986), Σκυ­θι­κὲς ἐ­ρη­μί­ες (Κο­λω­νός, 1996), Σι­γὴ ἀ­συρ­μά­του (Κο­λω­νός, 2005), Μνή­μη σπό­ρου κα­λή (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2010) καὶ Τὸ φράγ­μα τῆς μνή­μης (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2017), κα­θὼς καὶ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὁ θά­να­τος τοῦ ἀ­στρί­τη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (Κί­χλη, 2018), γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­λα­βε τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Δι­η­γή­μα­τος τὸ 2019. Ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ξέ­να πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀ­πὸ τὸ 2006 ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὀ­ρο­πέ­διο.