Στέλλα Τσιρέκα
Δανεικὴ ζωὴ
ΑΘΙΣΑΝ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ στὸ γωνιακὸ τραπεζάκι δίπλα στὴ τζαμαρία ἡ μία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τὸ λινὸ ἄσπρο τραπεζομάντιλο μὲ τὸ διακριτικὸ λευκὸ κέντημα καὶ τὸ γαρύφαλλο στὸ πορσελάνινο βάζο προσέδιδαν τὴν ψευδαίσθηση μιᾶς σπιτικῆς ἀτμόσφαιρας. Ἔτσι τὸ ἔνιωθαν ἐξάλλου καὶ οἱ δυό τους αὐτὸ τὸ μικρὸ ἑστιατόριο στὴν ἄκρη τοῦ πάρκου.
Τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια —τόσα μετροῦσε ἡ γνωριμία τους— τὸ ἐπισκέπτονταν κάθε μεσημέρι Παρασκευῆς. Τὸ τραπέζι ἦταν κρατημένο πάντα γι’ αὐτὲς τὶς δυό. Μόνο γι’ αὐτὲς τὶς δυό. Μεγάλωσαν μὲ τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ μαγαζιοῦ, ξεπροβόδισαν τοὺς παλιοὺς ὑπαλλήλους καὶ ὑποδέχτηκαν τοὺς νέους μέχρι ποὺ πάλιωσαν κι αὐτοί. Γεύτηκαν κάθε πιάτο, ἤξεραν ἀπ΄ ἔξω τὴ μουσική, κάθε ἦχος καὶ μυρωδιὰ ἦταν τόσο γνώριμα ὅσο καὶ τὰ σπίτια τους.
Γνωρίστηκαν σὲ μιὰ παρουσίαση βιβλίου ἑνὸς πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα τὸν ὁποῖο καὶ φρόντισαν νὰ γνωρίσουν καὶ προσωπικὰ κι ἀπὸ τότε ἔγιναν ἀχώριστες.
Τοὺς ἕνωσε τὸ πάθος τους γιὰ τὰ βιβλία. Δημόσιοι ὑπάλληλοι ἦταν κι οἱ δυὸ σὲ διαφορετικὲς ὑπηρεσίες χωμένες στὴ χαρτούρα καὶ τὴ γραφειοκρατία. Χιλιάδες πολίτες πέρασαν ἀπὸ τὸ γραφεῖο τους κι ἐκεῖνες πίσω ἀπὸ ἕνα τζάμι διεκπεραίωναν τὶς ὑποθέσεις γρήγορα καὶ τυπικά. Ἀνία καὶ πλήξη καὶ ἀδιαφορία. Ἀριθμοί, ὑπογραφὲς καὶ τυπικὲς πληροφορίες.
Γι’ αὐτὸ ἀγάπησαν τὰ βιβλία. Ἄλλος κόσμος. Ζωή, κίνηση καὶ δράση. Καὶ συναίσθημα. Πολὺ συναίσθημα. Τὰ ρούφηξαν. Διάβαζαν ἀκατάσχετα κι οἱ δυό. Παρακολουθοῦσαν παρουσιάσεις γιὰ κάθε τί καινούριο ποὺ ἐκδίδονταν, ἔβλεπαν τὶς βιβλιοκριτικές, θεατρικὰ ἔργα ἢ ταινίες ποὺ βασίστηκαν σὲ βιβλία…
Κι ὕστερα τὴν Παρασκευὴ σ’ ἐκεῖνο τὸ στρογγυλὸ τραπεζάκι γίνονταν ὁ ἀπολογισμὸς τῆς ἑβδομάδας. Συζητήσεις ἐπὶ συζητήσεων καὶ ἀναλύσεις ἐπὶ ἀναλύσεων. Σκέψεις ποὺ γέννησε ἡ ἀνάγνωση καὶ συναισθήματα ποὺ διέγειρε. Περνοῦσαν ὧρες μιλώντας γιὰ ἥρωες φανταστικοὺς μπορεῖ καὶ ὑπαρκτοὺς σὰν νὰ τοὺς γνώριζαν ἀπὸ καιρό, σὰν νὰ ἦταν γείτονες, φίλοι, συνάδελφοι, σύντροφοι. Σάν… Τοὺς εἶχαν μελετήσει τόσο καλὰ ποὺ πάντα κάτι καινούριο ἔβρισκαν νὰ ποῦν γι’ αὐτούς. Τοὺς σύγκριναν μὲ ἄλλους ἥρωες παλιότερους, ποῦ ἔμοιαζαν, ποῦ ξεχώριζαν, ποιόν προτιμοῦσαν, τί θὰ ἔκαναν ἐκεῖνες ἂν ἦταν στὴ θέση τους. Ἄν…
Περνοῦσαν ὧρες μέχρι ποὺ σουρούπωνε καὶ εὐχαριστημένες πλήρωναν τὸ λογαριασμὸ —πάντα ἡ καθεμιὰ τὰ δικά της πλὴν ἐξαιρετικῶν περιπτώσεων— καὶ ἱκανοποιημένες ἀποχαιρετιόντουσαν καὶ χώριζαν τραβώντας ἡ καθεμιὰ γιὰ τὸ σπίτι της.
Σήμερα ἦταν μιὰ τέτοια ξεχωριστὴ μέρα. Ἡ Φλώρα ἔκλεινε τὰ ἑξῆντα της. Συνταξιοῦχος πιὰ ποῦ καλύτερα νὰ τὸ γιορτάσει; Στὸ ἀγαπημένο της στέκι μὲ τὴν ἀγαπημένη της φίλη. Ἔξω ἔκανε κρύο ποὺ περόνιαζε τὰ κόκαλα καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἔριχνε ἕνα ψιλόβροχο ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ σταματήσει. Λιγοστοὶ ἦταν οἱ διαβάτες ποὺ διέσχιζαν βιαστικὰ τὸ πάρκο σχεδὸν τρέχοντας μὲ ἀνοιχτὲς τὶς ὀμπρέλες τους.
Ἡ Φλώρα παράγγειλε μιὰ ζεστὴ σούπα γιὰ νὰ στυλωθεῖ. Ὅλη τὴ μέρα ἔνιωθε μιὰ ἀνησυχία, δυσφορία σχεδὸν κι ὁ καιρὸς χειροτέρευε τὴ διάθεσή της. Στὰ ἑξηκοστά της γενέθλια εἶχε ἀνάγκη νὰ μείνει μόνη της, νὰ κάνει τὸν ἀπολογισμὸ τῆς δικῆς της ζωῆς.
Ἡ Εὐανθία μᾶλλον δὲν τὸ ἔνιωσε. Τῆς ἔδωσε τὸ δῶρο της τυλιγμένο μὲ σατὲν χαρτὶ καὶ διακριτικὸ φιόγκο. Δὲ χρειαζόταν καὶ μεγάλη φαντασία νὰ καταλάβει κανεὶς τί ἦταν. Ἕνα βιβλίο διαλεγμένο προσεκτικὰ ἀπὸ εἰδικὸ παλαιοπωλεῖο. Σίγουρα ἔψαξε πολὺ γιὰ νὰ τὸ βρεῖ.
Ἤδη ἀνέλυε τὴν ὑπόθεση στὴ Φλώρα ἀναφέροντας ἕνα σωρὸ παράπλευρες ἱστορίες ποὺ τῆς τὴ θύμιζαν. Ἡ Φλώρα μετὰ βίας τὴν ἄκουγε. Τὸ βλέμμα της καρφώθηκε στὸ πάρκο. Μιὰ ψηλόλιγνη νεαρὴ κοπέλα χοροπηδοῦσε γελώντας γύρω ἀπὸ ἕνα παγκάκι γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο της ποὺ ἔτρεχε στὸ κατόπι της. Τὰ μακριὰ κατάμαυρα μαλλιά της βρέχονταν, ἀλλὰ αὐτὸ δὲ φαίνονταν νὰ τὴν ἐνοχλεῖ. Τὸ κατακόκκινο παλτὸ της ξεκούμπωτο ἀνέμιζε σὰν ἄλικο λάβαρο χαρίζοντας χρῶμα στὸ μουντὸ ἀπόγευμα. Ὁ νεαρὸς τὴν ἅρπαξε κι ἑνώθηκαν οἱ δυό τους σὲ ἕνα παθιασμένο φιλὶ ποὺ ἀψηφοῦσε τὸ κρύο, τὴ βροχή, τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο.
— Τί λὲς κι ἐσύ; ἡ φωνὴ τῆς Εὐανθίας τὴν ἐπανέφερε στὴ δική της πραγματικότητα.
Ἀνάδευε σιωπηρὴ τὴ σούπα της. Στὸν ὑγρὸ χυλὸ σχηματίστηκε μιὰ δίνη, πηχτὴ καὶ λιπαρή.
— Μ’ αὐτὰ καὶ μ’ αὐτὰ ξεχάσαμε νὰ ζήσουμε, κατάφερε νὰ ψελλίσει ἡ Φλώρα χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ βλέμμα της. Δὲν τόλμησε νὰ κοιτάξει στὰ μάτια τὴ φίλη της. Δὲν τόλμησε ν’ ἀντικρίσει τὸν καθρέφτη της.
Βαριὰ σιωπὴ ἔπεσε. Μόνο το κουτάλι ἀκούστηκε καθὼς διαπέρασε τὸ παχὺ ὑγρὸ κι ἔφτασε στὸν πάτο τοῦ πιάτου.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Στέλλα Τσιρέκα (Κοζάνη, 1971). Ἐργάζεται ὡς δασκάλα στὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση ἐπὶ 17 χρόνια. Παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικῆς Γραφῆς. Εἶναι φοιτήτρια στὸ Β’ ἔτος τοῦ μεταπτυχιακοῦ Δημιουργικῆς Γραφῆς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Φλώρινας. Τῆς ἀρέσει νὰ γράφει ἱστορίες Μπονζάι.
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Καθημερινά,Τσιρέκα Στέλλα,Φιλία,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Στέλλα Τσιρέκα | Τὰ σχόλια στὸ Στέλλα Τσιρέκα: Δανεική ζωή ἔχουν κλείσει