Θοδωρῆς Ρακόπουλος: Θυρεός

.

Rakopoulos,Thodoris-Thyreos-Eikona-02(PabloPicasso-StegesTisBarkelonisStoFeggarofoto)

.

 

 

 

 

 

 

 

 

.

.

 

.

Θο­δω­ρῆς Ρα­κό­που­λος

 .

Θυ­ρε­ὸς

 

05-EpsilonΠΕΙΤΑ ΣΟΥ ΕΙΠΑ νὰ βα­δί­σου­με γιὰ λί­γο πρὸς τὰ ἐ­κεῖ, στὸ σπί­τι μὲ τὰ χτι­σμέ­να πα­ρά­θυ­ρα, ποὺ συ­νέ­χι­ζε μέ­σα στὴ νύ­χτα, χω­ρὶς ἐ­μᾶς. Ἔ­τσι σοῦ εἶ­πα. Ἔ­δει­ξες τὸν θυ­ρε­ό: στε­φά­νι, τὸν ἔ­λου­ζε τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το, σὰν με­τέ­ω­ρο. Τὸ σπί­τι ἦ­ταν τὸ πιὸ συ­ζη­τη­μέ­νο στὸ χω­ριό, τὸ μό­νο χω­ρὶς τίτ­λους ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας. Ὁ κύ­ριός του, στὸν Κα­να­δά, με­τὰ τὸν ἐμ­φύ­λιο. Συ­νερ­γά­της, ἔ­τσι λέ­νε. Μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς τοί­χους δὲν ὑ­πῆρ­χαν παν­τό­φλες, ἠ­λε­κτρι­κὸ κύ­κλω­μα, ἦ­χοι στὰ ὑ­δραυ­λι­κὰ τὰ ξη­με­ρώ­μα­τα. Τὸ ξέ­ρα­με, μό­νο ἐ­μεῖς· καὶ σὲ πῆ­ρα ἁ­πα­λά, νὰ σοῦ δεί­ξω μὲ τὸν φα­κό, ἀ­πὸ τὸ κρυ­φὸ ἄ­νοιγ­μα, τὰ σκε­λε­τω­μέ­να πε­ρι­στέ­ρια, τὴ βρύ­ση ποὺ ἔ­στα­ζε σκου­ριὰ μὲς στὸ σκο­τά­δι. Ἦ­ταν ὁ τρό­πος μου τό­τε, δὲν θὰ μὲ πι­στέ­ψεις, νὰ σοῦ ζη­τή­σω νὰ ζή­σεις μα­ζί μου. Γι΄ αὐ­τὸ σὲ πῆ­γα ὣς ἐ­κεῖ: μα­κρι­ά, πέ­ρα κι ἀ­πὸ τὸ Δεύ­τε­ρο Δη­μο­τι­κὸ καὶ τὴν ἁ­πλω­μέ­νη ἀ­λά­να, ποὺ στὴν ἄ­κρη της οἱ λεῦ­κες ἀ­κο­λου­θοῦν τὸ πα­λιὸ ρυά­κι. Κα­θή­σα­με στὰ σκα­λο­πά­τια, κά­τω ἀ­πὸ τὴν βα­ριὰ μαν­τα­λω­μέ­νη πόρ­τα καὶ τὸν θυ­ρε­ό. Τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, ποὺ προ­ε­τοί­μα­ζα, ἔ­στρε­ψες ὁ­λό­κλη­ρο τὸ κε­φά­λι, νὰ μοῦ δεί­ξεις μὲ μιὰ κί­νη­ση τὸ ἀ­χνὸ φῶς ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ δρό­μου. Γερ­τὴ ὁ­λό­κλη­ρη στὴ χα­ρα­μά­δα, μὲ τὸ πη­γού­νι μου στὰ μαλ­λιά σου, ση­κώ­θη­κες καὶ γύ­ρι­σες ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, δεί­χνον­τας τὸ φῶς, σὲ λί­γο τρα­βών­τας κα­τὰ ἐ­κεῖ.

 

Τί­πο­τα ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν προ­λα­βαί­νω νὰ σοῦ πῶ, πε­ρί­με­να με­γα­λύ­τε­ρη οὐ­ρά, ἀλ­λὰ κά­λε­σες μό­νο τοὺς δι­α­λε­χτούς, «τοὺς ἐ­κλε­κτοὺς» ἔ­λε­γε κι ἡ κάρ­τα. Δὲν προ­λα­βαί­νω νὰ σκε­φτῶ. «Πο­λὺ χαί­ρο­μαι γιὰ σέ­να», σοῦ σφίγ­γω τὸ χέ­ρι, σὲ ἀγ­κα­λιά­ζω δυ­ὸ δευ­τε­ρό­λε­πτα λι­γό­τε­ρα· σφίγ­γω καὶ τὸ χέ­ρι τοῦ γαμ­προῦ, «νὰ ζή­σε­τε», μὲ τρυ­πά­ει τὸ δα­χτυ­λί­δι του. «Πο­λὺ χά­ρη­κα ποὺ ἦρ­θες, πῆ­ρες ἀ­ε­ρο­πλά­να γιὰ μᾶς», «Ἔ βέ­βαι­α, δὲν θὰ τὸ ἔ­χα­να», «Μοῦ ἔ­χει πεῖ τὰ κα­λύ­τε­ρα ἡ Ἑ­λέ­νη, νὰ ἔρ­θεις κι ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, ξέ­ρεις ποῦ εἶ­ναι, ἐ­κεῖ­νο μὲ τὸν θυ­ρε­ό, κον­τὰ στὸ ρέ­μα, νὰ δεῖς πῶς τὸ φτι­ά­ξα­με, δὲν πί­στευ­α στὰ μά­τια μου, ὅ­ταν μοῦ τὸ πρω­το­έ­δει­ξε». Γυρ­νῶ καὶ σὲ βλέ­πω. Μοῦ χα­μο­γε­λᾶς ἀ­θώ­α καὶ σὲ ἀ­κού­ω νὰ μι­λᾶς. «Ναί, Μι­χά­λη μου, νὰ ἔρ­θεις, φτι­ά­ξα­με καὶ κῆ­πο. Δὲν θὰ τὸ γνω­ρί­σεις.»

 

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Θο­δω­ρῆς Ρα­κό­που­λος (Ἀ­μύν­ται­ο, 1981). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη καὶ τὸ Λον­δί­νο, ὅ­που ζεῖ ἀ­πὸ τὸ 2004. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Φα­γιούμ (Μαν­δρα­γό­ρας, 2010). Τι­μή­θη­κε μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α ἀ­πὸ τὸ ΕΚΕΒΙ καὶ μὲ κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέ­α. Ποί­η­σή του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, ἱ­σπα­νι­κὰ καὶ ρου­μά­νι­κα καὶ δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πολλὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

 

 

Εἰκόνα: Pablo Picasso, Στέγες τῆς Βαρκελώνης στὸ φεγγαρόφωτο.