.
.
.
.
.
Θοδωρῆς Ρακόπουλος
.
Θυρεὸς
ΠΕΙΤΑ ΣΟΥ ΕΙΠΑ νὰ βαδίσουμε γιὰ λίγο πρὸς τὰ ἐκεῖ, στὸ σπίτι μὲ τὰ χτισμένα παράθυρα, ποὺ συνέχιζε μέσα στὴ νύχτα, χωρὶς ἐμᾶς. Ἔτσι σοῦ εἶπα. Ἔδειξες τὸν θυρεό: στεφάνι, τὸν ἔλουζε τὸ φεγγαρόφωτο, σὰν μετέωρο. Τὸ σπίτι ἦταν τὸ πιὸ συζητημένο στὸ χωριό, τὸ μόνο χωρὶς τίτλους ἰδιοκτησίας. Ὁ κύριός του, στὸν Καναδά, μετὰ τὸν ἐμφύλιο. Συνεργάτης, ἔτσι λένε. Μέσα ἀπὸ τοὺς τοίχους δὲν ὑπῆρχαν παντόφλες, ἠλεκτρικὸ κύκλωμα, ἦχοι στὰ ὑδραυλικὰ τὰ ξημερώματα. Τὸ ξέραμε, μόνο ἐμεῖς· καὶ σὲ πῆρα ἁπαλά, νὰ σοῦ δείξω μὲ τὸν φακό, ἀπὸ τὸ κρυφὸ ἄνοιγμα, τὰ σκελετωμένα περιστέρια, τὴ βρύση ποὺ ἔσταζε σκουριὰ μὲς στὸ σκοτάδι. Ἦταν ὁ τρόπος μου τότε, δὲν θὰ μὲ πιστέψεις, νὰ σοῦ ζητήσω νὰ ζήσεις μαζί μου. Γι΄ αὐτὸ σὲ πῆγα ὣς ἐκεῖ: μακριά, πέρα κι ἀπὸ τὸ Δεύτερο Δημοτικὸ καὶ τὴν ἁπλωμένη ἀλάνα, ποὺ στὴν ἄκρη της οἱ λεῦκες ἀκολουθοῦν τὸ παλιὸ ρυάκι. Καθήσαμε στὰ σκαλοπάτια, κάτω ἀπὸ τὴν βαριὰ μανταλωμένη πόρτα καὶ τὸν θυρεό. Τὴν κατάλληλη στιγμή, ποὺ προετοίμαζα, ἔστρεψες ὁλόκληρο τὸ κεφάλι, νὰ μοῦ δείξεις μὲ μιὰ κίνηση τὸ ἀχνὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δρόμου. Γερτὴ ὁλόκληρη στὴ χαραμάδα, μὲ τὸ πηγούνι μου στὰ μαλλιά σου, σηκώθηκες καὶ γύρισες ἀπὸ τὴν ἄλλη, δείχνοντας τὸ φῶς, σὲ λίγο τραβώντας κατὰ ἐκεῖ.
Τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν προλαβαίνω νὰ σοῦ πῶ, περίμενα μεγαλύτερη οὐρά, ἀλλὰ κάλεσες μόνο τοὺς διαλεχτούς, «τοὺς ἐκλεκτοὺς» ἔλεγε κι ἡ κάρτα. Δὲν προλαβαίνω νὰ σκεφτῶ. «Πολὺ χαίρομαι γιὰ σένα», σοῦ σφίγγω τὸ χέρι, σὲ ἀγκαλιάζω δυὸ δευτερόλεπτα λιγότερα· σφίγγω καὶ τὸ χέρι τοῦ γαμπροῦ, «νὰ ζήσετε», μὲ τρυπάει τὸ δαχτυλίδι του. «Πολὺ χάρηκα ποὺ ἦρθες, πῆρες ἀεροπλάνα γιὰ μᾶς», «Ἔ βέβαια, δὲν θὰ τὸ ἔχανα», «Μοῦ ἔχει πεῖ τὰ καλύτερα ἡ Ἑλένη, νὰ ἔρθεις κι ἀπὸ τὸ σπίτι, ξέρεις ποῦ εἶναι, ἐκεῖνο μὲ τὸν θυρεό, κοντὰ στὸ ρέμα, νὰ δεῖς πῶς τὸ φτιάξαμε, δὲν πίστευα στὰ μάτια μου, ὅταν μοῦ τὸ πρωτοέδειξε». Γυρνῶ καὶ σὲ βλέπω. Μοῦ χαμογελᾶς ἀθώα καὶ σὲ ἀκούω νὰ μιλᾶς. «Ναί, Μιχάλη μου, νὰ ἔρθεις, φτιάξαμε καὶ κῆπο. Δὲν θὰ τὸ γνωρίσεις.»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Θοδωρῆς Ρακόπουλος (Ἀμύνταιο, 1981). Σπούδασε Νομικὰ καὶ Ἀνθρωπολογία στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ Λονδίνο, ὅπου ζεῖ ἀπὸ τὸ 2004. Πρῶτο του βιβλίο Φαγιούμ (Μανδραγόρας, 2010). Τιμήθηκε μὲ ὑποτροφία ἀπὸ τὸ ΕΚΕΒΙ καὶ μὲ κρατικὸ βραβεῖο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Ποίησή του ἔχει μεταφραστεῖ στὰ ἀγγλικά, γαλλικά, ἱσπανικὰ καὶ ρουμάνικα καὶ δημοσιευθεῖ σὲ πολλὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
Εἰκόνα: Pablo Picasso, Στέγες τῆς Βαρκελώνης στὸ φεγγαρόφωτο.
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Περιγραφή,Ρακόπουλος Θοδωρής | Tagged: Διήγημα,Θοδωρής Ρακόπουλος,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Θοδωρῆς Ρακόπουλος: Θυρεός ἔχουν κλείσει