Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga): Συ­νέν­τευ­ξη στὴν ἐφημερίδα ABC

 

 

Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga)

 

Συ­νέν­τευ­ξη στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα A­BC

 

       A­BC: Ξε­κι­νή­σα­τε τὴ συγ­γρα­φι­κή σας κα­ρι­έ­ρα μὲ τὸ El c­o­r­al y l­as a­g­u­as (1962) ποὺ δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται στὴν Ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, ἀλ­λὰ πραγ­μα­τεύ­ε­ται σύγ­χρο­να ζη­τή­μα­τα.

       Χ.Ε.Θ.: Αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κα­να ἦ­ταν κά­ποι­ες με­τα­θέ­σεις σὲ αὐ­τὸν τὸν τό­σο μα­κρι­νὸ κό­σμο ὅ­πως ἦ­ταν ὁ ἑλ­λη­νι­κός, καὶ ἐκ­με­ταλ­λεύ­τη­κα τὴν εὐ­και­ρί­α γιὰ νὰ ἀ­φη­γη­θῶ προ­σω­πι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες νι­κη­τῶν καὶ ἡτ­τη­μέ­νων. Πι­στεύ­ω πὼς ὑ­πῆρ­χε σὲ αὐ­τὸ ἄ­φθο­νη ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πὸ τὴ σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα ἕ­να σύ­στη­μα συμ­βό­λων, καὶ δὲν ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτὸ στὸ σύ­νο­λό του τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο κοι­νω­νι­κῆς κα­τα­γρα­φῆς ποὺ ὑ­πῆρ­χε. Τὸ βι­βλί­ο πέ­ρα­σε ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το.

       A­BC: Τὸ ἑ­πό­με­νο μυ­θο­πλα­στι­κό σας ἔρ­γο ἄρ­γη­σε νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ. Ἦ­ταν τὸ L­a­r­go n­o­v­i­e­m­b­re de M­a­d­r­id (1980), δι­η­γή­μα­τα μὲ θέ­μα τὸν Ἐμ­φύ­λιο Πό­λε­μο ποὺ ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­οῦν­ται ἀ­πὸ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη ἀ­φή­γη­ση τῆς ζω­ῆς τὰ χρό­νια τοῦ πο­λέ­μου.

       Χ.Ε.Θ.: Βρέ­θη­κα μὲ ἕ­ναν μι­κρὸ θη­σαυ­ρὸ στὰ χέ­ρια μου ἀ­πὸ ἀ­να­μνή­σεις ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, ἐ­μέ­να ὅ­μως αὐ­τὸ ποὺ μὲ ἐν­δι­έ­φε­ρε ἦ­ταν ἡ ἐ­πί­δρα­ση ποὺ εἶ­χε ὁ πό­λε­μος στὴν ψυ­χο­λο­γί­α τῶν κα­τοί­κων, ἢ τῶν ἀν­θρώ­πων χω­ρὶς φω­νή, σὲ μιὰ πό­λη πο­λι­ορ­κη­μέ­νη, ἀ­πει­λού­με­νη ἀ­πὸ τοὺς βομ­βαρ­δι­σμούς, τὴν ἔλ­λει­ψη τρο­φῆς καὶ ὅ­λες τὶς δυ­σχέ­ρει­ες τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς. Καὶ νὰ δι­α­πι­στώ­σω τί ἄν­τε­χε ἀ­πὸ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο ὃν κι ἀ­πὸ τὰ αἰ­ώ­νια πά­θη σὲ κά­ποι­ες τό­σο δυ­σμε­νεῖς συν­θῆ­κες.

       A­BC: Τὸ La t­i­e­r­ra s­e­rá un p­a­r­aí­so (1989) ἑ­στι­ά­ζε­ται στὸν μυ­στι­κὸ πό­λε­μο τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς πε­ρι­ό­δου καὶ ἔ­χει στοι­χεῖ­α συμ­πλη­ρω­μα­τι­κοῦ κει­μέ­νου. Τὸ συλ­λά­βα­τε ἔ­τσι;

       Χ.Ε.Θ.: Νο­μί­ζω πὼς ναί, ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ συ­νέ­χεια τῶν νι­κη­μέ­νων. Ἡ ἐ­πώ­δυ­νη πε­ρι­πέ­τεια αὐ­τῶν ποὺ δὲν ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ μεί­νουν στὴν ἱ­στο­ρί­α ὡς νι­κη­μέ­νοι. Αὐ­τοὶ ἐ­φάρ­μο­ζαν ἕ­να εἶ­δος πο­λέ­μου καὶ ἀν­τί­στα­σης ἐ­νάν­τια σὲ ὅ,τι τοὺς πε­ρι­έ­βα­λε, κι ἐ­γὼ θέ­λη­σα νὰ τὸ στα­χυ­ο­λο­γή­σω στὰ ξε­χω­ρι­στὰ δι­η­γή­μα­τα. Στα­χυ­ο­λό­γη­σα, νὰ τὸ πῶ ἔ­τσι, τὴν πα­ρά­νο­μη σκέ­ψη, τὴν πα­ρά­νο­μη συ­νεί­δη­ση τῆς γε­νι­κευ­μέ­νης πο­λι­τι­κῆς ἐ­ναν­τί­ω­σης, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως κομ­μά­των.

       A­BC: Ἡ Μα­δρί­τη συ­νέ­χι­ζε νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ μυ­θο­πλα­στι­κή σας ἐ­πι­κρά­τεια. Σᾶς ἐν­δι­έ­φε­ρε κυ­ρί­ως ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ εἰ­κό­να τῆς πρω­τεύ­ου­σας, ὅ­πως ἔ­χει συμ­βεῖ μὲ συγ­γρα­φεῖς ὅ­πως οἱ Με­σο­νέ­ρο, Πί­ο Μπα­ρό­χα, Ρα­μὸν Γκό­μεθ δὲ λὰ Σέρ­να;

       Χ.Ε.Θ.: Φυ­σι­κά, αἰ­σθά­νο­μαι στε­νὰ συν­δε­δε­μέ­νος καὶ σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ταυ­τι­σμέ­νος μὲ αὐ­τοὺς τοὺς χρο­νι­κο­γρά­φους ποὺ εἶ­χε ἡ Μα­δρί­τη. Ἐν­τού­τοις, λεί­πει ὁ τρα­γου­δι­στὴς τῆς Μα­δρί­της ὅ­πως ἔ­χει ὑ­πάρ­ξει σὲ ἄλ­λες πρω­τεύ­ου­σες, για­τί αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει ὑ­πάρ­ξει ἐ­δῶ εἶ­ναι χρο­νι­κο­γρά­φοι, μιὰ σχο­λὴ Μα­δρι­λέ­νων, ποὺ μᾶλ­λον εἶ­ναι κά­τι σὰν ἠ­θο­γρά­φοι. Ἀ­πὸ τὴ Μα­δρί­τη ἔ­χει λεί­ψει ἕ­νας ἐ­ρω­τι­κὸς θερ­μο­κέ­φα­λος νὰ τρα­γου­δή­σει γι’  αὐ­τήν.

       A­BC: Tὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος στὸ ἔρ­γο σας κα­τα­λαμ­βά­νει τὸ δι­ή­γη­μα, ἡ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α, ἡ μι­κρὴ φόρ­μα. Ποῦ ὀ­φεί­λε­ται αὐ­τό;

       Χ.Ε.Θ.: Γιὰ μέ­να τὸ δι­ή­γη­μα σχε­τί­ζε­ται σὲ κά­ποι­ο βαθ­μὸ μὲ τὴ φυ­σι­ο­λο­γί­α, τὸ ἴ­διο ποὺ θὰ λέ­γα­με καὶ γιὰ τὸν Πρου­στ ὡς πρὸς τὸ ὅ­τι τὸ ἔρ­γο του σχε­τί­ζε­ται μὲ τὸ ἄ­σθμα ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­πα­σχε, ἔ­χω κά­τι σὰν καμ­πύ­λη δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ γρά­φω δι­η­γή­μα­τα ποὺ δὲν ξε­περ­νοῦν τὸν τά­δε ἀ­ριθ­μὸ σε­λί­δων μὲ ἕ­ναν τρό­πο μη­χα­νι­κό. Ὄ­χι ὅ­τι τὸ προ­τεί­νω στὸν ἑ­αυ­τό μου, ἁ­πλὰ ὅ­ταν ὁ­λο­κλη­ρώ­νω τὸ δι­ή­γη­μα, αὐ­τὸ βρί­σκε­ται στὶς δέ­κα σε­λί­δες ἢ λι­γό­τε­ρο. Ἴ­σως οἱ νευ­ρῶ­νες μου νὰ μὴν εἶ­ναι γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Νοι­ώ­θω γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­π’ αὐ­τὴ τὴ βρα­χύ­τη­τα λὲς καὶ μὲ ἔ­χει σκλα­βώ­σει ἡ αἴ­σθη­ση τῆς συγ­κι­νη­τι­κό­τη­τας ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α βρί­θει ἡ ποί­η­ση. Δὲν ξέ­ρω ἂν ἔ­χω τὴ λυ­ρι­κὴ ἔ­φε­ση τοῦ ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νου ποι­η­τῆ.

       A­BC: Αὐ­τὴ ἡ ποι­η­τι­κὴ ἐ­πι­κέν­τρω­ση εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ φα­νε­ρὴ στὸ M­i­s­t­e­r­i­os de l­os dí­as y l­as n­o­c­h­es, καὶ σᾶς προ­σο­μοιά­ζει ξε­κά­θα­ρα μὲ τὸν Τουρ­γκέ­νι­εφ καὶ τὸν Τσέ­χωφ. Δὲν ξέ­ρω ἂν συμ­φω­νεῖ­τε.

       Χ.Ε.Θ.: Ὁ Τουρ­γκέ­νι­εφ εἶ­ναι ὁ μέ­γας γνώ­στης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς καὶ αὐ­τῶν τῶν λε­πτε­πί­λε­πτων συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν ἀ­πο­χρώ­σε­ων, τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας καὶ τῆς ἕ­νω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ το­πί­ο. Αὐ­τὸ μὲ ἔ­χει προ­σελ­κύ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο σὲ ἐ­κεῖ­νον. Ὁ Τσέ­χωφ δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πὸ με­γά­λη εὐ­αι­σθη­σί­α ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πό­νου, ποὺ κι ἐ­γὼ τὴν ἔ­χω νοι­ώ­σει. Εἶ­ναι λο­γι­κὸ νὰ αἰ­σθά­νο­μαι πο­λὺ κον­τὰ καὶ στοὺς δύ­ο. Μὲ αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο ἐ­πε­δί­ω­ξα νὰ κά­νω ἕ­να εἶ­δος πει­ρά­μα­τος, για­τί θε­ω­ροῦ­σα πάν­τα τὸν ἑ­αυ­τό μου τεκ­μη­ρι­ω­τῆ τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, κι ἔ­τσι δέ­χτη­κα τὴν πρό­κλη­ση τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ, τοῦ ἀ­δύ­να­του, τοῦ ἀ­νύ­παρ­κτου. Κι ἐ­πί­σης θέ­λη­σα νὰ ἁ­πλώ­σω τὸ χέ­ρι μου στὴν ποι­η­τι­κὴ πρό­ζα.

       A­BC: Μὲ τὸ F­l­o­r­es de p­l­o­mo ἐ­πι­μέ­νε­τε στὸ δι­ή­γη­μα. Ἢ σὲ ἐ­κεί­νη τὴν τε­χνι­κή του κα­τα­κερ­μα­τι­σμοῦ τοῦ δι­η­γή­μα­τος ἢ τῆς συ­νέ­χειας πού, σω­ρευ­τι­κά, κα­τα­λή­γει νὰ δι­α­μορ­φώ­νει ἕ­να ἑ­νια­ῖο σύ­νο­λο. Πῶς θὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζα­τε αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο; Μιὰ ἀρ­μα­θιὰ δι­η­γή­μα­τα ἢ ἕ­να σπον­δυ­λω­τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν αὐ­το­κτο­νί­α τοῦ Λάρ­ρα;

       Χ.Ε.Θ.: Τό­σο ὁ Λάρ­ρα ὅ­σο καὶ ἡ αὐ­το­κτο­νί­α εἶ­ναι σχε­δὸν δύ­ο δευ­τε­ρεύ­ον­τα στοι­χεῖ­α, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐ­τὸ ποὺ ὠ­θεῖ τὸ βι­βλί­ο καὶ τὸ κα­θο­δη­γεῖ εἶ­ναι ἕ­νας στο­χα­σμὸς πά­νω στὸν ἀν­τί­κτυ­πο ποὺ ἔ­χει ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μας στὴν ξέ­νη ψυ­χή, στὴν εὐ­αι­σθη­σί­α ποὺ μᾶς πε­ρι­βάλ­λει. Εἴ­μα­στε ὑ­πεύ­θυ­νοι γιὰ τὶς πρά­ξεις μας ὄ­χι μό­νο σὲ σχέ­ση μὲ τὴ δι­κή μας ζω­ὴ ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴ ζω­ὴ ἐ­κεί­νων ποὺ ζοῦν μα­ζί μας ἢ πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἢ λι­γό­τε­ρο, μᾶς πα­ρα­τη­ροῦν. Πῆ­ρα αὐ­τὸ τὸ δη­μό­σιο πρό­σω­πο ποὺ ἔ­παι­ξε ση­μαν­τι­κὸ ρό­λο στὴ Μα­δρί­τη τοῦ 19ου αἰ­ώ­να, για­τί εἶ­χε πο­λὺ με­γά­λο βά­ρος εὐ­θύ­νης. Αὐ­το­κτο­νών­τας ἦ­ταν σὰν νὰ μὴν εἶ­χε ἐ­πί­γνω­ση ὅ­τι προ­κα­λοῦ­σε στὰ ἄ­το­μα τοῦ πε­ρί­γυ­ρού του κά­ποι­ον πό­νο ἢ τὴν ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­μι­γῶς συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι δὲν πρό­κει­ται γιὰ ξε­χω­ρι­στὰ δι­η­γή­μα­τα, για­τὶ ὑ­πάρ­χει κά­τι σὰν πλο­κὴ μὲ ἕ­ναν βα­σι­κὸ πρω­τα­γω­νι­στὴ ποὺ εἶ­ναι ἕ­νας αὐ­τό­χει­ρας, ἡ σκιὰ τοῦ ὁ­ποί­ου γί­νε­ται πάν­τα ἀν­τι­λη­πτή.

       A­BC: Ἔ­χε­τε αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σθεῖ ὡς ἕ­νας ἄν­θρω­πος μᾶλ­λον μο­να­χι­κός, ἀ­πε­ξαρ­τη­μέ­νος ἀ­πὸ συμ­φέ­ρον­τα. Μὲ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τά σας ὡς ἀ­με­ρό­λη­πτου πα­ρα­τη­ρη­τή, ἔ­χε­τε προ­βλη­μα­τι­στεῖ γιὰ τὸ ση­με­ρι­νὸ πρό­σω­πο τῆς ἱ­σπα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας;

       Χ.Ε.Θ.: Εἶ­μαι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι τώ­ρα ἡ Ἱ­σπα­νί­α ἔ­χει ἕ­να ἀ­ξι­ό­λο­γο λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα, ἐ­γὼ τὸ συγ­κρί­νω μὲ τὴ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ γρα­φό­ταν ἐ­δῶ στὶς δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ’­40, τοῦ ’­50 καὶ τοῦ ’­60, πά­ρ’ ὅ­λο ποὺ δι­α­φέ­ρουν πα­ρα­σάγ­γας. Νοι­ώ­θω πο­λὺ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ποὺ ζῶ στὴν ἴ­δια ἐ­πο­χὴ μὲ συγ­γρα­φεῖς ὅ­πως ὁ Ἀν­τό­νιο Μου­νιὸθ Μο­λί­να, ὁ Χα­βι­ὲρ Μα­ρί­ας καὶ ἡ Μπε­λὲν Γο­πέ­γι, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει γρά­ψει τρί­α μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ποὺ ὑ­πο­δει­κνύ­ουν μιὰ προ­σω­πι­κό­τη­τα συγ­γρα­φέ­α. Τὶς προ­άλ­λες σκε­φτό­μουν τὸν Χουὰν Μαρ­σέ, ποὺ εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος δι­α­κρι­τι­κός, ποὺ εἶ­ναι κλει­σμέ­νος σὲ μιὰ γει­το­νιὰ τῆς Βαρ­κε­λώ­νης, ποὺ ἔ­χει γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ μιὰ κά­ποι­α πα­ρακ­μὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε γύ­ρω του. Χαί­ρο­μαι ποὺ ὁ Μαρ­σὲ ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ ἔρ­γο του μὲ αὐ­τὴ τὴ σο­βα­ρό­τη­τα καὶ αὐ­τὴ τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια. Κοι­τά­ζω πρὸς τὰ πί­σω καὶ σκέ­φτο­μαι τὸν Δε­λίμ­πες, ποὺ ἐ­πί­σης θαυ­μά­ζω. Πά­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, δὲν ἔ­χει ἐμ­φα­νι­στεῖ ἀ­κό­μα τὸ με­γά­λο καὶ ἰ­δι­ο­φυ­ὲς ἔρ­γο ποὺ θὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει τὴν ἐ­πο­χή μας. Εἶ­μαι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι θὰ ἀ­να­κύ­ψει ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ νέ­α τα­λέν­τα.

       A­BC: Πάν­τα πί­στευ­α ὅ­τι ἂν ταυ­τι­ζό­σα­σταν μὲ κά­ποι­ον, αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Μπα­ρό­χα.­..

       Χ.Ε.Θ.: Εἶ­ναι γιὰ μέ­να ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Ἰ­σπα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να: ἦ­ταν ἕ­νας ἄν­θρω­πος στα­τι­κός, ἀ­με­τα­κί­νη­τος ἀ­πὸ τὴν πό­λη του, ἀλ­λὰ μὲ ἀ­στεί­ρευ­τη φαν­τα­σί­α καὶ με­γά­λη ἱ­κα­νό­τη­τα ἐν­δο­σκό­πη­σης καὶ καλ­λι­έρ­γεια. Ἄ­φη­σε ἕ­να ἐκ­πλη­κτι­κὸ ἔρ­γο χω­ρὶς νὰ εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ ζή­σει μιὰ ζω­ὴ ἐ­πει­σο­δια­κὴ ἢ γε­μά­τη με­γά­λες πε­ρι­πέ­τει­ες, ὅ­πως λέ­νε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ ἕ­ναν συγ­γρα­φέ­α. Εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­πα­λο δέ­ος τοῦ Μπλά­σκο Ἰμ­πά­νι­εθ ἢ τοῦ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ. Ὑ­πάρ­χουν ἔρ­γα ὅ­πως τὸ M­e­m­o­r­i­as de un h­o­m­b­re de a­c­c­i­ón, οἱ Τρι­λο­γί­ες του. Εἶ­ναι μιὰ θε­ϊ­κὴ μορ­φὴ γιὰ μέ­να, νοι­ώ­θω ἀ­πέ­ραν­το σε­βα­σμὸ πρὸς τὸ πρό­σω­πό του καὶ πι­στεύ­ω ὅ­τι τὸ στίλ του εἶ­ναι ἀ­νε­πα­νά­λη­πτο. Δού­λευ­ε πο­λὺ περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἔδειχνε.

 

 

Πηγή:  ἐφ. ABC, 6 Ἰουνίου 2009.

 

Χου­ὰν Ἐ­δουά­ρδο Θού­νι­γα (J­u­an E­d­u­a­r­do Z­ú­ñ­i­ga). (Μα­δρί­τη, 1929). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ σλα­βι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του ξε­χω­ρί­ζει μιὰ βι­ο­γρα­φί­α τοῦ Τουρ­γκέ­νι­εφ με τί­τλο L­os im­po­si­bl­es a­fe­ct­os de I­van Tur­gue­ni­ev καὶ ἡ τρι­λο­γί­α δι­η­γη­μά­των La­rgo no­vi­e­m­bre de Ma­d­rid, La tier­ra se­rá un pa­ra­í­so & Ca­pi­tal de la glo­ria. Μὲ τὸ Ca­pi­tal de la glo­ria κέρ­δι­σε τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῶν καὶ τὸ Βρα­βεῖ­ο S­a­l­a­m­bó. Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ ἐ­δῶ.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Τά­σος Ψάρ­ρης (Ἀ­θή­να, 1975). Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Πει­ραι­ᾶ καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ Κέν­τρο Με­τά­φρα­σης, ὅ­που πα­ρα­κο­λού­θη­σε καὶ μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Τὸ 2004 συμ­με­τεῖ­χε καὶ βρα­βεύ­τη­κε στὴν Ὀ­λυμ­πιά­δα Γραμ­μά­των. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἄρ­θρα του σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς με­τα­φρα­στής.

 

Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga): Ἡ διδασκαλία

 

 

Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (JuanEduardoZúñiga)

 

Ἡ δι­δα­σκα­λί­α

(Las enseñanzas)

 

Ο ΚΡΥΟ ΔΥΝΑΜΩΝΕ στοὺς ἄ­δει­ους δρό­μους, κολ­λοῦ­σε πά­νω στὰ ροῦ­χα καὶ ἔ­στελ­νε στὸ πρό­σω­πο αἰχ­μη­ρὲς ἀ­κί­δες ποὺ ἔ­κα­ναν τὰ μά­τια νὰ δα­κρύ­ζουν. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ἡ μη­τέ­ρα καὶ τὸ παι­δὶ συ­νέ­χι­ζαν νὰ προ­χω­ροῦν κλεί­νον­τας στὸ λαι­μὸ τὰ παλ­τά τους, θέ­λον­τας νὰ ἐμ­πο­δί­σουν ἕ­ναν κα­κὸ ἀ­έ­ρα νὰ φτά­σει ἐ­κεῖ ὅ­που τὸ δυ­να­τὸ καρ­δι­ο­χτύ­πι φα­νέ­ρω­νε κά­ποι­α ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα γιὰ τὸν ἐ­ὰν τε­λι­κὰ θὰ κα­τά­φερ­ναν νὰ βροῦν τὸ σπί­τι τοῦ κα­θη­γη­τῆ πού, ὅ­πως τοὺς εἶ­χαν πεῖ, βρι­σκό­ταν στὴν ὁ­δὸ Μπλά­σκο Ἰμ­πά­νι­εθ.

       Μπρο­στὰ ἀ­πὸ ἕ­να σπί­τι ποὺ ξε­χώ­ρι­ζε ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα τῆς γει­το­νιᾶς, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν πιὸ ψη­λὸ ἀλ­λὰ κι ἐ­πει­δὴ εἶ­χε κά­τι ἀ­φί­σες στὰ μπαλ­κό­νια, βρι­σκό­ταν μιὰ με­γά­λη ὁ­μά­δα ἀν­τρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν, ἔ­δει­χναν πο­λὺ νέ­οι, μὲ πρό­σω­πα χα­μο­γε­λα­στὰ καὶ σχε­δὸν κα­λυμ­μέ­να μὲ σκού­φους καὶ κα­σκόλ, τὰ κο­ρί­τσια μὲ μαν­τή­λια στὸ κε­φά­λι, κι ἀ­νά­με­σά τους ὅ­λο καὶ κά­ποι­ος μὲ στρα­τι­ω­τι­κὰ ροῦ­χα, κι ὅ­λοι κοί­τα­ζαν πρὸς τὴν εἴ­σο­δο καὶ συ­ζη­τοῦ­σαν μὲ δυ­να­τὲς φω­νές, καὶ φώ­να­ξαν ἀ­μέ­σως ζή­τω καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν χει­ρο­κρο­τή­μα­τα καὶ ἀ­κού­στη­κε ἕ­να «Ζή­τω ἡ Ρω­σί­α» ποὺ ἐ­πα­να­λή­φθη­κε ἐν χο­ρῷ καὶ ποὺ ἡ μη­τέ­ρα καὶ τὸ παι­δὶ τὸ ἄ­κου­σαν χω­ρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νουν τί ἦ­ταν. Εἶ­χαν στα­μα­τή­σει σὲ κον­τι­νὴ ἀ­πό­στα­ση για­τί νό­μι­ζαν ὅ­τι μοί­ρα­ζαν φα­γη­τό, μιὰ ἔ­κτα­κτη ἐ­νί­σχυ­ση σὰν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες ποὺ ὀρ­γά­νω­νε συ­χνὰ ἡ Ἐ­ρυ­θρὰ Βο­ή­θεια, ἂν τοὺς πε­ρίσ­σευ­ε κα­νέ­νας σά­κος μὲ ρύ­ζι ἢ φα­κές, γρή­γο­ρα ὅ­μως δι­α­πί­στω­σαν ὅ­τι δὲν μοί­ρα­ζαν τί­πο­τα, καὶ τὸ παι­δὶ κοί­τα­ξε τὴ μη­τέ­ρα του ρω­τών­τας την μὲ τὰ μά­τια κι ἐ­κεί­νη ἔ­κα­νε μιὰ χει­ρο­νο­μί­α σὲ ἔν­δει­ξη ἄ­γνοι­ας.

       Δι­έ­σχι­σαν τρεῖς δρό­μους καὶ στὸ τέ­λος βρῆ­καν τὸ σπί­τι ποὺ ὄν­τως εἶ­χε κά­που πά­νω στὴν πόρ­τα του τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «Σχο­λεῖ­ο», ὄ­χι ὅ­μως καὶ τὴ λέ­ξη «Δω­ρε­άν». Εἶ­χαν πεῖ στὴ μη­τέ­ρα ὅ­τι ἔ­τσι εἶ­χαν τὰ πράγ­μα­τα καί, μπρο­στὰ στὴν ἀμ­φι­βο­λί­α, δί­στα­σε νὰ χτυ­πή­σει, δι­έ­τρε­ξε μὲ τὰ μά­τια τὶς χα­λα­σμέ­νες ἄ­κρες τῆς πόρ­τας, ὑ­πο­λο­γί­ζον­τας πό­σα μπο­ρεῖ νὰ τῆς ζη­τοῦ­σαν γιὰ τὰ μα­θή­μα­τα, τε­λι­κὰ ὅ­μως πά­τη­σε τὸ κου­δού­νι καὶ πε­ρί­με­νε, ὥ­σπου ἄ­νοι­ξε ἕ­νας ἄν­τρας ψη­λός, με­γά­λης ἡ­λι­κί­ας ἀλ­λὰ ὄ­χι γέ­ρος, πα­ρό­τι εἶ­χε ἄ­σπρα μαλ­λιά, ντυ­μέ­νος μὲ μιὰ με­γά­λη μπλὲ πο­διά.

       Ἡ μη­τέ­ρα τὸν ρώ­τη­σε δει­λά, χω­ρὶς νὰ πεῖ ξε­κά­θα­ρα τί ἤ­θε­λε, ἀλ­λὰ ὁ ἄν­τρας τοὺς ζή­τη­σε νὰ πε­ρά­σουν μέ­σα, κι ὅ­ταν μπῆ­καν ἔ­κλει­σε τὴν πόρ­τα. Ἄ­κου­σε τὴ μη­τέ­ρα καὶ κοί­τα­ξε τὸ παι­δί, ποὺ ἀ­πὸ τὴ με­ριὰ του τὸν κοί­τα­ζε προ­ση­λω­μέ­νο καὶ τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο, κι ἔ­πει­τα ἐ­κεῖ­νο ἔ­στρε­ψε τὸ βλέμ­μα του πρὸς τὴν ἄ­δεια αἴ­θου­σα μὲ τὶς σει­ρὲς ἀ­πὸ σκοῦ­ρα καὶ βρώ­μι­κα θρα­νί­α πά­νω ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α, στοὺς τοί­χους, ὑ­πῆρ­χαν καρ­φω­μέ­νοι χάρ­τες κι ἕ­νας με­γά­λος πί­να­κας μὲ γράμ­μα­τα, ἐ­νῶ πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἕ­δρα, ὅ­που στη­ρι­ζό­ταν μὲ τὴν πλά­τη του ὁ κα­θη­γη­τής, ἔ­βλε­πε τὸ πορ­τρέ­το ἑ­νὸς ἄν­τρα μὲ μαῦ­ρο μού­σι.

       Δὲν θὰ πλή­ρω­νε τί­πο­τα, ἁ­πλῶς τὸ παι­δὶ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἔρ­χε­ται στὸ μά­θη­μα φο­ρών­τας μιὰ πο­δί­τσα πά­νω ἀ­πὸ τὸ παλ­τό του, για­τί ἡ αἴ­θου­σα ἦ­ταν πο­λὺ κρύ­α κι ὅ­λα τους εἶ­χαν χι­ο­νί­στρες στὰ χέ­ρια, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­βγαι­ναν εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν ἔ­πια­ναν τὸ μο­λύ­βι γιὰ νὰ γρά­ψουν. Ἀ­κού­γον­τάς τον, ἐ­κεί­νη εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν κα­λὰ ντυ­μέ­νο κι ὅ­τι φο­ροῦ­σε ἕ­να και­νούρ­γιο παλ­τὸ καὶ βαμ­βα­κε­ρὲς κάλ­τσες, ποὺ τοῦ εἶ­χαν κά­νει δῶ­ρο, καὶ τό­τε τὸ παι­δὶ κα­τέ­βα­σε τὰ μά­τια πρὸς τὶς κάλ­τσες καὶ πρὸς τὰ μαῦ­ρα καὶ λι­ω­μέ­να πα­πού­τσια του καὶ ξα­να­έ­στρε­ψε τὸ κε­φά­λι πρὸς τὴ μη­τέ­ρα του, τὴ στιγ­μὴ ποὺ αὐ­τὴ ἔ­λε­γε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο ἤ­ξε­ρε νὰ δι­α­βά­ζει καὶ νὰ γρά­φει, ἔ­πρε­πε ὅ­μως νὰ μά­θει καὶ νὰ δι­δα­χθεῖ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα.

       Ὁ κα­θη­γη­τὴς δί­δα­σκε ὅ­λα τα βα­σι­κὰ μα­θή­μα­τα καὶ ἐ­πί­σης τοὺς μά­θαι­νε νὰ φέ­ρον­ται κα­λὰ ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λον, νὰ εἶ­ναι φί­λοι, νὰ μὴ μα­λώ­νουν, νὰ βο­η­θᾶ­νε ἂν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους, ὅ­σο μπο­ρεῖ νὰ βο­η­θή­σει ἕ­να παι­δί, νὰ ξέ­ρουν τί ση­μαί­νει ἡ δου­λειὰ ποὺ τοὺς πε­ρι­μέ­νει, ὅ­ταν με­γα­λώ­σουν. Ἀ­κό­μα, τοὺς μά­θαι­νε νὰ μι­σοῦν ἐ­κεῖ­νον τὸν πό­λε­μο ποὺ τοὺς ἔ­κα­νε νὰ ὑ­πο­φέ­ρουν, μὲ ὅ­λες του τὶς συ­νέ­πει­ες.

       Τὸ ἄ­σχη­μο ἦ­ταν ὅ­τι ὁ πό­λε­μος εἶ­χε μπεῖ μέ­σα στὰ σπί­τια, τὸ μέ­τω­πο ἦ­ταν τό­σο κον­τά, τὰ ἀ­ε­ρο­πλά­να ἄ­φη­ναν πί­σω τους νε­κροὺς καὶ κα­τε­στραμ­μέ­να σπί­τια, μέ­ρα μὲ τὴ μέ­ρα τὸ πράγ­μα χει­ρο­τέ­ρευ­ε, δὲν ὑ­πῆρ­χε κὰν φα­γη­τό, στὴν καρ­διὰ ἑ­νὸς τό­σο πα­γε­ροῦ Δε­κέμ­βρη, δί­χως προ­σά­ναμ­μα γιὰ νὰ ἀ­νά­ψεις λί­γη φω­τιά: πῶς νὰ μὴν γε­μί­ζουν λοι­πὸν τὰ δά­χτυ­λα μὲ χι­ο­νί­στρες, ἡ μη­τέ­ρα ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε αὐ­τὸ ποὺ ἄ­κου­γε νὰ λέ­νε κά­θε ὥ­ρα καὶ στιγ­μή, κά­νον­τας χει­ρο­νο­μί­ες, ὄρ­θια μπρο­στὰ στὸν κα­θη­γη­τή, ποὺ κου­νοῦ­σε τὸ κε­φά­λι συμ­φω­νών­τας, ἔ­χον­τας τὸ βλέμ­μα του στραμ­μέ­νο πρὸς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα ἀ­π’ ὅ­που δι­α­κρί­νον­ταν τὰ σπι­τά­κια τῆς ἀ­πέ­ναν­τι πλευ­ρᾶς τοῦ δρό­μου.

       Τὸ παι­δί, ἐ­στι­ά­ζον­τας σ’ ἕ­να χάρ­τη, συλ­λά­βι­σε τὴ λέ­ξη «Ρω­σί­α» καὶ τό­τε τρά­βη­ξε τὴ μη­τέ­ρα του ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι, κι ὅ­ταν ἐ­κεί­νη γύ­ρι­σε κα­τὰ τὴ με­ριά του, τῆς ἔ­δει­ξε στὸν τοῖ­χο τὸν χάρ­τη καὶ ψι­θύ­ρι­σε:

       «Ρω­σί­α.»

       Ὁ κα­θη­γη­τὴς ἄ­κου­σε αὐ­τὴ τὴ λέ­ξη καὶ ὕ­ψω­σε τὸ κε­φά­λι του πρὸς τὰ ποι­κί­λα χρώ­μα­τα ποὺ εἶ­χε ἐ­κεῖ­νο τὸ με­γά­λο σχέ­διο: στὴ μέ­ση ἑ­νὸς πρά­σι­νου λε­κὲ ὑ­πῆρ­χαν πέν­τε γράμ­μα­τα: ΡΩ­ΣΙΑ. Ἀ­να­σή­κω­σε τοὺς ὤ­μους καὶ εἶ­πε, σχε­δὸν χω­ρὶς νὰ ἀ­κου­στεῖ:

       «Δὲν μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει.»

       Ἡ μη­τέ­ρα, ποὺ εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ τί ἔ­δει­χνε τὸ παι­δί, ἀ­πάν­τη­σε σ’ ἐ­κεί­νη τὴ γκρι­μά­τσα:

       «Εἶ­ναι για­τί ἐ­κεῖ ἔ­ξω φώ­να­ζαν “Ζή­τω ἡ Ρω­σί­α”» —ὁ κα­θη­γη­τὴς ἔ­νευ­σε ἀρ­νη­τι­κὰ καὶ με­τὰ τὴ δι­α­βε­βαί­ω­σε ὅ­τι μπο­ροῦ­σε νὰ φέ­ρει τὸ παι­δὶ μό­λις θὰ ἦ­ταν ἕ­τοι­μη ἡ πο­διά του, ἀλ­λὰ ἡ μη­τέ­ρα ἐ­πα­νέ­λα­βε—: «Ἐ­κεῖ ἔ­ξω, παι­διὰ ἦ­ταν, αὐ­τὸ φώ­να­ζαν, ναί, νε­ο­λαί­α, βλέ­πεις.»

       Ὁ κα­θη­γη­τὴς σού­φρω­σε τὰ χεί­λη του καὶ εἶ­πε:

       «Δὲν ἔ­χω κα­μιὰ σχέ­ση μ’ αὐ­τούς. Ἐ­δῶ εἶ­ναι ἕ­να ἐ­λευ­θε­ρια­κὸ σχο­λεῖ­ο.»

       Βγῆ­καν ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο καὶ ἄ­νοι­ξαν τὸ βῆ­μα τους, ἀ­μί­λη­τοι καὶ οἱ δύ­ο, ἀ­νή­συ­χοι θαρ­ρεῖς, καὶ ἡ μη­τέ­ρα εἶ­χε τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι πο­λὺ κον­τὰ ἀ­κού­γον­ταν οἱ σει­ρῆ­νες τοῦ ἀν­τι­α­ε­ρο­πο­ρι­κοῦ συ­να­γερ­μοῦ, ἀλ­λὰ μὲ τὸ πέ­ρας με­ρι­κῶν λε­πτῶν αὐ­τὸ ποὺ ἄ­κου­σε ἦ­ταν τὸν σά­λα­γο ἀ­πὸ πολ­λὰ ἀ­ε­ρο­πλά­να ποὺ πλη­σί­α­ζαν πε­τών­τας σὲ πο­λὺ χα­μη­λὸ ὕ­ψος, κι ἀ­μέ­σως μιὰ τρο­με­ρὴ ἔ­κρη­ξη ποὺ τοὺς συγ­κλό­νι­σε, ἀ­κο­λου­θού­με­νη ἀ­πὸ τὴ βρον­τὴ τῶν βομ­βαρ­δι­σμῶν ποὺ ἔ­πε­σαν σ’ ἐ­κεῖ­νο ἀ­κρι­βῶς τὸ ση­μεῖ­ο κά­νον­τας τὸν ἀ­έ­ρα καὶ τὸ ἔ­δα­φος νὰ τρέ­μουν, ποὺ σὲ ἀ­πο­σβό­λω­ναν καὶ σὲ ξε­κού­φαι­ναν καὶ ποὺ ἔ­κα­ναν τὴ μη­τέ­ρα νὰ βά­λει μιὰ τρε­χά­λα σέρ­νον­τας σχε­δὸν τὸ παι­δὶ καὶ νὰ βρεῖ προ­στα­σί­α κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κλει­στὴ πόρ­τα.

       Ἀ­πὸ τὰ σπί­τια ἔ­βγαι­ναν γυ­ναῖ­κες οὐρ­λι­ά­ζον­τας καί, πα­ρό­τι ἀ­κού­γον­ταν φω­νὲς ποὺ ἔ­λε­γαν «Στὸ κα­τα­φύ­γιο!­», κον­το­στέ­κον­ταν κά­ποι­ες στιγ­μὲς κοι­τά­ζον­τας καὶ δεί­χνον­τας πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό, γιὰ νὰ τρέ­ξουν ἔ­πει­τα καὶ νὰ χα­θοῦν στὸν χα­λα­σμὸ τῶν κον­τι­νῶν δρό­μων.

       Ἀγ­κά­λια­ζε τὸ παι­δὶ πι­έ­ζον­τάς το πά­νω στὴν ξύ­λι­νη πόρ­τα, προ­στα­τεύ­ον­τάς το μὲ τὸ σῶ­μα της, λέ­γον­τάς του λό­για πα­ρη­γο­ριᾶς γιὰ νὰ μὴ φο­βᾶ­ται, καὶ κον­τά τους στρι­μώ­χτη­καν κι ἄλ­λες δύ­ο γυ­ναῖ­κες, κλαί­γον­τας γο­ε­ρὰ καὶ βά­ζον­τας τὶς φω­νὲς μό­λις ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­κού­γον­ται οἱ πρῶ­τες ἐκ­πυρ­σο­κρο­τή­σεις ἀ­πὸ τὰ ἀν­τι­α­ε­ρο­πο­ρι­κὰ ποὺ βρί­σκον­ταν σὲ μιὰ ἀ­λά­να στὸ Φράν­κος Ρο­δρί­γεθ.

       Τὰ πάν­τα κα­λύ­φθη­καν ἀ­πὸ ἕ­ναν ἀ­πο­πνι­κτι­κὸ κα­πνό, σὰν μιὰ πυ­κνὴ καὶ τρα­χιὰ ὁ­μί­χλη ποὺ τοὺς ἔ­κα­νε νὰ σκε­πά­σουν τὶς μύ­τες τους μὲ τὰ μαν­τή­λια, ἔ­πρε­πε νὰ βή­χουν γιὰ μὴν πνι­γοῦν, καὶ πε­ρί­με­ναν ἔ­τσι, ὥ­σπου κό­πα­σε ὁ σα­μα­τὰς καὶ τό­τε ἡ μη­τέ­ρα καὶ τὸ παι­δὶ ἔ­τρε­ξαν πρὸς τὴ με­ριὰ ποὺ φαι­νό­ταν νὰ ἔ­χει λι­γό­τε­ρο κα­πνό, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ξέ­ρουν τί νὰ κά­νουν, πῆ­ραν κά­ποι­ους δρό­μους πρὸς τὰ πί­σω, οἱ τοῖ­χοι κα­τέρ­ρε­αν μπρο­στά τους καὶ τὰ κε­ρα­μί­δια ἐ­κτο­ξεύ­ον­ταν στὴ μέ­ση τῆς ἀ­σφάλ­του. Τό­τε τὸ παι­δὶ ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει ἀ­πελ­πι­σμέ­να, γαν­τζω­μέ­νο στὴ φού­στα τῆς μη­τέ­ρας του, ἀρ­νού­με­νο νὰ περ­πα­τή­σει, κι ἐ­κεί­νη τὸ ἕ­σφιγ­γε πά­νω της, τὰ χέ­ρια τρε­μά­με­να.

       Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σύν­νε­φο σκό­νης ποὺ εἶ­χε κοκ­κι­νί­σει ἀ­πὸ τὰ σπα­σμέ­να τοῦ­βλα, εἶ­δε ὅ­τι τὰ σπι­τά­κια στὴν Μπλά­σκο Ἰμ­πά­νι­εθ εἶ­χαν γκρε­μι­στεῖ κι ὅ­τι πα­ρέ­με­ναν ὄρ­θιοι μό­νο κά­ποι­οι τοῖ­χοι μὲ με­γά­λες ρωγ­μὲς κι ἀ­πὸ πά­νω τα ξύ­λα τῆς ὀ­ρο­φῆς, ἐ­νῶ πρὸς ἐ­κεί­νη τὴν κα­τεύ­θυν­ση ἔ­τρε­χαν δι­ά­φο­ροι ἄν­θρω­ποι φω­νά­ζον­τας ἐ­κεί­νους ποὺ πι­θα­νὸν εἶ­χαν θα­φτεῖ κά­τω ἀ­πὸ τὰ χα­λά­σμα­τα, καὶ ἐμ­φα­νί­στη­καν κι ἄλ­λες μορ­φές, ἀ­γνώ­ρι­στες, ἄ­σπρες ἀ­πὸ τοὺς σο­βά­δες, μὲ πλη­γὲς στὸ κε­φά­λι καὶ μὲ τὸ πρό­σω­πο γε­μά­το αἵ­μα­τα.

       Ἔ­δει­χναν πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ φώ­να­ζαν ὅ­τι ἦ­ταν γερ­μα­νι­κὰ ἀ­ε­ρο­πλά­να, εἴ­κο­σι τε­ρά­στια ἀ­ε­ρο­πλά­να ποὺ πε­τοῦ­σαν πο­λὺ χα­μη­λά. Ἕ­νας ἄν­τρας, στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου, κραύ­γα­ζε.

       «Κα­θάρ­μα­τα Γερ­μα­νοί!»

       Οἱ δυ­ό τους ἔ­κα­ναν με­ρι­κὰ βή­μα­τα σφι­χταγ­κα­λι­α­σμέ­νοι, πράγ­μα ποὺ τοὺς ἔ­κα­νε νὰ περ­πα­τοῦν σκουν­του­φλών­τας, καὶ οἱ δυ­ό τους ἔ­βη­χαν καὶ ἔ­λε­γαν κά­τι χω­ρὶς νὰ ξέ­ρουν τί ἦ­ταν αὐ­τό, καὶ κον­το­στά­θη­καν γιὰ νὰ ρί­ξουν μιὰ μα­τιὰ στὰ ἐ­ρεί­πια πά­νω ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­να­δύ­ον­ταν και­νούρ­για σύν­νε­φα σκό­νης.

       Ἔ­φτα­ναν ἄν­τρες τρέ­χον­τας καὶ πή­γαι­ναν ἀ­πὸ τὸ ἕ­να μέ­ρος στὸ ἄλ­λο, χω­ρὶς συγ­κε­κρι­μέ­νο προ­ο­ρι­σμό, ἀ­μέ­σως ὅ­μως ἄρ­χι­σαν νὰ με­τα­κι­νοῦν ξύ­λι­να δο­κά­ρια καὶ μπά­ζα, για­τὶ ἀ­πὸ κά­τω δι­έ­κρι­ναν ἕ­να χέ­ρι ἢ μι­σὸ σῶ­μα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­πρε­πε νὰ τρα­βή­ξουν γιὰ νὰ τὰ βγά­λουν, καὶ ἦ­ταν τό­σο μα­λα­κὰ λὲς καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε σάρ­κα οὔ­τε κό­κα­λα κά­τω ἀ­πὸ τὰ ροῦ­χα. Χέ­ρια καὶ πό­δια δι­πλώ­νον­ταν σὰν νὰ ἦ­ταν κομ­μέ­να καὶ τὰ συν­θλιμ­μέ­να πρό­σω­πα δὲν ἦ­ταν πλέ­ον ἀν­θρώ­πι­να. Δυ­ὸ-τρεῖς τοὺς με­τέ­φε­ραν στὴ μιὰ με­ριὰ τοῦ δρό­μου καὶ τοὺς ἔ­βα­ζαν τὸν ἕ­ναν δί­πλα στὸν ἄλ­λον· ἂν ἐ­πρό­κει­το γιὰ παι­δί, τὸ κου­βα­λοῦ­σε μό­νο ἕ­νας στὰ χέ­ρια καὶ σή­κω­νε ψη­λὰ τὸ πρό­σω­πο, γιὰ νὰ μὴ δεῖ σὲ τί εἶ­χε με­τα­τρα­πεῖ: ὅ­λοι μὲ τὰ ροῦ­χα ξε­σκι­σμέ­να, ξυ­πό­λυ­τοι, γε­μά­τοι σκό­νη.

       Μὲς στὴ σα­στι­μά­ρα της, ἡ μη­τέ­ρα ἤ­θε­λε νὰ σκε­πά­σει τὸ πρό­σω­πο τοῦ παι­διοῦ, νὰ τοῦ σκε­πά­σει τὰ μά­τια, γιὰ νὰ μὴ τὰ δεῖ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να, ἀλ­λὰ δὲν τὸ κού­να­γαν ἀ­πὸ κεῖ, ἦ­ταν μαρ­μα­ρω­μέ­νοι, τοὺς πε­ρι­στοί­χι­ζαν φω­νές, ἐκ­κλή­σεις, ὀ­νό­μα­τα ποὺ προ­φέ­ρον­ταν καὶ ξα­να­προ­φέ­ρον­ταν δυ­να­τά.

       Ἔ­φτα­σαν δυ­ὸ αὐ­το­κί­νη­τα καὶ ἔ­βα­λαν μέ­σα ὅ­σους τραυ­μα­τι­σμέ­νους εἶ­χαν ἀ­κό­μη ζω­ή, καὶ τὰ κλά­μα­τα τῶν γυ­ναι­κῶν δυ­νά­μω­ναν βλέ­πον­τάς τους νὰ φεύ­γουν, ἄ­γνω­στο γιὰ ποῦ, κά­ποι­ες ἔ­πρε­πε νὰ τὶς συγ­κρα­τή­σουν γιὰ νὰ μὴν πλη­σιά­σουν στὰ ση­μεῖ­α ὅ­που ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ταν τὰ μπά­ζα, κα­θὼς ὅ­λο καὶ κά­ποι­ος πί­να­κας ἔ­πε­φτε ἀ­πὸ ἕ­ναν τοῖ­χο ἢ γκρε­μι­ζό­ταν μιὰ σει­ρὰ κε­ρα­μί­δια. Καὶ οἱ ἄν­τρες τῆς γει­το­νιᾶς, οἱ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι —οἱ νέ­οι εἶ­χαν ἐ­πι­στρα­τευ­τεῖ—, ξε­δι­ά­λε­γαν μπά­ζα ξε­φυ­σών­τας, ἀ­νήμ­πο­ροι μπρο­στὰ σὲ βου­νὰ κα­τε­στραμ­μέ­νων ὑ­λι­κῶν κά­τω ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πῆρ­χαν ἄν­θρω­ποι.

       «Πᾶ­με, πᾶ­με» – εἶ­πε στὸ τέ­λος ἡ μη­τέ­ρα τρέ­μον­τας ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο ποὺ δυ­νά­μω­νε ὁ­λο­έ­να, καὶ ἔ­σπρω­ξε τὸ παι­δὶ κά­νον­τάς το νὰ προ­χω­ρή­σει, κι ἀ­φοῦ δι­έ­σχι­σαν κά­ποι­ους δρό­μους, τὸ κοί­τα­ξε καὶ εἶ­δε ὅ­τι εἶ­χε σο­βά­δες στὰ μαλ­λιὰ καὶ τοῦ τοὺς ἔ­βγα­λε μ’ ἕ­να μαν­τή­λι καὶ με­τὰ τὸ φί­λη­σε. Τὸ παι­δὶ πιὰ δὲν ἔ­κλαι­γε, ἀλ­λὰ εἶ­χε τὰ μά­τια πο­λὺ ἀ­νοι­χτά, τρο­μαγ­μέ­να. Πέ­ρα­σαν μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ψη­λὸ σπί­τι ὅ­που πρὶν λί­γο εἶ­χαν δεῖ ἀρ­κε­τὸ κό­σμο στὴν εἴ­σο­δο: τώ­ρα πιὰ δὲν ὑ­πῆρ­χε κα­νείς, οἱ ἀ­φί­σες ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν νὰ κρέ­μον­ται ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια, ἀλ­λὰ εἶ­χαν δι­α­λυ­θεῖ ἀ­πὸ τὶς ἐ­κρή­ξεις.

       Ἔ­σφι­ξε τὸ χέ­ρι τοῦ παι­διοῦ ποὺ τὸ κρα­τοῦ­σε συ­νε­χῶς καὶ τοῦ εἶ­πε:

       «Μὴ φο­βᾶ­σαι, ὅ­λα τέ­λει­ω­σαν, ἔ­πε­σαν βόμ­βες ἀλ­λὰ δὲν πά­θα­με τί­πο­τα, πᾶ­με στὸ σπί­τι.»

       Τὸ ξα­να­κοί­τα­ξε, τῆς φά­νη­κε πο­λὺ μι­κρό, χλω­μό, μὲ τὸ και­νούρ­γιο του παλ­του­δά­κι καὶ μὲ τὰ μαλ­λιὰ ἀ­να­κα­τε­μέ­να, καὶ ἀ­να­φώ­νη­σε:

       «Αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος, παι­δί μου, ἔ­τσι, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξε­χνᾶς.»

 

 

Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο διηγημάτων Capital de la gloria (ἐκδόσεις Alfaguara, 2003).

 

Χου­ὰν Ἐ­δουά­ρδο Θού­νι­γα (J­u­an E­d­u­a­r­do Z­ú­ñ­i­ga). (Μα­δρί­τη, 1929). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ σλα­βι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του ξε­χω­ρί­ζει μιὰ βι­ο­γρα­φί­α τοῦ Τουρ­γκέ­νι­εφ με τί­τλο L­os im­po­si­bl­es a­fe­ct­os de I­van Tur­gue­ni­ev καὶ ἡ τρι­λο­γί­α δι­η­γη­μά­των La­rgo no­vi­e­m­bre de Ma­d­rid, La tier­ra se­rá un pa­ra­í­so & Ca­pi­tal de la glo­ria. Μὲ τὸ Ca­pi­tal de la glo­ria κέρ­δι­σε τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῶν καὶ τὸ Βρα­βεῖ­ο S­a­l­a­m­bó. Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ ἐ­δῶ.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Τά­σος Ψάρ­ρης (Ἀ­θή­να, 1975). Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Πει­ραι­ᾶ καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ Κέν­τρο Με­τά­φρα­σης, ὅ­που πα­ρα­κο­λού­θη­σε καὶ μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Τὸ 2004 συμ­με­τεῖ­χε καὶ βρα­βεύ­τη­κε στὴν Ὀ­λυμ­πιά­δα Γραμ­μά­των. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἄρ­θρα του σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς με­τα­φρα­στής.

 

Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga): Νυχτερινὴ περίπολος

 

 

Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga)

 

Νυχτερινὴ περίπολος

(Patrulla del amanecer)

 

ΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ νὰ σκε­φτεῖ τό­τε κο­σμή­μα­τα, ἀ­π’ αὐ­τὰ ποὺ τὰ μά­τια κοι­τά­ζουν ἀ­ρα­δι­α­σμέ­να σὲ μιὰ βι­τρί­να γε­μά­τα πο­λυ­τέ­λεια καὶ λάμ­ψη. Κα­νέ­νας δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σκε­φτεῖ κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὸν μα­κρι­νὸ θό­ρυ­βο ἑ­νὸς βομ­βαρ­δι­σμοῦ ἢ τὴν ἔλ­λει­ψη ψω­μιοῦ ἢ τὰ κλά­μα­τα ἑ­νὸς παι­διοῦ ποὺ ἔ­χει ξε­μεί­νει στὸ βά­θος ἑ­νὸς ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νου χα­ρα­κώ­μα­τος. Οὔ­τε κὰν ἡ Ρο­σά­ριο, ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε νὰ στο­λί­ζε­ται, ἐ­κτί­μη­σε τὸ βρα­χι­ό­λι καὶ τὸ πέ­τα­ξε μὲ πε­ρι­φρό­νη­ση λὲς καὶ εἶ­χε πά­νω του ἕ­ναν σι­χα­με­ρὸ λε­κέ.

       Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­κεῖ, πά­νω στὸν μου­σα­μὰ ποὺ κά­λυ­πτε τὸ τρα­πέ­ζι ὅ­που ἔ­τρω­γαν, ὁ πα­τέ­ρας ἀ­κούμ­πη­σε τὸ βρα­χι­ό­λι καὶ μὲ τὸν δεί­κτη φά­νη­κε νὰ τὸ δεί­χνει προ­σφέ­ρον­τάς το σὲ κά­ποι­ον ἢ στὴν πε­ρι­έρ­γεια τῆς θεί­ας Πι­λὰρ καὶ τῶν δύο γι­ῶν πού, σι­ω­πη­λοί, τὸ θαύ­μα­ζαν για­τί ἦ­ταν ἕ­νας χρυ­σὸς κρί­κος, γε­ρός, κα­λο­στιλ­βω­μέ­νος, καὶ πά­νω του μιὰ μι­κρὴ σει­ρὰ ἀ­πὸ δε­μέ­να μπρι­γιά­ντια ποὺ λαμ­πο­κο­ποῦ­σαν φα­νε­ρώ­νον­τας τὴν ἐ­κλε­κτή τους ποι­ό­τη­τα. Κα­νε­νὸς ὅ­μως τὸ μυα­λὸ δὲν πή­γαι­νε σὲ κο­σμή­μα­τα, ὅ­ταν ὁ πα­γω­μέ­νος ὀ­ρει­νὸς ἀ­έ­ρας ἔ­τρε­χε στοὺς δρό­μους ποὺ ἦ­ταν τό­σο ἔ­ρη­μοι, ὥ­στε βου­λιά­ζαν πέ­ρα μα­κριά, σὰν πυ­ρε­τι­κὴ πα­ραί­σθη­ση, καὶ ἡ πεί­να ἦ­ταν πι­στὸς σύν­τρο­φος καὶ σὲ ἀ­πό­με­ρες συ­νοι­κί­ες ἀν­τη­χοῦ­σαν οἱ σει­ρῆ­νες τοῦ ἀν­τι­α­ε­ρο­πο­ρι­κοῦ συ­να­γερ­μοῦ ποὺ ἀ­να­κοί­νω­ναν μιὰ νέ­α κα­τα­στρο­φή, καὶ τὰ βλέμ­μα­τα ὑ­ψώ­νον­ταν πρὸς ἕ­ναν συν­νε­φι­α­σμέ­νο οὐ­ρα­νὸ ἀπ’ ὅ­που ἔρ­χον­ταν οἱ πρῶ­τες νι­φά­δες τοῦ χει­μώ­να.

       Μὲ τὰ στό­μα­τα μι­σά­νοι­χτα ἔ­μει­ναν τὰ δύ­ο παι­διὰ καὶ μὲ τὰ φρύ­δια ση­κω­μέ­να ἀ­πὸ τὸν θαυ­μα­σμό τους γι’ αὐ­τὸ ποὺ δὲν εἶ­χαν ξα­να­δεῖ· στὶς ἐ­ρω­τή­σεις τους, ὁ πα­τέ­ρας πέ­ρα­σε τὸ ἀ­νά­στρο­φο τῆς πα­λά­μης του μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ χεί­λη, ρου­θού­νι­σε καὶ εἶ­πε μό­νο ὅ­τι ἦ­ταν ἑ­νὸς φα­σί­στα καὶ χα­μο­γέ­λα­σε στρα­βώ­νον­τας τὸ στό­μα, κοί­τα­ξε ἕ­ναν-ἕ­ναν τοὺς πα­ρι­στα­μέ­νους καὶ τὸ ἔ­δει­ξε ξα­νά, τοὺς λαμ­πυ­ρι­σμούς του, τὸ καμ­πυ­λω­τό του σχῆ­μα ποὺ τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει στὸ χέ­ρι, τὸ μι­κρο­σκο­πι­κό του κούμ­πω­μα, τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τοῦ χρυ­σα­φιοῦ του. Πῶς πῆ­γε τὸ μυα­λό του σὲ κο­σμή­μα­τα, ἐ­νῶ περ­νοῦ­σαν οἱ ἀ­τέ­λει­ω­τες νυ­χτε­ρι­νὲς ὧ­ρες στὸ φῶς τῆς λάμ­πας ἀ­σε­τι­λί­νης, μπρο­στὰ στὰ πιά­τα μὲ τὰ ὑ­πο­λείμ­μα­τα ἑ­νὸς εἴ­δους σού­πας ποὺ τὰ εἶ­χαν γλύ­ψει μὲ βου­λι­μί­α; Πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ σκε­φτεῖ κά­τι τό­σο ἀ­ταί­ρια­στο μὲ τὰ κα­κο­πλυ­μέ­να χέ­ρια, μὲ τὴ δου­λειὰ στὸ πλιν­θο­ποι­εῖ­ο τοῦ Κάμ­πο δὲ λὸς Ὄρ­νος, μὲ τὸ στή­σι­μο στὴν οὐ­ρά, μή­πως καὶ βρε­θεῖ κα­νέ­να κομ­μά­τι βα­κα­λά­ος;

       Ὁ μι­κρὸς ἀ­δερ­φὸς ρω­τοῦ­σε ἂν ἦ­ταν γυ­ναι­κεῖ­ο, καὶ ὁ πα­τέ­ρας ἀ­πάν­τη­σε πὼς φυ­σι­κὰ ἦ­ταν, καὶ γιὰ γυ­ναί­κα προ­ο­ρι­ζό­ταν, καὶ τὸ εἶ­πε τό­σο κα­θα­ρὰ ποὺ φά­νη­κε ἡ στα­θε­ρή, σκού­ρα, ρο­ζι­α­σμέ­νη πα­λά­μη του νὰ βά­ζει τὸ κό­σμη­μα σ’ ἕ­να γυ­ναι­κεῖ­ο χέ­ρι, νὰ τὸ το­πο­θε­τεῖ στὸ λευ­κὸ καὶ τρο­φαν­τὸ χέ­ρι ὅ­που θὰ ἔ­λαμ­πε σὲ ὅ­λο του τὸ με­γα­λεῖ­ο. Τὸ βρα­χι­ό­λι ἔ­πρε­πε νὰ μεί­νει ἐ­κεῖ, πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι, πάν­τα στὴ μνή­μη του, τὴν τό­σο ὀ­δυ­νη­ρή, ποὺ ὅ­ταν τὸ ἔ­βλε­πε, ἀ­κό­μα καὶ με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια, στὴ βι­τρί­να ἑ­νὸς κο­σμη­μα­το­πω­λεί­ου, αἰ­σθα­νό­ταν ἕ­να πε­ρί­ερ­γο συ­ναί­σθη­μα ἀ­πόρ­ρι­ψης.

       Ὁ πα­τέ­ρας τὸ φύ­λα­ξε στὴν τσέ­πη του· εἶ­χε τό­τε ἕ­να δερ­μά­τι­νο μπου­φὰν ποὺ ὅ­λοι ζή­λευ­αν, τὸ πι­στό­λι στὴ θή­κη του, κρε­μα­σμέ­νη στὴ μέ­ση, ἕ­να κόκ­κι­νο μαν­τή­λι δε­μέ­νο στὸν λαι­μὸ γιὰ νὰ τὸν προ­στα­τεύ­ει ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο ἢ γιὰ νὰ δεί­χνει τὶς πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις, καὶ στὴν ἄ­κρη τῶν χει­λι­ῶν τὸ τσι­γά­ρο ποὺ ἔ­μοια­ζε νὰ μὴν τε­λει­ώ­νει πο­τέ: ἐ­νέ­πνε­ε θαυ­μα­σμὸ καὶ κά­ποι­α δυ­σπι­στί­α μὲ τὴν ἐ­πι­βλη­τι­κό­τη­τα τῆς μυ­ώ­δους του κορ­μο­στα­σιᾶς, καὶ φό­βο ὅ­ταν σού­φρω­νε τὰ χεί­λη, τὰ ἔ­σφιγ­γε καὶ τὰ ρου­θού­νια δι­α­στέλ­λον­ταν εἰ­σπνέ­ον­τας ἕ­ναν ἀ­έ­ρα ποὺ θὰ ξα­νά­βγαι­νε μὲ μιὰ βρι­σιά· μιὰ ἀρ­ρε­νω­πὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α στὴ φτω­χι­κὴ συ­νοι­κί­α, τὸ πα­λιὸ Τε­του­ὰν δὲ λὰς Βι­κτό­ριας, μὲ μιὰ περ­πα­τη­σιὰ ποὺ προ­κα­λοῦ­σε τοὺς πάν­τες, πα­τέ­ρας θαυ­μα­στός, τρο­μα­κτι­κὸς στὴ δυ­σά­ρε­στη ἀ­νά­μνη­ση τῶν ἐ­πι­πλή­ξε­ων, τῶν χτυ­πη­μά­των, ἀ­μή­χα­νων σι­ω­πῶν, καὶ μιὰ ἀ­κό­μα ἀ­κέ­ραι­η ἀ­νά­μνη­ση. Τὰ δυ­ὸ παι­διὰ περ­πα­τᾶ­νε στὴν ἔ­ρη­μη συ­νοι­κί­α, φτά­νουν στὸ πρα­νές του ἀρ­χαί­ου τεί­χους, ἐ­πι­κίν­δυ­νου γιὰ ὅ­ποι­ον ἀ­νε­βαί­νει ἐ­κεῖ, παί­ζον­τας, καὶ πιὸ πέ­ρα φαί­νε­ται τὸ πε­ρί­γραμ­μα τῶν ψη­λῶν σπι­τι­ῶν τῆς λε­ω­φό­ρου Βα­σι­λίσ­σης Βι­κτώ­ριας, καὶ ψη­λά, στὸν οὐ­ρα­νό, τό­σο μα­κριά, τὰ σύν­νε­φα. Σ’ ἕ­να δρο­μά­κι μέ­νει ἡ γυ­ναί­κα τὴν ὁ­ποί­α ὁ πα­τέ­ρας φω­νά­ζει Ρο­σά­ριο: μιὰ πόρ­τα καὶ σὲ κά­θε πλευ­ρὰ ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο μὲ γε­ρά­νια, καὶ τὰ δυ­ὸ ἀ­δέρ­φια περ­νᾶ­νε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ τὸ κοι­τά­ζουν ἀ­πὸ μα­κριά, κον­το­στέ­κον­ται γιὰ μιὰ στιγ­μὴ πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ ἀ­νοί­ξει ἡ πόρ­τα καὶ νὰ βγεῖ ἔ­ξω καὶ νὰ τοὺς δεῖ. Ὁ ἕ­νας λέ­ει στὸν ἄλ­λον ὅ­τι μα­κά­ρι νὰ βγεῖ καὶ σκον­τά­φτει καὶ πέ­φτει κά­τω καὶ τσα­κί­ζε­ται, καὶ οἱ δυ­ό τους γε­λᾶ­νε, ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται δὲν εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι, εἶ­ναι μό­νοι, για­τὶ ἡ θεί­α τους ἐ­λά­χι­στα ἀ­σχο­λεῖ­ται μα­ζί τους, ὅ­λη μέ­ρα στὸ πλιν­θο­ποι­εῖ­ο νὰ φτιά­χνει τοῦ­βλα, καὶ ὁ πα­τέ­ρας, στὸ συν­δι­κά­το, νὰ πη­γαί­νει στὸ μέ­τω­πο μ’ ἕ­να φορ­τη­γά­κι ἐ­πει­δὴ ξέ­ρει νὰ ὁ­δη­γεῖ καὶ φέρ­νει φα­γώ­σι­μα ποὺ δὲν ἐ­παρ­κοῦν, κι ὅ­ταν πε­ρί­με­ναν τὸ τυ­ρὶ ποὺ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι θὰ ἔ­φερ­νε, ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο τυ­ρί, αὐ­τὸς ἔ­βα­λε στὸ τρα­πέ­ζι μό­νο τὸ χρυ­σὸ βρα­χι­ό­λι.

       Τί νὰ τὸ κά­νει αὐ­τὸ τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο τῶν ὅ­πλων καὶ τῶν ἐ­κρή­ξε­ων; Ἤ­θε­λε νὰ τὸ που­λή­σει, νὰ τὸ ἀν­ταλ­λά­ξει μὲ λε­φτά; Τό­τε ὅ­μως δὲν ὑ­πῆρ­χαν κομ­ψὲς γυ­ναῖ­κες ποὺ τὰ ἀ­γό­ρα­ζαν γιὰ νὰ τὰ φο­ρᾶ­νε σὲ χο­ροὺς ἢ σὲ θέ­α­τρα ποὺ ἄ­στρα­φταν ἀ­πὸ τὰ φῶ­τα καὶ τὰ ἐν­τυ­πω­σια­κὰ φο­ρέ­μα­τα. Τὸ κρα­τοῦ­σε στὸ χέ­ρι μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ μπῆ­κε ξαφ­νι­κά, χω­ρὶς νὰ χτυ­πή­σει τὴν πόρ­τα, καὶ φώ­να­ξε στὸν πα­τέ­ρα ὅ­τι δὲν τὸ ἤ­θε­λε, ὅ­τι δὲν τῆς ἄ­ρε­σε, ποῦ τὸ εἶ­χε βρεῖ, ἂν ἦ­ταν κά­ποι­ου νε­κροῦ, ὅ­τι τῆς προ­κα­λοῦ­σε φό­βο, καὶ τὸ πέ­τα­ξε πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι μπρο­στὰ στὸν πα­τέ­ρα ποὺ κα­θό­ταν μ’ ἕ­να πο­τή­ρι στὸ χέ­ρι καὶ τὸ βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο σ’ ἐ­κεί­νη ποὺ πρέ­πει νὰ ἦ­ταν ἡ Ρο­σά­ριο.

       Ἐ­κεῖ­νον τὸν και­ρό, σὲ τό­σο μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α, ὁ γιὸς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ξέ­ρει αὐ­τὸ ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα, στὰ δε­κα­πέν­τε, στὰ δε­κα­ε­φτά, ἔ­μα­θε, καὶ κρά­τη­σε στὴ σκέ­ψη του μὲ κά­θε ἀ­κρί­βεια ποι­ὰ ἦ­ταν ἡ γυ­ναί­κα, νέ­α ἀ­κό­μα, μι­κρὴ στὸ δέ­μας καὶ εὔ­σω­μη, μὲ μαῦ­ρα, μα­κριὰ μαλ­λιὰ ποὺ ἔ­πε­φταν πί­σω ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ πλαι­σι­ώ­νον­τας τὴν ὀρ­γι­σμέ­νη χει­ρο­νο­μί­α, φέρ­νον­τας ἀ­πὸ τὸν δρό­μο μιὰ ἀ­πει­λὴ πα­ρό­μοι­α μ’ ἐ­κεί­νη ποὺ εἶ­χε ἀ­να­κοι­νώ­σει ἀ­ό­ρι­στα ἡ θεί­α Πι­λάρ, ὅ­τι ἂν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν οἱ φραν­κι­στές, τὸν πα­τέ­ρα τὸν πε­ρί­με­ναν τέσ­σε­ρις σφαῖ­ρες.

       Μα­χαι­ριὰ στὴν καρ­διὰ ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ συ­νέ­βη μιὰ μέ­ρα ὅ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς φί­λους, κου­βεν­τι­ά­ζον­τας στὸ μπάρ, τοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι οἱ «κόκ­κι­νοι» ἔ­κλε­ψαν ὅ­λα τὰ κο­σμή­μα­τα τῆς μη­τέ­ρας του τὸ ’­36, κι ὅ­τι τὸ ἴ­διο εἶ­χε συμ­βεῖ σὲ πολ­λοὺς ἀν­θρώ­πους· ἡ ἀ­πάν­τη­σή του ἦ­ταν ἕ­να κρά­μα συμ­πά­θειας, σύγ­χυ­σης, ἀ­νη­συ­χί­ας ποὺ ὁ ἄλ­λος θὰ ἑρ­μή­νευ­ε ὡς ἀ­γα­νά­κτη­ση, ἀλ­λὰ ποὺ δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ τὸ τα­ρα­κού­νη­μα ἀ­πὸ τὴν αἰφ­νί­δια ἐμ­φά­νι­ση στὴ συ­νεί­δη­σή του, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δυ­να­τὸ φῶς, τοῦ φθαρ­μέ­νου μου­σα­μᾶ καὶ τοῦ βρα­χι­ο­λιοῦ ποὺ ἔ­λαμ­πε καὶ δι­α­κή­ρυτ­τε τὴν πο­λυ­τέ­λειά του μέ­σα στὸ κα­τα­θλι­πτι­κὸ καὶ ἄ­δει­ο φτω­χό­σπι­το, πα­γω­μέ­νο ἐ­κεῖ­νον τὸν χει­μώ­να, μὲ τὰ βρώ­μι­κα κλι­νά­ρια, μὲ τὴ γκα­ζι­έ­ρα ποὺ κα­νεὶς δὲν ἄ­να­βε. Ἐ­κεῖ εἶ­χε λάμ­ψει τὸ χρυ­σα­φι­κὸ σὰν τὴν προ­δο­σί­α ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ ἐ­ξω­ρα­ΐσει τὴ θλι­βε­ρὴ ἀ­σχή­μια, χω­ρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νει τί­πο­τα, ὥ­σπου στὸν κεν­τρι­κὸ τί­τλο μιᾶς ἐ­φη­με­ρί­δας δι­ά­βα­σε κά­ποι­ες λέ­ξεις τὸ νό­η­μα τῶν ὁ­ποί­ων κα­τά­λα­βε μό­νο ὅ­ταν εἶ­χε πε­ρά­σει ἡ τρο­με­ρὴ ἐ­πο­χή: «Οἱ Ἀ­τσί­δες τῆς Νύ­χτας», καὶ ὁ πα­τέ­ρας του εἶ­ναι πά­λι ὄρ­θιος, ἐ­ξορ­γι­σμέ­νος, τὸ στῆ­θος φου­σκω­μέ­νο ἀ­πὸ τὴ μα­ται­ο­φρο­σύ­νη, ὁ­λό­κλη­ρες μέ­ρες χω­ρὶς νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ στὸ σπί­τι, καὶ μα­κριά, ἕ­νας με­γά­λος κίν­δυ­νος ποὺ πλη­σί­α­ζε, ὁ πό­λε­μος νὰ πο­λι­ορ­κεῖ τὴν πε­ρη­φά­νια του, τὸ πι­στό­λι του, τὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ δύ­σκο­λου πε­πρω­μέ­νου του, τῆς ἄ­σκη­σης ἄ­θλι­ων ἐ­παγ­γελ­μά­των ποὺ μι­σοῦ­σε, συ­νη­θι­σμέ­νων κα­κου­χι­ῶν σὲ μιὰ συ­νοι­κί­α μὲ τρῶ­γλες καὶ στε­ρή­σεις.

       Κά­ποι­ος σύν­τρο­φος τὸν ρώ­τη­σε τί ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας του· ἐ­κεῖ­νος ἔ­δω­σε τὴν ἕ­τοι­μη ἀ­πάν­τη­ση, ὅ­τι δού­λευ­ε στὴν Κα­τα­λο­νί­α στὴν αὐ­το­κι­νη­το­βι­ο­μη­χα­νί­α, καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἔ­κα­νε τὴ χει­ρο­νο­μί­α κά­ποι­ου ποὺ δὲν δί­νει ση­μα­σί­α στὶς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς ἀ­να­μνή­σεις. Ὅ­μως δὲν ἦ­ταν ἀ­λή­θεια: τὰ λό­για, οἱ χει­ρο­νο­μί­ες, τὰ χτυ­πή­μα­τα καὶ οἱ φω­νές, ἡ βου­λι­μί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­τρω­γε, τὸ τσου­λού­φι στὸ μέ­τω­πο, ἴ­διο μὲ τσιγ­γά­νου, ὅ­λα ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ μό­λις πέ­ρα­σαν τὰ χρό­νια, καὶ γι’ αὐ­τὰ ἀ­να­ζη­τοῦ­σε μιὰ ἐ­ξή­γη­ση ποὺ θὰ τὸν πα­ρη­γο­ροῦ­σε.

       Ἡ γυ­ναί­κα ἐ­κεί­νη ἔ­φυ­γε βρον­τών­τας τὴν πόρ­τα μπρο­στὰ στὸ ἔκ­πλη­κτο πρό­σω­πο τοῦ πα­τέ­ρα ποὺ δὲν εἶ­χε κου­νη­θεῖ, ὅ­σο τὴν ἄ­κου­γε· πρό­σω­πο πιὸ τρα­χύ, πιὸ ἄ­καμ­πτο, ὅ­ταν κα­τέ­βα­σε τὰ μά­τια πρὸς τὸ κό­σμη­μα, ὕ­στε­ρα τοὺς κοί­τα­ξε ὅ­λους καὶ εἶ­δαν ὄ­χι μό­νο τὴ συγ­κρα­τη­μέ­νη ὀρ­γή, ἀλ­λὰ καὶ τὰ χεί­λη ποὺ σά­λευ­αν, σί­γου­ρα μι­λών­τας μό­να τους, ἀ­παν­τών­τας ὅ,τι δὲν μπό­ρε­σε νὰ πεῖ στὴν κο­πέ­λα: πρώ­τη φο­ρὰ δὲν βλα­στή­μη­σε, δὲν ἐ­ξα­πέ­λυ­σε τὸν χεί­μαρ­ρο τῶν συ­νη­θι­σμέ­νων βρι­σι­ῶν, πα­ρέ­μει­νε κα­θι­σμέ­νος καί, λὲς καὶ τὸ σῶ­μα του δε­χό­ταν ἕ­να με­γά­λο βά­ρος, ἔ­μει­νε καρ­φω­μέ­νος στὴν κα­ρέ­κλα καὶ ἦ­ταν δι­ά­χυ­τη ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κου­νη­θεῖ, ἀ­κί­νη­τος ἐ­κεῖ ἐ­ξαι­τί­ας μιᾶς ἀ­δυ­να­μί­ας τῆς θέ­λη­σής του: μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρόν­τη­μα τῆς πόρ­τας ξε­κί­νη­σε ἡ πο­ρεί­α τοῦ πα­τέ­ρα πρὸς τὸ τέ­λος του.

       Οἱ πε­ρί­πο­λοι ποὺ δι­ε­νερ­γοῦ­σαν ἐ­λέγ­χους μὲ πρό­σχη­μα τὴ σύλ­λη­ψη φα­σι­στῶν, ἔ­ψα­χναν κο­σμή­μα­τα καὶ τὰ κρα­τοῦ­σαν οἱ ἴ­διοι, ὅ­πως καὶ κά­ποι­ον ἄν­τρα τοῦ σπι­τιοῦ ποὺ τὸ πρω­ὶ τὸν ἔ­βρι­σκαν σ’ ἕ­να οἰ­κό­πε­δο στὰ προ­ά­στια, ξα­πλω­μέ­νο κα­τα­γῆς, μὲ τὰ μά­τια γουρ­λω­μέ­να καὶ ἀ­πο­βλα­κω­μέ­να, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει κα­τα­λά­βει τί συ­νέ­βαι­νε. Σχε­δὸν ἄν­τρες πιά, τὰ δυ­ὸ ἀ­δέρ­φια πῆ­γαν νὰ δοῦν τὴ Ρο­σά­ριο, ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη, γιὰ νὰ μι­λή­σουν γι’ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πό­λους· κοι­τά­χτη­καν χω­ρὶς νὰ ποῦν πολ­λά, κα­τα­λα­βαί­νον­τας κά­τι, θέ­λον­τας νὰ γαν­τζω­θοῦν ἀ­πὸ μιὰ δι­και­ο­λο­γί­α ποὺ νὰ ἦ­ταν βά­σι­μη, καὶ οἱ τρεῖς τους κοι­τά­ζον­ταν, συγ­κα­τέ­νευ­αν μὲ τὸ κε­φά­λι, καὶ τί­πο­τα δὲν δι­έ­ψευ­δε τὴν ὕ­παρ­ξη τῶν συμ­βάν­των, για­τί ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν νυ­χτε­ρι­νῶν ἐ­λέγ­χων ἦ­ταν γνω­στή, ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ἀ­νά­με­σα σὲ κα­τη­γό­ρι­ες καὶ βου­βὲς ἐ­ξη­γή­σεις ποὺ δὲν χρη­σί­μευ­αν σὲ τί­πο­τα: ὅ­σοι ἐ­νερ­γοῦ­σαν ἔ­τσι ἐ­πι­δί­ω­καν νὰ πά­ρουν μὲ σκο­τει­νὸ τρό­πο ἐκ­δί­κη­ση γιὰ ὁ­λό­κλη­ρες ἐ­πο­χὲς τα­πεί­νω­σης καὶ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν τὸ μί­σος τους τῶν ὑ­πο­ταγ­μέ­νων, νὰ ἀ­πο­κτή­σουν ὅ,τι εἶ­χαν τὰ ἀ­φεν­τι­κά. Τὰ χέ­ρια δὲν ἁ­πλώ­νον­ταν πρὸς τὰ δερ­μά­τι­να κου­τιὰ ὅ­που φυ­λάσ­σον­ται συ­νή­θως τὰ πλού­τη, ἁ­πλώ­νον­ταν πρὸς μιὰ ἀ­ό­ρι­στη ἐλ­πί­δα τοῦ νὰ τρῶς δύ­ο φο­ρὲς τὴ μέ­ρα, νὰ ἀ­γο­ρά­σεις ροῦ­χα καὶ νὰ τὰ ἐ­πι­δει­κνύ­εις, νὰ ἀ­πο­κτή­σεις τὸν ἀ­έ­ρα τοῦ πλου­σι­ό­παι­δου ποὺ κα­πνί­ζει ποῦ­ρο, νὰ φο­ρᾶς κα­λὰ καὶ ἀ­στρα­φτε­ρὰ πα­πού­τσια, ψευ­δαί­σθη­ση ποὺ δρα­πέ­τευ­ε, ἀ­νέ­φι­κτη ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α μὲ τὶς πρῶ­τες ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις. Ἴ­σως ὁ πα­τέ­ρας πί­στε­ψε ὅ­τι μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξαρ­γυ­ρώ­σει τὸ κό­σμη­μα σὲ εὐ­τυ­χί­α καὶ δὲν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὁ χρυ­σὸς εἶ­ναι κα­τα­ρα­μέ­νος λό­γῳ τῆς χρή­σης ποὺ κά­νουν ἡ μα­ται­ο­δο­ξί­α καὶ ἡ ἀ­πλη­στί­α.

       Ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ γιοῦ πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ μιὰ ὑ­πο­ψία, ἕ­ναν θά­να­το, πάν­τα ὅ,τι πρέ­πει νὰ μεί­νει κρυ­φὸ καὶ δὲν κα­τα­φέρ­νει πο­τὲ νὰ ξε­θω­ριά­σει ἐ­πι­μέ­νει σ’ ἕ­ναν ψυ­χα­ναγ­κα­στι­κὸ κύ­κλο, σ’ ἕ­ναν κρί­κο ἀ­πὸ χρυ­σὸ μὲ τὸν ἐ­πί­μο­νο, ἐ­σώ­τε­ρο πό­νο του, συγ­κε­χυ­μέ­νη βε­βαι­ό­τη­τα ποὺ δυ­σκο­λεύ­ε­ται νὰ τὴν ἀ­πο­δε­χτεῖ, ὅ­τι στὴν πε­ρί­πο­λο «Οἱ Ἀ­τσί­δες τῆς Νύ­χτας» ὁ πα­τέ­ρας ὑ­πῆρ­ξε δο­λο­φό­νος.

 

 

Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο διηγημάτων Capital de la gloria (ἐκδόσεις Alfaguara, 2003).

 

Χου­ὰν Ἐ­δουά­ρδο Θού­νι­γα (J­u­an E­d­u­a­r­do Z­ú­ñ­i­ga). (Μα­δρί­τη, 1929). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ σλα­βι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του ξε­χω­ρί­ζει μιὰ βι­ο­γρα­φί­α τοῦ Τουρ­γκέ­νι­εφ με τί­τλο L­os im­po­si­bl­es a­fe­ct­os de I­van Tur­gue­ni­ev καὶ ἡ τρι­λο­γί­α δι­η­γη­μά­των La­rgo no­vi­e­m­bre de Ma­d­rid, La tier­ra se­rá un pa­ra­í­so & Ca­pi­tal de la glo­ria. Μὲ τὸ Ca­pi­tal de la glo­ria κέρ­δι­σε τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῶν καὶ τὸ Βρα­βεῖ­ο S­a­l­a­m­bó. Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ ἐ­δῶ.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Τά­σος Ψάρ­ρης (Ἀ­θή­να, 1975). Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Πει­ραι­ᾶ καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ Κέν­τρο Με­τά­φρα­σης, ὅ­που πα­ρα­κο­λού­θη­σε καὶ μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Τὸ 2004 συμ­με­τεῖ­χε καὶ βρα­βεύ­τη­κε στὴν Ὀ­λυμ­πιά­δα Γραμ­μά­των. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἄρ­θρα του σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς με­τα­φρα­στής.

 

Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga): Παράθυρα τῶν τελευταίων στιγμῶν

 

 

Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga)

 

Παράθυρα τῶν τελευταίων στιγμῶν

(Ventanas de los últimos instantes)

 

Υ­Ο ΑΝ­ΤΡΕΣ ΠΥ­ΡΟ­ΒΟ­ΛΟΥΝ ἀ­πὸ μιὰ γω­νί­α μὲ τοί­χους καὶ μπά­ζα. Ἀ­ό­ρα­τα θραύ­σμα­τα βλη­μά­των αἰ­ω­ροῦν­ται γύ­ρω τους· τοὺς κυ­κλώ­νει μιὰ δί­νη ἀ­πὸ σφαῖ­ρες ποὺ ἀ­να­πη­δοῦν, ἀ­πὸ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στους θο­ρύ­βους, ἀ­πὸ χι­ό­νι καὶ βρο­χή, ἀ­πὸ βρον­τὲς ἀν­τι­αρ­μα­τι­κῶν. Πό­τε-πό­τε ἕ­να ἀ­πει­λη­τι­κὸ τρί­ξι­μο, καὶ κομ­μά­τια με­σο­τοι­χί­ας κα­ταρ­ρέ­ουν κον­τά τους: μιὰ κόκ­κι­νη σκό­νη ἀ­πὸ σπα­σμέ­να τοῦ­βλα ση­κώ­νε­ται σὰν μα­τω­μέ­νη γά­ζα. Τὴ νύ­χτα καὶ ὅ­λο το πρω­ὶ ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ται τὴ θέ­ση, ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ τε­τρά­γω­νο γῆς κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους, ἕ­να ἔ­δα­φος βρω­μι­σμέ­νο ἀ­πὸ νε­ρὸ καὶ οὖ­ρα, χαρ­τιὰ καὶ ὑ­πο­λείμ­μα­τα τρο­φῆς.

       Με­τὰ ἀ­πὸ τὸν δεύ­τε­ρο βομ­βαρ­δι­σμὸ ἀ­κο­λου­θοῦν με­ρι­κὰ λε­πτὰ ἠ­ρε­μί­ας. Κοι­τά­ζον­ται.

       «Ἐ­πα­νά­λα­βέ μου αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πε. Πές το μου ἐ­σύ.»

       «Για­τί θὲς νὰ τὸ ἀ­κού­σεις; Δὲν τὸ ξέ­ρεις;»

       «… εἶ­ναι λὲς κι ἔ­χουν πε­ρά­σει αἰ­ῶ­νες ἀ­πὸ τό­τε ποὺ τὸ ἄ­κου­σα. Δὲν θυ­μᾶ­μαι κα­λά.»

       «Τὸ θυ­μᾶ­σαι ὅ­σο κα­λὰ τὸ θυ­μᾶ­μαι κι ἐ­γώ, για­τὶ δὲν ἔ­χεις σκε­φτεῖ τί­πο­τε ἄλ­λο.»

       «Εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ σκε­φτό­μουν κά­τι τέ­τοι­ο, ἐ­νῶ μᾶς γυ­ρό­φερ­νε ὁ θά­να­τος;»

       «Ναί, δὲν ὑ­πάρ­χει λό­γος νὰ λὲς ψέ­μα­τα, ὅ­πως κι ἐ­γώ: καὶ οἱ δύ­ο δὲν σκε­φτό­μα­στε τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ τό­τε ποὺ αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος μᾶς με­τέ­δω­σε τὸ δη­λη­τή­ριό του.»

       «Τὸ εἶ­πε, ναί. Τώ­ρα πιὰ δὲν θὰ τὸ ξα­να­πεῖ» – καὶ κά­νει μιὰ χει­ρο­νο­μί­α πρὸς τὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ σώ­μα­τα ποὺ τὸ πρό­σω­πό τους ἔ­χει συν­θλι­βεῖ στὸν δι­ά­τρη­το τοῖ­χο.

       «Δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α. Θὰ τὸ συ­ζη­τή­σου­με οἱ δυ­ό μας καὶ δὲν θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ τὸ βγά­λου­με ἀ­π’ τὸ μυα­λό μας. Για­τὶ κι ἐ­γώ…»

       «Εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο σὲ μιὰ ἄ­δεια συ­νοι­κί­α, ἐν­τε­λῶς ἐκ­κε­νω­μέ­νη, χω­ρὶς νε­ρό, χω­ρὶς φῶς.»

       «Πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὄ­νει­ρο, ψέ­μα: ἐ­γὼ προ­τι­μά­ω νὰ πι­στεύ­ω κά­τι τέ­τοι­ο.»

       «Ἦ­ταν ξε­κά­θα­ρος.»

       Βά­ζει στὸ στό­μα ἕ­να κομ­μά­τι χι­ό­νι καὶ τὸ μα­σου­λά­ει.

       «Ὑ­πάρ­χουν ξε­κά­θα­ρα ὄ­νει­ρα.»

       «Αὐ­τοὺς τοὺς μῆ­νες τὰ πάν­τα εἶ­ναι πι­θα­νὰ ἐ­δῶ· μοι­ά­ζου­με μὲ τρε­λούς.»

       Ἀ­κού­γον­ται πά­λι πυ­ρο­βο­λι­σμοὶ ἀ­πέ­ναν­τί τους καὶ ξα­νὰ ὅ­λος ὁ ὀ­ρυ­μα­γδὸς μιᾶς ἐ­πί­θε­σης τοὺς συγ­κλο­νί­ζει καὶ τὸ ἔ­δα­φος σεί­ε­ται. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς νο­μί­ζουν πὼς εἶ­ναι μό­νοι καὶ φω­νά­ζουν ἀ­πὸ φό­βο καὶ ὀρ­γὴ καὶ ἄλ­λες ἀ­κοῦ­νε τρε­ξί­μα­τα ἐ­κεῖ κον­τὰ καὶ τὴν ἐ­σπευ­σμέ­νη ἀ­πο­χώ­ρη­ση ἑ­νὸς πα­ρα­κεί­με­νου πο­λυ­βό­λου. Δί­πλα τους, συρ­ρι­κνω­μέ­να σὰν πα­λι­ό­ρου­χα, ὑ­πάρ­χουν ἀ­κί­νη­τα σώ­μα­τα. Πά­νω τους γέρ­νουν οἱ δυ­ὸ στρα­τι­ῶ­τες καὶ δὲν στα­μα­τᾶ­νε νὰ παίρ­νουν ἀ­πὸ τὶς φυ­σιγ­γι­ο­θῆ­κες τους τὰ πυ­ρο­μα­χι­κὰ ποὺ τοὺς λεί­πουν. Βγά­ζουν τὰ του­φέ­κια ἀ­πὸ τὶς πο­λε­μί­στρες καὶ στο­χεύ­ουν βι­α­στι­κὰ τὰ δα­σύλ­λια τοῦ Δυ­τι­κοῦ Πάρ­κου καὶ τὸ ἔ­δα­φος ὅ­που οἱ κα­νο­νι­ο­βο­λι­σμοὶ κά­νουν κομ­μά­τια σκού­ρου χώ­μα­τος νὰ πε­τά­γον­ται.

       Τὸ σού­ρου­πο ἀ­το­νεῖ ἡ ἐ­πί­θε­ση καὶ ἐ­πι­κρα­τεῖ λί­γη ἡ­συ­χί­α. Οἱ δύ­ο ἄν­τρες ἐ­πί­σης ἠ­ρε­μοῦν, βή­χουν, κά­νουν χει­ρο­νο­μί­ες ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λον, χα­ϊ­δεύ­ουν μὲ τὰ χέ­ρια τὰ ἀ­ξύ­ρι­στα μά­γου­λα, ξύ­νον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸ κρά­νος.

       «Θὰ πρέ­πει νὰ μεί­νου­με κι ἄλ­λη νύ­χτα;»

       Ἀ­κού­γε­ται κον­τὰ μιὰ σφυ­ρί­χτρα. Στὴ θέ­ση μπαί­νουν τρεῖς στρα­τι­ῶ­τες καὶ αὐ­τοὶ ὀ­πι­σθο­χω­ροῦν καὶ ἑ­νώ­νον­ται μὲ μιὰ ὁ­μά­δα τῆς ἴ­διας τα­ξι­αρ­χί­ας. Στὸ ἡ­μί­φως με­τὰ βί­ας φαί­νον­ται τὰ πρό­σω­πα, δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται. Βή­χουν, κλεί­νουν τὶς χλαῖ­νες καὶ τὰ κα­σκὸλ στὸν λαι­μό, ἀ­νά­βουν τσι­γά­ρο. Ἕ­νας ἀ­ξι­ω­μα­τι­κὸς μὲ τὸ κε­φά­λι ἐ­πι­δε­μέ­νο θέ­λει νὰ τοὺς μι­λή­σει, τραυ­λί­ζει λό­για ποὺ κα­νεὶς δὲν κα­τα­λα­βαί­νει.

       «Θὰ κά­νει φο­βε­ρὸ κρύ­ο τὴ νύ­χτα» – ἀ­να­φω­νοῦν. Ἡ ὁ­μά­δα φαί­νε­ται ἕ­τοι­μη νὰ φύ­γει· πλη­σιά­ζουν ἕ­να ἄ­νοιγ­μα σ’ ἕ­ναν τοῖ­χο, κοι­τά­ζουν ἀ­πὸ μέ­σα, χώ­νον­ται στὸ σκο­τά­δι του πε­ρι­μέ­νον­τας κά­τι ποὺ θὰ τοὺς ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­θε­τη πλευ­ρὰ τῆς μά­χης. Οἱ δυ­ὸ στρα­τι­ῶ­τες ἔ­χουν μεί­νει τε­λευ­ταῖ­οι καὶ δι­α­σταυ­ρώ­νουν τὰ βλέμ­μα­τά τους. Ὁ πιὸ νέ­ος βά­ζει τὸ χέ­ρι του στὰ μά­τια.

       «Πο­νά­ει τὸ κε­φά­λι μου, νοι­ώ­θω σὰν νὰ ἔ­χω ἕ­να καρ­φὶ στὸ κού­τε­λο, παρ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὅ­μως.­.. θὰ πή­γαι­να στὸ κόκ­κι­νο σπί­τι» – καὶ λέ­γον­τας αὐ­τό, κά­νει μιὰ γκρι­μά­τσα μὲ τὰ χεί­λη σὰν χα­μό­γε­λο. Ὁ ἄλ­λος μοιά­ζει νὰ σκέ­φτε­ται καρ­φω­μέ­νος στὸ ἔ­δα­φος.

       «Ναί, κι ἐ­γώ. Μό­νο αὐ­τὸ θὰ μᾶς ἀ­πο­ζη­μί­ω­νε γιὰ τού­τη τὴ φρί­κη ποὺ ζοῦ­με τώ­ρα, γιὰ τού­τη τὴν κού­ρα­ση, ἂν εἶ­ναι ἀ­λή­θεια αὐ­τὸ ποὺ μᾶς εἶ­πε.»

       Ἀ­κοῦ­νε θό­ρυ­βο ἀ­πὸ κα­τσα­ρό­λες ποὺ φέρ­νουν δύ­ο σι­τι­στές. Ὅ­λοι στρι­μώ­χνον­ται, ἀ­κουμ­πᾶ­νε τὰ του­φέ­κια στοὺς τοί­χους, τεί­νουν τὰ πο­τή­ρια πρὸς μιὰ ντα­μι­τζά­να ποὺ μοι­ρά­ζει κρα­σί, βου­βοί, τρέ­μον­τας μὴν ξυ­πνή­σουν μὲ τὶς φω­νές τους τοὺς κιν­δύ­νους ποὺ τώ­ρα ἔ­χουν πνι­γεῖ. Πε­ρι­μέ­νουν ἀ­κί­νη­τοι τὸ συσ­σί­τιο.

       «Τὸ ἔ­λε­γε μὲ με­γά­λη σι­γου­ριά, φαι­νό­ταν πε­πει­σμέ­νος.»

       «Ἀ­κό­μα κι ἂν εἶ­ναι ὄ­νει­ρο, μοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ τὸ πι­στεύ­ω. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ πεῖ ψέ­μα­τα ἕ­νας ἄν­θρω­πος λί­γο πρὶν πε­θά­νει;»

       «Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ εἴ­μα­στε τώ­ρα κι ἐ­μεῖς σὰν κι αὐ­τόν, κι ὅ­μως ζοῦ­με. Θὰ πᾶ­με στὸ κόκ­κι­νο σπί­τι καὶ θὰ ψά­ξου­με.»

       «Ἐ­γὼ μπο­ρῶ νὰ πά­ω τώ­ρα, ἐ­σὺ πή­γαι­νε με­τά. Ἂν δὲν τὴν βρῶ, θὰ σ’ τὸ πῶ.»

       «Καὶ για­τί νὰ πᾶς ἐ­σύ;»

       «Για­τί ἐ­γώ.­.. ἔ­χω ἀ­νάγ­κη νὰ ἀγ­γί­ξω τὸ δέρ­μα της καὶ νὰ τὴ φι­λή­σω, εἶ­ναι πο­λὺ ὄ­μορ­φη, τὸ εἶ­πε καὶ τὸν πι­στεύ­ω.»

       «Κι ἐ­γώ; Σὲ μέ­να τὸ εἶ­πε, σὲ μέ­να μι­λοῦ­σε, ἤ­μα­σταν κον­τὰ καὶ ἔ­βλε­πε ὅ­τι τὸν ἄ­κου­γα καὶ τὸν πί­στευ­α.»

       «Μι­λοῦ­σε σὲ ὅ­λους, δὲν ἀ­πευ­θύν­θη­κε σὲ κά­ποι­ον ξε­χω­ρι­στά, ἤ­θε­λε νὰ τὸ ξέ­ρου­με μή­πως μᾶς προ­σφέ­ρει μιὰ νό­τα αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας, κι ὅ­ταν ὅ­λο αὐ­τὸ θὰ τε­λεί­ω­νε, νὰ βρι­σκό­μα­σταν μα­ζί της καὶ νὰ δι­α­πι­στώ­να­με πῶς εἶ­ναι μιὰ γυ­ναί­κα.»

       Κά­ποι­ος τοὺς φω­νά­ζει νὰ πλη­σιά­σουν στὴν ὁ­μά­δα καὶ νὰ βά­λουν τὰ πιά­τα γιὰ νὰ τοὺς ρί­ξουν ζε­στὸ συσ­σί­τιο. Σι­ω­πη­λοί, χω­ρὶς νὰ κοι­τά­ζον­ται, πε­ρι­μέ­νουν τὴ σει­ρά τους καὶ ἔ­πει­τα χω­ρί­ζον­ται καὶ τὸ τρῶ­νε ρου­φη­χτά.

       «Πά­ω, δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω ἄλ­λο· θὰ εἴ­μα­στε ἐ­δῶ ὅ­λη νύ­χτα, ἔ­χου­με πο­λὺ χρό­νο.»

       «Μὴν πᾶς, θέ­λω νὰ πά­ω ἐ­γὼ πρῶ­τος, ἄ­σε ἐ­μέ­να.»

       «Πε­ρί­με­νε, θὰ δῶ ἐ­γὼ ἂν εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ξέ­ρω τὴν πε­ρι­ο­χή, δὲν θὰ ἀρ­γή­σω κα­θό­λου νὰ γυ­ρί­σω.»

       «Αὐ­τὸς ποὺ θὰ πά­ει εἶ­μαι ἐ­γώ, ἐ­σὺ θὰ πε­ρι­μέ­νεις, ἐ­γὼ θὰ πά­ω πρῶ­τος.»

       «Γιὰ ποι­ὸν λό­γο; Τί ἔ­χεις ἐ­σὺ πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ μέ­να; Τὰ ἴ­δια σκα­τὰ εἴ­μα­στε, ὁ ἕ­νας ἀν­τί­γρα­φο τοῦ ἄλ­λου, αὔ­ριο με­θαύ­ριο θὰ μᾶς ἔ­χουν ξε­πα­στρέ­ψει, δὲν πρό­κει­ται νὰ τὴ βγά­λου­με κα­θα­ρή.»

       Ἐν­τεί­νον­ται οἱ πυ­ρο­βο­λι­σμοί, φαί­νον­ται ἐ­κρή­ξεις πο­λὺ κον­τὰ καὶ στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­που βρί­σκον­ται φτά­νει μιὰ ἀ­νη­συ­χη­τι­κὴ βρο­χὴ ποὺ χτυ­πά­ει τοὺς τοί­χους καὶ ξε­ρι­ζώ­νει κομ­μά­τια σο­βά. Οἱ ἄν­τρες συγ­κεν­τρώ­νον­ται στὸ βά­θος τοῦ ὀ­χυ­ρώ­μα­τος.

       «Ἐν­τά­ξει, θὰ τὸ παί­ξου­με κο­ρώ­να-γράμ­μα­τα» —βγά­ζει ἕ­να νό­μι­σμα, τὸ βά­ζει στὴν πα­λά­μη τοῦ χε­ριοῦ του— «Δι­α­λέ­γω γράμ­μα­τα».

       «Ἐ­γὼ κο­ρώ­να.»

       Τὸ νό­μι­σμα ὑ­ψώ­νε­ται στὸν ἀ­έ­ρα καὶ πέ­φτει στὸ ἔ­δα­φος. Οἱ δυ­ό τους γο­να­τί­ζουν καὶ τὸ φω­τί­ζουν μὲ τὴν φλό­γα ἑ­νὸς ἀ­να­πτή­ρα.

       «Κο­ρώ­να! Πη­γαί­νω ἀ­μέ­σως, πε­ρί­με­νέ με ἐ­δῶ.»

       Θὰ ἔ­βγαι­νε στὸν δρό­μο ποὺ εἶ­χε κλεί­σει ἀ­πὸ σω­ροὺς ἐ­ρει­πί­ων, ἀ­πὸ τὴν ἀ­δι­ά­κο­πη πτώ­ση τῶν μι­κρο­σκο­πι­κῶν νι­φά­δων. Θὰ ἀμ­φι­τα­λαν­τευ­ό­ταν μιὰ στιγ­μή, κοι­τά­ζον­τας ἀ­πὸ δῶ κι ἀ­πὸ κεῖ, θὰ πά­τα­γε στὸ χι­ό­νι ποὺ ἔ­τρι­ζε, θὰ ἀ­φουγ­κρα­ζό­ταν μὲ προ­σο­χή. Δὲν ἀ­κου­γό­ταν οὔ­τε ἕ­νας πυ­ρο­βο­λι­σμός, οὔ­τε μιὰ φω­νή, οὔ­τε ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το.­.. Ὁ στρα­τι­ώ­της θὰ προ­χω­ροῦ­σε σὲ ἔ­ρη­μους δρό­μους, κολ­λη­μέ­νος στὸν τοῖ­χο, ἀ­πο­φεύ­γον­τας με­γά­λες τρύ­πες στὸ ἔ­δα­φος. Σὲ μιὰ δι­α­σταύ­ρω­ση θὰ ἔ­στρε­φε τὸ βλέμ­μα του πρὸς τὰ ἀ­ρι­στε­ρά: ἡ δι­ά­τρη­τη ἐ­πι­φά­νεια μιᾶς ἀ­πέ­ραν­της πρό­σο­ψης θὰ τὸν ἔ­κα­νε νὰ στα­μα­τή­σει, νὰ ση­κώ­σει τὰ μά­τια μέ­χρι τοὺς τε­λευ­ταί­ους ὀ­ρό­φους: ἕ­να πε­λώ­ριο πλέγ­μα ἀ­πὸ μαῦ­ρα πα­ρά­θυ­ρα, ἐ­κτει­νό­με­νο πρὸς κά­θε κα­τεύ­θυν­ση, νὰ τὸν ζα­λί­ζει μὲ τὴν ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α του. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ θὰ πα­ρα­τη­ροῦ­σε ὅ­τι μπαλ­κο­νό­πορ­τες καὶ πα­ρά­θυ­ρα ἦ­ταν ἀ­νοι­χτά, εὐ­θυ­γραμ­μι­σμέ­να, δι­α­θέ­σι­μα γιὰ μιὰ ἀ­κα­τα­νό­η­τη ψευ­δαί­σθη­ση ποὺ θὰ με­γά­λω­νε τὴ μο­να­ξιὰ τῆς ἀ­κα­τοί­κη­της συ­νοι­κί­ας: θὰ ξε­πρό­βαλ­λε τὸ χέ­ρι ἢ τὸ κε­φά­λι κά­ποι­ου ποὺ εἶ­χε σκύ­ψει γιὰ νὰ τὸν δεῖ νὰ περ­πα­τά­ει στὸ χι­ό­νι.

       Πα­τών­τας μὲ προ­φύ­λα­ξη, θὰ συ­νέ­χι­ζε μέ­χρι τὸ ἀρ­χον­τι­κὸ καὶ δί­πλα του τὸ κόκ­κι­νο σπί­τι, τό­σο ψη­λὸ ποὺ βυ­θι­ζό­ταν στὴν ὁ­μί­χλη. Φτά­νον­τας μπρο­στά του, θὰ ἀν­τά­μω­νε μὲ τὸν σκο­τει­νὸ προ­θά­λα­μο καὶ θὰ τὸν ἐ­πί­α­νε φό­βος. Προ­σε­κτι­κά, μὲ τὰ χέ­ρια ἁ­πλω­μέ­να καὶ τσι­τω­μέ­να, ὅ­πως ἕ­νας ὑ­πνο­βά­της ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ περ­πα­τά­ει κα­τα­με­σῆς τοῦ ὕ­πνου, θὰ ἔμ­παι­νε, θὰ κα­τέ­βαι­νε με­ρι­κὰ σκα­λιὰ ψη­λα­φών­τας τὸν τοῖ­χο. Θὰ ἔ­ρι­χνε τὸ κε­φά­λι πί­σω καὶ θὰ φώ­να­ζε μὲ δύ­να­μη: «Ποῦ εἶ­σαι;»

       Ἡ φω­νὴ θὰ χα­νό­ταν στὰ τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα καὶ θὰ ἔ­φτα­νε μα­κριά, ὅ­μως δὲν θὰ ἀ­παν­τοῦ­σε κα­νείς. Κι ἄλ­λες φω­νὲς θὰ εἶ­χαν δι­α­πε­ρά­σει ἐ­κεῖ­νο τὸ σπί­τι καὶ θὰ εἶ­χαν λά­βει τὶς ἀ­παν­τή­σεις τους μέ­σα ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα τῆς σκά­λας ἢ πί­σω ἀ­πὸ κλει­στὲς πόρ­τες, τώ­ρα ὅ­μως ὁ στρα­τι­ώ­της δὲν θὰ ἄ­κου­γε οὔ­τε μί­α μα­κρι­νὴ φω­νὴ οὔ­τε ἕ­ναν ψί­θυ­ρο κον­τά του. Ἀ­πό­λυ­τη σι­ω­πή.

       Θὰ ἔ­κα­νε με­ρι­κὰ βή­μα­τα, θὰ ἔ­στρι­βε δε­ξιὰ καὶ θὰ κα­τέ­λη­γε σὲ μιὰ με­σαυ­λὴ πιὸ σκο­τει­νὴ ἀ­κό­μα κι ἀ­πὸ τὸν δρό­μο, ὅ­που ἡ ὑ­γρα­σί­α, τὰ σκου­πί­δια, τὰ σά­πια ἀ­πο­μει­νά­ρια, ἐ­πέ­σπευ­δαν τὴ νύ­χτα. «Ποῦ εἶ­σαι;» θὰ ξα­να­φώ­να­ζε.

       Στὸ βά­θος θὰ ἔ­βλε­πε ἕ­να ἀ­δι­ό­ρα­το ση­μεῖ­ο φω­τὸς στὸ ὕ­ψος τοῦ ἐ­δά­φους. Θὰ πλη­σί­α­ζε ἐ­κεῖ ἀρ­γά, θὰ ἔ­σκυ­βε καὶ θὰ κοί­τα­ζε μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρα­θυ­ρά­κι. Γο­να­τι­σμέ­νος ἐ­κεῖ θὰ στα­μα­τοῦ­σε νὰ ἀ­να­πνέ­ει γιὰ ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα· τὸ φῶς προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ ἕ­να κε­ρὶ το­πο­θε­τη­μέ­νο πά­νω σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι. Δί­πλα του κα­θό­ταν μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη γυ­ναί­κα ποὺ ἔ­γερ­νε ἐ­πι­κεν­τρω­μέ­νη στὴ δου­λειά της, τὴν ὁ­ποί­α τὰ χέ­ρια, μι­κρὰ καὶ ἀ­δύ­να­τα, δι­εκ­πε­ραί­ω­ναν μὲ σβελ­τά­δα. Θὰ ἔ­βλε­πε τὸ σχε­δὸν ἄ­σπρο κε­φά­λι της καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση προ­σή­λω­σης, τὰ χα­μη­λω­μέ­να μά­τια ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζον­ταν ἀ­πὸ ρυ­τί­δες καὶ σκι­ὲς τὶς ὁ­ποῖ­ες ἔ­ρι­χνε τὸ κε­ρὶ πά­νω στὴν γε­ρόν­τισ­σα ποὺ ἔ­ρα­βε ἀ­μί­λη­τη.

       «Ἔι, μά­να» —θὰ ἔ­λε­γε μὲ βε­βι­α­σμέ­νη φω­νή, τεν­τω­μέ­νος καὶ βυ­θι­σμέ­νος σὲ μιὰ ἀ­τέρ­μο­νη ἀ­γω­νί­α—. «Ἐ­γὼ εἶ­μαι» – καὶ μὲ τὰ δά­χτυ­λα ξυ­λια­σμέ­να θὰ τυμ­πά­νι­ζε τὰ τζά­μια τοῦ πα­ρά­θυ­ρου, ὅ­μως σὲ αὐ­τὸ τὸ κά­λε­σμα ἡ μη­τέ­ρα δὲν θὰ ἀ­παν­τοῦ­σε οὔ­τε θὰ ἔ­παιρ­νε εἴ­δη­ση καὶ ὅ­λη της ἡ προ­σο­χὴ θὰ ἀ­φι­ε­ρω­νό­ταν στὴν κί­νη­ση τῆς βε­λό­νας. «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ; Δὲν μ’ ἀ­κοῦς;» Θὰ νό­μι­ζε ὅ­τι μι­λοῦ­σε, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον δὲν θὰ ἔ­φτα­νε κὰν στὸ ση­μεῖ­ο νὰ προ­φέ­ρει αὐ­τὰ τὰ λό­για καὶ θὰ ἔ­νι­ω­θε νὰ τὸν δι­α­περ­νά­ει ὑ­γρὸς ἀ­έ­ρας καὶ μο­να­ξιά. Θὰ ἔ­κλει­νε τὰ μά­τια, θὰ ση­κω­νό­ταν καὶ θὰ σκε­φτό­ταν νὰ ψά­ξει γιὰ τὴν πόρ­τα ἐ­κεί­νου τοῦ δω­μα­τί­ου, ἀ­μέ­σως ὅ­μως θὰ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­σε ὅ­τι ἦ­ταν μά­ται­ο, ὅ­τι δὲν θὰ κα­τά­φερ­νε πο­τὲ πιὰ νὰ ξα­να­μι­λή­σει μὲ τὴ μά­να του, οὔ­τε ἐ­κεῖ οὔ­τε που­θε­νὰ ἀλ­λοῦ, καὶ θὰ ἄγ­γι­ζε τὸν τοῖ­χο σὰν νὰ ἦ­ταν τὸ μο­να­δι­κό του στή­ριγ­μα. Θὰ ἔ­κα­νε με­ρι­κὰ βή­μα­τα καὶ θὰ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν μιὰ ἄλ­λη μι­κρὴ λάμ­ψη, καὶ θὰ γο­νά­τι­ζε καὶ θὰ κοί­τα­ζε ξα­νὰ μὲ λα­χτά­ρα: δύ­ο γυ­ναῖ­κες, ἡ μί­α ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἄλ­λη, κου­βέν­τια­ζαν καὶ χει­ρο­νο­μοῦ­σαν σὲ μιὰ συ­ζή­τη­ση ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­κού­σει. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ θὰ κα­θό­ταν ἐ­κεῖ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρη ὥ­ρα, προ­σπα­θών­τας νὰ κα­τα­λά­βει κά­τι, νὰ συλ­λά­βει τὸν δι­ά­λο­γο τῶν δύ­ο ξα­δελ­φῶν του, τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­γνώ­ρι­ζε κα­θα­ρά, ὅ­πως τὶς εἶ­δε τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρά, ἀλ­λὰ στ’ αὐ­τιά του δὲν θὰ ἔ­φτα­νε κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς φω­νές τους, τὸ τζά­μι τοῦ πα­ρά­θυ­ρου ἔ­μοια­ζε μὲ τυ­φλὸ τοῖ­χο. Ναί, ἐ­κεῖ θὰ ξε­χνοῦ­σε τὶς σφαῖ­ρες ποὺ χό­ρευ­αν πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι του σὰν νὰ ἦ­ταν κά­τι ποὺ εἶ­χε συμ­βεῖ πολ­λὰ χρό­νια πρίν, καὶ γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα θὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν αὐ­θόρ­μη­τη κου­βέν­τα τῶν δυ­ὸ γυ­ναι­κῶν ποὺ κά­θον­ταν κα­τα­πρό­σω­πο. Μό­νο το νε­ρὸ μιᾶς ὑ­δρορ­ρο­ῆς ἔ­στα­ζε σὲ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο τῆς με­σαυ­λῆς.

       «Κα­σίλ­ντα, Κα­σίλ­ντα!» θὰ φώ­να­ζε ἀ­κού­γον­τας τὴν ἴ­δια του τὴ φω­νὴ σ’ ἐ­κεί­νη τὴ με­σαυ­λὴ τοῦ θα­νά­του, πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­νώ­φε­λο νὰ φω­νά­ζει αὐ­τοὺς ποὺ δὲν εἶ­χαν κα­νέ­να ὄ­νο­μα.

       Θὰ κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει τὴν ἄλ­λη γυ­ναί­κα, αὐ­τὴν γιὰ τὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε ἔρ­θει, μιὰ γυ­ναί­κα ὄ­μορ­φη, εὔ­σω­μη, καὶ μὲ κό­πο θὰ ἔ­ρι­χνε μιὰ μα­τιὰ τρι­γύ­ρω καὶ θὰ πλη­σί­α­ζε σ’ ἕ­να ἄλ­λο πα­ρα­θυ­ρά­κι ἑρ­μη­τι­κὰ κλει­στὸ καὶ κα­τό­πιν σὲ ἄλ­λο καὶ σὲ ἄλ­λο, καὶ στὸ τρί­το θὰ ὑ­πῆρ­χε μιὰ φω­τι­σμέ­νη σχι­σμὴ καὶ ἀ­πὸ μέ­σα της θὰ ἀ­να­κά­λυ­πτε τὴ μορ­φὴ μιᾶς νέ­ας γυ­ναί­κας ποὺ χτέ­νι­ζε μὲ ζῆ­λο τὶς μα­κρι­ές της μποῦ­κλες ποὺ ἔ­πε­φταν στοὺς ὤ­μους της. Μιὰ χτέ­να γλι­στροῦ­σε ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ κα­τὰ μῆ­κος ἐ­κεί­νων τῶν σκού­ρων μαλ­λι­ῶν, καὶ τὸ λευ­κὸ χέ­ρι, τὸ μο­να­δι­κὸ ποὺ δι­α­κρι­νό­ταν στὸ ἡ­μί­φως, ἀ­νε­βο­κα­τέ­βαι­νε ἀ­κού­ρα­στα κά­νον­τας αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χε δεῖ νὰ κά­νει ἐ­πὶ μέ­ρες ἡ ἀ­δερ­φή του, ἀ­πὸ παι­δί, μὲ κι­νή­σεις ποὺ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ταν ἀ­μέ­τρη­τες φο­ρές.

       Θὰ κοί­τα­ζε ἐ­κεῖ­νο τὸ δυσ­δι­ά­κρι­το πρό­σω­πο καὶ θὰ ἤ­θε­λε νὰ μά­θει για­τί ἡ ἀ­δερ­φή του ἦ­ταν ἐ­κεῖ, τί δου­λειὰ εἶ­χε μπρο­στά του, τί ἤ­θε­λε νὰ τοῦ πεῖ, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα δὲν θὰ ξε­κα­θα­ρι­ζό­ταν τί­πο­τα. Θὰ ἀ­πέ­στρε­φε τὸ βλέμ­μα, πρῶ­τα πρὸς τὸ σκο­τά­δι τοῦ δω­μα­τί­ου, ἔ­πει­τα πρὸς τὸ πλαί­σιο τοῦ πα­ρά­θυ­ρου, στὸν τοῖ­χο, στὸ ἔ­δα­φος μὲ τὸ βρώ­μι­κο χι­ό­νι, καὶ θὰ ἀ­πο­φά­σι­ζε νὰ γυ­ρί­σει στὸν δρό­μο. Ὅ­μως μὲ πά­σα βε­βαι­ό­τη­τα θὰ τοῦ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ θυ­μη­θεῖ τὴ δι­α­δρο­μή.

       Ὁ στρα­τι­ώ­της ποὺ ἔ­χει ἀ­κό­μα στὸ χέ­ρι του τὸ νό­μι­σμα, ψι­θυ­ρί­ζει:

       «Δὲν ἤ­θε­λες νὰ πᾶς; Τώ­ρα ἔ­χεις τὴν εὐ­και­ρί­α. Κάν­΄ το.»

       Ἀλ­λὰ δὲν παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση. Τα­ρα­κου­νά­ει τὸν σύν­τρο­φό του, τὸν πιά­νει ἀ­πὸ τὴ χλαί­νη καὶ δι­αι­σθά­νε­ται τὸ βά­ρος τοῦ πα­ρα­δο­μέ­νου χε­ριοῦ. Κά­νει νὰ τὸν φω­τί­σει μὲ τὸν ἀ­να­πτή­ρα, ἀλ­λὰ συγ­κρα­τεῖ­ται: κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι ἔ­χει ἔρ­θει ἡ σει­ρά του, πρέ­πει τώ­ρα νὰ πά­ει ὁ ἴ­διος στὸ κόκ­κι­νο σπί­τι, νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ τοί­χου καὶ νὰ βγεῖ στὸν δρό­μο ποὺ ἔ­χει κλεί­σει ἀ­πὸ σω­ροὺς ἐ­ρει­πί­ων, ἀ­πὸ τὴν ἀ­δι­ά­κο­πη πτώ­ση μι­κρο­σκο­πι­κῶν χιο­νο­νιφάδων.

 

 

 

Viva la Quinta Brigada!

Ay Carmela!

  

Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο διηγημάτων Largo noviembre de Madrid (ἐκδόσεις Bruguera, 1980).

 

Χου­ὰν Ἐ­δουά­ρδο Θού­νι­γα (J­u­an E­d­u­a­r­do Z­ú­ñ­i­ga). (Μα­δρί­τη, 1929). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ σλα­βι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του ξε­χω­ρί­ζει μιὰ βι­ο­γρα­φί­α τοῦ Τουρ­γκέ­νι­εφ με τί­τλο L­os im­po­si­bl­es a­fe­ct­os de I­van Tur­gue­ni­ev καὶ ἡ τρι­λο­γί­α δι­η­γη­μά­των La­rgo no­vi­e­m­bre de Ma­d­rid, La tier­ra se­rá un pa­ra­í­so & Ca­pi­tal de la glo­ria. Μὲ τὸ Ca­pi­tal de la glo­ria κέρ­δι­σε τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῶν καὶ τὸ Βρα­βεῖ­ο S­a­l­a­m­bó. Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ ἐ­δῶ.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Τά­σος Ψάρ­ρης (Ἀ­θή­να, 1975). Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Πει­ραι­ᾶ καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ Κέν­τρο Με­τά­φρα­σης, ὅ­που πα­ρα­κο­λού­θη­σε καὶ μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Τὸ 2004 συμ­με­τεῖ­χε καὶ βρα­βεύ­τη­κε στὴν Ὀ­λυμ­πιά­δα Γραμ­μά­των. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἄρ­θρα του σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς με­τα­φρα­στής.