Πίτερ Τέιλορ (Peter Taylor): Κλειστὸς κῆπος

.

Taylor,Peter-KleistosKipos-Eikona-01

.

Πί­τερ Τέ­ι­λορ (Peter Taylor)

 .

Κλει­στὸς κῆ­πος

(A Walled Garden)

 .

05-OmikronΧΙ, ΤΟ ΜΕΜΦΙΣ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ δὲν ἔ­χει τὶς τυ­λιγ­μέ­νες σὲ μού­σκλια βε­λα­νι­δι­ὲς τοῦ Να­τσέζ. Οὔ­τε ἔ­χου­με, ἀ­γα­πη­τέ μου νε­α­ρέ, τὸ ἐ­ξω­τι­κό, τὸ ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­ξω­τι­κὸ φύλ­λω­μα τῶν σφεν­τα­μι­ῶν τοῦ Ρά­ι καὶ τῆς Σα­ρα­τόγ­κα, μὲ τοὺς πορ­το­κα­λό­χρυ­σους καὶ μπρούν­τζι­νους τό­νους. Ὅ­ταν φτά­νει στὸ τέ­λος του τὸ κα­λο­καί­ρι, ποὺ στὰ μέ­ρη μας κρα­τά­ει πέν­τε μῆ­νες, τὰ φύλ­λα παίρ­νουν ἕ­να μουν­τὸ κα­φε­τὶ χρῶ­μα. Κοί­τα ἐ­κεί­νη τὴν κα­τάλ­πα πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν τοῖ­χο, καὶ τὰ χα­μό­φυλ­λα ποὺ πα­τᾶς, ἐ­δῶ, στὴ βε­ράν­τα: εἶ­ναι ὅ­λα βα­θυ­κί­τρι­να ἢ στα­χτο­πρά­σι­να· ἀ­κό­μα καὶ ὁ ἀ­έ­ρας, ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα, μοιά­ζουν, θαρ­ρεῖς, μὲ θά­λασ­σα ἀ­πὸ σκό­νη – οὔ­τε νὰ ἀ­να­σά­νεις δὲν τολ­μᾶς! Κι ὅ­μως, κά­νου­με ὅ,τι μπο­ροῦ­με. Κλει­στή­κα­με ἐ­δῶ μέ­σα, μὲ τὰ ἀ­ει­θα­λῆ φυ­τά, τὰ πυ­ξά­ρια καὶ τὸ γι­α­σε­μί. Νὰ ξέ­ρεις, νε­α­ρέ, ὅ­τι ἡ μο­να­δι­κὴ ὀ­μορ­φιὰ τῆς πε­ρι­ο­χῆς εἶ­ναι στὶς ἀρ­χὲς τοῦ κα­λο­και­ριοῦ, ποὺ ὅ­λα γί­νον­ται κα­τα­πρά­σι­να. Καὶ ἦ­ταν λὲς κι ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρω τὸ δά­χτυ­λό μου καὶ νὰ δεί­ξω στὴ Φράν­σις πό­σο τρα­χὺ καὶ ἄ­γριο εἶ­ναι τὸ κλί­μα σὲ τοῦ­το τὸν ξε­ρό­το­πο. Ἀ­ναγ­κά­στη­κα νὰ φυ­τέ­ψω αὐ­τὸν τὸν κῆ­πο καὶ νὰ πῶ: «Κοί­τα, παι­δί μου, τί ὄ­μορ­φα καὶ φι­λι­κὰ ποὺ μπο­ροῦν νὰ εἶ­ναι ὅ­λα.» Ὅ­μως τώ­ρα πιὰ τὰ βλέ­πει ὅ­πως ἐ­γώ, κα­τα­λα­βαί­νεις. Κα­τα­λα­βαί­νεις, ἡ κό­ρη μου με­γά­λω­σε μα­ζί μου σὲ αὐ­τὸν τὸν κῆ­πο, καὶ κά­θε χρό­νο βε­βαι­ώ­νε­ται πὼς ἐ­λά­χι­στα πράγ­μα­τα ἐ­κεῖ ἔ­ξω μπο­ροῦν νὰ συγ­κρι­θοῦν μα­ζί του.

       Κι ἐ­σύ, ξέ­ρεις κα­θό­λου ἐ­σὺ ἀ­πὸ λου­λού­δια; Ἕ­νας νε­α­ρὸς ποὺ δὲν ξε­χω­ρί­ζει τὴ ζί­νια ἀ­πὸ τὴ μαρ­γα­ρί­τα! Πε­ρί­ερ­γο ποὺ γί­να­τε φί­λοι μὲ τὴν κό­ρη μου. Δὲν ἔ­χω ἰ­δέ­α πῶς γνω­ρι­στή­κα­τε. Ἀ­πὸ τὴν ἐ­θε­λον­τι­κή της δου­λειὰ γιὰ τὴν Κοι­νό­τη­τα, προ­φα­νῶς. Ρί­χνε­ται μὲ πά­θος σὲ ὅ,τι κά­νει. Ἄ, ναί; Μὰ καὶ βέ­βαι­α, ἔ­πρε­πε νὰ τὸ φαν­τα­στῶ. Φέ­τος ἔ­δω­σε ὅ­λη της τὴν ἐ­νέρ­γεια στὴ φι­λαν­θρω­πι­κὴ ἐκ­στρα­τεί­α… Πάν­τως, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι φί­λοι της ἀ­γα­ποῦν τὰ λου­λού­δια. Κά­νει πιὰ τό­σο λί­γες γνω­ρι­μί­ες ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν στε­νό μας κύ­κλο, βλέ­πει τό­σο λί­γους ἀν­θρώ­πους ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο μας, ποὺ ἐν­τύ­πω­ση μοῦ κά­νει πῶς ἔ­χει φί­λο κά­ποι­ον ποὺ δὲν ξέ­ρει ἀ­πὸ λου­λού­δια.

       Ἔ­χου­με πιὰ πει­στεῖ πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πιὸ ὄ­μορ­φο, ἀ­λη­θι­νὰ ὄ­μορ­φο, θέ­λω νὰ πῶ, σὲ τού­τη του­λά­χι­στον τὴ γω­νιὰ τῆς χώ­ρας, ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἐ­δῶ τὸν κῆ­πο· καὶ φαν­τά­ζε­σαι πῶς ἦ­ταν κά­πο­τε αὐ­τὴ ἡ μι­κρο­γρα­φί­α κή­που. Τὸν δη­μι­ούρ­γη­σα ἀ­πὸ τὸ χά­ος τῆς πί­σω αὐ­λῆς – τὸν «παι­δό­το­πο» τῆς Φρά­νι. Τρί­α χρό­νια φρόν­τι­ζα ἐ­κεί­νη τὴ μα­νό­λια, ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο κα­λο­καί­ρι δὲν εἶ­χα ἄλ­λη ἔ­γνοι­α ἀ­π’ τὸ νὰ πο­τί­ζω τὸν κισ­σὸ ποὺ σκε­πά­ζει τὸν ἀ­να­το­λι­κὸ τοῖ­χο τοῦ σπι­τιοῦ· καὶ ποῦ νά ’­βλε­πες τὴν ἄ­θλια θα­μνο­στοι­χί­α καὶ τὸ κα­κό­γου­στο σπι­τά­κι τοῦ ὑ­πη­ρε­τι­κοῦ προ­σω­πι­κοῦ τῶν γει­τό­νων μας, ποὺ βρί­σκον­ται πί­σω ἀ­πὸ τὸν φι­δω­τὸ μαν­τρό­τοι­χό μου (ἂν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ). Ὅ­λα ἦ­ταν, τό­τε, πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κά, κα­τα­λα­βαί­νεις, ὁ πα­τέ­ρας τῆς Φράν­σις ζοῦ­σε, καὶ ἡ Φράν­σις ἦ­ταν παι­δί. Μὰ τώ­ρα πιά, τὴν ἄ­νοι­ξη, ἔ­χου­με ἕ­ναν ἀ­λη­θι­νὰ χα­ρι­τω­μέ­νο κῆ­πο ποὺ θυ­μί­ζει τὸν κῆ­πο τῆς μη­τέ­ρας μου, στὸ Ρά­ι. Γιὰ τρεῖς ἑ­βδο­μά­δες, κά­θε Μάρ­τη, οἱ ὑ­ά­κιν­θοι προ­σφέ­ρουν ἕ­να πα­νέ­μορ­φο θέ­α­μα στὴ Φράν­σις κι ἐ­μέ­να, ἀλ­λὰ καὶ σὲ ὅ­σους μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτον­ται συ­χνά. Ὁ κα­που­τσί­νος καὶ ὁ κα­τι­φὲς εἶ­ναι ὑ­πέ­ρο­χοι τὸν Μά­ι­ο, ἐ­κεῖ, δί­πλα στὶς τρι­αν­τα­φυλ­λι­ές.

       Πῶς εἶ­ναι ὅ­μως δυ­να­τὸν νὰ μὴν ξε­χω­ρί­ζεις τὴ ζί­νια ἀ­πὸ τὴ μαρ­γα­ρί­τα, νε­α­ρέ μου; Πε­ρί­ερ­γο ποὺ ἐ­σεῖς οἱ δυ­ὸ γί­να­τε φί­λοι. Νά ’­σαι, πάν­τως, ὑ­πο­μο­νε­τι­κὸς μα­ζί της· δὲν τὸ λέ­ω ἐ­πει­δὴ θέ­λω νὰ τὴν κα­κο­μα­θαί­νω, ἀλ­λὰ θά ’ρ­θει, ὅ­που νὰ ’­ναι. Τε­λευ­ταῖα, τὴν ξα­νά­πια­σε μα­νί­α μὲ τὰ λοῦ­σα. Ἐ­νῶ πα­λι­ό­τε­ρα, ἡ μό­δα δὲν τὴν πο­λυ­έ­νοι­α­ζε. Οἱ κῆ­ποι καὶ τὰ λου­λού­δια ἦ­ταν, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τὰ μό­να ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ποὺ καλ­λι­έρ­γη­σε στὴ ζω­ή της – μὲ ὅ­ση κα­θο­δή­γη­ση μπό­ρε­σα νὰ τῆς προ­σφέ­ρω. Ὡ­στό­σο ὀ­φεί­λω νὰ πα­ρα­δε­χτῶ ὅ­τι πα­λιά, προ­τοῦ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά μας ὁ πα­τέ­ρας της —ἔ­χα­σα τὸν κ. Χά­ρις στὸν τρο­με­ρὸ καύ­σω­να τοῦ ’­48 (ὁ κό­σμος δὲν κα­τα­λα­βαί­νει, γε­νι­κά, πό­σο φρι­χτὴ ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ἡ χρο­νιὰ – ἡ χει­ρό­τε­ρη γιὰ τὰ φυ­τά, μο­νο­ε­τῆ καὶ πο­λυ­ε­τῆ, ἀ­πὸ τὸ Ἐ­φι­αλ­τι­κὸ ’­30. Ἔ­χα­σα τό­τε ὅ,τι πί­στευ­α πὼς δὲν θὰ ἔ­χα­να πο­τέ. Φρι­χτὸ κα­λο­καί­ρι.­)— γυρ­νοῦ­σε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ μὲ κά­θε κα­ρυ­διᾶς κα­ρύ­δι. Δὲν τὴν ἐμ­πό­δι­σα, κα­τα­λα­βαί­νεις. Πό­σες φο­ρὲς δὲν εἶ­πα στὴ Φρά­νι μου: «Νὰ φτιά­ξεις τὴ ζω­ή σου, παι­δί μου, ὅ­πως τὴ θές.» Ναί, ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ γυρ­νοῦ­σε ἀ­πο­δῶ κι ἀ­πο­κεῖ, μὲ κά­θε λο­γῆς πα­ρέ­ες, ἔ­τσι του­λά­χι­στον μοῦ φαι­νό­ταν. Πῶς εἶ­πες ὅ­τι γνω­ρι­στή­κα­τε, μιᾶς καὶ ἐ­λά­χι­στα εἶ­ναι πιὰ τὰ μέ­ρη ὅ­που συ­χνά­ζει ἔ­ξω ἀ­πὸ ἐ­δῶ; Ὅ­μως ὁ κ. Χά­ρις δὲν μ’ ἄ­φη­νε νὰ τῆς βά­λω ὅ­ρια. Θυ­μᾶ­μαι τί πει­σμα­τά­ρα ποὺ ἦ­ταν ὡς ἔ­φη­βη, καὶ πό­σο εὐ­ε­ρέ­θι­στη ἦ­ταν στὰ εἴ­κο­σί της, μέ­χρι ποὺ ἔ­γι­νε τριά­ντα. Ἔ­πρε­πε νὰ τὴν ἔ­βλε­πες, δω­δε­κά­χρο­νο κο­ρι­τσά­κι, νὰ κά­νει τοῦμ­πες καὶ νὰ στρι­φο­γυρ­νᾶ σὰν σβού­ρα ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς ποὺ κα­θό­μα­στε τώ­ρα. Εἰ­λι­κρι­νά, τὸ βλέ­πω ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ­νο τὸ κο­ρί­τσι, μὲ τὸν λα­σπω­μέ­νο ναυ­τι­κὸ για­κὰ καὶ τὰ ἴ­σια ξαν­θὰ μαλ­λιὰ νὰ πέ­φτουν στὰ μά­τια της.

       Ὅ­πο­τε ἐ­πέ­στρε­φα ἀ­πὸ κά­ποι­α ἐ­πί­σκε­ψη στοὺς δι­κούς μου, στὸ Ρά­ι, μὲ ὑ­πο­δε­χό­ταν μὲ σφιγ­μέ­να χεί­λη κι ἔ­τρε­χε νὰ κρυ­φτεῖ πί­σω ἀ­π’ τὴ μαύ­ρη μα­γεί­ρισ­σα. Ἔ­βρι­σκα ἕ­να ἀ­γρί­μι. Στὴν πόρ­τα αὐ­τῆς τῆς με­γά­λης βε­ράν­τας στά­θη­κα ἕ­να σε­πτεμ­βρι­ά­τι­κο ἀ­πό­γευ­μα —ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως τὸ ση­με­ρι­νό, νε­α­ρέ—, ντυ­μέ­νη ἀ­κό­μη μὲ τὰ ροῦ­χα τοῦ τα­ξι­διοῦ, καὶ φώ­να­ξα τὸ παι­δί μου ποὺ ἔ­παι­ζε στὴν αὐ­λὴ νά ’ρ­θει νὰ μὲ κα­λω­σο­ρί­σει. Εἶ­χα πε­ρά­σει δυ­ὸ πο­λὺ στε­νά­χω­ρους μῆ­νες στὸ πλευ­ρὸ τῆς ἄρ­ρω­στης μη­τέ­ρας μου. Μό­λις μὲ εἶ­δε, ὅ­μως, ἡ μι­κρὴ Ἰν­διά­να γύ­ρι­σε τὸ κε­φά­λι της ἀλ­λοῦ, ἔ­βα­λε μιὰ στριγ­γλιὰ καὶ ἔ­τρε­ξε νὰ κρυ­φτεῖ στὸν ἀ­φρόν­τι­στο φρά­χτη ἀ­πὸ λι­γού­στρα, στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς αὐ­λῆς. Τὴ φώ­να­ξα δυ­ὸ φο­ρές, ζη­τών­τας της νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τοὺς βρο­με­ροὺς θά­μνους. «Φράν­σις Ἄν!­». Ἔ­τσι τὴ λέ­γα­με, μὲ ὁ­λό­κλη­ρό το ὄ­νο­μά της, ὅ­σο ζοῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας της. Ὅ­μως ἐ­κεί­νη δὲν κου­νή­θη­κε ρού­πι. Κούρ­νια­σε μο­νά­χα στὴ βά­ση τοῦ φρά­χτη κι ἔ­μει­νε νὰ πε­ρι­ερ­γά­ζε­ται τὴν τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη ἀ­π’ τὸ τα­ξί­δι μη­τέ­ρα της, πί­σω ἀ­πὸ τὶς φυλ­λω­σιές.

       Στὴν ἀρ­χή, τὴν πα­ρα­κά­λε­σα νὰ βγεῖ, ἤ­ρε­μα καὶ κα­λο­συ­νά­τα, πε­ρι­γρά­φον­τάς της τὸ και­νούρ­γιο φου­στά­νι μὲ τοὺς φραμ­πα­λά­δες καὶ τὶς χαρ­το­τε­χνί­ες ποὺ τῆς ἔ­στελ­νε ἡ για­γιά της ἀ­πὸ τὸ Ρά­ι. (Ἡ μη­τέ­ρα μου δὲν θὰ ζοῦ­σε γιὰ πο­λὺ ἀ­κό­μη, τὸ ἤ­ξε­ρα, καὶ μοῦ ἦ­ταν δύ­σκο­λο νὰ βρί­σκω μιὰ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση γυρ­νών­τας στὸ σπί­τι μου.) Στὸ τέ­λος, τὴν ἀ­πεί­λη­σα ὅ­τι θὰ κρα­τοῦ­σα τὰ δῶ­ρα μέ­χρι τὶς Εὐ­χα­ρι­στί­ες, ἴ­σως καὶ μέ­χρι τὰ Χρι­στού­γεν­να. Ἡ μα­γεί­ρισ­σα πρέ­πει νὰ δι­έ­κρι­νε τὴν ἀλ­λα­γὴ στὸν τό­νο τῆς φω­νῆς μου, για­τί ξε­πρό­βα­λε στὴν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας, πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ σή­τα ποὺ βά­λα­με ἔ­κτο­τε, καὶ κοί­τα­ξε, πρῶ­τα ἐ­μέ­να κι ὕ­στε­ρα το παι­δί. Ἐ­νό­σω ξε­στό­μι­ζα τὶς ἀ­πει­λές μου, ἡ κό­ρη μου ζά­ρω­σε μέ­σα στὴ λά­σπη καὶ ἄρ­χι­σε νὰ μουρ­μου­ρί­ζει λό­για ποὺ δὲν ἄ­κου­γα, καὶ νὰ βγά­ζει ἤ­χους ποὺ θύ­μι­ζαν ἀ­γρι­ε­μέ­νο γα­τί. Θαρ­ρῶ πὼς ἔ­κα­νε πε­ρισ­σό­τε­ρη ζέ­στη ἀ­π’ ὅ,τι σή­με­ρα —μο­λο­νό­τι ὁ κῆ­πος μου ξε­γε­λᾶ— κι ἐ­γὼ φο­ροῦ­σα ἀ­κό­μη τὰ βα­ριὰ ροῦ­χα τοῦ τα­ξι­διοῦ. Ἀ­πελ­πι­σμέ­νη, περ­πά­τη­σα κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἀ­χτί­δες τοῦ καυ­τοῦ ἥ­λιου, μέ­σα στὴν αὐ­λὴ ποὺ τό­σο σι­χαι­νό­μουν, καὶ οὔρ­λια­ξα τὸ ὄ­νο­μα τοῦ παι­διοῦ, «Φράν­σις Ἂν Χά­ρις!­». Ἡ μαύ­ρη μα­γεί­ρισ­σα βγῆ­κε στὴν πί­σω βε­ράν­τα, ὅ­μως τὴν πρό­στα­ξα νὰ γυ­ρί­σει ἀ­μέ­σως στὴν κου­ζί­να. Ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­σχί­ζω τὴν αὐ­λὴ πρὸς τὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν κρυμ­μέ­νη ἡ Φράν­σις Ἂν —αὐ­τὸ τὸ σκυ­θρω­πὸ πλα­σμα­τά­κι πού, ὅ­σο ἀ­πί­στευ­το καὶ ἂν φαί­νε­ται, εἶ­ναι ἡ Φράν­σις ποὺ γνώ­ρι­σες— καὶ ἀ­μέ­σως ἐ­κεί­νη βάλ­θη­κε νὰ σέρ­νε­ται κα­τὰ μῆ­κος τῶν θά­μνων τοῦ φρά­χτη πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ συρ­μα­το­πλέγ­μα­τος ποὺ χώ­ρι­ζε τὸ οἰ­κό­πε­δό μου ἀ­πὸ τοῦ γεί­το­να.

       Θέ­λω νὰ πι­στεύ­ω ὅ­τι ἔ­φται­γε ἡ ζέ­στη γιὰ τὰ σκλη­ρὰ λό­για ποὺ ξε­στό­μι­σα μὲ τέ­τοι­α ὁρ­μή, ὥ­στε ἤ­χη­σαν τε­λεί­ως ἀ­κα­τά­λη­πτα. Ὅ­ταν εἶ­δα ὅ­τι ἡ κό­ρη μου εἶ­χε φτά­σει στὸ συρ­μα­τό­πλεγ­μα καὶ σκό­πευ­ε νὰ σκαρ­φα­λώ­σει, ἔ­βγα­λα τὸ κα­πέ­λο μου ξε­σκί­ζον­τας τὸ βέ­λο μέ­σα στὴ φού­ρια μου νὰ τὴν προ­λά­βω. Δὲν θυ­μᾶ­μαι τί εἶ­πα —καὶ πι­θα­νό­τα­τα δὲν θὰ μπο­ροῦ­σα οὔ­τε τό­τε νὰ σοῦ πῶ—, μή­τε ἔ­νι­ω­σα τὸν πό­νο ὅ­ταν στραμ­πού­λη­ξα τὸν ἀ­στρά­γα­λό μου στὸ χαν­τά­κι ποὺ ὑ­πῆρ­χε στὴ μέ­ση της αὐ­λῆς. Κι ὅ­μως, ἐ­κεί­νη συ­νέ­χι­ζε νὰ μὲ καρ­φώ­νει μὲ τὰ μι­κρὰ σπιν­θη­ρο­βό­λα μά­τια της καὶ νὰ σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζει κά­τι μέ­σα ἀ­π’ τὰ δόν­τια. Καὶ κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­νοι­γό­κλει­νε τὰ χεί­λη, φώ­να­ζα ὅ­λο καὶ πιὸ δυ­να­τά, λὲς κι ἤ­θε­λα ἔ­τσι νὰ ἐ­κτο­νώ­σω τὴν ὀρ­γὴ ποὺ αἰ­σθα­νό­μουν γιὰ τὴ φρί­κη ποὺ ἀν­τί­κρι­ζα. Συ­νέ­χι­σα, ποὺ λές, νε­α­ρέ, νὰ περ­πα­τῶ μὲ με­γά­λες δρα­σκε­λι­ὲς πρὸς τὸν φρά­χτη, ὥ­σπου τὴν ἔ­φτα­σα προ­τοῦ προ­λά­βει νὰ σκαρ­φα­λώ­σει στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ συρ­μα­το­πλέγ­μα­τος. Τὴν ἅρ­πα­ξα, θαρ­ρῶ, ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο, λί­γο πιὸ πά­νω ἀ­π’ τὸν ἀγ­κώ­να, κά­που ἐ­δῶ, καὶ εἶ­πα: «Θὰ τι­μω­ρη­θεῖς γι’ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κα­νες, Φράν­σις Ἄν». Δὲν τὴν τράν­τα­ξα. Δὲν τὴν τράν­τα­ξα κα­θό­λου, ὅ­πως ἤ­θε­λε νὰ τὸ πα­ρου­σιά­ζει, ἀλ­λὰ ἀν­τί­θε­τα, μὲ τὸ ποὺ τὴν ἄγ­γι­ξα, ἄ­φη­σε τὸ συρ­μα­τό­πλεγ­μα καὶ ἔ­πε­σε στὸ χῶ­μα. Ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ, γιὰ μιὰ στιγ­μή, ἀ­πὸ ἐ­πι­φύ­λα­ξη, κοι­τά­ζον­τάς με μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­μαλ­λι­α­σμέ­νη χαί­τη ποὺ σκέ­πα­ζε τὸ πρό­σω­πό της. Πρὶν προ­φτά­σω νὰ τὴ δι­α­τά­ξω νὰ ση­κω­θεῖ, τι­νά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ μὲ ἕ­ναν γρή­γο­ρο ἑ­λιγ­μὸ μοῦ ξέ­φυ­γε καὶ πά­λι. Ἔ­τρε­ξα πί­σω της —πά­νω στὰ ψη­λά μου τα­κού­νια— μό­νο ποὺ τού­τη τὴ φο­ρὰ στραμ­πού­λη­ξα τὸν ἄλ­λο μου ἀ­στρά­γα­λο στὸ χαν­τά­κι καὶ σω­ρι­ά­στη­κα φαρ­διὰ-πλα­τιὰ στὸ χῶ­μα, κα­τα­με­σὴς τῆς αὐ­λῆς, σ’ αὐ­τὸν ἐ­δῶ το κῆ­πο. Δὲν θὰ τὸ πι­στέ­ψεις – μὲ συγ­χω­ρεῖς, πρέ­πει νὰ κά­τσω… Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν ἀ­πο­ρεῖς ποὺ σ’ τὰ λέ­ω ὅ­λα αὐ­τά… Δὲν θὰ τὸ πι­στέ­ψεις: ἔ­μει­να πε­σμέ­νη στὸ χαν­τά­κι, ὅ­μως ἐ­κεί­νη οὔ­τε κὰν πλη­σί­α­σε νὰ μὲ βο­η­θή­σει, μὲ τὶς γνω­στὲς παι­δι­ά­στι­κες δι­και­ο­λο­γί­ες, ἀλ­λὰ ἀν­τί­θε­τα, γιὰ νὰ μὲ θυ­μώ­σει, ἀ­νέ­βη­κε ἐ­πί­τη­δες στὴν κού­νια της ποὺ κρε­μό­ταν ἀ­πὸ μιὰ ψω­ρι­ά­ρι­κη λεύ­κα ποὺ ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λο­τε σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο (ἔ­βα­λα νὰ τὴν κό­ψουν καὶ νὰ τὴν ξε­ρι­ζώ­σουν), καὶ ἄρ­χι­σε νὰ λι­κνί­ζε­ται σι­γὰ-σι­γά, κοι­τά­ζον­τας τὴ μη­τέ­ρα της πε­σμέ­νη κα­τα­γῆς, μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μα­κριά της μαλ­λιὰ – τὰ ὁ­ποῖ­α, ὅ­πως φαν­τά­ζε­σαι, νε­α­ρέ μου, ἔ­βα­λα, τὴν ἑ­πό­με­νη κι­ό­λας μέ­ρα, νὰ τῆς τὰ κό­ψουν καὶ νὰ τὰ κα­τσα­ρώ­σουν σὲ ἑ­κα­τον­τά­δες μι­κρὲς μποῦ­κλες.

  Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

 .

Πί­τερ Τέ­ι­λορ (Peter Taylor).(Τρέν­τον, Τε­νε­σί, 1917-1994). Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς πιὸ ση­μαν­τι­κοὺς Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς δι­η­γη­μα­το­γρά­φους. Κεν­τρι­κὸ θέ­μα του ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸς νό­τος. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ δι­η­γή­μα­τα ἔ­γρα­ψε τρί­α μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα. Ἦ­ταν παν­τρε­μέ­νος ἐ­πὶ 51 χρό­νια μὲ τὴν ποι­ή­τρια Ἔ­λι­νορ Ρὸς Τέ­ι­λορ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Φω­τει­νὴ Βλα­χο­πού­λου. Σπού­δα­σε Τε­χνο­λο­γί­α Γρα­φι­κῶν Τε­χνῶν στὰ ΤΕΙ Ἀ­θή­νας καὶ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Με­τά­φρα­ση στὸ Ε­ΚΕ­ΜΕΛ. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἐρ­γά­ζε­ται ὡς με­τα­φρά­στρια λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων καὶ δο­κι­μί­ων, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ ὡς με­τα­φρά­στρια τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων, ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ γαλλικὰ πρὸς τὰ ἑλληνικά.

.