.
.
Πίτερ Τέιλορ (Peter Taylor)
.
Κλειστὸς κῆπος
(A Walled Garden)
.
ΧΙ, ΤΟ ΜΕΜΦΙΣ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ δὲν ἔχει τὶς τυλιγμένες σὲ μούσκλια βελανιδιὲς τοῦ Νατσέζ. Οὔτε ἔχουμε, ἀγαπητέ μου νεαρέ, τὸ ἐξωτικό, τὸ ἀληθινὰ ἐξωτικὸ φύλλωμα τῶν σφενταμιῶν τοῦ Ράι καὶ τῆς Σαρατόγκα, μὲ τοὺς πορτοκαλόχρυσους καὶ μπρούντζινους τόνους. Ὅταν φτάνει στὸ τέλος του τὸ καλοκαίρι, ποὺ στὰ μέρη μας κρατάει πέντε μῆνες, τὰ φύλλα παίρνουν ἕνα μουντὸ καφετὶ χρῶμα. Κοίτα ἐκείνη τὴν κατάλπα πέρα ἀπὸ τὸν τοῖχο, καὶ τὰ χαμόφυλλα ποὺ πατᾶς, ἐδῶ, στὴ βεράντα: εἶναι ὅλα βαθυκίτρινα ἢ σταχτοπράσινα· ἀκόμα καὶ ὁ ἀέρας, ἡ ἀτμόσφαιρα, μοιάζουν, θαρρεῖς, μὲ θάλασσα ἀπὸ σκόνη – οὔτε νὰ ἀνασάνεις δὲν τολμᾶς! Κι ὅμως, κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Κλειστήκαμε ἐδῶ μέσα, μὲ τὰ ἀειθαλῆ φυτά, τὰ πυξάρια καὶ τὸ γιασεμί. Νὰ ξέρεις, νεαρέ, ὅτι ἡ μοναδικὴ ὀμορφιὰ τῆς περιοχῆς εἶναι στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ, ποὺ ὅλα γίνονται καταπράσινα. Καὶ ἦταν λὲς κι ἔπρεπε νὰ πάρω τὸ δάχτυλό μου καὶ νὰ δείξω στὴ Φράνσις πόσο τραχὺ καὶ ἄγριο εἶναι τὸ κλίμα σὲ τοῦτο τὸν ξερότοπο. Ἀναγκάστηκα νὰ φυτέψω αὐτὸν τὸν κῆπο καὶ νὰ πῶ: «Κοίτα, παιδί μου, τί ὄμορφα καὶ φιλικὰ ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι ὅλα.» Ὅμως τώρα πιὰ τὰ βλέπει ὅπως ἐγώ, καταλαβαίνεις. Καταλαβαίνεις, ἡ κόρη μου μεγάλωσε μαζί μου σὲ αὐτὸν τὸν κῆπο, καὶ κάθε χρόνο βεβαιώνεται πὼς ἐλάχιστα πράγματα ἐκεῖ ἔξω μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μαζί του.
Κι ἐσύ, ξέρεις καθόλου ἐσὺ ἀπὸ λουλούδια; Ἕνας νεαρὸς ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὴ ζίνια ἀπὸ τὴ μαργαρίτα! Περίεργο ποὺ γίνατε φίλοι μὲ τὴν κόρη μου. Δὲν ἔχω ἰδέα πῶς γνωριστήκατε. Ἀπὸ τὴν ἐθελοντική της δουλειὰ γιὰ τὴν Κοινότητα, προφανῶς. Ρίχνεται μὲ πάθος σὲ ὅ,τι κάνει. Ἄ, ναί; Μὰ καὶ βέβαια, ἔπρεπε νὰ τὸ φανταστῶ. Φέτος ἔδωσε ὅλη της τὴν ἐνέργεια στὴ φιλανθρωπικὴ ἐκστρατεία… Πάντως, οἱ περισσότεροι φίλοι της ἀγαποῦν τὰ λουλούδια. Κάνει πιὰ τόσο λίγες γνωριμίες ἔξω ἀπὸ τὸν στενό μας κύκλο, βλέπει τόσο λίγους ἀνθρώπους ἔξω ἀπὸ τὸν κῆπο μας, ποὺ ἐντύπωση μοῦ κάνει πῶς ἔχει φίλο κάποιον ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ λουλούδια.
Ἔχουμε πιὰ πειστεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ὄμορφο, ἀληθινὰ ὄμορφο, θέλω νὰ πῶ, σὲ τούτη τουλάχιστον τὴ γωνιὰ τῆς χώρας, ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κῆπο· καὶ φαντάζεσαι πῶς ἦταν κάποτε αὐτὴ ἡ μικρογραφία κήπου. Τὸν δημιούργησα ἀπὸ τὸ χάος τῆς πίσω αὐλῆς – τὸν «παιδότοπο» τῆς Φράνι. Τρία χρόνια φρόντιζα ἐκείνη τὴ μανόλια, ἕνα ὁλόκληρο καλοκαίρι δὲν εἶχα ἄλλη ἔγνοια ἀπ’ τὸ νὰ ποτίζω τὸν κισσὸ ποὺ σκεπάζει τὸν ἀνατολικὸ τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ· καὶ ποῦ νά ’βλεπες τὴν ἄθλια θαμνοστοιχία καὶ τὸ κακόγουστο σπιτάκι τοῦ ὑπηρετικοῦ προσωπικοῦ τῶν γειτόνων μας, ποὺ βρίσκονται πίσω ἀπὸ τὸν φιδωτὸ μαντρότοιχό μου (ἂν ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι ἀκόμη ἐκεῖ). Ὅλα ἦταν, τότε, πολὺ διαφορετικά, καταλαβαίνεις, ὁ πατέρας τῆς Φράνσις ζοῦσε, καὶ ἡ Φράνσις ἦταν παιδί. Μὰ τώρα πιά, τὴν ἄνοιξη, ἔχουμε ἕναν ἀληθινὰ χαριτωμένο κῆπο ποὺ θυμίζει τὸν κῆπο τῆς μητέρας μου, στὸ Ράι. Γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες, κάθε Μάρτη, οἱ ὑάκινθοι προσφέρουν ἕνα πανέμορφο θέαμα στὴ Φράνσις κι ἐμένα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους μᾶς ἐπισκέπτονται συχνά. Ὁ καπουτσίνος καὶ ὁ κατιφὲς εἶναι ὑπέροχοι τὸν Μάιο, ἐκεῖ, δίπλα στὶς τριανταφυλλιές.
Πῶς εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ μὴν ξεχωρίζεις τὴ ζίνια ἀπὸ τὴ μαργαρίτα, νεαρέ μου; Περίεργο ποὺ ἐσεῖς οἱ δυὸ γίνατε φίλοι. Νά ’σαι, πάντως, ὑπομονετικὸς μαζί της· δὲν τὸ λέω ἐπειδὴ θέλω νὰ τὴν κακομαθαίνω, ἀλλὰ θά ’ρθει, ὅπου νὰ ’ναι. Τελευταῖα, τὴν ξανάπιασε μανία μὲ τὰ λοῦσα. Ἐνῶ παλιότερα, ἡ μόδα δὲν τὴν πολυένοιαζε. Οἱ κῆποι καὶ τὰ λουλούδια ἦταν, στὴν πραγματικότητα, τὰ μόνα ἐνδιαφέροντα ποὺ καλλιέργησε στὴ ζωή της – μὲ ὅση καθοδήγηση μπόρεσα νὰ τῆς προσφέρω. Ὡστόσο ὀφείλω νὰ παραδεχτῶ ὅτι παλιά, προτοῦ φύγει ἀπὸ κοντά μας ὁ πατέρας της —ἔχασα τὸν κ. Χάρις στὸν τρομερὸ καύσωνα τοῦ ’48 (ὁ κόσμος δὲν καταλαβαίνει, γενικά, πόσο φριχτὴ ἦταν ἐκείνη ἡ χρονιὰ – ἡ χειρότερη γιὰ τὰ φυτά, μονοετῆ καὶ πολυετῆ, ἀπὸ τὸ Ἐφιαλτικὸ ’30. Ἔχασα τότε ὅ,τι πίστευα πὼς δὲν θὰ ἔχανα ποτέ. Φριχτὸ καλοκαίρι.)— γυρνοῦσε ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ κάθε καρυδιᾶς καρύδι. Δὲν τὴν ἐμπόδισα, καταλαβαίνεις. Πόσες φορὲς δὲν εἶπα στὴ Φράνι μου: «Νὰ φτιάξεις τὴ ζωή σου, παιδί μου, ὅπως τὴ θές.» Ναί, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ γυρνοῦσε ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, μὲ κάθε λογῆς παρέες, ἔτσι τουλάχιστον μοῦ φαινόταν. Πῶς εἶπες ὅτι γνωριστήκατε, μιᾶς καὶ ἐλάχιστα εἶναι πιὰ τὰ μέρη ὅπου συχνάζει ἔξω ἀπὸ ἐδῶ; Ὅμως ὁ κ. Χάρις δὲν μ’ ἄφηνε νὰ τῆς βάλω ὅρια. Θυμᾶμαι τί πεισματάρα ποὺ ἦταν ὡς ἔφηβη, καὶ πόσο εὐερέθιστη ἦταν στὰ εἴκοσί της, μέχρι ποὺ ἔγινε τριάντα. Ἔπρεπε νὰ τὴν ἔβλεπες, δωδεκάχρονο κοριτσάκι, νὰ κάνει τοῦμπες καὶ νὰ στριφογυρνᾶ σὰν σβούρα ἐδῶ ἀκριβῶς ποὺ καθόμαστε τώρα. Εἰλικρινά, τὸ βλέπω ἀκόμη ἐκεῖνο τὸ κορίτσι, μὲ τὸν λασπωμένο ναυτικὸ γιακὰ καὶ τὰ ἴσια ξανθὰ μαλλιὰ νὰ πέφτουν στὰ μάτια της.
Ὅποτε ἐπέστρεφα ἀπὸ κάποια ἐπίσκεψη στοὺς δικούς μου, στὸ Ράι, μὲ ὑποδεχόταν μὲ σφιγμένα χείλη κι ἔτρεχε νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπ’ τὴ μαύρη μαγείρισσα. Ἔβρισκα ἕνα ἀγρίμι. Στὴν πόρτα αὐτῆς τῆς μεγάλης βεράντας στάθηκα ἕνα σεπτεμβριάτικο ἀπόγευμα —ἀκριβῶς ὅπως τὸ σημερινό, νεαρέ—, ντυμένη ἀκόμη μὲ τὰ ροῦχα τοῦ ταξιδιοῦ, καὶ φώναξα τὸ παιδί μου ποὺ ἔπαιζε στὴν αὐλὴ νά ’ρθει νὰ μὲ καλωσορίσει. Εἶχα περάσει δυὸ πολὺ στενάχωρους μῆνες στὸ πλευρὸ τῆς ἄρρωστης μητέρας μου. Μόλις μὲ εἶδε, ὅμως, ἡ μικρὴ Ἰνδιάνα γύρισε τὸ κεφάλι της ἀλλοῦ, ἔβαλε μιὰ στριγγλιὰ καὶ ἔτρεξε νὰ κρυφτεῖ στὸν ἀφρόντιστο φράχτη ἀπὸ λιγούστρα, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς αὐλῆς. Τὴ φώναξα δυὸ φορές, ζητώντας της νὰ βγεῖ ἀπὸ τοὺς βρομεροὺς θάμνους. «Φράνσις Ἄν!». Ἔτσι τὴ λέγαμε, μὲ ὁλόκληρό το ὄνομά της, ὅσο ζοῦσε ὁ πατέρας της. Ὅμως ἐκείνη δὲν κουνήθηκε ρούπι. Κούρνιασε μονάχα στὴ βάση τοῦ φράχτη κι ἔμεινε νὰ περιεργάζεται τὴν ταλαιπωρημένη ἀπ’ τὸ ταξίδι μητέρα της, πίσω ἀπὸ τὶς φυλλωσιές.
Στὴν ἀρχή, τὴν παρακάλεσα νὰ βγεῖ, ἤρεμα καὶ καλοσυνάτα, περιγράφοντάς της τὸ καινούργιο φουστάνι μὲ τοὺς φραμπαλάδες καὶ τὶς χαρτοτεχνίες ποὺ τῆς ἔστελνε ἡ γιαγιά της ἀπὸ τὸ Ράι. (Ἡ μητέρα μου δὲν θὰ ζοῦσε γιὰ πολὺ ἀκόμη, τὸ ἤξερα, καὶ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ βρίσκω μιὰ τέτοια κατάσταση γυρνώντας στὸ σπίτι μου.) Στὸ τέλος, τὴν ἀπείλησα ὅτι θὰ κρατοῦσα τὰ δῶρα μέχρι τὶς Εὐχαριστίες, ἴσως καὶ μέχρι τὰ Χριστούγεννα. Ἡ μαγείρισσα πρέπει νὰ διέκρινε τὴν ἀλλαγὴ στὸν τόνο τῆς φωνῆς μου, γιατί ξεπρόβαλε στὴν πόρτα τῆς κουζίνας, πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ σήτα ποὺ βάλαμε ἔκτοτε, καὶ κοίταξε, πρῶτα ἐμένα κι ὕστερα το παιδί. Ἐνόσω ξεστόμιζα τὶς ἀπειλές μου, ἡ κόρη μου ζάρωσε μέσα στὴ λάσπη καὶ ἄρχισε νὰ μουρμουρίζει λόγια ποὺ δὲν ἄκουγα, καὶ νὰ βγάζει ἤχους ποὺ θύμιζαν ἀγριεμένο γατί. Θαρρῶ πὼς ἔκανε περισσότερη ζέστη ἀπ’ ὅ,τι σήμερα —μολονότι ὁ κῆπος μου ξεγελᾶ— κι ἐγὼ φοροῦσα ἀκόμη τὰ βαριὰ ροῦχα τοῦ ταξιδιοῦ. Ἀπελπισμένη, περπάτησα κάτω ἀπὸ τὶς ἀχτίδες τοῦ καυτοῦ ἥλιου, μέσα στὴν αὐλὴ ποὺ τόσο σιχαινόμουν, καὶ οὔρλιαξα τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ, «Φράνσις Ἂν Χάρις!». Ἡ μαύρη μαγείρισσα βγῆκε στὴν πίσω βεράντα, ὅμως τὴν πρόσταξα νὰ γυρίσει ἀμέσως στὴν κουζίνα. Ἄρχισα νὰ διασχίζω τὴν αὐλὴ πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἦταν κρυμμένη ἡ Φράνσις Ἂν —αὐτὸ τὸ σκυθρωπὸ πλασματάκι πού, ὅσο ἀπίστευτο καὶ ἂν φαίνεται, εἶναι ἡ Φράνσις ποὺ γνώρισες— καὶ ἀμέσως ἐκείνη βάλθηκε νὰ σέρνεται κατὰ μῆκος τῶν θάμνων τοῦ φράχτη πρὸς τὸ μέρος τοῦ συρματοπλέγματος ποὺ χώριζε τὸ οἰκόπεδό μου ἀπὸ τοῦ γείτονα.
Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι ἔφταιγε ἡ ζέστη γιὰ τὰ σκληρὰ λόγια ποὺ ξεστόμισα μὲ τέτοια ὁρμή, ὥστε ἤχησαν τελείως ἀκατάληπτα. Ὅταν εἶδα ὅτι ἡ κόρη μου εἶχε φτάσει στὸ συρματόπλεγμα καὶ σκόπευε νὰ σκαρφαλώσει, ἔβγαλα τὸ καπέλο μου ξεσκίζοντας τὸ βέλο μέσα στὴ φούρια μου νὰ τὴν προλάβω. Δὲν θυμᾶμαι τί εἶπα —καὶ πιθανότατα δὲν θὰ μποροῦσα οὔτε τότε νὰ σοῦ πῶ—, μήτε ἔνιωσα τὸν πόνο ὅταν στραμπούληξα τὸν ἀστράγαλό μου στὸ χαντάκι ποὺ ὑπῆρχε στὴ μέση της αὐλῆς. Κι ὅμως, ἐκείνη συνέχιζε νὰ μὲ καρφώνει μὲ τὰ μικρὰ σπινθηροβόλα μάτια της καὶ νὰ σιγοψιθυρίζει κάτι μέσα ἀπ’ τὰ δόντια. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἀνοιγόκλεινε τὰ χείλη, φώναζα ὅλο καὶ πιὸ δυνατά, λὲς κι ἤθελα ἔτσι νὰ ἐκτονώσω τὴν ὀργὴ ποὺ αἰσθανόμουν γιὰ τὴ φρίκη ποὺ ἀντίκριζα. Συνέχισα, ποὺ λές, νεαρέ, νὰ περπατῶ μὲ μεγάλες δρασκελιὲς πρὸς τὸν φράχτη, ὥσπου τὴν ἔφτασα προτοῦ προλάβει νὰ σκαρφαλώσει στὴν κορυφὴ τοῦ συρματοπλέγματος. Τὴν ἅρπαξα, θαρρῶ, ἀπ’ τὸ μπράτσο, λίγο πιὸ πάνω ἀπ’ τὸν ἀγκώνα, κάπου ἐδῶ, καὶ εἶπα: «Θὰ τιμωρηθεῖς γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκανες, Φράνσις Ἄν». Δὲν τὴν τράνταξα. Δὲν τὴν τράνταξα καθόλου, ὅπως ἤθελε νὰ τὸ παρουσιάζει, ἀλλὰ ἀντίθετα, μὲ τὸ ποὺ τὴν ἄγγιξα, ἄφησε τὸ συρματόπλεγμα καὶ ἔπεσε στὸ χῶμα. Ἔμεινε ἐκεῖ, γιὰ μιὰ στιγμή, ἀπὸ ἐπιφύλαξη, κοιτάζοντάς με μέσα ἀπὸ τὴν ἀναμαλλιασμένη χαίτη ποὺ σκέπαζε τὸ πρόσωπό της. Πρὶν προφτάσω νὰ τὴ διατάξω νὰ σηκωθεῖ, τινάχτηκε ὄρθια καὶ μὲ ἕναν γρήγορο ἑλιγμὸ μοῦ ξέφυγε καὶ πάλι. Ἔτρεξα πίσω της —πάνω στὰ ψηλά μου τακούνια— μόνο ποὺ τούτη τὴ φορὰ στραμπούληξα τὸν ἄλλο μου ἀστράγαλο στὸ χαντάκι καὶ σωριάστηκα φαρδιὰ-πλατιὰ στὸ χῶμα, καταμεσὴς τῆς αὐλῆς, σ’ αὐτὸν ἐδῶ το κῆπο. Δὲν θὰ τὸ πιστέψεις – μὲ συγχωρεῖς, πρέπει νὰ κάτσω… Ἐλπίζω νὰ μὴν ἀπορεῖς ποὺ σ’ τὰ λέω ὅλα αὐτά… Δὲν θὰ τὸ πιστέψεις: ἔμεινα πεσμένη στὸ χαντάκι, ὅμως ἐκείνη οὔτε κὰν πλησίασε νὰ μὲ βοηθήσει, μὲ τὶς γνωστὲς παιδιάστικες δικαιολογίες, ἀλλὰ ἀντίθετα, γιὰ νὰ μὲ θυμώσει, ἀνέβηκε ἐπίτηδες στὴν κούνια της ποὺ κρεμόταν ἀπὸ μιὰ ψωριάρικη λεύκα ποὺ ὑπῆρχε ἄλλοτε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο (ἔβαλα νὰ τὴν κόψουν καὶ νὰ τὴν ξεριζώσουν), καὶ ἄρχισε νὰ λικνίζεται σιγὰ-σιγά, κοιτάζοντας τὴ μητέρα της πεσμένη καταγῆς, μέσα ἀπὸ τὰ μακριά της μαλλιὰ – τὰ ὁποῖα, ὅπως φαντάζεσαι, νεαρέ μου, ἔβαλα, τὴν ἑπόμενη κιόλας μέρα, νὰ τῆς τὰ κόψουν καὶ νὰ τὰ κατσαρώσουν σὲ ἑκατοντάδες μικρὲς μποῦκλες.
.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986.
.
Πίτερ Τέιλορ (Peter Taylor).(Τρέντον, Τενεσί, 1917-1994). Θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς Ἀμερικανοὺς διηγηματογράφους. Κεντρικὸ θέμα του ἀποτελεῖ ὁ ἀμερικανικὸς νότος. Ἐκτὸς ἀπὸ διηγήματα ἔγραψε τρία μυθιστορήματα καὶ θεατρικὰ ἔργα. Ἦταν παντρεμένος ἐπὶ 51 χρόνια μὲ τὴν ποιήτρια Ἔλινορ Ρὸς Τέιλορ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Φωτεινὴ Βλαχοπούλου. Σπούδασε Τεχνολογία Γραφικῶν Τεχνῶν στὰ ΤΕΙ Ἀθήνας καὶ Λογοτεχνικὴ Μετάφραση στὸ ΕΚΕΜΕΛ. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἐργάζεται ὡς μεταφράστρια λογοτεχνικῶν κειμένων καὶ δοκιμίων, καθὼς ἐπίσης καὶ ὡς μεταφράστρια τεχνικῶν κειμένων, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικὰ πρὸς τὰ ἑλληνικά.
.
Filed under: Αγγλικά,Βλαχοπούλου Φωτεινή,Ηλικίες,Μονόλογος,Οικογένεια,Taylor Peter | Τὰ σχόλια στὸ Πίτερ Τέιλορ (Peter Taylor): Κλειστὸς κῆπος ἔχουν κλείσει