Τ. Κοράγκεσαν Μπόιλ (T. Coraghessan Boyle): Ὁ Ἐκτελεστής

 

 

Τ. Κοράγκεσαν Μπόιλ (T. Coraghessan Boyle)

 

Ἐκτελεστής

(The Hit Man)

 

Νε­ό­τη­τα

 

Α ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ εἶ­ναι τα­ραγ­μέ­να ἐ­ξαι­τί­ας τῆς μαύ­ρης σα­κού­λας ποὺ φο­ρᾶ πά­νω στὸ κε­φά­λι. Δά­σκα­λοι δι­ορ­θώ­νουν τὴν προ­φο­ρά του, ὁ προ­πο­νη­τὴς ἐ­πι­κρί­νει τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του, ὁ δι­ευ­θυν­τὴς τὸν ξε­βρα­κώ­νει για­τί ἔ­και­γε τὰ μι­κρὰ μὲ τὴν κά­φτρα τοῦ τσι­γά­ρου. Εἶ­ναι ἕ­νας κα­κὸς μα­θη­τής. Στὰ γεύ­μα­τα κά­θε­ται μό­νος, τρο­φο­δο­τών­τας τὴ σκο­τει­νὴ σχι­σμὴ τοῦ στό­μα­τός του μὲ γλυ­κο­πί­πε­ρα καὶ σα­λά­μι. Στοὺς δι­α­δρό­μους, λε­πτοὶ καὶ μυ­ώ­δεις νε­α­ροὶ ἀ­θλη­τὲς τρα­βοῦν τὴν μαύ­ρη κου­κού­λα καὶ τὸν σφα­λι­α­ρί­ζουν στὸ σβέρ­κο. Στὰ δε­κα­τρί­α του τὸν πλη­σιά­ζει ὁ ἀρ­χη­γὸς τὴν πο­δο­σφαι­ρι­κῆς ὁ­μά­δας, ποὺ τὸν ἀ­κι­νη­το­ποι­εῖ καὶ τοῦ βγά­ζει τὴν κου­κού­λα. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς τὸν κα­θα­ρί­ζει. Πέν­τε χρό­νια, ἀ­πο­φαί­νε­ται ὁ δι­κα­στής.

 

Πί­σω στοὺς Δρό­μους

 

       Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς ἐ­πι­στρέ­φει στοὺς δρό­μους μέ­σα σ’ ἕ­να δί­μη­νο.

 

Πρῶ­το Ραν­τε­βού

 

       Ἡ κο­πέ­λα ὀ­νο­μά­ζε­ται Σύν­θια. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς στα­μα­τᾶ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της μὲ τὴ νε­κρο­φό­ρα τοῦ πα­τέ­ρα του. (Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Ἐ­κτε­λε­στῆ, τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴ­διος ἀ­πε­χθά­νε­ται καὶ μι­σεῖ, εἶ­ναι νε­κρο­θά­φτης. Στὸ πρω­ι­νό, ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Ἐ­κτε­λε­στῆ, ἐκ­σφεν­δό­νι­σε τὰ κόρ­νφλε­ϊκς ἀ­πὸ τὸ μπὸλ τοῦ γιοῦ του. Ὁ γιὸς ἀ­πεί­λη­σε νὰ κα­θα­ρί­σει τὸν πα­τέ­ρα. Δὲν τὸ κά­νει, συγ­κρα­τι­έ­ται ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νος χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λί­α λό­γους ὅ­πως ὁ «σεβασμὸς πρὸς τὸν γο­νιό» καὶ τὰ βα­θιὰ ἑ­δραι­ω­μέ­να ταμ­ποὺ κα­τὰ τῆς πα­τρο­κτο­νί­ας ποὺ δι­α­πο­τί­ζουν τὸ συλ­λο­γι­κὸ ἀ­συ­νεί­δη­το.)

       Ὁ πα­τέ­ρας τῆς Σύν­θια ἔ­χει ἀ­ση­μέ­νι­ες φα­βο­ρί­τες καὶ παί­ζει τέ­νις. Ἀ­παν­τᾶ στὸ χτύ­πη­μα τοῦ Ἐ­κτε­λε­στῆ, δεί­χνει ἔκ­πλη­κτος ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Ἐ­κτε­λε­στῆ. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς ἁρ­πά­ζει τὴν Σύν­θια ἀ­πὸ τὸν ἀγ­κώ­να, κολ­λᾶ ἕ­να εἰ­κο­σα­δό­λα­ρο στὴν πα­λά­μη τοῦ πα­τέ­ρα της, καὶ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται μέ­σα στὴ νύ­χτα.

 

Θά­να­τος Πα­τέ­ρα

 

       Στὸ πρω­ι­νὸ ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς, ἐκ­σφεν­δο­νί­ζει τὰ κόρ­νφλε­ϊκς ἀ­πὸ τὸ μπὸλ τοῦ πα­τέ­ρα του. Με­τὰ τὸν κα­θα­ρί­ζει.

 

Θά­να­τος Μη­τέ­ρας

 

       Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς εἶ­ναι πλέ­ον εἴ­κο­σι καὶ κά­τι. Παί­ζει μπι­λιά­ρδο, ση­κώ­νει βά­ρη καὶ πί­νει τὸ γά­λα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Ἡ μη­τέ­ρα του εἶ­ναι στὸ νο­σο­κο­μεῖο, πε­θαί­νον­τας ἀ­πὸ καρ­κί­νο ἢ καρ­διά. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας φο­ρά­ει μαῦ­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ ὁ Ἐ­κτε­λεστής.

 

Πρώ­τη Δου­λειά

 

       Ὁ Πορ­φύ­ριο Μπου­νι­όζ, ἕ­νας κου­βα­νὸς χρη­μα­τι­στής, προ­σκα­λεῖ τὸν Ἐ­κτε­λε­στὴ σὲ γεῦ­μα. Ἀ­κού­ω ψά­χνεις δου­λειά, λέ­ει ὁ Μπου­νι­όζ.

       Σω­στά, λέ­ει ὁ Ἐ­κτε­λεστής.

 

Μπι­ζέ­λια

 

       Στὸν Ἐ­κτε­λε­στὴ δὲν ἀ­ρέ­σουν τὰ μπι­ζέ­λια. Εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σουν στὸ πι­ρού­νι.

 

Ἐκ­πομ­πὴ Λό­γου

 

       Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς πε­ρι­μέ­νει στὰ πα­ρα­σκή­νια, ἡ λεύ­κη κό­ψη ἑ­νὸς τσι­γά­ρου χα­ρά­ζει τὴ βα­θειὰ σκο­τει­νιὰ τοῦ κε­φα­λιοῦ καὶ τῶν ἄ­νω ἄ­κρων του. Ἡ μα­κι­γι­ὲζ τοῦ ἔ­χει φτιά­ξει τὸ στό­μα καὶ τὰ μά­τια, ἔ­χει κα­θα­ρί­σει τὸ χνού­δι ἀ­π’ τὴν κου­κού­λα του. Τὸν ἔ­χουν ἐ­νη­με­ρώ­σει. Ὁ κα­λε­σμέ­νος πρὶν ἀ­π’ αὐ­τὸν εἶ­ναι ἕ­νας παι­δί­α­τρος. Μιὰ πλα­νη­τι­κὴ λάμ­ψη λού­ζει τὴ σκη­νὴ ὅ­που ὁ πα­ρου­σια­στὴς καὶ ὁ παι­δί­α­τρος, χω­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ ἕ­να φοί­νι­κα σὲ γλά­στρα, κά­θον­ται σταυ­ρο­πό­δι καὶ συ­ζη­τοῦν γιὰ μι­κρο­δι­α­τα­ρα­χὲς βρε­φῶν καὶ νη­πί­ων.

       Με­τὰ τὸ δι­ά­λειμ­μα τῆς ἐκ­πομ­πῆς ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς βρί­σκει τὸν ἑ­αυ­τό του στρι­μωγ­μέ­νο σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα σκη­νο­θέ­τη, μὲ τὰ λευ­κὰ φῶ­τα στὰ μα­τιά του. Ὁ πα­ρου­σια­στὴς τῆς ἐκ­πομ­πῆς εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­δρας μὲ παι­δι­κὸ πρό­σω­πο ποὺ μό­λις ἔ­χει πα­τή­σει τὰ σα­ράν­τα. Χα­μο­γε­λᾶ σὰν νά ’­ταν ὁ Θε­ὸς μὲ ὅ­λους Του τοὺς ἀγ­γέ­λους. Ὥ­στε, λοι­πόν, εἶ­σαι Ἐ­κτε­λε­στής, τοῦ λέ­ει. Πές μου —πάν­τα ἤ­θε­λα νὰ ξέ­ρω— πῶς εἶ­ναι νὰ ἐ­κτε­λεῖς κά­ποι­ον;

 

Θά­να­τος τοῦ Μα­τέ­ο Μα­ρί­α Μπου­νι­όζ

 

       Τὸ πτῶ­μα τοῦ Μα­τέ­ο Μα­ρί­α Μπου­νι­όζ, ξά­δελ­φου καὶ συ­νέ­ται­ρου ἑ­νὸς δι­α­κε­κρι­μέ­νου χρη­μα­τι­στῆ, ἀ­να­κα­λύ­πτε­ται κά­τω στὶς ἀ­πο­βά­θρες ἕ­να ζε­στὸ κα­λο­και­ρι­ά­τι­κο πρω­ι­νό. Ὁ­μί­χλη ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ σὰν ἀ­τμός, μυ­ρί­ζει ψα­ρί­λα. Ἕ­να με­γά­λο μαυ­ρο­πού­λι κουρ­νιά­ζει στὸ μέ­τω­πο τοῦ νε­κροῦ ἄν­τρα.

 

Γά­μος

 

       Ἡ Σύν­θια καὶ ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς στέ­κον­ται μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν ἁ­γί­α τρά­πε­ζα, πλά­ι-πλά­ι Αὐ­τὴ φο­ρᾶ ἕ­να λευ­κὸ σα­τὲν νυ­φι­κὸ καὶ ἕ­να δαν­τε­λω­τὸ βέ­λο. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς ἔ­χει νοι­κιά­σει ἕ­να σμό­κιν, τὸ πο­λὺ με­γά­λο νού­με­ρο, καὶ μιὰ μαύ­ρη βε­λού­δι­νη κου­κού­λα μὲ με­τα­ξω­τὸ πε­ρί­γυ­ρο.

       …Μέ­χρι νὰ σᾶς χω­ρί­σει ὁ θά­να­τος, λέ­ει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.

 

Δι­α­θέ­σεις

 

       Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς εἶ­ναι δύ­σθυ­μος, ἀ­πρό­βλε­πτος. Μιὰ φο­ρὰ σὲ ἕ­να ἑ­στι­α­τό­ριο, ἡ σερ­βι­τό­ρα τοῦ ἔ­φε­ρε τὴ σπε­σι­α­λι­τέ, ρο­λὸ-κι­μά, ὅ­μως ξέ­χα­σε νὰ ἀ­φαι­ρέ­σει τὰ μπι­ζέ­λια. Ὑ­πῆρ­χε μιὰ κη­λί­δα σάλ­τσας στὴν κου­κού­λα τοῦ Ἐ­κτε­λε­στῆ, πε­ρί­που ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι τὸ πη­γού­νι του. Σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα του στὴ σερ­βι­τό­ρα, τὰ μά­τια του σὰν καρ­φιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὶς τρι­γω­νι­κὲς σχι­σμές, καὶ τὴν κα­θά­ρι­σε.

       Μιὰ ἄλ­λη φο­ρὰ πῆ­γε στὸν ἱπ­πό­δρο­μο μὲ 25 δο­λά­ρια, ἐ­πέ­στρε­ψε μὲ 1.800. Στα­μά­τη­σε στὸ κα­πνο­πω­λεῖ­ο. Κα­θὼς ἔ­βγαι­νε ἀ­π’ τὸ μα­γα­ζὶ ἕ­νας μέ­θυ­σος κρε­μά­στη­κε ἀ­π’ τὸ μα­νί­κι του καὶ ἱ­κέ­τευ­σε γιὰ ψι­λά. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς ἔ­βα­λε τὸ χέ­ρι στὴ τσέ­πη, ἔ­βγα­λε τὰ 1.800 καὶ τά ’­δω­σε στὸν μέ­θυ­σο. Με­τὰ τὸν κα­θά­ρι­σε.

 

Πρω­τό­το­κος

 

       Ἀ­γό­ρι. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς εἶ­ναι κα­τευ­χα­ρι­στη­μέ­νος. Γέρ­νει πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ παρ­κο­κρέ­βα­του καὶ βά­ζει τὰ μι­κρο­σκο­πι­κὰ δα­χτυ­λά­κια γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν λα­βὴ ἑ­νὸς ἐ­πι­νι­κε­λω­μέ­νου πλα­τύ­στο­μου πι­στο­λιοῦ. Τὸ ὅ­πλο εἶ­ναι γε­μι­σμέ­νο μὲ ἄ­σφαι­ρα – ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς θέ­λει τὸ ἀ­γό­ρι νὰ συ­νη­θί­σει τὸν ἦ­χο. Πε­ρί­που σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων χρό­νων τὸ ἀ­γό­ρι ἔ­χει κα­τα­κτή­σει τὶς βα­σι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ Τά­ε Κβὸν Ντό, μπο­ρεῖ νὰ καρ­φώ­σει ἕ­να μα­χαί­ρι στὸν τοῖ­χο ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση τρι­ῶν μέ­τρων, καὶ νὰ πυ­ρο­βο­λή­σει ἕ­ναν κι­νού­με­νο στό­χο καὶ μὲ τὰ δυ­ὸ χέ­ρια. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς ἀ­κούμ­πα τὴ φαρ­διά του πα­λά­μη στὸ κε­φά­λι τοῦ ἀ­γο­ριοῦ. Ἐ­σὺ Τί­γρη, λέ­ει, θά ’­σαι γιὰ τὰ με­γά­λα κόλ­πα.

 

Δου­λειά

 

       Πε­τᾶ στὸ Σιν­σι­νά­τι. Στὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες. Στὴ Βο­στό­νη. Στὸ Λον­δί­νο. Στὶς ἀ­ε­ρο­συ­νο­δοὺς εἶ­ναι πιὰ γνώ­ρι­μος.

 

Δυ­ὸ Στρέμ­μα­τα καὶ ἕ­να Γκα­ράζ

 

       Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς μα­ζεύ­ει τὰ φύλ­λα μὲ τὴν τσουγ­κρά­να, σὲ με­γά­λους ἀ­στα­θεῖς σω­ρούς. Φο­ρᾶ ἕ­να μαῦ­ρο μπλου­ζά­κι, κομ­μέ­νο στοὺς ὤ­μους, καὶ μιὰ βαμ­βα­κε­ρὴ κου­κού­λα ἐρ­γα­σί­ας, ἐ­πί­σης μαύ­ρη. Ἡ Σύν­θια πε­ρι­ποι­εῖ­ται τὸ παρ­τέ­ρι, ὁ γιός του παί­ζει στὸ γρα­σί­δι. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς χαι­ρε­τᾶ τοὺς γεί­το­νες κα­θὼς περ­νοῦν μὲ τὸ ἁ­μά­ξι. Ὁ γεί­το­νες ἀν­τα­πο­δί­δουν τὸν χαι­ρε­τι­σμό.

       Ὅ­ταν ἔ­χει κα­θα­ρί­σει ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κὰ τὸ γκα­ζόν, ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς μα­ζεύ­ει ὅ­λους τους μι­κροὺς λο­φί­σκους φύλ­λων σὲ ἕ­να με­γα­λύ­τε­ρο σω­ρὸ στὸ μέ­γε­θος ἑ­νὸς φορ­τη­γοῦ. Με­τὰ σκύ­βει γιὰ νὰ τὰ ἀ­νά­ψει μὲ τὸν ἀ­να­πτή­ρα του. Ἀ­μέ­σως οἱ φλό­γες ξε­πη­δοῦν ἀ­π’ τὰ φύλ­λα, δη­μι­ουρ­γοῦν αὐ­λά­κια ποὺ δι­α­σχί­ζουν τὸν σω­ρό, τὸν τυ­λί­γουν σὲ μιὰ πύ­ρι­νη μπά­λα. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς στέ­κε­ται ἀ­πό­με­ρα, μὲ τὰ χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να κά­τω ἀ­πὸ τοὺς τε­ρά­στιους μυ­ώ­δεις δι­κε­φά­λους του. Στὸ πλευ­ρό του εἶ­ναι ὁ τρι­κέ­φα­λος σκύ­λος. Σκύ­βει γιὰ νὰ χα­ϊ­δέ­ψει κά­θε κε­φά­λι, ἐ­νῶ κα­πνὸς καὶ σπί­θες μαί­νον­ται πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό.

 

Πα­ρα­μο­νεύ­ον­τας στοὺς Δρό­μους τῆς Πό­λης

 

       Πα­ρα­μο­νεύ­ει τοὺς δρό­μους τῆς πό­λης, για­κὰς ἀ­νε­βα­σμέ­νος, χα­μη­λὰ τὸ κα­πέ­λο. Εἶ­ναι ἀρ­γὰ τὴ νύ­χτα. Πα­ρα­μο­νεύ­ει σὲ πα­λιὰ πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα, μι­κρο­ε­πι­χει­ρή­σεις, πάρ­κα, βεν­ζι­νά­δι­κα. Πα­λιὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα, φρά­χτες, βι­τρί­νες. Σκυ­λιὰ γρυ­λί­ζουν στὶς σκι­ές, με­τὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται στὰ μου­λω­χτά. Μπο­ρεῖ νὰ ἐ­κτε­λέ­σει ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἀ­πὸ ἐ­μᾶς.

 

Ἀ­πο­χώ­ρη­ση

 

       Μιὰ ὁ­μά­δα ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες στὸ σι­νά­φι —ἑ­ξην­τά­ρη­δες, ἑ­βδο­μην­τά­ρη­δες, εὐ­τρα­φεῖς καὶ ἀ­ξι­ο­πρε­πεῖς, μὲ δι­α­μαν­τέ­νια δα­κτυ­λί­δια, ποῦ­ρα, μέ­σα στὴ χλί­δα— τοῦ κά­νουν ἕ­να πάρ­τι. Ὁ Πορ­φύ­ριο Μπου­νι­όζ, τώ­ρα πιὰ στὰ ὀ­γδόν­τα του, βγά­ζει λό­γο καὶ τι­μᾶ τὸν Ἐ­κτε­λε­στὴ μὲ ἕ­να ἐ­πι­χρυ­σω­μέ­νο δρε­πά­νι. Ὁ Ἐ­κτε­λεστὴς τὸν εὐ­χα­ρι­στεῖ, με­τὰ ἀ­πο­σύ­ρε­ται στὴ λί­μνη, ὅ­που φαί­νε­ται μέ­σα στὸ τα­χύ­πλο­ό του νὰ ἐ­πι­τα­χύ­νει πρὸς τ’ ἀ­νοι­χτά, μὲ τὴν κου­κού­λα νὰ ἀ­νε­μί­ζει στὸ ἀ­ε­ρά­κι.

 

Θά­να­τος

 

       Εἶ­ναι τσα­κι­σμέ­νος, μα­ρα­μέ­νος, μι­σὸς ὁ πα­λιὸς ἑ­αυ­τός του. Βρί­σκε­ται ἀ­να­ση­κω­μέ­νος στὰ μα­ξι­λά­ρια τοῦ κρε­βα­τιοῦ του στὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο τοῦ Ἐ­λέ­ους, μιὰ θά­λασ­σα ἀ­πὸ γεν­τια­νὲς κρέ­μον­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι του. Σω­λη­νά­κια χώ­νον­ται στὴν κου­κού­λα ἀ­π’ τὰ ἀ­να­πνευ­στι­κὰ ἀ­νοίγ­μα­τα, τὰ μα­τιά του εἶ­ναι θο­λὰ καὶ κόκ­κι­να, βου­λι­αγ­μέ­να βα­θιὰ πί­σω ἀ­π’ τὶς τρι­γω­νι­κὲς σχι­σμές. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας φο­ρᾶ μαῦ­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ ὁ Ἐ­κτε­λεστής.

       Στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς πό­λης ὁ γιὸς τοῦ Ἐ­κτε­λε­στῆ στέ­κε­ται μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸν κα­θρέ­φτη ἑ­νὸς μα­γα­ζιοῦ ποὺ εἰ­δι­κεύ­ε­ται σὲ ἀμ­φι­έ­σεις Ἐ­κτε­λε­στῶν. Προ­βά­ρει τὴν πρώ­τη του κου­κού­λα.

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es,Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

 

Τ. Κο­ράγ­κε­σαν Μπό­ιλ (T. Coraghessan Boyle) (Πίλ­σκιλ, Νέ­α Ὑ­όρ­κη, 1948). Γνω­στὸς γιὰ τὸ χιοῦ­μορ καὶ τὸν σαρ­κα­σμό του. Ἔ­χει γρά­ψει πο­λυ­ά­ριθ­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει 8 συλ­λο­γὲς καὶ 12 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ἔ­χει λά­βει ση­μαν­τι­κὰ βρα­βεῖ­α καὶ ἱ­στο­ρί­ες του ἔ­χουν με­τα­φερ­θεῖ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Γι­ου­μου­ξού­ζης. Φοι­τη­τὴς τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20ου αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.

 

Τ. Κο­ράγ­κε­σαν Μπό­ιλ: Εἰκόνες καὶ ἔργα: http://www.youtube.com/watch?v=6Mw-YSY1sJM