Καί­τη Παυ­λῆ: Τὸ Πράγ­μα


Καί­τη Παυ­λῆ


Τὸ Πράγ­μα


Ι ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ κα­θι­σμέ­νοι στὴ δρο­σε­ρὴ βε­ράν­τα κι αὐ­τὸ τὸ βρά­δυ συ­ζη­τοῦ­σαν φω­νά­ζον­τας, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χαν δι­α­φω­νί­ες με­τα­ξύ τους. Ὁ κα­θέ­νας ἐ­ξέ­θε­τε τὴν ἄ­πο­ψή του σὰν νὰ ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ποὺ θὰ ἔ­σω­ζε τὸν τό­πο καὶ τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Σκέ­πα­ζαν ὁ ἕ­νας τὸ λό­γο τοῦ ἄλ­λου καὶ ἦ­ταν φα­νε­ρὸ πὼς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­κου­γαν μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸν ἑ­αυ­τό τους.

        Τὸ Πράγ­μα ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λών­τας πλη­σί­α­σε στὸ τρα­πέ­ζι κι ἀ­πό­θε­σε τὸ κέ­ρα­σμα, τσί­που­ρο καὶ με­ζε­δά­κια. Ὕ­στε­ρα ἀ­κούμ­πη­σε προ­σε­χτι­κὰ στὴν ἄ­κρη μιᾶς κα­ρέ­κλας ἕ­τοι­μο νὰ κυ­λή­σει πά­λι, ἂν χρει­ά­ζον­ταν. Οἱ ἄν­τρες ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ ζω­η­ρὴ « συ­ζή­τη­ση» χω­ρὶς νὰ τὸ προ­σέ­ξουν.

        Τὸ Πράγ­μα ξε­φύ­ση­σε σι­γα­νά, χα­λά­ρω­σε καὶ φω­τί­στη­κε μ’ ἕ­να ἁ­πα­λὸ μώβ, ἀ­νά­βον­τας τὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ φω­τά­κια.

        — Ἐ­γὼ νο­μί­ζω, εἶ­πε σι­γα­νά, πώς…

        — Πά­ψε σὺ πρό­στα­ξε μὲ δυ­να­τὴ ἐ­πι­τι­μη­τι­κὴ φω­νὴ ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν ἀ­νὴρ καὶ ἔ­τει­νε τὸ χέ­ρι του ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, σπρώ­χνον­τας πρὸς τὰ πί­σω τὸ Πράγ­μα.

        Τὸ Πράγ­μα ἔ­σβη­σε στὴ στιγ­μὴ τοὺς φω­τι­σμοὺς καὶ βυ­θί­στη­κε στὸ σκό­τος.

        Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες συ­νέ­χι­σαν τὴ συ­ζή­τη­ση. «Ἐ­γὼ τοὺς τὰ `πὰ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ ποι­ὸς μ’ ἀ­κού­ει;» ὁ ἕ­νας, «Τοὺς ἔ­δει­ξα τὸ χάρ­τη ποὺ σχε­δί­α­σα, ἀ­πὸ ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει ὁ δρό­μος. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη λύ­ση, πά­ει καὶ τέ­λει­ω­σε!» ὁ ἄλ­λος, καὶ χτύ­πη­σε μὲ δύ­να­μη τὴν πα­λά­μη του στὸ τρα­πέ­ζι. Τὰ πο­τη­ρά­κια τα­λαν­τεύ­τη­καν καὶ κου­δού­νι­σαν.

        — Ἕ­να τσι­που­ρά­κι ἀ­κό­μα; πρό­τει­νε ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν, κα­θὼς φαί­νε­ται ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της, καὶ ἔ­τει­νε πά­λι τὸ χέ­ρι πρὸς τὸ Πράγ­μα δί­νον­τας τὸ ἄ­δει­ο μπου­κά­λι. Τὸ Πράγ­μα τρε­μού­λια­σε ἐ­λα­φρὰ καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως δεί­χνον­τας εὐ­γε­νι­κὰ τὴ συμ­μόρ­φω­ση. Κύ­λη­σε πρὸς τὰ μέ­σα ἀ­θό­ρυ­βα, ὅ­πως ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λᾶ μιὰ ὑ­πο­ψί­α ὑ­γρα­σί­ας. Σὲ λί­γο ἐμ­φα­νί­στη­κε τρε­μου­λια­στὸ ἀ­πὸ ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς κρα­δα­σμοὺς καὶ ἀ­κούμ­πη­σε τὸ δί­σκο μὲ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη. Μμμ… Ω..ἐ­α μμ! ἀ­κού­στη­κε σὰν μουγ­κρη­τὸ ἡ φω­νὴ τοῦ ἄλ­λου ἄρ­ρε­νος, τοῦ ἐκ δε­ξι­ῶν. Τὸ Πράγ­μα ἀ­πο­σύρ­θη­κε γρή­γο­ρα στὰ ἐν­δό­τε­ρα σκο­τει­νι­α­σμέ­νο καὶ ἄ­η­χο.

        Κι ἐ­νῶ οἱ ἄν­δρες τρω­γό­πι­ναν, μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­κού­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὰ ἐν­δό­τε­ρα τὸν ἦ­χο τοῦ νε­ροῦ ποὺ ρέ­ει, τοὺς με­ταλ­λι­κοὺς ἤ­χους ποὺ κά­νουν με­τα­ξύ τους τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να καὶ τοὺς γυ­ά­λι­νους των πο­τη­ρι­ῶν καὶ τῶν πιά­των, εὔ­θραυ­στη σύν­θε­ση τοῦ νε­ρο­χύ­τη.

        Ὕ­στε­ρα ἐ­πι­κρά­τη­σε σι­ω­πὴ μὲ μι­κροὺς ἀ­νε­παί­σθη­τους ἤ­χους νύ­χτας κι ἔ­τσι τὸ Πράγ­μα ἀ­φοῦ τέ­λει­ω­σε καὶ κά­τι ψι­λο­δου­λει­ὲς πρό­βα­λε δι­στα­χτι­κὰ νὰ δεῖ. Ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­δεια πο­τή­ρια καὶ πιά­τα, κου­κού­τσια ἐ­λιᾶς πά­νω στὶς χαρ­το­πε­τσέ­τες, ψα­ρο­κό­κα­λα καὶ τρίμ­μα­τα γύ­ρω. Τέν­τω­σε τὸ κε­φά­λι καὶ ἀ­φουγ­κρά­στη­κε νὰ δεῖ τί ἔ­γι­ναν οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες. Βα­θὺ σκο­τά­δι ὁ­λό­γυ­ρα κεν­τη­μέ­νο μὲ μι­κρὰ φω­τά­κια στὸ βά­θος, πα­νη­γυ­ρι­κοὺς ἤ­χους τζι­τζι­κι­ῶν καὶ γρύ­λων, κο­ά­σμα­τα δι­ψα­σμέ­νων βα­τρά­χων, ποὺ καὶ ποὺ κα­μιὰ σι­γα­νὴ κρω­ξιὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἐ­νο­χλη­μέ­νο νυ­χτο­πού­λι καὶ αἴφ­νης ἡ ἀ­να­πάν­τε­χη κραυ­γὴ τοῦ ὄρ­νιου. Ἀ­πὸ μα­κριὰ ἔ­φτα­ναν σὰν μουρ­μου­ρη­τὸ φω­νὲς πολ­λῶν ἀν­δρῶν μα­ζί. Φω­νὲς κα­φε­νεί­ου.

        Τὸ Πράγ­μα κά­θι­σε σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να, τέν­τω­σε τὰ πό­δια κι ἄ­να­ψε πά­λι τὰ μώβ. Ὕ­στε­ρα προ­ση­λώ­θη­κε στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ με­ριὰ κοι­τά­ζον­τας τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ ἀ­πέ­ναν­τι. Ἡ σε­λή­νη ξε­πρό­βα­λε σὲ λί­γο ἀρ­γυ­ρή, ὁ­λό­φω­τη καὶ με­γα­λει­ώ­δης. Τὸ Πράγ­μα ἀ­να­βό­σβη­σε μ’ ἕ­να ρο­δα­λὸ φῶς καὶ ἔ­τει­νε τὰ χέ­ρια του πρὸς τὰ `κεῖ. Σὲ λί­γο μὲ κυ­μα­τι­στοὺς μου­σι­κοὺς ἤ­χους ἀ­νυ­ψώ­θη­κε σὰν νὰ `ταν δε­μέ­νο μὲ μυ­στι­κὴ κλω­στὴ μα­ζί της. Στά­λες βρο­χῆς σὰν χον­τρὰ δά­κρυ­α ἔ­πε­σαν στὸ σκο­τει­νὸ ἄ­δει­ο της βε­ράν­τας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Καί­τη Παυ­λῆ (Λέ­σβος). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, σπού­δα­σε στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων, τμῆ­μα ΜΝΕΣ, καὶ ἐρ­γά­στη­κε γιὰ πολ­λὰ χρό­νια στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὴν συλλογὴ Ἀ­νοί­γεις τὸ πα­ρά­θυ­ρο (ποίηση, ἐκδ. ΑΩ, 2019), συμ­πε­ρί­λη­ψη ποι­ή­μα­τος στὴν ἀν­θο­λο­γί­α «Τὰ ποι­ή­μα­τα τοῦ 2019» καὶ «Φύ­ση­ξε ἀ­γέ­ρας καὶ σκόρ­πι­σαν-Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες, (δι­η­γή­μα­τα, ἀ­φη­γή­σεις, ἐκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023). Το διήγημα «Παγίδα» συμπεριλήφθηκε στην συλ­λο­γι­κὴ ἔκ­δο­ση Ὁ χρό­νος ποὺ περ­νᾶ καὶ χά­νε­ται, ἔκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023.